Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων στον τομέα των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων (COM(2011)0126 – C7-0093/2011 – 2011/0059(CNS))
(Ειδική νομοθετική διαδικασία – διαβούλευση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2011)0126),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 81 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C7‑0093/2011),
– έχοντας υπόψη την αιτιολογημένη γνώμη που υποβλήθηκε από η Γερουσία της Ιταλικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, με την οποία υποστηρίζεται ότι το σχέδιο νομοθετικής πράξης δεν συνάδει προς την αρχή της επικουρικότητας,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A7-0253/2013),
1. εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·
2. καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 293 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
3. καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·
4. ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει εφόσον το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·
5. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.
(10) Ο παρών κανονισμός αφορά τα ζητήματα που έχουν σχέση με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Δεν καλύπτει την έννοια του «γάμου», η οποία καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.
(10) Ο παρών κανονισμός αφορά τα ζητήματα που έχουν σχέση με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Δεν καλύπτει την έννοια του «γάμου», η οποία καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Αντιθέτως, τηρεί ουδέτερη στάση όσον αφορά την έννοια αυτή. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τον ορισμό της έννοιας του γάμου στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών.
(11) Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καλύπτει όλα τα αστικού δικαίου ζητήματα που άπτονται των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, σε σχέση τόσο με την καθημερινή διαχείριση των περιουσιακών αγαθών τους όσο και με την εκκαθάριση του καθεστώτος περιουσιακών σχέσεων, η οποία επέρχεται κυρίως λόγω χωρισμού του ζεύγους ή θανάτου ενός εκ των μελών του.
(11) Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καλύπτει όλα τα αστικού δικαίου ζητήματα που άπτονται των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, σε σχέση τόσο με την καθημερινή διαχείριση των περιουσιακών αγαθών τους όσο και με την εκκαθάριση του καθεστώτος περιουσιακών σχέσεων, η οποία επέρχεται κυρίως λόγω χωρισμού του ζεύγους ή διαζυγίου ή θανάτου ενός εκ των μελών του.
(Αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(11α) Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει, αντιθέτως, να εφαρμόζεται σε τομείς του αστικού δικαίου που δεν αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Για λόγους σαφήνειας θα πρέπει, συνεπώς, να εξαιρεθεί ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μια σειρά ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθεί ότι συνδέονται με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.
(Αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(12) Δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008 , για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, αυτές θα πρέπει κατά συνέπεια να αποκλεισθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, παρόμοια με τα ζητήματα που αφορούν την ισχύ και τα αποτελέσματα των εκ χαριστικής αιτίας πράξεων μεταβίβασης, τα οποία καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι).
(12) Οι υποχρεώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων, οι οποίες διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008 , για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, θα πρέπει να αποκλεισθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, παρόμοια με τα ζητήματα που αφορούν τη διαδοχή αιτία θανάτου, τα οποία καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου1.
(13) Ζητήματα σχετικά με τον χαρακτήρα των εμπραγμάτων δικαιωμάτων τα οποία μπορεί ενδεχομένως να υπάρχουν στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, όπως εκείνα που έχουν σχέση με τη δημοσιότητα αυτών των δικαιωμάτων, θα πρέπει επίσης να αποκλεισθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού όπως αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ…./…[του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου]. Τοιουτοτρόπως, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται περιουσιακό αγαθό ενός ή αμφοτέρων των συζύγων μπορούν να λάβουν μέτρα που εμπίπτουν στη σφαίρα του εμπραγμάτου δικαίου σχετικά, κυρίως, με την καταχώρηση της μεταβίβασης αυτού του αγαθού στο κτηματολόγιο, εφόσον αυτό προβλέπεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.
(13) Ο παρών κανονισμός, όπως και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 650/2012, δεν πρέπει να αφορά την περιοριστική απαρίθμηση («numerus clausus») των εμπραγμάτων δικαιωμάτων που προβλέπει η εσωτερική νομοθεσία ορισμένων κρατών μελών. Ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να υποχρεούται συνεπώς να αναγνωρίσει ένα εμπράγματο δικαίωμα επί περιουσιακών στοιχείων ευρισκομένων σε αυτό το κράτος μέλος, εάν το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα δεν είναι γνωστό στο εμπράγματό του δίκαιο.
(Αντιστοιχεί εν μέρει στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(13α) Προκειμένου ωστόσο οι δικαιούχοι να μπορούν να ασκήσουν σε ένα άλλο κράτος μέλος τα δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτήσει ή τους έχουν μεταβιβαστεί, για παράδειγμα, στο πλαίσιο μιας διένεξης σχετικά με τις περιουσιακές τους σχέσεις, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την προσαρμογή ενός μη γνωστού εμπραγμάτου δικαιώματος στο εγγύτερο ισοδύναμο εμπράγματο δικαίωμα που γνωρίζει η έννομη τάξη του άλλου αυτού κράτους μέλους. Στο πλαίσιο της προσαρμογής αυτής θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σκοποί και τα συμφέροντα που επιδιώκονται από το συγκεκριμένο εμπράγματο δικαίωμα και τα αποτελέσματα που συνδέονται με αυτό. Προκειμένου να καθοριστεί το εγγύτερο ισοδύναμο εθνικό εμπράγματο δικαίωμα, οι αρχές ή τα αρμόδια πρόσωπα του κράτους, το δίκαιο του οποίου εφαρμόστηκε στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ενδέχεται να κληθούν να παράσχουν περαιτέρω πληροφορίες για τη φύση και τα αποτελέσματα του σχετικού εμπράγματου δικαιώματος. Στο σημείο αυτό, θα χρησιμοποιούνται τα υπάρχοντα δίκτυα δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και οποιαδήποτε διαθέσιμα μέσα διευκολύνουν την κατανόηση αλλοδαπού δικαίου.
(Αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(13β) Οι προϋποθέσεις καταχώρησης δικαιώματος επί ακίνητων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων σε μητρώο πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται το μητρώο (για την ακίνητη περιουσία, το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος) θα καθορίζει υπό ποιες νομικές προϋποθέσεις, πως θα γίνεται η καταχώρηση και ποιες αρχές, όπως κτηματολογικά γραφεία ή συμβολαιογράφοι, είναι υπεύθυνες να ελέγχουν αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις και αν τα έγγραφα που υποβλήθηκαν επαρκούν ή περιέχουν τις απαιτούμενες πληροφορίες.
(Αντιστοιχεί εν μέρει στην αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(13γ) Τα αποτελέσματα της καταχώρησης δικαιώματος σε μητρώο θα πρέπει επίσης να αποκλεισθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Το κατά πόσον η καταχώρηση έχει, για παράδειγμα, δηλωτικό ή συστατικό αποτέλεσμα κρίνεται ως εκ τούτου από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται το μητρώο. Επομένως, εφόσον, π.χ., η κτήση δικαιώματος επί ακινήτου απαιτεί καταχώρηση σε μητρώο σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο τηρείται το μητρώο, προκειμένου να διασφαλιστεί erga omnes το αποτέλεσμα της εγγραφής ή να προστατευθούν δικαιοπραξίες, η χρονική στιγμή κτήσης του δικαιώματος θα πρέπει να καθορίζεται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.
(Αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(13δ) Ο όρος «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων», που προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να καλύπτει όλους τους κανόνες που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ συζύγων και μεταξύ συζύγων και τρίτων συνεπεία του γάμου καθώς και μετά τη λύση του. Σε αυτές περιλαμβάνονται όχι μόνο οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του εφαρμοστέου δικαίου αλλά και τυχόν προαιρετικές ρυθμίσεις στις οποίες είχαν συμφωνήσει οι σύζυγοι στο πλαίσιο του εφαρμοστέου δικαίου.
(13ε) Όπως ο κανονισμός (EE) αριθ. 650/2012, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα διάφορα καθεστώτα που διέπουν θέματα κληρονομικής διαδοχής και τα οποία εφαρμόζονται στα κράτη μέλη. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, στον όρο "δικαστήριο" θα πρέπει συνεπώς να δοθεί ευρεία έννοια έτσι ώστε να καλύπτει όχι μόνο τα δικαστήρια κατά κυριολεξία, που ασκούν δικαστικά καθήκοντα, αλλά και τους συμβολαιογράφους ή τα γραφεία μητρώων που ασκούν σε ορισμένα κράτη μέλη δικαστικά καθήκοντα σε υποθέσεις περιουσιακών σχέσεων κατά τον ίδιο τρόπο με τα δικαστήρια, καθώς και τους συμβολαιογράφους και επαγγελματίες του νομικού κλάδου, οι οποίοι σε ορισμένα κράτη μέλη ασκούν δικαστικά καθήκοντα για μια συγκεκριμένη υπόθεση περιουσιακών σχέσεων κατ’ ανάθεση εξουσιών από δικαστήριο. Όλα τα δικαστήρια, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Αντίθετα, ο όρος "δικαστήριο" δεν θα πρέπει να καλύπτει μη δικαστικές αρχές κράτους μέλους που έχουν εξουσιοδοτηθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου να επιλαμβάνονται υποθέσεων περιουσιακών σχέσεων, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι στα περισσότερα κράτη μέλη, εφόσον, κατά τη συνήθη πρακτική, δεν ασκούν δικαστικά καθήκοντα.
(Αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(14) Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη κινητικότητα των ζευγαριών κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους και να διευκολυνθεί η απρόσκοπτη απονομή δικαιοσύνης, οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό προβλέπουν ότι τα ζητήματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, συμπεριλαμβανομένης της εκκαθάρισής τους, τα οποία έχουν σχέση με διαδικασία διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου θα εκδικάζονται από τα δικαστήρια του κράτους μέλους τα οποία, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, είναι αρμόδια να επιληφθούν της συγκεκριμένης διαδικασίας διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου.
(14) Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη κινητικότητα των ζευγαριών κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους και να διευκολυνθεί η απρόσκοπτη απονομή δικαιοσύνης, οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό προβλέπουν ότι τα ζητήματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, συμπεριλαμβανομένης της εκκαθάρισής τους, τα οποία έχουν σχέση με διαδικασία διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου θα εκδικάζονται από τα δικαστήρια του κράτους μέλους τα οποία, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, είναι αρμόδια να επιληφθούν της συγκεκριμένης διαδικασίας διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου, εφόσον η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών έχει αναγνωριστεί ρητώς ή με άλλο τρόπο από τους συζύγους.
(16) Όταν τα ζητήματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δεν συνδέονται ούτε με διαδικασία διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου ούτε με τον θάνατο ενός εκ των συζύγων, οι σύζυγοι μπορούν να αποφασίσουν να υποβάλουν τα ζητήματα που αφορούν τις μεταξύ τους περιουσιακές σχέσεις στα δικαστήρια του κράτους μέλους το δίκαιο του οποίου επέλεξαν ως εφαρμοστέο δίκαιο στις μεταξύ τους περιουσιακές σχέσεις. Αυτή η απόφαση εκφράζεται μέσω συμφωνίας μεταξύ των συζύγων και μπορεί να συναφθεί οποτεδήποτε, ακόμα και κατά τη διάρκεια διαδικασίας.
(16) Όταν τα ζητήματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δεν συνδέονται ούτε με διαδικασία διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου ούτε με τον θάνατο ενός εκ των συζύγων, οι σύζυγοι μπορούν να αποφασίσουν να υποβάλουν τα ζητήματα που αφορούν τις μεταξύ τους περιουσιακές σχέσεις στα δικαστήρια του κράτους μέλους το δίκαιο του οποίου επέλεξαν ως εφαρμοστέο δίκαιο στις μεταξύ τους περιουσιακές σχέσεις. Τούτο απαιτεί συμφωνία μεταξύ των συζύγων η οποία μπορεί να συναφθεί το αργότερο έως ότου επιληφθεί το δικαστήριο και στη συνέχεια σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους του δικάζοντος δικαστηρίου.
(17) Ο παρών κανονισμός πρέπει να επιτρέπει την αναγνώριση της κατά τόπον αρμοδιότητας των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους για θέματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, εξαιρουμένων των περιπτώσεων χωρισμού ή θανάτου ενός εκ των συζύγων, και να προβλέπει κυρίως αναγκαστική δικαιοδοσία, ούτως ώστε να αποφεύγονται καταστάσεις αρνησιδικίας.
(17) Ο παρών κανονισμός πρέπει να επιτρέπει την αναγνώριση της κατά τόπον αρμοδιότητας των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους για θέματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, εξαιρουμένων των περιπτώσεων χωρισμού ή θανάτου ενός εκ των συζύγων, με βάση έναν κατάλογο ιεραρχικώς απαριθμούμενων κριτηρίων, με τα οποία διασφαλίζεται η ύπαρξη στενού δεσμού μεταξύ των συζύγων και του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια είναι αρμόδια.
(17α) Προκειμένου να θεραπεύονται, ειδικότερα, καταστάσεις αρνησιδικίας, ενδείκνυται επίσης να προβλεφθεί στον παρόντα κανονισμό αναγκαστική δικαιοδοσία (forum necessitatis) που θα επιτρέπει σε δικαστήριο κράτους μέλους, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αποφαίνεται επί υποθέσεως περιουσιακών σχέσεων των συζύγων η οποία σχετίζεται στενά με τρίτο κράτος. Τέτοια εξαιρετική περίπτωση μπορεί, ενδεχομένως, να κριθεί ότι υφίσταται όταν είναι ανέφικτη η κίνηση διαδικασίας στο σχετικό τρίτο κράτος, παραδείγματος χάριν λόγω εμφυλίου πολέμου, ή όταν δεν μπορεί ευλόγως να αναμένεται από τον δικαιούχο να κινήσει ή να διεξαγάγει διαδικασία στο κράτος αυτό. Η εν λόγω διεθνής δικαιοδοσία που βασίζεται στο forum necessitatis θα πρέπει, ωστόσο, να ασκηθεί μόνον όταν η υπόθεση παρουσιάζει επαρκή σχέση με το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου.
(Αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(21) Ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου και προκειμένου να επιτευχθεί ο συνδυασμός της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, ενώ θα λαμβάνεται ταυτόχρονα υπόψη η πραγματικότητα της ζωής του ζευγαριού, ο παρών κανονισμός πρέπει να θεσπίζει εναρμονισμένους κανόνες σύγκρουσης νόμων βασισμένους σε μία κλίμακα διαδοχικών συνδετικών στοιχείων που να επιτρέπουν να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο για το σύνολο των περιουσιακών αγαθών των συζύγων. Τοιουτοτρόπως, η πρώτη κοινή συνήθης διαμονή των συζύγων μετά τον γάμο θα πρέπει να συνιστά το πρώτο κριτήριο, πριν από το δίκαιο της κοινής ιθαγένειας των συζύγων κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου. Αν δεν συντρέχει κανένα από αυτά τα κριτήρια ή δεν υπάρχει πρώτη κοινή συνήθης διαμονή των συζύγων σε περίπτωση διπλής κοινής ιθαγένειας αυτών κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου, θα πρέπει τότε να εφαρμόζεται ως τρίτο κριτήριο το δίκαιο του κράτους με το οποίο οι σύζυγοι έχουν από κοινού τους πλέον στενούς δεσμούς, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, και κυρίως το δίκαιο του τόπου τέλεσης του γάμου, με τη διευκρίνιση ότι αυτοί οι στενοί δεσμοί θα πρέπει να εξετάζονται κατά τη στιγμή της σύναψης του γάμου.
(21) Ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου και προκειμένου να επιτευχθεί ο συνδυασμός της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, ενώ θα λαμβάνεται ταυτόχρονα υπόψη η πραγματικότητα της ζωής του ζευγαριού, ο παρών κανονισμός πρέπει να θεσπίζει εναρμονισμένους κανόνες σύγκρουσης νόμων βασισμένους σε μία κλίμακα διαδοχικών συνδετικών στοιχείων που να επιτρέπουν να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο για το σύνολο των περιουσιακών αγαθών των συζύγων. Η κοινή συνήθης διαμονή των συζύγων κατά τον γάμο ή η πρώτη κοινή συνήθης διαμονή των συζύγων μετά τον γάμο θα πρέπει να συνιστά το πρώτο κριτήριο, πριν από την κοινή ιθαγένεια των συζύγων κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου. Αν δεν συντρέχει κανένα από αυτά τα κριτήρια ή δεν υπάρχει πρώτη κοινή συνήθης διαμονή των συζύγων σε περίπτωση διπλής κοινής ιθαγένειας αυτών κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου, θα πρέπει τότε να εφαρμόζεται ως τρίτο κριτήριο το δίκαιο του κράτους με το οποίο οι σύζυγοι έχουν από κοινού τους πλέον στενούς δεσμούς, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, με τη διευκρίνιση ότι αυτοί οι στενοί δεσμοί θα πρέπει να εξετάζονται κατά τη στιγμή της σύναψης του γάμου.
(22α )Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δηλαδή όταν αυτός παραπέμπει στην ιθαγένεια ως κριτήριο για την εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους, το ζήτημα της αντιμετώπισης υποθέσεων πολλαπλής ιθαγένειας καθώς και το αν ένα πρόσωπο θεωρείται ότι έχει την ιθαγένεια ενός κράτους υπάγονται στο εθνικό δίκαιο, ή ενδεχομένως και στις διεθνείς συμβάσεις, όπου δει, τηρουμένων πλήρως των γενικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(24) Ενόψει της σημασίας της επιλογής του δικαίου που εφαρμόζεται στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ο κανονισμός πρέπει να εισάγει ορισμένα εχέγγυα ικανά να εξασφαλίσουν ότι οι σύζυγοι ή μέλλοντες σύζυγοι έχουν επίγνωση των συνεπειών της επιλογής τους. Αυτή η επιλογή θα πρέπει να περιβληθεί τον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση γάμου, από το δίκαιο του επιλεγέντος κράτους ή το δίκαιο του κράτους κατάρτισης της πράξης, και να διατυπώνεται τουλάχιστον εγγράφως, φέροντας ημερομηνία και την υπογραφή αμφότερων των συζύγων. Εξάλλου, θα πρέπει να τηρούνται οι ενδεχόμενες πρόσθετες τυπικές απαιτήσεις που επιβάλλονται από το δίκαιο του επιλεγέντος κράτους ή το δίκαιο του κράτους κατάρτισης της πράξης ως προς το κύρος, τη δημοσιότητα ή την καταχώρηση τέτοιου είδους συμβάσεων.
(24) Ενόψει της σημασίας της επιλογής του δικαίου που εφαρμόζεται στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ο παρών κανονισμός πρέπει να εισάγει ορισμένα εχέγγυα ικανά να εξασφαλίσουν ότι οι σύζυγοι ή μέλλοντες σύζυγοι έχουν επίγνωση των συνεπειών της επιλογής τους. Η συμφωνία που προσδιορίζει αυτή την επιλογή διατυπώνεται τουλάχιστον εγγράφως, φέροντας ημερομηνία και την υπογραφή αμφότερων των συζύγων. Η επιλογή δικαίου θα πρέπει να περιβληθεί τον τύπο που προβλέπεται για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων από το εφαρμοστέο δίκαιο ή το δίκαιο του κράτους στο οποίο συνήφθη η συμφωνία.
(24α) Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες νομοθετικές διατάξεις των κρατών μελών και ιδίως εκείνες που αποσκοπούν στην προστασία της οικογενειακής στέγης και στη ρύθμιση των δικαιωμάτων χρήσης στις σχέσεις μεταξύ των συζύγων, ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να εμποδίζει την εφαρμογή υπέρτερων κανόνων δημόσιας τάξης από το επιληφθέν δικαστήριο, θα πρέπει δηλαδή να επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να απαγορεύει την εφαρμογή ενός αλλοδαπού δικαίου χάριν του εθνικού του δικαίου. Οι «υπέρτεροι κανόνες δημόσιας τάξης» σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αναφέρονται σε αναγκαστικές διατάξεις, η τήρηση των οποίων θεωρείται απαραίτητη από ένα κράτος μέλος για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και ιδίως της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής τάξης. Για παράδειγμα, για να κατοχυρωθεί η προστασία της οικογενειακής στέγης, το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται η συγκεκριμένη στέγη πρέπει να μπορεί να εφαρμόζει το εθνικό του δίκαιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί προστασίας των συναλλαγών που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος και η ισχύς των οποίων υπερτερεί έναντι του άρθρου 35.
(27) Δεδομένου ότι η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη αποτελεί έναν από τους επιδιωκόμενους από τον παρόντα κανονισμό στόχους, αυτός πρέπει να προβλέπει κανόνες σχετικούς με την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων εμπνεόμενους από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 και, εάν παρίσταται ανάγκη, προσαρμοσμένους στις ειδικές απαιτήσεις των θεμάτων που καλύπτει ο παρών κανονισμός.
(27) Δεδομένου ότι η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη σε υποθέσεις περιουσιακών σχέσεων των συζύγων αποτελεί έναν από τους επιδιωκόμενους από τον παρόντα κανονισμό στόχους, αυτός πρέπει να προβλέπει κανόνες σχετικούς με την αναγνώριση, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων εμπνεόμενους από άλλα νομοθετικά μέσα της Ένωσης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις.
(28) Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους ρυθμίζονται στα κράτη μέλη τα ζητήματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, ο παρών κανονισμός πρέπει να διασφαλίζει την αναγνώριση και την εκτέλεση των δημόσιων εγγράφων. Παρόλα αυτά, τα δημόσια έγγραφα δεν μπορούν να εξομοιωθούν με δικαστικές αποφάσεις όσον αφορά την αναγνώρισή τους. Η αναγνώριση των δημόσιων εγγράφων σημαίνει ότι αυτά απολαύουν της ίδιας αποδεικτικής ισχύος ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου και ότι παράγουν τα ίδια αποτελέσματα όπως και στο κράτος μέλος προέλευσής τους, καθώς και ότι καλύπτονται από τεκμήριο εγκυρότητας, το οποίο όμως είναι μαχητό.
(28) Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη τα διαφορετικά συστήματα με τα οποία ρυθμίζονται στα κράτη μέλη τα ζητήματα που αφορούν υποθέσεις περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, ο παρών κανονισμός πρέπει να διασφαλίζει την αποδοχή και την εκτελεστότητα σε όλα τα κράτη μέλη των δημόσιων εγγράφων σε μία υπόθεση περιουσιακών σχέσεων των συζύγων.
(Αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 60 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(28α) Όσον αφορά την αναγνώριση, εκτελεστότητα και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων καθώς και την αποδοχή και εκτελεστότητα δημοσίων εγγράφων και την εκτελεστότητα δικαστικών συμβιβασμών, ο παρών κανονισμός πρέπει να θεσπίζει διατάξεις με βάση ιδίως τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 650/2012.
(29) Αν το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δίκαιο πρέπει να διέπει τις έννομες σχέσεις μεταξύ ενός συζύγου και ενός τρίτου, οι όροι υπό τους οποίους μπορεί να γίνεται επίκληση αυτού του δικαίου πρέπει να διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η συνήθης διαμονή του συζύγου ή του τρίτου, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία αυτού του τελευταίου. Τοιουτοτρόπως, το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους θα μπορούσε να προβλέπει ότι ο σύζυγος μπορεί να αντιτάξει έναντι του συγκεκριμένου τρίτου το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δίκαιο μόνον εφόσον έχουν τηρηθεί οι όροι καταχώρησης ή δημοσιότητας που προβλέπονται στο εν λόγω κράτος μέλος, εκτός εάν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δίκαιο.
(29) Το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δίκαιο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό πρέπει να διέπει τις έννομες σχέσεις μεταξύ ενός συζύγου και ενός τρίτου. Ωστόσο, προκειμένου να εξασφαλίζεται η προστασία αυτού του τρίτου, ουδείς εκ των συζύγων πρέπει να μπορεί να επικαλείται τον νόμο αυτό σε μία έννομη σχέση μεταξύ ενός συζύγου και ενός τρίτου, εφόσον ο σύζυγος που έχει έννομη σχέση με τον τρίτον και ο τρίτος έχουν τη συνήθη κατοικία τους στο ίδιο κράτος που είναι διαφορετικό από το κράτος που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Εξαιρούνται περιπτώσεις κατά τις οποίες ο τρίτος δεν χρήζει προστασίας, όταν δηλαδή, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το εφαρμοστέο δίκαιο ή όταν τηρήθηκαν οι ισχύουσες στο κράτος απαιτήσεις σχετικά με την καταχώρηση ή τη δημοσιότητα.
(30α) Για τη διασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά την έκδοση και μεταγενέστερη τροποποίηση των βεβαιώσεων και των εντύπων σχετικά με την κήρυξη της εκτελεστότητας των αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημοσίων εγγράφων. Οι αρμοδιότητες αυτές πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή1.
_____________
1ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.
(Αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 78 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(30β) Για την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων για τη σύνταξη και τη μεταγενέστερη τροποποίηση των βεβαιώσεων και των εντύπων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να εφαρμόζεται η συμβουλευτική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
(Αντιστοιχεί στην αιτιολογική σκέψη 79 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(32) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε από τα άρθρα 7, 9, 17, 21 και 47, που αφορούν, αντίστοιχα, τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα γάμου και ίδρυσης οικογένειας σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, την απαγόρευση διακρίσεων και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου. Ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια των κρατών μελών τηρουμένων αυτών των δικαιωμάτων και αρχών.
(32) Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε από τα άρθρα 7, 9, 17, 20, 21,23 και 47, που αφορούν, αντίστοιχα, τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα γάμου και ίδρυσης οικογένειας σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, την ισότητα ενώπιον του νόμου, την απαγόρευση διακρίσεων και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου. Ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια των κρατών μελών τηρουμένων αυτών των δικαιωμάτων και αρχών.
(Αντιστοιχεί εν μέρει στην αιτιολογική σκέψη 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(στ α) κάθε καταχώρηση δικαιωμάτων επί ακίνητης ή κινητής περιουσίας σε μητρώο, περιλαμβανομένων των νομικών απαιτήσεων της καταχώρησης, και τα αποτελέσματα της καταχώρησης ή της μη καταχώρησης των δικαιωμάτων αυτών σε μητρώο, και
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 1, στοιχείο ιβ, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(στ β) ζητήματα που αφορούν το δικαίωμα μεταβίβασης ή προσαρμογής, σε περίπτωση διαζυγίου, δικαιωμάτων σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του γάμου, μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων.
(α) «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων»: σύνολο κανόνων σχετικών με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων μεταξύ τους και έναντι τρίτων,
(α) «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων»: σύνολο κανόνων που ισχύουν για τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συζύγων και στο πλαίσιο των σχέσεων με τρίτους, ως αποτέλεσμα του γάμου·
(γ) «δημόσιο έγγραφο»: έγγραφο που έχει συνταχθεί ή καταχωρηθεί επίσημα ως δημόσιο έγγραφο στο κράτος μέλος προέλευσης και του οποίου η γνησιότητα:
(γ) «δημόσιο έγγραφο»: έγγραφο σε υπόθεση περιουσιακών σχέσεων συζύγων που έχει συνταχθεί ή καταχωρηθεί επίσημα ως δημόσιο έγγραφο σε ένα κράτος μέλος και του οποίου η γνησιότητα:
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο θ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(δ) «απόφαση»: κάθε απόφαση εκδιδόμενη στον τομέα των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων από δικαστήριο κράτους μέλους, ασχέτως ονομασίας της, όπως «βούλευμα», «απόφαση», «διάταξη» ή «διαταγή εκτέλεσης», καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα,
(δ) «απόφαση»: κάθε απόφαση εκδιδόμενη στον τομέα των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων από δικαστήριο κράτους μέλους, ασχέτως ονομασίας της, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα,
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ζ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(ε) «κράτος μέλος προέλευσης»: το κράτος στο οποίο, ανάλογα με την περίπτωση, εκδόθηκε η απόφαση, συνάφθηκε η σύμβαση γάμου, συντάχθηκε το δημόσιο έγγραφο, επικυρώθηκε ο δικαστικός συμβιβασμός ή στο οποίο διενεργήθηκε η πράξη εκκαθάρισης της κοινής περιουσίας ή οποιαδήποτε άλλη πράξη διενεργούμενη από δικαστική αρχή ή ενώπιόν της ή από αρχή ορισθείσα ή εξουσιοδοτημένη από αυτήν την τελευταία,
(ε) «κράτος μέλος προέλευσης»: το κράτος στο οποίο, ανάλογα με την περίπτωση, εκδόθηκε η απόφαση, συντάχθηκε το δημόσιο έγγραφο ή επικυρώθηκε ή συνάφθηκε ο δικαστικός συμβιβασμός,
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(στ) «κράτος μέλος αναγνώρισης η εκτέλεσης»: το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση και/ή η εκτέλεση της απόφασης, της σύμβασης γάμου, του δημοσίου εγγράφου, του δικαστικού συμβιβασμού, της πράξης εκκαθάρισης της κοινής περιουσίας ή κάθε άλλης πράξης διενεργούμενης από δικαστική αρχή ή ενώπιόν της ή από αρχή ορισθείσα ή εξουσιοδοτημένη από αυτήν την τελευταία,
(στ) «κράτος μέλος εκτέλεσης»: το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η κήρυξη της εκτελεστότητας ή η εκτέλεση της απόφασης, του δικαστικού συμβιβασμού ή του δημόσιου εγγράφου,
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο στ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(ζ) κάθε αρμόδια δικαστική αρχή των κρατών μελών, η οποία ασκεί δικαιοδοτικά καθήκοντα σε θέματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων καθώς και κάθε άλλη μη δικαστική αρχή ή πρόσωπο που ασκεί, κατ’ εξουσιοδότηση ή κατόπιν διορισμού από δικαστική αρχή των κρατών μελών, καθήκοντα που υπάγονται στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων, όπως αυτά προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό,
1α. Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, με τον όρο «δικαστήριο» νοούνται κάθε δικαστική ή άλλη αρχή και οι ασκούντες νομικά επαγγέλματα με αρμοδιότητα σε υποθέσεις περιουσιακών σχέσεων συζύγων που ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή ενεργούν κατ’ εξουσιοδότηση ή υπό τον έλεγχο δικαστικής αρχής, υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλες αυτές αρχές και οι ασκούντες νομικά επαγγέλματα εγγυώνται αμεροληψία τους και το δικαίωμα έννομης ακρόασης των μερών και ότι οι αποφάσεις τους, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους:
(α) μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης από δικαστική αρχή, και
(β) έχουν ανάλογη ισχύ και αποτέλεσμα με απόφαση δικαστικής αρχής για το ίδιο ζήτημα.
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 37α, τις άλλες αρχές και τους ασκούντες νομικά επαγγέλματα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο.
(Η διάταξη αυτή αντιστοιχεί στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 42 Πρόταση κανονισμού Άρθρο -3 (νέο)
Άρθρο -3
Αρμοδιότητα σε υποθέσεις περιουσιακών σχέσεων των συζύγων εντός των κρατών μελών
Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εθνική αρμοδιότητα των κρατών μελών σε υποθέσεις περιουσιακών σχέσεων των συζύγων.
Τροπολογία 43 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 3
Τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους τα οποία επιλαμβάνονται υπόθεσης σχετικά με την κληρονομική διαδοχή ενός εκ των συζύγων κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. ...[του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου] είναι εξίσου αρμόδια να αποφανθούν για τα ζητήματα των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων που έχουν σχέση με την αγωγή.
Τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους τα οποία επιλαμβάνονται υπόθεσης σχετικά με την κληρονομική διαδοχή ενός εκ των συζύγων κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012 είναι εξίσου αρμόδια να αποφανθούν για τα ζητήματα των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων που έχουν σχέση με την κληρονομική διαδοχή.
Τροπολογία 44 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 4
Τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους τα οποία επιλαμβάνονται αίτησης διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003, είναι επίσης αρμόδια, εφόσον υπάρχει σχετική συμφωνία των συζύγων, να αποφανθούν για τα ζητήματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και έχουν σχέση με την αίτηση.
Τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους τα οποία επιλαμβάνονται αίτησης διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003, είναι επίσης αρμόδια να αποφανθούν για τα ζητήματα που αφορούν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και έχουν σχέση με την αίτηση, εφόσον η αρμοδιότητα των δικαστηρίων αυτών έχει αναγνωριστεί ρητώς ή με κάποιο άλλο σαφή τρόπο από τους συζύγους.
Αυτή η συμφωνία μπορεί να συναφθεί οποτεδήποτε, ακόμα και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Όταν συνάπτεται προ της διαδικασίας, πρέπει να διατυπώνεται εγγράφως και να φέρει ημερομηνία και υπογραφή αμφοτέρων των μερών.
Ελλείψει συμφωνίας των συζύγων, η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από τα άρθρα 5 και εξής.
Ελλείψει αναγνώρισης της αρμοδιότητας του δικαστηρίου σύμφωνα με την παράγραφο 1, η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από το άρθρο 5 και εξής.
Τροπολογία 45 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 4 α (νέο)
Άρθρο 4α
Συμφωνία παρέκτασης της δικαιοδοσίας
1. Οι δύο σύζυγοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους το δίκαιο του οποίου επέλεξαν ως εφαρμοστέο για τις περιουσιακές τους σχέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 16, είναι αρμόδια να αποφανθούν για τα ζητήματα που αφορούν τις περιουσιακές τους σχέσεις. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική.
Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου, η συμφωνία περί επιλογής δικαιοδοσίας μπορεί να συναφθεί ή να τροποποιηθεί ανά πάσα στιγμή και το αργότερο κατά το χρόνο της προσφυγής στο δικαστήριο.
Εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου, οι σύζυγοι μπορούν επίσης να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Σε αυτή την περίπτωση, η επιλογή καταχωρείται στα πρακτικά του δικαστηρίου σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους του δικάζοντος δικαστηρίου.
Όταν η συμφωνία συνάπτεται προ της διαδικασίας, πρέπει να διατυπώνεται εγγράφως και να φέρει ημερομηνία και υπογραφή των συζύγων. Κάθε διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας λογίζεται ότι έχει καταρτισθεί εγγράφως.
2. Οι σύζυγοι μπορούν επίσης να συμφωνήσουν ότι, ελλείψει επιλογής δικαίου, αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους το δίκαιο του οποίου είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με το άρθρο 17.
Τροπολογία 46 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 4 β (νέο)
Άρθρο 4β
Διεθνής δικαιοδοσία που βασίζεται στην παράσταση του εναγομένου ενώπιον του δικαστηρίου
1. Εκτός από τη δικαιοδοσία που απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, διεθνή δικαιοδοσία έχει ένα δικαστήριο κράτους μέλους το δίκαιο του οποίου έχει επιλεγεί, σύμφωνα με το άρθρο 16 ή το δίκαιο του οποίου ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 17, και ενώπιον του οποίου παρουσιάζεται ο εναγόμενος. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται εάν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή εάν υπάρχει άλλο δικαστήριο με διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 3, το άρθρο 4 ή το άρθρο 4α.
2. Προτού κρίνει εαυτό αρμόδιο δυνάμει της παραγράφου 1, το δικαστήριο εξασφαλίζει ότι ο εναγόμενος έχει ενημερωθεί για το δικαίωμά να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία και για τις συνέπειές της παράστασης ή της μη παράστασής του ενώπιον του δικαστηρίου.
Τροπολογία 47 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 5
(1) Εξαιρουμένων των περιπτώσεων των άρθρων 3 και 4, αρμόδια να αποφανθούν σε διαδικασία που αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους:
Όταν κάποιο δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4 και 4α, αρμόδια να αποφανθούν σε διαδικασία που αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους:
(α) της κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων ή, ελλείψει αυτής
(α) στο έδαφος του οποίου οι σύζυγοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους τη στιγμή κατά την οποία το δικαστήριο επιλαμβάνεται της υπόθεσης ή, ελλείψει αυτής,
(β) της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων, στο μέτρο που ο ένας εξ αυτών εξακολουθεί να διαμένει εκεί ή, ελλείψει αυτής
(β) στο έδαφος του οποίου οι σύζυγοι είχαν την τελευταία συνήθη διαμονή τους, στο μέτρο που ο ένας εξ αυτών εξακολουθεί να διαμένει εκεί τη στιγμή κατά την οποία το δικαστήριο επιλαμβάνεται της υπόθεσης ή, ελλείψει αυτής
(γ) της συνήθους διαμονής του εναγομένου ή, ελλείψει αυτής
(γ) στο έδαφος του οποίου ο εναγόμενος έχει τη συνήθη διαμονή του τη στιγμή κατά την οποία το δικαστήριο επιλαμβάνεται της υπόθεσης ή, ελλείψει αυτής
(δ) της ιθαγένειας των δύο συζύγων ή στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, της κοινής μόνιμης κατοικίας τους (domicile).
(δ) της ιθαγένειας των δύο συζύγων τη στιγμή κατά την οποία το δικαστήριο επιλαμβάνεται της υπόθεσης ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, της κοινής μόνιμης κατοικίας τους (domicile) ή, ελλείψει αυτής,
(2) Τα δύο μέρη μπορούν εξίσου να συμφωνήσουν ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους το δίκαιο του οποίου επέλεξαν ως εφαρμοστέο για τις περιουσιακές τους σχέσεις , σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 18, είναι αρμόδια να αποφανθούν για τα ζητήματα που αφορούν τις περιουσιακές τους σχέσεις.
(δα) της ιθαγένειας του εναγομένου ή στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, της μόνιμης κατοικίας του.
Αυτή η συμφωνία μπορεί να συναφθεί οποτεδήποτε, ακόμα και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Όταν συνάπτεται προ της διαδικασίας, πρέπει να διατυπώνεται εγγράφως και να φέρει ημερομηνία και υπογραφή αμφοτέρων των μερών.
(σχετικά με την παράγραφο 2, βλ. τροπολογία στο άρθρο 4α (νέο)· το κείμενο έχει τροποποιηθεί)
Τροπολογία 48 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 6
Όταν κανένα δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4 και 5, αρμόδια είναι τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους στο μέτρο που ένα ή περισσότερα περιουσιακά αγαθά ενός ή αμφοτέρων των συζύγων βρίσκονται στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους, οπότε το επιλαμβανόμενο δικαστήριο δύναται να αποφανθεί μόνον επί του συγκεκριμένου ή των συγκεκριμένων περιουσιακών αγαθών.
Όταν κανενός κράτους μέλους δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4, 4α και 5, αρμόδια είναι τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους στο μέτρο που ένα ακίνητο ή καταχωρημένα περιουσιακά αγαθά ενός ή αμφοτέρων των συζύγων βρίσκονται στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους· σε αυτή την περίπτωση το επιλαμβανόμενο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί μόνον επί του συγκεκριμένου ακινήτου ή των συγκεκριμένων καταχωρημένων περιουσιακών αγαθών.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους είναι αρμόδια να αποφανθούν μόνο για την ακίνητη περιουσία ή τα καταχωρημένα περιουσιακά αγαθά που βρίσκονται στο εν λόγω κράτος μέλος.
Τροπολογία 49 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 7
Όταν δυνάμει των άρθρων 3, 4, 5 ή 6 δεν προκύπτει η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κανενός κράτους μέλους, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους μπορούν, κατ’ εξαίρεση και υπό τον όρο ότι η υπόθεση εμφανίζει επαρκή σύνδεσμο με το συγκεκριμένο κράτος μέλος, να αποφανθούν σχετικά με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, σε περίπτωση που αποδεικνύεται αδύνατη ή μη εύλογη η κίνηση ή η διεξαγωγή διαδικασίας σε τρίτη χώρα.
Όταν κάποιο δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4, 4α, 5 και 6, τα δικαστήρια κράτους μέλους μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να αποφανθούν σε υπόθεση σχετικά με τις περιουσιακές σχέσεις συζύγων, σε περίπτωση που αποδεικνύεται μη εύλογη ή αδύνατη η κίνηση ή η διεξαγωγή διαδικασίας σε τρίτη χώρα με την οποία συνδέεται η υπόθεση στενά.
Η υπόθεση πρέπει να παρουσιάζει επαρκή δεσμό με το κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 50 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 8
Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δυνάμει των άρθρων 3, 4, 5, 6 ή 7 και ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαδικασία είναι επίσης αρμόδιο να εξετάσει την ανταγωγή, στο μέτρο που αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.
Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δυνάμει των άρθρων 3, 4, 4α, 5, 6 ή 7 και ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαδικασία είναι επίσης αρμόδιο να εξετάσει την ανταγωγή, στο μέτρο που αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.
Όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 6, η αρμοδιότητά του να εξετάσει την ανταγωγή περιορίζεται στην ακίνητη περιουσία ή τα καταχωρημένα περιουσιακά αγαθά που αποτελούν αντικείμενο της κύριας υπόθεσης.
Τροπολογία 51 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 9
Ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν :
Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν:
(α) από την ημερομηνία κατάθεσης στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο, ή
(α) από την ημερομηνία κατάθεσης στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο,
(β) εάν το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, από την ημερομηνία παραλαβής του από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο.
(β) εάν το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, από την ημερομηνία παραλαβής του από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο.
(βα) εφόσον η διαδικασία τίθεται σε κίνηση αυτεπαγγέλτως, από την ημερομηνία λήψης από το δικαστήριο της απόφασης για την έναρξη της διαδικασίας, ή, σε περίπτωση που η απόφαση αυτή δεν απαιτείται, από την ημερομηνία καταχώρησης της υπόθεσης στο μητρώο του δικαστηρίου.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
1. Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και εκ της ιδίας αιτίας μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.
1. Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και εκ της ιδίας αιτίας μεταξύ των συζύγων ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο αναστέλλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
2. Όταν οι αγωγές αυτές εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για να κρίνει τις αγωγές αυτές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την συνεκδίκασή τους.
2. Όταν οι αγωγές αυτές εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο δύναται επίσης, με αίτηση ενός εκ των συζύγων, να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για να κρίνει τις αγωγές αυτές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την συνεκδίκασή τους.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 55 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 13 α (νέο)
Άρθρο 13α
Παροχή πληροφοριών στους συζύγους
Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να ενημερώνει τους συζύγους, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για τυχόν διαδικασίες σχετικά με τις περιουσιακές τους σχέσεις, που έχουν κινηθεί εναντίον τους.
Τροπολογία 56 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 14
Είναι δυνατό να υποβληθεί αίτηση για τη λήψη προσωρινών ή συντηρητικών μέτρων που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους στα δικαστήρια του κράτους αυτού, έστω και αν τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους έχουν, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης επί της ουσίας.
Είναι δυνατό να υποβληθεί αίτηση ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους για εκείνα τα προσωρινά μέτρα, περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών, που προβλέπονται από το δίκαιο του εν λόγω κράτους, έστω και εάν, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η διεθνής δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης ανήκει στα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δυνάμει των άρθρων 16, 17 και 18 εφαρμόζεται στο σύνολο των περιουσιακών αγαθών των συζύγων.
1. Το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δίκαιο δυνάμει των άρθρων 16 και 17 εφαρμόζεται σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτονται από τις εν λόγω σχέσεις, ασχέτως της τοποθεσίας τους.
1α. Στο εφαρμοστέο δίκαιο επί των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων υπόκεινται ιδίως, με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 3 στοιχεία στ) και στ α):
(α) ο χωρισμός της περιουσίας των συζύγων σε διάφορες κατηγορίες πριν και μετά το γάμο·
(β) η μεταφορά της περιουσίας από μία κατηγορία σε άλλη·
(γ) ευθύνη για τα χρέη του άλλου συζύγου, όπου δει·
(δ) οι εξουσίες διάθεσης των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου·
(ε) η λύση και η εκκαθάριση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και η διανομή της περιουσίας σε περίπτωση λύσης του γάμου·
(στ) τα αποτελέσματα των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων επί της έννομης σχέσεως μεταξύ ενός συζύγου και τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 35·
(ζ) το ουσιαστικό κύρος μιας συμφωνίας περί ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων.
Τροπολογία 59 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 15 α (νέο)
Άρθρο 15α
Οικουμενική εφαρμογή
Το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμη και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους.
(βλ.τροπολογία στο άρθρο 21· το κείμενο έχει τροποποιηθεί)
Τροπολογία 60 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 16
Οι σύζυγοι ή οι μέλλοντες σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις τους δίκαιο, στο μέτρο που πρόκειται για ένα από τα ακόλουθα δίκαια:
1. Οι σύζυγοι ή οι μέλλοντες σύζυγοι μπορούν με συμφωνία να ορίσουν ή να αλλάξουν το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις τους δίκαιο, στο μέτρο που πρόκειται για ένα από τα ακόλουθα δίκαια:
(α) το δίκαιο του κράτους της κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων ή μελλοντικών συζύγων, ή
(β) το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής ενός εκ των συζύγων ή μελλοντικών συζύγων κατά τη στιγμή αυτής της επιλογής, ή
(α) το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής των συζύγων ή μελλόντων συζύγων ή ενός εξ αυτών κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή
(γ) το δίκαιο ενός κράτους την ιθαγένεια του οποίου έχει, κατά τη στιγμή αυτής της επιλογής, ένας εκ των συζύγων ή μελλοντικών συζύγων.
(β) το δίκαιο ενός κράτους την ιθαγένεια του οποίου έχει, κατά τη στιγμή σύναψης της συμφωνίας, ένας εκ των συζύγων ή μελλοντικών συζύγων.
2. Εκτός διαφορετικής συμφωνίας των συζύγων, η αλλαγή του εφαρμοστέου στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δικαίου κατά τη διάρκεια του γάμου έχει μόνο μελλοντική ισχύ.
3. Αν οι σύζυγοι επιλέξουν να προσδώσουν αναδρομικό αποτέλεσμα σε αυτήν τη μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου, αυτή η αναδρομικότητα δεν θίγει το κύρος προγενέστερων πράξεων που έχουν συναφθεί υπό το κράτος του μέχρι τότε εφαρμοστέου δικαίου, ούτε τα δικαιώματα τρίτων που απορρέουν από το προηγουμένως εφαρμοστέο δίκαιο.
(α) το δίκαιο του κράτους της πρώτης κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων μετά την τέλεση του γάμου, ή ελλείψει αυτού,
(α) το δίκαιο του κράτους της κατά τον χρόνο σύναψης του γάμου κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων ή της πρώτης κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων μετά την τέλεση του γάμου, ή, ελλείψει αυτού,
(γ) το δίκαιο του κράτους με τον οποίον οι σύζυγοι έχουν από κοινού τους στενότερους δεσμούς, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, και κυρίως του τόπου τέλεσης του γάμου.
(γ) το δίκαιο του κράτους με το οποίο οι σύζυγοι έχουν από κοινού τους στενότερους δεσμούς κατά τη σύναψη του γάμου, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, ανεξαρτήτως του τόπου τέλεσης του γάμου.
Τροπολογία 64 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 18
Άρθρο 18
Διαγράφεται
Μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου
Οι σύζυγοι μπορούν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια του γάμου, να υπαγάγουν τις περιουσιακές σχέσεις τους σε δίκαιο άλλο από αυτό που ήταν μέχρι τότε εφαρμοστέο. Εν προκειμένω, μπορούν να καθορίσουν μόνον ένα από τα ακόλουθα δίκαια:
(α) το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής ενός εκ των συζύγων κατά τη στιγμή αυτής της επιλογής,
(β) το δίκαιο ενός κράτους του οποίου την ιθαγένεια έχει ένας εκ των συζύγων κατά τη στιγμή αυτής της επιλογής.
Ελλείψει έκφρασης αντίθετης βούλησης των συζύγων, η μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου δεν έχει αναδρομικά αποτελέσματα.
Αν οι σύζυγοι επιλέξουν να προσδώσουν αναδρομικό αποτέλεσμα σε αυτήν τη μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου, αυτή η αναδρομικότητα δεν θίγει το κύρος προγενέστερων πράξεων που έχουν συναφθεί υπό το κράτος του μέχρι τότε εφαρμοστέου δικαίου, ούτε τα δικαιώματα τρίτων που απορρέουν από το προηγουμένως εφαρμοστέο δίκαιο.
Τροπολογία 65 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 19
1. Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου περιβάλλεται τον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση γάμου, είτε από το εφαρμοστέο δίκαιο του επιλεγέντος κράτους, είτε από το δίκαιο του κράτους του τόπου κατάρτισης της πράξης.
1. Η συμφωνία για την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου που προβλέπεται στο άρθρο 16 διατυπώνεται εγγράφως, χρονολογείται και υπογράφεται και από τους δύο συζύγους. Κάθε διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού, που εξασφαλίζει διαρκή διατήρηση του περιεχομένου της συμφωνίας, θεωρείται ότι έχει καταρτιστεί εγγράφως.
2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, η επιλογή πρέπει να είναι οπωσδήποτε ρητή, να διατυπώνεται εγγράφως και να φέρει ημερομηνία και την υπογραφή αμφοτέρων των συζύγων.
2. Η εν λόγω συμφωνία τηρεί τις τυπικές προϋποθέσεις του δικαίου που εφαρμόζεται στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων ή του δικαίου του κράτους στο οποίο συνήφθη η συμφωνία.
3. Εξάλλου, αν το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο οι δύο σύζυγοι έχουν την κοινή συνήθη διαμονή τους, κατά τη στιγμή της επιλογής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, προβλέπει συμπληρωματικές τυπικές προϋποθέσεις για τη σύμβαση γάμου, αυτές οι προϋποθέσεις πρέπει να τηρούνται.
3. Ωστόσο, αν το δίκαιο του κράτους στο οποίο και οι δύο σύντροφοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους κατά τη στιγμή σύναψης της συμφωνίας για την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου, προβλέπει συμπληρωματικές τυπικές προϋποθέσεις για συμφωνίες αυτού του τύπου ή, ελλείψει τούτου, για τη σύμβαση γάμου, εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις αυτές.
4. Αν κατά τον χρόνο σύναψης συμφωνίας για την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου οι σύζυγοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους σε διαφορετικά κράτη μέλη και αν το δίκαιο των εν λόγω κρατών προβλέπει διαφορετικές τυπικές προϋποθέσεις, η συμφωνία είναι τυπικώς έγκυρη, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει το δίκαιο μίας από τις εν λόγω χώρες.
5. Αν κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας ο ένας μόνον των συζύγων έχει τη συνήθη διαμονή του σε κράτος μέλος και αν αυτό το κράτος προβλέπει πρόσθετες τυπικές προϋποθέσεις για συμφωνίες αυτού του τύπου, αυτές εφαρμόζονται.
(Παρόμοιο με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 66 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 20
Εφαρμοστέο δίκαιο στον τύπο της σύμβασης γάμου
Τυπικές προϋποθέσεις για τη σύμβαση γάμου
1. Ο τύπος της σύμβασης γάμου είναι ο προβλεπόμενος είτε από το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων είτε από το δίκαιο του κράτους του τόπου κατάρτισης της σύμβασης.
Για τον τύπο μιας σύμβασης γάμου κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 19. Πρόσθετες τυπικές προϋποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 3 θεωρούνται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου 16β μόνο εκείνες που αφορούν τη συμφωνία σχέσης συμβίωσης.
2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, η σύμβαση γάμου συντάσσεται οπωσδήποτε εγγράφως και φέρει ημερομηνία και την υπογραφή αμφοτέρων των συζύγων.
3. Εξάλλου, αν το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο οι δύο σύζυγοι έχουν την κοινή συνήθη διαμονή τους κατά τη στιγμή της σύναψης σύμβασης γάμου προβλέπει συμπληρωματικές τυπικές προϋποθέσεις για τη σύμβαση αυτή, αυτές οι προϋποθέσεις πρέπει να τηρούνται.
Τροπολογία 67 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 20 α (νέο)
Άρθρο 20α
Προσαρμογή εμπραγμάτων δικαιωμάτων
Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο ασκεί εμπράγματο δικαίωμα το οποίο διαθέτει βάσει του εφαρμοστέου στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δικαίου, και το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα δεν είναι γνωστό στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο αυτό ασκείται, το δικαίωμα αυτό προσαρμόζεται, εφόσον είναι απαραίτητο και κατά το μέτρο του δυνατού, στο εγγύτερο, βάσει του δικαίου αυτού του κράτους, ισοδύναμο εμπράγματο δικαίωμα, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών και των συμφερόντων που επιδιώκονται από το συγκεκριμένο εμπράγματο δικαίωμα και των αποτελεσμάτων που συνδέονται με αυτό.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 68 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 21
Άρθρο 21
Διαγράφεται
Καθολικός χαρακτήρας του κανόνα σύγκρουσης νόμων
Το καθοριζόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους.
Τροπολογία 69 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 22
Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να θίξουν την εφαρμογή διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από ένα κράτος μέλος για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων του, όπως η πολιτική, κοινωνική ή οικονομική οργάνωσή του, σε βαθμό που να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε κατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
1. Οι υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου είναι διατάξεις, η αθέτηση των οποίων θα ήταν εμφανώς ασύμβατη με τη δημόσια τάξη (ordre public) του εν λόγω κράτους μέλους. Οι αρμόδιες αρχές δεν ερμηνεύουν την εξαίρεση για λόγους δημόσιας τάξης κατά τρόπο που αντιτίθεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως στο άρθρο 21, το οποίο απαγορεύει κάθε μορφής δυσμενή διάκριση.
2. Ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστηρίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί προστασίας των συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 35.
Τροπολογία 70 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 23
Η εφαρμογή μιας διάταξης του δικαίου που καθορίζεται με βάση τον παρόντα κανονισμό δεν μπορεί να αποκλεισθεί παρά μόνον εάν αυτή η εφαρμογή είναι προδήλως ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη του δικάζοντος δικαστή.
Η εφαρμογή μιας διάταξης του δικαίου οποιουδήποτε κράτους που καθορίζεται με βάση τον παρόντα κανονισμό δεν μπορεί να αποκλεισθεί παρά μόνον εάν αυτή η εφαρμογή είναι προδήλως ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη του δικάζοντος δικαστή.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 71 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 24
Οσάκις ο παρών κανονισμός προβλέπει την εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους, εννοεί τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που ισχύουν στο εν λόγω κράτος, εξαιρουμένων των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
Οσάκις ο παρών κανονισμός προβλέπει την εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους, αναφέρεται στους κανόνες δικαίου που ισχύουν στο εν λόγω κράτος, εξαιρουμένων των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
Τροπολογία 72 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 25
Κράτη με δύο ή περισσότερα συστήματα δικαίου - σύγκρουση νόμων εδαφικού χαρακτήρα
Κράτη με πλείονα συστήματα δικαίου - σύγκρουση δικαίων εδαφικού χαρακτήρα
1. Σε περίπτωση που το δίκαιο που ορίζεται εφαρμοστέο από τον παρόντα κανονισμό είναι το δίκαιο κράτους το οποίο αποτελείται από πλείονες εδαφικές ενότητες, καθεμιά από τις οποίες έχει τους δικούς της κανόνες δικαίου για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, οι κανόνες του εν λόγω κράτους περί εσωτερικής σύγκρουσης δικαίων καθορίζουν τη σχετική εδαφική ενότητα της οποίας οι κανόνες δικαίου θα εφαρμοσθούν.
Σε περίπτωση που ένα κράτος αποτελείται από περισσότερες εδαφικές ενότητες η καθεμιά από τις οποίες έχει το δικό της σύστημα δικαίου ή δικό της σύνολο κανόνων σχετικά με τα ζητήματα που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό:
1a. Σε περίπτωση ελλείψεως σχετικών κανόνων περί εσωτερικής σύγκρουσης δικαίων:
(α) οποιαδήποτε αναφορά στο δίκαιο αυτού του κράτους, για τον σκοπό του καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, νοείται ότι αφορά το δίκαιο που ισχύει στη σχετική εδαφική ενότητα·
(α) οποιαδήποτε αναφορά στο δίκαιο του κράτους που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για τον σκοπό του καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις περί της συνήθους διαμονής των συζύγων, νοείται ότι αφορά το δίκαιο που ισχύει στη σχετική εδαφική ενότητα στην οποία οι σύζυγοι έχουν τη συνήθη διαμονή τους·
(β) οποιαδήποτε μνεία της συνήθους διαμονής στο συγκεκριμένο κράτος νοείται ότι αφορά τη συνήθη διαμονή σε μια εδαφική ενότητα·
(β) οποιαδήποτε παραπομπή στο δίκαιο του κράτους που αναφέρεται στην παράγραφο 1 νοείται, για τους σκοπούς του καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις περί της ιθαγένειας των συζύγων, ότι αφορά το δίκαιο της εδαφικής ενότητας με την οποία οι σύζυγοι έχουν τον στενότερο δεσμό·
(γ) οποιαδήποτε μνεία της ιθαγένειας νοείται ότι αφορά την εδαφική ενότητα που ορίζεται από το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους ή, ελλείψει σχετικών κανόνων, την εδαφική ενότητα που επέλεξαν τα μέρη ή, ελλείψει επιλογής, την εδαφική ενότητα με την οποία ο σύζυγος ή οι σύζυγοι έχει/έχουν τον στενότερο δεσμό.
(γ) οποιαδήποτε παραπομπή στο δίκαιο του κράτους που αναφέρεται στην παράγραφο 1 νοείται, για τους σκοπούς του καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις που αφορούν άλλα στοιχεία ως συνδετικούς παράγοντες, ότι αφορά το δίκαιο της εδαφικής ενότητας στην οποία βρίσκεται το συγκεκριμένο στοιχείο.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 73 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 25 α (νέο)
Άρθρο 25α
Κράτη με πλείονα συστήματα δικαίου – σύγκρουση δικαίων προσωπικού χαρακτήρα
Όσον αφορά κράτος που έχει δύο ή περισσότερα συστήματα δικαίου ή σύνολα κανόνων που εφαρμόζονται σε διαφορετικές κατηγορίες προσώπων σε σχέση με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, οποιαδήποτε παραπομπή στο δίκαιο αυτού του κράτους θεωρείται ως παραπομπή στο σύστημα δικαίου ή το σύνολο των κανόνων που καθορίζεται από τους ισχύοντες κανόνες στο συγκεκριμένο κράτος. Σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιων κανόνων εφαρμόζεται το σύστημα δικαίου ή το σύνολο των κανόνων με το οποίο οι σύζυγοι έχουν τον στενότερο δεσμό.
Τροπολογία 74 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 25 β (νέο)
Άρθρο 25β
Μη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε εσωτερικές συγκρούσεις δικαίων
Τα κράτη μέλη που περιλαμβάνουν διάφορες εδαφικές ενότητες καθεμιά από τις οποίες έχει τους δικούς της κανόνες δικαίου για τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό στις συγκρούσεις νόμων που αφορούν αποκλειστικά τις εδαφικές αυτές ενότητες.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(2) Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει να διαπιστωθεί, με τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα [38 έως 56] του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001, ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί .
(2) Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει να διαπιστωθεί, με τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα31β έως 31ιε, ότι η απόφαση αυτή πρέπει να αναγνωρισθεί·
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 39 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
(δ) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων, σε διαφορά με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος αναγνώρισης.
(δ) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ίδιων διαδίκων, σε διαδικασία με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 80 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 29
Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται επί της ουσίας αναθεώρηση αλλοδαπής απόφασης.
Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται επί της ουσίας αναθεώρηση απόφασης που εκδίδεται σε κράτος μέλος.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 81 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 30
Το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ζητείται αναγνώριση απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αν η απόφαση αυτή έχει προσβληθεί με τακτικό ένδικο μέσο.
Το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ζητείται αναγνώριση απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αν η απόφαση αυτή έχει προσβληθεί με τακτικό ένδικο μέσο στο κράτος μέλος προέλευσης.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 82 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31
Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος και οι οποίες έχουν σε αυτό ισχύ εκτελεστού τίτλου εκτελούνται στα άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τα άρθρα [38 έως 56 και 58] του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001.
Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος και οι οποίες είναι εκτελεστές στο εν λόγω κράτος, καθίστανται εκτελεστές σε άλλο κράτος μέλος αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερόμενου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 31β έως 31ιε.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 83 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31 α (νέο)
Άρθρο 31α
Στοιχεία για τον προσδιορισμό της κατοικίας
Το επιληφθέν δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει εάν, για τους σκοπούς της διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 31β έως 31ιε, ο διάδικος έχει την κατοικία του στο κράτος μέλος εκτέλεσης, εφαρμόζει το εσωτερικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 84 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31 β (νέο)
Άρθρο 31β
Κατά τόπον αρμοδιότητα
1. Η αίτηση κήρυξης της εκτελεστότητας υποβάλλεται στο δικαστήριο ή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, η ονομασία των οποίων κοινοποιείται από το εν λόγω κράτος μέλος στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 37.
2. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται από τη συνήθη διαμονή του καθ’ ου η εκτέλεση ή από τον τόπο εκτέλεσης.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 85 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31 γ (νέο)
Άρθρο 31γ
Διαδικασία
1. Η διαδικασία υποβολής της αίτησης διέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκτέλεσης.
2. Ο αιτών δεν απαιτείται να διαθέτει ταχυδρομική διεύθυνση ούτε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο στο κράτος μέλος εκτέλεσης.
3. Η αίτηση συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα :
(α) αντίγραφο της απόφασης, το οποίο πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας
(β) βεβαίωση που εκδίδεται από το δικαστήριο ή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης βάσει του εντύπου που πρόκειται να καταρτιστεί σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 37γ παράγραφος 2, με την επιφύλαξη του άρθρου 31δ.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 86 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31 δ (νέο)
Άρθρο 31δ
Μη προσκόμιση της βεβαίωσης
1. Εάν η βεβαίωση που προβλέπει το άρθρο 31γ παράγραφος 3 στοιχείο β) δεν προσκομιστεί, το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή μπορούν να ορίσουν προθεσμία για την προσκόμισή της ή να δεχθούν ισοδύναμο έγγραφο ή εφόσον κρίνουν ότι έχουν επαρκώς ενημερωθεί, να απαλλάξουν τον αιτούντα από το βάρος αυτό.
2. Το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή μπορούν να ζητήσουν την προσκόμιση μετάφρασης των εγγράφων. Η μετάφραση πραγματοποιείται από πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να μεταφράζει σε ένα εκ των κρατών μελών.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 47 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 87 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31 ε (νέο)
Άρθρο 31ε
Κήρυξη εκτελεστότητας
Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή χωρίς έλεγχο των λόγων μη αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 27 ευθύς ως ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 31γ. Ο καθ’ ου η εκτέλεση διάδικος δεν δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας να καταθέσει προτάσεις.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 48 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Γνωστοποίηση της απόφασης επί της αιτήσεως κηρύξεως της εκτελεστότητας
1. Η απόφαση επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται αμελλητί στον επισπεύδοντα την εκτέλεση κατά τη διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.
2. Η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στον καθ' ου η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφόσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 89 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31 ζ (νέο)
Άρθρο 31ζ
Προσφυγή κατά της αποφάσεως επί της αιτήσεως κηρύξεως της εκτελεστότητας
1. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί να ασκείται προσφυγή και από τους δύο διαδίκους.
2. Η προσφυγή ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου η ονομασία του οποίου έχει γνωστοποιηθεί από το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 37.
3. Η προσφυγή εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.
4. Εάν ο καθ’ ου η εκτέλεση διάδικος δεν παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της προσφυγής που υποβλήθηκε από τον επισπεύδοντα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11, ακόμη κι αν ο καθ’ ου η εκτέλεση δεν έχει την κατοικία του στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη.
5. Η προσφυγή κατά της κήρυξης εκτελεστότητας ασκείται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση ή την κοινοποίησή της. Εάν ο καθ’ ου η εκτέλεση έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο κηρύχθηκε η εκτελεστότητα, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής είναι 60 ημέρες από την ημέρα που έγινε η επίδοση ή η κοινοποίηση προσωπικά ή στην κατοικία του. Παράταση της προθεσμίας λόγω μεγάλης απόστασης δεν είναι δυνατή.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 50 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 90 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31 η (νέο)
Άρθρο 31η
Ένδικο μέσο κατά της απόφασης επί της προσφυγής
Η απόφαση επί της προσφυγής μπορεί να προσβληθεί μόνο με το ένδικο μέσο που έχει γνωστοποιηθεί από το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 37.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 91 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31 θ (νέο)
Άρθρο 31θ
Απόρριψη ή ανάκληση κήρυξης της εκτελεστότητας
Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο δυνάμει των άρθρων 31ζ ή 31η δύναται να απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας μόνον εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στο άρθρο 27. Αποφασίζει αμελλητί.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 92 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 31 ι (νέο)
Άρθρο 31ι
Αναστολή της διαδικασίας
Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο σύμφωνα με το άρθρο 31ζ ή το άρθρο 31η αναστέλλει, με αίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση διαδίκου, τη διαδικασία, αν στο κράτος μέλος προέλευσης ανασταλεί η εκτελεστότητα της απόφασης λόγω της άσκησης ένδικου μέσου .
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 53 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕE) αριθ. 650/2012.)
1. Όταν μια απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί σύμφωνα με το παρόν τμήμα, ο αιτών δύναται να προσφύγει σε προσωρινά μέτρα, μεταξύ άλλων ασφαλιστικά, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκτέλεσης χωρίς να απαιτείται κήρυξη εκτελεστότητας δυνάμει του άρθρου 31ε.
2. Η κήρυξη της εκτελεστότητας εμπεριέχει αυτοδικαίως τη δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων.
3. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 31ζ παράγραφος 5, κατά της κήρυξης της εκτελεστότητας και έως ότου εκδοθεί απόφαση για την προσφυγή αυτή, μπορούν να ληφθούν μόνο ασφαλιστικά μέτρα επί της περιουσίας του καθ’ ου η εκτέλεση προσώπου.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
1. Εάν η απόφαση αφορά πλείονες αξιώσεις, και η εκτελεστότητα δεν μπορεί να κηρυχθεί για όλες εξ αυτών, το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή κηρύσσει την εκτελεστότητα για μια ή περισσότερες από τις αξιώσεις αυτές.
2. Ο αιτών δύναται να ζητήσει την κήρυξη εκτελεστότητας για ορισμένα μόνο μέρη μιας απόφασης.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 55 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Ο αιτών, ο οποίος στο κράτος μέλος προέλευσης τυγχάνει, εν όλω ή εν μέρει, δικαστικής αρωγής ή έχει απαλλαγεί από έξοδα και τέλη, δικαιούται, στο πλαίσιο της διαδικασίας κήρυξης της εκτελεστότητας, να τύχει της ευνοϊκότερης μεταχείρισης όσον αφορά τη δικαστική αρωγή ή την απαλλαγή από έξοδα και τέλη, η οποία προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Μη επιβολή εγγυοδοσίας ή κατάθεσης χρηματικού ποσού
Σε διάδικο που ζητεί σε κράτος μέλος την αναγνώριση, την εκτελεστότητα ή την εκτέλεση απόφασης η οποία έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να επιβληθεί καμία εγγυοδοσία ή κατάθεση χρηματικού ποσού, ανεξάρτητα από την ονομασία της, με την αιτιολογία ότι είναι αλλοδαπός ή ότι δεν έχει την κατοικία του ή τη διαμονή του στο κράτος μέλος εκτέλεσης.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 57 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Κατά τη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας στο κράτος μέλος εκτέλεσης, δεν επιβάλλονται φορολογικές επιβαρύνσεις ή τέλη ανάλογα με την αξία της διαφοράς.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 58 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 98 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 32
Αναγνώριση των δημόσιων εγγράφων
Αποδοχή των δημόσιων εγγράφων
1. Τα δημόσια έγγραφα που καταρτίζονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα άλλα κράτη μέλη, εκτός από την περίπτωση της αμφισβήτησης του κύρους αυτών των εγγράφων σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο και υπό την επιφύλαξη ότι η αναγνώριση αυτή δεν αντιβαίνει προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης.
1. Δημόσιο έγγραφο που καταρτίζεται σε ένα κράτος μέλος έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ σε άλλο κράτος μέλος με αυτή που έχει στο κράτος μέλος προέλευσης ή ανάλογη κατά το δυνατόν ισχύ, υπό την επιφύλαξη ότι αυτό δεν αντιβαίνει προδήλως στη δημόσια τάξη (ordre public) του συγκεκριμένου κράτους μέλους.
Το πρόσωπο που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει δημόσιο έγγραφο σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από την αρχή που εκδίδει το δημόσιο έγγραφο στο κράτος μέλος προέλευσης να συμπληρώσει το έντυπο, που καταρτίζεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 37γ παράγραφος 2, δηλώνοντας την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου στο κράτος μέλος προέλευσης.
1α. Η ένσταση μη γνησιότητας δημόσιου εγγράφου προβάλλεται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους προέλευσης και κρίνεται με βάση το δίκαιο του εν λόγω κράτους. Το δημόσιο έγγραφο η γνησιότητα του οποίου αμφισβητήθηκε δεν έχει αποδεικτική ισχύ σε άλλο κράτος μέλος, ενόσω η ένσταση εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
1β. Τυχόν ενστάσεις που αφορούν τις νομικές πράξεις ή τις έννομες σχέσεις που πιστοποιούνται σε δημόσιο έγγραφο προβάλλονται ενώπιον των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία βάσει του παρόντος κανονισμού και κρίνονται σύμφωνα με το εφαρμοστέο βάσει του κεφαλαίου ΙΙΙ δίκαιο ή το δίκαιο βάσει του άρθρου 36. Το δημόσιο έγγραφο που αμφισβητήθηκε δεν έχει αποδεικτική ισχύ σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος προέλευσης όσον αφορά το επίδικο αντικείμενο, ενόσω η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
1γ. Εάν η απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους εξαρτάται από παρεμπίπτον ζήτημα που αφορά τις νομικές πράξεις ή τις έννομες σχέσεις που πιστοποιούνται σε δημόσιο έγγραφο σχετικά με υπόθεση περιουσιακών σχέσεων, το εν λόγω δικαστήριο έχει δικαιοδοσία ως προς το ζήτημα αυτό.
2. Η αναγνώριση των δημοσίων εγγράφων προσδίδει σε αυτά αποδεικτική ισχύ ως προς το περιεχόμενό τους, καθώς και απλό τεκμήριο εγκυρότητας.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 59 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 99 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 33
1. Τα δημόσια έγγραφα που έχουν καταρτισθεί και είναι εκτελεστά σε ένα κράτος μέλος κηρύσσονται, μετά από σχετική αίτηση, εκτελεστά σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων [38 έως 57] του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001.
1. Τα δημόσια έγγραφα που είναι εκτελεστά στο κράτος μέλος προέλευσης κηρύσσονται εκτελεστά σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, μετά από σχετική αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 31β έως 33ιε.
1α. Για τους σκοπούς του άρθρου 31γ παράγραφος 3 στοιχείο β), η αρχή που έχει εκδώσει το δημόσιο έγγραφο εκδίδει, κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερόμενου, βεβαίωση βάσει του εντύπου που καταρτίστηκε σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 37γ παράγραφος 2.
2. Το δικαστήριο στο οποίο έχει ασκηθεί ένδικο μέσο δυνάμει των άρθρων [43 και 44] του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 μπορεί να απορρίψει ή να ανακαλέσει κήρυξη εκτελεστότητας μόνον αν η εκτέλεση του δημόσιου εγγράφου αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους εκτέλεσης.
2. Το δικαστήριο στο οποίο έχει ασκηθεί ένδικο μέσο δυνάμει του άρθρου 31ζ ή του άρθρου 31η μπορεί να απορρίψει ή να ανακαλέσει κήρυξη εκτελεστότητας μόνον αν η εκτέλεση του δημόσιου εγγράφου αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη (ordre public) του κράτους μέλους εκτέλεσης.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Τροπολογία 100 Πρόταση κανονισμού Άρθρο 34
Αναγνώριση και εκτελεστότητα των δικαστικών συμβιβασμών
Εκτελεστότητα των δικαστικών συμβιβασμών
Οι δικαστικοί συμβιβασμοί που έχουν κηρυχθεί εκτελεστοί στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται και κηρύσσονται εκτελεστοί σε κάποιο άλλο κράτος μέλος μετά από σχετική αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές των δημοσίων εγγράφων. Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί ένδικο μέσο δυνάμει του άρθρου [42 ή 44] του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 μπορεί να απορρίψει ή να ανακαλέσει κήρυξη εκτελεστότητας μόνον αν η εκτέλεση του δικαστικού συμβιβασμού αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους εκτέλεσης.
1. Οι δικαστικοί συμβιβασμοί που έχουν κηρυχθεί εκτελεστοί στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται και κηρύσσονται εκτελεστοί σε κάποιο άλλο κράτος μέλος μετά από σχετική αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 31β έως 31ιε.
1α. Για τους σκοπούς του άρθρου 31γ παράγραφος 3 στοιχείο β), το δικαστήριο που ενέκρινε τον συμβιβασμό ή ενώπιον του οποίου αυτός συνήφθη, εκδίδει, κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερόμενου, βεβαίωση βάσει του εντύπου που καταρτίστηκε σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 37γ παράγραφος 2.
1β. Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται ένδικο μέσο δυνάμει του άρθρου 31ζ ή του άρθρου 31η μπορεί να αρνηθεί να εκδώσει ή να ανακαλέσει δήλωση κήρυξης της εκτελεστότητας μόνον εάν η εκτέλεση του δικαστικού συμβιβασμού είναι προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη (ordre public) του κράτους μέλους εκτέλεσης.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
2. Εντούτοις, το δίκαιο ενός κράτους μέλους μπορεί να προβλέπει ότι το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δίκαιο δεν μπορεί να αντιταχθεί από έναν εκ των συζύγων έναντι τρίτου, όταν κάποιος εκ των δύο αυτών έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας ή καταχώρησης που προβλέπονται από το δίκαιο αυτού του κράτους, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δίκαιο.
2. Εντούτοις, σε μία έννομη σχέση μεταξύ ενός συζύγου και ενός τρίτου, ουδείς εκ των συζύγων μπορεί να επικαλεσθεί το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δίκαιο, όταν ο σύζυγος που έχει έννομη σχέση με τον τρίτο και ο τρίτος έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο ίδιο κράτος, το οποίο δεν είναι το κράτος το δίκαιο του οποίου εφαρμόζεται στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του εν λόγω συζύγου και του τρίτου όσον αφορά τα αποτελέσματα των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων έναντι του τρίτου.
3. Το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται κάποιο ακίνητο μπορεί να προβλέπει ανάλογο κανόνα με αυτόν της παραγράφου 2 για τις έννομες σχέσεις μεταξύ συζύγου και τρίτου σε σχέση με το συγκεκριμένο ακίνητο.
3. Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το εφαρμοστέο στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δίκαιο, ή
(β) τηρήθηκαν οι απαιτήσεις καταχώρησης ή δημοσιοποίησης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του τρίτου και του συζύγου που έχει έννομη σχέση με τον τρίτο, ή
(γ) σε συναλλαγές που αφορούν ακίνητο, τηρήθηκαν οι απαιτήσεις καταχώρησης ή δημοσιοποίησης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων σε σχέση με το ακίνητο σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το ακίνητο.
Τροπολογία 104 Πρόταση κανονισμού Άρθρο -36 (νέο)
Άρθρο -36
Συνήθης διαμονή
1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιριών, σωματείων και νομικών προσώπων νοείται ο τόπος της κεντρικής τους διοίκησης.
Η συνήθης διαμονή φυσικού προσώπου που ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας αποτελεί τον ο τόπο κύριας εγκατάστασής του.
2. Εάν η έννομη σχέση συνάπτεται στο πλαίσιο της λειτουργίας υποκαταστήματος, αντιπροσωπείας ή άλλης εγκατάστασης, ή αν, σύμφωνα με τη σύμβαση, υπόχρεος για την εκτέλεσή της είναι ένα τέτοιο υποκατάστημα, αντιπροσωπεία ή άλλη εγκατάσταση, ως τόπος της συνήθους διαμονής θεωρείται ο τόπος όπου ευρίσκεται το υποκατάστημα, η αντιπροσωπεία ή η άλλη εγκατάσταση.
3. Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της συνήθους διαμονής είναι η χρονική στιγμή σύναψης της έννομης σχέσης.
(βα) τις ονομασίες και τα στοιχεία επαφής των δικαστηρίων ή των αρχών που είναι αρμόδια να εξετάζουν τις αιτήσεις για κήρυξη της εκτελεστότητας σύμφωνα με το άρθρο 31β παράγραφος 1 και τα ένδικα μέσα κατά αποφάσεων εκδοθεισών επί των αιτήσεων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 31ζ παράγραφος 2·
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 78 παράγραφος 1 στοιχείο α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
3. Η Επιτροπή θέτει τις πληροφορίες που της κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 στη διάθεση του κοινού με τα κατάλληλα μέσα, ιδίως μέσω του πολύγλωσσου δικτυακού τόπου του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
3. Η Επιτροπή θέτει τις πληροφορίες που της κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 στη διάθεση του κοινού με απλό τρόπο και με τα κατάλληλα μέσα, ιδίως μέσω του πολύγλωσσου δικτυακού τόπου του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αυτού του πολύγλωσσου δικτυακού τόπου είναι προσβάσιμες και μέσω οποιουδήποτε επίσημου ιστοτόπου συγκροτούν, ιδίως με την εμφάνιση συνδέσμου που παραπέμπει στον ιστότοπο της Επιτροπής.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
3α. Η Επιτροπή εφαρμόζει ένα σύστημα πληροφόρησης και κατάρτισης των αρμόδιων δικαστικών αρχών, καθώς και των ασκούντων συναφή προς τη δικαιοσύνη επαγγέλματα, μέσω της δημιουργίας διαδραστικής διαδικτυακής πύλης σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου ενός συστήματος ανταλλαγής επαγγελματικών εμπειριών και δεξιοτήτων.
Κατάρτιση και εν συνεχεία τροποποίηση του καταλόγου των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1α
1. Η Επιτροπή, με βάση τις κοινοποιήσεις των κρατών μελών, καταρτίζει τον κατάλογο των λοιπών αρχών και των ασκούντων νομικά επαγγέλματα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1α.
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε παρεπόμενη τροποποίηση των πληροφοριών του καταλόγου αυτού. Η Επιτροπή τροποποιεί αναλόγως τον κατάλογο.
3. Η Επιτροπή δημοσιεύει τον κατάλογο και κάθε παρεπόμενη τροποποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Η Επιτροπή δημοσιεύει όλες τις πληροφορίες που της κοινοποιούνται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 με κάθε πρόσφορο τρόπο, και ιδίως μέσω του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 79 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
Έκδοση και εν συνεχεία τροποποίηση των βεβαιώσεων και των εντύπων που αναφέρονται στα άρθρα 31γ, 32, 33 και 34
Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με τη σύνταξη και την παρεπόμενη τροποποίηση των βεβαιώσεων και των εντύπων που αναφέρονται στα άρθρα 31γ, 32, 33 και 34. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 37γ παράγραφος 2.
(Αντιστοιχεί στο άρθρο 80 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012.)
3. Οι διατάξεις του κεφαλαίου III εφαρμόζονται μόνο στους συζύγους που έχουν τελέσει γάμο ή που έχουν ορίσει το εφαρμοστέο στις περιουσιακές τους σχέσεις δίκαιο μετά τη θέση σε εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
3. Οι διατάξεις του κεφαλαίου III εφαρμόζονται μόνο στους συζύγους οι οποίοι:
(α) έχουν τελέσει γάμο μετά την έναρξη εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ή
(β) έχουν ορίσει το εφαρμοστέο στις περιουσιακές τους σχέσεις δίκαιο μετά την έναρξη εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.
Μια συμφωνία για την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, που συνήφθη πριν από [χρόνος εφαρμογής του παρόντος κανονισμού] παράγει επίσης αποτελέσματα, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου ΙΙΙ ή εφόσον παράγει αποτελέσματα σύμφωνα με το εφαρμοστέο με βάση τις ισχύουσες διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου δίκαιο κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας για την επιλογή δικαίου.