Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2010/2303(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A7-0074/2011

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A7-0074/2011

Συζήτηση :

Ψηφοφορία :

PV 11/05/2011 - 5.16
Αιτιολογήσεις ψήφου
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P7_TA(2011)0223

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 377kWORD 86k
Τετάρτη 11 Μαΐου 2011 - Στρασβούργο
Εταιρική διακυβέρνηση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
P7_TA(2011)0223A7-0074/2011

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαΐου 2011 σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (2010/2303 (INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

  έχοντας υπόψη την οδηγία 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών(1),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A7-0074/2011),

Προσέγγιση

1.  χαιρετίζει την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής και την ευκαιρία για βελτίωση των δομών εταιρικής διακυβέρνησης σε ολόκληρη την ΕΕ·

2.  τονίζει ότι η σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εξαρτάται από τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, σε συνάρτηση με αυτήν, από την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι ευρωπαίοι πολίτες και καταναλωτές στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές· διαπιστώνει ότι τα υφιστάμενα καθεστώτα αποδοχών έχουν οδηγήσει σε ακατάλληλες δομές.

3.  γνωρίζει ότι, ως επακόλουθο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, κατέστη προφανές ότι η ποιότητα της προστασίας των καταναλωτών και των διασφαλίσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών απαιτεί απτή και αποτελεσματική βελτίωση, ιδίως όσον αφορά τις πτυχές της παρακολούθησης και της εποπτείας·

4.  πιστεύει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, να συμβάλλει στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και να επιδεικνύει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική ευθύνη·

5.  σημειώνει ότι, κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ανά τον κόσμο χρεοκόπησαν, με μεγάλο κόστος για τους φορολογουμένους· πιστεύει ότι η Επιτροπή ορθώς εξετάζει κάθε πιθανή αιτία της χρεοκοπίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να αποτρέψει την εμφάνιση νέας κρίσης·

6.  επισημαίνει μια έλλειψη αξιών και δεοντολογίας στη συμπεριφορά ορισμένων παραγόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα· υπογραμμίζει ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει, ως μέρος της εταιρικής τους κοινωνικής ευθύνης, να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένων των πελατών, των μετόχων και των υπαλλήλων·

7.  επισημαίνει ότι ο νόμος Sarbanes-Oxley των ΗΠΑ αποδείχθηκε αναποτελεσματικός όσον αφορά την προστασία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των ΗΠΑ κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ ταυτόχρονα αύξησε το κόστος συμμόρφωσης για όλες τις εισηγμένες εταιρείες, και ειδικότερα τις ΜΜΕ, περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητά και παρεμποδίζοντας τη σύσταση νέων εισηγμένων εταιρειών· επισημαίνει ότι οι παρούσες οικονομικές συνθήκες και η ανάγκη για ανάπτυξη καθιστούν επιτακτική ανάγκη να αποτραπεί ένα φαινόμενο «Sarbanes-Oxley» στην ΕΕ·

8.  επισημαίνει την ποικιλία δομών εταιρικής διακυβέρνησης που παρατηρείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ποικιλία προσεγγίσεων που υιοθετούν τα κράτη μέλη όσον αφορά τη ρύθμιση των δομών αυτών· αναγνωρίζει ότι η ενιαία προσέγγιση θα ήταν αδόκιμη και βλαπτική για την ανταγωνιστικότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· επισημαίνει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν επίγνωση των διαφορετικών αυτών προσεγγίσεων και σε πολλές περιπτώσεις είναι οι πλέον κατάλληλες για να λάβουν αποφάσεις με βάση τις αρχές της ΕΕ· τονίζει ωστόσο ότι είναι απαραίτητο να καθοριστούν ισχυρά ελάχιστα πρότυπα προκειμένου να διασφαλιστεί η υγιής διακυβέρνηση σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην ΕΕ·

9.  αναγνωρίζει ότι ο τομέας της εταιρικής διακυβέρνησης εξελίσσεται συνεχώς· πιστεύει ότι ενδείκνυται μια ισορροπημένη προσέγγιση, η οποία να περιλαμβάνει, σε ισότιμη βάση, στοχευμένους κανονισμούς θεμελιωμένους σε αρχές και ευέλικτους κώδικες βέλτιστης πρακτικής του τύπου «συμμορφώσου ή εξήγησε'· τονίζει ότι η προσέγγιση αυτή πρέπει να συμπληρώνεται από τακτική εξωτερική αξιολόγηση και κατάλληλη ρυθμιστική εποπτεία·

10.  πιστεύει ότι σε άλλους τομείς μια ενισχυμένη διαδικασία της μορφής «συμμορφώσου ή εξήγησε» με έλεγχο μπορεί να είναι καταλληλότερη, με συγκεκριμένες νομοθετικές προϋποθέσεις και πιο διεισδυτικούς ελέγχους όσον αφορά τη συμμόρφωση ή τις αποκλίσεις, και ότι απαιτείται μια ποιοτική αλλά και ποσοτική αξιολόγηση ούτως ώστε η συμμόρφωση να μην εκφυλίζεται σε μια άσκηση «τσεκαρίσματος'·

11.  ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει οιαδήποτε πρόταση θεωρεί ότι βελτιώνει την εταιρική διακυβέρνηση σε εκτίμηση αντικτύπου όσον αφορά τη σχέση κόστους-ωφέλειας, η οποία να εστιάζει στην ανάγκη διατήρησης της ισχύος, της σταθερότητας και της ανταγωνιστικότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου αυτά να συμβάλλουν στην επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης, συνεκτιμώντας ταυτόχρονα τον αντίκτυπο τις απουσίας κανονιστικών ρυθμίσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στην πραγματική οικονομία·

Κίνδυνος

12.  σημειώνει ότι στη χρηματοπιστωτική κρίση συνέβαλε η αδυναμία ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και εποπτικών αρχών να εκτιμήσουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των αναληφθέντων κινδύνων· πιστεύει ότι η αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου αποτελεί μια μείζονα ουσιώδη συνιστώσα της αποτροπής μελλοντικών κρίσεων·

13.  ζητεί την καθιέρωση, σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενός αποτελεσματικού συστήματος διακυβέρνησης, με επαρκή διαχείριση του κινδύνου, με λειτουργίες συμμόρφωσης και εσωτερικού ελέγχου (και στην περίπτωση των ασφαλιστικών εταιρειών αναλογιστικές λειτουργίες), στρατηγικές και πολιτικές, μεθόδους και διαδικασίες·

14.  τονίζει ότι ο κίνδυνος είναι εγγενής και αναγκαίος στον χρηματοπιστωτικό τομέα προκειμένου να παρέχει ρευστότητα, να προωθεί την ανταγωνιστικότητα και να συμβάλλει στην οικονομική μεγέθυνση και τη δημιουργία θέσεων εργασίας· είναι απολύτως ζωτικής σημασίας τα διοικητικά συμβούλια να κατανοούν και να εκτιμούν πλήρως τον κίνδυνο, ώστε να αποφευχθεί μια μελλοντική χρηματοπιστωτική κρίση·

15.  ζητεί τη σύσταση υποχρεωτικών επιτροπών κινδύνων ή ανάλογες ρυθμίσεις σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου για όλα τα οικονομικώς σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου της μητρικής εταιρείας για όλους τους οικονομικώς σημαντικούς χρηματοπιστωτικούς ομίλους· οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές πρέπει, σε διαβούλευση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, να καταρτίσουν κριτήρια και διαδικασίες επιλογής κατάλληλων προσώπων («fit and proper persons») προς εφαρμογή από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τα ανώτερα στελέχη και τα στελέχη που εμπλέκονται στην ανάληψη σημαντικών κινδύνων, ενώ οι εθνικές αρχές πρέπει να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια αυτά·

16.  πιστεύει ότι η επιτροπή κινδύνων, ή άλλο ισοδύναμο όργανο, πρέπει να έχει την ευθύνη να εποπτεύει και να συμβουλεύει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την τρέχουσα έκθεση σε κινδύνους και να παρέχει συμβουλές σχετικά με τη μελλοντική στρατηγική κινδύνου, όπου συμπεριλαμβάνεται και η στρατηγική διαχείρισης κεφαλαίων και ρευστότητας, συνεκτιμώντας τις αξιολογήσεις χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που εκπονούν οι εποπτικές αρχές και οι εθνικές τράπεζες·

17.  επισημαίνει ότι η τελική ευθύνη της διαχείρισης κινδύνου εναπόκειται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο πρέπει επίσης να αναλαμβάνει την ευθύνη να καταδεικνύει τη συμμόρφωση και τη διατύπωση σχεδίων ανάκαμψης·

18.  τονίζει ότι σε οποιονδήποτε οργανισμό, η ανάληψη δυσανάλογων κινδύνων είναι ασύμβατη με την σημαντικότερη ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου, δηλαδή μια μακροπρόθεσμη και βιώσιμη εμπορική στρατηγική·

19.  πιστεύει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να θεσπίσουν εσωτερική διαδικασία, υπό τον έλεγχο της εποπτικής αρχής, για την επίλυση συγκρούσεων ενδέχεται να προκύψουν μεταξύ της μονάδας διαχείρισης κινδύνου και των επιχειρησιακών μονάδων· επιπλέον, το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να οφείλει να ενημερώνει τις εποπτικές αρχές για κάθε σημαντικό κίνδυνο τον οποίο γνωρίζει·

20.  τάσσεται υπέρ της δημιουργίας διαύλων διοχέτευσης πληροφοριών σχετικά με εσωτερικές συγκρούσεις ή ακατάλληλες πρακτικές εντός της επιχείρησης προς την επιτροπή κινδύνων ή προς εξωτερικά εποπτικά όργανα, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι ενίοτε οι πρακτικές διαφέρουν από τις πολιτικές και ότι η διεύθυνση δεν έχει πάντοτε επίγνωση των πραγματικών πρακτικών·

21.  επισημαίνει ότι το σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των αρμοδίων για τη διαχείριση κινδύνου και του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να βελτιωθεί με την καθιέρωση μιας διαδικασίας παραπομπής των συγκρούσεων/προβλημάτων στην ιεραρχία προς επίλυση·

22.  τονίζει ότι ο προϊστάμενος διαχείρισης κινδύνου πρέπει να έχει άμεση πρόσβαση στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας· προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία του και να μην απειληθεί η αντικειμενικότητά του, ο διορισμός και η παύση του αποφασίζεται από το σύνολο του διοικητικού συμβουλίου·

23.  προτείνει επίσης να θεσπιστούν διαδικασίες καταγραφής των περιπτώσεων παράκαμψης των υποδείξεων της επιτροπής κινδύνων και τα πρακτικά να διαβιβάζονται στα ελεγκτικά όργανα και στις εποπτικές αρχές·

24.  σημειώνει την οδηγία για τη διαφάνεια, που απαιτεί από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να κοινοποιούν τους βασικούς κινδύνους στην επιχειρηματική τους ανασκόπηση, καθώς και την τέταρτη οδηγία για την εταιρική νομοθεσία, η οποία απαιτεί από τους οργανισμούς να περιγράφουν τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου τους που αφορούν τους κινδύνους πλημμελούς γνωστοποίησης χρηματοοικονομικών στοιχείων· επισημαίνει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να υποχρεούνται να κοινοποιούν τα σχέδια ανάκαμψης και τις σχετικές εποπτικές εκθέσεις·

25.  θεωρεί ότι θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτικό να υποβάλλουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ετησίως έκθεση –με τη λιγότερη δυνατή γραφειοκρατική επιβάρυνση– σχετικά με την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου τους, την οποία θα εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο· θεωρεί επίσης ότι πρέπει να απαιτείται μία αντίστοιχη εκτίμηση στην ετήσια έκθεση ελέγχου των εξωτερικών ελεγκτών του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος· τονίζει ωστόσο ότι θα πρέπει να αποτραπεί η εκδήλωση «φαινομένου Sarbanes-Oxley» στην ΕΕ·

26.  υποστηρίζει ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην εφαρμογή μέτρων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για μεγαλύτερη επίγνωση των κινδύνων, καθώς η ενίσχυση της επίγνωσης των κινδύνων σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης –ακόμη και στους εργαζομένους– είναι καθοριστικής σημασίας για μια καλύτερη διαχείριση κινδύνου·

27.  συμφωνεί ότι είναι αναγκαία σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ενίσχυση των μέτρων για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων, ούτως ώστε να διαφυλάσσεται η αντικειμενικότητα και η ανεξαρτησία της κρίσης των διοικητικών συμβουλίων στον τραπεζικό τομέα, στον τομέα κινητών αξιών και στον ασφαλιστικό τομέα·

Διοικητικά συμβούλια

28.  καλεί τις ενωσιακές εποπτικές αρχές, σε διαβούλευση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, να καταρτίσουν κριτήρια επάρκειας για μια δοκιμασία επιλογής κατάλληλων προσώπων («fit and proper person» test) που θα αξιολογεί την καταλληλότητα των ατόμων για ελεγχόμενες λειτουργίες, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την πολυπλοκότητα και το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος· οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να πραγματοποιούν τη διαδικασία αξιολόγησης και έγκρισης εγκαίρως και αποτελεσματικά, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την κρίση για τις ρυθμιζόμενες εταιρείες· για τα μεγάλα και συστημικώς σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι εποπτικές αρχές πρέπει να διενεργούν διεισδυτικούς ελέγχους όσον αφορά την καταλληλότητα, την εμπειρογνωμοσύνη και το φάσμα προσόντων των διευθυντών τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, καθώς και την καταλληλότητά τους για διορισμό, ενώ για τους διευθυντές την ευρύτερη σύνθεση του διευθυντικού οργάνου και τη χρονική διαθεσιμότητά τους, λαμβάνοντας υπόψη και τις λοιπές δραστηριότητές τους·

29.  καλεί την Επιτροπή να προωθήσει νομοθεσία που θα υποχρεώνει τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να υποβάλλουν τα διοικητικά τους συμβούλια σε τακτικές εξωτερικές αξιολογήσεις που θα αποσκοπούν στο να διασφαλίζουν όχι απλώς υψηλές προδιαγραφές συμβολής των διευθυντών ατομικά, αλλά ότι και το διοικητικό συμβούλιο συνολικά και οι επιτροπές του είναι σε θέση να ανταποκριθούν στους στρατηγικούς στόχους του οργανισμού και στη διαχείριση κινδύνου· θεωρεί ότι τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να επιβεβαιώνουν στις ετήσιες εκθέσεις τους τη διενέργεια τέτοιας αξιολόγησης, να αναφέρουν το όνομα του εξωτερικού αξιολογητή και περιγραφή του πεδίου αναφοράς της αξιολόγησης, και να δηλώνουν ότι ενήργησαν με βάση τις συστάσεις της αξιολόγησης· καλεί την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (ΕΕΑ), να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το πεδίο αναφοράς των αξιολογήσεων αυτών, σε συνεργασία με τον κλάδο, τους μετόχους και τους ρυθμιστικούς φορείς·

30.  πιστεύει ότι ο ρόλος του διευθύνοντος συμβούλου πρέπει να είναι διακριτός από αυτόν του προέδρου, αλλά σημειώνει ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, θα μπορούσε να είναι βραχυπρόθεσμα αναγκαίος ο συνδυασμός των ρόλων τους· τονίζει επιπλέον ότι, στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης και της πολιτικής αποδοχών, πρέπει να τηρούνται και να προωθούνται οι αρχές της ισότητας των αμοιβών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, οι οποίες κατοχυρώνονται στις ευρωπαϊκές συνθήκες και οδηγίες·

31.  πιστεύει ότι σε συλλογική βάση τα μέλη των ενιαίων ή των εποπτικών συμβουλίων πρέπει να έχουν πρόσφατα και συναφή επαγγελματικά προσόντα, γνώσεις και εμπειρία, μεταξύ άλλων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, για την από κοινού χάραξη της πορείας της χρηματοπιστωτικής εταιρείας· ζητεί όλα τα οικονομικώς σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν μη εκτελεστικά μέλη διοικητικών συμβουλίων· πιστεύει ωστόσο ότι κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαθέτει διοικητικό συμβούλιο με ποικιλία εμπειρίας, τεχνογνωσίας και χαρακτήρα, ούτως ώστε να παρέχει υγιή και σώφρονα διαχείριση, και ότι οι διορισμοί πρέπει να γίνονται αξιοκρατικά·

32.  υπογραμμίζει ότι η μεγαλύτερη διαφοροποίηση στα διοικητικά συμβούλια μειώνει την πιθανότητα κρίσεων και συμβάλλει στην οικονομική σταθερότητα· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει ένα σχέδιο για τη σταδιακή ενίσχυση της διαφοροποίησης με βάση το φύλο με στόχο την εκπροσώπηση κάθε φύλου στα διοικητικά συμβούλια των χρηματοπιστωτικών οργανισμών σε ποσοστό τουλάχιστον 30%, να διασφαλίσει ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί στο ορατό μέλλον και να εξετάσει τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση της διαφοροποίησης με κριτήρια το επαγγελματικό, κοινωνικό και πολιτιστικό υπόβαθρο·

33.  υπογραμμίζει ότι η αυξημένη διαφοροποίηση των μελών των διοικητικών συμβουλίων είναι πιθανό να βελτιώσει την ποιότητα των συζητήσεων και της λήψης αποφάσεων·

34.  επισημαίνει τη σημασία του ρόλου των εκπροσώπων των εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο, ιδίως λόγω του μακροπρόθεσμου συμφέροντός τους για βιώσιμη διοίκηση του οργανισμού και λόγω της πείρας τους και των γνώσεών τους όσον αφορά τις εσωτερικές δομές του·

35.  πιστεύει ότι τα δημόσιας ιδιοκτησίας χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ανοικτές και ανεξάρτητες διαδικασίες διορισμού·

36.  τονίζει ότι οι διευθυντές πρέπει να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, με βάση κατευθυντήριες γραμμές που θα πρέπει να καθοριστούν από τα ενωσιακά εποπτικά όργανα, και με παρακολούθηση από το διοικητικό συμβούλιο και τα εθνικά εποπτικά όργανα·

37.  πιστεύει ότι πρέπει να αποθαρρύνεται η συμμετοχή οποιουδήποτε προσώπου σε υπερβολικά πολλά διοικητικά συμβούλια διαφορετικών χρηματοπιστωτικών ομίλων·

38.  ζητεί να εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι κανόνες που αφορούν τη διαβούλευση και συμμετοχή των εργαζομένων, κανόνες που επιλέγονται σύμφωνα με την οδηγία 2001/86/ΕΚ για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας·

39.  είναι της άποψης ότι οι ανώτεροι υπάλληλοι και το διοικητικό συμβούλιο, από κοινού, πρέπει να είναι πραγματικά υπόλογοι και υπεύθυνοι για την καθιέρωση και την εφαρμογή των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα της εταιρίας/επιχείρησης·

40.  θεωρεί απαραίτητο ένα σαφές ευρωπαϊκό ελάχιστο πρότυπο σχετικά με τη λογοδοσία των μελών διοικητικών συμβουλίων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

41.  επισημαίνει ότι οι διοικητές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων και των κεντρικών τραπεζών όλων των κρατών μελών είναι άνδρες· σημειώνει ότι ελάχιστες μόνο γυναίκες καταλαμβάνουν επί του παρόντος διευθυντικές θέσεις στις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

42.  πιστεύει ότι οι διευθυντές πρέπει να έχουν ένα γενικό καθήκον μέριμνας και να υποχρεούνται να αναφέρουν τους σημαντικούς κινδύνους στις εποπτικές αρχές·

43.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για την εξισορρόπηση της εκπροσώπησης των φύλων όσον αφορά τον ορισμό διοικητών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

44.  παροτρύνει την Επιτροπή να προωθήσει πολιτικές που θα μπορούν να βοηθήσουν τις εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου στην παρούσα οικονομική συγκυρία να εκτιμήσουν και να ασκήσουν μια πιο ισόρροπη εκπροσώπηση των δύο φύλων στα όργανα λήψης αποφάσεων·

45.  τονίζει ότι, στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης και της πολιτικής αποδοχών, πρέπει να τηρούνται και να προωθούνται οι αρχές της ισότητας των αμοιβών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, οι οποίες κατοχυρώνονται στις ευρωπαϊκές συνθήκες και οδηγίες·

Αμοιβές

46.  πιστεύει ότι οι πολιτικές αμοιβών πρέπει να βασίζονται στη μακροχρόνια επίδοση του ατόμου και της εταιρείας του, ώστε να μην ενθαρρύνουν την υπερβολική ανάληψη κινδύνων, και ότι οι πολιτικές αμοιβών και οι πληρωμές δεν πρέπει ποτέ να υπονομεύουν τη σταθερότητα της εταιρείας·

47.  επικροτεί τις αλλαγές στην πολιτική αμοιβών που έχουν ήδη δρομολογηθεί από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις οποίες τα μπόνους συνδέονται με τη μακροπρόθεσμη επιχειρηματική επιτυχία και καταβάλλονται το νωρίτερο μετά από τρία έτη· επικροτεί επιπλέον το ότι είναι δυνατή η απαίτηση επιστροφής των μπόνους σε περίπτωση μη επίτευξης των οικονομικών στόχων·

48.  τονίζει ότι όλα τα δικαιώματα προαίρεσης σε μετοχές πρέπει να δημοσιοποιούνται δεόντως και να έχουν τουλάχιστον τριετή περίοδο θεμελίωσης του δικαιώματος· πιστεύει ότι πρέπει να γίνεται μεγαλύτερη προσφυγή σε υπό αίρεση μετατρέψιμους τίτλους και όχι σε απευθείας έκδοση μετοχών, καθόσον έτσι ανακύπτει σε μικρότερο βαθμό η σύγκρουση συμφερόντων που χαρακτηρίζει την υπέρμετρη εστίαση στα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα·

49.  σημειώνει ότι το θέμα των αμοιβών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποτέλεσε αντικείμενο της τρίτης οδηγίας περί κεφαλαιακών απαιτήσεων·

50.  υπογραμμίζει τη σημασία μιας αυστηρής πολιτικής αποδοχών όπως προβλέπεται στην οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD III) και στην οδηγία Φερεγγυότητα II· αναμένει ότι αυτό και άλλα ήδη ληφθέντα νομοθετικά μέτρα θα εφαρμοστούν ταχέως μεταξύ του 2011 και του 2013· καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύσει μία έκθεση αξιολόγησης το 2015.

51.  αναγνωρίζει ότι οι διαρθρωτικές προσεγγίσεις διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών· ενθαρρύνει τις πρακτικές ενδυνάμωσης της εταιρικής διακυβέρνησης ανάλογα με τη νομική μορφή, το μέγεθος, τη φύση, την πολυπλοκότητα και το επιχειρησιακό μοντέλο του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος·

52.  παρατηρεί ότι η εφαρμογή των υφισταμένων προτάσεων περί αμοιβών των διευθυντών εισηγμένων εταιρειών δεν είναι ούτε ομοιόμορφη ούτε ικανοποιητική· καλεί ως εκ τούτου την Επιτροπή να καταθέσει νομοθετικές προτάσεις σε επίπεδο ΕΕ σχετικά με τις αμοιβές των διευθυντών εισηγμένων εταιρειών, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η δομή των αμοιβών στις εισηγμένες εταιρίες δεν θα ενθαρρύνουν την υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων και ότι ο ανταγωνισμός στην ΕΕ θα υφίσταται επί ίσοις όροις·

53.  επισημαίνει ειδικότερα την ανησυχία ότι οι μέτοχοι δεν μπορούν και δεν ασκούν σήμερα τον απαραίτητο έλεγχο όσον αφορά τις πολιτικές αμοιβών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

54.  επιμένει ότι απαιτείται πλήρης διαφάνεια προκειμένου να είναι οι μέτοχοι σε θέση να ασκούν τη δέουσα εποπτεία στις πολιτικές αμοιβών, και ζητεί ειδικότερα να δημοσιοποιείται ο αριθμός των μισθωτών σε κάθε οργανισμό των οποίων οι συνολικές αποδοχές υπερβαίνουν το 1 εκατ. ευρώ, ομαδοποιημένων ανά μισθολογικές κατηγορίες εύρους 1 εκατ. ευρώ τουλάχιστον·

55.  συντάσσεται με την άποψη ότι οι μέτοχοι οφείλουν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση βιώσιμων πολιτικών για τις αμοιβές και πρέπει να έχουν την δυνατότητα να εκφράζουν τις απόψεις τους για τις πολιτικές αμοιβών, με δικαίωμα να απορρίπτουν στις γενικές συνελεύσεις την πολιτική αμοιβών που ορίζεται από την επιτροπή αμοιβών·

Εποπτικές αρχές, ελεγκτές και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

56.  πιστεύει ότι με έναν ενισχυμένο τριμερή διάλογο μεταξύ εποπτικών αρχών, ελεγκτών (τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών) και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα αυξανόταν η πιθανότητα εντοπισμού των ουσιωδών ή συστημικών κινδύνων σε πρώιμο στάδιο· ενθαρρύνει τις εποπτικές αρχές, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, τους ελεγκτές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ξεκινήσουν ανοιχτές συζητήσεις και να αυξήσουν τη συχνότητα των συναντήσεων προκειμένου να διευκολυνθεί η προληπτική εποπτεία· προτείνει επίσης να πραγματοποιούνται διμερείς συναντήσεις μεταξύ των ελεγκτών και των αρχών εποπτείας των κυριότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· πιστεύει ότι αποτελεί ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και του εσωτερικού ελεγκτή να διασφαλίζουν ότι υφίστανται οι αναγκαίοι εσωτερικοί έλεγχοι για τον εντοπισμό των συστημικών κινδύνων και τον καθορισμό της ακολουθητέας διαδικασίας για την ενημέρωση του συμβουλίου και των εποπτικών αρχών ως προς τους κινδύνους αυτούς, προκειμένου να αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις·

57.  επισημαίνει ότι η ο πρωταρχικός ρόλος των ελεγκτών δεν πρέπει να παρεμποδίζεται υπέρμετρα από το βάρος επιπλέον καθηκόντων, όπως η εξέταση και η αξιολόγηση μη ελεγκτικής φύσεως πληροφοριών που δεν εμπίπτουν στο δικό τους πεδίο εμπειρογνωσίας· πιστεύει ότι οι ελεγκτές πρέπει να ενημερώνουν απευθείας τις εποπτικές αρχές όταν αντιλαμβάνονται κάτι ουσιώδες από άποψη εποπτείας και πρέπει επίσης να συμμετέχουν σε αξιολογήσεις συγκεκριμένων ελέγχων με συμμετοχή ολόκληρου του κλάδου·

58.  επιμένει ότι οι δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών (ESA) και των εθνικών εποπτικών αρχών, πρέπει να τηρούν υψηλά πρότυπα ανεξαρτησίας και πρότυπα ισοδύναμα προς εκείνα της εταιρικής διακυβέρνησης·

Μέτοχοι και ετήσια γενική συνέλευση (ΕΓΣ)

59.  παροτρύνει τους θεσμικούς μετόχους να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο σχετικά με έναν κατάλληλο έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου και της στρατηγικής του και να απηχούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των δικαιούχων τους·

60.  ζητεί να εγκριθεί νομοθεσία που θα επιβάλλει σε όλους όσους είναι εξουσιοδοτημένοι να διαχειρίζονται επενδύσεις εκ μέρους τρίτων στην ΕΕ να δηλώνουν δημοσίως κατά πόσο τηρούν έναν κώδικα απόδοσης λογαριασμού και προβαίνουν στις προβλεπόμενες γνωστοποιήσεις· εάν αυτό συμβαίνει, ποιος είναι ο συγκεκριμένος κώδικας και για ποιους λόγους επελέγη και, εάν όχι, γιατί όχι·

61.  πιστεύει ότι οι σημαντικές συναλλαγές, που υπερβαίνουν ένα καθορισμένο και αναλογικό μέγεθος, πρέπει να προϋποθέτουν ειδική έγκριση από πλευράς μετόχων ή να υπόκεινται στην υποχρέωση ενημέρωσης των μετόχων πριν από την πραγματοποίησή τους, υπό τον όρο ότι η συμμετοχή των μετόχων είναι εφικτή, ότι η αρχή της εμπιστευτικότητας τηρείται και ότι η τρέχουσα λειτουργία του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν διαταράσσεται· η ΕΑΚΑ δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το καταλληλότερο σημείο αναφοράς, σε συνεννόηση με τις σχετικές εθνικές αρχές·

62.  αναγνωρίζει ότι η διαφάνεια είναι αναγκαία όσον αφορά τις συναλλαγές με συνδεδεμένο μέρος και ότι οι σημαντικές συναλλαγές που εμπλέκουν συνδεδεμένο μέρος πρέπει να κοινοποιούνται στην χρηματιστηριακή αρχή και να συνοδεύονται από επιστολή ανεξάρτητου συμβούλου που να επιβεβαιώνει ότι η εν λόγω συναλλαγή είναι δίκαιη και εύλογη, ή να τίθεται σε ψηφοφορία από τους μετόχους χωρίς συμμετοχή του συνδεδεμένου μέρους· η ΕΑΚΑ δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το καταλληλότερο σημείο αναφοράς, σε συνεννόηση με τις σχετικές εθνικές αρχές·

63.  ζητεί τη υποχρεωτική διενέργεια ετήσιων εκλογών για την ανάδειξη κάθε μέλους του διοικητικού συμβουλίου και υποχρεωτικές ετήσιες αιτήσεις έγκρισης της πολιτικής του διοικητικού συμβουλίου ή χορήγηση απαλλαγής σε αυτό από την ΕΓΣ, ούτως ώστε να αυξηθεί η λογοδοσία του διοικητικού συμβουλίου και να ενθαρρυνθεί η νοοτροπία αυξημένης υπευθυνότητας·

64.  ζητεί να διερευνηθεί η παρεμπόδιση των αποτελεσματικών ελέγχων των μετόχων και να καταργηθούν οποιαδήποτε ρυθμιστικά κωλύματα στην εύλογη συνεργασία·

65.  ζητεί να καθιερωθεί ηλεκτρονική ψηφοφορία για να ενθαρρύνονται οι μέτοχοι να συμμετέχουν στην εταιρική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

66.  θεωρεί ότι όλες οι εταιρίες που έχουν το στοιχείο της περιορισμένης ευθύνης πρέπει να μπορούν να ορίζουν στο καταστατικό τους αν οι εταίροι τους θα αναφέρονται ανώνυμα ή επώνυμα και ότι, στη δεύτερη περίπτωση, ο νόμος πρέπει να εξασφαλίζει τη δημοσιοποίηση της ταυτότητάς τους·

o
o   o

67.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) ΕΕ L 329, 14.12.2010, σ. 3.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου