Ευρετήριο 
Κείμενα που εγκρίθηκαν
Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013 - Στρασβούργο
Εκλογή Διαμεσολαβητή
 Πολιτική συμφωνία για το ΠΔΠ
 Τροχοφόρα οχήματα (Τροποποίηση της απόφασης 97/836/EK («αναθεωρημένη συμφωνία του 1958»)) ***
 Τροχοφόρα οχήματα (Τροποποίηση της απόφασης 2000/125/EK του Συμβουλίου («παράλληλη συμφωνία»)) ***
 Κινητοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση: αίτηση EGF/2013/000 TA 2013 - τεχνική βοήθεια με πρωτοβουλία της Επιτροπής
 Έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ***II
 Νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες ***I
 Χρόνος διεξαγωγής των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου ***I
 Σοβαρές διασυνοριακές απειλές κατά της υγείας ***I
 Εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών *
 Υιοθέτηση του ευρώ από τη Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014 *
 Οδική ασφάλεια
 Η κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων: πρότυπα και πρακτικές στην Ουγγαρία
 Οι πρόσφατες πλημμύρες στην Ευρώπη
 Μεταρρύθμιση της διάρθρωσης του τραπεζικού τομέα της ΕΕ
 Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Καταπολέμηση της απάτης
 Το ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου

Εκλογή Διαμεσολαβητή
PDF 268kWORD 20k
Απόφαση
Παράρτημα
Aπόφαση του Ευρωπαϊκού Kοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 για την εκλογή του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 24 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 228,

–  έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας, και ιδίως το άρθρο 106α,

–  έχοντας υπόψη την απόφασή του 94/262/EKAX, ΕΚ, Ευρατόμ, της 9ης Μαρτίου 1994, σχετικά με το καθεστώς του Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του(1),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 204 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τις υποψηφιότητες που υποβλήθηκαν(2),

–  έχοντας υπόψη την ψηφοφορία κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου 2013,

1.  εκλέγει την Emily O'REILLY για να αναλάβει τα καθήκοντα του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για το διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2013 έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου·

2.  καλεί την Emily O'REILLY να ορκισθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να δημοσιεύσει τη συνημμένη απόφαση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

4.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

ΠAΡAΡTHMA

AΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

της 3ης Ιουλίου 2013

για την εκλογή του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή

(Το κείμενο αυτού του παραρτήματος δεν επαναλαμβάνεται εδώ, εφόσον αντιστοιχεί στην τελική πράξη, απόφαση 2013/377/EE, Ευρατόμ.)

(1) ΕΕ L 113 της 4.5.1994, σ. 15.
(2) ΕΕ C 96 της 4.4.2013, σ. 24.


Πολιτική συμφωνία για το ΠΔΠ
PDF 280kWORD 27k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με την πολιτική συμφωνία για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2014-2020 (2012/2799(RSP))
P7_TA(2013)0304RC-B7-0334/2013

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 310, 311, 312 και 323 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Οκτωβρίου 2012 που αποσκοπεί στη θετική έκβαση της διαδικασίας έγκρισης του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου για την περίοδο 2014-2020(1),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Μαρτίου 2013 σχετικά με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 7ης-8ης Φεβρουαρίου 2013 για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο(2),

–  έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 8ης Φεβρουαρίου 2013,

–  έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 2013,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 110 παράγραφοι 2 και 4 του Κανονισμού του,

1.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τη πολιτική συμφωνία, η οποία επετεύχθη στις 27 Ιουνίου 2013 στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Προεδρίας του Συμβουλίου και Επιτροπής, σχετικά με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) για την περίοδο 2014-2020, κατόπιν μακροχρόνιων και επίπονων διαπραγματεύσεων· αναγνωρίζει τις σημαντικές προσπάθειες που κατέβαλε η Ιρλανδική Προεδρία για να επιτευχθεί αυτή η συμφωνία·

2.  επισημαίνει ότι, χάρη στην επιμονή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, εγκρίθηκαν για πρώτη φορά διατάξεις οι οποίες θα αποβούν καθοριστικές στην προσπάθεια να καταστεί το δημοσιονομικό πλαίσιο λειτουργικό, συνεκτικό, διαφανές και να μπορεί να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών της ΕΕ· επισημαίνει συγκεκριμένα τις νέες ρυθμίσεις που αφορούν την αναθεώρηση του ΠΔΠ, την ευελιξία, τους ίδιους πόρους και την ενότητα και διαφάνεια του προϋπολογισμού, όλα βασικές προτεραιότητες για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις διαπραγματεύσεις·

3.  δηλώνει έτοιμο να φέρει προς ψήφιση τον κανονισμό ΠΔΠ και τη νέα Διοργανική Συμφωνία στις αρχές του φθινοπώρου, ευθύς μόλις εκπληρωθούν οι αναγκαίες τεχνικές και νομικές προϋποθέσεις για την οριστικοποίηση των σχετικών κειμένων, προκειμένου αυτά να αντικατοπτρίζουν την συνολική συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ Συμβουλίου και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

4.  επαναλαμβάνει εντούτοις τη θέση του, όπως αυτή καθορίστηκε με το προαναφερθέν ψήφισμα σχετικά με το ΠΔΠ της 13ης Μαρτίου 2013, σύμφωνα με την οποία δεν πρόκειται να υπάρξει υπερψήφιση της έγκρισης του κανονισμού ΠΔΠ εκτός και αν δοθούν απόλυτες διαβεβαιώσεις ότι θα καλυφθούν πλήρως οι εκκρεμείς εντολές πληρωμής για το 2013· αναμένει συνεπώς ότι το Συμβούλιο θα λάβει επίσημη απόφαση σχετικά με το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 2/2013 για ποσό ύψους 7,3 δισ. EUR το αργότερο μέχρι το Συμβούλιο Ecofin που έχει προγραμματιστεί για τις 9 Ιουλίου 2013· επιμένει ότι το Συμβούλιο οφείλει να τιμήσει τη πολιτική του δέσμευση και να εγκρίνει χωρίς χρονοτριβή και το αργότερο στις αρχές του φθινοπώρου έναν επιπλέον διορθωτικό προϋπολογισμό προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε έλλειψη σε πιστώσεις πληρωμών θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαρθρωτικό έλλειμμα στον προϋπολογισμό της ΕΕ στα τέλη του 2013· δηλώνει ότι το Κοινοβούλιο είτε δεν θα εγκρίνει τον κανονισμό ΠΔΠ είτε δεν θα εγκρίνει τον προϋπολογισμό του 2014 μέχρις ότου το Συμβούλιο εγκρίνει τον εν λόγω διορθωτικό προϋπολογισμό, που θα καλύπτει το υπόλοιπο έλλειμμα που έχει εντοπίσει η Επιτροπή·

5.  επισημαίνει επιπλέον ότι ο κανονισμός ΠΔΠ δεν μπορεί να εγκριθεί νομίμως εάν δεν υπάρξει πολιτική συμφωνία ως προς τις σχετικές νομικές βάσεις, ιδίως όσον αφορά σημεία που άπτονται επίσης του κανονισμού ΠΔΠ· εκφράζει την βούλησή του να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις για τις νομικές βάσεις όλων των πολυετών προγραμμάτων το συντομότερο δυνατό και δηλώνει εκ νέου ότι συντάσσεται με την άποψη ότι τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί αν δεν συμφωνηθούν τα πάντα· επιμένει ότι οι νομοθετικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως τις κατοχυρώνει η Συνθήκη της Λισαβόνας, πρέπει να τυγχάνουν απόλυτου σεβασμού και καλεί το Συμβούλιο να διαπραγματευτεί με τον δέοντα τρόπο κάθε κομμάτι των νομικών βάσεων που άπτεται του ΠΔΠ· εκφράζει την ικανοποίησή του για τις πολιτικές συμφωνίες που έχουν επιτευχθεί μέχρι στιγμής σε πολλά νέα πολυετή προγράμματα της ΕΕ·

6.  αναγνωρίζει την προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη· εκτιμά εντούτοις ότι το συνολικό επίπεδο του επόμενου ΜΠΜ, όπως αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είναι ανεπαρκές τόσο σε σχέση με τους πολιτικούς στόχους της ΕΕ όσο και σε σχέση με την ανάγκη να διασφαλιστεί η επιτυχής υλοποίηση της στρατηγικής «Ευρώπη 2020»· εκφράζει την ανησυχία ότι αυτό το ύψος πόρων δεν επαρκεί ενδεχομένως για να εφοδιάσει την ΕΕ με εκείνα τα μέσα που έχει ανάγκη για να ανακάμψει από την σημερινή κρίση με συντεταγμένο τρόπο και δυνατότερη από πριν· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να υποτιμούν τον ρόλο αλλά και τη συνεισφορά του προϋπολογισμού της ΕΕ στην προσπάθεια ενίσχυσης της οικονομικής διακυβέρνησης και του δημοσιονομικού συντονισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη· διατυπώνει επιπλέον τον φόβο ότι τόσο χαμηλά ανώτατα όρια ΠΔΠ θα μειώσουν σημαντικά κάθε περιθώριο ελιγμών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις ετήσιες διαδικασίες του προϋπολογισμού·

7.  τονίζει πόση σημασία έχει να πραγματοποιηθεί υποχρεωτική επανεξέταση και εν συνεχεία αναθεώρηση του επόμενου ΠΔΠ μέχρι το τέλος του 2016 προκειμένου να δοθεί στην επόμενη Επιτροπή και στο επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η δυνατότητα να αξιολογήσουν εκ νέου τις πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ, να προσαρμόσουν το ΠΔΠ στις νέες προκλήσεις και ανάγκες και να λάβουν πλήρως υπόψη τους τις πλέον πρόσφατες μακροοικονομικές προβλέψεις· εμμένει στην άποψη ότι η υποχρεωτική επανεξέταση από την Επιτροπή τόσο των δαπανών όσο και των εσόδων του προϋπολογισμού πρέπει να πλαισιωθεί από νομοθετική πρόταση αναθεώρησης του κανονισμού ΠΔΠ, σύμφωνα με τη δήλωση της Επιτροπής που προσαρτάται στον εν λόγω κανονισμό· δηλώνει την πρόθεσή του να αποτελέσει η εν λόγω υποχρεωτική αναθεώρηση του ΠΔΠ κύριο αίτημα κατά την ανάδειξη του νέου Προέδρου της Επιτροπής·

8.  επιβεβαιώνει εκ νέου την καίρια σημασία που αποκτά η αυξημένη ευελιξία στο ΠΔΠ 2014-2020 προκειμένου να χρησιμοποιηθούν πλήρως τα αντίστοιχα ανώτατα όρια του ΠΔΠ τόσο για τις αναλήψεις υποχρεώσεων (960 δισ. EUR) όσο και για τις πληρωμές (908,4 δισ. EUR), όπως επιβάλλει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο· εκφράζει συνεπώς την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι το Συμβούλιο ενέκρινε δύο κύριες προτάσεις που υπέβαλε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και συγκεκριμένα τις προτάσεις σχετικά με την δημιουργία συνολικού περιθωρίου πληρωμών και συνολικού περιθωρίου ανάληψης υποχρεώσεων, γεγονός που θα επιτρέψει την αυτόματη μεταφορά αχρησιμοποίητων πιστώσεων από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο· θεωρεί εντούτοις μάλλον λυπηρό το γεγονός ότι το Συμβούλιο επέβαλε περιορισμούς (τόσο ως προς το χρόνο όσο και ως προς το ποσό) που θα παρεμποδίσουν ενδεχομένως την πλήρη αξιοποίηση αυτών των μέσων· εκτιμά ότι η βελτίωση αυτών των μηχανισμών πρέπει να αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα της μετεκλογικής επανεξέτασης του ΠΔΠ που θα προτείνει η Επιτροπή·

9.  επισημαίνει ότι οι νέοι κανόνες περί ευελιξίας πρέπει να οδηγήσουν, κατά τη διάρκεια του ΠΔΠ 2014-2020, σε πρόσθετες πιστώσεις για προγράμματα σχετικά με την ανάπτυξη και την απασχόληση, ιδίως δε για την πρωτοβουλία για την απασχόληση των νέων, προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεχής χρηματοδοτική ροή και να μεγιστοποιηθεί η αποδοτική χρήση των συμφωνημένων ανώτατων ορίων·

10.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την εμπροσθοβαρή χρήση πιστώσεων του 2014-2015 για την πρωτοβουλία για την απασχόληση των νέων και επιμένει ότι θα χρειαστούν νέες πιστώσεις ήδη από το 2016 προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η αποτελεσματικότητα του προγράμματος·

11.  επισημαίνει ότι, χάρη στην επιμονή του, η χρηματοδότηση για τα «Ορίζων 2020», Erasmus και COSME θα συγκεντρωθεί επίσης στη περίοδο 2014-2015 προκειμένου να μειωθεί το χρηματοδοτικό έλλειμμα μεταξύ των σχετικών πιστώσεων στους προϋπολογισμούς του 2013 και 2014· επιμένει, επί πλέον, ότι έχει ζωτική σημασία να διατεθεί επιπρόσθετη χρηματοδότηση για το Ψηφιακό Θεματολόγιο·

12.  εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι έχει προβλεφθεί πρόσθετη αύξηση μέχρι 1 δισ. EUR στο πρόγραμμα διανομής τροφίμων για τα κράτη μέλη που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν την εν λόγω αύξηση για να συνδράμουν τα πλέον ενδεή άτομα της Ένωσης· αναμένει ότι Συμβούλιο και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα συμφωνήσουν το ταχύτερο δυνατό σχετικά με τις συγκεκριμένες πρακτικές λεπτομέρειες για την υλοποίηση αυτής της δέσμευσης στο πλαίσιο των σημερινών διαπραγματεύσεων για τη νομική βάση του εν λόγω προγράμματος·

13.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει καμία πρόοδο στο ζήτημα της αναθεώρησης του συστήματος ιδίων πόρων στη βάση των νομοθετικών προτάσεων που έχει καταθέσει η Επιτροπή· επισημαίνει ότι ο προϋπολογισμός της ΕΕ πρέπει να χρηματοδοτείται από γνήσιους ίδιους πόρους, όπως προβλέπει η Συνθήκη, και εκφράζει τη δέσμευσή του υπέρ μεταρρύθμισης που θα μειώσει το ποσοστό των συνεισφορών στον προϋπολογισμό της ΕΕ που βασίζονται στο ΑΕΠ σε 40% κατ` ανώτατο όριο· προσδοκά, συνεπώς, ότι η κοινή δήλωση σχετικά με τους ιδίους πόρους που συμφωνήθηκε μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων της ΕΕ θα καταστήσει δυνατή την επίτευξη απτής προόδου, ιδίως εν όψει της ενδιάμεσης επανεξέτασης/αναθεώρησης του ΠΔΠ· ζητεί συνεπώς, κατά την επίσημη έγκριση του κανονισμού για το ΠΔΠ, να συγκληθεί η ομάδα υψηλού επιπέδου για τους ίδιους πόρους και να της ανατεθεί η εξέταση όλων των πτυχών της μεταρρύθμισης του συστήματος ιδίων πόρων·

14.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την έκβαση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την ενότητα και την διαφάνεια του προϋπολογισμού της ΕΕ· εκτιμά ότι εάν εξεταστεί στο μέλλον το ενδεχόμενο δημιουργίας «προϋπολογισμού της ευρωζώνης», αυτός θα πρέπει να ενσωματωθεί ή να προσαρτηθεί στον προϋπολογισμό της ΕΕ·

15.  θεωρεί ιδιαιτέρως λυπηρή τη διαδικασία που οδήγησε σε αυτή τη συμφωνία επί του ΠΔΠ 2014-2020 διότι, στην πραγματικότητα, είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τις πραγματικές δημοσιονομικές του εξουσίες, όπως αυτές προβλέπονται στην ΣΛΕΕ· εκτιμά ότι, τόσο οι πολυάριθμες συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν τα αμέσως προηγούμενα χρόνια μεταξύ της αντιπροσωπείας του και των διαδοχικών Προεδριών του Συμβουλίου στα περιθώρια των σχετικών συνεδριάσεων του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων, όσο και η συμμετοχή του σε άτυπες συνεδριάσεις του Συμβουλίου με θέμα το ΠΔΠ, δεν εξυπηρέτησαν κάποιον ευδιάκριτο σκοπό δεδομένου ότι δεν είχαν καμία επίδραση στο πνεύμα, στο χρονοδιάγραμμα ή στο περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων ή στη θέση του Συμβουλίου, μεταξύ άλλων και όσον αφορά την ανάγκη διάκρισης των νομοθετικών από τις δημοσιονομικές πτυχές της συμφωνίας για το ΠΔΠ·

16.  καλεί συνεπώς την Επιτροπή Προϋπολογισμών, σε συνεργασία με την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, να αντλήσουν τα απαραίτητα συμπεράσματα και να υποβάλουν νέες προτάσεις σχετικά με τις διαδικαστικές λεπτομέρειες αυτών των διαπραγματεύσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ο δημοκρατικός και διαφανής χαρακτήρας της συνολικής διαδικασίας του προϋπολογισμού·

17.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών, καθώς και στα λοιπά ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα και οργανισμούς.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2012)0360.
(2) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2013)0078.


Τροχοφόρα οχήματα (Τροποποίηση της απόφασης 97/836/EK («αναθεωρημένη συμφωνία του 1958»)) ***
PDF 254kWORD 20k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για την τροποποίηση της απόφασης 97/836/ΕΚ ενόψει της προσχωρήσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη συμφωνία της οικονομικής επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη σχετικά με την υιοθέτηση ομοιόμορφων τεχνικών προδιαγραφών για τροχοφόρα οχήματα, εξοπλισμό και εξαρτήματα τα οποία δύνανται να τοποθετηθούν ή/και να χρησιμοποιηθούν σε τροχοφόρα οχήματα και τις συνθήκες για την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται με βάση τις προδιαγραφές αυτές («αναθεωρημένη συμφωνία του 1958») (05978/2013 – C7-0069/2013 – 2012/0099(NLE))
P7_TA(2013)0305A7-0192/2013

(Έγκριση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (05978/2013),

–  έχοντας υπόψη την αίτηση έγκρισης που υπέβαλε το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 207 παράγραφος 4 και το άρθρο 218 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C7-0069/2013),

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 81 και 90 παράγραφος 7 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (A7-0192/2013),

1.  εγκρίνει το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου·

2.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.


Τροχοφόρα οχήματα (Τροποποίηση της απόφασης 2000/125/EK του Συμβουλίου («παράλληλη συμφωνία»)) ***
PDF 253kWORD 19k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για την τροποποίηση της απόφασης 2000/125/ΕΚ της 31ης Ιανουαρίου 2000, για τη σύναψη συμφωνίας που αφορά την κατάρτιση παγκόσμιων τεχνικών κανονισμών για τα τροχοφόρα οχήματα, τον εξοπλισμό και τα εξαρτήματα που μπορούν να τοποθετούνται ή/και να χρησιμοποιούνται σε τροχοφόρα οχήματα («παράλληλη συμφωνία») (05975/2013 – C7-0071/2013 – 2012/0098(NLE))
P7_TA(2013)0306A7-0194/2013

(Έγκριση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (05975/2013),

–  έχοντας υπόψη την αίτηση έγκρισης που υπέβαλε το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 207 παράγραφος 4 και το άρθρο 218 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C7-0071/2013),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 81 και το άρθρο 90 παράγραφος 7 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (A7-0194/2013),

1.  εγκρίνει το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου·

2.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.


Κινητοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση: αίτηση EGF/2013/000 TA 2013 - τεχνική βοήθεια με πρωτοβουλία της Επιτροπής
PDF 292kWORD 28k
Ψήφισμα
Παράρτημα
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κινητοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με το σημείο 28 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (EGF/2013/000 TA 2013 – τεχνική βοήθεια με πρωτοβουλία της Επιτροπής) (COM(2013)0291 – C7-0126/2013 – 2013/2087(BUD))
P7_TA(2013)0307A7-0243/2013

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2013)0291 – C7-0126/2013),

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση(1) (διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006), ιδίως το σημείο 28,

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1927/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση(2) (κανονισμός για το ΕΤΠ),

–  έχοντας υπόψη τη διαδικασία τριμερούς διαλόγου που προβλέπεται στο σημείο 28 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006,

–  έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 28ης και 29ης Ιουνίου 2012 σχετικά με ένα σύμφωνο για την ανάπτυξη και την απασχόληση,

–  έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 7ης και 8ης Φεβρουαρίου 2013,

–  έχοντας υπόψη την επιστολή της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A7-0243/2013),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση (ΕΤΠ), η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει νομοθετικά και δημοσιονομικά μέσα για την παροχή πρόσθετης στήριξης στους εργαζομένους που πλήττονται από τις συνέπειες των μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών στη μορφή του παγκόσμιου εμπορίου, οι οποίες επιδεινώνονται από την οικονομική, χρηματοπιστωτική και κοινωνική κρίση, καθώς και για να τους συνδράμει κατά την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή κάνει χρήση του ΕΤΠ σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που ορίζει ο κανονισμός (ΕE, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό(3) και σύμφωνα με τους κανόνες εφαρμογής που ισχύουν για αυτή τη μορφή εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ένωσης·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομική βοήθεια της Ένωσης προς τους εργαζομένους που απολύονται θα πρέπει να είναι επαρκής και να διατίθεται όσο το δυνατόν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα, σύμφωνα με την κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, που εγκρίθηκε κατά τη συνεδρίαση συνεννόησης της 17ης Ιουλίου 2008, και με την επιφύλαξη όσων ορίζει η διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 σε σχέση με τη λήψη αποφάσεων για την κινητοποίηση του ΕΤΠ·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ποσοστό μέχρι 0,35% του ετήσιου ποσού του ΕΤΠ μπορεί να διατίθεται κάθε χρόνο για τεχνική βοήθεια με πρωτοβουλία της Επιτροπής, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν δραστηριότητες παρακολούθησης, πληροφόρησης, διοικητικής και τεχνικής υποστήριξης, καθώς και λογιστικού ελέγχου, επιθεώρησης και αξιολόγησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του κανονισμού για το ΕΤΠ, όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού αυτού, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πληροφόρησης και καθοδήγησης στα κράτη μέλη σχετικά με τη χρήση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση του ΕΤΠ καθώς και της παροχής πληροφόρησης στους ευρωπαίους και εθνικούς κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τη χρήση του ΕΤΠ (άρθρο 8 παράγραφος 4 του κανονισμού για το ΕΤΠ)·

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού για το ΕΤΠ, η Επιτροπή οφείλει να δημιουργήσει ιστότοπο στο Διαδίκτυο, που θα διατίθεται σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης, για την παροχή και διάδοση πληροφοριών σχετικά με την υποβολή αιτήσεων, ο οποίος θα αναδεικνύει τον ρόλο της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, βάσει αυτών των άρθρων, η Επιτροπή ζήτησε να κινητοποιηθεί το ΕΤΠ για την κάλυψη των δαπανών σε σχέση με την τεχνική υποστήριξη που χρειάζεται για να παρακολουθεί τις αιτήσεις που λαμβάνονται και τα ποσά που καταβάλλονται και τα μέτρα που προτείνονται και υλοποιούνται, να διευρυνθεί ο δικτυακός τόπος, να παραχθούν δημοσιεύματα και οπτικοακουστικά μέσα, να δημιουργηθεί βάση γνώσεων, να παρασχεθεί διοικητική και τεχνική υποστήριξη στα κράτη μέλη και να ετοιμασθεί η τελική αξιολόγηση του ΕΤΠ (2007-2013)·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η αίτηση πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας που ορίζονται στον κανονισμό για το ΕΤΠ·

1.  συμφωνεί να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα που προτείνει η Επιτροπή ως τεχνική βοήθεια σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 4 καθώς και με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού για το ΕΤΠ·

2.  εκφράζει την έντονη απογοήτευσή του διότι τα αποτελέσματα της τελικής εκ των υστέρων αξιολόγησης του ΕΤΠ θα γίνουν γνωστά πολύ αργά για να ληφθούν υπόψη στη συζήτηση για τον νέο κανονισμό ΕΤΠ της περιόδου 2014-2020, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της χρήσης του κριτηρίου παρέκκλισης λόγω κρίσης, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις του ΕΤΠ τις οποίες αφορά δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο της έκθεσης ενδιάμεσης αξιολόγησης του ΕΤΠ·

3.  παρατηρεί ότι η Επιτροπή ξεκίνησε ήδη το 2011 να εργάζεται για τη δημιουργία εντύπου ηλεκτρονικής αίτησης και για τη θέσπιση τυποποιημένων διαδικασιών με στόχο την απλούστευση των αιτήσεων, την ταχύτερη επεξεργασία τους και τη βελτίωση της υποβολής εκθέσεων· ζητεί από την Επιτροπή να παρουσιάσει στοιχεία για την πρόοδο που σημειώθηκε μετά τη χρήση της τεχνικής βοήθειας το 2011 και το 2012.

4.  υπενθυμίζει τη σημασία της δικτύωσης και της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με το ΕΤΠ· τάσσεται, συνεπώς, υπέρ της χρηματοδότησης της ομάδας εμπειρογνωμόνων αρμόδιων επικοινωνίας για το ΕΤΠ και υπέρ άλλων δραστηριοτήτων δικτύωσης μεταξύ των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένου του σεμιναρίου για επαγγελματίες σχετικά με την υλοποίηση του ΕΤΠ· υπογραμμίζει την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης των επαφών μεταξύ όλων όσων εμπλέκονται στις αιτήσεις προς το ΕΤΠ και δη των κοινωνικών εταίρων, προκειμένου να δημιουργηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες συνέργειες·

5.  ζητεί από την Επιτροπή να προσκαλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα σεμινάρια και στις συναντήσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων αρμόδιων επικοινωνίας που οργανώνονται μέσω τεχνικής βοήθειας, κάνοντας χρήση των σχετικών διατάξεων της συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής(4)·

6.  ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να επωφεληθούν από την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και να αξιοποιήσουν ιδίως την πείρα των κρατών μελών που έχουν ήδη δημιουργήσει εθνικά δίκτυα πληροφοριών για το ΕΤΠ στα οποία συμμετέχουν οι κοινωνικοί εταίροι και οι ενδιαφερόμενοι σε τοπικό επίπεδο, προκειμένου να υφίσταται μια καλή υποδομή παροχής βοήθειας μόλις ανακύψουν οιεσδήποτε συνθήκες δικαιολογούν την εφαρμογή του ΕΤΠ·

7.  ζητεί από την Επιτροπή να προσκαλεί τους κοινωνικούς εταίρους στα σεμινάρια για επαγγελματίες που διοργανώνονται στο πλαίσιο της τεχνικής βοήθειας·

8.  ζητεί από τα κράτη μέλη και από όλα τα εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη βελτίωση των διαδικαστικών και δημοσιονομικών ρυθμίσεων με στόχο την επιτάχυνση των διαδικασιών κινητοποίησης του ΕΤΠ· επισημαίνει επ’ αυτού τη βελτιωμένη διαδικασία που καθιέρωσε η Επιτροπή, σε συνέχεια του αιτήματος του Κοινοβουλίου για επίσπευση της διάθεσης των κονδυλίων, βάσει της οποίας διαδικασίας η αξιολόγηση της Επιτροπής όσον αφορά την επιλεξιμότητα μιας αίτησης για κινητοποίηση του ΕΤΠ υποβάλλεται στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή μαζί με την πρόταση κινητοποίησης του ΕΤΠ· αναμένει ότι θα επέλθουν περαιτέρω βελτιώσεις στη διαδικασία, στο πλαίσιο της επικείμενης ανασκόπησης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση, και ότι θα επιτευχθεί μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, διαφάνεια και ορατότητα σε σχέση με το ΕΤΠ·

9.  εκφράζει τον προβληματισμό του σχετικά με τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η μείωση του προσωπικού στην προσπάθεια ταχείας, τακτικής και αποτελεσματικής αξιολόγησης των εισερχόμενων αιτήσεων και στην εφαρμογή της τεχνικής βοήθειας του ΕΤΠ· θεωρεί ότι οιαδήποτε βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη αριθμητική μεταβολή του προσωπικού πρέπει να βασίζεται σε προηγούμενη μελέτη αντικτύπου και να λαμβάνει πλήρως υπόψη, μεταξύ άλλων, τόσο τις νομικές υποχρεώσεις της Ένωσης όσο και τις νέες αρμοδιότητες και τα αυξημένα καθήκοντα των θεσμικών οργάνων που απορρέουν από τις Συνθήκες·

10.  εκφράζει τη λύπη του διότι η Επιτροπή δεν έχει προγραμματίσει καμία ειδική δράση ευαισθητοποίησης για το 2013, τη στιγμή που ορισμένα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων κράτη που κάνουν χρήση του ΕΤΠ, αμφισβητούν την χρησιμότητα και τα οφέλη του ΕΤΠ·

11.  παρατηρεί ότι στον προϋπολογισμό του 2013 εμφανίζονται στην γραμμή του προϋπολογισμού 04 05 01 για το ΕΤΠ πιστώσεις πληρωμών ύψους 50 εκατομμυρίων EUR, ποσό που οφείλεται στις επανειλημμένες εκκλήσεις του Κοινοβουλίου· υπενθυμίζει ότι το ΕΤΠ δημιουργήθηκε ως χωριστό ειδικό μέσο, με τους δικούς του στόχους και τις δικές του προθεσμίες, και εκτιμά ότι δικαιούται, συνεπώς, ιδιαίτερες πιστώσεις, διότι με τον τρόπο αυτό θα αποφευχθούν οι περιττές καθυστερήσεις που οφείλονται στον σημερινό τρόπο χρηματοδότησής του, μέσω μεταφορών πιστώσεων από άλλες γραμμές, ο οποίος ενδέχεται να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην επίτευξη των κοινωνικών και οικονομικών επιδιώξεων και των στόχων πολιτικής του ΕΤΠ·

12.  ευελπιστεί ότι οι δράσεις που ανέλαβε η Επιτροπή στον τομέα της τεχνικής βοήθειας θα συμβάλουν στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας του ΕΤΠ και θα οδηγήσουν σε πλέον στοχοπροσηλωμένες και μακροπρόθεσμες ενέργειες στήριξης και επανένταξης για τους απολυθέντες εργαζομένους·

13.  εκφράζει τη έντονη δυσαρέσκειά του για την απόφαση του Συμβουλίου να εμποδίσει την παράταση της παρέκκλισης λόγω κρίσης, η οποία καθιστά δυνατή την παροχή οικονομικής βοήθειας στους εργαζομένους που απολύονται λόγω της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, πέρα από εκείνους που χάνουν τη δουλειά τους λόγω αλλαγών στη μορφή του παγκόσμιου εμπορίου, και η οποία επιτρέπει να αυξηθεί το ποσοστό συγχρηματοδότησης της Ένωσης σε 65% του κόστους του προγράμματος, για αιτήσεις που υποβλήθηκαν μετά την προθεσμία της 31ης Δεκεμβρίου 2011· καλεί το Συμβούλιο να επαναφέρει το μέτρο αυτό χωρίς καθυστέρηση, δεδομένων ιδίως των ταχύτατα επιδεινούμενων κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν σε πολλά κράτη μέλη λόγω της επέκτασης και της όξυνσης της ύφεσης·

14.  εγκρίνει την απόφαση που επισυνάπτεται στο παρόν ψήφισμα·

15.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να υπογράψει την απόφαση με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

16.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματός του, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

όσον αφορά την κινητοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσαρμογής στην Παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με το σημείο 28 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (EGF/2013/000 TA 2013 – τεχνική βοήθεια με πρωτοβουλία της Επιτροπής)

(Το κείμενο αυτού του παραρτήματος δεν επαναλαμβάνεται εδώ, εφόσον αντιστοιχεί στην τελική πράξη, απόφαση 2013/420/EE.)

(1) ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.
(2) ΕΕ L 406 της 30.12.2006, σ. 1.
(3) ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1.
(4) ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.


Έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ***II
PDF 282kWORD 23k
Ψήφισμα
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έγκρισης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Eυρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (17427/1/2012 – C7-0051/2013– 2006/0084(COD))
P7_TA(2013)0308A7-0225/2013

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (17427/1/2012 – C7-0051/2013),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 12ης Ιουλίου 2011(1),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση(2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2006)0244),

–  έχοντας υπόψη την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2011)0135),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 7 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 72 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού (A7-0225/2013),

1.  εγκρίνει τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση·

2.  εγκρίνει την κοινή δήλωση του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής που επισυνάπτεται στο παρόν ψήφισμα·

3.  λαμβάνει υπόψη τις δηλώσεις της Επιτροπής που επισυνάπτονται στο παρόν ψήφισμα·

4.  διαπιστώνει ότι η πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με τη θέση του Συμβουλίου·

5.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να υπογράψει την πράξη, μαζί με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 297 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

6.  αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να υπογράψει την πράξη, αφού προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, και να προβεί, σε συμφωνία με τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, στη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

7.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής

«Κάθε φορά που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή διορίζουν νέα μέλη της νέας επιτροπής εποπτείας, θα πρέπει να διορίζουν επίσης τα μέλη εκείνα που θα αναλάβουν τα καθήκοντά τους κατά την επόμενη μερική ανανέωση.»

Δήλωση της Επιτροπής

«Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι η Υπηρεσία δήλωσε ότι θα ενεργεί πάντα σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σεβόμενη πλήρως την ελευθερία και την ανεξαρτησία των βουλευτών όπως περιέχεται στο άρθρο 2 του εν λόγω καθεστώτος.»

Δήλωση της Επιτροπής

« Η Επιτροπή προτίθεται να διατηρήσει τις υφιστάμενες αρμοδιότητες του Γενικού Διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης σχετικά με τον καθορισμό των όρων και των διαδικασιών των προσλήψεων στην Υπηρεσία, ειδικότερα όσον αφορά τη διάρκεια των συμβάσεων και τις ανανεώσεις τους.»

(1) ΕΕ C 254 της 30.8.2011, σ. 1.
(2) ΕΕ C 16 E της 22.1.2010, σ. 201.


Νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες ***I
PDF 575kWORD 82k
Κείμενο
Ενοποιημένο κείμενο
Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/65/ΕΚ για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τις λειτουργίες θεματοφύλακα, τις πολιτικές αποδοχών και τις κυρώσεις (COM(2012)0350 – C7-0178/2012 – 2012/0168(COD))(1)
P7_TA(2013)0309A7-0125/2013

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

[Τροπολογία 1 εκτός αν ορίζεται διαφορετικά]

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ(2)
P7_TA(2013)0309A7-0125/2013
στην πρόταση της Επιτροπής για
P7_TA(2013)0309A7-0125/2013
_________________________________________
P7_TA(2013)0309A7-0125/2013

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/65/ΕΚ για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τις λειτουργίες θεματοφύλακα, τις πολιτικές αποδοχών και τις κυρώσεις
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας(3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(4) θα πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά και η πείρα των φορέων της αγοράς και των εποπτικών αρχών που έχει αποκομιστεί ως τώρα, ειδικότερα με σκοπό την εξάλειψη των αποκλίσεων μεταξύ των εθνικών διατάξεων όσον αφορά τα καθήκοντα και την ευθύνη των θεματοφυλάκων, την πολιτική αποδοχών και τις κυρώσεις.

(2)  Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες των κακοσχεδιασμένων δομών αποδοχών στη χρηστή διαχείριση των κινδύνων και στον έλεγχο της ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς των ατόμων, θα πρέπει να θεσπιστεί ρητή υποχρέωση των εταιρειών διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) να καταρτίζουν και να διατηρούν, για τις κατηγορίες του προσωπικού τους των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται, πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που είναι συμβατές με τη χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου. Στις εν λόγω κατηγορίες προσωπικού θα πρέπει να περιλαμβάνονται όλοι οι υπάλληλοι και όλο το λοιπό προσωπικό σε επίπεδο εταιρείας ή τμήματος με αποφασιστικές αρμοδιότητες, οι διαχειριστές κεφαλαίων και τα πρόσωπα που λαμβάνουν αποφάσεις για επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά, τα πρόσωπα που μπορούν να επηρεάζουν τους υπαλλήλους αυτούς ή το λοιπό προσωπικό, στα οποία περιλαμβάνονται σύμβουλοι επενδύσεων και αναλυτές, τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και οποιοσδήποτε υπάλληλος του οποίου οι συνολικές αμοιβές τον τοποθετούν στην ίδια κατηγορία αποδοχών με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα στελέχη που έχουν αποφασιστικές αρμοδιότητες. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται και σε εταιρείες επενδύσεων ΟΣΕΚΑ που δεν ορίζουν εταιρεία διαχείρισης.

(3)  Οι αρχές που διέπουν τις πολιτικές αποδοχών θα πρέπει να αναγνωρίζουν ότι οι εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις εν λόγω πολιτικές με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το μέγεθός τους και το μέγεθος των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Ωστόσο, οι εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να μεριμνούν για την ταυτόχρονη εφαρμογή όλων των εν λόγω αρχών.

(4)  Οι αρχές όσον αφορά τις ορθές πολιτικές αποδοχών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να συνάδουν με τις αρχές που καθορίζονται στη σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών(5), και να συμπληρώνονται από τις αρχές αυτές και από το έργο του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τις δεσμεύσεις της G-20 για μετριασμό του κινδύνου στον τομέα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(4α)   Εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές θα πρέπει να χορηγούνται κατ’ εξαίρεση, επειδή δεν είναι συμβατές με μια χρηστή διαχείριση κινδύνου ή με την αρχή της σύνδεσης των αποδοχών με τις επιδόσεις και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να αποτελούν τμήμα των μελλοντικών σχέδιων αποζημίωσης.

(4β)   Οι αποδοχές που καταβάλλονται από το κεφάλαιο στις εταιρείες διαχείρισης θα πρέπει, όπως και οι αποδοχές που καταβάλλονται από τις εταιρείες διαχείρισης στο προσωπικό τους, να είναι συμβατές με μια χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου καθώς και με τα συμφέροντα των επενδυτών.

(4γ)   Εκτός από τις κατ’ αναλογία αποδοχές, θα πρέπει να μπορούν να χρεώνονται στο κεφάλαιο από την εταιρεία διαχείρισης τα έξοδα και οι δαπάνες που συνδέονται άμεσα με τη διατήρηση και την προστασία των επενδύσεων, όπως αυτά που αφορούν τις νομικές διαδικασίες, την προστασία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων του μεριδιούχου, ή την ανάκτηση ή αποζημίωση σε περίπτωση απωλεσθέντων στοιχείων ενεργητικού. Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί ποια είναι τα κοινά έξοδα και δαπάνες που σχετίζονται με προϊόντα στα κράτη μέλη, τα οποία αφορούν επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές. Η Επιτροπή θα πρέπει να πραγματοποιήσει διαβούλευση με τον σχετικό κλάδο και να διεξαγάγει εκτίμηση επιπτώσεων και θα πρέπει να υποβάλει νομοθετική πρόταση σε περίπτωση που παρουσιαστεί ανάγκη περαιτέρω εναρμόνισης.

(5)  Προκειμένου να προωθηθεί εποπτική σύγκλιση στην εκτίμηση των πολιτικών και των πρακτικών σχετικά με τις αποδοχές, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(6), θα πρέπει να εξασφαλίσει την ύπαρξη κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις χρηστές πολιτικές αποδοχών στον τομέα της διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(7), θα πρέπει να συμβάλει στην εκπόνηση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει ιδίως να παρέχουν περαιτέρω οδηγίες για τη μερική ακύρωση των αρχών που διέπουν τις αποδοχές και μπορούν να συμβιβαστούν με το προφίλ κινδύνου, τη διάθεση ανάληψης κινδύνου και τη στρατηγική της εταιρείας διαχείρισης και του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών θα πρέπει, κατά περίπτωση, να ευθυγραμμίζονται στο μέτρο του δυνατού με τις αντίστοιχες πολιτικές για τα κεφάλαια που ρυθμίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων(8). Επιπλέον, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να ελέγχει την κατάλληλη εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Οι παραλήψεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αμέσως με τη λήψη εποπτικών μέτρων προκειμένου να διασφαλίζονται σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά ισότιμοι όροι ανταγωνισμού.

(6)  Οι διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές δεν θα πρέπει να θίγουν την πλήρη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τις Συνθήκες, τις γενικές αρχές του εθνικού δικαίου περί συμβάσεων και εργατικού δικαίου, την εφαρμοστέα νομοθεσία για τα δικαιώματα και τη συμμετοχή των μετόχων και τις γενικές αρμοδιότητες των διοικητικών και εποπτικών οργάνων του οικείου ιδρύματος, καθώς και το δικαίωμα, οσάκις συντρέχει τέτοια περίπτωση, των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν και να επιβάλλουν τις συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με τα εθνικά δίκαια και παραδόσεις.

(7)  Προκειμένου να εξασφαλιστεί ο αναγκαίος βαθμός εναρμόνισης των σχετικών ρυθμιστικών απαιτήσεων στα διάφορα κράτη μέλη, θα πρέπει να θεσπιστούν πρόσθετοι κανόνες που θα καθορίζουν τις εργασίες και τα καθήκοντα των θεματοφυλάκων, θα καθορίζουν τις νομικές οντότητες που θα μπορούν να ορίζονται ως θεματοφύλακες και θα αποσαφηνίζουν την ευθύνη των θεματοφυλάκων σε περιπτώσεις απώλειας στοιχείων ενεργητικού ΟΣΕΚΑ που τελούν υπό θεματοφυλακή ή σε περίπτωση κακής εκτέλεσης των καθηκόντων επίβλεψης που αναλαμβάνουν οι θεματοφύλακες. Η εν λόγω κακή εκτέλεση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια στοιχείων ενεργητικού, αλλά και απώλεια της αξίας τους εάν, για παράδειγμα, ένας θεματοφύλακας ανέχεται την πραγματοποίηση επενδύσεων που δεν συνάδουν με τους κανόνες του αμοιβαίου κεφαλαίου, εκθέτοντας τον επενδυτή σε απρόσμενους ή αναμενόμενους κινδύνους. Οι πρόσθετοι αυτοί κανόνες θα πρέπει επίσης να αποσαφηνίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η ανάθεση των λειτουργιών θεματοφύλακα.

(8)  Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι κάθε ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να ορίζει έναν μόνο θεματοφύλακα, ο οποίος έχει τη γενική επίβλεψη των στοιχείων ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ. Η πρόβλεψη για ύπαρξη ενός μόνο θεματοφύλακα θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο θεματοφύλακας έχει εικόνα για όλα τα στοιχεία ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ και ότι τόσο οι διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων όσο και οι επενδυτές έχουν ένα ενιαίο σημείο αναφοράς, εάν προκύψουν προβλήματα όσον αφορά τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού ή την επιτέλεση των λειτουργιών επίβλεψης. Η φύλαξη στοιχείων ενεργητικού περιλαμβάνει τη διατήρηση στοιχείων ενεργητικού υπό θεματοφυλακή ή, σε περίπτωση στοιχείων ενεργητικού που η φύση τους δεν επιτρέπει να τεθούν υπό θεματοφυλακή, την επαλήθευση της κυριότητάς τους, καθώς και την τήρηση αρχείων για τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού.

(9)  Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο θεματοφύλακας θα πρέπει να ενεργεί με έντιμο και θεμιτό τρόπο, με επαγγελματισμό, ανεξαρτησία, και προς το συμφέρον του ΟΣΕΚΑ ή των επενδυτών του ΟΣΕΚΑ.

(10)  Προκειμένου να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων των θεματοφυλάκων σε όλα τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής των ΟΣΕΚΑ, είναι αναγκαίο να καθιερωθεί ένας ενιαίος κατάλογος καθηκόντων επίβλεψης που να ισχύουν τόσο για τους ΟΣΕΚΑ που έχουν εταιρική μορφή (εταιρείες επενδύσεων) όσο και για τους ΟΣΕΚΑ που έχουν συμβατική μορφή.

(11)  Ο θεματοφύλακας θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την κατάλληλη παρακολούθηση των ταμειακών ροών του ΟΣΕΚΑ και, ιδίως, να εξασφαλίζει ότι τα χρήματα των επενδυτών και τα μετρητά που ανήκουν στον ΟΣΕΚΑ καταχωρίζονται με ορθό τρόπο σε λογαριασμούς που ανοίγονται στο όνομα του ΟΣΕΚΑ ή στο όνομα της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ ή στο όνομα του θεματοφύλακα που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεσπιστούν λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με την παρακολούθηση των ρευστών διαθεσίμων, ώστε να εξασφαλίζονται αποτελεσματικά και ενιαία επίπεδα προστασίας για τους επενδυτές. Όταν μεριμνά για την καταχώριση των χρημάτων των επενδυτών σε λογαριασμούς μετρητών, ο θεματοφύλακας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας(9).

(12)  Για να αποτρέπεται η δόλια μεταφορά μετρητών, θα πρέπει να απαιτείται να μην είναι δυνατό το άνοιγμα λογαριασμού μετρητών που σχετίζεται με τις συναλλαγές των κεφαλαίων χωρίς να το γνωρίζει ο θεματοφύλακας.

(13)  Κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή για λογαριασμό ενός ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να είναι διακριτό από τα ίδια στοιχεία ενεργητικού του θεματοφύλακα, όπως και να μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναγνωριστεί ως ανήκον στον εν λόγω ΟΣΕΚΑ. Η απαίτηση αυτή αναμένεται να προσθέσει ένα ακόμη επίπεδο προστασίας για τους επενδυτές σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του θεματοφύλακα.

(14)  Πέραν του υφιστάμενου καθήκοντος φύλαξης των στοιχείων ενεργητικού που ανήκουν σε έναν ΟΣΕΚΑ, θα πρέπει να γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού που μπορούν να τεθούν σε θεματοφυλακή και εκείνων που δεν μπορούν. Για τα δεύτερα, αντί του καθήκοντος φύλαξης ισχύει απαίτηση τήρησης σχετικών αρχείων και επαλήθευσης της κυριότητάς τους. Η κατηγορία των στοιχείων ενεργητικού που μπορούν να τεθούν σε θεματοφυλακή θα πρέπει να οριοθετείται με σαφήνεια, δεδομένου ότι η υποχρέωση επιστροφής των στοιχείων ενεργητικού που έχουν απολεσθεί θα πρέπει να ισχύει μόνο για τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού.

(14α)   Τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν τεθεί σε θεματοφυλακή από τον θεματοφύλακα δεν θα πρέπει επαναχρησιμοποιούνται από τον θεματοφύλακα ή οποιονδήποτε τρίτο στον οποίο έχει ανατεθεί η λειτουργία θεματοφυλακής για δικό του λογαριασμό.

(15)  Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις για την ανάθεση των καθηκόντων φύλαξης από τον θεματοφύλακα σε τρίτον. Η ανάθεση και η περαιτέρω ανάθεση θα πρέπει να δικαιολογούνται αντικειμενικά και να υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά την καταλληλότητα του τρίτου στον οποίο ανατίθεται η λειτουργία αυτή, καθώς και όσον αφορά τη δέουσα ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια που θα πρέπει να επιδεικνύει ο θεματοφύλακας κατά την επιλογή, τον ορισμό και τον έλεγχο του εν λόγω τρίτου. Με γνώμονα την εξασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών της αγοράς και εξίσου υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών, οι προϋποθέσεις αυτές θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με εκείνες που ισχύουν στο πλαίσιο της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας(10) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις που να διασφαλίζουν ότι οι τρίτοι διαθέτουν τα απαιτούμενα μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και ότι προβαίνουν σε διαχωρισμό των στοιχείων ενεργητικού των ΟΣΕΚΑ.

(16)  Η ανάθεση της θεματοφυλακής στοιχείων ενεργητικού στον διαχειριστή συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, όπως προβλέπεται στην οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων(11), ή η ανάθεση της παροχής παρόμοιων υπηρεσιών από συστήματα διακανονισμού αξιογράφων σε τρίτες χώρες δεν θα πρέπει να θεωρούνται ανάθεση λειτουργιών θεματοφυλακής.

(17)  Ο τρίτος στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού θα πρέπει να μπορεί να διατηρεί συλλογικό λογαριασμό ως κοινό, εσωτερικά διαχωρισμένο λογαριασμό για πολλαπλούς ΟΣΕΚΑ.

(18)  Όταν η θεματοφυλακή ανατίθεται σε τρίτον, είναι επίσης αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι ο τρίτος υπόκειται σε συγκεκριμένες απαιτήσεις ως προς την τήρηση αποτελεσματικών κανόνων προληπτικής εποπτείας. Επίσης, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα βρίσκονται στην κατοχή του τρίτου στον οποίο ανατέθηκε η θεματοφυλακή, θα πρέπει να διενεργούνται περιοδικοί εξωτερικοί έλεγχοι.

(19)  Για να εξασφαλίζεται σταθερά υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών, θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις σχετικά με τη δεοντολογία και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, οι οποίες θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων ανάθεσης των καθηκόντων φύλαξης. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει ειδικότερα να εξασφαλίζουν σαφή διαχωρισμό των καθηκόντων και των λειτουργιών μεταξύ του θεματοφύλακα, του ΟΣΕΚΑ και της εταιρείας διαχείρισης.

(20)  Για να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας για τους επενδυτές και να κατοχυρώνεται κατάλληλο επίπεδο κανόνων προληπτικής εποπτείας και συνεχούς ελέγχου, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί πλήρης κατάλογος οντοτήτων που είναι επιλέξιμες να ασκούν καθήκοντα θεματοφύλακα, ούτως ώστε να επιτρέπεται μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων να ασκούν καθήκοντα θεματοφύλακα για τους ΟΣΕΚΑ. Για να δοθεί η δυνατότητα και σε άλλες οντότητες, που μπορεί να ήταν έως τώρα επιλέξιμες να ασκούν καθήκοντα θεματοφύλακα για τους ΟΣΕΚΑ, να μετασχηματιστούν σε επιλέξιμες οντότητες, θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις για τις εν λόγω οντότητες.

(21)  Είναι αναγκαίο να οριοθετηθεί και να αποσαφηνιστεί η ευθύνη του θεματοφύλακα ενός ΟΣΕΚΑ σε περίπτωση απώλειας χρηματοπιστωτικού μέσου που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή. Εάν απολεσθεί χρηματοπιστωτικό μέσο που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή, ο θεματοφύλακας θα πρέπει να είναι υπόχρεος να επιστρέψει χρηματοπιστωτικό μέσο του ιδίου είδους, ή το αντίστοιχο ποσό, στον ΟΣΕΚΑ. Δεν θα πρέπει να προβλέπεται περαιτέρω απαλλαγή από ευθύνη σε περίπτωση απώλειας στοιχείων ενεργητικού, εκτός εάν ο θεματοφύλακας είναι σε θέση να αποδείξει ότι η απώλεια οφείλεται σε «εξωτερικό γεγονός που ευλόγως εκφεύγει των δυνατοτήτων ελέγχου του, οι συνέπειες του οποίου θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις προσπάθειες περί του αντιθέτου». Στο πλαίσιο αυτό, ο θεματοφύλακας δεν θα πρέπει να μπορεί να επικαλεστεί εσωτερικές καταστάσεις, όπως δόλια ενέργεια υπαλλήλου του, για να απαλλαγεί από την ευθύνη του.

(22)  Εάν ο θεματοφύλακας έχει αναθέσει τα καθήκοντα θεματοφυλακής και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που φυλάσσονται από τρίτον απολεσθούν, ο θεματοφύλακας θα πρέπει να υπέχει ευθύνη. Θα πρέπει επίσης να οριστεί ότι, σε περίπτωση απώλειας μέσου που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή, ο θεματοφύλακας υποχρεούται να επιστρέψει χρηματοπιστωτικό μέσο του ιδίου είδους, ή το αντίστοιχο ποσό, ακόμη κι αν η απώλεια έλαβε χώρα κατά τη φύλαξή του από υποθεματοφύλακα. Ο θεματοφύλακας θα πρέπει να απαλλάσσεται της ευθύνης μόνον εάν είναι σε θέση να αποδείξει ότι η απώλεια οφείλεται σε εξωτερικό γεγονός που ευλόγως εκφεύγει των δυνατοτήτων ελέγχου του και οι συνέπειες του οποίου θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις προσπάθειες περί του αντιθέτου. Στο πλαίσιο αυτό, ο θεματοφύλακας δεν θα πρέπει να μπορεί να επικαλεστεί εσωτερικές καταστάσεις, όπως δόλια ενέργεια υπαλλήλου του, για να απαλλαγεί από την ευθύνη του. Δεν θα πρέπει να προβλέπεται απαλλαγή από ευθύνη είτε σε κανονιστικό είτε σε συμβατικό επίπεδο, σε περίπτωση απώλειας στοιχείων ενεργητικού από θεματοφύλακα ή υποθεματοφύλακά του.

(23)  Κάθε επενδυτής ενός ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εγείρει αξιώσεις σε σχέση με την ευθύνη του θεματοφύλακά του, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της εταιρείας διαχείρισης. Η άσκηση προσφυγής κατά του θεματοφύλακα δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τη νομική μορφή ενός ΟΣΕΚΑ (εταιρική ή συμβατική μορφή) ούτε από τη νομική φύση της σχέσης μεταξύ του θεματοφύλακα, της εταιρείας διαχείρισης και των μεριδιούχων.

(24)  Στις 12 Ιουλίου 2010, η Επιτροπή πρότεινε τροποποιήσεις στην οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών(12). Είναι αναγκαίο να συμπληρωθεί η πρόταση της 12ης Ιουλίου 2010, αποσαφηνίζοντας τις υποχρεώσεις και την έκταση της ευθύνης του θεματοφύλακα και των υποθεματοφυλάκων των ΟΣΕΚΑ, με σκοπό την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας για τους επενδυτές των ΟΣΕΚΑ στις περιπτώσεις που οι θεματοφύλακες δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

(24α)   Υπό το πρίσμα των διατάξεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία που καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής των καθηκόντων και των ευθυνών των θεματοφυλάκων, η Επιτροπή θα πρέπει να αναλύσει σε ποιες περιπτώσεις η αδυναμία ενός θεματοφύλακα ή υποθεματοφύλακα ΟΣΕΚΑ θα είχε ως αποτέλεσμα απώλειες για τους μεριδιούχους ΟΣΕΚΑ, είτε λόγω απώλειας της καθαρής αξίας ενεργητικού των μεριδίων τους είτε για άλλους λόγους, για τους οποίους δεν προβλέπονται επιστροφές με βάση τις διατάξεις αυτές και για τους οποίους, συνεπώς, απαιτείται μία διεύρυνση του ισχύοντος συστήματος αποζημίωσης των επενδυτών με την παροχή ασφάλισης ή με κάποιο είδος αποζημίωσης που να καλύπτει τον θεματοφύλακα έναντι αδυναμίας ενός υποθεματοφύλακα. Στο πλαίσιο της ανάλυσης θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω με ποιο τρόπο μπορεί να εξασφαλιστεί, στις περιπτώσεις αυτές, ισοδύναμη προστασία επενδυτών ή διαφάνεια, ανεξαρτήτως της αλυσίδας διαμεσολάβησης μεταξύ του επενδυτή και των κινητών αξιών που επηρεάστηκαν από την αδυναμία. Η ως άνω ανάλυση θα πρέπει να υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συνοδευόμενη, εάν χρειάζεται, από νομοθετικές προτάσεις.

(25)  Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι ισχύουν οι ίδιες απαιτήσεις για τους θεματοφύλακες, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής που λαμβάνουν οι ΟΣΕΚΑ. Η συνοχή των απαιτήσεων θα ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου, θα αυξήσει την προστασία των επενδυτών και θα συμβάλει στη διαμόρφωση ομοιόμορφων όρων στην αγορά. Η Επιτροπή δεν έχει λάβει καμία κοινοποίηση ότι έχει γίνει χρήση, από κάποια εταιρεία επενδύσεων, της παρέκκλισης από τη γενική υποχρέωση της ανάθεσης της θεματοφυλακής στοιχείων ενεργητικού σε θεματοφύλακα. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις της οδηγίας 2009/65/ΕΚ σχετικά με τον θεματοφύλακα μιας εταιρείας επενδύσεων θα πρέπει να θεωρούνται περιττές.

(26)  Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την ενίσχυση των καθεστώτων επιβολής κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να επιβάλλουν χρηματικές κυρώσεις αρκούντως υψηλές ώστε να είναι αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές και να αντισταθμίζουν τα προσδοκώμενα οφέλη από παραβατικές συμπεριφορές.

(27)  Για να διασφαλίζεται συνεπής εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές τους να λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις.

(28)  Για να ενισχυθεί ο αποτρεπτικός αντίκτυπος στο ευρύ κοινό και για την ενημέρωσή του σχετικά με παραβιάσεις κανόνων που ενδέχεται να είναι επιζήμιες για την προστασία των επενδυτών, οι κυρώσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούνται, εξαιρουμένων κάποιων σαφώς καθορισμένων περιστάσεων. Για να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με την αρχή της αναλογικότητας, οι κυρώσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούνται ανώνυμα, στις περιπτώσεις όπου η δημοσιοποίηση θα προξενούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.

(29)  Για τον εντοπισμό πιθανών παραβιάσεων, θα πρέπει να ανατεθούν στις αρμόδιες αρχές οι αναγκαίες εξουσίες διερεύνησης και θα πρέπει να καθιερωθούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί ώστε να ενθαρρυνθεί η αναφορά ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβιάσεων.

(30)  Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη τυχών νομοθετικών διατάξεων των κρατών μελών που άπτονται των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων.

(31)  Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως κατοχυρώνονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(32)  Για να διασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση για τον καθορισμό των λεπτομερειών που πρέπει να περιλαμβάνονται στην κανονική συμφωνία μεταξύ του θεματοφύλακα και της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων, των προϋποθέσεων για την άσκηση των λειτουργιών του θεματοφύλακα, συμπεριλαμβανομένου του τύπου των χρηματοπιστωτικών μέσων που θα πρέπει να εντάσσονται στο πεδίο των καθηκόντων θεματοφυλακής του θεματοφύλακα, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ο θεματοφύλακας μπορεί να ασκεί τα καθήκοντα θεματοφυλακής χρηματοπιστωτικών μέσων καταχωρισμένων σε κεντρικό αποθετήριο και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ο θεματοφύλακας θα πρέπει να φυλάσσει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδόθηκαν ονομαστικά και καταχωρίστηκαν σε εκδότη ή φορέα τήρησης μητρώου, των καθηκόντων δέουσας επιμέλειας του θεματοφύλακα, της υποχρέωσης διαχωρισμού, τις προϋποθέσεις και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα υπό θεματοφυλακή χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να θεωρούνται απολεσθέντα, της έννοιας των εξωτερικών γεγονότων που ευλόγως εκφεύγουν των δυνατοτήτων ελέγχου, των οποίων οι συνέπειες θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειες περί του αντιθέτου. Το επίπεδο προστασίας των επενδυτών που παρέχεται με τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτές πράξεις θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ίδιο με εκείνο που παρέχεται με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εγκρίνονται σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να διεξαγάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, περιλαμβανομένων εκείνων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και την κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(33)  Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011(13), τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την υποχρέωση να συνοδεύουν την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα, στα οποία επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.

(34)  Καθώς οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στους ΟΣΕΚΑ, διευρύνοντας τις απαιτήσεις που αφορούν τα καθήκοντα και την ευθύνη των θεματοφυλάκων, τις πολιτικές αποδοχών των εταιρειών διαχείρισης και των εταιρειών επενδύσεων και καθιερώνοντας κοινά πρότυπα για τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις κυριότερες παραβιάσεις των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, ενεργώντας ανεξάρτητα το ένα από άλλο και μπορούν ως εκ τούτου λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει ▌μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την εκπλήρωση των στόχων αυτών.

(34α)  Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων έχει εκφέρει γνώμη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

(35)  Ως εκ τούτου, η οδηγία 2009/65/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2009/65/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)  Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα ▌:"

«Άρθρο 14α

1.  Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εταιρείες διαχείρισης να καθορίζουν και να εφαρμόζουν πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που να συνάδουν με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και να την προάγουν, και να μην ενθαρρύνουν την ανάληψη κινδύνων που είναι ασύμβατη προς το προφίλ κινδύνου, τους κανονισμούς ή τα καταστατικά έγγραφα των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται.

2.  Οι πολιτικές και οι πρακτικές αποδοχών καλύπτουν τα σταθερά και μεταβλητά τμήματα των μισθών και τις προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές.

3.  Οι πολιτικές και οι πρακτικές αποδοχών εφαρμόζονται στις κατηγορίες υπαλλήλων, που περιλαμβάνουν τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό σε επίπεδο κεφαλαίου ή τμήματος, όπως έκτακτοι ή συμβασιούχοι υπάλληλοι:

α)   διαχειριστές κεφαλαίων

β)   πρόσωπα διαφορετικά από τους διαχειριστές κεφαλαίων που λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις οι οποίες επηρεάζουν ουσιωδώς τη θέση κινδύνου του κεφαλαίου·

γ)   πρόσωπα διαφορετικά από τους διαχειριστές κεφαλαίων που έχουν την εξουσία να ασκούν επιρροή στους υπαλλήλους αυτούς, συμπεριλαμβανομένων των συμβούλων και αναλυτών επενδύσεων·

δ)   ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, προσωπικό που ασκεί καθήκοντα ελέγχου· ή

ε)   άλλος υπάλληλος ή μέλος του προσωπικού, όπως έκτακτος ή συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος λαμβάνει συνολικές αποδοχές που τον τοποθετούν στο ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των εταιρειών διαχείρισης ή των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζονται.

4.  Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ▌, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει στην έκδοση κατευθυντηρίων γραμμών προς τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνων με το άρθρο 14β. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν υπόψη τις αρχές ορθών πολιτικών στον τομέα των αποδοχών που διατυπώνονται στη σύσταση ▌2009/384/ΕΚ, καθώς και το μέγεθος της εταιρείας διαχείρισης και το μέγεθος των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Στο πλαίσιο της εκπόνησης των κατευθυντηρίων γραμμών, η ΕΑΚΑΑ συνεργάζεται στενά με την ▌ΕΑΤ, προκειμένου να διασφαλιστεί συνέπεια με τις απαιτήσεις που έχουν εκπονηθεί για άλλους τομείς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ιδίως δε για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Άρθρο 14β

1.  Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών αποδοχών που αναφέρονται στο άρθρο 14α, οι εταιρείες διαχείρισης συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές, κατά τρόπο και σε βαθμό ενδεδειγμένο για το μέγεθός τους, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους:

α)  η πολιτική αποδοχών συνάδει με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και την προωθεί, και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη κινδύνων που είναι ασύμβατη προς το προφίλ κινδύνου, τους κανονισμούς ή τα καταστατικά έγγραφα των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται·

β)  η πολιτική αποδοχών ευθυγραμμίζεται με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα συμφέροντα της εταιρείας διαχείρισης και των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζεται και των επενδυτών στους εν λόγω ΟΣΕΚΑ, και περιλαμβάνει μέτρα για την αποτροπή των συγκρούσεων συμφερόντων·

γ)  το διοικητικό όργανο, στο πλαίσιο των λειτουργιών εποπτείας της εταιρείας διαχείρισης που επιτελεί, εγκρίνει και περιοδικώς αναθεωρεί τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή της και εν τέλει την επιβλέπει. Το σύστημα αποδοχών δεν ελέγχεται κυρίως από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και τα διοικητικά στελέχη. Τα μέλη του σχετικού οργάνου και οι υπάλληλοι που συμμετέχουν στον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών και στην εφαρμογή της διαθέτουν ανεξαρτησία και ειδικές γνώσεις όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνου και τις αποδοχές. Το έγγραφο βασικών πληροφοριών για τους επενδυτές περιλαμβάνει λεπτομέρειες των εν λόγω πολιτικών αποδοχών και τη βάση στην οποία στηρίχτηκαν, καθώς και τεκμηρίωση της τήρησης των αρχών του άρθρου 14α· [Τροπολογία 2 - μέρος 1]

δ)  η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο ως προς τη συμμόρφωση προς την πολιτική και τις διαδικασίες αποδοχών που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο στο πλαίσιο των λειτουργιών εποπτείας που επιτελεί·

δα)   κατόπιν αιτήσεως, γνωστοποιούνται δωρεάν σε όλους τους μεριδιούχους, σε σταθερό μέσο ή μέσω ιστοσελίδας και αντιγράφου σε χαρτί, πλήρεις, ακριβείς και έγκαιρες πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές αποδοχών·

ε)  τα μέλη του προσωπικού που έχουν αναλάβει τη διενέργεια ελέγχων αποζημιώνονται σε συνάρτηση με την επίτευξη ή μη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις των επιχειρηματικών τομέων τους οποίους ελέγχουν·

στ)  οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στα τμήματα διαχείρισης κινδύνου και συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών·

ζ)  όπου οι αποδοχές είναι συνάρτηση των επιδόσεων, το συνολικό ποσόν των αποδοχών στηρίζεται σε έναν συνδυασμό της αξιολογούμενης βάσει κινδύνου επίδοσης του ατόμου και της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας ή του σχετικού ΟΣΕΚΑ με τα συνολικά βάσει κινδύνου αποτελέσματα της εταιρείας διαχείρισης, ενώ κατά την αξιολόγηση της ατομικής επίδοσης, λαμβάνονται υπόψη κριτήρια χρηματοοικονομικά και μη χρηματοοικονομικά·

η)  η αξιολόγηση των επιδόσεων εγγράφεται σε ένα πολυετές πλαίσιο προσαρμοσμένο στον κύκλο ζωής των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης, ώστε να διασφαλιστεί ότι η διαδικασία αξιολόγησης είναι βασισμένη σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η πραγματική πληρωμή αποδοχών κατά το σκέλος που εξαρτάται από το στοιχείο της επίδοσης καλύπτει χρονική περίοδο που λαμβάνει υπόψη την πολιτική επαναγορών των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης, τις μακροπρόθεσμες επιδόσεις των ΟΣΕΚΑ και τους αντίστοιχους επενδυτικούς κινδύνους· [Τροπολογία 2 - μέρος 2]

θ)  οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές αποτελούν εξαίρεση και ισχύουν μόνο στο πλαίσιο της μισθοδοσίας νεοπροσληφθέντων υπαλλήλων και μόνο για το πρώτο έτος·

ι)  οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα· το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει ένα επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών στοιχείων των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθεί μεταβλητό στοιχείο των αποδοχών·

ι α) η μεταβλητή συνιστώσα αποδοχών υπόκειται στους όρους που ορίζονται στο στοιχείο ιε), σύμφωνα με το οποίο οι μεταβλητές αποδοχές συρρικνώνονται σημαντικά όταν η σχετική εταιρεία διαχείρισης ή ο σχετικός ΟΣΕΚΑ παρουσιάζει υποτονικές ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τρέχουσες αποδοχές, όσο και τις μειώσεις σε ποσά που είχαν προηγουμένως εισπραχθεί, μεταξύ άλλων μέσω αρνητικού μπόνους (μάλους) ή διατάξεων περί επιστροφής ποσών· Το αρνητικό μπόνους (μάλους) και η επιστροφή ποσών νοούνται όπως ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές 2013/201 της ΕΑΚΑΑ· [Τροπολογία 2 - μέρος 3]

ια)  οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και είναι σχεδιασμένες κατά τρόπο ώστε να μην ανταμείβουν την αποτυχία·

ιβ)  οι μετρήσεις των επιδόσεων που διενεργούνται για τον υπολογισμό των μεταβλητών στοιχείων των αποδοχών ή των ομάδων από μεταβλητά στοιχεία αποδοχών περιλαμβάνουν ένα αναλυτικό μηχανισμό προσαρμογής, για την ενσωμάτωση όλων των σχετικών τύπων τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων·

ιγ)  με βάση τη νομική δομή του ΟΣΕΚΑ, τον κανονισμό του ή τα καταστατικά του έγγραφα, σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50%, οιασδήποτε μεταβλητής αμοιβής αποτελείται από μερίδια του σχετικού ΟΣΕΚΑ ή ισοδύναμα ιδιοκτησιακά συμφέροντα ή χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ρευστά μέσα, εκτός εάν η διαχείριση ΟΣΕΚΑ ισοδυναμεί με λιγότερο από 50% του συνόλου του χαρτοφυλακίου που διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης, οπότε δεν ισχύει το ελάχιστο ποσοστό 50%.

Τα μέσα που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης, με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων προς τα συμφέροντα της εταιρείας διαχείρισης και των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζεται και των επενδυτών στους εν λόγω ΟΣΕΚΑ. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να θέτουν περιορισμούς στο είδος και στον σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύουν ορισμένα μέσα, όπως αρμόζει. Το παρόν στοιχείο εφαρμόζεται τόσο στο μέρος του υπό αναβολή μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών σύμφωνα με το στοιχείο ιδ) όσο και στο μέρος του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών που δεν τελεί υπό αναβολή·

ιδ)  η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 25% της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για περίοδο η οποία είναι αρμόζουσα στον κύκλο ζωής και την πολιτική εξαγοράς του οικείου ΟΣΕΚΑ, και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση των κινδύνων του εν λόγω ΟΣΕΚΑ.

Αυτή η περίοδος που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο έχει διάρκεια τουλάχιστον τρία έως πέντε έτη, εκτός εάν ο κύκλος ζωής του σχετικού ΟΣΕΚΑ είναι συντομότερος· το δικαίωμα της αμοιβής που υπάγεται στις ρυθμίσεις περί αναβολής κατοχυρώνεται το πολύ κατ’ αναλογία του χρόνου· όσον αφορά μεταβλητή συνιστώσα αμοιβής ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή τουλάχιστον του 60% του ποσού·

ιε)  οι μεταβλητές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένου του ετεροχρονισμένου τμήματός τους, καταβάλλονται ή κατοχυρώνονται μόνο εάν είναι βιώσιμες βάσει της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας διαχείρισης συνολικά, και εφόσον είναι δικαιολογημένες βάσει των επιδόσεων της επιχειρησιακής μονάδας, του ΟΣΕΚΑ και του συγκεκριμένου ατόμου.

Το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών σε γενικές γραμμές συρρικνώνεται σημαντικά όταν η σχετική εταιρεία διαχείρισης ή ο σχετικός ΟΣΕΚΑ παρουσιάζει υποτονικές ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τρέχουσες αποδοχές όσο και τις μειώσεις σε ποσά που είχαν προηγουμένως εισπραχθεί, μεταξύ άλλων μέσω αρνητικού μπόνους (μάλους) ή διατάξεων περί επιστροφής ποσών·

ιστ)  η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εταιρείας διαχείρισης και των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζεται.

Εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από την εταιρεία διαχείρισης πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από την εταιρεία διαχείρισης για χρονικό διάστημα πέντε ετών με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιγ). Στη περίπτωση υπαλλήλου που φθάνει στη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται στον υπάλληλο με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιγ), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης·

ιζ)  το προσωπικό υποχρεούται να μην χρησιμοποιεί προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη ώστε να καταστρατηγούνται οι περιλαμβανόμενοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο·

ιη)  οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω φορέων (τύπου ειδικού σκοπού) ή μεθόδων που διευκολύνουν την αποφυγή των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

1α.  Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, παρακολουθεί την πολιτική αποδοχών σύμφωνα με το άρθρο 14α. Σε περίπτωση παραβίασης του άρθρου 14α και του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που της εκχωρούνται δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, απευθύνοντας ιδίως συστάσεις στις αρμόδιες αρχές για να απαγορεύσουν προσωρινά ή να περιορίσουν την εφαρμογή ορισμένων πολιτικών στον τομέα των αποδοχών.

1β.  Ο ΟΣΕΚΑ/η εταιρεία διαχείρισης/η επιτροπή αποδοχών παρέχει στους επενδυτές πληροφορίες σε σταθερό μέσο σε ετήσια βάση, καθορίζοντας την πολιτική αποδοχών του ΟΣΕΚΑ για το προσωπικό στο πλαίσιο του άρθρου 14α και περιγράφοντας τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών.

1γ.  Παρά την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον ΟΣΕΚΑ/την εταιρεία διαχείρισης/την επιτροπή αποδοχών να εξηγήσει εγγράφως τον τρόπο με τον οποίο κάθε σύνολο μεταβλητών αποδοχών συμμορφώνεται προς την υποχρέωση υιοθέτησης μιας πολιτικής αποδοχών η οποία:

α)  προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων·

β)  δεν ενθαρρύνει την ανάληψη κινδύνων που είναι ασύμβατη προς τους κανονισμούς ή τα καταστατικά έγγραφα των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται και/ή το προφίλ κινδύνου κάθε τέτοιου ΟΣΕΚΑ.

Σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, η ΕΑΚΑΑ περιλαμβάνει στις κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών τον τρόπο εφαρμογής διαφορετικών τομεακών αρχών περί αποδοχών, όπως είναι οι αρχές των οδηγιών 2011/61/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, εάν οι υπάλληλοι ή άλλες κατηγορίες προσωπικού παρέχουν υπηρεσίες που υπάγονται σε διαφορετικές τομεακές αρχές περί αποδοχών. [Τροπολογία 3]

2.  Οι αρχές της παραγράφου 1 εφαρμόζονται σε οιαδήποτε αμοιβή καταβάλλουν οι εταιρείες διαχείρισης και σε οιαδήποτε μεταβίβαση μεριδίων ή μετοχών των ΟΣΕΚΑ προς όφελος εκείνων των κατηγοριών υπαλλήλων, που περιλαμβάνουν ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους και που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, και οιονδήποτε υπάλληλο ο οποίος λαμβάνει συνολική αμοιβή που εμπίπτει στο ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου ή στα προφίλ κινδύνου των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζονται.

3.  Οι εταιρείες διαχείρισης που είναι σημαντικές από την άποψη του μεγέθους τους ή του μεγέθους των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζονται, της εσωτερικής τους οργάνωσης και της φύσης, του πεδίου και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν μια επιτροπή αποδοχών. Η επιτροπή αποδοχών συγκροτείται κατά τρόπο που της επιτρέπει να εκφέρει εμπεριστατωμένη και ανεξάρτητη κρίση για τις πολιτικές και τις πρακτικές σε θέματα αποδοχών και για τα κίνητρα που δημιουργούνται για τη διαχείριση κινδύνων.

Η επιτροπή αποδοχών, που συγκροτείται, εφόσον είναι σκόπιμο, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΚΑΑ, είναι υπεύθυνη για την προπαρασκευή αποφάσεων που αφορούν τις αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν επιπτώσεις αφορά στους κινδύνους και τη διαχείριση κινδύνων των συγκεκριμένων εταιρειών διαχείρισης ή ΟΣΕΚΑ, και οι οποίες λαμβάνονται από το διοικητικό όργανο στο πλαίσιο των εποπτικών του λειτουργιών. Της επιτροπής αποδοχών προεδρεύει ένα μέλος του διοικητικού οργάνου που δεν ασκεί εκτελεστικές λειτουργίες στη συγκεκριμένη εταιρεία διαχείρισης. Τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν ασκούν καμία εκτελεστική λειτουργία στη συγκεκριμένη εταιρεία διαχείρισης. Η επιτροπή αποδοχών περιλαμβάνει εκπροσώπους των εργαζομένων και διασφαλίζει ότι οι κανόνες της επιτρέπουν στους μετόχους να ενεργούν σε συνεννόηση. Κατά την προπαρασκευή των σχετικών, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών καθώς και το δημόσιο συμφέρον.»

"

(2)  Στο άρθρο 20 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«α) την κατά το άρθρο 22 παράγραφος 2 γραπτή σύμβαση με τον θεματοφύλακα·»

"

(3)  Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«Άρθρο 22

1.  Η εταιρεία επενδύσεων και, για καθένα από τα αμοιβαία κεφάλαια τα οποία διαχειρίζεται, η εταιρεία διαχείρισης μεριμνούν για τον ορισμό ενός μόνον θεματοφύλακα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

2.  Ο ορισμός του θεματοφύλακα λαμβάνει τη μορφή γραπτής σύμβασης.

Η σύμβαση αυτή περιλαμβάνει κανόνες που ρυθμίζουν τη ροή των πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες προκειμένου ο θεματοφύλακας να επιτελέσει τις λειτουργίες του έναντι του ΟΣΕΚΑ για τις οποίες ορίστηκε θεματοφύλακας, όπως καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και σε άλλες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που διέπουν τους θεματοφύλακες στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

3.  Ο θεματοφύλακας:

α)  εξασφαλίζει ότι η πώληση, η έκδοση, η επαναγορά, η εξαγορά και η ακύρωση μεριδίων του ΟΣΕΚΑ πραγματοποιούνται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο και τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του αμοιβαίου κεφαλαίου·

β)  εξασφαλίζει ότι ο υπολογισμός της αξίας των μεριδίων του ΟΣΕΚΑ γίνεται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο και τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του αμοιβαίου κεφαλαίου·

γ)  εκτελεί τις εντολές της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων, εκτός αν είναι αντίθετες προς το ισχύον εθνικό δίκαιο ή τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του αμοιβαίου κεφαλαίου·

δ)  εξασφαλίζει ότι, κατά τις συναλλαγές που αφορούν τα στοιχεία ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ, τού καταβάλλεται το αντίτιμο μέσα στις συνήθεις προθεσμίες·

ε)  εξασφαλίζει ότι τα κέρδη του ΟΣΕΚΑ διατίθενται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο και τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του αμοιβαίου κεφαλαίου.

4.  Ο θεματοφύλακας εξασφαλίζει την κατάλληλη παρακολούθηση των ταμειακών ροών του ΟΣΕΚΑ, και ειδικότερα ότι όλες οι πληρωμές που πραγματοποιούνται από επενδυτές ή για λογαριασμό επενδυτών κατά την εγγραφή μεριδίων του ΟΣΕΚΑ έχουν εισπραχθεί και ότι όλα τα μετρητά του ΟΣΕΚΑ καταχωρίζονται σε λογαριασμούς μετρητών οι οποίοι πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)  ανοίγονται στο όνομα του ΟΣΕΚΑ ή στο όνομα της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ ή στο όνομα του θεματοφύλακα που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ·

β)  ανοίγονται σε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής(*)· και

γ)  τηρούνται σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ.

Εάν οι λογαριασμοί μετρητών ανοίγονται στο όνομα του θεματοφύλακα που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, δεν μπορούν να καταχωρίζονται στους λογαριασμούς αυτούς μετρητά της οντότητας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), ούτε μετρητά που ανήκουν στον θεματοφύλακα.

5.  Η φύλαξη των στοιχείων του ενεργητικού ενός ΟΣΕΚΑ ανατίθεται σε θεματοφύλακα ως εξής:

α)  για χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ...[για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFIR)], που μπορούν να τεθούν σε θεματοφυλακή, ο θεματοφύλακας

(i)  θέτει σε θεματοφυλακή όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να καταχωριστούν σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικών μέσων, ο οποίος ανοίγεται στα βιβλία του θεματοφύλακα, καθώς και όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να παραδοθούν ενσωμάτως στον θεματοφύλακα·

(ii)  εξασφαλίζει ότι όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να καταχωριστούν σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικών μέσων, ο οποίος ανοίγεται στα βιβλία του θεματοφύλακα, καταχωρίζονται πράγματι στα βιβλία του θεματοφύλακα σε χωριστούς λογαριασμούς, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ, οι οποίοι ανοίγονται στο όνομα του ΟΣΕΚΑ ή στο όνομα της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, ούτως ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναγνωριστούν με σαφή τρόπο ως ανήκοντα στον ΟΣΕΚΑ, σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία·

β)  για άλλα στοιχεία ενεργητικού, ο θεματοφύλακας:

(i)  επαληθεύει ότι τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού βρίσκονται στην κυριότητα του ΟΣΕΚΑ ή της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, προβαίνοντας σε εκτίμηση του κατά πόσον ο ΟΣΕΚΑ ή η εταιρεία διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ έχει την κυριότητα· η εκτίμηση βασίζεται σε πληροφορίες ή έγγραφα που παρέχει ο ΟΣΕΚΑ ή η εταιρεία διαχείρισης και, όποτε είναι διαθέσιμες, σε εξωτερικές αποδείξεις·

(ii)  τηρεί αρχείο των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού για τα οποία έχει βεβαιωθεί ότι βρίσκονται στην κυριότητα του ΟΣΕΚΑ ή της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, το οποίο και έχει πάντοτε ενημερωμένο.

5α.  Ο θεματοφύλακας παρέχει στην εταιρεία διαχείρισης, σε τακτική βάση, πλήρη απογραφή όλων των στοιχείων ενεργητικού που τηρούνται στο όνομα του ΟΣΕΚΑ.

5β.  Τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν τεθεί σε θεματοφυλακή από τον θεματοφύλακα δεν επαναχρησιμοποιούνται από τον θεματοφύλακα ή οποιονδήποτε τρίτο στον οποίο έχει ανατεθεί η λειτουργία θεματοφυλακής για δικό του λογαριασμό.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως επαναχρησιμοποίηση νοείται κάθε χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων που παρασχέθηκαν σε μία συναλλαγή ως εγγύηση για μια άλλη συναλλαγή, όπως η μεταβίβαση, η ενεχυρίαση, η πώληση και η μίσθωση.

6.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του θεματοφύλακα ή οποιουδήποτε εποπτευόμενου οργανισμού που φυλάσσει χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία ανήκουν σε ΟΣΕΚΑ, τα χρηματοπιστωτικά μέσα ενός ΟΣΕΚΑ να μην είναι διαθέσιμα προς διανομή μεταξύ των πιστωτών του θεματοφύλακα ή προς ρευστοποίηση επ’ ωφελεία τους ή επ’ ωφελεία του εποπτευόμενου οργανισμού.

7.  Ο θεματοφύλακας δεν αναθέτει σε τρίτους τις λειτουργίες του που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4.

Ο θεματοφύλακας μπορεί να αναθέτει σε τρίτους τις λειτουργίες που αναφέρονται στην παράγραφο 5, μόνον εφόσον:

α)  τα καθήκοντα αυτά δεν ανατίθενται με σκοπό την παράκαμψη των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας·

β)  ο θεματοφύλακας μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχει αντικειμενικός λόγος για την ανάθεση αυτή·

γ)  ο θεματοφύλακας έχει επιδείξει κάθε δέουσα ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια για την επιλογή και τον ορισμό κάθε τρίτου στον οποίο προτίθεται να αναθέσει μέρος των καθηκόντων του, και συνεχίζει να επιδεικνύει κάθε δέουσα ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια για την περιοδική επανεξέταση και τον συνεχή έλεγχο κάθε τρίτου στον οποίο έχει αναθέσει μέρος των καθηκόντων του, καθώς και των ρυθμίσεων στις οποίες έχει προβεί ο τρίτος σε σχέση με τα θέματα που του έχουν ανατεθεί.

Οι λειτουργίες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 μπορούν να ανατίθενται από τον θεματοφύλακα μόνον σε τρίτο ο οποίος, ανά πάσα στιγμή, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί:

α)  διαθέτει τις δομές και την πείρα που είναι κατάλληλες και ανάλογες προς τη φύση και την πολυπλοκότητα των στοιχείων ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ, ή της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, τα οποία του έχουν ανατεθεί·

β)  όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων θεματοφυλακής, που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχείο α), υπόκειται σε αποτελεσματικούς κανόνες προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων, και σε έλεγχο στη σχετική δικαιοδοσία·

γ)  όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων θεματοφυλακής, που αναφέρονται στην παράγραφο 5, ▌ υπόκειται σε εξωτερικό περιοδικό έλεγχο, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι στην κατοχή του·

δ)  διαχωρίζει τα στοιχεία ενεργητικού των πελατών του θεματοφύλακα από τα δικά του και από τα στοιχεία ενεργητικού του θεματοφύλακα, ούτως ώστε να μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να αναγνωριστούν ως ανήκοντα σε πελάτες ενός συγκεκριμένου θεματοφύλακα·

ε)   προβαίνει σε κατάλληλες ρυθμίσεις βάσει των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΑΚΑΑ έτσι ώστε, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του τρίτου, τα στοιχεία ενεργητικού ενός ΟΣΕΚΑ που φυλάσσονται από τον τρίτο να μην είναι διαθέσιμα προς διανομή μεταξύ των πιστωτών του τρίτου ή προς ρευστοποίηση επ’ ωφελεία τους·

στ)  συμμορφώνεται προς τις γενικές υποχρεώσεις και απαγορεύσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 25.

Για τους σκοπούς του στοιχείο ε), η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που απευθύνονται προς τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις κατάλληλες ρυθμίσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας του τρίτου.

Παρά το στοιχείο β) του τρίτου εδαφίου, εάν το δίκαιο τρίτης χώρας απαιτεί να τίθενται ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα σε θεματοφυλακή από τοπική οντότητα και δεν υπάρχουν τοπικές οντότητες ανταποκρινόμενες στις κατά τα εν στοιχεία α) έως στ) του τρίτου εδαφίου, απαιτήσεις για την ανάθεση, ο θεματοφύλακας μπορεί να αναθέτει τις λειτουργίες του σε τέτοια τοπική οντότητα, μόνον στον βαθμό που απαιτείται από τη νομοθεσία της τρίτης χώρας και μόνον εφόσον δεν υπάρχουν τοπικές οντότητες που πληρούν τις απαιτήσεις για ανάθεση, καθώς και μόνον εφόσον:

i)   οι επενδυτές του σχετικού ΟΣΕΚΑ έχουν ενημερωθεί δεόντως για την εν λόγω ανάθεση, η οποία απαιτείται λόγω νομικών περιορισμών που επιβάλλει η νομοθεσία της τρίτης χώρας, για τις περιστάσεις που δικαιολογούν την ανάθεση και για τους κινδύνους που σχετίζονται με την εν λόγω ανάθεση, πριν από την επένδυσή τους·

ii)   ο ΟΣΕΚΑ ή εταιρεία διαχείρισης εξ ονόματος του ΟΣΕΚΑ παρήγγειλε στον θεματοφύλακα να αναθέσει τη θεματοφυλακή των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων σε τοπική οντότητα.

Ο τρίτος μπορεί, με τη σειρά του, να αναθέσει υπεργολαβικά τις λειτουργίες αυτές, με την προϋπόθεση της τήρησης των ιδίων όρων. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, το άρθρο 24 παράγραφος 2 στα αντίστοιχα μέρη.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η παροχή των υπηρεσιών από συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, όπως ορίζονται στην οδηγία 98/26/ΕΚ ▌ή η παροχή παρόμοιων υπηρεσιών από συστήματα διακανονισμού αξιογράφων τρίτων χωρών δεν θεωρείται ανάθεση λειτουργιών θεματοφυλακής».

"

(4)  Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)  οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:"

«2. Ο θεματοφύλακας είναι:

α)  πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ·

β)  επιχείρηση επενδύσεων, που υπόκειται σε απαιτήσεις επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 20 ▌της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους, και που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ και παρέχει επίσης την παρεπόμενη υπηρεσία φύλαξης και διαχείρισης χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών σύμφωνα με το παράρτημα I τμήμα Β σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ· αυτές οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν, σε κάθε περίπτωση, ίδια κεφάλαια όχι λιγότερα από το ποσό του αρχικού κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ·

βα)   μια εθνική κεντρική τράπεζα και κάθε άλλη κατηγορία οργανισμών που υπόκειται σε προληπτικό καθεστώς και συνεχή εποπτεία, υπό την προϋπόθεση ότι ισχύουν γι’ αυτή οι ίδιες κεφαλαιακές απαιτήσεις και προληπτικές και οργανωτικές δεσμεύσεις που ισχύουν για τους οργανισμούς που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

Οι εταιρείες επενδύσεων ή οι εταιρείες διαχείρισης που ενεργούν για λογαριασμό των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζονται, οι οποίες, πριν από [ημερομηνία: προθεσμία μεταφοράς που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο], έχουν ορίσει ως θεματοφύλακα ίδρυμα που δεν πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου, ορίζουν θεματοφύλακα που πληροί τις απαιτήσεις αυτές πριν από [ημερομηνία: 1 έτος μετά την προθεσμία που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο].

3.  Τα κράτη μέλη καθορίζουν ποιες από τις κατηγορίες οργανισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο βα) μπορούν να επιλέγονται ως θεματοφύλακες.»

"

β)   Οι παράγραφοι 4, 5 και 6 απαλείφονται.

(5)  Το άρθρο 24 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«Άρθρο 24

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο θεματοφύλακας να ευθύνεται έναντι του ΟΣΕΚΑ και των μεριδιούχων του ΟΣΕΚΑ, για την απώλεια, από τον θεματοφύλακα ή από τρίτον στον οποίο έχει ανατεθεί η θεματοφυλακή τους, χρηματοπιστωτικών μέσων που τελούν υπό θεματοφυλακή σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 5 ▌.

Σε περίπτωση απώλειας χρηματοπιστωτικού μέσου που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο θεματοφύλακας να επιστρέφει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, χρηματοπιστωτικό μέσο του ιδίου είδους, ή το αντίστοιχο ποσό, στον ΟΣΕΚΑ ή στην εταιρεία διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ. Ο θεματοφύλακας δεν υπέχει ευθύνη, εάν είναι σε θέση να αποδείξει ότι η απώλεια οφείλεται σε εξωτερικό γεγονός που ευλόγως εκφεύγει των δυνατοτήτων ελέγχου του, οι συνέπειες του οποίου θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειες περί του αντιθέτου.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο θεματοφύλακας να ευθύνεται επίσης έναντι του ΟΣΕΚΑ και των επενδυτών του ΟΣΕΚΑ για οιεσδήποτε άλλες ζημίες υποστούν ως αποτέλεσμα της εκ προθέσεως ή εξ αμελείας μη ορθής εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.  Η ευθύνη του θεματοφύλακα δεν επηρεάζεται από οιαδήποτε ανάθεση που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 7.

3.  Η ευθύνη του θεματοφύλακα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν αποκλείεται ούτε περιορίζεται βάσει συμφωνίας.

4.  Κάθε συμφωνία που αντίκειται στη διάταξη της παραγράφου 3 είναι άκυρη.

5.  Οι μεριδιούχοι του ΟΣΕΚΑ δύνανται να επικαλούνται την ευθύνη του θεματοφύλακα άμεσα ή έμμεσα μέσω της εταιρείας διαχείρισης.

5α.  Με το παρόν άρθρου δεν εμποδίζεται ο θεματοφύλακας να λάβει μέτρα προκειμένου να ανταποκριθεί στην ευθύνη του σύμφωνα με την παράγραφο 1, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη μείωση της ευθύνης αυτής ή μια καθυστέρηση κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του θεματοφύλακα.»

"

(6)  Στο άρθρο 25, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«2. Στο πλαίσιο των αντίστοιχων λειτουργιών τους, η εταιρεία διαχείρισης και ο θεματοφύλακας ενεργούν με έντιμο και θεμιτό τρόπο, με επαγγελματισμό, ανεξαρτησία και προς το συμφέρον του ΟΣΕΚΑ και των επενδυτών του ΟΣΕΚΑ.

Ούτε ο θεματοφύλακας ούτε κάποιος από τους εντολοδόχους του προβαίνει σε ενέργειες σε σχέση με τον ΟΣΕΚΑ ή με την εταιρεία διαχείρισης για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ΟΣΕΚΑ, των επενδυτών του ΟΣΕΚΑ, της εταιρείας διαχείρισης και αυτού του ιδίου, εκτός αν έχει εξασφαλίσει ότι υπάρχει λειτουργικός και ιεραρχικός διαχωρισμός στην επιτέλεση των καθηκόντων του θεματοφύλακα που ενδέχεται να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων, και εφόσον έχει προσδιορίσει, διαχειριστεί, παρακολουθήσει και γνωστοποιήσει κατάλληλα στους επενδυτές του ΟΣΕΚΑ τις ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων.»

"

(7)  Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«Άρθρο 26

1.  Ο νόμος ή ο κανονισμός του αμοιβαίου κεφαλαίου καθορίζουν τους όρους αντικατάστασης της εταιρείας διαχείρισης και του θεματοφύλακα και θέτουν τους κανόνες με τους οποίους εξασφαλίζεται η προστασία των μεριδιούχων κατά την αντικατάσταση αυτή.

2.  Ο νόμος ή τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων καθορίζουν τους όρους αντικατάστασης της εταιρείας διαχείρισης και του θεματοφύλακα και θέτουν τους κανόνες με τους οποίους εξασφαλίζεται η προστασία των μεριδιούχων κατά την αντικατάσταση αυτή.»

"

(8)  Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα ▌:"

«Άρθρο 26α

Κατόπιν αιτήματος, ο θεματοφύλακας θέτει στη διάθεση των αρμόδιων αρχών του όλες τις πληροφορίες που απέκτησε κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των καθηκόντων του και οι οποίες είναι ενδεχομένως αναγκαίες για τις αρμόδιες αρχές του ΟΣΕΚΑ ή της εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ. Εάν οι αρμόδιες αρχές του ΟΣΕΚΑ ή της εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ διαφέρουν από τις αρμόδιες αρχές του θεματοφύλακα, οι αρμόδιες αρχές του θεματοφύλακα διαβιβάζουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν χωρίς καθυστέρηση με τις αρμόδιες αρχές του ΟΣΕΚΑ και την εταιρεία διαχείρισης.

Άρθρο 26β

1.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112, μέτρα που καθορίζουν:

α)  τα στοιχεία σε σχέση με την παρούσα οδηγία που χρειάζεται να περιλαμβάνονται στη γραπτή σύμβαση που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2·

β)  τους όρους άσκησης των λειτουργιών του θεματοφύλακα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφοι 3, 4 και 5, στους οποίους περιλαμβάνονται:

(i)  ο τύπος των χρηματοπιστωτικών μέσων που θα εντάσσονται στο πεδίο των καθηκόντων θεματοφυλακής του θεματοφύλακα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 5 στοιχείο α)·

(ii)  οι προϋποθέσεις υπό τους οποίες ο θεματοφύλακας μπορεί να ασκεί τα καθήκοντα θεματοφυλακής χρηματοπιστωτικών μέσων καταχωρισμένων σε κεντρικό αποθετήριο·

(iii)  οι προϋποθέσεις υπό τους οποίες ο θεματοφύλακας θα φυλάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 5 στοιχείο β), τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδόθηκαν ονομαστικά και καταχωρίστηκαν σε εκδότη ή φορέα τήρησης μητρώου·

γ)  τα καθήκοντα δέουσας επιμέλειας του θεματοφύλακα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ)·

δ)  την υποχρέωση διαχωρισμού που ορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφος 7 τρίτο εδάφιο στοιχείο δ)·

ε)  τις προϋποθέσεις και τις περιστάσεις υπό τους οποίες τα υπό θεματοφυλακή χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να θεωρούνται απολεσθέντα για τους σκοπούς του άρθρου 24·

στ)  την έννοια των εξωτερικών γεγονότων που ευλόγως εκφεύγουν των δυνατοτήτων ελέγχου, οι συνέπειες του οποίων θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειες περί του αντιθέτου, δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 1 εδάφιο 1.

στα)  τους όρους για την εκπλήρωση της απαίτησης ανεξαρτησίας.»

"

(9)  Στο άρθρο 30, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«Τα άρθρα 13, 14, 14α και 14β εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών στις εταιρείες επενδύσεων που δεν έχουν ορίσει εταιρεία διαχείρισης εγκεκριμένη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

"

(10)  Το τμήμα 3 του κεφαλαίου V απαλείφεται.

(11)  Στο άρθρο 69 παράγραφος 3, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"

«Η ετήσια έκθεση περιέχει επίσης τα εξής:

α)   το συνολικό ύψος των αποδοχών για το οικονομικό έτος, με διάκριση μεταξύ πάγιων και μεταβλητών αποδοχών που καταβάλλει η εταιρεία διαχείρισης και η εταιρεία επενδύσεων στο προσωπικό της, και τον αριθμό των δικαιούχων και, κατά περίπτωση, τη συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίας που καταβάλλεται από τον ΟΣΕΚΑ·

β)   το συνολικό ύψος των αποδοχών ανά κατηγορία υπαλλήλων ή λοιπών μελών του προσωπικού, σύμφωνα με το άρθρο 14α παράγραφος 3, του χρηματοπιστωτικού ομίλου, της εταιρείας διαχείρισης ή, ανάλογα με την περίπτωση, της εταιρείας επενδύσεων, των οποίων οι ενέργειες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ΟΣΕΚΑ.»

"

(11α)  Στο άρθρο 78 παράγραφος 3, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«α) προσδιορισμός του ΟΣΕΚΑ και της αρμόδιας αρχής·»

"

(12)  Το άρθρο 98 τροποποιείται ως εξής:

α)  στην παράγραφο 2 το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο :"

«δ) απαίτηση κάθε υπάρχουσας καταγραφής στοιχείων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή δεδομένων κίνησης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών* που βρίσκονται στην κατοχή ΟΣΕΚΑ, εταιρειών διαχείρισης, εταιρειών επενδύσεων ή θεματοφυλάκων, όταν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι τα εν λόγω στοιχεία που σχετίζονται με το αντικείμενο της διερεύνησης μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παραβίαση, από ΟΣΕΚΑ, εταιρείες διαχείρισης, εταιρείες επενδύσεων ή θεματοφύλακες, των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. ωστόσο, αυτά τα αρχεία δεν αφορούν το περιεχόμενο της επικοινωνίας με την οποία σχετίζονται.

_________________

* EE L 201, 31.7.2002, σ. 37.»

"

β)  Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος ▌:"

«3. Εάν ένα αίτημα για την παροχή καταγεγραμμένων στοιχείων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή δεδομένων κίνησης, που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ), προϋποθέτει την έγκριση δικαστικής αρχής σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, υποβάλλεται σχετικό αίτημα. Αίτημα έγκρισης μπορεί να υποβάλλεται επίσης και ως προληπτικό μέτρο.»

"

(13)  Το άρθρο 99 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«Άρθρο 99

1.  Σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 98 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων μέτρων, και διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις και τα μέτρα είναι αποτελεσματικές/ά, αναλογικές/ά και αποτρεπτικές/ά.

2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όπου ισχύουν υποχρεώσεις των ΟΣΕΚΑ, εταιρειών διαχείρισης, εταιρειών επενδύσεων ή θεματοφυλάκων, σε περίπτωση παράβασης μπορούν να επιβάλλονται κυρώσεις στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε οιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα φέρουν ευθύνη για την παράβαση βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

3.  Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι ανακριτικές εξουσίες που είναι αναγκαίες για την επιτέλεση των καθηκόντων τους. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά ώστε να διασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις ή τα μέτρα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, και συντονίζουν τη δράση τους όταν ασχολούνται με διασυνοριακές υποθέσεις.»

"

(14)  Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα ▌:"

«Άρθρο 99α

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η νομοθεσία, οι κανονισμοί ή οι διοικητικές τους διατάξεις τους προβλέπουν κυρώσεις για τις εξής περιπτώσεις:

α)  οι δραστηριότητες ενός ΟΣΕΚΑ ασκούνται χωρίς άδεια λειτουργίας, κατά παράβαση του άρθρου 5·

β)  οι δραστηριότητες μιας εταιρείας διαχείρισης αναλαμβάνονται χωρίς προηγούμενη άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 6·

γ)  οι δραστηριότητες μιας εταιρείας επενδύσεων αναλαμβάνονται χωρίς προηγούμενη άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 27·

δ)  αποκτάται, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε εταιρεία διαχείρισης ή αυξάνεται περαιτέρω η ειδική συμμετοχή σε εταιρεία διαχείρισης, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχεται να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20%, του 30% ή του 50% ή ώστε η εταιρεία διαχείρισης να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του αγοραστή (εφεξής «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), χωρίς ο αγοραστής να απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στις εποπτικές αρχές της εταιρείας διαχείρισης, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, κατά παράβαση του άρθρου 11 παράγραφος 1·

ε)  διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε εταιρεία διαχείρισης ή μειώνεται προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχεται να μειωθεί σε λιγότερο από 20%, 30% ή 50% ή προκειμένου η εταιρεία διαχείρισης να παύσει να είναι θυγατρική, χωρίς να απευθυνθεί κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες αρχές, κατά παράβαση του άρθρου 11 παράγραφος 1·

στ)  εταιρεία διαχείρισης αποκτά άδεια με ψευδείς δηλώσεις ή με οιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο, κατά παράβαση του άρθρου 7 παράγραφος 5 στοιχείο β)·

ζ)  εταιρεία επενδύσεων αποκτά άδεια με ψευδείς δηλώσεις ή με οιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο, κατά παράβαση του άρθρου 29 παράγραφος 4 στοιχείο β)·

η)  εταιρεία διαχείρισης, μόλις ενημερωθεί για αποκτήσεις ή εκποιήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό της, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής πέραν των ποσοστών που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, δεν γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές τις εν λόγω αποκτήσεις ή εκποιήσεις, κατά παράβαση του άρθρου 11 παράγραφος 1·

θ)  εταιρεία διαχείρισης δεν γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, τα ονόματα των μετόχων και εταίρων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, κατά παράβαση του άρθρου 11 παράγραφος 1·

ι)  εταιρεία διαχείρισης δεν συμμορφώνεται με διαδικασίες και ρυθμίσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

ια)  εταιρεία διαχείρισης δεν συμμορφώνεται με απαιτήσεις σε επίπεδο δομής και οργάνωσης που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

ιβ)  εταιρεία επενδύσεων δεν συμμορφώνεται με διαδικασίες και ρυθμίσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31·

ιγ)  εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων δεν συμμορφώνεται με απαιτήσεις σχετικά με την ανάθεση λειτουργιών της σε τρίτους, που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 13 και 30·

ιδ)  εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων δεν συμμορφώνεται με κανόνες δεοντολογίας που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 14 και 30·

ιε)  θεματοφύλακας δεν εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 παράγραφοι 3 έως 7·

ιστ)  εταιρεία επενδύσεων ή, για καθένα από τα αμοιβαία κεφάλαια τα οποία διαχειρίζεται, εταιρεία διαχείρισης επανειλημμένως δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της σχετικά με τις επενδυτικές πολιτικές των ΟΣΕΚΑ, τις οποίες προβλέπουν οι εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου VII·

ιζ)  εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων δεν χρησιμοποιεί διαδικασία διαχείρισης των κινδύνων ή διαδικασία για την ακριβή και αμερόληπτη αποτίμηση της αξίας των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, όπως προβλέπεται στις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 51 παράγραφος 1·

ιη)  εταιρεία επενδύσεων ή, για καθένα από τα αμοιβαία κεφάλαια τα οποία διαχειρίζεται, εταιρεία διαχείρισης επανειλημμένως δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της σχετικά με την πληροφόρηση που πρέπει να παρέχεται στους επενδυτές, τις οποίες προβλέπουν οι εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 68 έως 82·

ιθ)  εταιρεία επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης που προβαίνει στη διάθεση μεριδίων ενός ΟΣΕΚΑ τον οποίο διαχειρίζεται σε κάποιο άλλο κράτος μέλος, διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, δεν συμμορφώνεται με την απαίτηση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1.

2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)  δημόσια προειδοποίηση ή ανακοίνωση ή προειδοποίηση που αναφέρει το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης,

β)  έκδοση διαταγής προς το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της επίμαχης συμπεριφοράς και αποφυγή της επανάληψής της·

γ)  σε περίπτωση εταιρείας διαχείρισης ή ΟΣΕΚΑ, ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρείας διαχείρισης ή του ΟΣΕΚΑ·

δ)  επιβολή προσωρινής ή μόνιμης απαγόρευσης κατά οιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων ή κάθε άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου να ασκεί καθήκοντα σε αυτές ή άλλες εταιρείες·

ε)  σε περίπτωση νομικού προσώπου, επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών χρηματικών προστίμων ▌·

στ)  σε περίπτωση φυσικού προσώπου, επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών χρηματικών προστίμων ▌·

ζ)  επιβολή διοικητικών χρηματικών προστίμων μέχρι και το δεκαπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου αυτά δύνανται να προσδιοριστούν.

Άρθρο 99β

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, οιεσδήποτε κυρώσεις ή οιαδήποτε μέτρα επιβάλλονται λόγω παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται για τη μεταφοράτης παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των προσώπων που ευθύνονται για αυτήν, εκτός αν η εν λόγω δημοσιοποίηση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Σε περίπτωση που η δημοσιοποίηση θα προξενούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη, οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν ανώνυμα τις κυρώσεις ή τα μέτρα που επιβλήθηκαν.

Άρθρο 99γ

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι αυτά έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα και λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται:

α)  η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,

β)  ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου,

γ)  η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

δ)  η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, της ζημίας που προκλήθηκε σε τρίτους καθώς και, ενδεχομένως, της ζημίας που προκλήθηκε στη λειτουργία των αγορών ή της οικονομίας στο σύνολό της, στο βαθμό που αυτές μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

ε)  ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή,

στ)  προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου,

2.  Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με το είδος των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων και το ύψος των διοικητικών χρηματικών προστίμων.

Άρθρο 99δ

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για την ενθάρρυνση των καταγγελιών προς τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και ότι οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στα πρόσωπα που καταγγέλλουν τις παραβιάσεις αυτές έναν ή περισσότερους ασφαλείς διαύλους επικοινωνίας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι η ταυτότητα των προσώπων που προβαίνουν στις καταγγελίες αυτές μέσω των διαύλων αυτών είναι γνωστή μόνο στην αρμόδια εθνική αρχή.

2.  Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)  ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και την παρακολούθηση καταγγελιών για παραβάσεις,

β)  κατάλληλη προστασία για εργαζομένους εταιρειών επενδύσεων και εταιρειών διαχείρισης που καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός της εταιρείας·

γ)  προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών*.

2α.  Η ΕΑΚΑΑ παρέχει έναν ή περισσότερους ασφαλείς διαύλους επικοινωνίας για την καταγγελία παραβιάσεων των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι η ταυτότητα των προσώπων που προβαίνουν στις καταγγελίες αυτές μέσω των διαύλων αυτών είναι γνωστή μόνο στην ΕΑΚΑΑ.

2β.  Η καταγγελία με καλή πίστη προς την ΕΑΚΑΑ ή προς την αρμόδια αρχή της παραβίασης των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2α δεν συνιστά παραβίαση τυχόν περιορισμού γνωστοποίησης πληροφοριών που έχει επιβληθεί με σύμβαση ή με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται κανενός είδους ευθύνη του προσώπου που προβαίνει στην κοινοποίηση αυτή.

3.  Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εταιρείες να καθιερώνουν κατάλληλες διαδικασίες για να μπορούν οι εργαζόμενοί τους να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού διαύλου.

Άρθρο 99ε

1.  Τα κράτη μέλη παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλα τα μέτρα ή τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 99. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες σε ετήσια έκθεση.

2.  Όταν η αρμόδια αρχή ανακοινώνει δημοσίως ένα μέτρο ή μια κύρωση, ενημερώνει επίσης και την ΕΑΚΑΑ σχετικά με το εν λόγω μέτρο ή κύρωση. Εάν ένα δημοσιοποιημένο μέτρο ή κύρωση αφορά εταιρεία διαχείρισης, η ΕΑΚΑΑ προσθέτει στον κατάλογο των εταιρειών διαχείρισης, που δημοσιεύεται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1, παραπομπή στο εν λόγω δημοσιοποιημένο μέτρο ή κύρωση.

3.  Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες και τα έντυπα για την υποβολή των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την...

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.·

___________________

* ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31. »

"

(15)  Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο"

«Άρθρο 104α

1.  Το κράτος μέλος εφαρμόζει την οδηγία 95/46/ΕΚ κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο κράτος μέλος δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.  Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται από την ΕΑΚΑΑ δυνάμει της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών*.

_________________

* EE L 8, 12.1.2001, σ. 1.»

"

(16)  Στο άρθρο 112, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«2. Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

Η προβλεπόμενη στα άρθρα 12, 14, 43, 51, 60, 61, 62, 64, 75, 78, 81, 90, 95, και 111 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την 4η Ιανουαρίου 2011.

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 50α εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την 21η Ιουλίου 2011.

Η προβλεπόμενη στα άρθρα 22 και 24 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την […]. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των τεσσάρων ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσει σύμφωνα με το άρθρο 112α. »

"

(17)  Στο άρθρο 112α, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:"

«1. Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στα άρθρα 12, 14, 22, 24, 43, 50α, 51, 60, 61, 62, 64, 75, 78, 81, 90, 95 και 111 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο.»

"

(18)  Το παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο την […]. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο αυτών των διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 από […].

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η εν λόγω αναφορά.

2.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Όταν τα έγγραφα που επισυνάπτουν τα κράτη μέλη στην κοινοποίηση των μέτρων εφαρμογής δεν επαρκούν προκειμένου να αξιολογηθεί πλήρως η συμφωνία των εν λόγω μέτρων με ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή δύναται, μετά από αίτηση της ΕΑΚΑΑ ενόψει της εκπλήρωσης των καθηκόντων της σύμφωνα με τον κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ή με δική της πρωτοβουλία, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να παράσχουν λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικά με τη μεταφορά της παρούσας οδηγία στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

...,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στο παράρτημα I, στο σχέδιο Α, το στοιχείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Πληροφορίες σχετικά με τον θεματοφύλακα:

2.1.  Στοιχεία ταυτοποίησης του θεματοφύλακα του ΟΣΕΚΑ και περιγραφή των καθηκόντων του·

2.2.  Περιγραφή κάθε λειτουργίας φύλαξης που ανατίθεται από τον θεματοφύλακα ▌ και αναφορά τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων που μπορεί να ανακύψουν από την ανάθεση.

Κατόπιν αιτήσεως, διατίθενται, από τον θεματοφύλακα πληροφορίες σχετικά με όλους τους οργανισμούς που συμμετέχουν στη φύλαξη στοιχείων ενεργητικού του κεφαλαίου, καθώς και σχετικά με συγκρούσεις συμφερόντων που μπορεί να ανακύψουν.»

(1) Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (A7-0125/2013).
(2)* Τροπολογίες: το νέο ή τροποποιημένο κείμενο σημειώνεται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες· η διαγραφή κειμένου σημειώνεται με το σύμβολο ▌.
(3) ΕΕ C 96 της 4.4.2013, σ. 18.
(4) ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 32.
(5) ΕΕ L 120, 15.5.2009, σ. 22.
(6) ΕΕ L 331, 15.12.2010, σ. 84.
(7) ΕΕ L 331, 15.12.2010, σ. 12.
(8) EE L 174, 1.7.2011, σ. 1.
(9) ΕΕ L 241, 2.9.2006, σ. 26.
(10) ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 1.
(11) ΕΕ L 166, 11.6.1998, σ. 45.
(12) ΕΕ L 84, 26.3.1997, σ. 22.
(13) ΕΕ C 369, 17.12.2011, σ. 14.


Χρόνος διεξαγωγής των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου ***I
PDF 328kWORD 22k
Τροπολογία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 στην πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί την οδηγία 2003/87/EΚ διασαφηνίζοντας τις διατάξεις για τον χρόνο διεξαγωγής των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (COM(2012)0416 – C7-0203/2012 – 2012/0202(COD))(1)
P7_TA(2013)0310A7-0046/2013

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή   Τροπολογία
Τροπολογία 21
Πρόταση απόφασης
Άρθρο 1
Οδηγία 2003/87/ΕΚ
Άρθρο 10 – παράγραφος 4 – εδάφιο 1 - τελευταία πρόταση
Όταν είναι σκόπιμο, η Επιτροπή προσαρμόζει το χρονοδιάγραμμα για κάθε περίοδο ώστε να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Όταν μια αξιολόγηση δείχνει ότι για τους επιμέρους βιομηχανικούς κλάδους δεν αναμένεται σημαντική επίπτωση σε τομείς ή υποτομείς που εκτίθενται σε σημαντικό κίνδυνο διαρροής άνθρακα η Επιτροπή μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να προσαρμόζει το χρονοδιάγραμμα για την περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1, με ημερομηνία έναρξης την 1η Ιανουαρίου 2013 ώστε να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η Επιτροπή θα πραγματοποιεί μόνο μία τέτοιου είδους προσαρμογή για μέγιστο αριθμό 900 εκατομμυρίων δικαιωμάτων.

(1) Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0046/2013).


Σοβαρές διασυνοριακές απειλές κατά της υγείας ***I
PDF 268kWORD 25k
Ψήφισμα
Κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με σοβαρές διασυνοριακές απειλές κατά της υγείας (COM(2011)0866 – C7-0488/2011 – 2011/0421(COD))
P7_TA(2013)0311A7-0337/2012

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2011)0866),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο γ) και το άρθρο 168 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0488/2011),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 28 Μαρτίου 2012(1),

–  αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

–  έχοντας υπόψη τη δέσμευση του εκπροσώπου του Συμβουλίου με επιστολή της 28ης Μαΐου 2013 να εγκρίνει τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A7-0337/2012),

1.  εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 3 Ιουλίου 2013 εν όψει της έγκρισης απόφασης αριθ. …/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Kοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με σοβαρές διασυνοριακές απειλές κατά της υγείας και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 2119/98/ΕΚ

P7_TC1-COD(2011)0421


(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, απόφαση αριθ. 1082/2013/ΕΕ.)

(1) ΕΕ C 181 της 21.6.2012, σ. 160.


Εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών *
PDF 486kWORD 54k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου που αφορά την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (COM(2013)0071 – C7-0049/2013 – 2013/0045(CNS))
P7_TA(2013)0312A7-0230/2013

(Ειδική νομοθετική διαδικασία – διαβούλευση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2013)0071),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 113 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C7-0049/2013),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A7-0230/2013),

1.  εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.  καλεί την Επιτροπή να αποδείξει, στο πλαίσιο μιας συνολικής εκτίμησης αντίκτυπου και ανάλυσης κόστους-οφέλους, ότι οιαδήποτε ενισχυμένη συνεργασία θα σέβεται τις αρμοδιότητες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μη συμμετεχόντων κρατών μελών·

3.  καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 293 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

4.  καλεί το Συμβούλιο, στην περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

5.  ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει εφόσον το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

6.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα εθνικά κοινοβούλια.

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή   Τροπολογία
Τροπολογία 1
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 1
(1)  Το 2011 η Επιτροπή διαπίστωσε ότι διεξάγονταν συζητήσεις σε όλα τα επίπεδα σχετικά με την πρόσθετη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι συζητήσεις αυτές πηγάζουν από την επιθυμία να διασφαλιστεί ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα συνεισφέρει κατά τρόπο δίκαιο και ουσιαστικό στην κάλυψη του κόστους της κρίσης και ότι θα φορολογείται με δίκαιο τρόπο σε σχέση με άλλους τομείς στο μέλλον, καθώς και από την επιθυμία να καταργηθούν τα κίνητρα για τις υπερβολικά ριψοκίνδυνες δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να συμπληρωθούν τα κανονιστικά μέτρα τα οποία στοχεύουν στην αποφυγή μελλοντικών κρίσεων και να δημιουργηθούν πρόσθετα έσοδα για τους γενικούς προϋπολογισμούς ή για τους στόχους συγκεκριμένων πολιτικών.
(1)  Το 2011 η Επιτροπή διαπίστωσε ότι διεξάγονταν συζητήσεις σε όλα τα επίπεδα σχετικά με την πρόσθετη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι συζητήσεις αυτές πηγάζουν από την επιθυμία να διασφαλιστεί ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα συνεισφέρει κατά τρόπο δίκαιο και ουσιαστικό στην κάλυψη του κόστους της κρίσης και ότι θα φορολογείται με δίκαιο τρόπο σε σχέση με άλλους τομείς στο μέλλον, καθώς και από την επιθυμία να καταργηθούν τα κίνητρα για τις υπερβολικά ριψοκίνδυνες δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να συμπληρωθούν τα κανονιστικά μέτρα τα οποία στοχεύουν στην αποφυγή μελλοντικών κρίσεων και στη μείωση της κερδοσκοπίας και να δημιουργηθούν πρόσθετα έσοδα για τους γενικούς προϋπολογισμούς, μεταξύ άλλων ως συμβολή στη δημοσιονομική εξυγίανση ή για τους στόχους συγκεκριμένων πολιτικών στους τομείς της βιωσιμότητας, της τόνωσης της ανάπτυξης, της εκπαίδευσης και της απασχόλησης με ιδιαίτερη έμφαση στην απασχόληση των νέων. Επομένως, η καθιέρωση φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ) καταδεικνύει θετική ικανότητα διανομής και διαχείρισης συμπληρώνοντας με τον κατάλληλο τρόπο τις υφιστάμενες πρωτοβουλίες κανονιστικής μεταρρύθμισης.
Τροπολογία 2
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 1 α (νέα)
(1α)  Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 8ης Φεβρουαρίου 2013 σχετικά με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2014-2020, τμήμα των εσόδων από τον ΦΧΣ θα πρέπει να διατεθεί στον προϋπολογισμό της Ένωσης ως γνήσιοι ίδιοι πόροι. Η χρήση των εσόδων από τον ΦΧΣ ως ιδίων πόρων της Ένωσης είναι δυνατή στο πλαίσιο της διαδικασίας ενισχυμένης συνεργασίας μόνον εάν οι εθνικές συνεισφορές των συμμετεχόντων κρατών μελών στον προϋπολογισμό της Ένωσης μειωθούν κατά το ίδιο ποσό και εάν αποφευχθεί η δυσανάλογη συνεισφορά των συμμετεχόντων κρατών μελών σε σύγκριση με τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Μόλις ο ΦΧΣ καθιερωθεί σε επίπεδο Ένωσης, ολόκληρο το ποσό των ιδίων πόρων από τον ΦΧΣ ή μέρος αυτού θα πρέπει να προστεθεί στις συνεισφορές των κρατών μελών προκειμένου να συγκεντρωθούν νέοι χρηματοδοτικοί πόροι για ευρωπαϊκές επενδύσεις χωρίς να μειωθούν οι εθνικές συνεισφορές των συμμετεχόντων κρατών μελών στον προϋπολογισμό της Ένωσης.
Τροπολογία 3
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 1 β (νέα)
(1β)  Πριν από την καθιέρωση του ΦΧΣ, η Επιτροπή θα πρέπει να αποδείξει ότι η ενισχυμένη συνεργασία δεν θα υπονομεύσει ούτε την εσωτερική αγορά ούτε την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή. Επίσης θα πρέπει να αποδείξει ότι η ενισχυμένη συνεργασία δεν δημιουργεί φραγμούς ή διακρίσεις στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, ούτε προκαλεί στρεβλώσεις του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Η Επιτροπή θα πρέπει να παρουσιάσει νέα εμπεριστατωμένη ανάλυση και εκτίμηση αντίκτυπου όσον αφορά τις συνέπειες της πρότασης για έναν ενιαίο ΦΧΣ τόσο στα συμμετέχοντα και στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη όσο και στην εσωτερική αγορά στο σύνολό της.
Τροπολογία 4
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 2 α (νέα)
(2α)  Ο ΦΧΣ θα επιτύχει πραγματικά τους στόχους του μόνον εάν καθιερωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ενισχυμένη συνεργασία των 11 κρατών μελών αποτελεί επομένως το πρώτο βήμα προς έναν ΦΧΣ σε επίπεδο Ένωσης και, σε τελική ανάλυση, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ένωση θα εξακολουθήσει να υποστηρίζει την καθιέρωση του ΦΧΣ σε παγκόσμιο επίπεδο και θα ζητήσει να τεθεί το ζήτημα του ΦΧΣ στην ημερήσια διάταξη των συνόδων κορυφής της G-20 και της G-8.
Τροπολογία 5
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 3
(3)  Για την αποφυγή στρεβλώσεων μέσω μέτρων που λαμβάνονται μονομερώς από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, έχοντας κατά νου την εξαιρετικά υψηλή κινητικότητα των περισσότερων σχετικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και, επομένως, για τη βελτίωση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, είναι σημαντικό να εναρμονιστούν σε ενωσιακό επίπεδο τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ΦΧΣ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Με τον τρόπο αυτόν αναμένεται να αποφευχθούν τα κίνητρα επιλογής του ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών και οι στρεβλώσεις όσον αφορά την κατανομή μεταξύ χρηματοπιστωτικών αγορών σε αυτά τα κράτη μέλη, καθώς και οι πιθανότητες διπλής ή μηδενικής φορολόγησης.
(3)   Ορισμένα από τα 11 συμμετέχοντα κράτη μέλη έχουν ήδη καθιερώσει ή ετοιμάζονται να καθιερώσουν μια μορφή ΦΧΣ. Για την αποφυγή στρεβλώσεων μέσω μέτρων που λαμβάνονται μονομερώς από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, έχοντας κατά νου την εξαιρετικά υψηλή κινητικότητα των περισσότερων σχετικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και, επομένως, για τη βελτίωση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, είναι σημαντικό να εναρμονιστούν σε ενωσιακό επίπεδο τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ΦΧΣ στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Με τον τρόπο αυτόν αναμένεται να αποφευχθούν τα κίνητρα επιλογής του ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών και οι στρεβλώσεις όσον αφορά την κατανομή μεταξύ χρηματοπιστωτικών αγορών σε αυτά τα κράτη μέλη, καθώς και οι πιθανότητες διπλής ή μηδενικής φορολόγησης.
Τροπολογία 6
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 3 α (νέα)
(3α)  Λαμβανομένης υπόψη της ουσιαστικής προόδου που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τη ρύθμιση της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς, όπως είναι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/20121, η οδηγία 2013/36/EE και η παρούσα οδηγία, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη που έχουν επιβάλει εισφορές στις τράπεζες στο πλαίσιο της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης θα πρέπει να επανεξετάσουν την αναγκαιότητα αυτών των φόρων και τη συμβατότητά τους με τους κανόνες και τους στόχους της ενωσιακής νομοθεσίας και της εσωτερικής αγοράς.
1EE L 176, 27.6.2013, σ. 1.
Τροπολογία 7
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 3 β (νέα)
(3β)  Η εναρμόνιση του ΦΧΣ μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν θα πρέπει να συνεπάγεται εξωεδαφική φορολόγηση που παραβιάζει τη δυνητική φορολογική βάση μη συμμετεχόντων κρατών μελών.
Τροπολογία 8
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 4
(4)  Η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και κυρίως η αποφυγή των στρεβλώσεων μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών απαιτεί την εφαρμογή ενός ΦΧΣ σε μια ευρέως προσδιορισμένη κλίμακα χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και συναλλαγών, σε συναλλαγές ευρέος φάσματος χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων δομημένων προϊόντων, τόσο στις οργανωμένες αγορές όσο και εξωχρηματιστηριακά καθώς και στη σύναψη όλων των συμβάσεων παραγώγων και σε ουσιώδεις τροποποιήσεις των σχετικών πράξεων.
(4)  Η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και κυρίως η αποφυγή των στρεβλώσεων μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών, η μείωση της πιθανότητας φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής και επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού, ο κίνδυνος μετατόπισης του κινδύνου και ρυθμιστικού αρμπιτράζ απαιτούν την εφαρμογή του ΦΧΣ σε μια ευρέως προσδιορισμένη κλίμακα χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και συναλλαγών, σε συναλλαγές ευρέος φάσματος χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων δομημένων προϊόντων, τόσο στις οργανωμένες αγορές όσο και εξωχρηματιστηριακά καθώς και στη σύναψη όλων των συμβάσεων παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων επί διαφοράς, των αγορών άμεσης παράδοσης συναλλάγματος και των κερδοσκοπικών προθεσμιακών συναλλαγών, και σε ουσιώδεις τροποποιήσεις των σχετικών πράξεων.
Τροπολογία 9
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 8
(8)  Με εξαίρεση τη σύναψη ή την ουσιώδη τροποποίηση συμβάσεων παραγώγων, οι συναλλαγές σε πρωτογενείς αγορές και οι συναλλαγές που αφορούν πολίτες και επιχειρήσεις, όπως η σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ο ενυπόθηκος δανεισμός, η καταναλωτική πίστη ή οι υπηρεσίες πληρωμών, θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ΦΧΣ, ώστε να μην υπονομευθεί η συγκέντρωση κεφαλαίων από εταιρείες και κυβερνήσεις και να αποφευχθούν οι επιπτώσεις στα νοικοκυριά.
(8)  Με εξαίρεση τη σύναψη ή την ουσιώδη τροποποίηση συμβάσεων παραγώγων, οι συναλλαγές σε πρωτογενείς αγορές και οι συναλλαγές που αφορούν πολίτες και επιχειρήσεις, όπως η σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων, ο ενυπόθηκος δανεισμός, η καταναλωτική πίστη ή οι υπηρεσίες πληρωμών, θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ΦΧΣ, ώστε να μην υπονομευθεί η συγκέντρωση κεφαλαίων από εταιρείες και κυβερνήσεις και να αποφευχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στα νοικοκυριά και στην πραγματική οικονομία.
Τροπολογία 10
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 13 α (νέα)
(13α)  Για να ενισχυθεί η θέση των ρυθμιζόμενων αγορών και ιδίως των χρηματιστηριακών συναλλαγών, οι οποίες υπόκεινται σε αυστηρές ρυθμίσεις, είναι ελεγχόμενες και διέπονται από διαφάνεια, σε αντίθεση με τις εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που δεν υπόκεινται σε ρυθμίσεις, είναι λιγότερο ελεγχόμενες και λιγότερο διαφανείς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στις εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές. Αυτό θα καταστήσει δυνατή τη μετατόπιση των συναλλαγών από τις αγορές που υπόκεινται σε λίγες ρυθμίσεις ή σε καμία απολύτως ρύθμιση στις ρυθμιζόμενες αγορές. Οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε χρηματοπιστωτικές συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, όταν οι συναλλαγές αυτές αντικειμενικά μειώνουν τους κινδύνους και επομένως υπηρετούν την πραγματική οικονομία.
Τροπολογία 11
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 15 α (νέα)
(15α)  Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εκτελούν σημαντικές συναλλαγές στις χρηματοπιστωτικές αγορές προκειμένου να μειώσουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική τους δραστηριότητα. Ο ΦΧΣ δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στα εν λόγω ιδρύματα όταν εκτελούν τέτοιες συναλλαγές. Ωστόσο, όταν μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιούν κερδοσκοπικές συναλλαγές που δεν συνδέονται με τη μείωση του κινδύνου στις εμπορικές τους δραστηριότητες, οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και θα πρέπει να υπόκεινται στον ΦΧΣ.
Τροπολογία 12
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 15 β (νέα)
(15β)  Προκειμένου να καταστεί η φοροαποφυγή εγχείρημα υψηλού κόστους και χαμηλού κέρδους και να εξασφαλιστεί καλύτερη επιβολή της νομοθεσίας, οι αρχές της μόνιμης κατοικίας και της έκδοσης θα πρέπει να συμπληρωθούν από την «αρχή της μεταβίβασης του νόμιμου τίτλου».
Τροπολογία 13
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 15 γ (νέα)
(15γ)  Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή θα πρέπει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες, για να διευκολυνθεί η είσπραξη του ΦΧΣ. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να αναθεωρήσει τον ορισμό των μη συνεργάσιμων δικαιοδοσιών και να επικαιροποιήσει αναλόγως το σχέδιο δράσης της κατά της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού.
Τροπολογία 14
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 16
(16)  Οι ελάχιστοι φορολογικοί συντελεστές θα πρέπει να καθοριστούν σε επίπεδο επαρκώς υψηλό, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος εναρμόνισης του ενιαίου ΦΧΣ. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να είναι αρκετά χαμηλοί, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι μετεγκατάστασης.
Διαγράφεται

Τροπολογία 15
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 19
(19)  Προκειμένου να αποφευχθεί η φορολογική απάτη και η φοροδιαφυγή, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεωθούν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.
(19)  Προκειμένου να αποφευχθεί η φορολογική απάτη, η φοροδιαφυγή και ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός, όπως είναι η υποκατάσταση, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεωθούν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.
Τροπολογία 16
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 19 α (νέα)
(19α)  Η Επιτροπή θα πρέπει να συγκροτήσει ομάδα εργασίας εμπειρογνωμόνων (επιτροπή ΦΧΣ), αποτελούμενη από εκπροσώπους όλων των κρατών μελών, της Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), προκειμένου να αξιολογηθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, να αποφευχθούν η φορολογική απάτη, η φοροδιαφυγή και ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός και να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς. Η επιτροπή ΦΧΣ θα πρέπει να εποπτεύει τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές για να εντοπίζει καταχρηστικές πρακτικές, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 14, να προτείνει κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισής τους και να συντονίζει, εάν απαιτείται, την εφαρμογή των μέτρων αυτών σε εθνικό επίπεδο. Η επιτροπή ΦΧΣ θα πρέπει να κάνει πλήρη χρήση της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα της φορολόγησης και της ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών καθώς και των μέσων συνεργασίας στον φορολογικό τομέα τα οποία έχουν δημιουργηθεί από διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων του ΟΟΣΑ και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, οι εκπρόσωποι των συμμετεχόντων κρατών μελών θα πρέπει να μπορούν να συγκροτήσουν υποομάδα επιφορτισμένη με την αντιμετώπιση ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή του ΦΧΣ που δεν αφορούν τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.
Τροπολογία 17
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 19 β (νέα)
(19β)  Τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να συνεργάζονται σε διοικητικό επίπεδο στον τομέα της φορολογίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/16/ΕΕ και να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα σύμφωνα με την οδηγία 2010/24/ΕΕ.
Τροπολογία 18
Πρόταση οδηγίας
Αιτιολογική σκέψη 21
(21)  Προκειμένου να καταστεί δυνατή η θέσπιση λεπτομερέστερων κανόνων σε ορισμένους τεχνικούς τομείς σχετικά με τις υποχρεώσεις καταχώρισης, λογιστικής και υποβολής εκθέσεων, οι οποίες έχουν ως στόχο να διασφαλίζουν την πραγματική καταβολή του οφειλόμενου ΦΧΣ στις φορολογικές αρχές, και η έγκαιρη προσαρμογή τους όπου απαιτείται, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό τον προσδιορισμό των απαραίτητων εν προκειμένω μέτρων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά το προπαρασκευαστικό έργο της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Κατά την εκπόνηση και την κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Συμβούλιο.
(21)  Προκειμένου να καταστεί δυνατή η θέσπιση λεπτομερέστερων κανόνων σε ορισμένους τεχνικούς τομείς σχετικά με τις υποχρεώσεις καταχώρισης, λογιστικής και υποβολής εκθέσεων, οι οποίες έχουν ως στόχο να διασφαλίζουν την πραγματική καταβολή του οφειλόμενου ΦΧΣ στις φορολογικές αρχές, και η έγκαιρη προσαρμογή τους όπου απαιτείται, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό τον προσδιορισμό των απαραίτητων εν προκειμένω μέτρων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά το προπαρασκευαστικό έργο της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Κατά την εκπόνηση και την κατάρτιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
Τροπολογία 19
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 1 – σημείο 2 – στοιχείο γ
γ) η σύναψη συμβάσεων παραγώγων πριν από τον συμψηφισμό και την εκκαθάριση·
γ) η σύναψη συμβάσεων παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων συμβάσεων επί διαφοράς και κερδοσκοπικών προθεσμιακών συναλλαγών, πριν από τον συμψηφισμό και την εκκαθάριση·
Τροπολογία 20
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 1 – σημείο 2 – στοιχείο γ α (νέο)
γα) η συναλλαγή άμεσης παράδοσης στις αγορές συναλλάγματος·
Τροπολογία 21
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 1 – σημείο 2 – στοιχείο ε
ε) συμφωνία πώλησης και επαναγοράς, συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης, συμφωνία δανειοδοσίας και δανειοληψίας·
ε) συμφωνία πώλησης και επαναγοράς, συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης, συμφωνία δανειοδοσίας και δανειοληψίας, συμπεριλαμβανομένων ακυρωμένων εντολών στο πλαίσιο συναλλαγών υψηλής συχνότητας·
Τροπολογία 22
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 1 – σημείο 3 α (νέο)
(3α) ως «κρατικός εκδότης» νοείται ο κρατικός εκδότης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012·
Τροπολογία 23
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 1 – σημείο 3 β (νέο)
(3β) ως «κρατικός χρεωστικός τίτλος» νοείται ο κρατικός χρεωστικός τίτλος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012·
Τροπολογία 24
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 1 – σημείο 7 α (νέο)
(7α) ως «αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ» νοείται ένας πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης ο οποίος καταχωρίζεται ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 35 της οδηγίας [MiFID]·
Τροπολογία 25
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 1 – σημείο 12 α (νέο)
(12α) ως «συναλλαγές υψηλής συχνότητας» νοούνται οι αλγοριθμικές συναλλαγές επί χρηματοπιστωτικών μέσων με ταχύτητες στις οποίες ο φυσικός χρόνος απόκρισης του μηχανισμού διαβίβασης, ακύρωσης ή τροποποίησης των εντολών καθίσταται ο καθοριστικός παράγοντας του χρόνου που απαιτείται για την κοινοποίηση της οδηγίας στον τόπο διαπραγμάτευσης ή για την εκτέλεση της συναλλαγής·
Τροπολογία 26
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 1 – σημείο 12 β (νέο)
(12β) ως «στρατηγική συναλλαγών υψηλής συχνότητας» νοείται η στρατηγική συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων για ίδιο λογαριασμό, η οποία εμπεριέχει συναλλαγές υψηλής συχνότητας και διαθέτει τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
(i) χρησιμοποιεί διευκολύνσεις συντοπισμού, άμεσης πρόσβασης στην αγορά ή φιλοξενίας εγγύτητας (proximity hosting)·
(ii) αφορά ημερήσια ανακύκληση χαρτοφυλακίου ύψους τουλάχιστον 50%·
(iii) το ποσοστό των εντολών που ακυρώνονται (συμπεριλαμβανομένων των μερικών ακυρώσεων) υπερβαίνει το 20%·
(iv) οι περισσότερες θέσεις που λαμβάνονται διακανονίζονται εντός της ίδιας ημέρας·
(v) άνω του 50% των εντολών ή των συναλλαγών που πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης οι οποίοι προσφέρουν εκπτώσεις ή μειώσεις σε εντολές που παρέχουν ρευστότητα είναι επιλέξιμες για τέτοιες εκπτώσεις.
Τροπολογία 27
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 2
2.  Καθεμία από τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημείο 2 στοιχεία α), β), γ) και ε) θεωρούνται ότι συνεπάγονται μία μόνο χρηματοπιστωτική συναλλαγή. Κάθε ανταλλαγή όπως αναφέρεται στο στοιχείο δ) θα θεωρείται ότι συνεπάγεται δύο χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Κάθε ουσιώδης τροποποίηση πράξης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο 2 στοιχεία α) έως ε) θα θεωρείται νέα πράξη ιδίου τύπου με την αρχική πράξη. Μία τροποποίηση θεωρείται ουσιώδης ιδίως σε περίπτωση που περιλαμβάνει την αντικατάσταση τουλάχιστον ενός συμβαλλομένου, σε περίπτωση που τροποποιεί το αντικείμενο ή το πεδίο εφαρμογής της πράξης, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού της πεδίου εφαρμογής, ή το συμφωνηθέν αντάλλαγμα ή σε περίπτωση που για την αρχική πράξη θα είχε επιβληθεί υψηλότερος φόρος εάν είχε συναφθεί όπως τροποποιήθηκε.
2.  Καθεμία από τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σημείο 2 στοιχεία α), β), γ) και ε) θεωρούνται ότι συνεπάγονται μία μόνο χρηματοπιστωτική συναλλαγή. Κάθε ανταλλαγή όπως αναφέρεται στο στοιχείο δ) θα θεωρείται ότι συνεπάγεται δύο χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Κάθε ουσιώδης τροποποίηση πράξης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο 2 στοιχεία α) έως ε) θα θεωρείται νέα πράξη ιδίου τύπου με την αρχική πράξη. Μία τροποποίηση θεωρείται ουσιώδης ιδίως σε περίπτωση που περιλαμβάνει την αντικατάσταση τουλάχιστον ενός συμβαλλομένου, σε περίπτωση που τροποποιεί το αντικείμενο ή το πεδίο εφαρμογής της πράξης, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού της πεδίου εφαρμογής, ή το συμφωνηθέν αντάλλαγμα ή σε περίπτωση που για την αρχική πράξη θα είχε επιβληθεί υψηλότερος φόρος εάν είχε συναφθεί όπως τροποποιήθηκε. Η ανανέωση οφειλής στο πλαίσιο συναλλαγών που πραγματοποιούνται για σκοπούς συμψηφισμού ή διακανονισμού από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή άλλο γραφείο συμψηφισμού ή διαχειριστή συστήματος διακανονισμού ή διαλειτουργικά συστήματα, όπως ορίζονται στην οδηγία 98/26/EΚ, δεν αποτελεί ουσιώδη τροποποίηση κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου.
Τροπολογία 28
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 3 – στοιχείο δ
δ) σε περίπτωση που η μέση ετήσια αξία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε δύο συναπτά ημερολογιακά έτη δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό του συνολικού μέσου ετήσιου καθαρού ύψους του κύκλου εργασιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 28 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ, η οικεία επιχείρηση, το οικείο ίδρυμα, ο οικείος φορέας ή το οικείο πρόσωπο δικαιούται, κατόπιν αιτήματος, να θεωρηθεί ότι δεν αποτελεί ή ότι δεν αποτελεί πλέον χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
δ) σε περίπτωση που η μέση ετήσια αξία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε δύο συναπτά ημερολογιακά έτη δεν υπερβαίνει το 20% του συνολικού μέσου ετήσιου καθαρού ύψους του κύκλου εργασιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 28 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ, η οικεία επιχείρηση, το οικείο ίδρυμα, ο οικείος φορέας ή το οικείο πρόσωπο δικαιούται, κατόπιν αιτήματος, να θεωρηθεί ότι δεν αποτελεί ή ότι δεν αποτελεί πλέον χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Τροπολογία 29
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 2 – παράγραφος 3 – στοιχείο δ α (νέο)
δα) κατά τον υπολογισμό της μέσης ετήσιας αξίας των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που αναφέρονται στο εν λόγω στοιχείο, δεν λαμβάνονται υπόψη οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αφορούν συμβάσεις χρηματιστηριακών παραγώγων που πληρούν ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 10 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης, την υποχρέωση εκκαθάρισης, το δημόσιο μητρώο, την πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, τις τεχνικές μετριασμού του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο1.
1ΕΕ L 52, 23.2.2013, σ. 11.
Τροπολογία 30
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 3 – παράγραφος 1 α (νέα)
1α.  Σε περίπτωση εφαρμογής του ΦΧΣ σε κράτη μέλη εκτός των 11 συμμετεχόντων κρατών μελών, η εφαρμογή θα επεκταθεί και σε αυτά τα άλλα κράτη μέλη με όρους αμοιβαιότητας.
Τροπολογία 31
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 3 – παράγραφος 2 – στοιχείο α
α) κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, όταν ασκούν τη λειτουργία κεντρικού αντισυμβαλλόμενου·
α) κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, όταν ασκούν τη λειτουργία κεντρικού αντισυμβαλλόμενου, ή άλλα συμψηφιστικά γραφεία, διακανονιστές ή συστήματα διακανονισμού, όπως ορίζονται στην οδηγία 98/26/ΕΚ, όταν ασκούν καθήκοντα συμψηφισμού, συμπεριλαμβανομένης πιθανής ανανέωσης οφειλής, ή διακανονισμού·
Τροπολογία 32
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 3 – παράγραφος 2 – στοιχείο γ α (νέο)
γα) αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ·
Τροπολογία 33
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 3 – παράγραφος 2 – στοιχείο γ β (νέο)
γβ) ένα πρόσωπο που δραστηριοποιείται σε διαρκή βάση στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αναλαμβάνει να συναλλάσσεται για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων (ειδικός διαπραγματευτής), όταν επιτελεί βασική λειτουργία σε σχέση με ομόλογα και μετοχές μειωμένης ρευστότητας ως πάροχος ρευστότητας όπως ορίζεται στη συμφωνία μεταξύ του ειδικού διαπραγματευτή και του οργανωμένου τόπου όπου διενεργείται η χρηματοπιστωτική συναλλαγή όταν η εν λόγω συναλλαγή δεν αποτελεί μέρος στρατηγικής συναλλαγών υψηλής συχνότητας.
Τροπολογία 34
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 3 – παράγραφος 2 – εδάφιο 1 α (νέο)
Η Επιτροπή εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 16, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που καθορίζουν τους όρους υπό τους οποίους ένα χρηματοπιστωτικό μέσο θεωρείται ως μη ευχερώς ρευστοποιήσιμο για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Τροπολογία 35
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 3 – παράγραφος 4 – στοιχείο ζ α (νέο)
ζα) μεταβίβαση του δικαιώματος διάθεσης χρηματοπιστωτικού μέσου ως κυρίου του μέσου και οιαδήποτε ισοδύναμη πράξη η οποία συνεπάγεται τη μεταβίβαση του κινδύνου που σχετίζεται με το χρηματοπιστωτικό μέσο μεταξύ οντοτήτων ενός ομίλου ή μεταξύ οντοτήτων ενός δικτύου αποκεντρωμένων τραπεζών, όταν οι μεταβιβάσεις αυτές διενεργούνται για να ικανοποιηθούν νομικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο ή στο δίκαιο της Ένωσης.
Τροπολογία 36
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 4 – παράγραφος 1 – στοιχείο ε α (νέο)
εα) είναι υποκατάστημα ιδρύματος εγκατεστημένου σε συμμετέχον κράτος μέλος κατά την έννοια του στοιχείου γ)·
Τροπολογία 37
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 4 – παράγραφος 1 – στοιχείο ζ
ζ) είναι συμβαλλόμενο μέρος, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου, ή ενεργεί εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή, σε χρηματοπιστωτική συναλλαγή δομημένου προϊόντος ή ενός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ που έχει εκδοθεί εντός της επικράτειας του εν λόγω κράτους μέλους, με εξαίρεση τα μέσα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του εν λόγω τμήματος τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε οργανωμένη πλατφόρμα.
ζ) είναι συμβαλλόμενο μέρος, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου, ή ενεργεί εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή, σε χρηματοπιστωτική συναλλαγή δομημένου προϊόντος ή ενός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ που έχει εκδοθεί εντός της επικράτειας του εν λόγω κράτους μέλους.
Τροπολογία 38
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 4 – παράγραφος 2 α (νέα)
2α.  Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένα χρηματοπιστωτικό μέσο θεωρείται ότι έχει εκδοθεί στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους, εάν πληρούται οιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) είναι τίτλος ή παράγωγο που σχετίζεται με τον εν λόγω τίτλο και η καταστατική έδρα του εκδότη του τίτλου βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος·
β) είναι παράγωγο άλλο από εκείνα που αναφέρονται στο στοιχείο α) και είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη πλατφόρμα και η δημόσια νομοθεσία που διέπει τις συναλλαγές οι οποίες διενεργούνται στο πλαίσιο των συστημάτων της πλατφόρμας είναι η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·
γ) είναι χρηματοπιστωτικό μέσο άλλο από εκείνα που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β), το οποίο συμψηφίζεται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή άλλα συμψηφιστικά γραφεία, διακανονιστές ή συστήματα διακανονισμού, όπως ορίζονται στην οδηγία 98/26/ΕΚ, όταν η νομοθεσία που διέπει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή το σχετικό σύστημα είναι η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·
δ) είναι χρηματοπιστωτικό μέσο άλλο από εκείνα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ) και η εφαρμοστέα νομοθεσία που αφορά τη συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας διενεργήθηκε η συναλλαγή επί του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου είναι η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·
ε) είναι δομημένο μέσο και τουλάχιστον το 50% της αξίας των στοιχείων ενεργητικού που στηρίζουν το δομημένο μέσο αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο που έχει την καταστατική έδρα του σε συμμετέχον κράτος μέλος.
Τροπολογία 39
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 4 α (νέο)
Άρθρο 4α

Μεταβίβαση νόμιμου τίτλου

1.  Η χρηματοπιστωτική συναλλαγή για την οποία δεν έχει εισπραχθεί ΦΧΣ δεν θεωρείται νομικά εκτελεστή και δεν συνεπάγεται μεταβίβαση του νόμιμου τίτλου του υποκείμενου μέσου.
2.  Η χρηματοπιστωτική συναλλαγή για την οποία δεν έχει εισπραχθεί ΦΧΣ θεωρείται ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις κεντρικής εκκαθάρισης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών1ή τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων.
3.  Στην περίπτωση των συστημάτων αυτοματοποιημένων ηλεκτρονικών πληρωμών με ή χωρίς συμμετοχή μεσαζόντων διακανονισμού πληρωμών, οι φορολογικές αρχές των κρατών μελών μπορούν να δημιουργήσουν σύστημα αυτόματης ηλεκτρονικής είσπραξης του ΦΧΣ και έκδοσης βεβαιώσεων μεταβίβασης του νόμιμου τίτλου.
1EE L 201, 27.7.2012, σ. 1.
Τροπολογία 40
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 9 – παράγραφος 2 – εδάφιο 2
Οι εν λόγω συντελεστές δεν είναι κατώτεροι του:

Οι εν λόγω συντελεστές είναι οι εξής:

α) 0,1% όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 6·
α) 0,1% όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 6 εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5, με προθεσμία έως και τρεις μήνες·
β) 0,01% όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 7.
β) 0,01% όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 7·
βα) 0,01% όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5, με προθεσμία έως και τρεις μήνες.
Τροπολογία 41
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 9 – παράγραφος 3 α (νέα)
3α.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7 υψηλότερο συντελεστή από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές επί εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που θεωρούνται, με δυνατότητα αντικειμενικής μέτρησης, ότι μειώνουν τους κινδύνους κατά την έννοια του άρθρου 10 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής δεν υπόκεινται σε αυτόν τον υψηλότερο συντελεστή.
Τροπολογία 42
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 11 – παράγραφος 2
2.  Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 16, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες προσδιορίζουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 1.
2.  Η Επιτροπή εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 16, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις οι οποίες προσδιορίζουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 1.
Τροπολογία 43
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 11 – παράγραφος 5 – εδάφιο 2
Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις στις οποίες να προβλέπονται ομοιόμορφες μέθοδοι είσπραξης του οφειλόμενου ΦΧΣ. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2.

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις στις οποίες προβλέπονται ομοιόμορφες μέθοδοι είσπραξης του οφειλόμενου ΦΧΣ και αποτροπής της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού. Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν επιπρόσθετα μέτρα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2.

Τροπολογία 44
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 11 – παράγραφος 6 α (νέα)
6α.  Η διοικητική επιβάρυνση που συνεπάγεται η καθιέρωση του ΦΧΣ για τις φορολογικές αρχές περιορίζεται στο ελάχιστο. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών φορολογικών αρχών.
Τροπολογία 45
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 11 – παράγραφος 6 β (νέα)
6β.  Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετησίως στην Επιτροπή και στην Eurostat, ανά είδος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, τους όγκους συναλλαγών από τις οποίες προέκυψαν φορολογικά έσοδα. Δημοσιοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες.
Τροπολογία 46
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 12
Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για την αποτροπή της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής.

Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για την αποτροπή της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού.

Τροπολογία 47
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 15 α (νέο)
1.  Η Επιτροπή συγκροτεί ομάδα εργασίας εμπειρογνωμόνων (επιτροπή ΦΧΣ), αποτελούμενη από εκπροσώπους όλων των κρατών μελών, της Επιτροπής, της ΕΚΤ και της ΕΑΚΑΑ, για να βοηθηθούν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στην αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, να αποτραπούν η φορολογική απάτη, η φοροδιαφυγή και ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός και να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς.
2.  Η επιτροπή ΦΧΣ αξιολογεί την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, εκτιμά τις επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και ανιχνεύει μηχανισμούς φοροδιαφυγής, συμπεριλαμβανομένων καταχρηστικών πρακτικών, όπως ορίζονται στο άρθρο 14, προκειμένου να προτείνει μέτρα αντιμετώπισής τους, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, κάνοντας πλήρη χρήση της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα της φορολογίας και της ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και των μέσων συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας τα οποία έχουν δημιουργηθεί από διεθνείς οργανισμούς.
3.  Για την εξέταση θεμάτων που αφορούν την αποτελεσματική επιβολή του ΦΧΣ, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη δύνανται να συγκροτήσουν υποεπιτροπή της επιτροπής ΦΧΣ, αποτελούμενη από εκπροσώπους των συμμετεχόντων κρατών μελών. Η υποεπιτροπή είναι επιφορτισμένη αποκλειστικά με ζητήματα σχετικά με την αποτελεσματική επιβολή του ΦΧΣ που δεν αφορούν τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.
Τροπολογία 48
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 16 – παράγραφος 2
2.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 παράγραφος 2 εξουσιοδότηση ανατίθεται επ’ αόριστον από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 19.
2.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 παράγραφος 2 εξουσιοδότηση ανατίθεται επ’ αόριστον από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 21.
Τροπολογία 49
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 16 – παράγραφος 3
3.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 παράγραφος 2 εξουσιοδότηση δύναται να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία η οποία προσδιορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν τεθεί ήδη σε ισχύ.
3.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 παράγραφος 2 εξουσιοδότηση δύναται να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία η οποία προσδιορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν τεθεί ήδη σε ισχύ.
Τροπολογία 50
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 16 – παράγραφος 4
4.  Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί στο Συμβούλιο.
4.  Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
Τροπολογία 51
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 16 – παράγραφος 5
5.  Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εάν δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας 2 μηνών από την κοινοποίηση της συγκεκριμένης πράξης στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας, το Συμβούλιο ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα διατυπώσει αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά 2 μήνες με πρωτοβουλία του Συμβουλίου.
5.  Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εάν δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας 2 μηνών από την κοινοποίηση της συγκεκριμένης πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα διατυπώσουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά 2 μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.
Τροπολογία 52
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 19 – εδάφιο 1
Κάθε πέντε έτη και για πρώτη φορά έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και, εφόσον συντρέχει λόγος, καταθέτει πρόταση.

Κάθε τρία έτη και για πρώτη φορά έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και, εφόσον συντρέχει λόγος, καταθέτει πρόταση.

Τροπολογία 53
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 19 – εδάφιο 2
Στην εν λόγω έκθεση της Επιτροπής εξετάζονται, κατ’ ελάχιστον, οι συνέπειες του ΦΧΣ στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην πραγματική οικονομία και λαμβάνεται υπόψη η πρόοδος όσον αφορά τη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διεθνές επίπεδο.

Στην εν λόγω έκθεση της Επιτροπής εξετάζονται, κατ’ ελάχιστον, οι συνέπειες του ΦΧΣ στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στην πραγματική οικονομία και λαμβάνεται υπόψη η πρόοδος όσον αφορά τη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διεθνές επίπεδο. Βάσει των αποτελεσμάτων της εν λόγω εξέτασης, πραγματοποιούνται οι απαραίτητες προσαρμογές.

Τροπολογία 54
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 19 – εδάφιο 2 α (νέο)
Επιπλέον, η Επιτροπή αξιολογεί τον αντίκτυπο ορισμένων διατάξεων, όπως είναι η καταλληλότητα του πεδίου εφαρμογής του ΦΧΣ και ο φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στα ταμεία συντάξεων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις διάφορες κατηγορίες κινδύνου και τα διάφορα επιχειρηματικά πρότυπα.

Τροπολογία 55
Πρόταση οδηγίας
Άρθρο 20 – παράγραφος 1 – εδάφιο 2 α (νέο)
Για τα μέσα του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 3α), ο συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) είναι 0,05% έως την 1η Ιανουαρίου 2017.

Για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 8 στοιχείο στ), ο φορολογικός συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) είναι 0,05% και ο συντελεστής που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο β) είναι 0,005% έως την 1η Ιανουαρίου 2017.


Υιοθέτηση του ευρώ από τη Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014 *
PDF 291kWORD 27k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014 (COM(2013)0345 – C7-0183/2013 – 2013/0190(NLE))
P7_TA(2013)0313A7-0237/2013

(Διαβούλευση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2013)0345),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση σύγκλισης της Επιτροπής για το 2013 (COM(2013)0341) και την έκθεση σύγκλισης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας του Ιουνίου του 2013 όσον αφορά τη Λετονία,

–  έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει την έκθεση σύγκλισης για το 2013 όσον αφορά τη Λετονία (SWD(2013)0196),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 1ης Ιουνίου 2006 σχετικά με τη διεύρυνση της ευρωζώνης(1),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Ιουνίου 2007 σχετικά με τη βελτίωση της μεθόδου διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε διαδικασίες διεύρυνσης της ζώνης του ευρώ(2),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 140 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C7-0183/2013),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 83 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A7-0237/2013),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 140 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζει την επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση των ακόλουθων κριτηρίων από κάθε κράτος μέλος: την επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας τιμών· τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών· την τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών· και τη διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος και της συμμετοχής του στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, αντανακλώμενη στα επίπεδα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων (τα κριτήρια του Μάαστριχτ)·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Λετονία έχει συμμορφωθεί με τα κριτήρια του Μάαστριχτ σύμφωνα με το άρθρο 140 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 13 σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ΣΛΕΕ·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εισηγητής επισκέφθηκε τη Λετονία για να αξιολογήσει τον βαθμό ετοιμότητας της χώρας για είσοδο στη ζώνη του ευρώ·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο λαός της Λετονίας έχει καταβάλει τεράστιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και έχει επανέλθει σε τροχιά ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης·

1.  εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής·

2.  τάσσεται υπέρ της υιοθέτησης του ευρώ από τη Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014·

3.  επισημαίνει ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης η οποία επέδρασε δυσμενώς στις προοπτικές για ονομαστική σύγκλιση πολλών άλλων κρατών μελών και προκάλεσε ειδικότερα σημαντική κυκλική μείωση στα ποσοστά πληθωρισμού·

4.  διαπιστώνει ειδικότερα ότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έπληξε σοβαρά τη Λετονία φέρνοντας τη φτώχεια, την ανεργία και δημογραφικές εξελίξεις· προτρέπει τη Λετονία και τους εταίρους της στην Ένωση να εφαρμόσουν αυστηρά πρότυπα μακροπροληπτικής πολιτικής που θα αποβλέπουν στην αποτροπή των μη βιώσιμων ροών κεφαλαίων και των τάσεων αύξησης του δανεισμού που είχαν καταγραφεί πριν από την κρίση·

5.  διαπιστώνει ότι η Λετονία πληροί τα κριτήρια, ως αποτέλεσμα των αποφασιστικών, αξιόπιστων και βιώσιμων προσπαθειών της κυβέρνησης της Λετονίας και του λετονικού λαού· επισημαίνει ότι η συνολική βιωσιμότητα της μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή ισόρροπων και εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων που θα αποβλέπουν στον συνδυασμό της πειθαρχίας με την αλληλεγγύη και μακροπρόθεσμες βιώσιμες επενδύσεις τόσο στη Λετονία όσο και στην οικονομική και νομισματική ένωση στο σύνολό της·

6.  σημειώνει ότι, στο πλαίσιο της έκθεσης σύγκλισης για το 2013, η ΕΚΤ εξέφρασε ορισμένες ανησυχίες όσον αφορά την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της οικονομικής σύγκλισης της Λετονίας· τονίζει ειδικότερα τις ακόλουθες δηλώσεις και συστάσεις που περιλαμβάνονται στην εν λόγω έκθεση:

   η ένταξη σε μια νομισματική ένωση συνεπάγεται την παραίτηση από μέσα νομισματικής πολιτικής και συναλλαγματικών ισοτιμιών και την αυξημένη σπουδαιότητα της εσωτερικής ευελιξίας και της ανθεκτικότητας· για το λόγο αυτό, οι αρχές θα πρέπει να εξετάσουν δυνατότητες για την περαιτέρω ενίσχυση των εναλλακτικών μέσων αντικυκλικής πολιτικής που διαθέτουν, εκτός των μέτρων που έχουν ληφθεί από το 2009·
   είναι απαραίτητο να συνεχίσει η Λετονία την πορεία συνεκτικής δημοσιονομικής εξυγίανσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, και να εφαρμόζει και να τηρεί ένα δημοσιονομικό πλαίσιο που θα συμβάλλει στην αποτροπή της επιστροφής σε πολιτικές που ενισχύουν τις κυκλικές τάσεις στο μέλλον·
   τόσο η ανάγκη για ένα ισχυρότερο θεσμικό περιβάλλον όσο και το γεγονός ότι η παραοικονομία, μολονότι χάνει έδαφος, εκτιμάται ότι εξακολουθεί να είναι σχετικά σημαντική δεν συνεπάγονται μόνον απώλειες των δημοσίων εσόδων, αλλά επίσης στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, διαβρώνουν την ανταγωνιστικότητα της Λετονίας και μειώνουν την ελκυστικότητα της χώρας ως προορισμού για άμεσες ξένες επενδύσεις, και με τον τρόπο αυτό αναχαιτίζουν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις και την παραγωγικότητα· θεωρεί ότι οι ανησυχίες αυτές πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, ιδίως με στόχο την ανατροπή των σημερινών τάσεων στον τομέα του πληθωρισμού και των χρηματοοικονομικών ροών· εκτιμά επίσης ότι οι εν λόγω προβληματισμοί δεν μεταβάλλουν τη συνολική θετική αξιολόγηση όσον αφορά την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λετονία·

7.  καλεί τη λετονική κυβέρνηση να συνεχίσει τη συνετή της δημοσιονομική πολιτική, καθώς και τις άλλες της πολιτικές που είναι προσανατολισμένες προς τη σταθερότητα, ενόψει των μελλοντικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και των κινδύνων που συνδέονται με τη σταθερότητα των τιμών, καθώς και την αποκατάσταση των ανισορροπιών που έχει εντοπίσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της έκθεσης για τον μηχανισμό ταχείας προειδοποίησης· επισημαίνει ότι η σταθερότητα των τιμών στη Λετονία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυναμική των τιμών των βασικών προϊόντων λόγω της χαμηλής ενεργειακής απόδοσης και του υψηλού επιπέδου εισαγωγών ενέργειας από μια μόνον πηγή εφοδιασμού κατά τη σύνθεση των επιλογών κατανάλωσής της· καλεί την κυβέρνηση της Λετονίας να επιφέρει τις σχετικές βελτιώσεις και να εντατικοποιήσει τις γενικότερες προσπάθειές της για την επίτευξη όλων των εθνικών στόχων της ΕΕ 2020·

8.  εκφράζει την ανησυχία του για τη μικρή υποστήριξη που παρέχουν οι πολίτες της Λετονίας προς το παρόν στην υιοθέτηση του ευρώ· καλεί τη λετονική κυβέρνηση και τις λετονικές αρχές να επικοινωνούν πιο ενεργά με τους πολίτες της Λετονίας, προκειμένου να βελτιωθεί η υποστήριξη του κοινού για την υιοθέτηση του ευρώ· καλεί τη λετονική κυβέρνηση και τις λετονικές αρχές να συνεχίσουν την ενημερωτική και επικοινωνιακή εκστρατεία τους με στόχο την πληροφόρηση όλων των Λετονών πολιτών·

9.  καλεί τη λετονική κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της αγοράς εργασίας με τις κατάλληλες διαρθρωτικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις· ζητεί, ειδικότερα, από τη λετονική κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το επίπεδο της φτώχειας και το ολοένα μεγαλύτερο χάσμα στις εισοδηματικές διαφορές·

10.  αναγνωρίζει τη σταθερότητα του λετονικού τραπεζικού τομέα κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών· τονίζει, ωστόσο, ότι το επιχειρηματικό μοντέλο στον τραπεζικό τομέα αμφισβητήθηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης· υπογραμμίζει ότι κατά την εν λόγω περίοδο ήταν δυνατό να αποτραπεί η κατάρρευση του λετονικού χρηματοπιστωτικού συστήματος μόνο χάρις στα μέτρα διάσωσης της ΕΕ και του ΔΝΤ· επιδοκιμάζει τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις με στόχο την ενίσχυση των ρυθμίσεων που επιβάλλονται στις λετονικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των καταθέσεων μη κατοίκων (non-resident deposits, NRD)· καλεί τις λετονικές αρχές να εξασφαλίσουν τη διατήρηση της αυστηρής εποπτείας των τραπεζών αυτών και την εφαρμογή επαρκών πρόσθετων μέτρων διαχείρισης του κινδύνου· καλεί περαιτέρω τις λετονικές αρχές να εξακολουθήσουν να επαγρυπνούν ενόψει πιθανών ασυμμετριών μεταξύ της χρονολογικής διάρθρωσης της λήξης δανείων κατά τη διαχείριση ενεργητικού-παθητικού των τραπεζών που μπορεί να θεωρηθούν απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

11.  καλεί τις λετονικές αρχές να διατηρήσουν την τρέχουσα πορεία των πρακτικών προετοιμασιών, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ομαλή διαδικασία μετάβασης· καλεί τη λετονική κυβέρνηση να θεσπίσει κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου ούτως ώστε να εξασφαλίσει ότι η καθιέρωση του ευρώ δεν θα οδηγήσει σε κρυφές αυξήσεις των τιμών·

12.  καλεί το Συμβούλιο, στην περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

13.  αποδοκιμάζει το εξαιρετικά σύντομο χρονοδιάγραμμα μέσα στο οποίο έχει κληθεί το Κοινοβούλιο να διατυπώσει τη γνώμη του σύμφωνα με το άρθρο 140 ΣΛΕΕ· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη που σκοπεύουν να υιοθετήσουν το ευρώ να εξασφαλίσουν κατάλληλο χρονοδιάγραμμα ούτως ώστε να επιτραπεί στο Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει βασιζόμενο σε συνεκτικότερη και πληρέστερη συζήτηση·

14.  ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει εφόσον το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

15.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην Ευρωομάδα και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών.

(1) ΕΕ C 298 Ε της 8.12.2006, σ. 249.
(2) ΕΕ C 146 Ε της 12.6.2008, σ. 251.


Οδική ασφάλεια
PDF 360kWORD 28k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με την οδική ασφάλεια 2011-2020 και τα πρώτα ορόσημα προς μια στρατηγική κατά των τραυματισμών (2013/2670(RSP))
P7_TA(2013)0314B7-0318/2013

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του σχετικά με την ευρωπαϊκή οδική ασφάλεια 2011-2020, της 27ης Σεπτεμβρίου 2011(1)·

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του σχετικά με τον οδικό χάρτη για έναν Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο Μεταφορών – Για ένα ανταγωνιστικό και ενεργειακά αποδοτικό σύστημα μεταφορών, της 15ης Δεκεμβρίου 2011(2)·

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Προς ένα ευρωπαϊκό χώρο οδικής ασφάλειας: πολιτικές κατευθύνσεις για την οδική ασφάλεια 2011-2020» (COM(2010)0389),

–  έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με την υλοποίηση του στόχου 6 της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οδική ασφάλεια 2011-2020-Το πρώτο ορόσημο προς μία στρατηγική κατά των τραυματισμών- (SWD(2013)0094),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών με θέμα τις πολιτικές κατευθύνσεις για την οδική ασφάλεια 2011-2020(3),

–  έχοντας υπόψη την «Παγκόσμια έκθεση για την πρόληψη των τραυματισμών σε τροχαία δυστυχήματα», την οποία εξέδωσαν από κοινού το 2004 η Παγκόσμια Τράπεζα και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του σχετικά με τη κλήση eCall: μια νέα υπηρεσία 112 για τους πολίτες, 3ης Ιουλίου 2012(4),

–  έχοντας υπόψη την ερώτηση προς την Επιτροπή με θέμα «Οδική ασφάλεια 2011-2020 - Πρώτα ορόσημα προς μια στρατηγική κατά των τραυματισμών» (O-000061/2013 – B7-0211/2013),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 115 παράγραφος 5 και το άρθρο 110 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά τη διάρκεια του 2011, περισσότεροι από 30 000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και σχεδόν 1 500 000 έχουν, σύμφωνα με πληροφορίες, τραυματιστεί (εκ των οποίων, άνω των 250 000 σοβαρά) σε τροχαία ατυχήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι σε κάθε θανατηφόρο ατύχημα αντιστοιχούν τέσσερα ατυχήματα που προξενούν μόνιμες αναπηρίες, σαράντα που προξενούν ελαφρούς τραυματισμούς και δέκα που προξενούν σοβαρούς τραυματισμούς·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι περισσότεροι από τους μισούς τραυματισμούς συμβαίνουν σε αστικές περιοχές και αφορούν πεζούς, μοτοσικλετιστές, ποδηλάτες (συμπεριλαμβανομένων των χρηστών ηλεκτρικών ποδηλάτων) και άλλους ευάλωτους χρήστες του οδικού δικτύου

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στις κύριες αιτίες των τροχαίων ατυχημάτων και των σοβαρών τραυματισμών συμπεριλαμβάνονται η αστοχία υλικού, ο σχεδιασμός των δρόμων, η κακή συντήρηση του οδικού δικτύου και η οδηγική συμπεριφορά, ιδίως ως προς την ανάπτυξη ταχύτητας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ταχύτητα συνδέεται άμεσα με την σοβαρότητα του τραυματισμού και λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα κράτη μέλη εξετάζουν το ενδεχόμενο αύξησης των ορίων ταχύτητας στους αυτοκινητοδρόμους τους·

E.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπλοκή σε αυτοκινητιστικό ατύχημα συγκαταλέγεται στις συχνότερες αιτίες εισαγωγής σε νοσοκομείο για πολίτες της ΕΕ ηλικίας έως 45 ετών και υπενθυμίζοντας ότι πολλοί σοβαροί τραυματισμοί έχουν οδυνηρές ισόβιες συνέπειες ή μόνιμες αναπηρίες·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο χρόνος απόκρισης των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης στην κρίσιμη πρώτη ώρα, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων βοηθειών αλλά και της ποιότητας της μέριμνας, αποτελούν σημαντικότατο παράγοντα επιβίωσης μετά από ατύχημα·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το κοινωνικό και οικονομικό κόστος των τραυματισμών από τροχαία ατυχήματα ανέρχεται σύμφωνα με εκτιμήσεις στο 2% του ΑΕγχΠ ή σε 250 δισ. EUR για το 2012(5)·

H.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αποτελέσματα των σχετικών ενεργειών σε ευρωπαϊκό επίπεδο εμφανίζονται θετικά·

1.  τάσσεται υπέρ της πρωτοβουλίας που ανέλαβε η Επιτροπή προκειμένου να δοθεί στο πλαίσιο των προσπαθειών στο πεδίο της οδικής ασφάλειας υψηλή προτεραιότητα στους σοβαρούς τραυματισμούς·

2.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την υιοθέτηση, εκ μέρους της Επιτροπής, ενός κοινού ορισμού της ΕΕ για τους σοβαρούς τραυματισμούς, ο οποίος βασίζεται στην παγκοσμίως αποδεκτή κλίμακα βαθμολόγησης τραυματισμών που είναι γνωστή ως Maximum Abbreviated Injury Scale·

3.  καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν χωρίς χρονοτριβή τον κοινό ορισμό της ΕΕ για τους σοβαρούς τραυματισμούς από τροχαία ατυχήματα και, με βάση αυτόν, να συλλέξουν και να διαβιβάσουν, για το 2014, στατιστικά στοιχεία κατανεμημένα ανά μεταφορικό μέσο, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αφορούν τους ευάλωτους χρήστες του οδικού δικτύου, και ανά τύπο οδικής υποδομής·

4.  παροτρύνει την Επιτροπή, με αφετηρία τα υπό συλλογή δεδομένα, να θέσει έναν φιλόδοξο στόχο μείωσης των τραυματισμών από τροχαία ατυχήματα κατά 40% στην περίοδο 2014-2020 και να έχει κατά νου την παγκοσμίου φήμης πρωτοβουλία της «Vision Zero’ ως μακροπρόθεσμο στόχο·

5.  φρονεί ότι η διαμόρφωση ενός κοινού μηχανισμού συλλογής και διαβίβασης στοιχείων δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο στην προσπάθεια να ληφθούν επειγόντως μέτρα σε επίπεδο ΕΕ προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των ατόμων που τραυματίζονται σοβαρά σε τροχαία·

6.  εκφράζει την ικανοποίησή του σχετικά με τις προτεραιότητες που καθόρισε η Επιτροπή ως προς την διαμόρφωση της σφαιρικής στρατηγικής της σε θέματα όπως ο αντίκτυπος της σύγκρουσης, η στρατηγική διαχείρισης ατυχημάτων, η παροχή πρώτων βοηθειών και υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης και οι διαδικασίες αποκατάστασης σε βάθος χρόνου· ζητεί να τεθούν ταχέως σε εφαρμογή οι προτεραιότητες αυτές·

Μείωση των σοβαρών τραυματισμών στους ευρωπαϊκούς δρόμους χωρίς χρονοτριβή

7.  επισημαίνει ότι ένα ευρύ φάσμα υφισταμένων νομικών διατάξεων και μέτρων πρέπει να εφαρμοστεί καλύτερα και χωρίς καθυστέρηση προκειμένου να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες που ενέχουν οι συγκρούσεις οχημάτων, προκειμένου να αυξηθεί η ασφάλεια των χρηστών του οδικού δικτύου και προκειμένου να μειωθούν οι σοβαροί τραυματισμοί·

8.  καλεί την Επιτροπή να επανεξετάσει την υπάρχουσα νομοθεσία σχετικά με την παθητική και την ενεργητική ασφάλεια των οχημάτων προκειμένου να προσαρμοστεί αυτή στις πλέον πρόσφατες τεχνικές εξελίξεις και προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάπτυξη τεχνολογιών τήρησης του νόμου επί του ίδιου του οχήματος·

9.  καλεί την Επιτροπή να υποστηρίξει την ανάπτυξη ασφαλούς και ευφυούς οδικής υποδομής·

10.  καλεί την Επιτροπή να παράσχει λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τους τρόπους μεταφοράς από τα κράτη μέλη στην εθνική τους νομοθεσία της οδηγίας 2011/82/ΕΕ για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών για τροχαίες παραβάσεις που έχουν σχέση με την οδική ασφάλεια·

11.  παροτρύνει τα κράτη μέλη να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους όσον αφορά την πάταξη της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος και ναρκωτικών ουσιών και όσον αφορά την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών για την αξιολόγηση και την αποκατάσταση όσων διαπράττουν τροχαίες παραβάσεις·

Προστασία των ευάλωτων χρηστών του οδικού δικτύου

12.  παρατηρεί ότι πεζοί και ποδηλάτες αποτελούν μαζί το 50% όλων των θυμάτων οδικών ατυχημάτων και ένα μεγάλο ποσοστό των σοβαρών τραυματισμών·

13.  τάσσεται υπέρ της παρακολούθησης και της περαιτέρω ανάπτυξης τεχνικών προτύπων και πολιτικών για την προστασία των πλέον ευάλωτων χρηστών του οδικού δικτύου, όπως είναι οι ηλικιωμένοι, τα μικρά παιδιά, τα άτομα με αναπηρίες και οι ποδηλάτες, στο πλαίσιο μιας συντονισμένης προσπάθειας προαγωγής των «δικαιωμάτων των ευάλωτων χρηστών του οδικού δικτύου» στην νομοθεσία της ΕΕ και στην πολιτική για τις μεταφορές·

14.  καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει μελέτη εκείνων των αστικών περιοχών στις οποίες ισχύει όριο ταχύτητας 30 km/h και των επιπτώσεων που έχει το όριο ταχύτητας στην προσπάθεια μείωσης των θανάτων και των σοβαρών τραυματισμών·

15.  καλεί τα κράτη μέλη να επισημάνουν την σημασία που έχουν τόσο οι εκστρατείες πληροφόρησης και εκπαίδευσης που σχετίζονται με ασφαλέστερη ποδηλασία και βάδισμα όσο και οι πολιτικές προαγωγής του ποδηλάτου και του βαδίσματος, δεδομένου ότι υπάρχει έντονος συσχετισμός μεταξύ της ασφάλειας των ποδηλατών και των πεζών σε αστικές περιοχές και της επικρατούσας θέσης του ποδηλάτου και του βαδίσματος ως μέσων μεταφοράς, κατά περίπτωση δε σε συνάρτηση με τη δημόσια και τη συλλογική κινητικότητα

16.  καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές για την οδική ασφάλεια στις αστικές περιοχές που θα μπορούν να ενσωματωθούν στα σχέδια βιώσιμης αστικής κινητικότητας (SUMP) και να εξετάσει το ενδεχόμενο διασύνδεσης της συγχρηματοδότησης από την ΕΕ των έργων αστικών μεταφορών με SUMP που περιλαμβάνουν στόχους της ΕΕ για την μείωση των θανάτων και των σοβαρών τραυματισμών από τροχαία·

Βελτίωση πρώτων βοηθειών και υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης

17.  παροτρύνει τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν τις προσπάθειες ως προς τον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης 112 και να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις προκειμένου να καταστούν πλήρως επιχειρησιακά τα κέντρα κλήσεων έκτακτης ανάγκης μέχρι το 2015, καθώς επίσης και να υλοποιήσουν, το συντομότερο δυνατό, μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης πριν την έναρξη λειτουργίας τους·

18.  εκφράζει την ικανοποίησή του σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής περί υποχρεωτικής ανάπτυξης έως το 2015, σε όλα τα κράτη μέλη, ενός δημόσιου συστήματος eCall με βάση τον αριθμό 112 σε όλα τα νέα οχήματα με έγκριση τύπου και με παράλληλη τήρηση των διατάξεων περί προστασίας δεδομένων·

19.  καλεί την Επιτροπή, αφού εξετάσει τις βέλτιστες πρακτικές στα κράτη μέλη, να εξετάσει το ενδεχόμενο εισαγωγής της λεγόμενης «συνοδευόμενης οδήγησης» για ανήλικους μεγαλύτερης ηλικίας·

20.  καλεί τα κράτη μέλη να προωθήσουν συστηματικά την εκπαίδευση σε παροχή πρώτων βοηθειών προκειμένου να βελτιωθεί η ικανότητα αντίδρασης των παρευρισκομένων σε σκηνές ατυχήματος που βοηθούν τα θύματα πριν την άφιξη του ειδικευμένου προσωπικού·

21.  καλεί τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν την συνεργασία μεταξύ υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης και κατασκευαστών και σχεδιαστών οχημάτων προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική επέμβαση και η ασφάλεια του διασώστη και του τραυματία·

22.  καλεί τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν την εφαρμογή των συστημάτων ηλεκτρονικής υγείας και δη την χρήση ευφυών συστημάτων επικοινωνιών μέσων μεταφορών από τις ομάδες επέμβασης, και επί των ίδιων των οχημάτων επέμβασης

Μέριμνα μετά το ατύχημα και αποκατάσταση σε βάθος χρόνου

23.  παροτρύνει τα κράτη μέλη να αναδείξουν την μεγάλη σημασία που έχει η εφαρμοζόμενη μετά το ατύχημα περίθαλψη στις υγειονομικές πολιτικές τους και να βελτιώσουν περαιτέρω την νοσοκομειακή περίθαλψη μακράς διαρκείας, την μετανοσοκομειακή φροντίδα και την αποκατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της μετατραυματικής αγωγής και ψυχολογικής στήριξης των επιζησάντων και των αυτοπτών μαρτύρων, π.χ. μέσω της δημιουργίας σημείων συνδρομής για την βελτίωση της ποιότητας ζωής τους·

24.  καλεί τα κράτη μέλη να βελτιώσουν την εν γένει γνώση και ευαισθητοποίηση ως προς τον αντίκτυπο των σοβαρών τραυματισμών μέσω της διαμόρφωσης στενότερων διασυνδέσεων με άλλα μέτρα κοινωνικού αντικτύπου, όπως είναι όσα άπτονται των διαφορετικών επιπέδων βλάβης, αναπηρίας και λειτουργικής ανικανότητας, και να εκπονήσουν εκπαιδευτικά προγράμματα περί οδικής ασφάλειας·

o
o   o

25.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) EE C 56 E, 26.2.2013, σ. 54.
(2) EE C 168 E, 14.6.2013, σ. 72.
(3) EE C 166, 7.6.2011, σ. 30.
(4) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2012)0274.
(5) Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με την υλοποίηση του στόχου 6 της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οδική ασφάλεια 2011-2020-Το πρώτο ορόσημο προς μία στρατηγική κατά των τραυματισμών.


Η κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων: πρότυπα και πρακτικές στην Ουγγαρία
PDF 636kWORD 105k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων: πρότυπα και πρακτικές στην Ουγγαρία (σύμφωνα με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2012) (2012/2130(INI))
P7_TA(2013)0315A7-0229/2013

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), που ορίζει τις αξίες στις οποίες είναι θεμελιωμένη η Ευρωπαϊκή Ένωση,

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 3, 4, 6 και 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), τα άρθρα 49, 56, 114, 167 και 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 16ης Φεβρουαρίου 2012 σχετικά με τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ουγγαρία(1) το οποίο αναθέτει στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων να παρακολουθεί, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο της Ευρώπης και την Επιτροπή της Βενετίας, τον βαθμό και τον τρόπο υλοποίησης των συστάσεων του εν λόγω ψηφίσματός του και να υποβάλει έκθεση με τα συμπεράσματά της,

–  έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του της 10ης Μαρτίου 2011 σχετικά με τον νόμο της Ουγγαρίας για τα μέσα ενημέρωσης(2), και της 5ης Ιουλίου 2011 σχετικά με το Αναθεωρημένο Σύνταγμα της Ουγγαρίας(3),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την κατάσταση όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2009) – ουσιαστική εφαρμογή μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας(4),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Δεκεμβρίου 2012 σχετικά με την κατάσταση όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2010-2011)(5),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση με τίτλο «Σεβασμός και προώθηση των αξιών στις οποίες βασίζεται η Ένωση» (COM(2003)0606),

–  έχοντας υπόψη τις δηλώσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής κατά τη συζήτηση της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 18 Ιανουαρίου 2012 σχετικά με τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ουγγαρία,

–  έχοντας υπόψη τις δηλώσεις του Ούγγρου Πρωθυπουργού, Viktor Orbán, ο οποίος απευθύνθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 18 Ιανουαρίου 2012 στη συζήτηση της ολομέλειας σχετικά με τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ουγγαρία,

–  έχοντας υπόψη την ακρόαση που πραγματοποίησε στις 9 Φεβρουαρίου 2012 η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση αντιπροσωπείας βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την επίσκεψή της στη Βουδαπέστη, από τις 24 έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2012,

–  έχοντας υπόψη τα έγγραφα εργασίας σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων: πρότυπα και πρακτικές στην Ουγγαρία (δυνάμει του ψηφίσματος του ΕΚ της 16ης Φεβρουαρίου 2012) που περιλαμβάνουν τα έγγραφα εργασίας: αριθ. 1 – Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης· αριθ. 2 – Θεμελιώδεις Αρχές και Θεμελιώδη Δικαιώματα· αριθ. 3 – Νομοθεσία για τα Μέσα Ενημέρωσης· αριθ. 4 – Δημοκρατικές αρχές και κράτος δικαίου· και αριθ. 5 – Τελικές επισημάνσεις του εισηγητή, που συζητήθηκαν στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων αντιστοίχως στις 10 Ιουλίου 2012, 20 Σεπτεμβρίου 2012, 22 Ιανουαρίου 2013, 7 Μαρτίου 2013 και 8 Απριλίου 2013, καθώς και τις παρατηρήσεις της ουγγρικής κυβέρνησης σχετικά με τα έγγραφα αυτά,

–  έχοντας υπόψη τον Θεμελιώδη Νόμο της Ουγγαρίας, που εγκρίθηκε στις 18 Απριλίου 2011 από την Εθνοσυνέλευση της Ουγγρικής Δημοκρατίας και ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012 (εφεξής «ο Θεμελιώδης Νόμος»), και τις μεταβατικές διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου της Ουγγαρίας, που εγκρίθηκαν στις 30 Δεκεμβρίου 2011 από την Εθνοσυνέλευση και που τέθηκαν επίσης σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012 (εφεξής «οι μεταβατικές διατάξεις»),

–  έχοντας υπόψη την πρώτη τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου, που κατατέθηκε από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας στις 17 Απριλίου 2012 και εγκρίθηκε από το ουγγρικό κοινοβούλιο στις 4 Ιουνίου 2012, που ορίζει ότι οι μεταβατικές διατάξεις αποτελούν τμήμα του Θεμελιώδους Νόμου,

–  έχοντας υπόψη τη δεύτερη τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου, που κατατέθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2012 υπό μορφή νομοσχεδίου από μεμονωμένο βουλευτή και εγκρίθηκε από το ουγγρικό κοινοβούλιο στις 29 Οκτωβρίου 2012, που θεσπίζει την ενσωμάτωση στις μεταβατικές διατάξεις της υποχρέωσης εγγραφής των εκλογέων στους εκλογικούς καταλόγους,

–  έχοντας υπόψη την τρίτη τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου, που κατατέθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2012 και εγκρίθηκε από το ουγγρικό κοινοβούλιο στις 21 Δεκεμβρίου 2012, που προβλέπει ότι τα όρια και οι προϋποθέσεις για την απόκτηση γεωργικής και δασικής γης και οι κανόνες που διέπουν την ενιαία οργάνωση της γεωργικής παραγωγής θεσπίζονται με βασικό νόμο,

–  έχοντας υπόψη την τέταρτη τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου, που κατατέθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2013 υπό μορφή νομοσχεδίου από μεμονωμένο βουλευτή και εγκρίθηκε από το ουγγρικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2013, η οποία, μεταξύ άλλων διατάξεων, ενσωματώνει στο κείμενο του Θεμελιώδους Νόμου (πλην ορισμένων εξαιρέσεων στις οποίες περιλαμβάνεται η διάταξη για την υποχρέωση εγγραφής των εκλογέων στους εκλογικούς καταλόγους) τις μεταβατικές διατάξεις που είχαν ακυρωθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ουγγαρίας στις 28 Δεκεμβρίου 2012 για διαδικαστικούς λόγους (Απόφαση αριθ. 45/2012) και τις υπόλοιπες διατάξεις αμιγώς μεταβατικού χαρακτήρα στο εν λόγω έγγραφο,

–  έχοντας υπόψη την Πράξη CXI του 2012 για την τροποποίηση της Πράξης CLXI του 2011 σχετικά με την οργάνωση και διοίκηση των δικαστηρίων και την Πράξη CLXII του 2011 σχετικά με το νομικό καθεστώς και τις αποδοχές των δικαστών στην Ουγγαρία,

–  έχοντας υπόψη την Πράξη XX του 2013 σχετικά με τις νομοθετικές τροπολογίες για το ανώτατο όριο ηλικίας που ισχύει σε ορισμένες δικαστικές έννομες σχέσεις,

–  έχοντας υπόψη την Πράξη CCVI του 2011 σχετικά με την ελευθερία συνείδησης και θρησκείας και το νομικό καθεστώς των εκκλησιών, δογμάτων και θρησκευτικών κοινοτήτων της Ουγγαρίας (Πράξη περί Εκκλησιών), που εγκρίθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2011 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2012,

–  έχοντας υπόψη τις γνωμοδοτήσεις αριθ. CDL(2011)016, CDL(2011)001, CDL-AD(2012)001, CDL-AD(2012)009, CDL-AD(2012)020 και CDL-AD(2012)004 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία μέσω του Νόμου (Επιτροπή της Βενετίας) σχετικά με το νέο Σύνταγμα της Ουγγαρίας, τα τρία νομικά ζητήματα που ανέκυψαν από τη διεργασία εκπόνησης του νέου Συντάγματος της Ουγγαρίας, σχετικά με την Πράξη CLXII του 2011 για το νομικό καθεστώς και τις αποδοχές των δικαστών στην Ουγγαρία και σχετικά με την Πράξη CLXI του 2011 για την οργάνωση και διοίκηση των δικαστηρίων στην Ουγγαρία, σχετικά με την Πράξη CLI του 2011 για το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ουγγαρίας, σχετικά με τις βασικές πράξεις σε θέματα Δικαιοσύνης που τροποποιήθηκαν κατόπιν της γνωμοδότησης CDL-AD(2012)001 σχετικά με την Ουγγαρία, και σχετικά με την Πράξη για το δικαίωμα στην ελευθερία συνείδησης και θρησκείας και για το νομικό καθεστώς των εκκλησιών, δογμάτων και θρησκευτικών κοινοτήτων της Ουγγαρίας,

–  έχοντας υπόψη την κοινή γνωμοδότηση αριθ. CDL-AD(2012)012 της Επιτροπής της Βενετίας και του ΟΑΣΕ/ODIHR (Γραφείου Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) σχετικά με την Πράξη περί εκλογής των βουλευτών του ουγγρικού κοινοβουλίου,

–  έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της ουγγρικής κυβέρνησης αριθ. CDL(2012)072, CDL(2012)046 και CDL(2012)045 σχετικά με το σχέδιο γνωμοδότησης της Επιτροπής της Βενετίας για τις βασικές πράξεις περί Δικαιοσύνης που τροποποιήθηκαν μετά την έγκριση της γνωμοδότησης CDL-AD(2012)001, σχετικά με το σχέδιο κοινής γνωμοδότησης για την Πράξη περί εκλογής των βουλευτών του ουγγρικού κοινοβουλίου, και σχετικά με το σχέδιο γνωμοδότησης για την Πράξη CLI του 2011 σχετικά με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ουγγαρίας,

–  έχοντας υπόψη τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης, Thorbjørn Jagland, περιλαμβανομένων των συστάσεων για τη Δικαιοσύνη που περιλαμβάνονται στην επιστολή του της 24ης Απριλίου 2012 προς τον Ούγγρο Αναπληρωτή Πρωθυπουργό Tibor Navracsics,

–  έχοντας υπόψη τις απαντητικές επιστολές του κ. Navracsics στις 10 Μαΐου 2012 και στις 7 Ιουνίου 2012 που δηλώνουν την πρόθεση των ουγγρικών αρχών να λάβουν υπόψη τις συστάσεις του κ. Jagland,

–  έχοντας υπόψη την επιστολή που απέστειλε ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης, κ. Jagland, στον κ. Navracsics στις 6 Μαρτίου 2013, εκφράζοντας τις ανησυχίες του για την πρόταση Τέταρτης Τροπολογίας του Θεμελιώδους Νόμου και ζητώντας την αναβολή της τελικής ψηφοφορίας, και την απαντητική επιστολή του κ. Navracsics στις 7 Μαρτίου 2013,

–  έχοντας υπόψη την επιστολή που απέστειλαν οι Υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας, των Κάτω Χωρών, της Δανίας και της Φινλανδίας στον Πρόεδρο της Επιτροπής José Manuel Barroso, στις 6 Μαρτίου 2013, ζητώντας έναν μηχανισμό για την ενίσχυση της συμμόρφωσης των κρατών μελών προς τις θεμελιώδεις αξίες,

–  έχοντας υπόψη την επιστολή που απέστειλε ο Ούγγρος Υπουργός Εξωτερικών, κ. János Martonyi, σε όλους τους ομολόγους του των κρατών μελών της ΕΕ στις 8 Μαρτίου 2013, εξηγώντας σε τι αποσκοπεί η Τέταρτη Τροπολογία,

–  έχοντας υπόψη την επιστολή που απέστειλε ο κ. Barroso στον κ. Orbán, στις 8 Μαρτίου 2013, σχετικά με τις ανησυχίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε ό, τι αφορά την Τέταρτη Τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου, και την απαντητική επιστολή του κ. Orbán προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής, αντίγραφα της οποίας διαβιβάστηκαν τόσο στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Herman Van Rompuy όσο και στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Martin Schulz,

–  έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Barroso και του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης Jagland, της 11ης Μαρτίου 2013, με την οποία επισημαίνουν τις ανησυχίες τους για την Τέταρτη Τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου σε σχέση με την αρχή του κράτους δικαίου, και έχοντας υπόψη την επιβεβαίωση του Πρωθυπουργού Orbán, στην επιστολή του προς τον Πρόεδρο Barroso της 8ης Μαρτίου 2013, ως προς την απόλυτη προσήλωση της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου της Ουγγαρίας στους ευρωπαϊκούς κανόνες και αξίες,

–  έχοντας υπόψη την αίτηση που διαβίβασε ο κ. Martonyi στις 13 Μαρτίου 2013 στον κ. Jagland για γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με την Τέταρτη Τροπολογία του ουγγρικού Θεμελιώδους Νόμου,

–  έχοντας υπόψη τις δηλώσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη συνταγματική κατάσταση στην Ουγγαρία στο πλαίσιο της σχετικής συζήτησης στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις 17 Απριλίου 2013,

–  έχοντας υπόψη την επιστολή του επί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Επιτρόπου του Συμβουλίου της Ευρώπης Thomas Hammarberg προς τον κ. Martonyi, της 16ης Δεκεμβρίου 2011, που εκφράζει ανησυχίες για το θέμα του νέου ουγγρικού νόμου περί ελευθερίας της συνείδησης και της θρησκείας και περί του νομικού καθεστώτος των εκκλησιών, δογμάτων και θρησκευτικών κοινοτήτων, και έχοντας υπόψη την απάντηση του κ. Martonyi στις 12 Ιανουαρίου 2012,

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση αριθ. CommDH(2011)10 του επί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Επιτρόπου της 25ης Φεβρουαρίου 2011 σχετικά με την ουγγρική νομοθεσία για τα μέσα ενημέρωσης υπό το πρίσμα των προτύπων του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, καθώς και τον σχολιασμό της ανωτέρω γνωμοδότησης από τον Ούγγρο αναπληρωτή Υπουργό Κυβερνητικής Επικοινωνίας, στις 30 Μαΐου 2011,

–  έχοντας υπόψη τις δηλώσεις της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα (OHCHR) της 15ης Φεβρουαρίου 2012 και της 11ης Δεκεμβρίου 2012 με τις οποίες καλείται η Ουγγαρία αντιστοίχως να επανεξετάσει τη νομοθεσία που παρέχει τη δυνατότητα στις τοπικές αρχές να επιβάλλουν κυρώσεις στους αστέγους και να επιβεβαιώσει την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που αποποινικοποιεί την κατάσταση των αστέγων,

–  έχοντας υπόψη τις δηλώσεις της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα (OHCHR) της 15ης Μαρτίου 2013 με τις οποίες εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με την έγκριση της Τέταρτης Τροπολογίας του Θεμελιώδους Νόμου,

–  έχοντας υπόψη την υπό εξέλιξη διαδικασία επί παραβάσει για την υπόθεσης C-288/12 που κίνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ουγγαρίας σχετικά με τη νομιμότητα του τερματισμού της θητείας του πρώην Επιτρόπου προστασίας δεδομένων, που εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου,

–  έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Νοεμβρίου 2012 σχετικά με τη δραστική μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης των Ούγγρων δικαστών, και έχοντας υπόψη τη μεταγενέστερη έγκριση της πράξης αριθ. ΧΧ του 2013 για την τροποποίηση της πράξης CLXII του 2011 - που εγκρίθηκε από το ουγγρικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2013 - μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου,

–  έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ουγγαρίας της 16ης Ιουλίου 2012 (αριθ. 33/2012) για τη μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης των Ούγγρων δικαστών, της 28ης Δεκεμβρίου 2012 (αριθ. 45/2012) για τις μεταβατικές διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου, της 4ης Ιανουαρίου 2013 (αριθ. 1/2013) για την πράξη περί της εκλογικής διαδικασίας και της 26ης Φεβρουαρίου 2013 (αριθ. 6/2013) για την Πράξη περί της θρησκευτικής ελευθερίας και του νομικού καθεστώτος των εκκλησιών,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Εποπτικής Επιτροπής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης,,

–  έχοντας υπόψη τον Νόμο LXXII του 2013 σχετικά με τη θέσπιση νέων κανόνων και κανονισμών για την εποπτεία της εθνικής ασφάλειας· έχοντας υπόψη την επιστολή που απέστειλε στις 27 Μαΐου 2013 ο Δρ András Zs. Varga στον Δρ András Cser-Palkovics, πρόεδρο της Επιτροπής Συνταγματικών, Νομικών και Διαδικαστικών Υποθέσεων του ουγγρικού κοινοβουλίου, εκφράζοντας την ανησυχία του για τη νομοθεσία που εγκρίθηκε σχετικά με τη θέσπιση νέων κανόνων και κανονισμών για την εποπτεία της εθνικής ασφάλειας,

–  έχοντας υπόψη την επικείμενη αξιολόγηση της Τέταρτης Τροπολογίας τους Θεμελιώδους Νόμου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A7-0229/2013),

I - ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΚΥΒΕΥΟΝΤΑΙ<BR>Οι κοινές ευρωπαϊκές αξίες

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως αξίες τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ, τον αδιαμφισβήτητο σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών όπως ορίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR), και την αναγνώριση της νομικής ισχύος αυτών των δικαιωμάτων, ελευθεριών και αρχών, όπως αποδεικνύει περαιτέρω η προσεχής προσχώρηση της ΕΕ στην εν λόγω Σύμβαση δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 2 της ΣΕΕ·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κοινές αξίες που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ αποτελούν τον πυρήνα των δικαιωμάτων των ατόμων που ζουν στην ΕΕ, και ιδίως των πολιτών της ΕΕ, ανεξαρτήτως εθνικότητας και του πού θεωρούν ότι ανήκουν από άποψη πολιτισμού ή θρησκείας, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα άτομα αυτά μπορούν να απολαύουν πλήρως αυτών των δικαιωμάτων μόνον εφόσον γίνονται σεβαστές οι θεμελιώδεις αξίες και αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνεκτίμηση των αξιών που ορίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ σε πολιτικό και νομικό επίπεδο συνιστά απαραίτητο θεμέλιο της δημοκρατικής μας κοινωνίας και ότι, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη και όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να δεσμεύονται από αυτές με τρόπο σαφή και απερίφραστο·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σεβασμός και η προαγωγή αυτών των κοινών αξιών αποτελεί όχι μόνο ουσιώδες στοιχείο της ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ρητή υποχρέωση απορρέουσα από το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 5 της ΣΕΕ και, κατά συνέπεια, απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την ιδιότητα του κράτους μέλους της ΕΕ και για τη διατήρηση όλων των προνομίων της ιδιότητας του μέλους·

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι βάσει των «κριτηρίων της Κοπεγχάγης» υποχρεώσεις των υποψήφιων προς ένταξη χωρών εξακολουθούν να ισχύουν για τα κράτη μέλη και μετά την ένταξή τους στην ΕΕ δυνάμει του άρθρου 2 της ΣΕΕ και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, και ότι όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει, επομένως, να υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο για την επαλήθευση της διαρκούς συμμόρφωσής τους προς τις κοινές αξίες της ΕΕ·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 6 παράγραφος 3 της ΣΕΕ υπογραμμίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, συνιστούν γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δικαιώματα αυτά αποτελούν κοινή κληρονομιά και ισχύ των δημοκρατικών ευρωπαϊκών κρατών·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και δυνάμει του άρθρου 6 της ΣΕΕ, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει την ίδια νομική αξία με τις Συνθήκες και, κατά συνέπεια, οι αξίες και αρχές μετατρέπονται σε απτά και εκτελεστά δικαιώματα·

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 7 παράγραφος 1 της ΣΕΕ εκχωρεί στα θεσμικά όργανα της ΕΕ την αρμοδιότητα να διαπιστώνουν την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2, και να συνεργάζονται πολιτικά με το ενδιαφερόμενο κράτος με σκοπό την πρόληψη και επανόρθωση τυχόν παραβιάσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι, προτού προβεί στη διαπίστωση αυτή, το Συμβούλιο ακούει το εν λόγω κράτος μέλος, ενεργώντας με βάση την αυτή διαδικασία·

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της ΣΕΕ δεν επηρεάζεται από τους περιορισμούς του άρθρου 51 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το δε πεδίο του άρθρου 7 της ΣΕΕ δεν περιορίζεται στους τομείς πολιτικής που καλύπτονται από τη νομοθεσία της ΕΕ, και λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά συνέπεια, η ΕΕ δύναται να ενεργεί επίσης σε περίπτωση παραβίασης, ή κινδύνου σοβαρής παραβίασης, των κοινών αξιών σε τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών·

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που ορίζει το άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΕΕ, τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης, όπου περιλαμβάνονται και ο σεβασμός και η προαγωγή των κοινών αξιών της Ένωσης·

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σεβασμός των κοινών αξιών της Ένωσης συμβαδίζει με τη δέσμευση της ΕΕ υπέρ της ποικιλομορφίας, μέσα από την υποχρέωση της Ένωσης να σέβεται «την ισότητα των κρατών μελών έναντι των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή», δυνάμει των όσων ορίζει το άρθρο 4 παράγραφος 2 της ΣΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές θεμελιώδεις αξίες που ορίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να αντιπαρατίθενται στην υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 4 της ΣΕΕ, αλλά αποτελούν το βασικό πλαίσιο εντός του οποίου τα κράτη μέλη μπορούν να διαφυλάσσουν και να αναπτύσσουν την εθνική τους ταυτότητα·

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο πλαίσιο των Συνθηκών, ο σεβασμός της «εθνικής ταυτότητας» (άρθρο 4 παράγραφος 2 της ΣΕΕ) και των «διαφορετικών νομικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατών μελών» (άρθρο 67 της ΣΛΕΕ) συνδέονται άρρηκτα με τις αρχές της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ), της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (άρθρα 81 και 82 της ΣΛΕΕ), καθώς και με τον σεβασμό της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας (άρθρο 3 παράγραφος 3 της ΣΕΕ)·

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η παραβίαση των κοινών αρχών και αξιών της Ένωσης από ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογείται ως υπαγορευόμενη από εθνικές παραδόσεις ούτε ως έκφραση μιας εθνικής ταυτότητας, όταν οδηγεί σε επιδείνωση των αρχών, όπως οι δημοκρατικές αξίες, το κράτος δικαίου ή η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, που αποτελούν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και, συνεπώς, κάθε επίκληση του άρθρου 4 παράγραφος 2 της ΣΕΕ ισχύει μόνον εφόσον το κράτος μέλος σέβεται τις αξίες που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ·

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σκοπός της Ένωσης να προβάλλει και να προωθεί τις αξίες της στο πλαίσιο των σχέσεών της με τον υπόλοιπο κόσμο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 4 της ΣΕΕ, ενισχύεται περαιτέρω από την ειδική υποχρέωση να έχουν οι ενέργειες της Ένωσης στη διεθνή σκηνή ως γνώμονα τις αρχές που διέπουν την ίδρυση, την ανάπτυξη και τη διεύρυνσή της: δημοκρατία, κράτος δικαίου και οικουμενικότητα και αδιαίρετο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών (άρθρο 21 παράγραφος 1 της ΣΕΕ)·

ΙΕ .  λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά συνέπεια, όχι μόνο η αξιοπιστία των κρατών μελών και της ΕΕ στη διεθνή σκηνή, αλλά και οι στόχοι της Ένωσης στον τομέα της εξωτερικής της δράσης θα υπονομεύονταν εάν τα κράτη μέλη δεν ήταν σε θέση ή δεν ήταν πρόθυμα να συμμορφώνονται προς τα πρότυπα για τα οποία έχουν συμφωνήσει και αυτοδεσμευθεί στο πλαίσιο των Συνθηκών·

ΙΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σεβασμός του ίδιου συνόλου θεμελιωδών αξιών από τα κράτη μέλη αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, κατά συνέπεια, της σωστής λειτουργία της αμοιβαίας αναγνώρισης, που αποτελεί τον πυρήνα της δημιουργίας και της ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς και του ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως εκ τούτου, κάθε απόπειρα μη σεβασμού ή αποδυνάμωσης των κοινών αυτών αξιών επηρεάζει αρνητικά ολόκληρο το οικοδόμημα της ευρωπαϊκής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ολοκλήρωσης·

ΙΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κοινές αξίες που ορίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και διακηρύσσονται στα Προοίμια των Συνθηκών και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και μνημονεύονται στο Προοίμιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR) και στο άρθρο 3 του καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης, απαιτούν διάκριση των εξουσιών μεταξύ ανεξάρτητων θεσμών θεμελιωμένων σε ένα εύρυθμο σύστημα αμοιβαίων ελέγχων και ισορροπιών, και λαμβάνοντας υπόψη ότι στα βασικά χαρακτηριστικά ενός τέτοιου συστήματος περιλαμβάνονται: ο σεβασμός της νομιμότητας, περιλαμβανομένης μιας διαφανούς, υπεύθυνης και δημοκρατικής διεργασίας θέσπισης νόμων, η ασφάλεια δικαίου, ένα στέρεο σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας θεμελιωμένο στις ελεύθερες εκλογές και σεβόμενο τα δικαιώματα της αντιπολίτευσης, ο αποτελεσματικός έλεγχος της συνταγματικότητας της νομοθεσίας, η αποτελεσματική, διαφανής, συμμετοχική και υπεύθυνη διακυβέρνηση και διαχείριση, η ανεξάρτητη και αμερόληπτη δικαιοσύνη, τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων·

ΙΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 17 της ΣΕΕ, «μεριμνά για την εφαρμογή των Συνθηκών ... [και] επιβλέπει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης»·

Οι μεταρρυθμίσεις στην Ουγγαρία

ΙΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ουγγαρία ήταν η πρώτη πρώην κομμουνιστική χώρα που εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR) κι ότι, ως κράτος μέλος της ΕΕ, ήταν η πρώτη που κύρωσε τη Συνθήκη της Λισαβόνας στις 17 Δεκεμβρίου 2007· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ουγγαρία διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στις εργασίες για τη Σύμβαση και τη Διακυβερνητική Διάσκεψη το 2003 και το 2004 σε ό, τι αφορά, μεταξύ άλλων, τη σύνταξη του άρθρου 2 της ΣΕΕ και ότι ανέλαβε την πρωτοβουλία που είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθούν τα δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες·

Κ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στη μακραίωνη ιστορία της Ουγγαρίας, η ειρηνική συνύπαρξη των διαφόρων εθνικοτήτων και εθνοτήτων συνέβαλε στον πολιτιστικό πλούτο και την ευημερία του έθνους· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ουγγαρία πρέπει να κληθεί να συνεχίσει αυτή την παράδοση και να καταπολεμήσει αποφασιστικά όλες τις απόπειρες εισαγωγής διακρίσεων σε βάρος μεμονωμένων ομάδων·

ΚΑ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ουγγαρία είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και σε άλλα διεθνή νομικά κείμενα που την υποχρεώνουν να σέβεται και να εφαρμόζει τις διεθνείς δημοκρατικές αρχές·

ΚΒ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά τις γενικές εκλογές του 2010 στην Ουγγαρία, η κυβερνητική πλειοψηφία κέρδισε πάνω από τα δυο τρίτα των εδρών στο κοινοβούλιο, πράγμα που της επέτρεψε να ξεκινήσει γρήγορα μια εντατική νομοθετική δραστηριότητα με σκοπό να αναμορφώσει την όλη συνταγματική τάξη της χώρας (το πρώην Σύνταγμα τροποποιήθηκε δώδεκα φορές και ο Θεμελιώδης Νόμος τέσσερις φορές μέχρι σήμερα), με αποτέλεσμα να μεταβληθούν ουσιωδώς το θεσμικό και νομικό πλαίσιο και ορισμένες βασικές πτυχές όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού βίου·

ΚΓ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι απολύτως ελεύθερο να αναθεωρήσει το σύνταγμά του και ότι η πραγματική έννοια της δημοκρατικής εναλλαγής είναι ότι επιτρέπει σε μια νέα κυβέρνηση να θεσπίσει νομοθεσία που απηχεί τη βούληση του λαού, τις δικές της αξίες και πολιτικές δεσμεύσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζονται με τον τρόπο αυτό οι αξίες και οι αρχές της δημοκρατίας και το κράτος δικαίου που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση· λαμβάνοντας υπόψη ότι σε όλα τα κράτη μέλη οι ειδικές συνταγματικές διαδικασίες δυσχεραίνουν την τροποποίηση του συντάγματος σε σύγκριση με τις διαδικασίες που διέπουν τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, συγκεκριμένα με την προσφυγή στην ειδική πλειοψηφία, επιπρόσθετες διαδικασίες λήψης αποφάσεων, χρονικές καθυστερήσεις και δημοψηφίσματα·

ΚΔ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η ιστορία των δημοκρατικών παραδόσεων στην Ευρώπη δείχνει ότι η μεταρρύθμιση ενός συντάγματος απαιτεί άκρα προσοχή και δέοντα σεβασμό προς τις διαδικασίες και τις εγγυήσεις που αποσκοπούν στη διαφύλαξη, μεταξύ άλλων, του κράτους δικαίου, της διάκρισης των εξουσιών και της ιεράρχησης των κανόνων δικαίου – με το σύνταγμα να αποτελεί τον υπέρτατο νόμο της χώρας·

ΚΕ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι το μέγεθος των συνολικών και συστηματικών συνταγματικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες η νέα κυβέρνηση και το κοινοβούλιο της Ουγγαρίας έφεραν εις πέρας σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα είναι χωρίς προηγούμενο και εξηγεί τον λόγο για τον οποίο τόσο πολλά θεσμικά όργανα και οργανισμοί της Ευρώπης (Ευρωπαϊκή Ένωση, Συμβούλιο της Ευρώπης, ΟΑΣΕ) θεώρησαν απαραίτητο να αξιολογήσουν τις επιπτώσεις ορισμένων μεταρρυθμίσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρέπει να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στην αντιμετώπιση των κρατών μελών, άρα η κατάσταση σε άλλα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να τεθεί υπό επίβλεψη, με παράλληλο σεβασμό της αρχής της ισότητας των κρατών μελών έναντι των Συνθηκών·

ΚΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι χρειάζεται ένα διάλογος βασισμένος στη διαφάνεια, τη συμμετοχή, την αλληλεγγύη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των ουγγρικών αρχών, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας κοινότητας δημοκρατικών αξιών·

ΚΖ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της άσκησης της αρμοδιότητάς της να εποπτεύει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, πρέπει να ενεργεί στο ύψιστο επίπεδο ικανότητας και με σεβασμό της ανεξαρτησίας και να δρα άμεσα, με επιμέλεια και χωρίς καθυστέρηση, ιδίως όταν πρόκειται για περιπτώσεις πιθανής σοβαρής παραβίασης των αξιών της Ένωσης από ένα κράτος μέλος·

Ο Θεμελιώδης Νόμος και οι μεταβατικές διατάξεις του

ΚΗ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η έγκριση του ουγγρικού Θεμελιώδους Νόμου στις 18 Απριλίου 2011 - αποκλειστικά με τις ψήφους των μελών του κυβερνητικού συνασπισμού και βάσει σχεδίου κειμένου που είχε εκπονηθεί από εκπροσώπους του κυβερνητικού συνασπισμού - έγινε στο σύντομο χρονικό διάστημα των 35 ημερολογιακών ημερών από την υποβολή της πρότασης (T/2627) στο κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα να είναι περιορισμένες οι δυνατότητες για ενδελεχή και ουσιαστική συζήτηση για το σχέδιο κειμένου με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και την κοινωνία των πολιτών·

ΚΘ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι σχέδιο συντάγματος που υποβλήθηκε στο ουγγρικό κοινοβούλιο στις 14 Μαρτίου 2011 ήταν εκείνο που κατάρτισαν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του συνασπισμού FIDESZ-KDNP και όχι το έγγραφο εργασίας που βασιζόταν στις συζητήσεις που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της ad hoc κοινοβουλευτικής επιτροπής, μολονότι η επιτροπή αυτή είχε συσταθεί ρητά για την εκπόνηση του νέου Θεμελιώδους Νόμου, γεγονός που έρχεται να προστεθεί στην έλλειψη διαβουλεύσεων με την αντιπολίτευση·

Λ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η «εθνική διαβούλευση» για το σύνταγμα συνίστατο σε έναν κατάλογο δώδεκα ερωτήσεων για πολύ ειδικά ζητήματα που εκπονήθηκε από το κυβερνών κόμμα έτσι ώστε οι απαντήσεις να είναι αυτονόητες και ότι η διαβούλευση δεν περιελάμβανε το κείμενο του σχεδίου Θεμελιώδους Νόμου·

ΛΑ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατόπιν συνταγματικής αναφοράς του Ούγγρου Επιτρόπου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ουγγαρίας ακύρωσε, στις 28 Δεκεμβρίου 2012 (απόφαση αριθ. 45/2012) πάνω από τα δυο τρίτα των μεταβατικών διατάξεων, με το σκεπτικό ότι δεν είχαν μεταβατικό χαρακτήρα·

ΛΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Τέταρτη Τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου, που εγκρίθηκε στις 11 Μαρτίου 2013, ενσωματώνει στο κείμενο του Θεμελιώδους Νόμου τις περισσότερες από τις μεταβατικές διατάξεις που ακύρωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως και άλλες διατάξεις οι οποίες παλαιότερα είχαν κριθεί αντισυνταγματικές·

Η εκτεταμένη χρήση βασικών νόμων

ΛΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Θεμελιώδης Νόμος της Ουγγαρίας αναφέρει 26 πεδία που πρέπει να ρυθμιστούν με βασικούς νόμους (δηλαδή με νόμους των οποίων η έγκριση απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων), τα οποία καλύπτουν ευρύ φάσμα ζητημάτων για το θεσμικό σύστημα της Ουγγαρίας, την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και σημαντικές ρυθμίσεις που αφορούν την κοινωνία·

ΛΔ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, από τη στιγμή που εγκρίθηκε ο Θεμελιώδης Νόμος, το κοινοβούλιο έχει θεσπίσει 49 βασικούς νόμους(6) (μέσα σε ενάμισι έτος)·

ΛΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα θέματα, όπως συγκεκριμένες πτυχές του οικογενειακού δικαίου και του φορολογικού και του συνταξιοδοτικού συστήματος, τα οποία κατά κανόνα εμπίπτουν στη συνήθη νομοθετική διαδικασία, ρυθμίζονται με βασικούς νόμους·

Εσπευσμένες νομοθετικές διαδικασίες, πρακτική των νομοσχεδίων από μεμονωμένους βουλευτές, κοινοβουλευτική συζήτηση

ΛΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι σημαντικά νομοθετήματα, μεταξύ άλλων ο Θεμελιώδης Νόμος, η Δεύτερη και η Τέταρτη Τροπολογία του, οι μεταβατικές διατάξεις και ορισμένοι βασικοί νόμοι, εγκρίθηκαν βάσει νομοσχεδίων που υποβλήθηκαν από μεμονωμένους βουλευτές και για τα οποία δεν ισχύουν οι προϋποθέσεις της Πράξης CXXXI του 2010 περί συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών στην προπαρασκευή της νομοθεσίας, και του Διατάγματος 24/2011 του Υπουργού Δημόσιας Διοίκησης και Δικαιοσύνης περί προκαταρκτικής και μεταγενέστερης αξιολόγησης επιπτώσεων, με αποτέλεσμα η νομοθεσία που εγκρίνεται με αυτή τη διαδικασία να υπόκειται σε περιορισμένη δημόσια συζήτηση·

ΛΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η έγκριση μεγάλου αριθμού βασικών νόμων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων που αφορούν το νομικό καθεστώς και τις αποδοχές των Ούγγρων δικαστών και την οργάνωση και διοίκηση των ουγγρικών δικαστηρίων, καθώς και των πράξεων που αφορούν την ελευθερία θρησκείας και πεποιθήσεων και την Εθνική Τράπεζα Ουγγαρίας, περιορίζει αναπόφευκτα τις δυνατότητες για μια σωστή διαβούλευση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και την κοινωνία των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, οργανώσεων εργοδοτών, συνδικαλιστικών ενώσεων και ομάδων συμφερόντων·

ΛΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Πράξη XXXVI του 2012 σχετικά με την Εθνοσυνέλευση εκχωρεί στον εκπρόσωπο του Κοινοβουλίου εκτεταμένη διακριτική εξουσία να περιορίζει την ελεύθερη έκφραση των βουλευτών στο κοινοβούλιο·

Αποδυνάμωση των ελέγχων και ισορροπιών: Συνταγματικό Δικαστήριο, Κοινοβούλιο, Αρχή Προστασίας Δεδομένων

ΛΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, δυνάμει του Θεμελιώδους Νόμου, θεσπίστηκε η δυνατότητα υποβολής δύο νέων ειδών συνταγματικής καταγγελίας στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ενώ καταργήθηκε η actio popularis (λαϊκή αγωγή) για εκ των υστέρων έλεγχο·

M.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Νόμος LXXII του 2013 σχετικά με τη θέσπιση νέων κανόνων και κανονισμών για την εποπτεία της εθνικής ασφάλειας δημοσιεύθηκε στις 3 Ιουνίου 2013· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εν λόγω νόμος εγείρει ανησυχίες, τις οποίες διατύπωσε ο αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας, σχετικά με τον σεβασμό της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής·

ΜA.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, δυνάμει του Θεμελιώδους Νόμου, οι εξουσίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου να ελέγχει εκ των υστέρων τη συνταγματικότητα των νόμων που αφορούν τον προϋπολογισμό ως προς την ουσία τους περιορίστηκαν κατ’ ουσίαν στις παραβιάσεις ενός εξαντλητικού καταλόγου δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ο έλεγχος συνταγματικότητας σε περιπτώσεις παραβίασης άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και του δικαιώματος ίσης μεταχείρισης·

ΜB.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Τέταρτη Τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου άφησε άθικτο το ήδη υφιστάμενο δικαίωμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου να ελέγχει τις τροπολογίες του Θεμελιώδους Νόμου από άποψη διαδικασίας, και λαμβάνοντας υπόψη ότι αποκλείει να έχει στο μέλλον το Συνταγματικό Δικαστήριο το δικαίωμα να ελέγχει τις συνταγματικές τροπολογίες από άποψη ουσίας·

ΜΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο, στην προαναφερθείσα απόφαση 45/2012, κρίνει ότι «η συνταγματική νομιμότητα δεν απαιτεί μόνο διαδικαστική, τυπική και δημοσιοδικαϊκή εγκυρότητα, αλλά και ουσιαστική. Τα συνταγματικά κριτήρια ενός δημοκρατικού κράτους που διέπεται από τις αρχές του κράτους δικαίου συνιστούν ταυτόχρονα συνταγματικές αξίες, αρχές και θεμελιώδεις δημοκρατικές ελευθερίες που κατοχυρώνονται σε διεθνείς συνθήκες και είναι παραδεκτές και αναγνωρισμένες από κοινότητες δημοκρατικών κρατών στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, όπως και του ius cogens (αναγκαστικού κανόνα), που ισοδυναμεί εν μέρει με τα προαναφερθέντα. Κατά περίπτωση, το Συνταγματικό Δικαστήριο δύναται ακόμη και να ελέγχει την ελεύθερη εφαρμογή και ενσωμάτωση στο σύνταγμα των ουσιαστικών απαιτήσεων, εγγυήσεων και αξιών ενός δημοκρατικού κράτους δυνάμει των αρχών του κράτους δικαίου.» (σημείο IV.7 της Απόφασης)·

ΜΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Τέταρτη Τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου ορίζει περαιτέρω ότι οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Θεμελιώδους Νόμου ακυρώνονται, με αποτέλεσμα να είναι ρητά αντίθετη προς την απόφαση 22/2012 του Συνταγματικού Δικαστηρίου στην οποία το δικαστήριο διαπίστωσε ότι παραμένουν έγκυρες οι δηλώσεις στις οποίες είχε προβεί σχετικά με τις θεμελιώδεις αξίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες καθώς και σχετικά με τους συνταγματικούς θεσμούς που δεν τροποποιήθηκαν ουσιωδώς από τον Θεμελιώδη Νόμο· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Τέταρτη Τροπολογία επανεισήγαγε στον Θεμελιώδη Νόμο ορισμένες διατάξεις οι οποίες παλαιότερα είχαν κριθεί αντισυνταγματικές από το Συνταγματικό Δικαστήριο·

ΜΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα μη κοινοβουλευτικό όργανο, το Συμβούλιο Προϋπολογισμού, με περιορισμένη δημοκρατική νομιμότητα, έλαβε την εξουσία να ασκεί βέτο στην έγκριση του γενικού προϋπολογισμού, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το πεδίο του δημοκρατικά εκλεγμένου νομοθετικού σώματος και να παρέχεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η δυνατότητα να διαλύει το κοινοβούλιο·

ΜΣT.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα Πράξη περί Ελεύθερης Ενημέρωσης, που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2011, κατάργησε τον θεσμό του Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων και Ελεύθερης Ενημέρωσης, τερματίζοντας έτσι πρόωρα την εξαετή εντολή του Επιτρόπου και μεταβιβάζοντας τις εξουσίες του στη νεοσυσταθείσα Εθνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω αλλαγές ελέγχονται επί του παρόντος από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

ΜZ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ουγγαρίας στις 8 Ιουνίου 2012, δηλώνοντας ότι η Ουγγαρία αμέλησε να τηρήσει τις εκ της οδηγίας 95/46/ΕΚ υποχρεώσεις της όταν έπαυσε τον Επόπτη της Προστασίας Δεδομένων από τα καθήκοντά του πριν από το τέλος της εντολής του, με αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η ανεξαρτησία του θεσμού·

Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης

ΜH.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, δυνάμει του Θεμελιώδους Νόμου και των μεταβατικών του διατάξεων, η εξαετής εντολή του πρώην Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου (που μετονομάσθηκε σε «Kúria») τερματίσθηκε πρόωρα μετά από δύο έτη·

ΜΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στις 2 Ιουλίου 2012, το ουγγρικό κοινοβούλιο τροποποίησε τους βασικούς νόμους για τη δικαιοσύνη (Πράξη CLXI του 2011 περί οργάνωσης και διοίκησης των δικαστηρίων και Πράξη CLXII του 2011 περί του νομικού καθεστώτος και των αποδοχών των δικαστών), εφαρμόζοντας εν μέρει τις συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας·

N.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι βασικές εγγυήσεις για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, όπως η μονιμότητα, η εγγυημένη διάρκεια της θητείας και η διάρθρωση και η σύνθεση των διοικητικών οργάνων, δεν ρυθμίζονται από τον Θεμελιώδη Νόμο αλλά εξακολουθούν να ορίζονται - μαζί με λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την οργάνωση και τη διοίκηση της Δικαιοσύνης - από τους τροποποιηθέντες βασικούς νόμους·

ΝA.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Θεμελιώδης Νόμος της Ουγγαρίας δεν προβλέπει την ανεξαρτησία του Συνταγματικού Δικαστηρίου ούτε την ανεξαρτησία της διοίκησης του δικαστικού σώματος·

ΝB.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η τροπολογία των βασικών νόμων για τη δικαιοσύνη σε ό, τι αφορά την εξουσία του προέδρου της Εθνικής Δικαστικής Αρχής να μεταβιβάζει υποθέσεις σε άλλο δικαστήριο χάριν της εκδίκασης των υποθέσεων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος δεν ορίζει αντικειμενικά κανονιστικά κριτήρια για την επιλογή των προς μεταβίβαση υποθέσεων·

ΝΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά την έναρξη ισχύος του Θεμελιώδους Νόμου, των μεταβατικών διατάξεών του και της βασικής Πράξης αριθ. CLXII του 2011 περί του νομικού καθεστώτος και των αποδοχών των δικαστών, το όριο υποχρεωτικής συνταξιοδότησης των δικαστών μειώθηκε από τα 70 στα 62 έτη·

ΝΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η, εκδοθείσα στις 6 Νοεμβρίου 2012, Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι η ριζική μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης των Ούγγρων δικαστών καθώς και των εισαγγελέων και συμβολαιογράφων από τα 70 στα 62 έτη συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση για λόγους ηλικίας, και λαμβάνοντας υπόψη ότι στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποβλήθηκαν, στις 20 Ιουνίου 2012, δύο καταγγελίες από δύο ομάδες Ούγγρων δικαστών που ζητούν την έκδοση απόφασης που να διαπιστώνει την παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από την ουγγρική νομοθεσία περί μείωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών·

ΝΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στις 11 Μαρτίου 2013, το ουγγρικό κοινοβούλιο ενέκρινε την Πράξη αριθ. XX του 2013 που τροποποιεί το ανώτατο όριο ηλικίας βάσει, εν μέρει, της απόφασης του ουγγρικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 2012 και της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Νοεμβρίου 2012·

Η εκλογική μεταρρύθμιση

ΝΣT.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η κυβερνητική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο προέβη σε μονομερή μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος χωρίς να επιδιώξει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης·

ΝZ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο πλαίσιο της πρόσφατης εκλογικής μεταρρύθμισης, το ουγγρικό κοινοβούλιο ενέκρινε, στις 26 Νοεμβρίου 2012, βάσει πρότασης νόμου που υποβλήθηκε από μεμονωμένο βουλευτή, την Πράξη για την εκλογική διαδικασία, με σκοπό να αντικατασταθεί η προηγούμενη αυτόματη εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους όλων των πολιτών που κατοικούν στην Ουγγαρία από ένα σύστημα εκούσιας εγγραφής ως προϋπόθεση για την άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ψήφου·

ΝH.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Δεύτερη Τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου που θεσπίζει την απαίτηση εγγραφής των εκλογέων κατατέθηκε ως πρόταση νόμου από μεμονωμένο βουλευτή την ίδια μέρα με το νομοσχέδιο για την εκλογική διαδικασία, συγκεκριμένα στις 18 Σεπτεμβρίου 2012, και εγκρίθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2012·

ΝΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή της Βενετίας και ο ΟΑΣΕ/ODIHR (Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) κατάρτισαν από κοινού γνωμοδότηση σχετικά με την Πράξη περί εκλογής των βουλευτών του ουγγρικού κοινοβουλίου στις 15 και 16 Ιουνίου 2012·

Ξ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά την αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας στις 6 Δεκεμβρίου 2012, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση εγγραφής συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματος ψήφου των μόνιμων κατοίκων Ουγγαρίας κα ότι, κατά συνέπεια, είναι αντισυνταγματική·

ΞA.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και έκρινε δικαιολογημένη την εγγραφή πολιτών που διαμένουν στο εξωτερικό, εντούτοις, το Συνταγματικό Δικαστήριο, στην απόφασή του της 4ης Ιανουαρίου 2013, απεφάνθη ακόμη ότι ο αποκλεισμός της δυνατότητας προσωπικής εγγραφής των εκλογέων που ζουν στην Ουγγαρία αλλά δεν διαθέτουν διεύθυνση κατοικίας συνιστά διάκριση κι ότι οι διατάξεις που επιτρέπουν τη δημοσίευση πολιτικών διαφημίσεων μόνο σε δημόσια μέσα ενημέρωσης κατά τις προεκλογικές εκστρατείες και οι κανόνες που απαγορεύουν τη δημοσίευση δημοσκοπήσεων της κοινής γνώμης τις έξι τελευταίες ημέρες πριν από τις εκλογές περιορίζουν δυσανάλογα την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του Τύπου·

Η νομοθεσία για τα μέσα ενημέρωσης

ΞB.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως θεμελιώδεις αξίες τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου και συνεπώς εγγυάται και προάγει την ελευθερία της έκφρασης και της ενημέρωσης όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR), και λαμβάνοντας υπόψη ότι στα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνονται η ελευθερία έκφρασης της γνώμης και η ελευθερία λήψης και κοινοποίησης πληροφοριών χωρίς έλεγχο, ανάμειξη ή πίεση εκ μέρους των δημόσιων αρχών·

ΞΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αποφανθεί ότι υπάρχει θετική υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης, δυνάμει του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR), και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διατάξεις της Σύμβασης είναι παρεμφερείς με αυτές του άρθρου 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ως μέρος του κοινοτικού κεκτημένου·

ΞΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μια αυτόνομη και ισχυρή δημόσια σφαίρα, βασισμένη σε ανεξάρτητα και πλουραλιστικά μέσα ενημέρωσης, αποτελεί το αναγκαίο περιβάλλον εντός του οποίου μπορούν να αναπτυχθούν οι συλλογικές ελευθερίες της κοινωνίας των πολιτών - όπως το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι - και οι ατομικές ελευθερίες - όπως η ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα πρόσβασης στην ενημέρωση - και ότι θα πρέπει οι δημοσιογράφοι να είναι ελεύθεροι από πιέσεις ιδιοκτητών, διευθυντών και κυβερνήσεων, καθώς και από οικονομικές απειλές·

ΞΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο ΟΑΣΕ, με δηλώσεις, ψηφίσματα, συστάσεις, γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις σχετικά με την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, τον πλουραλισμό και τη συγκέντρωση, δημιούργησαν ένα σημαντικό σύνολο κοινών πανευρωπαϊκών ελάχιστων προδιαγραφών σε αυτό το πεδίο·

ΞΣT.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη έχουν καθήκον να προάγουν και να προστατεύουν διαρκώς την ελευθερία της γνώμης, της έκφρασης, της ενημέρωσης και ότι, εάν οι ελευθερίες αυτές αντιμετωπίσουν σοβαρό κίνδυνο ή παραβιασθούν σε κάποιο κράτος μέλος, η Ένωση οφείλει να παρέμβει έγκαιρα και αποτελεσματικά δυνάμει των αρμοδιοτήτων της όπως αυτές κατοχυρώνονται στις Συνθήκες και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, για να προστατεύσει την ευρωπαϊκή δημοκρατική και πλουραλιστική τάξη και τα θεμελιώδη δικαιώματα·

ΞZ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένα εκφράσει την ανησυχία του για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, τον πλουραλισμό και τη συγκέντρωση στην ΕΕ και στα κράτη μέλη της·

ΞH.  λαμβάνοντας υπόψη ότι κριτική σε ορισμένες διατάξεις του ουγγρικού νόμου για τα μέσα ενημέρωσης έχουν ασκήσει το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή, ο Εκπρόσωπος του ΟΑΣΕ για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης και ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για την προστασία της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης, καθώς και μεγάλος αριθμός διεθνών και εθνικών δημοσιογραφικών οργανώσεων, συντακτών και εκδοτών, ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών, όπως και κράτη μέλη·

ΞΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι κριτική ασκήθηκε κυρίως σε σχέση με την έγκριση νομοθετημάτων βάσει της κοινοβουλευτικής διαδικασίας των νομοσχεδίων που κατατίθενται από μεμονωμένους βουλευτές, την άκρως ιεραρχική δομή της εποπτείας των μέσων ενημέρωσης, τη διαχειριστική αρχή του Προέδρου της Ρυθμιστικής Αρχής, την απουσία διατάξεων για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Αρχής, την εκτεταμένη εποπτική και πειθαρχική εξουσία της Αρχής, τον σημαντικό αντίκτυπο ορισμένων διατάξεων στο περιεχόμενο του προγραμματισμού, την απουσία ειδικού κανονισμού για τα μέσα ενημέρωσης, την αδιαφάνεια στη διαδικασία υποβολής προσφορών για αδειοδότηση, και την αοριστία κανόνων που ενδέχεται να οδηγήσουν σε αυθαίρετη εφαρμογή και επιβολή·

O.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο ψήφισμά του της 10ης Μαρτίου 2011 σχετικά με τον νόμο για τα μέσα ενημέρωσης στην Ουγγαρία, το Κοινοβούλιο τόνισε ότι ο ουγγρικός νόμος για τα μέσα ενημέρωσης θα πρέπει να ανασταλεί επειγόντως και να επανεξετασθεί βάσει των σχολίων και προτάσεων της Επιτροπής, του ΟΑΣΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να συνεχίσει να εποπτεύει στενά και να αξιολογεί τη συμμόρφωση του ουγγρικού νόμου για τα μέσα ενημέρωσης, όπως τροποποιείται, προς την ευρωπαϊκή νομοθεσία και ιδιαίτερα προς τις διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·

ΟA.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης τόνισε την ανάγκη τροποποίησης της νομοθεσίας προκειμένου να διορθωθούν οι παραβιάσεις της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης, όπως οι οδηγίες για τις πληροφορίες και την κάλυψη που θα πρέπει να παρέχουν όλα οι πάροχοι μέσων ενημέρωσης, την επιβολή κυρώσεων στα μέσα ενημέρωσης, τους προληπτικούς περιορισμούς στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης υπό μορφή απαιτήσεων και εξαιρέσεων στο θέμα της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών, και λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως προς την ανεξαρτησία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης, ο Επίτροπος έχει διατυπώσει την ανάγκη διόρθωσης προβλημάτων όπως είναι οι αποδυναμωμένες συνταγματικές εγγυήσεις του πλουραλισμού, η έλλειψη ανεξαρτησίας των κανονιστικών φορέων που είναι αρμόδιοι για τα μέσα ενημέρωσης, η απουσία εγγυήσεων για την ανεξαρτησία των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών και η απουσία αποτελεσματικών μέσων προσφυγής σε εθνικό επίπεδο για τους συντελεστές των μέσων ενημέρωσης κατά των οποίων το Συμβούλιο Μέσων Ενημέρωσης εκδίδει αποφάσεις·

ΟB.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή εξέφρασε ανησυχίες ως προς τη συμβατότητα του ουγγρικού νόμου για τα μέσα ενημέρωσης με την οδηγία για τις Υπηρεσίες Οπτικοακουστικών Μέσων και με το κοινοτικό κεκτημένο εν γένει, ιδίως σε σχέση με την υποχρέωση παροχής ισορροπημένης κάλυψης που ισχύει για όλους τους παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, κι ότι επίσης η Επιτροπή έχει θέσει το ερώτημα κατά πόσον ο νόμος αυτός συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας και σέβεται το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της ενημέρωσης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, την αρχή της χώρας καταγωγής και τις απαιτήσεις περί καταχώρισης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι, τον Μάρτιο του 2012, μετά από διαπραγματεύσεις με την Επιτροπή, το ουγγρικό κοινοβούλιο τροποποίησε τον νόμο για να διορθώσει τα σημεία που είχε επισημάνει η Επιτροπή·

ΟΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ΟΑΣΕ έχει εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το ουσιαστικό και εδαφικό πεδίο εφαρμογής της ουγγρικής νομοθεσίας, την πολιτικώς ομοιογενή σύνθεση της Αρχής Μέσων Ενημέρωσης και του Συμβουλίου Μέσων Ενημέρωσης, τις δυσανάλογες κυρώσεις που επιβάλλονται, την απουσία αυτόματης διαδικασίας για την αναστολή μιας κύρωσης σε περίπτωση έφεσης κατά της απόφασης της Αρχής Μέσων Ενημέρωσης, την παραβίαση της αρχής του απορρήτου των δημοσιογραφικών πηγών και την προστασία των οικογενειακών αξιών·

ΟΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συστάσεις του ΟΑΣΕ(7) ζητούν μεταξύ άλλων την κατάργηση των νομικών απαιτήσεων περί ισορροπημένης κάλυψης και των λοιπών διατάξεων περί περιεχομένου, τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των συντακτών, την εξασφάλιση ότι διαφορετικοί κανόνες θα ρυθμίζουν διαφορετικές μορφές μέσων ενημέρωσης - έντυπα, ραδιοτηλεοπτικά και επιγραμμικά - την κατάργηση όσων απαιτήσεων καταχώρισης θεωρούνται υπερβολικές, τη διασφάλιση ότι ο ρυθμιστικός φορέας θα είναι ανεξάρτητος και ικανός, την εξασφάλιση αντικειμενικότητας και πλουραλιστικού πνεύματος στη διαδικασία διορισμού των οργάνων που θα διοικούν τον τομέα των μέσων ενημέρωσης, τη μη υπαγωγή των έντυπων μέσων ενημέρωσης στη δικαιοδοσία του ρυθμιστικού φορέα και την αποτελεσματική ενθάρρυνση της αυτορρύθμισης·

ΟΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρόλο που οι νόμοι τροποποιήθηκαν το 2011 μετά από διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι ότι, τον Μάιο του 2012, μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του Δεκεμβρίου 2011 η οποία ανέτρεψε αρκετές διατάξεις ως αντισυνταγματικές όσον αφορά τον κανονισμό για το περιεχόμενο του έντυπου Τύπου, την προστασία των πηγών των δημοσιογράφων, την απαίτηση παροχής δεδομένων και τον θεσμό του Επιτρόπου Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνιών, ο Εκπρόσωπος του ΟΑΣΕ για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης κατέκρινε την κατάθεση και έγκριση διαφόρων τροπολογιών μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους κύκλους και το ότι θεμελιώδη στοιχεία της νομοθεσίας δεν βελτιώθηκαν, ιδίως το θέμα του διορισμού του προέδρου και των μελών της Αρχής Μέσων Ενημέρωσης και του Συμβουλίου Μέσων Ενημέρωσης, τις αρμοδιότητές τους για το περιεχόμενο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, την επιβολή υψηλών προστίμων και την απουσία εγγυήσεων για την οικονομική και συντακτική ανεξαρτησία των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων·

ΟΣT.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και επικρότησε την τροποποίηση της νομοθεσίας για τα μέσα ενημέρωσης που εγκρίθηκε τον Μάρτιο του 2011, ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για την προαγωγή και την προστασία της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης τόνισε την ανάγκη αντιμετώπισης των υπόλοιπων προβλημάτων που υπάρχουν στον κανονισμό για το περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης, τις ανεπαρκείς εγγυήσεις για την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της Αρχής Μέσων Ενημέρωσης, τα υπερβολικά πρόστιμα και τις άλλες διοικητικές κυρώσεις, την εφαρμοσιμότητα της νομοθεσίας για τα μέσα ενημέρωσης σε όλες τις κατηγορίες μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των έντυπων και των διαδικτυακών, τις απαιτήσεις καταχώρισης, και την απουσία επαρκούς προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών·

ΟZ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μια ανάλυση από εμπειρογνώμονες του Συμβουλίου της Ευρώπης(8) (που αξιολόγησε τη συμμόρφωση των νόμων για τα μέσα ενημέρωσης βάσει των προτάσεων τροποποίησής τους του 2012 σε σχέση με τα κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης που ορίζουν τα σχετικά πρότυπα στο πεδίο των μέσων και της ελευθερίας έκφρασης) συνιστούσε να επανεξετασθούν εκτενώς, να διευκρινισθούν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να καταργηθούν συγκεκριμένες διατάξεις που αφορούν την καταχώριση και τη διαφάνεια, τον κανονισμό περί περιεχομένου, τις υποχρεώσεις ειδησεογραφικής κάλυψης, την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών, τις δημόσιες υπηρεσίες μέσων ενημέρωσης και τους ρυθμιστικούς φορείς·

ΟH.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά τον διάλογο με την ΕΕ και τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης μέσα από την ανταλλαγή επιστολών και τις συναντήσεις εμπειρογνωμόνων, νέες νομικές τροπολογίες κατατέθηκαν τον Φεβρουάριο του 2013 για την ενίσχυση και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών φορέων του τομέα των μέσων ενημέρωσης, ιδίως σε ό, τι αφορά την τήρηση των κανόνων σχετικά με τις προϋποθέσεις διορισμού και εκλογής του Προέδρου της Εθνικής Αρχής Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και του Συμβουλίου Μέσων Ενημέρωσης και, αντίστοιχα, τη διαδικασία διορισμού, το πρόσωπο που διενεργεί τον διορισμό και τους επανειλημμένους διορισμούς·

ΟΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ουγγρικές αρχές δήλωσαν ότι σκοπεύουν να αναθεωρήσουν τους κανόνες σχετικά με τους περιορισμούς στην πολιτική διαφήμιση στη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ουγγρική κυβέρνηση διεξάγει διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το θέμα της πολιτικής διαφήμισης· λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, ότι η Τέταρτη Τροπολογία επιβάλλει ευρεία και δυνητικά αόριστη απαγόρευση της ρητορικής που αποσκοπεί στην προσβολή της αξιοπρέπειας ομάδων, συμπεριλαμβανομένου του ουγγρικού έθνους, η οποία ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για να περιοριστεί αυθαίρετα η ελευθερία έκφρασης και ενδέχεται να λειτουργήσει κατασταλτικά για τους δημοσιογράφους καθώς και τους καλλιτέχνες και άλλους·

Π.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Εθνική Αρχή Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και το Συμβούλιο Μέσων Ενημέρωσης δεν προέβησαν σε αξιολογήσεις των επιπτώσεων της νομοθεσίας στην ποιότητα του δημοσιογραφικού έργου, τον βαθμό συντακτικής ελευθερίας και την ποιότητα των συνθηκών εργασίας των δημοσιογράφων·

Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες

ΠA.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες αναγνωρίζεται ρητά μεταξύ των αξιών που ορίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και ότι η Ένωση έχει δεσμευθεί να προάγει αυτές τις αξίες και να καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό, τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τις διακρίσεις·

ΠB.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η απαγόρευση των διακρίσεων αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·

ΠΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ευθύνη των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε να γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα όλων, ανεξαρτήτως εθνότητας ή πίστης, καλύπτει όλα τα επίπεδα δημόσιας διοίκησης και όλες τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των νόμων και επίσης συνεπάγεται την ενεργό προαγωγή της ανοχής και την απερίφραστη καταδίκη φαινομένων όπως η ρατσιστική βία, η αντισημιτική και αντιρομά ρητορική του μίσους, ιδίως όταν εκφράζεται επίσημα ή δημόσια, μεταξύ άλλων στο ουγγρικό κοινοβούλιο·

ΠΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η απουσία αντίδρασης εκ μέρους των αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή του νόμου σε περιπτώσεις ρατσιστικών εγκλημάτων(9) έχει προκαλέσει έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην αστυνομία·

ΠΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το ουγγρικό κοινοβούλιο έχει εγκρίνει ποινική και αστική νομοθεσία με σκοπό την καταπολέμηση της υποκίνησης ρατσιστικού μίσους και της ρητορικής του μίσους·

ΠΣT.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η μισαλλοδοξία έναντι των μελών της κοινότητας Ρομά και της εβραϊκής κοινότητας δεν αποτελεί αποκλειστικό πρόβλημα της Ουγγαρίας, ότι και άλλα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν την ίδια κατάσταση και ότι πρόσφατα γεγονότα προκάλεσαν ανησυχίες σχετικά με την επιδείνωση της αντιρομά και της αντισημιτικής ρητορικής του μίσους στην Ουγγαρία·

ΠZ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιβολή νομοθεσίας στον τομέα της φορολογίας και των συντάξεων με αναδρομική ισχύ επέτεινε σε τεράστιο βαθμό την κοινωνική ανασφάλεια και τη φτώχεια, πράγμα που όχι μόνο προκαλεί μεγάλη αβεβαιότητα στους πολίτες αλλά συνιστά επίσης παραβίαση των δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας και υποσκάπτει τις θεμελιώδεις ελευθερίες·

Ελευθερία θρησκείας ή πεποιθήσεων και αναγνώριση των εκκλησιών

ΠH.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR) και από το άρθρο 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αποτελεί ένα από τα θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και ότι ο ρόλος του κράτους στο θέμα αυτό θα πρέπει να είναι εκείνος του ουδέτερου και αμερόληπτου εγγυητή του δικαιώματος άσκησης των διαφόρων θρησκειών, δογμάτων και πεποιθήσεων·

ΠΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Πράξη περί Εκκλησιών δημιούργησε ένα νέο νομικό καθεστώς για τις θρησκευτικές ενώσεις και τις εκκλησίες στην Ουγγαρία, που επιβάλλει ένα σύνολο απαιτήσεων για την αναγνώριση των εκκλησιών και εξαρτά την αναγνώριση αυτή από την προηγούμενη έγκριση του κοινοβουλίου με πλειοψηφία των δύο τρίτων·

Ρ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η υποχρέωση που επιβάλλει η Πράξη περί Εκκλησιών να υπάρχει η κοινοβουλευτική αναγνώριση ως προϋπόθεση για τη λειτουργία μιας εκκλησίας κρίθηκε από την Επιτροπή της Βενετίας(10) ως περιορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας·

ΡA.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, λόγω της αναδρομικής ισχύος των διατάξεων της Πράξης περί Εκκλησιών, περισσότερες από 300 καταχωρισμένες εκκλησίες έχασαν το νομικό καθεστώς της εκκλησίας·

ΡB.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά από αίτημα πολλών θρησκευτικών κοινοτήτων και του Ούγγρου Επιτρόπου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέτασε τη συνταγματικότητα των διατάξεων της Πράξης περί Εκκλησιών και χαρακτήρισε, στην υπ’ αριθ. 6/2013 απόφασή του της 26ης Φεβρουαρίου 2013, ορισμένες εξ αυτών αντισυνταγματικές και τις ακύρωσε με αναδρομική ισχύ·

ΡΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στην απόφασή του αυτή το Συνταγματικό Δικαστήριο, αν και δεν εξετάζει το δικαίωμα του κοινοβουλίου να διευκρινίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις αναγνώρισης μιας εκκλησίας, έκρινε ότι η αναγνώριση του νομικού καθεστώτος της εκκλησίας βάσει ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο δύναται να οδηγήσει σε πολιτικώς μεροληπτικές αποφάσεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δήλωσε ότι η Πράξη δεν περιέχει καμία υποχρέωση λεπτομερούς αιτιολόγησης μιας απόφασης που θα αρνείται την αναγνώριση του καθεστώτος της εκκλησίας, ότι δεν ορίζει προθεσμίες για τις ενέργειες του κοινοβουλίου και ότι η Πράξη δεν διασφαλίζει τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης ένδικων μέσων σε περίπτωση άρνησης ή μη λήψης απόφασης·

ΡΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Τέταρτη Τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου, που εγκρίθηκε δύο εβδομάδες μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, τροποποίησε το άρθρο VII του Θεμελιώδους Νόμου και ανύψωσε σε επίπεδο συντάγματος την εξουσία του κοινοβουλίου να εγκρίνει βασικούς νόμους για την αναγνώριση ορισμένων οργανώσεων ασχολούμενων με θρησκευτικές δραστηριότητες, όπως είναι π.χ. οι εκκλησίες, παρακάμπτοντας έτσι την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου·

II - ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Ο ουγγρικός Θεμελιώδης Νόμος και η εφαρμογή του

1.  υπενθυμίζει ότι ο σεβασμός της νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένης μιας διαφανούς, υπεύθυνης και δημοκρατικής διεργασίας για τη θέσπιση νόμων, μεταξύ άλλων κατά την έγκριση ενός Θεμελιώδους Νόμου, και ένα στέρεο σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, θεμελιωμένο στις ελεύθερες εκλογές και στον σεβασμό των δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης, αποτελούν βασικά στοιχεία των εννοιών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ, που ορίζει ότι η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών«, όπως διακηρύσσεται στα Προοίμια τόσο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων· εκφράζει τη λύπη του διότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ δεν ανταποκρίθηκαν πάντα στο παρελθόν στα δικά τους πρότυπα για την προστασία των ευρωπαϊκών θεμελιωδών αξιών· τονίζει, συνεπώς, την ιδιαίτερη ευθύνη που υπέχουν για την ενίσχυση της διαφύλαξης των ευρωπαϊκών θεμελιωδών αξιών κατά την έννοια του άρθρου 2 της ΣΕΕ σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών·

2.  επαναλαμβάνει απερίφραστα ότι, ναι μεν η κατάρτιση και έγκριση ενός νέου Συντάγματος εμπίπτει στις αρμοδιότητες των κρατών μελών, όμως τα κράτη μέλη και η ΕΕ έχουν την ευθύνη να μεριμνούν ώστε οι συνταγματικές διαδικασίες και το περιεχόμενο των συνταγμάτων να συνάδουν με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει κάθε κράτος μέλος βάσει της συνθήκης προσχώρησής του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή με τις κοινές αξίες της Ένωσης, με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR)·

3.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι η διεργασία εκπόνησης και έγκρισης του ουγγρικού Θεμελιώδους Νόμου δεν είχε διαφάνεια, άνοιγμα, συμμετοχικότητα και, σε τελευταία ανάλυση, τη συναινετική βάση που θα μπορούσε κανείς να αναμένει από μια σύγχρονη δημοκρατική συνταγματική διεργασία, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η νομιμότητα του ίδιου του Θεμελιώδους Νόμου·

4.  λαμβάνει γνώση της προαναφερθείσας απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 28ης Δεκεμβρίου 2012 που δηλώνει ότι το ουγγρικό κοινοβούλιο υπερέβη τις νομοθετικές του αρμοδιότητες εγκρίνοντας ορισμένους μόνιμους και γενικούς κανόνες στις μεταβατικές διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου, μεταξύ άλλων ότι «είναι καθήκον και αρμοδιότητα της συντακτικής εξουσίας να αποσαφηνίσει την κατάσταση μετά τη μερική ακύρωση. Το Κοινοβούλιο οφείλει να εξασφαλίσει μια προφανή και σαφή νομική κατάσταση», προσθέτοντας ότι τούτο δεν σημαίνει την αυτόματη ενσωμάτωση των ακυρωθεισών διατάξεων στον Θεμελιώδη Νόμο αδιακρίτως, διότι το κοινοβούλιο «πρέπει να επανεξετάσει τα ρυθμιστικά θέματα των μη μεταβατικών διατάξεων που ακυρώθηκαν και να αποφασίσει ποιες διατάξεις πρέπει να υποβάλλονται σε συστηματική ρύθμιση και σε ποιο επίπεδο πηγών δικαίου. Καθήκον του Κοινοβουλίου είναι επίσης να επιλέγει τις διατάξεις - που θα ρυθμίζονται κατ’ επανάληψη - που θα πρέπει να ενταχθούν στον Θεμελιώδη Νόμο και αυτές για τις οποίες απαιτείται ρύθμιση με κοινοβουλευτική Πράξη»·

5.  εκφράζει την έντονη αποδοκιμασία του για τις διατάξεις της Τέταρτης Τροπολογίας του Θεμελιώδους Νόμου, που υποσκάπτουν την υπεροχή του Θεμελιώδους Νόμου επανεισάγοντας στο κείμενό του ορισμένους κανόνες που είχαν προηγουμένως χαρακτηρισθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο ως αντισυνταγματικοί - ήτοι ασύμβατοι, για διαδικαστικούς ή ουσιαστικούς λόγους, με τον Θεμελιώδη Νόμο·

6.  υπενθυμίζει ότι, στην προαναφερθείσα απόφασή του της 28ης Δεκεμβρίου 2012, το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε σαφή απόφαση για τα πρότυπα συνταγματικότητας δηλώνοντας ότι «στα δημοκρατικά κράτη δικαίου, το σύνταγμα περιλαμβάνει σταθερά ουσιώδη και διαδικαστικά πρότυπα και αντίστοιχες απαιτήσεις. Το επίπεδο των ουσιωδών και διαδικαστικών συνταγματικών απαιτήσεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογήν του Θεμελιώδους Νόμου δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το επίπεδο των αντίστοιχων απαιτήσεων που ίσχυαν δυνάμει του συντάγματος (Πράξη). Οι απαιτήσεις ενός συνταγματικού κράτους δικαίου εξακολουθούν να συνιστούν σταθερά εφαρμοζόμενες απαιτήσεις επί του παρόντος και αποτελούν προγράμματα για το μέλλον. Το συνταγματικό κράτος δικαίου είναι ένα σύστημα σταθερών αξιών, αρχών και εγγυήσεων»· εκτιμά ότι μια τόσο ξεκάθαρη και αξιοπρεπής δήλωση πρέπει να ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε όλα τα κράτη μέλη της·

7.  υπενθυμίζει ότι οι κοινές αξίες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ένα ισχυρό σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας θεμελιωμένης στις ελεύθερες εκλογές και στον σεβασμό των δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης και ότι, δυνάμει του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR), οι εκλογές πρέπει να εγγυώνται «την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης ως προς την εκλογή του νομοθετικού σώματος»·

8.  εκτιμά ότι, παρόλο που είναι συνήθης σε άλλα κράτη μέλη η χρήση νόμων που ψηφίστηκαν με πλειοψηφία δύο τρίτων και αποτελεί στοιχείο της ουγγρικής συνταγματικής και έννομης τάξης από το 1989, η εκτεταμένη χρήση των βασικών νόμων για τη θέσπιση πολύ συγκεκριμένων και λεπτομερών κανόνων υποσκάπτει τις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, δεδομένου ότι έδωσε τη δυνατότητα στη σημερινή κυβέρνηση, που διαθέτει τη στήριξη ειδικής πλειοψηφίας, να θεσμοθετήσει πολιτικές επιλογές που καθιστούν πολύ δύσκολο για οιαδήποτε νέα μελλοντική κυβέρνηση που θα διαθέτει μόνο απλή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο να ανταποκριθεί σε τυχόν κοινωνικές αλλαγές, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η σημασία κάθε νέας εκλογικής αναμέτρησης· εκτιμά ότι η χρήση αυτή θα πρέπει να επανεξετασθεί προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι μελλοντικές κυβερνήσεις και κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες θα έχουν τη δυνατότητα να νομοθετούν με τρόπο που να έχει νόημα και να είναι σφαιρικός·

9.  εκτιμά ότι η τακτική της κατάθεσης νομοσχεδίων από μεμονωμένους βουλευτές για την εφαρμογή του συντάγματος (μέσω βασικών νόμων) δεν αποτελεί διαφανή, υπεύθυνη και δημοκρατική νομοθετική διαδικασία, δεδομένου ότι στερείται των εχεγγύων που διασφαλίζουν ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο και διαβούλευση και ότι μπορεί να αντιβαίνει και προς τον ίδιο τον Θεμελιώδη Νόμο, ο οποίος επιβάλλει στην κυβέρνηση (και όχι στους μεμονωμένους βουλευτές) την υποχρέωση υποβολής στο κοινοβούλιο των νομοσχεδίων που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του Θεμελιώδους Νόμου·

10.  σημειώνει τη γνωμοδότηση της Επιτροπή της Βενετίας (αριθ. CDL-AD(2011)016) η οποία «επικροτεί το γεγονός ότι το νέο αυτό Σύνταγμα θεσπίζει μια συνταγματική τάξη με βασικές αρχές τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων»· σημειώνει ακόμη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας (αριθ. CDL-AD(2012)001), σύμφωνα με την οποία η έγκριση μεγάλου αριθμού νομοθετημάτων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα πιθανόν να εξηγεί τον λόγο για τον οποίο ορισμένες από τις νέες διατάξεις δεν πληρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα· σημειώνει ακόμη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με την Τέταρτη Τροπολογία του ουγγρικού Θεμελιώδους Νόμου (αριθ. CDL-AD(2013)012), όπου δηλώνεται ότι «η ίδια η Τέταρτη Τροπολογία προκαλεί ή διαιωνίζει αδυναμίες στο συνταγματικό σύστημα της Ουγγαρίας»·

11.  χαιρετίζει το γεγονός ότι ο ουγγρικός Θεμελιώδης Νόμος επαναλαμβάνει και επανεπιβεβαιώνει τα άρθρα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι η Ουγγαρία είναι η τέταρτη χώρα στην ΕΕ που αναγνωρίζει την ουγγρική νοηματική γλώσσα (ΟΝΓ) ως πλήρη γλώσσα και προασπίζεται την ΟΝΓ ως κομμάτι του ουγγρικού πολιτισμού, στο άρθρο Η·

12.  χαιρετίζει το γεγονός ότι, στο άρθρο XV, ο ουγγρικός Θεμελιώδης Νόμος απαγορεύει συγκεκριμένα τις διακρίσεις για λόγους φυλής, χρώματος, φύλου, αναπηρίας, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων φρονημάτων, εθνικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, οικονομικών συνθηκών, συνθηκών γέννησης ή οιωνδήποτε άλλων συνθηκών, και ορίζει ότι η Ουγγαρία θα εγκρίνει ειδικά μέτρα για την προστασία των παιδιών, των γυναικών, των ηλικιωμένων και των ατόμων που ζουν με αναπηρία, σύμφωνα με τα άρθρα 20 έως 26 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

Το δημοκρατικό σύστημα ελέγχων και ισορροπιών

13.  υπενθυμίζει ότι η δημοκρατία και το κράτος δικαίου απαιτούν τον διαχωρισμό των εξουσιών μεταξύ ανεξάρτητων θεσμικών οργάνων βάσει ενός εύρυθμου συστήματος ελέγχων και ισορροπιών και αποτελεσματικών ελέγχων της συνταγματικής νομιμότητας της νομοθεσίας·

14.  υπενθυμίζει ότι η συνταγματική πλειοψηφία αύξησε τον αριθμό των συνταγματικών δικαστών από 11 σε 15 και κατάργησε την απαίτηση επίτευξη συμφωνίας με την αντιπολίτευση για την εκλογή συνταγματικών δικαστών· εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι, λόγω αυτών των μέτρων, 8 από τους 15 σημερινούς συνταγματικούς δικαστές έχουν εκλεγεί αποκλειστικά με την πλειοψηφία των δύο τρίτων (με μία εξαίρεση), συμπεριλαμβανομένων δύο βουλευτών που διορίστηκαν απευθείας από τη θέση του βουλευτή·

15.  χαιρετίζει την πρόβλεψη δυνατότητας για δύο νέα είδη συνταγματικής προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και κατανοεί ότι ένα δημοκρατικό σύστημα που βασίζεται στο κράτος δικαίου δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη συνταγματικό δικαστήριο για να λειτουργήσει σωστά· υπενθυμίζει, ωστόσο, τη γνωμοδότηση αριθ. CDL-AD (2011)016 της Επιτροπής της Βενετίας, που αναφέρει ότι σε κράτη τα οποία έχουν επιλέξει να έχουν συνταγματικό δικαστήριο, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να έχει το δικαίωμα να αξιολογεί τη συμμόρφωση όλων των νόμων με τα ανθρώπινα δικαιώματα που εγγυάται το σύνταγμα· εκτιμά, ωστόσο, ότι ο περιορισμός της συνταγματικής φύσεως αρμοδιότητας στη νομοθεσία που αφορά τον κεντρικό προϋπολογισμό και τη φορολογία αποδυναμώνει τις θεσμικές και διαδικαστικές εγγυήσεις προστασίας διαφόρων συνταγματικών δικαιωμάτων και ελέγχου των εξουσιών του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης στο πεδίο του προϋπολογισμού·

16.  υπενθυμίζει ότι, όπως δηλώνει το Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπ’ αριθ. 45/2012 απόφασή του, «Η συνταγματική νομιμότητα δεν περιλαμβάνει μόνο διαδικαστικές, τυπικές απαιτήσεις και απαιτήσεις κύρους του δημοσίου δικαίου, αλλά και ουσιώδεις απαιτήσεις [...]. Κατά περίπτωση, το Συνταγματικό Δικαστήριο δύναται ακόμη και να εξετάζει την ελεύθερη επιβολή της νομοθεσίας και τη συνταγματοποίηση των ουσιωδών απαιτήσεων, εγγυήσεων και αξιών των δημοκρατικών κρατών δικαίου.»·

17.  εκτιμά ότι, υπό το φως της συστηματικής τροποποίησης του Θεμελιώδους Νόμου βάσει πολιτικών επιθυμιών, το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν μπορεί πλέον να εκπληρώνει το ρόλο του ως υπέρτατου οργάνου προστασίας, ιδίως από τη στιγμή που η Τέταρτη Τροπολογία απαγορεύει ρητά στο Δικαστήριο να αναθεωρεί συνταγματικές τροπολογίες που έρχονται σε αντίφαση με άλλες συνταγματικές απαιτήσεις και αρχές·

18.  λαμβάνοντας υπόψη το δικαίωμα ενός δημοκρατικά εκλεγμένου κοινοβουλίου να εγκρίνει νομοθεσία σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, με σεβασμό των πολιτικών μειονοτήτων, και με μια δημοκρατικά επαρκή και διαφανή διαδικασία, καθώς και των αρμόδιων δικαστηρίων, τόσο τακτικών όσο και συνταγματικών, να διασφαλίζουν τη συμβατότητα των νόμων με το σύνταγμα, υπογραμμίζει τη σημασία της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και της εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος ελέγχων και ισορροπιών· ανησυχεί, ως προς αυτό, για τη μετατόπιση εξουσιών σε συνταγματικά θέματα προς όφελος του κοινοβουλίου και σε βάρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου, γεγονός που υποσκάπτει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος των ελέγχων και ισορροπιών που αποτελούν βασική απόρροια του κράτους δικαίου· επικροτεί, σχετικά, την κοινή δήλωση των προέδρων των συνταγματικών δικαστηρίων της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, Péter Paczolay και Augustin Zegrean, στις 16 Μαΐου 2013 στην πόλη Eger, στην οποία επισημαίνεται η ιδιαίτερη ευθύνη που υπέχουν τα συνταγματικά δικαστήρια σε χώρες με κυβερνητική πλειοψηφία δύο τρίτων·

19.  ανησυχεί επίσης ιδιαιτέρως για τις διατάξεις της Τέταρτης Τροπολογίας που καταργούν 20 έτη συνταγματικής νομολογίας, που περιείχε ένα ολόκληρο σύστημα θεμελιωδών αρχών και συνταγματικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης και μιας πιθανής νομολογίας που θα επηρεάζει την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ και του ευρωπαϊκού δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· εκτιμά ότι το Δικαστήριο ήδη έχει χρησιμοποιήσει τις προηγούμενες αποφάσεις του ως πηγή ερμηνειών· ανησυχεί, ωστόσο, για το γεγονός ότι άλλα δικαστήρια μπορεί να μην είναι σε θέση να βασίζουν τις αποφάσεις τους στην προηγούμενη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου·

20.  ανησυχεί επίσης για τον βαθμό συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία της ΕΕ της διάταξης της Τέταρτης Τροπολογίας που επιτρέπει στην ουγγρική κυβέρνηση να επιβάλλει ειδικό φόρο για την εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου της ΕΕ όποτε τούτο συνεπάγεται υποχρέωση καταβολής χρηματικών ποσών και ο κρατικός προϋπολογισμός δεν διαθέτει επαρκή χρηματοδότηση και όποτε το δημόσιο χρέος υπερβαίνει κατά 50% το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν· σημειώνει τον συνεχιζόμενο διάλογο μεταξύ της ουγγρικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το θέμα αυτό·

21.  αποδοκιμάζει την εσπευσμένη διαδικασία έγκρισης σημαντικών νομοσχεδίων δεδομένου ότι υποσκάπτει το δικαίωμα της αντιπολίτευσης να συμμετέχει πραγματικά στη νομοθετική διεργασία και, επομένως περιορίζει τον εκ μέρους της αντιπολίτευσης έλεγχο επί της πλειοψηφίας και επί των ενεργειών της κυβέρνησης και, σε τελευταία ανάλυση, πλήττει το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών·

22.  εκφράζει την ανησυχία του για πολλές από τις διατάξεις του Νόμου LXXII του 2013 σχετικά με τη θέσπιση νέων κανόνων και κανονισμών για την εποπτεία της εθνικής ασφάλειας, δεδομένου ότι ενδέχεται να έχουν αρνητική επίδραση στη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής·

23.  υπενθυμίζει ότι η ανεξαρτησία των αρχών προστασίας των δεδομένων κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 της ΣΛΕΕ και στο άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ·

24.  τονίζει ότι η προστασία έναντι της παύσης καθηκόντων μεσούσης της εντολής είναι βασικό στοιχείο της απαίτησης της νομοθεσίας της ΕΕ περί ανεξαρτησίας των εθνικών αρχών προστασίας των δεδομένων·

25.  επισημαίνει ότι η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ουγγαρίας για τη νομιμότητα του τερματισμού της εντολής του πρώην Επιτρόπου για την Προστασία των Δεδομένων, όσον αφορά τη δέουσα ανεξαρτησία του εν λόγω οργάνου, υπόθεση που επί του παρόντος εκκρεμεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

26.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι οι προαναφερθείσες θεσμικές αλλαγές οδήγησαν σε σαφή αποδυνάμωση του συστήματος ελέγχων και ισορροπιών που επιτάσσουν το κράτος δικαίου και η δημοκρατική αρχή της διάκρισης των εξουσιών·

Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης

27.  υπενθυμίζει ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι απαίτηση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR), ενώ είναι βασική απαίτηση και της δημοκρατικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών που απορρέει από το άρθρο 2 της ΣΕΕ·

28.  υπενθυμίζει ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο, στην προαναφερθείσα απόφασή του 33/2012, χαρακτήρισε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και των δικαστών ως ιστορικό επίτευγμα στη συνταγματική συγκρότηση της Ουγγαρίας, δηλώνοντας ότι «η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, μαζί με όλα της τα στοιχεία, είναι ένα αδιαμφισβήτητο επίτευγμα. Συνεπώς, το Συνταγματικό Δικαστήριο ορίζει ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, και η απορρέουσα από αυτήν αρχή της μονιμότητας, είναι όχι μόνο θεσμοθετημένη αρχή του Θεμελιώδους Νόμου αλλά και ιστορικό επίτευγμα στη συνταγματική συγκρότηση. Αποτελεί, επομένως, υποχρεωτική ερμηνευτική αρχή για όλους, που εδράζεται στις διατάξεις του Θεμελιώδους Νόμου, και που πρέπει να ισχύει και κατά τη διερεύνηση άλλων δυνητικών περιεχομένων του Θεμελιώδους Νόμου»(11)·

29.  τονίζει ότι η αποτελεσματική διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης αποτελεί τη βάση της δημοκρατίας στην Ευρώπη και προϋπόθεση για την εδραίωση αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δικαστικών αρχών των διαφόρων κρατών μελών και, κατά συνέπεια, την ομαλή διασυνοριακή συνεργασία στον κοινό χώρο της δικαιοσύνης, δυνάμει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 81 της ΣΛΕΕ (αστικές υποθέσεις) και 82 της ΣΛΕΕ (ποινικές υποθέσεις)·

30.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι τα πολλά μέτρα που εγκρίθηκαν - όπως και ορισμένες μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη - δεν παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις συνταγματικής διασφάλισης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της ανεξαρτησίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ουγγαρίας·

31.  εκτιμά ότι ο πρόωρος τερματισμός των καθηκόντων του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου παραβιάζει την εγγύηση της εξασφαλισμένης θητείας, που αποτελεί βασικό στοιχείο της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης·

32.  χαιρετίζει την προαναφερθείσα Απόφαση 33/2012 του Συνταγματικού Δικαστηρίου που χαρακτηρίζει αντισυνταγματική την υποχρεωτική αφυπηρέτηση των δικαστών στην ηλικία των 62 ετών, καθώς επίσης και την προαναφερθείσα Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Νοεμβρίου 2012, που κρίνει ότι η δραστική μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών στην Ουγγαρία συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση για λόγους ηλικίας και, συνεπώς, παραβιάζει την οδηγία του Συμβουλίου 2000/78/ΕΚ·

33.  χαιρετίζει τις τροποποιήσεις στην Πράξη CLXI του 2011 περί οργάνωσης και διοίκησης των δικαστηρίων στην Ουγγαρία και στην Πράξη CLXII του 2011 περί του νομικού καθεστώτος και των αποδοχών των δικαστών στην Ουγγαρία, που εγκρίθηκαν από το ουγγρικό κοινοβούλιο στις 2 Ιουλίου 2012 και που δίνουν απάντηση σε πολλές από τις ανησυχίες που είχε εκφράσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 16ης Φεβρουαρίου 2012 και η Επιτροπή της Βενετίας στη γνωμοδότησή της·

34.  θεωρεί, εντούτοις, λυπηρό το γεγονός ότι δεν εισακούστηκαν όλες οι συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας, ιδίως εκείνες που αφορούν την ανάγκη περιορισμού της διακριτικής εξουσίας του Προέδρου της Εθνικής Δικαστικής Αρχής στο θέμα της μεταβίβασης υποθέσεων, που δύναται να επηρεάσει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και το δικαίωμα σε νόμιμο δικαστή· σημειώνει το γεγονός ότι η ουγγρική κυβέρνηση εξέφρασε την πρόθεση να αναθεωρήσει το σύστημα μεταβίβασης υποθέσεων· εκτιμά ότι στο θέμα αυτό θα πρέπει να εφαρμοστούν οι συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας·

35.  χαιρετίζει την έγκριση της Πράξης XX του 2013 περί των νομοθετικών τροπολογιών για το ανώτατο όριο ηλικίας σε ορισμένες δικαστικές έννομες σχέσεις, η οποία μειώνει σταδιακά την ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστών στα 65 έτη μετά από μεταβατική περίοδο 10 ετών και προβλέπει την επιστροφή των δικαστών που είχαν απολυθεί παράνομα·

36.  θεωρεί, εντούτοις, λυπηρό το γεγονός ότι για τους προέδρους δικαστηρίων η Πράξη XX του 2013 προβλέπει την επιστροφή τους στις αρχικές ανώτατες θέσεις τους μόνον εάν αυτές είναι ακόμη κενές, με συνέπεια να είναι εξασφαλισμένη μόνο για ελάχιστους παρανόμως απολυθέντες δικαστές η αποκατάστασή τους στην ίδια ακριβώς θέση και με τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες ευθύνες που είχαν πριν από την απόλυσή τους·

37.  χαιρετίζει την πρόταση της Επιτροπής για έναν μόνιμο πίνακα επιδόσεων στον τομέα της δικαιοσύνης και για τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, όπως πρότεινε η Αντιπρόεδρος Reding, πρόταση που δείχνει ότι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης αποτελεί γενικό μέλημα της ΕΕ· υπογραμμίζει το γεγονός θα μπορούσαν να διατυπωθούν σοβαρές ανησυχίες ως προς τα ζητήματα αυτά σε διάφορα κράτη μέλη· ζητεί επέκταση του πίνακα επιδόσεων στον τομέα της δικαιοσύνης ώστε να καλύψει και την ποινική δικαιοσύνη, τα θεμελιώδη δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία, όπως έχει ήδη ζητηθεί·

38.  αναγνωρίζει τον επαγγελματισμό και την αφοσίωση της ουγγρικής δικαστικής κοινότητας και την προσήλωσή της στο κράτος δικαίου και υπενθυμίζει ότι, από την έναρξη της διαδικασίας εκδημοκρατισμού της Ουγγαρίας, το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αναγνωρισθεί στην Ευρώπη και παγκοσμίως ως εξέχον συνταγματικό όργανο·

Η εκλογική μεταρρύθμιση

39.  υπενθυμίζει ότι ο επανακαθορισμός των εκλογικών περιφερειών, η θέσπιση της Πράξης για την εκλογή των βουλευτών του ουγγρικού κοινοβουλίου και ο νόμος για την εκλογική διαδικασία μεταβάλλουν σημαντικά το νομικό και θεσμικό πλαίσιο των επόμενων εκλογών που πρόκειται να διεξαχθούν το 2014 και, συνεπώς, εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι εν λόγω νόμοι θεσπίστηκαν μονομερώς από τα κυβερνώντα κόμματα χωρίς να υπάρξει ευρεία διαβούλευση με την αντιπολίτευση·

40.  εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι, υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες, οι ισχύουσες διατάξεις για τη διαδικασία διορισμού των μελών της Εθνικής Εφορευτικής Επιτροπής δεν διασφαλίζουν επαρκώς ούτε την ισόρροπη εκπροσώπηση στην επιτροπή ούτε την ανεξαρτησία της·

41.  επικροτεί το γεγονός ότι, στις 20 Ιανουαρίου 2012, οι ουγγρικές αρχές ζήτησαν γνωμοδότηση από την Επιτροπή της Βενετίας όσον αφορά την Πράξη περί εκλογής των βουλευτών του ουγγρικού κοινοβουλίου· θεωρεί, ωστόσο, ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθεί ολοκληρωμένη ανάλυση προκειμένου να αξιολογηθεί το εκλογικό τοπίο, το οποίο έχει μεταβληθεί ριζικά·

42.  χαιρετίζει το γεγονός ότι η Πράξη XXXVI του 2013 για την εκλογική διαδικασία στην Ουγγαρία, το άρθρο 42 ιδιαιτέρως, προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος, για τα άτομα με αναπηρία παρέχονται οδηγίες σε γραφή Βraille, σχετικές πληροφορίες σε ευανάγνωστη μορφή, ψηφοδέλτια σε γραφή Βraille στα εκλογικά κέντρα, πλήρως προσβάσιμα εκλογικά κέντρα, περιλαμβανομένης ιδιαίτερης προσοχής στις ανάγκες των χρηστών αναπηρικών αμαξιδίων· επιπροσθέτως, βάσει του άρθρου 50 της προαναφερθείσας Πράξης, οι ψηφοφόροι με αναπηρία μπορούν να ζητήσουν να εγγραφούν σε άλλο, πιο προσβάσιμο, εκλογικό κέντρο προκειμένου να ψηφίσουν, εντός της δεδομένης εκλογικής περιφέρειας, σύμφωνα με την υποχρέωση να υπάρχει τουλάχιστον ένα προσβάσιμο εκλογικό κέντρο σε κάθε εκλογική περιφέρεια που θεσπίζεται στο άρθρο 81·

Ο πλουραλισμός στα μέσα ενημέρωσης

43.  αναγνωρίζει τις προσπάθειες των ουγγρικών αρχών που οδήγησαν σε νομοθετικές αλλαγές για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που έχουν διαπιστωθεί, με σκοπό να τη βελτίωση της νομοθεσίας για τα μέσα ενημέρωσης και την ευθυγράμμισή της με τα πρότυπα της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης·

44.  χαιρετίζει τον συνεχιζόμενο εποικοδομητικό διάλογο με διεθνείς φορείς και τονίζει ότι η συνεργασία μεταξύ Συμβουλίου της Ευρώπης και ουγγρικής κυβέρνησης απέδωσε χειροπιαστά αποτελέσματα, όπως αποδεικνύεται με την Πράξη XXXIII του 2013, η οποία καλύπτει ορισμένες από τις ανησυχίες που είχαν επισημανθεί παλαιότερα στις νομικές αξιολογήσεις της νομοθεσίας για τα μέσα ενημέρωσης, κυρίως σε σχέση με τις διαδικασίες διορισμού και εκλογής των προέδρων της Αρχής των Μέσων Ενημέρωσης και του Συμβουλίου Μέσων Ενημέρωσης· υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι εξακολουθούν να υφίστανται ανησυχίες όσον αφορά την ανεξαρτησία της Αρχής των Μέσων Ενημέρωσης·

45.  εκφράζει την ανησυχία του για τις επιπτώσεις της διάταξης της Τέταρτης Τροπολογίας που απαγορεύει την πολιτική διαφήμιση στα εμπορικά μέσα ενημέρωσης, δεδομένου ότι, αν και διακηρυγμένος σκοπός της διάταξης είναι ο περιορισμός των δαπανών των προεκλογικών εκστρατειών και η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών στα κόμματα, υπονομεύεται η παροχή ισόρροπης ενημέρωσης· σημειώνει ότι η ουγγρική κυβέρνηση διεξάγει διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το θέμα των κανόνων σχετικά με την πολιτική διαφήμιση· επισημαίνει ότι περιορισμοί υφίστανται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες· σημειώνει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με την Τέταρτη Τροπολογία του ουγγρικού Θεμελιώδους Νόμου (αριθ. CDL-AD(2013) 012), όπου δηλώνεται ότι «τα όρια στην πολιτική διαφήμιση πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με το νομικό πλαίσιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους» και ότι «η απαγόρευση κάθε πολιτικής διαφήμισης μέσω των εμπορικών υπηρεσιών των μέσων ενημέρωσης, τα οποία χρησιμοποιούνται στην Ουγγαρία περισσότερο από τα δημόσια μέσα ενημέρωσης, θα στερήσει από την αντιπολίτευση μια σημαντική ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις της αποτελεσματικά και έτσι να αντισταθμίσει τη δεσπόζουσα θέση της κυβέρνησης στην κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης»·

46.  επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς τις ουγγρικές αρχές να ενεργήσουν για τη διεξαγωγή ή παραγγελία τακτικών δυναμικών αξιολογήσεων των επιπτώσεων της νομοθεσίας στο περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης (υποβάθμιση της ποιότητας της δημοσιογραφίας, περιπτώσεις αυτολογοκρισίας, περιορισμός της συντακτικής ελευθερίας και διάβρωση της ποιότητας των συνθηκών εργασίας και της ασφάλειας απασχόλησης των δημοσιογράφων)·

47.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι η δημιουργία του κρατικής ιδιοκτησίας Ουγγρικού Ειδησεογραφικού Πρακτορείου (MTI) ως μοναδικού παρόχου ειδήσεων για τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς, τη στιγμή που όλοι οι σημαντικοί ιδιωτικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς λογικά διαθέτουν δικές τους ειδησεογραφικές υπηρεσίες, σημαίνει ότι έχει σχεδόν το μονοπώλιο στην αγορά, δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα ειδησεογραφικά του άρθρα διατίθενται ελεύθερα· υπενθυμίζει τη σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την κατάργηση της υποχρέωσης των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων να χρησιμοποιούν τα εθνικά ειδησεογραφικά πρακτορεία, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή συνιστά παράλογο και αθέμιτο περιορισμό του πλουραλισμού στην προσφορά ειδήσεων·

48.  επισημαίνει ότι η Εθνική Αρχή Ανταγωνισμού οφείλει να αξιολογεί σε τακτική βάση το περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης και τις αγορές, εντοπίζοντας πιθανές απειλές για τον πλουραλισμό·

49.  τονίζει ότι τα μέτρα για τη ρύθμιση της πρόσβασης των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην αγορά μέσω διαδικασιών αδειοδότησης και έγκρισης, κανονισμών για την προστασία της κρατικής, εθνικής ή στρατιωτικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης και κανόνων για τα χρηστά δημόσια ήθη, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται καταχρηστικά με σκοπό την επιβολή πολιτικού ή κομματικού ελέγχου ή λογοκρισίας στα μέσα ενημέρωσης, και υπογραμμίζει ότι πρέπει να διασφαλιστεί μια σωστή ισορροπία στο θέμα αυτό·

50.  ανησυχεί διότι οι δημόσιες ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες ελέγχονται από ένας άκρως συγκεντρωτικό θεσμικό σύστημα, που λαμβάνει τις πραγματικές επιχειρησιακές αποφάσεις χωρίς δημόσιο έλεγχο· τονίζει ότι οι μεροληπτικές και αδιαφανείς μέθοδοι ανάθεσης και η μεροληπτική ενημέρωση που παρέχουν οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς που απευθύνονται σε ένα ευρύ κοινό στρεβλώνουν την αγορά των μέσων ενημέρωσης· υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αριθ. 29 που προσαρτάται στη Συνθήκη της Λισαβόνας (για το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη), το σύστημα δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη σχετίζεται άμεσα με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες κάθε κοινωνίας, καθώς και με την ανάγκη διατήρησης του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης·

51.  υπενθυμίζει ότι οι κανονισμοί για το περιεχόμενο πρέπει να είναι σαφείς, επιτρέποντας στους πολίτες και στις εταιρίες μέσων ενημέρωσης να γνωρίζουν εκ των προτέρων σε ποιες περιπτώσεις υπάρχει παράβαση του νόμου και να γνωρίζουν τις συνέπειες μιας πιθανής παράβασης· επισημαίνει με ανησυχία ότι, παρά τους λεπτομερείς κανονισμούς για το περιεχόμενο, οι πρόσφατες δημόσιες απόψεις εναντίον των Ρομά παραμένουν ατιμώρητες από την Ουγγρική Αρχή των Μέσων Ενημέρωσης και ζητεί ισόρροπη εφαρμογή της νομοθεσίας·

Δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες

52.  σημειώνει ότι το ουγγρικό κοινοβούλιο έχει θεσπίσει νομοθετήματα ποινικού και αστικού χαρακτήρα με σκοπό την καταπολέμηση της υποκίνησης φυλετικού μίσους και της ρητορικής του μίσους· θεωρεί ότι τα νομοθετικά μέτρα αποτελούν σημαντικό σημείο εκκίνησης για την επίτευξη του στόχου της δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς μισαλλοδοξίες και διακρίσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς η εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων είναι δυνατή μόνον εφόσον υπάρχει πάγια νομοθεσία· επισημαίνει, ωστόσο, ότι η νομοθεσία θα πρέπει να τυγχάνει ενεργού εφαρμογής·

53.  τονίζει ότι οι αρχές σε όλα τα κράτη μέλη έχουν τη θετική υποχρέωση να ενεργούν για την αποτροπή παραβιάσεων των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες, δεν μπορούν να τηρούν ουδέτερη στάση και θα πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα νομικά, εκπαιδευτικά και πολιτικά μέτρα απέναντι σε τέτοιες παραβιάσεις· σημειώνει την τροποποίηση του ποινικού κώδικα του 2011 με στόχο την πρόληψη εκστρατειών εξτρεμιστικών ομάδων που αποσκοπούν στον εκφοβισμό κοινοτήτων Ρομά, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται μέγιστη ποινή φυλάκισης τριών ετών για «προκλητική αντικοινωνική συμπεριφορά» που δημιουργεί φόβο σε μέλος εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής κοινότητας· αναγνωρίζει τον ρόλο της ουγγρικής κυβέρνησης στη δρομολόγηση του ευρωπαϊκού πλαισίου για τις εθνικές στρατηγικές ένταξης των Ρομά στο πλαίσιο της Προεδρίας της το 2011·

54.  εκφράζει την ανησυχία του για τις επανειλημμένες αλλαγές στην έννομη τάξη με τις οποίες περιορίζονται τα δικαιώματα των λεσβιών, των ομοφυλοφίλων, των αμφιφυλοφίλων και των διεμφυλικών ατόμων (ΛΟΑΔ), για παράδειγμα μέσω του αποκλεισμού των ομοφυλόφιλων ζευγαριών και των παιδιών τους, αλλά και άλλων διαφορετικών μορφών οικογένειας, από τον ορισμό της «οικογένειας» που προβλέπεται στον Θεμελιώδη Νόμο· τονίζει ότι αυτό αντίκειται στην πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τροφοδοτεί κλίμα μισαλλοδοξίας κατά των ΛΟΑΔ·

55.  χαιρετίζει την ενσωμάτωση, μέσω της Τέταρτης Τροπολογίας, διατάξεων στο ουγγρικό σύνταγμα που ορίζουν ότι «η Ουγγαρία οφείλει να προσπαθεί να παρέχει σε κάθε άτομο αξιοπρεπή στέγαση και πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες» και ότι «Οι κρατικές και τοπικές κυβερνήσεις πρέπει επίσης να συμβάλλουν στη δημιουργία συνθηκών αξιοπρεπούς στέγασης, προσπαθώντας να παρέχουν διαμονή σε όλους τους άστεγους»· εκφράζει, ωστόσο, την ανησυχία του για το γεγονός ότι, «για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας και των πολιτιστικών αξιών, με πράξη του κοινοβουλίου ή τοπικό διάταγμα δύναται να κηρυχθεί παράνομη η διαμονή σε δημόσιο χώρο ως μόνιμη κατοικία, σε σχέση με συγκεκριμένο τμήμα του δημόσιου αυτού χώρου», πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ποινική αντιμετώπιση της κατάστασης του άστεγου· υπενθυμίζει ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ουγγαρίας έχει αποφανθεί ότι παρόμοια μέτρα που περιλαμβάνονται στη νομοθεσία για τις ήσσονος σημασίας αξιόποινες πράξεις είναι αντισυνταγματικά ως αντίθετα προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια·

Ελευθερία θρησκείας ή πεποιθήσεων και αναγνώριση των εκκλησιών:

56.  διαπιστώνει με ανησυχία ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε η Τέταρτη Τροπολογία στον Θεμελιώδη Νόμο δίδουν στο Κοινοβούλιο την εξουσία να αναγνωρίζει, μέσω βασικών νόμων και χωρίς την εκ του συντάγματος υποχρέωση να αιτιολογεί τυχόν αρνήσεις αναγνώρισης, ορισμένες οργανώσεις, όπως είναι οι εκκλησίες, που ασκούν θρησκευτικές δραστηριότητες, πράγμα που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά το καθήκον του κράτους να παραμένει ουδέτερο και αμερόληπτο στις σχέσεις του με τις διάφορες θρησκείες και πεποιθήσεις·

Συμπέρασμα

57.  επιβεβαιώνει ότι αποδίδει μέγιστη σημασία στον σεβασμό της αρχής της ισότητας μεταξύ όλων των κρατών μελών και αποκηρύσσει την εφαρμογή διπλών μέτρων και σταθμών στη μεταχείριση των κρατών μελών· τονίζει ότι παρόμοιες καταστάσεις ή νομικά πλαίσια και διατάξεις πρέπει να αξιολογούνται με τον ίδιο τρόπο· εκτιμά ότι το γεγονός της αλλαγής και της θέσπισης νόμων αυτό καθεαυτό δεν μπορεί να θεωρείται ασυμβίβαστο προς τις αξίες που ορίζονται στις Συνθήκες· καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εντοπίζει τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προβαίνει στην εκδίκασή τους·

58.  συμπεραίνει – για τους ανωτέρω εκτιθέμενους λόγους – ότι η συστημική και γενική τάση της επαναλαμβανόμενης τροποποίησης του συνταγματικού και νομικού πλαισίου σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα και το περιεχόμενο αυτών των τροποποιήσεων δεν συνάδουν με τις αξίες που ορίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ, στο άρθρο 3, παράγραφος 1 και στο άρθρο 6 της ΣΕΕ και αποκλίνουν από τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3 της ΣΕΕ· εκτιμά ότι – εκτός εάν διορθωθεί εγκαίρως και καταλλήλως – η τάση αυτή θα καταλήξει σε σαφή κίνδυνο σοβαρής παραβίασης των αξιών που ορίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ·

ΙΙΙ - ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Προοίμιο

59.  δηλώνει και πάλι ότι το παρόν ψήφισμα δεν αφορά μόνο την Ουγγαρία, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη αδιακρίτως ως σύνολο, και τη δημοκρατική ανασυγκρότηση και ανάπτυξή της μετά την κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων του 20ού αιώνα. Αφορά την ευρωπαϊκή οικογένεια, τις κοινές της αξίες και πρότυπα, τη συμμετοχικότητα της και την ικανότητά της να συμμετέχει στον διάλογο. Αφορά την ανάγκη εφαρμογής των Συνθηκών στις οποίες όλα τα κράτη μέλη έχουν εκουσίως προσχωρήσει. Αφορά την αμοιβαία βοήθεια και εμπιστοσύνη την οποία η Ένωση, οι πολίτες της και τα κράτη μέλη της πρέπει να επιδεικνύουν εάν θέλουμε οι Συνθήκες αυτές να μην περιορίζονται σε απλά λόγια γραμμένα στο χαρτί, αλλά να αποτελέσουν τη νομική βάση για μια αληθινή, δίκαιη και ανοικτή Ευρώπη που σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα·

60.  συμμερίζεται την ιδέα μιας Ένωσης που δεν θα είναι μόνο «ένωση δημοκρατιών» αλλά «Ένωση Δημοκρατίας», θεμελιωμένη σε πλουραλιστικές κοινωνίες όπου επικρατεί ο σεβασμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου·

61.  επανεπιβεβαιώνει ότι, σε καιρούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης όπου ενδέχεται να υποκύψει κανείς στον πειρασμό να αγνοήσει τις συνταγματικές αρχές, η αξιοπιστία και στερεότητα των συνταγματικών θεσμών έχει κεντρικό ρόλο στη στήριξη της οικονομικής, φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής·

Έκκληση προς όλα τα κράτη μέλη

62.  καλεί τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν πάραυτα με την εκ της Συνθήκης υποχρέωσή τους να σέβονται, να εγγυώνται, να προστατεύουν και να προάγουν τις κοινές αξίες της Ένωσης, που αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τον σεβασμό της δημοκρατίας και, συνεπώς, της ουσίας της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, και για την οικοδόμηση μιας νοοτροπίας αμοιβαίας εμπιστοσύνης που θα επιτρέπει την αποτελεσματική διασυνοριακή συνεργασία και την εγκαθίδρυση ενός πραγματικού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης·

63.  εκτιμά ότι αποτελεί ηθικό και νομικό καθήκον όλων των κρατών μελών, καθώς και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, να προασπιστούν τις ευρωπαϊκές αξίες που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την οποία έχουν προσυπογράψει όλα τα κράτη μέλη και στην οποία η ΕΕ σύντομα θα προσχωρήσει·

64.  καλεί τα εθνικά κοινοβούλια να βελτιώσουν τον ρόλο τους στον τομέα της παρακολούθησης της συμμόρφωσης προς τις θεμελιώδεις αξίες και να καταγγέλλουν κάθε κίνδυνο υποβάθμισης αυτών των αξιών που ενδέχεται να εμφανιστεί εντός των συνόρων της ΕΕ, ώστε να διαφυλαχθεί η αξιοπιστία της Ένωσης έναντι των τρίτων χωρών, αξιοπιστία θεμελιωμένη στη σοβαρότητα με την οποία η Ένωση και τα κράτη μέλη της αντιμετωπίζουν τις αξίες που έχουν επιλέξει ως θεμέλιά της·

65.  προσδοκά ότι τα κράτη μέλη θα λάβουν τα αναγκαία μέτρα, ιδίως στους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να συμβάλουν με αφοσίωση στην προαγωγή των αξιών της Ένωσης και να συνεργαστούν με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή στην παρακολούθηση του σεβασμού των αξιών αυτών, στο πλαίσιο ειδικότερα του τριμερούς διαλόγου του άρθρου 2 στον οποίο αναφέρεται η παράγραφος 85·

Έκκληση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο

66.  υπενθυμίζει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τις ευθύνες του στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης·

67.  διαπιστώνει με απογοήτευση ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι το μόνο πολιτικό όργανο της ΕΕ που παρέμεινε σιωπηλό, ενώ η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο ΟΑΣΕ, ακόμη και η κυβέρνηση των ΗΠΑ, εξέφρασαν ανησυχίες για την κατάσταση στην Ουγγαρία·

68.  εκτιμά ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν μπορεί να παραμένει αδρανές σε περιπτώσεις όπου ένα κράτος μέλος παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα ή εφαρμόζει αλλαγές που πιθανόν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο για το κράτος δικαίου στη χώρα αυτή και, κατά συνέπεια, για το κράτος δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, ιδίως όταν υπάρχει το ενδεχόμενο να υπονομευθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη προς το νομικό σύστημα και προς την δικαστική συνεργασία, δεδομένου ότι αυτό επηρεάζει αρνητικά την ίδια την Ένωση·

69.  καλεί τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να ενημερώσει το Κοινοβούλιο για το πώς αξιολογεί την κατάσταση·

Συστάσεις προς την Επιτροπή

70.  καλεί την Επιτροπή, ως θεματοφύλακα των Συνθηκών και όργανο υπεύθυνο για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

   να ενημερώσει το Κοινοβούλιο για την αξιολόγηση που έκανε σχετικά με την Τέταρτη Τροπολογία του Θεμελιώδους Νόμου και για τις επιπτώσεις του στη συνεργασία εντός της ΕΕ·
   να επιδείξει αποφασιστική στάση στο θέμα της διασφάλισης της πλήρους συμμόρφωσης προς τις κοινές θεμελιώδεις αξίες και τα δικαιώματα που ορίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ, δεδομένου ότι η παραβίασή τους υποσκάπτει τα θεμέλια της Ένωσης και την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ κρατών μελών·
   να διεξάγει αντικειμενική έρευνα και να κινεί διαδικασίες επί παραβάσει όταν κρίνει ότι ένα κράτος μέλος δεν τηρεί υποχρέωση που απορρέει από τις Συνθήκες και, ειδικότερα, παραβιάζει τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ·
   να αποφεύγει τη χρήση διπλών μέτρων και σταθμών έναντι των κρατών μελών, διασφαλίζοντας ότι, σε παρόμοιες καταστάσεις, όλα τα κράτη μέλη έχουν την ίδια μεταχείριση, ούτως ώστε να σέβεται πλήρως την αρχή της ισότητας των κρατών μελών έναντι των Συνθηκών·
   να μεριμνά όχι μόνο για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων παραβιάσεων του δικαίου της ΕΕ μέσω, κυρίως της εφαρμογής του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, αλλά και για την κατάλληλη αντιμετώπιση μιας συστημικής τροποποίησης του συνταγματικού και νομικού συστήματος και των πρακτικών ενός κράτους μέλους όπου πολλές και επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις οδηγούν δυστυχώς σε μια κατάσταση ανασφάλειας δικαίου, που δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτήσεις του άρθρου 2 της ΣΕΕ·
   να υιοθετήσει μια πιο συνολική προσέγγιση για την έγκαιρη αντιμετώπιση των δυνητικών κινδύνων σοβαρής παραβίασης των θεμελιωδών αξιών σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος και να δρομολογεί πάραυτα διαρθρωμένο πολιτικό διάλογο με το συγκεκριμένο κράτος μέλος και τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ· ο διαρθρωμένος αυτός πολιτικός διάλογος θα πρέπει να συντονίζεται στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο της Επιτροπής και να έχει σαφή αντίκτυπο σε όλο το φάσμα των διαπραγματεύσεων της Επιτροπής με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος στα διάφορα πεδία αρμοδιότητας της ΕΕ·
   να ετοιμάζει - μόλις εντοπίζονται κίνδυνοι παραβίασης του άρθρου 2 της ΣΕΕ - «Ατζέντα Έγκαιρης Ειδοποίησης για παραβίαση του άρθρου 2 της ΣΕΕ», δηλαδή έναν μηχανισμό παρακολούθησης των αξιών της Ένωσης, που θα ενεργοποιεί η Επιτροπή κατ’ αποκλειστική προτεραιότητα και με κατεπείγοντα χαρακτήρα και ο οποίος θα συντονίζεται στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο και θα συνεκτιμάται πλήρως στις διάφορες τομεακές πολιτικές της ΕΕ μέχρις ότου διαπιστωθεί πλήρης αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς το άρθρο 2 της ΣΕΕ και εκλείψει κάθε κίνδυνος παραβίασής του, όπως έχουν ζητήσει με επιστολή τους οι Υπουργοί Εξωτερικών τεσσάρων κρατών μελών, όπου θέτουν στον Πρόεδρο της Επιτροπής το θέμα της ανάγκης να δημιουργηθεί μια νέα και αποτελεσματικότερη μέθοδος διαφύλαξης των θεμελιωδών αξιών προκειμένου να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην υποστήριξη μιας νοοτροπίας σεβασμού του κράτους δικαίου, την οποία έλαβε υπόψη το Συμβούλιο στα συμπεράσματά του, της 6ης και 7ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου και την έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2012·
   να πραγματοποιεί συναντήσεις σε τεχνικό επίπεδο με τις υπηρεσίες του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αλλά να μην περατώνει καμία διαπραγμάτευση σε τομείς πολιτικής πλην των σχετιζόμενων με το άρθρο 2 της ΣΕΕ, μέχρις ότου διασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση προς το άρθρο 2 της ΣΕΕ·
   να εφαρμόζει μια οριζόντια προσέγγιση για να συμμετέχουν όλες οι ενδιαφερόμενες υπηρεσίες της Επιτροπής ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός των κανόνων του κράτους δικαίου σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού και κοινωνικού τομέα·
   να εφαρμόσει και, αν χρειαστεί, να αναπροσαρμόσει την ανακοίνωσή της του 2003 σχετικά με το άρθρο 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM(2003)0606) και να επεξεργαστεί λεπτομερή πρόταση για έναν ταχύ και ανεξάρτητο μηχανισμό εποπτείας και για ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης·
   να εποπτεύει τακτικά τη σωστή λειτουργία του ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης και να αναλαμβάνει δράση όποτε διακυβεύεται η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης σε οιοδήποτε κράτος μέλος, ώστε να αποτρέπεται η αποδυνάμωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ εθνικών δικαστικών αρχών, πράγμα που αναπόφευκτα θα δημιουργούσε εμπόδια στην ορθή εφαρμογή των περί αμοιβαίας αναγνώρισης και διασυνοριακής συνεργασίας πράξεων της ΕΕ·
   να μεριμνά ώστε τα κράτη μέλη να εγγυώνται την ορθή εφαρμογή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων σε ό, τι αφορά τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης και την ίση πρόσβαση στην ενημέρωση·
   να εποπτεύει την αποτελεσματική εφαρμογή των κανονισμών που διασφαλίζουν διαφανείς και θεμιτές διαδικασίες στη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης και στην κατανομή κρατικών διαφημίσεων και χορηγιών, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι κανονισμοί αυτοί δεν θα επηρεάζουν την ελευθερία της ενημέρωσης και έκφρασης, τον πλουραλισμό ή τη συντακτική στρατηγική των μέσων ενημέρωσης·
   να λαμβάνει κατάλληλα, έγκαιρα, αναλογικά και σταδιακά μέτρα όποτε προκύπτουν ανησυχίες για την ελευθερία της έκφρασης, την ενημέρωση, την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και τον πλουραλισμό στην ΕΕ και στα κράτη μέλη της βάσει λεπτομερών και προσεκτικών αναλύσεων της κατάστασης και των προς επίλυση προβλημάτων και των βέλτιστων τρόπων αντιμετώπισής τους·
   να αντιμετωπίζει τα ζητήματα αυτά στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας για τις Υπηρεσίες Οπτικοακουστικών Μέσων, ώστε να βελτιώνει τη συνεργασία μεταξύ των ρυθμιστικών φορέων των κρατών μελών και της Επιτροπής, και να προβεί το ταχύτερο δυνατόν στην αναθεώρηση και την τροποποίηση της οδηγίας, και ιδίως των άρθρων 29 και 30·
   να συνεχίσει τον διάλογο με την ουγγρική κυβέρνηση σχετικά με το κατά πόσον είναι συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ η νέα διάταξη της Τέταρτης Τροπολογίας που επιτρέπει στην ουγγρική κυβέρνηση να επιβάλλει ειδικό φόρο για την εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου της ΕΕ που συνεπάγονται καταβολή χρηματικών ποσών όποτε ο κρατικός προϋπολογισμός δεν διαθέτει επαρκή χρηματοδότηση και όποτε το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 50% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, και να προτείνει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη αυτού που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραβίαση της ειλικρινούς συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΕΕ·

71.  υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η προσεχής προσχώρηση της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επικυρώνουν μια νέα αρχιτεκτονική του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία θέτει στο επίκεντρο, περισσότερο από ποτέ, τα δικαιώματα του ανθρώπου, με αποτέλεσμα να ανατίθενται στην Επιτροπή, ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, αυξημένες αρμοδιότητες στον τομέα αυτό·

Συστάσεις προς τις ουγγρικές αρχές

72.  καλεί τις ουγγρικές αρχές να εφαρμόσουν το ταχύτερο όλα τα μέτρα που κρίνει αναγκαία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως θεματοφύλακας των Συνθηκών προκειμένου να συμμορφωθούν με το δίκαιο της ΕΕ, να συμμορφωθούν πλήρως προς τις αποφάσεις του ουγγρικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και να εφαρμόσουν το ταχύτερο τις συστάσεις που παρατίθενται κατωτέρω, σύμφωνα με τις συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας, του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων διεθνών οργανισμών αρμόδιων για την προστασία του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών ελευθεριών, ώστε να συμμορφωθούν πλήρως προς το κράτος δικαίου και τις βασικές επιταγές του που αφορούν τις συνταγματικές ρυθμίσεις, το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς και τις στέρεες εγγυήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στα οποία περιλαμβάνονται η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, η θρησκευτική ελευθερία, η προστασία των μειονοτήτων, η καταπολέμηση των διακρίσεων, καθώς και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία:

  

Σε σχέση με τον Θεμελιώδη Νόμο:

   να αποκαταστήσουν πλήρως την υπεροχή του Θεμελιώδους Νόμου απαλείφοντας από αυτόν όσες διατάξεις είχαν κηρυχθεί προηγουμένως αντισυνταγματικές από το Συνταγματικό Δικαστήριο·
   να περιορίσουν την επαναλαμβανόμενη χρήση των βασικών νόμων ώστε τομείς πολιτικής όπως ο οικογενειακός, ο κοινωνικός, ο φορολογικός και ο δημοσιονομικός να υπόκεινται στη συνήθη νομοθεσία και πλειοψηφία·
   να εφαρμόσουν τις συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας και ειδικότερα να αναθεωρήσουν τον κατάλογο των πεδίων πολιτικής όπου απαιτείται ειδική πλειοψηφία, με σκοπό τη διασφάλιση μελλοντικών εκλογών που να έχουν νόημα·
   να διασφαλίσουν ένα ζωντανό κοινοβουλευτικό σύστημα που θα σέβεται επίσης τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης προσφέροντάς τους λογικά χρονικά περιθώρια για μια γνήσια συζήτηση ανάμεσα στην πλειοψηφία και στην αντιπολίτευση και για τη συμμετοχή του ευρύτερου κοινού στη νομοθετική διαδικασία·
   να εξασφαλίσουν την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων στη συνταγματική διαδικασία, παρά το γεγονός ότι ο κυβερνών συνασπισμός συγκεντρώνει από μόνος του τη σχετική ειδική πλειοψηφία·
  

Σε σχέση με τους ελέγχους και τις ισορροπίες:

   να αποκαταστήσουν πλήρως τα προνόμια του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως ανώτατου οργάνου προστασίας του Συντάγματος και επομένως και την υπεροχή του Θεμελιώδους Νόμου, απαλείφοντας από το κείμενό του τους περιορισμούς στην αρμοδιότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου να ελέγχει τη συνταγματικότητα οιασδήποτε τροποποίησης του Θεμελιώδους Νόμου, και ακυρώνοντας την κατάργηση συνταγματικής νομολογίας δύο δεκαετιών· να αποκαταστήσουν το δικαίωμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου να ελέγχει όλα τα νομοθετήματα ανεξαιρέτως με σκοπό να αντισταθμίζει τις ενέργειες του νομοθετικού και του εκτελεστικού σώματος και να διασφαλίζει πλήρη δικαστικό έλεγχο· ο δικαστικός και συνταγματικός αυτός έλεγχος μπορεί να ασκείται με διαφορετικούς τρόπους στα διάφορα κράτη μέλη, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της συνταγματικής ιστορίας του κάθε κράτους, αλλά, μετά τη σύστασή του, το Συνταγματικό Δικαστήριο - όπως το ουγγρικό, το οποίο μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος απέκτησε σύντομα μεγάλη φήμη μεταξύ των ανώτατων δικαστηρίων της Ευρώπης - δεν θα πρέπει να υπόκειται σε μέτρα που στοχεύουν στον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται το κράτος δικαίου·
   να επαναφέρουν τη δυνατότητα να παραπέμπει το δικαστικό σύστημα στη νομολογία που είχε εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Θεμελιώδους Νόμου, ιδίως στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων(12)·
   να καταβάλλουν προσπάθειες για την εξασφάλιση συναίνεσης κατά την εκλογή των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου με ουσιαστική συμμετοχή της αντιπολίτευσης και να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του δικαστηρίου δεν δέχονται πολιτικές επιρροές·
   να αποκαταστήσουν τα προνόμια του κοινοβουλίου στο πεδίο του προϋπολογισμού και έτσι να διασφαλίσουν την πλήρη δημοκρατική νομιμότητα των δημοσιονομικών αποφάσεων, καταργώντας τον περιορισμό των κοινοβουλευτικών εξουσιών από το μη κοινοβουλευτικού χαρακτήρα Συμβούλιο Προϋπολογισμού·
   να συνεργαστούν με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι διατάξεις αυτές του νέου Νόμου για την Εθνική Ασφάλεια συνάδουν με τις θεμελιώδεις αρχές της διάκρισης των εξουσιών, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής·
   να παράσχουν διευκρινίσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι ουγγρικές αρχές προτίθενται να διορθώσουν την πρόωρη αφυπηρέτηση ανώτατων δημόσιων υπαλλήλων ώστε να διασφαλιστεί η θεσμική ανεξαρτησία της αρχής που είναι αρμόδια γα την προστασία των δεδομένων·
  

Σε σχέση με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης:

   να εγγυηθούν πλήρως την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης μεριμνώντας ώστε οι αρχές της μονιμότητας και της εξασφαλισμένης ηλικίας αφυπηρέτησης των δικαστών, οι κανονισμοί που διέπουν τη δομή και σύνθεση των διοικητικών οργάνων της δικαιοσύνης και οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου να κατοχυρωθούν στον Θεμελιώδη Νόμο·
   να θέσουν σύντομα και σωστά σε εφαρμογή τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Νοεμβρίου 2012 και του ουγγρικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, επιτρέποντας σε όσους απολυθέντες δικαστές το επιθυμούν να επιστρέψουν στις προηγούμενες θέσεις τους, συμπεριλαμβανομένων των προέδρων δικαστηρίων των οποίων η αρχική θέση διοικητικής ευθύνης δεν είναι πλέον κενή·
   να θεσπίσουν αντικειμενικά κριτήρια επιλογής ή να δώσουν εντολή στην Εθνική Δικαστική Αρχή να θεσπίσει τέτοια κριτήρια, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι κανονισμοί περί μεταβίβασης υποθέσεων θα σέβονται το δικαίωμα δίκαιης δίκης και την αρχή του νόμιμου δικαστή·
   να θέσουν σε εφαρμογή τις υπόλοιπες συστάσεις της υπ’ αριθ. CDL-AD(2012)020 γνωμοδότησης της Επιτροπής της Βενετίας για τις βασικές πράξεις για τη δικαστική αρχή που τροποποιήθηκαν μετά την έγκριση της γνωμοδότησης CDL-AD(2012)001·
  

Σε σχέση με την εκλογική μεταρρύθμιση:

   να ζητήσουν από την Επιτροπή της Βενετίας και τον ΟΑΣΕ/ODIHR (Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων) να διενεργήσουν κοινή ανάλυση του ριζικά αναθεωρημένου νομικού και θεσμικού πλαισίου των εκλογών και να καλέσουν το ODIHR να πραγματοποιήσει αποστολή αξιολόγησης των αναγκών καθώς και μακρόχρονη και βραχύχρονη αποστολή παρατήρησης εκλογών·
   να εξασφαλίσουν ισόρροπη εκπροσώπηση στην Εθνική Εφορευτική Επιτροπή·
  

Σε σχέση με τα μέσα ενημέρωσης και τον πλουραλισμό:

   να ανταποκριθούν στην υποχρέωση περαιτέρω συζήτησης για τη συνεργασία σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων σχετικά με την πιο μακροπρόθεσμη προοπτική της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης, στη βάση των σημαντικότερων από τις υπόλοιπες συστάσεις της νομικής γνωμάτευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2012·
   να μεριμνήσουν για την έγκαιρη και στενή συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων κύκλων, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης, των κομμάτων της αντιπολίτευσης και της κοινωνίας των πολιτών, σε οιαδήποτε περαιτέρω επανεξέταση της νομοθεσίας στον τομέα αυτό, που ρυθμίζει μια βασική πτυχή της λειτουργίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας, καθώς και στη διεργασία εφαρμογής της·
   να εκπληρώσουν τη θετική υποχρέωση που απορρέει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δυνάμει του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης ως μιας από τις προϋποθέσεις για μια εύρυθμη δημοκρατία·
   να σέβονται, να εγγυώνται, να προστατεύουν και να προάγουν το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και ενημέρωσης, καθώς και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και τον πλουραλισμό, και να αποφεύγουν την ανάπτυξη ή στήριξη μηχανισμών που απειλούν την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και τη δημοσιογραφική και συντακτική ανεξαρτησία·
   να μεριμνήσουν για τη θέσπιση αντικειμενικών, νομικώς δεσμευτικών διαδικασιών και μηχανισμών σχετικά με την επιλογή και τον διορισμό των διευθυντών των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, των διοικητικών συμβουλίων, των συμβουλίων μέσων ενημέρωσης και των ρυθμιστικών φορέων, σύμφωνα με τις αρχές της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας, της εμπειρίας και του επαγγελματισμού, της εκπροσώπησης ολόκληρου του πολιτικού και κοινωνικού φάσματος, της ασφάλειας δικαίου και της συνέχειας·
   να παράσχουν νομικές εγγυήσεις σχετικά με τον πλήρη σεβασμό της αρχής του απορρήτου των πηγών και να εφαρμόζουν πιστά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων·
   να διασφαλίσουν ότι οι κανόνες που αφορούν την πολιτική ενημέρωση από τον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων εγγυώνται δίκαιη πρόσβαση σε διάφορους πολιτικούς ανταγωνιστές, γνώμες και απόψεις, ιδίως όταν πρόκειται για εκλογές και δημοψηφίσματα, για να μπορούν οι πολίτες να διαμορφώνουν άποψη χωρίς να γίνεται κατάχρηση επιρροής από μια κυρίαρχη ομάδα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης·
  

Σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες:

   να αναλάβουν, και να συνεχίσουν, θετικές ενέργειες και ουσιαστικά μέτρα για να διασφαλίσουν τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες και των αστέγων, και να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους από όλες τις δημόσιες αρχές· κατά την επανεξέταση του ορισμού της «οικογένειας» να λάβουν υπόψη τη νομοθετική τάση που παρατηρείται στην Ευρώπη για διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του ορισμού της οικογένειας και τον αρνητικό αντίκτυπο ενός περιοριστικού ορισμού της οικογένειας στα θεμελιώδη δικαιώματα αυτών που θα αποκλείονται από τον νέο και περισσότερο περιοριστικό ορισμό·
   να ακολουθήσουν νέα προσέγγιση αναλαμβάνοντας επιτέλους τις υποχρεώσεις τους έναντι των αστέγων - και, κατά συνέπεια, των ευάλωτων ατόμων - σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τις οποίες έχει προσυπογράψει η Ουγγαρία, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και, κατ’ αυτό τον τρόπο, να προάγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, αντί να παραβιάζουν με την ενσωμάτωση στον Θεμελιώδη Νόμο διατάξεων για την ποινικοποίηση της κατάστασης των αστέγων·
   καλεί την ουγγρική κυβέρνηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την ενίσχυση του μηχανισμού κοινωνικού διαλόγου και ολοκληρωμένων διαβουλεύσεων και τη διασφάλιση των σχετικών δικαιωμάτων·
   καλεί την ουγγρική κυβέρνηση να εντείνει τις προσπάθειές της για την ένταξη των Ρομά και να θεσπίσει κατάλληλα μέτρα για την προστασία τους· οι ρατσιστικές απειλές σε βάρος των Ρομά πρέπει να αντιμετωπισθούν με αδιαμφισβήτητο και αποφασιστικό τρόπο·
  

Σε σχέση με την ελευθερία θρησκείας ή πεποιθήσεων και την αναγνώριση των εκκλησιών:

   να θεσπίσουν σαφείς, ουδέτερες και αμερόληπτες απαιτήσεις και θεσμικές διαδικασίες για την αναγνώριση θρησκευτικών οργανώσεων όπως π.χ. εκκλησιών σε συμφωνία με το καθήκον του κράτους να είναι ουδέτερο και αμερόληπτο στις σχέσεις του με τις διάφορες θρησκείες και πεποιθήσεις και να προσφέρει αποτελεσματικά ένδικα μέσα για περιπτώσεις μη αναγνώρισης ή μη λήψης απόφασης, σύμφωνα με τις συνταγματικές απαιτήσεις που θεσπίζει η προαναφερθείσα Απόφαση 6/2013 του Συνταγματικού Δικαστηρίου·

Συστάσεις προς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για τη δημιουργία ενός νέου μηχανισμού για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 2 της ΣΕΕ

73.  επαναλαμβάνει ότι επείγει η επίλυση του λεγόμενου «διλήμματος της Κοπεγχάγης», στο πλαίσιο του οποίου η ΕΕ παραμένει πολύ αυστηρή μεν σε ό, τι αφορά τον σεβασμό των κοινών αξιών και προτύπων από τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, αλλά δεν διαθέτει αποτελεσματικά εργαλεία εποπτείας και επιβολής κυρώσεων μετά την ένταξή τους στην ΕΕ·

74.  ζητεί επιτακτικά να υπάρχει τακτική αξιολόγηση της συνεχούς συμμόρφωσής τους προς τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης και τις απαιτήσεις της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας θα αποφεύγεται η χρήση διπλών μέτρων και σταθμών και λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω αξιολόγηση πρέπει να βασίζεται σε μιας κοινώς αποδεκτή αντίληψη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσον αφορά τα συνταγματικά και νομικά πρότυπα· απαιτεί, επίσης, παρόμοιες καταστάσεις στα κράτη μέλη να παρακολουθούνται κατά τον ίδιο τρόπο, διότι διαφορετικά παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των κρατών μελών έναντι των Συνθηκών·

75.  ζητεί στενότερη συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών, ιδιαίτερα με το Συμβούλιο της Ευρώπης και την Επιτροπή της Βενετίας, και την αξιοποίηση της δικής τους εμπειρίας στο θέμα του σεβασμού των δημοκρατικών αρχών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου·

76.  αναγνωρίζει και επικροτεί τις πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί, τις αναλύσεις που έχουν γίνει και τις συστάσεις που έχουν εκδοθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης, και ειδικότερα από τον Γενικό Γραμματέα, την Κοινοβουλευτική Συνέλευση και από τον επί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Επίτροπό του, καθώς και από την Επιτροπή της Βενετίας·

77.  καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να δρομολογήσουν κοινό προβληματισμό και συζήτηση -όπως επίσης έχουν ζητήσει οι Υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας, των Κάτω Χωρών, της Δανίας και της Φινλανδίας στην προαναφερθείσα επιστολή τους προς τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - για το πώς θα της αποκτήσει η Ένωση τους αναγκαίους μηχανισμούς για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει της Συνθήκης στο θέμα της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αποφεύγοντας παράλληλα κάθε κίνδυνο χρήσης διπλών μέτρων και σταθμών έναντι των κρατών μελών της·

78.  εκτιμά ότι μια μελλοντική αναθεώρηση των Συνθηκών θα πρέπει να οδηγήσει σε μια καλύτερη διάκριση μεταξύ της αρχικής φάσης, που θα αποβλέπει στην αξιολόγηση κάθε κινδύνου σοβαρής παραβίασης των αξιών που ορίζονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ, και μιας αποτελεσματικότερης διαδικασίας σε μια μεταγενέστερη φάση, όταν θα χρειάζεται πλέον να αναληφθούν ενέργειες για την αντιμετώπιση πραγματικών σοβαρών και διαρκών παραβιάσεων αυτών των αξιών·

79.  επαναλαμβάνει, στο πλαίσιο του σημερινού θεσμικού μηχανισμού που προβλέπει το άρθρο 7 της ΣΕΕ, τις εκκλήσεις που διατύπωσε στο ψήφισμά του της 12ης Δεκεμβρίου 2012 σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2010-2011), υπέρ της δημιουργίας ενός νέου μηχανισμού για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης όλων των κρατών μελών προς τις κοινές αξίες που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και της συνέχειας στα κριτήρια της Κοπεγχάγης· ο μηχανισμός αυτός θα πρέπει να προσλάβει τη μορφή «Επιτροπής της Κοπεγχάγης» ή ομάδας υψηλού επιπέδου ή αξιολόγησης βάσει του άρθρου 70 της ΣΛΕΕ και να έχει ως βάση την αναμόρφωση και την ενίσχυση της εντολής του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, και το πλαίσιο ενός ενισχυμένου διαλόγου Επιτροπής-Συμβουλίου-Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου-κρατών μελών σχετικά με τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν·

80.  επαναλαμβάνει ότι η δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού θα μπορούσε να συμπεριλάβει την επανεξέταση της εντολής του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία θα πρέπει να ενισχυθεί ώστε να προβλέπει τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των κρατών μελών προς το άρθρο 2 ΣΕΕ· συνιστά αυτή η «ομάδα υψηλού επιπέδου της Κοπεγχάγης» ή οιοσδήποτε παρεμφερής μηχανισμός να εδράζεται στους υφιστάμενους μηχανισμούς και δομές και να συνεργάζεται με αυτούς· υπενθυμίζει τον ρόλο του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο οποίος θα μπορούσε να συγκεντρώσει το εξαιρετικά πολύτιμο έργο των διάφορων οργάνων παρακολούθησης που υπάρχουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης και τα δικά του στοιχεία και αναλύσεις προκειμένου να διενεργεί ανεξάρτητες, συγκριτικές και τακτικές αξιολογήσεις της συμμόρφωσης των κρατών μελών προς το άρθρο 2 της ΣΕΕ·

81.  συνιστά σε σχέση με τον μηχανισμό αυτό :

   να είναι ανεξάρτητος από πολιτικές επιρροές, όπως οφείλουν να είναι όλοι οι μηχανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης που σχετίζονται με την παρακολούθηση των κρατών μελών, καθώς επίσης γρήγορος και αποτελεσματικός·
   να λειτουργεί σε πλήρη συνεργασία με άλλους διεθνείς οργανισμούς για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου·
   να παρακολουθεί σε τακτική βάση τον σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, την κατάσταση της δημοκρατίας και το κράτος δικαίου σε όλα τα κράτη μέλη, σεβόμενος πλήρως τις εθνικές συνταγματικές παραδόσεις·
   να ασκεί αυτή την εποπτεία με ομοιόμορφο τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη, ώστε να αποφεύγεται κάθε κίνδυνος εφαρμογής διπλών μέτρων και σταθμών έναντι των κρατών μελών·
   να προειδοποιεί έγκαιρα την ΕΕ για κάθε κίνδυνο υποβάθμισης του επιπέδου τήρησης των αξιών που κατοχυρώνει το άρθρο 2 της ΣΕΕ·
   να εκδίδει συστάσεις προς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη για το πώς θα κινηθούν και θα διορθώσουν οιαδήποτε επιδείνωση του επιπέδου τήρησης των αξιών που κατοχυρώνει το άρθρο 2 της ΣΕΕ·

82.  αναθέτει στην κοινοβουλευτική του επιτροπή που είναι αρμόδια για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο έδαφος της Ένωσης, και για τον εντοπισμό σαφών κινδύνων σοβαρής παραβίασης των κοινών αξιών από ένα κράτος μέλος, να υποβάλει λεπτομερείς προτάσεις υπό μορφή έκθεσης στη Διάσκεψη των Προέδρων και στην ολομέλεια·

83.  αναθέτει στην κοινοβουλευτική του επιτροπή που είναι αρμόδια για την προστασία, εντός του εδάφους της Ένωσης, των δικαιωμάτων των πολιτών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και για τον εντοπισμό τυχόν σαφών κινδύνων σοβαρής παραβίασης των κοινών αξιών από ένα κράτος μέλος, καθώς και στην κοινοβουλευτική του επιτροπή που είναι αρμόδια για τη διαπίστωση της ύπαρξης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των κοινών σε όλα τα κράτη μέλη αρχών, να παρακολουθούν την εξέλιξη της κατάστασης στην Ουγγαρία·

84.  σκοπεύει να συγκαλέσει Διάσκεψη για το θέμα αυτό, πριν από τα τέλη του 2013, στην οποία θα συμμετάσχουν εκπρόσωποι όλων των κρατών μελών, των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, του Συμβουλίου της Ευρώπης, των εθνικών Συνταγματικών και Ανώτατων Δικαστηρίων, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων·

IV - ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

85.  ζητεί από τις ουγγρικές αρχές να ενημερώσουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή, τις Προεδρίες του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και το Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 72·

86.  καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να ορίσουν από έναν εκπρόσωπο ο οποίος, μαζί με τον εισηγητή του Κοινοβουλίου και τους σκιώδεις εισηγητές («Τριμερής διάλογος βάσει του άρθρου 2»), θα αξιολογούν τις πληροφορίες που θα διαβιβάζουν οι ουγγρικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή των συστάσεων της παραγράφου 72 και θα παρακολουθούν ενδεχόμενες μελλοντικές τροποποιήσεις με στόχο τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το άρθρο 2 της ΣΕΕ·

87.  ζητεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων να αξιολογήσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να γίνει χρήση των μηχανισμών που προβλέπει η Συνθήκη, περιλαμβανομένου του άρθρου 7 παράγραφος 1 της ΣΕΕ, σε περίπτωση που οι απαντήσεις των ουγγρικών αρχών στις ανωτέρω συστάσεις δεν είναι σύμφωνες προς τις απαιτήσεις του άρθρου 2 της ΣΕΕ·

o
o   o

88.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στον Πρόεδρο και στην κυβέρνηση της Ουγγαρίας, στους Προέδρους του ουγγρικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και της «Kúria», στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και των υποψηφίων προς ένταξη χωρών, στον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στον ΟΑΣΕ.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2012)0053.
(2) ΕΕ C 199 E της 7.7.2012, σ. 154.
(3) ΕΕ C 33 E της 5.2.2013, σ. 17.
(4) ΕΕ C 169 E της 15.6.2012, σ. 49.
(5) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2012)0500.
(6) Οι νόμοι αυτοί περιλαμβάνουν βασικούς νόμους των οποίων όλες οι διατάξεις απαιτούν πλειοψηφία δυο τρίτων, βασικούς νόμους των οποίων συγκεκριμένες διατάξεις πρέπει να εγκριθούν με απλή πλειοψηφία, και πράξεις των οποίων συγκεκριμένες διατάξεις απαιτούν πλειοψηφία δυο τρίτων των παρόντων βουλευτών.
(7) Νομική ανάλυση που απεστάλη στην ουγγρική κυβέρνηση στις 28 Φεβρουαρίου 2011: http://www.osce.org/fom/75990Βλέπε επίσης ανάλυση και αξιολόγηση Σεπτεμβρίου 2010: http://www.osce.org/fom/71218
(8) Ανάλυση από τους εμπειρογνώμονες του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ουγγρική νομοθεσία σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης: πράξη CIV του 2010 για την ελευθερία του Τύπου και τους θεμελιώδεις κανόνες για το περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης και πράξη CLXXXV του 2010 για τις υπηρεσίες μέσων ενημέρωσης και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, 11 Μαΐου 2012.
(9) Έκθεση του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ για τις σύγχρονες μορφές ρατσισμού, φυλετικών διακρίσεων, ξενοφοβίας και σχετικής μισαλλοδοξίας (A/HRC/20/33/Add. 1).
(10) Γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας αριθ. 664/2012 της 19 Μαρτίου 2012 σχετικά με την Πράξη CCVI του 2011 για το δικαίωμα στην ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας, και για το νομικό καθεστώς των εκκλησιών, δογμάτων και θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ουγγαρία (CDL-AD(2012)004).
(11) Σημείο (80) της απόφασης.
(12) Βλέπε έγγραφο εργασίας 5.


Οι πρόσφατες πλημμύρες στην Ευρώπη
PDF 275kWORD 28k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με τις πλημμύρες στην Ευρώπη (2013/2683(RSP))
P7_TA(2013)0316RC-B7-0319/2013

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα άρθρα 191 και 196 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό του Συμβουλίου (EΚ) αριθ. 2012/2002 της 11ης Νοεμβρίου 2002 για την ίδρυση του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το μέλλον του Ταμείου Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM(2011)0613), και το ψήφισμά του της 15ης Ιανουαρίου 2013 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλληλεγγύης, υλοποίηση και εφαρμογή(1),

–  έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του της 5ης Σεπτεμβρίου 2002 σχετικά με τις πλημμύρες στην Ευρώπη(2), της 8ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με τις φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές και πλημμύρες) στην Ευρώπη(3), της 18ης Μαΐου 2006 σχετικά με τις φυσικές καταστροφές (δασικές πυρκαγιές, ξηρασία και πλημμύρες) - γεωργικές πτυχές(4), πτυχές περιφερειακής ανάπτυξης(5) και περιβαλλοντικές πτυχές(6), της 7ης Σεπτεμβρίου 2006 σχετικά με τις δασικές πυρκαγιές και τις πλημμύρες(7), της 17ης Ιουνίου 2010 σχετικά με τις πλημμύρες στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, και συγκεκριμένα στην Πολωνία, στην Τσεχική Δημοκρατία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, την Ρουμανία και την Γαλλία(8), και της 11ης Μαρτίου 2010 σχετικά με τις μεγάλες φυσικές καταστροφές στην αυτόνομη περιφέρεια της Μαδέρας και τις συνέπειες της καταιγίδας «Xynthia» στην Ευρώπη(9),

–  έχοντας υπόψη τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής με τίτλο «Η προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος: προς ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο δράσης» (COM(2009)0147), την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με κοινοτική προσέγγιση για την πρόληψη φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών (COM(2009)0082) και την ανακοίνωση της Επιτροπής με θέμα «Προς μια ισχυρότερη ευρωπαϊκή αντίδραση στις καταστροφές: ο ρόλος της πολιτικής προστασίας και της ανθρωπιστικής βοήθειας» (COM(2010)0600),

–  έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «Περιφέρειες 2020 - μια αξιολόγηση των μελλοντικών προκλήσεων για τις περιφέρειες της ΕΕ» (SEC(2008)2868),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 110 παράγραφος 2 και 4, του Κανονισμού του,

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μια μεγάλη φυσική καταστροφή υπό μορφή πλημμύρας έπληξε πρόσφατα πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων την Αυστρία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Σλοβακία, τη Γαλλία και την Ισπανία·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν ραγδαία η συχνότητα, ο επικίνδυνος και πολύπλοκος χαρακτήρας και οι συνέπειες των φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών σε ολόκληρη την Ευρώπη·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πλημμύρες προκάλεσαν σοβαρές ζημιές σε πόλεις, κωμοπόλεις και δήμους, σε υποδομές, επιχειρήσεις, γεωργία και αγροτικές περιοχές και ότι κατάστρεψαν στοιχεία φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, με συνέπεια το θάνατο, τον τραυματισμό αλλά και τον εξαναγκασμό χιλιάδων ανθρώπων να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ταμείο Αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΤΑΕΕ) δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση μειζόνων εθνικών καταστροφών και την παροχή χρηματοδοτικής ενίσχυσης στα πληγέντα κράτη·

E.  λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να αναληφθούν έργα για βιώσιμη ανασυγκρότηση των περιοχών που καταστράφηκαν ή επλήγησαν από τις καταστροφές με σκοπό την επανόρθωση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών απωλειών τους·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να ενισχυθεί η ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόληψη όλων των ειδών φυσικών καταστροφών, και ότι πρέπει να βελτιωθούν η λειτουργικότητα και ο συντονισμός των διαφόρων ενωσιακών μέσων ώστε να επιτευχθεί βιώσιμη πρόληψη των καταστροφών·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μερικές ορεινές περιοχές, και περιοχές γύρω από ποτάμια και κοιλάδες, έχουν χάσει μέρος της δυνατότητας απορρόφησης υδάτων λόγω μη βιώσιμης αποψίλωσης των δασών, της εντατικής καλλιέργειας, των μεγάλων κατασκευαστικών έργων υποδομής, της αστικοποίησης και της στεγανοποίησης των εδαφών κατά μήκος ποταμών και κοιλάδων·

1.  εκφράζει την συμπάθεια και την αλληλεγγύη του προς τους κατοίκους των κρατών μελών, των περιφερειών και των δήμων και κοινοτήτων που επλήγησαν από τις καταστροφές· λαμβάνει υπόψη τις σοβαρές οικονομικές συνέπειές τους και εκφράζει το σεβασμό του και τα συλλυπητήριά του στις οικογένειες των θυμάτων·

2.  εκτιμά τις εντονότατες προσπάθειες που καταβάλλουν οι μονάδες ασφάλειας και πολιτικής προστασίας, οι ομάδες διάσωσης και οι εθελοντές για να σώσουν ζωές και να ελαχιστοποιήσουν τις ζημιές στις πληγείσες περιοχές·

3.  επιδοκιμάζει τις ενέργειες των κρατών μελών για την παροχή βοήθειας στις πληγείσες περιοχές, καθόσον η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη υλοποιείται διά της αμοιβαίας βοήθειας σε αντίξοες συνθήκες·

4.  τονίζει ότι η υποβάθμιση του εδάφους, η οποία προκαλείται ή επιδεινώνεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως οι ακατάλληλες πρακτικές γεωργίας και δασοκομίας, βλάπτει την ικανότητα του εδάφους να συνεχίσει να επιτελεί στο ακέραιο τη ζωτική λειτουργία της πρόληψης φυσικών καταστροφών·

5.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στον σχεδιασμό και την αναθεώρηση των πολιτικών για τις βιώσιμες χρήσεις γης, των εκ μέρους των οικοσυστημάτων δυνατοτήτων απορρόφησης και των βέλτιστων πρακτικών καθώς και στην αύξηση της ικανότητας των συστημάτων ελέγχου των πλημμυρών και αποστράγγισης·

6.  τονίζει πως η αποτελεσματική πρόληψη των πλημμυρών πρέπει να στοχεύει σε διαπεριφερειακές και διασυνοριακές στρατηγικές διαχείρισης των κινδύνων, εκεί όπου υπάρχουν πολλές δυνατότητες για συντονισμό και πρόβλεψη ενισχυμένης από κοινού ανταπόκρισης σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·

7.  παραδέχεται ότι ο μηχανισμός πολιτικής προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης βοηθάει τα κράτη μέλη να συνεργασθούν και να ελαχιστοποιήσουν τις επιπτώσεις έκτακτης ανάγκης· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να απλοποιήσουν τους κανόνες και τις διαδικασίες για την ενεργοποίηση του μηχανισμού·

8.  υπογραμμίζει ότι ο στόχος της Ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας προσφέρει την ευκαιρία στα πληγέντα κράτη μέλη και περιφέρειες να ορίσουν τη διαχείριση του κινδύνου ως επενδυτική προτεραιότητα για την υπό διαπραγμάτευση προσεχή προγραμματική περίοδο, και τα καλεί να το πράξουν·

9.  τονίζει ότι τα προγράμματα πρόληψης των πλημμυρών πρέπει να εκτελούνται από τα κράτη μέλη μέσω εκτεταμένων και προληπτικών στρατηγικών· τονίζει ότι η πολιτική έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης και της αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, απαιτεί τη στενότερη συμμετοχή των περιφερειών, των πόλεων και των τοπικών κοινοτήτων, οι οποίες θα πρέπει ενθαρρυνθούν να συμπεριλάβουν την πολιτική έκτακτης ανάγκης στις στρατηγικές τους·

10.  καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή – μόλις παραλάβουν όλες τις απαιτούμενες αιτήσεις από τα κράτη μέλη - να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την εκ μέρους του ΤΑΕΕ χορήγηση ταχείας και κατάλληλης οικονομικής βοήθειας· τονίζει πως επείγει να αποδεσμευθεί οικονομική βοήθεια μέσω του ΤΑΕΕ προς τις χώρες που επλήγησαν από την εν λόγω φυσική καταστροφή·

11.  καλεί την Επιτροπή να συντάξει νέο, απλοποιημένο κανονισμό του ΤΑΕΕ ο οποίος θα μπορεί, μεταξύ άλλων, να βοηθά την Επιτροπή να καταβάλλει προκαταβολές μόλις ένα πληγέν κράτος μέλος ζητά βοήθεια.

12.  τονίζει το γεγονός ότι οι επενδύσεις στην πρόληψη των πλημμυρών δυνάμει των σχετικών προγραμμάτων απαιτούν επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους, δεδομένου ότι αποτελούν σημαντικό εργαλείο για να μπορέσουν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών να αναπτύξουν και εφαρμόσουν πολιτικές πρόληψης των πλημμυρών· τονίζει ότι οι επενδύσεις που στηρίζουν την πρόληψη των καταστροφών πρέπει να ακολουθούν προσέγγιση που θα βασίζεται στο οικοσύστημα·

13.  εκφράζει την άποψη ότι οι συνέπειες των καταστροφών έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη χρησιμοποίηση των κονδυλίων της ΕΕ· ζητεί να επιδειχθεί η απαιτούμενη ευελιξία για να υπάρξει επαναπρογραμματισμός στα κράτη μέλη σε στήριξη της ανασυγκρότησης των πληγεισών περιοχών και της επιλογής των πλέον κατάλληλων έργων·

14.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, καθώς και στις αρμόδιες περιφερειακές και τοπικές αρχές των πληγεισών περιοχών.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2013)0003.
(2) ΕΕ C 272 E της 13.11.2003, σ. 471.
(3) ΕΕ C 193 E της 17.8.2006, σ. 322.
(4) ΕΕ C 297 E της 7.12.2006, σ. 363.
(5) ΕΕ C 297 E της 7.12.2006, σ. 369.
(6) ΕΕ C 297 Eτης 7.12.2006, σ. 375.
(7) ΕΕ C 305 E της 14.12.2006, σ. 240.
(8) ΕΕ C 236 E της 12.8.2011, σ. 128.
(9) ΕΕ C 349 E της 22.12.2010, σ. 88.


Μεταρρύθμιση της διάρθρωσης του τραπεζικού τομέα της ΕΕ
PDF 432kWORD 47k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με τη μεταρρύθμιση της διάρθρωσης του τραπεζικού τομέα της ΕΕ (2013/2021(INI))
P7_TA(2013)0317A7-0231/2013

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 120 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, καθώς και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της 2ας Οκτωβρίου 2012, της ομάδας εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου (HLEG), σχετικά με τη μεταρρύθμιση της διάρθρωσης του τραπεζικού τομέα της ΕΕ(1),

–  έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα των συνόδων της ομάδας G20 στο Λονδίνο το 2009, στις Κάννες το 2011 και στη Μόσχα το 2013,

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/111/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ όσον αφορά τράπεζες συνδεδεμένες με κεντρικούς οργανισμούς, ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις εποπτικές ρυθμίσεις και τη διαχείριση των κρίσεων, καθώς επίσης την πρόταση της 20ής Ιουλίου 2011 για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (COM(2011)0453), και την πρόταση της 20ής Ιουλίου 2011 για κανονισμό σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (COM(2011)0452),

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της 6ης Ιουνίου 2012, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 77/91/ΕΟΚ και 82/891/ΕOΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ και 2011/35/ΕE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (COM(2012)0280),

–  έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 13ης και 14ης Δεκεμβρίου 2012,

–  έχοντας υπόψη τις συστάσεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του Οκτωβρίου του 2011, «Key Attributes of Effective Resolution Regimes for Financial Institutions» (Βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) και του Νοεμβρίου του 2010 «Intensity and Effectiveness of SIFI Supervision» (Ένταση και αποτελεσματικότητα της εποπτείας των σημαντικών από συστημική άποψη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (SIFI)),

–  έχοντας υπόψη το έγγραφο διαβούλευσης της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS), του Νοεμβρίου του 2011, με τίτλο «Global systemically important Banks: assessment methodology and the additional loss absorbency requirement» (Παγκόσμιες σημαντικές από συστημική άποψη τράπεζες: μεθοδολογία αξιολόγησης και η απαίτηση για την απορρόφηση πρόσθετων ζημιών),

–  έχοντας υπόψη τις πρωτοβουλίες σε επίπεδο κρατών μελών και σε διεθνές επίπεδο για τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων του γαλλικού νόμου «Loi de séparation et de régulation des activités bancaire», του γερμανικού νόμου «Trennbankengesetz», της έκθεσης της ανεξάρτητης επιτροπής για τον τραπεζικό τομέα καθώς και των μεταρρυθμίσεων Vickers στο Ηνωμένο Βασίλειο, και των κανόνων Volcker στις Ηνωμένες Πολιτείες,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για το 2012 με τίτλο «Implicit Guarantees for Bank Debt: Where Do We Stand?»(2) και την έκθεση του ΟΟΣΑ, του 2009, με τίτλο «The Elephant in the Room: The Need to Deal with What Banks Do»(3) (Ο ελέφαντας στο δωμάτιο: η ανάγκη να ασχοληθούμε με τη δράση των τραπεζών)·

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Νοεμβρίου 2012 σχετικά με το σκιώδες τραπεζικό σύστημα(4),

–  έχοντας υπόψη τη δήλωση της Ευρωομάδας, της 25ης Μαρτίου 2013, σχετικά με την κρίση στην Κύπρο(5),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A7–0231/2013),

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι από την έναρξη της κρίσης χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ του 2008 και του τέλους του 2011 κρατικές ενισχύσεις ύψους μεγαλύτερου των 1,6 τρισεκατομμυρίων EUR (12,8 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ) για τον χρηματοπιστωτικό τομέα (συμπεριλαμβανομένης της ανακεφαλαιοποίησης της Northern Rock το 2007), και ότι περίπου 1080 δισ. EUR από το ποσό αυτό αναλογεί σε εγγυήσεις, 320 δισ. EUR σε μέτρα ανακεφαλαιοποίησης, 120 δισ. EUR σε μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία και 90 δισ. EUR σε μέτρα ρευστότητας(6)· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή ζήτησε ουσιαστική αναδιάρθρωση των τραπεζών που λαμβάνουν ενίσχυση, συμπεριλαμβανομένης της περικοπής ορισμένων δραστηριοτήτων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μελλοντική βιωσιμότητά τους χωρίς περαιτέρω δημόσια στήριξη και να αντισταθμιστούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκαλούνται από τις λαμβανόμενες επιδοτήσεις·

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω κρατικά χρηματοδοτούμενες διασώσεις έχουν οδηγήσει σε μαζική αύξηση του δημόσιου χρέους στα κράτη μέλη·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι πέντε έτη μετά την παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οικονομία της ΕΕ εξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση, ενώ ορισμένα κράτη μέλη παρέχουν ενισχύσεις και έμμεσες εγγυήσεις σε τράπεζες, μεταξύ άλλων λόγω ανεπαρκούς εφαρμογής του οικονομικού και δημοσιονομικού πλαισίου·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ΟΟΣΑ, στην έκθεσή του για το 2012, εκτιμά την αξία των έμμεσων κρατικών εγγυήσεων το 2012, ως προς την εξοικονόμηση κόστους για τις τράπεζες της ΕΕ, σε περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τραπεζών και κρατών μελών, και όπου μεγαλύτερο όφελος αποκομίζουν οι μεγαλύτερου μεγέθους τράπεζες, ιδίως εάν θεωρούνται ασθενείς, καθώς και τράπεζες που εδρεύουν στα κράτη μέλη με την υψηλότερη αξιολόγηση πιστοληπτική αξιολόγηση κρατικού χρέους· περαιτέρω, η έκθεση διαπιστώνει ότι οι εγγυήσεις αυτές επεκτείνονται πέραν των τραπεζών που έχουν ταξινομηθεί ως σημαντικά από συστημική άποψη χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (SIFI) σύμφωνα με τη μεθοδολογία του συμβουλίου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (FSB)·

E.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάληψη υπέρμετρων κινδύνων, το υπερβολικά υψηλό επίπεδο μόχλευσης, οι ανεπαρκείς απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και ρευστότητας, η υπερβολική πολυπλοκότητα του όλου τραπεζικού συστήματος, οι υπερβολικά μεγάλοι τραπεζικοί κλάδοι σε μικρές εθνικές οικονομίες, η έλλειψη ελέγχου και εποπτείας, η υπέρμετρη επέκταση των συναλλαγών παραγώγων, οι εσφαλμένες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, η υπερβολή ως προς τα συστήματα μπόνους, και η ανεπαρκής διαχείριση κινδύνου δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη χρηματοπιστωτική κρίση, και τροφοδοτήθηκαν κυρίως από υπερβολική έκθεση σε ακίνητα και όχι από δραστηριότητες της κεφαλαιαγοράς, και από ανεπαρκή εποπτεία·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η απώλεια σύνεσης στα λογιστικά πρότυπα, ως συνέπεια της υιοθέτησης διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς, έπαιξε και εξακολουθεί να παίζει κεντρικό ρόλο όσον αφορά τη δυνατότητα που προσφέρθηκε στις τράπεζες, να παρουσιάζουν μια εικόνα των λογαριασμών τους που ήταν και δεν είναι πάντα πραγματική και πιστή, ιδιαίτερα με βάση το διεθνές λογιστικό πρότυπο IAS 39 σχετικά με την πρόβλεψη για απώλειες από δάνεια·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Ευρώπη συσσωρεύτηκαν κίνδυνοι και εξαιτίας εμπορικών τραπεζών της Νότιας Ευρώπης, που παρείχαν πιστώσεις στον τομέα των ακινήτων βάσει μιας κοντόφθαλμης και ελλειμματικής διαχείρισης κινδύνου·

H.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως επισημαίνεται στην ανάλυση της HLEG, κανένα συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο δεν πήγε ιδιαίτερα καλά ή ιδιαίτερα άσχημα κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης·

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, πολλές φορές, στον χρηματοπιστωτικό τομέα τα κέρδη ιδιωτικοποιούνταν, ενώ ο κίνδυνος και οι απώλειες μετακυλίονταν στην κοινωνία· λαμβάνοντας υπόψη ότι σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς, ο κίνδυνος και η ευθύνη πρέπει να πηγαίνουν μαζί·

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αδυναμίες που παρατηρούνται σήμερα στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα μετά την κρίση καταδεικνύουν την ανάγκη για ενίσχυση της αρχιτεκτονικής της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής εποπτείας και της διαχείρισης κρίσης, συμπεριλαμβανομένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για ορισμένες τράπεζες ώστε να καλυφθούν οι ευρύτερες ανάγκες της οικονομίας·

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τράπεζες δεν θα πρέπει να υπερέχουν έναντι του δημοσίου συμφέροντος·

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το 1933 στις Ηνωμένες Πολιτείες ο νόμος Glass-Steagall, για τον διαχωρισμό των τραπεζών, συνέβαλε στην έξοδο από τη χειρότερη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που προηγήθηκε της τρέχουσας, καθώς και το γεγονός ότι, με την κατάργησή του, το 1999, άρχισε να παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση των κερδοσκοπικών τραπεζικών επενδύσεων και των αστοχιών του χρηματοπιστωτικού συστήματος·

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι έχουν ληφθεί ορισμένες σημαντικές πρωτοβουλίες στην ΕΕ προκειμένου να αποτραπεί μια νέα τραπεζική κρίση, να αυξηθεί η προστασία των φορολογούμενων και των πελατών λιανικής, και να δημιουργηθούν ισχυρά και βιώσιμα συστήματα πληρωμών·

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι από την όγδοη έκδοση (Δεκέμβριος του 2012) του πίνακα αποτελεσμάτων για τους καταναλωτές, της Επιτροπής, προκύπτει με σαφήνεια πως η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις τραπεζικές υπηρεσίες στην ΕΕ βρίσκεται σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα·

ΙΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρόσφατο πακέτο διάσωσης στην Κύπρο αρχικά περιελάμβανε φόρο επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων, υπονομεύοντας έτσι την εμπιστοσύνη στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων της χώρας αυτής·

ΙΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με μια μελέτη της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ), από τη στιγμή που ο όγκος των ιδιωτικών πιστώσεων ως μέτρο του μεγέθους του χρηματοπιστωτικού τομέα υπερβαίνει το ΑΕγχΠ μιας χώρας και η αναλογία της απασχόλησης στον χρηματοπιστωτικό τομέα αυξάνεται ραγδαία, ένας διογκωμένος χρηματοπιστωτικός τομέας της μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας, καθώς αρχίζουν να διαρρέουν ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι από άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας(7)·

ΙΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, όσον αφορά την κρίση στην Κύπρο, η Ευρωομάδα επιβεβαίωσε την αρχή σύμφωνα με την οποία το μέγεθος του τραπεζικού τομέα σε σχέση με το ΑΕγχΠ ενός κράτους μέλους θα πρέπει να περιορίζεται, προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι ανισορροπίες του τραπεζικού τομέα και να προωθείται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, και ότι συνεπώς, απουσία ουσιαστικών ταμείων εξυγίανσης σε επίπεδο ΕΕ, η ύπαρξη ορίων όσον αφορά το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και την αλληλεξάρτηση των τραπεζών θα είναι επωφελής για τη συστημική σταθερότητα·

ΙΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο απλός διαχωρισμός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε καταστήματα επενδυτικής τραπεζικής και καταστήματα λιανικής τραπεζικής δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα με τα σημαντικά από συστημική άποψη χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (SIFI) και τη σχέση μεταξύ του όγκου του Ταμείου Ανάκαμψης και Εξυγίανσης από τη μία πλευρά, και του υπολοίπου των σημαντικών από συστημική άποψη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για πίστωση, πληρωμές και καταθέσεις από την άλλη·

ΙΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία μετάβασης σε έναν πιο σταθερό, λιγότερο συστημικό και πιο βιώσιμο τραπεζικό τομέα φαίνεται ότι διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών·

Κ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η HLEG συμπεραίνει πως η χρηματοπιστωτική κρίση κατέδειξε ότι κανένα συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο δεν πήγε ιδιαίτερα καλά ή ιδιαίτερα άσχημα στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάλυση της HLEG αποκάλυψε ανάληψη υπέρμετρων κινδύνων, συχνά κατά τις συναλλαγές με εξαιρετικά πολύπλοκα μέσα ή σε σχετιζόμενο με ακίνητα δανεισμό που δεν συνδυαζόταν με επαρκή προστασία κεφαλαίου, όπως επίσης υπέρμετρη στήριξη στη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση και ισχυρούς συνδέσμους μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα να προκαλείται υψηλό επίπεδο συστημικού κινδύνου στην πορεία προς τη χρηματοπιστωτική κρίση·

ΚΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η HLEG υπογραμμίζει πως απλοί χαρακτηρισμοί, όπως τράπεζα λιανικής ή επενδυτική τράπεζα, δεν περιγράφουν επαρκώς το επιχειρηματικό μοντέλο μιας τράπεζας, την απόδοση και την τάση για ανάληψη κινδύνου· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα επιχειρηματικά μοντέλα ποικίλουν ως προς διάφορες βασικές διαστάσεις, όπως μέγεθος, δραστηριότητες, μοντέλο εισοδήματος, κεφάλαιο και δομή χρηματοδότησης, ιδιοκτησία, εταιρική δομή και γεωγραφικό πεδίο, και έχουν εξελιχθεί σημαντικά με την πάροδο του χρόνου·

ΚΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι κατέστη σαφές πως οι κίνδυνοι μπορούν να προκύψουν τόσο στον κλάδο λιανικής όσο και στον επενδυτικό κλάδο της τράπεζας·

ΚΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόταση της Επιτροπής θα πρέπει να προβλέπει μια προσέγγιση βάσει αρχών όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, που να συνάδει με και να συμπληρώνει την ήδη υπάρχουσα και την επικείμενη νομοθεσία της Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) θα πρέπει να διαδραματίσει καίριο ρόλο στην ανάπτυξη των σχετικών τεχνικών προτύπων ώστε να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή και επιβολή από τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, σε ολόκληρη την Ένωση·

ΚΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι αποκεντρωμένα ιδρύματα των τραπεζικών τομέων στα κράτη μέλη, με τοπικό και περιφερειακό προσανατολισμό, αποδείχθηκαν σταθερά και ευνοϊκά για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας·

ΚΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι απαραίτητο οι τράπεζες να έχουν υψηλότερα επίπεδα και καλύτερη ποιότητα κεφαλαίου, μεγαλύτερα αποθέματα ρευστότητας και πιο μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση·

ΚΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη πως, δεδομένου ότι ο διαχωρισμός μιας τράπεζας μετά την πτώχευσή της δεν είναι ούτε εφικτός ούτε επιθυμητός, απαιτείται ένα αποτελεσματικό καθεστώς εξυγίανσης και ανάκαμψης, ώστε οι αρχές να αποκτήσουν αξιόπιστα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας μιας μεταβατικής τράπεζας, που θα τους παρέχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν αρκετά έγκαιρα και άμεσα σε μια μη υγιή ή προβληματική τράπεζα για να διευκολύνουν τη συνέχιση των χρηματοπιστωτικών και των οικονομικών λειτουργιών της, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και διασφαλίζοντας ότι οι απώλειες επιβαρύνουν τους μετόχους και τους πιστωτές που έχουν αναλάβει τον κίνδυνο της επένδυσης στο συγκεκριμένο ίδρυμα και όχι τους φορολογουμένους ή τους καταθέτες· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτά τα σχέδια εξυγίανσης και ανάκαμψης δεν είναι απαραίτητα για άλλους τύπους ιδιωτικών εταιρειών, γεγονός που δείχνει ότι υπάρχει συγκεκριμένο πρόβλημα με την αγορά στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες· λαμβάνοντας υπόψη ότι εάν η αγορά λειτουργούσε σωστά, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν να αποτύχουν χωρίς να υπάρχει ανάγκη για σχέδιο εξυγίανσης και ανάκαμψης, γεγονός που σημαίνει ότι το πρόβλημα έγκειται στις δομές και τις διασυνδέσεις μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

ΚΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να δοθούν στις αρχές εποπτείας και εξυγίανσης οι απαραίτητες αρμοδιότητες προκειμένου να μπορούν να εξαλείψουν αποτελεσματικά τα εμπόδια όσον αφορά την ικανότητα εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η θέσπιση σχεδίων υποχρεωτικής εξυγίανσης και ανάκαμψης προσφέρει μια δυνατότητα για άσκηση επιρροής στη δομή των τραπεζών, για περιορισμό της πολυπλοκότητας των ιδρυμάτων, και για περιορισμό ή κατάργηση τομέων δραστηριότητας και προϊόντων·

ΚΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε σχέση με τη λήξη της έμμεσης εγγύησης από την οποία επωφελούνται πολλές τράπεζες, ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία στο καθεστώς εξυγίανσης και ανάκαμψης που προτείνεται από την Επιτροπή είναι η εξουσία των αρχών να παρεμβαίνουν έγκαιρα, πολύ πριν από το σημείο της μη βιωσιμότητας, απαιτώντας από τις τράπεζες να αλλάξουν την επιχειρηματική στρατηγική τους, το μέγεθος ή το προφίλ κινδύνου ώστε να μπορούν να εξυγιανθούν χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια οικονομική ενίσχυση·

ΚΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τράπεζες δεν θα πρέπει ποτέ πλέον να γίνονται τόσο μεγάλες που η πτώχευσή τους να προκαλεί συστημικούς κινδύνους για ολόκληρη την οικονομία και να απαιτούν, ως εκ τούτου, από την κυβέρνηση και τους φορολογούμενους να τις διασώσουν, προκειμένου να τεθεί τέλος στο πρόβλημα των τραπεζών των οποίων το μέγεθος θεωρείται απαγορευτικό για χρεοκοπία·

Λ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τράπεζες δεν επιτρέπεται πλέον να είναι ούτε σε επιμέρους κράτη μέλη τόσο μεγάλες, ώστε να καθίστανται συστημικός κίνδυνος σε ένα εθνικό κράτος και οι φορολογούμενοι να υποχρεώνονται να καλύψουν τις ζημίες·

ΛA.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης: 14 ευρωπαϊκοί τραπεζικοί όμιλοι είναι SIFI, 15 ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν το 43% της αγοράς (από άποψη μεγέθους περιουσιακών στοιχείων) και αντιπροσωπεύουν το 150% του ΑΕγχΠ της ΕΕ των 27, ενώ μεμονωμένα κράτη μέλη αντιπροσωπεύουν ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά· λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναλογία του μεγέθους του τραπεζικού τομέα προς το ΑΕγχΠ έχει τριπλασιαστεί από το 2000· λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναλογία του μεγέθους του τραπεζικού τομέα προς το ΑΕγχΠ στο Λουξεμβούργο, στην Ιρλανδία, στην Κύπρο, στη Μάλτα και στη Μεγάλη Βρετανία έχει πολλαπλασιαστεί· λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει τεράστιος βαθμός ποικιλομορφίας στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς το επιχειρηματικό μοντέλο·

ΛΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχουν προηγούμενα αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ένα μοντέλο διαχωρισμού θα μπορούσε να συμβάλει θετικά ώστε να αποφευχθεί μελλοντική χρηματοπιστωτική κρίση ή να μειωθεί ο κίνδυνος αυτός·

ΛΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα το κράτος εγγυάται και εμμέσως επιδοτεί ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μέσω ενίσχυσης της ρευστότητας, συστημάτων εγγύησης καταθέσεων και προγραμμάτων κρατικοποίησης· λαμβάνοντας υπόψη ότι το κράτος είναι σκόπιμο μόνο να εγγυάται βασικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της πραγματικής οικονομίας, όπως συστήματα πληρωμών και υπεραναλήψεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαρθρωτική μεταρρύθμιση έγκειται απλώς στο να εξασφαλίζει ότι το κράτος μόνο εγγυάται βασικές υπηρεσίες και ότι οι μη βασικές υπηρεσίες τιμολογούνται από την αγορά·

ΛΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κεφαλαιαγορές πρέπει να μπορούν να ανταποκρίνονται στις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές ανάγκες σε καιρό εξαιρετικά περιορισμένου τραπεζικού δανεισμού· λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Ευρώπη υπάρχει ανάγκη για αύξηση της διαθεσιμότητας εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης, ιδίως μέσω της ανάπτυξης εναλλακτικών λύσεων κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από την τραπεζική χρηματοδότηση, όπως προσδιορίζεται στην πράσινη βίβλο της Επιτροπής για τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής οικονομίας·

ΛΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από τράπεζες είναι σημαντικά υψηλότερη στα περισσότερα κράτη μέλη απ’ ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στις ΗΠΑ·

ΛΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι εξαιρετικά επιθυμητός ο ενισχυμένος ανταγωνισμός στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συσσωρευμένες νομοθετικές και κανονιστικές απαιτήσεις που ισχύουν για τις τράπεζες, μολονότι είναι πράγματι απαραίτητες για πολλούς λόγους, ενέχουν τον κίνδυνο να δημιουργήσουν φραγμούς στην είσοδο στον κλάδο και, κατ’ επέκταση, να διευκολύνουν την εδραίωση των τρεχουσών κυρίαρχων θέσεων τραπεζικών ομίλων·

ΛΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ αντιμετωπίζει βαθιές διαρθρωτικές μεταβολές, που οφείλονται στην αλλαγή της κατάστασης της αγοράς και σε εκτενείς κανονιστικές μεταρρυθμίσεις όπως για παράδειγμα η εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ·

ΛΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στην έκθεσή της η ανεξάρτητη επιτροπή για τον τραπεζικό τομέα και τις μεταρρυθμίσεις Vickers στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρει επανειλημμένα ότι οι συστάσεις της αποτελούν προσέγγιση πολιτικής για τις τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου·

1.  επικροτεί την ανάλυση και τις συστάσεις της HLEG σχετικά με τη μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα και τις θεωρεί χρήσιμη συνεισφορά για την έναρξη μεταρρυθμίσεων·

2.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τη διαβούλευση της Επιτροπής σχετικά με τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα της ΕΕ, της 16ης Μαΐου 2013·

3.  θεωρεί ότι οι εθνικές πρωτοβουλίες για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις απαιτούν ένα ενωσιακό πλαίσιο για τη διατήρηση και την πρόληψη του κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς της ΕΕ, με παράλληλο σεβασμό της ποικιλομορφίας των εθνικών τραπεζικών μοντέλων·

4.  θεωρεί ότι οι τρέχουσες μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένων της οδηγίας και του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση, του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, της οδηγίας για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων, και των πρωτοβουλιών για το σκιώδες τραπεζικό σύστημα) είναι ζωτικής σημασίας· εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόθεση της Επιτροπής να υποβάλει οδηγία για διαρθρωτική μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα της ΕΕ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν προβλήματα που οφείλονται σε τράπεζες που το μέγεθός τους καθιστά απαγορευτική τη χρεοκοπία τους, και υπογραμμίζει ότι η οδηγία αυτή πρέπει να είναι συμπληρωματική προς τις προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις·

5.  επιμένει ότι η αξιολόγηση αντικτύπου της Επιτροπής θα πρέπει να περιλαμβάνει αξιολογήσεις των προτάσεων της HLEG και των Volker και Vickers, των γαλλικών και των γερμανικών προτάσεων για διαρθρωτική μεταρρύθμιση, να αναφέρει το κόστος που θα είχε τόσο για τα δημόσια οικονομικά όσο και για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα η χρεοκοπία μιας τράπεζας με έδρα της ΕΕ στην τρέχουσα κρίση, όπως επίσης το ενεχόμενο κόστος που θα είχε για τον τραπεζικό τομέα της ΕΕ και τις πιθανές θετικές συνέπειες που θα είχε για την πραγματική οικονομία, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τη φύση του τρέχοντος τραπεζικού μοντέλου γενικών εργασιών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων του μεγέθους και των ισολογισμών των δραστηριοτήτων λιανικής και επενδύσεων των αντίστοιχων τραπεζών γενικών εργασιών που λειτουργούν στην ΕΕ, και για τις πιθανές έμμεσες εγγυήσεις που παρέχουν τα κράτη μέλη στις τράπεζες· επιμένει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να συμπληρώσει την αξιολόγησή της με ποιοτική ανάλυση, όπου είναι δυνατόν, στην οποία να λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των εθνικών τραπεζικών συστημάτων·

6.  υπενθυμίζει στην Επιτροπή την προειδοποίηση της ΕΑΤ και της ΕΚΤ, ότι οι καινοτομίες στον χρηματοπιστωτικό τομέα μπορεί να υπονομεύσουν τους στόχους των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και επιμένει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να υποβάλλονται σε περιοδική επανεξέταση(8)·

7.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τη ρύθμιση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, στην οποία να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της τρέχουσας μεταρρύθμισης της διάρθρωσης των τραπεζών·

8.  θεωρεί ότι βασική αρχή της μεταρρύθμισης του τραπεζικού τομέα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός ασφαλούς, σταθερού, αποτελεσματικού και αποδοτικού τραπεζικού συστήματος που λειτουργεί σε μια ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς και εξυπηρετεί τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, των πελατών και των καταναλωτών στο σύνολο του οικονομικού κύκλου· θεωρεί ότι η διαρθρωτική μεταρρύθμιση πρέπει να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη, στηρίζοντας την παροχή πιστώσεων στην οικονομία, ιδίως στις ΜΜΕ και τις νεοσύστατες επιχειρήσεις, να ενισχύσει την ανθεκτικότητα έναντι πιθανών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις τράπεζες, να εξαλείψει τους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά και να αλλάξει τη νοοτροπία στον τραπεζικό τομέα·

A.Αρχές για τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση

9.  θεωρεί ότι η διαρθρωτική μεταρρύθμιση πρέπει να βασίζεται στις ακόλουθες αρχές:

   μείωση των υπερβολικών κινδύνων, εξασφάλιση ανταγωνισμού, μείωση της πολυπλοκότητας και περιορισμός της διασύνδεσης με την πρόβλεψη χωριστής παροχής των βασικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων της πίστωσης, της πληρωμής, των καταθέσεων και άλλων δραστηριοτήτων για πελάτες και μη βασικές δραστηριότητες υψηλού κινδύνου·
   βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης, με κίνητρα στις τράπεζες για να διαμορφώσουν διαφανείς οργανωτικές δομές, να αυξήσουν τη λογοδοσία και να προωθήσουν ένα υπεύθυνο και βιώσιμο σύστημα αμοιβών·
   ουσιαστική δυνατότητα για εξυγίανση και ανάκαμψη των τραπεζών, με την εξασφάλιση της δυνατότητας των τραπεζών να χρεοκοπούν και/ή να εξυγιαίνονται συντεταγμένα όταν καθίστανται μη βιώσιμες, χωρίς να χρειάζεται να διασωθούν με χρήματα των φορολογουμένων·
   εξασφάλιση της παροχής βασικών υπηρεσιών πίστωσης, καταθέσεων και πληρωμών ανεξάρτητα από λειτουργικά προβλήματα, οικονομικές ζημίες, στενότητα χρηματοδότησης ή ανυποληψία λόγω εξυγίανσης ή χρεοκοπίας·
   τήρηση των κανόνων μιας ανταγωνιστικής οικονομίας της αγοράς, όπως ο αποκλεισμός των συναλλαγών και των επενδυτικών δραστηριοτήτων υψηλού κινδύνου από έμμεσες εγγυήσεις ή επιδοτήσεις, ή από τη χρήση ασφαλισμένων καταθέσεων ή χρημάτων των φορολογουμένων για διασώσεις, και ο καταλογισμός του κόστους και των κινδύνων που συνεπάγονται οι δραστηριότητες συναλλαγών και επενδύσεων στις ίδιες τις δραστηριότητες αυτές και όχι στις δραστηριότητες πίστωσης και καταθέσεων·
   εξασφάλιση επάρκειας κεφαλαίου, μόχλευσης και ρευστότητας για όλες τις τραπεζικές δραστηριότητες·
   οι διαχωρισμένες οντότητες πρέπει να έχουν διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης, χωρίς περιττή μεταφορά κεφαλαίου και ρευστότητας μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών· θέσπιση επαρκών κανόνων σχετικά με το κεφάλαιο, τη μόχλευση και τη ρευστότητα, προσαρμοσμένων στα επιχειρηματικά μοντέλα των δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων ξεχωριστών ισολογισμών, και καθορισμός ορίων για την έκθεση βασικών δραστηριοτήτων πίστωσης και καταθέσεων σε μη βασικές δραστηριότητες συναλλαγών και επενδύσεων, εντός ή εκτός ενός τραπεζικού ομίλου·

10.  καλεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη την πρόταση της ΕΚΤ για τη θέσπιση σαφών και εφαρμόσιμων κριτηρίων διαχωρισμού· υπογραμμίζει ότι ο διαχωρισμός θα πρέπει να διατηρεί την εσωτερική αγορά της ΕΕ και να αποτρέπει τον κατακερματισμό της, με παράλληλο σεβασμό της ποικιλομορφίας των εθνικών τραπεζικών μοντέλων(9)·

11.  υπογραμμίζει την ανάγκη για αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου που παρουσιάζουν τόσο οι διαχωρισμένες οντότητες όσο και ο όμιλος στο σύνολό του, στην οποία να λαμβάνονται πλήρως υπόψη τα ανοίγματα εκτός ισολογισμού·

12.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας για την εξυγίανση και την ανάκαμψη· καλεί την Επιτροπή, την ΕΑΤ και τα κράτη μέλη να επιβεβαιώσουν ότι οι τράπεζες διαθέτουν σαφή και αξιόπιστα πλαίσια διαχείρισης κρίσεων, που περιλαμβάνουν σε επαρκή βαθμό κεφάλαιο για δραστηριότητες πίστωσης, πληρωμών και καταθέσεων, υποχρεώσεις που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διάσωσης και ρευστότητα, ώστε να μπορούν, σε περίπτωση πτώχευσης, να διατηρούν την πρόσβαση των καταθετών στα κεφάλαια, να προστατεύουν τις βασικές υπηρεσίες –ειδικότερα τις δραστηριότητες πίστωσης, πληρωμών και καταθέσεων- από τον κίνδυνο άτακτης χρεοκοπίας, να εξοφλούν έγκαιρα τους καταθέτες και να αποφεύγουν τις επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

13.  καλεί την Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές να εξασφαλίσουν, με βάση τις απαιτήσεις κεφαλαίου και το νομοθετικό πλαίσιο για την εξυγίανση και την ανάκαμψη, την ύπαρξη επαρκούς διαφοροποίησης –όσον αφορά το κεφάλαιο, τις υποχρεώσεις που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διάσωσης, την κατοχή κατάλληλων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και τις απαιτήσεις ρευστότητας– μεταξύ των διαχωρισμένων οντοτήτων, με έμφαση στις υψηλότερες απαιτήσεις κεφαλαίου για μη βασικές δραστηριότητες υψηλού κινδύνου·

B.Εταιρική διακυβέρνηση

14.  ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει, στη διεξοδική εκτίμηση των επιπτώσεων ενός πιθανού διαχωρισμού και εναλλακτικών λύσεων, τις προτάσεις που διατυπώνονται στην έκθεση της HLEG όσον αφορά τον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων α) των μηχανισμών διακυβέρνησης και ελέγχου, β) της διαχείρισης κινδύνου, γ) των προγραμμάτων παροχής κινήτρων, δ) της γνωστοποίησης κινδύνων και ε) των κυρώσεων·

15.  ζητεί από την Επιτροπή να εφαρμόσει τις προτάσεις και συστάσεις που διατυπώνονται στο ψήφισμα του Κοινοβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα(10)·

16.  θεωρεί ότι η προσφάτως εγκριθείσα οδηγία σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων περιέχει επαρκές πλαίσιο απαιτήσεων σχετικά με τη διακυβέρνηση των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των εκτελεστικών και μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού συμβουλίου·

17.  καλεί την Επιτροπή να συμβάλει στην επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την προτεινόμενη οδηγία για το σύστημα εγγύησης καταθέσεων και να αυξήσει την προστασία των καταναλωτών θεσπίζοντας κανόνα προτίμησης καταθετών·

18.  ζητεί από την Επιτροπή να συμπεριλάβει διατάξεις που θα θεσπίζουν την υποχρέωση για όλα τα εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου μιας οντότητας μιας τράπεζας, να είναι υπεύθυνα ως εκτελεστικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου μόνο για την εν λόγω οντότητα της τράπεζας·

19.  καλεί την Επιτροπή να περιλάβει διατάξεις σχετικά με την ενίσχυση της προσωπικής ευθύνης και λογοδοσίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου· προτείνει εν προκειμένω στην Επιτροπή να διερευνήσει τρόπους ενθάρρυνσης της επιστροφής σε ένα μοντέλο σύμπραξης στην εταιρική διακυβέρνηση, ιδιαίτερα για τις επενδυτικές τραπεζικές δραστηριότητες·

20.  καλεί την Επιτροπή και την ΕΑΤ να εξασφαλίσουν την πλήρη και ολοκληρωμένη μεταφορά του νομοθετικού πλαισίου για τις απαιτήσεις κεφαλαίου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διατάξεις για τις αποζημιώσεις και τις αποδοχές· ζητεί από την ΕΑΤ και την Επιτροπή να υποβάλλουν ετήσια έκθεση προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και την επιβολή των συναφών διατάξεων από τα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει τη μεταρρύθμιση όσον αφορά την πρακτική των τραπεζών στο θέμα των αποζημιώσεων και των αποδοχών, θέτοντας ως προτεραιότητα τα μακροπρόθεσμα κίνητρα για μεταβλητές αποδοχές με μεγαλύτερες περιόδους αναστολής μέχρι τη συνταξιοδότηση, και να προωθήσει τη διαφάνεια στις πολιτικές για τις αποδοχές, περιλαμβάνοντας τουλάχιστον εξηγήσεις και αξιολογήσεις για την εσωτερική κατανομή των αποδοχών, τις συναφείς αλλαγές και τις συγκριτικές τομεακές αποκλίσεις·

21.  καλεί την Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές να μεριμνήσουν ώστε τα συστήματα αποδοχών να χρησιμοποιούν πρωτίστως μέσα όπως οι ομολογίες που υπόκεινται σε διάσωση με ίδια μέσα και οι μετοχές, και όχι μετρητά, προμήθειες ή στοιχεία αξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις·

22.  καλεί την Επιτροπή, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές να διασφαλίσουν ότι τα συστήματα αποζημιώσεων και αποδοχών σε όλα τα επίπεδα της τράπεζας αντικατοπτρίζουν τις συνολικές επιδόσεις της και επικεντρώνονται στην παροχή υπηρεσιών ποιότητας στον πελάτη και στη μακροπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και όχι στα βραχυπρόθεσμα κέρδη, σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοθετικού πλαισίου για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις·

23.  καλεί την Επιτροπή να προβλέψει αποτελεσματικά, αποτρεπτικά και αναλογικά συστήματα επιβολής κυρώσεων για νομικά και φυσικά πρόσωπα, καθώς και τη δημοσιοποίηση των επιπέδων κυρώσεων και των πληροφοριών που αφορούν όσους παραβιάζουν τους κανόνες·

24.  καλεί την Επιτροπή να προβλέψει αρμόδιες αρχές και, σύμφωνα με τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ), να συμμορφωθεί προς τις αρχές της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης·

25.  ζητεί από την Επιτροπή να προτείνει τη διάθεση επαρκών πόρων και εξουσιών στις αρμόδιες εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένου του ΕΕΜ·

26.  καλεί την Επιτροπή να διεξαγάγει μελέτη ώστε να διασφαλιστεί ότι τα λογιστικά πρότυπα που χρησιμοποιούνται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποτυπώνουν πιστά και με ακρίβεια την κατάσταση της χρηματοπιστωτικής υγείας των τραπεζών· επισημαίνει ότι οι λογαριασμοί αποτελούν τη βασική πηγή των πληροφοριών που παρέχουν τη δυνατότητα σε έναν επενδυτή να αντιληφθεί αν μια εταιρεία αποτελεί εύρωστη επιχείρηση ή όχι· επισημαίνει ότι οι ελεγκτές εγκρίνουν λογαριασμούς μόνο αν είναι ακριβείς και αληθείς και ακριβείς, ανεξάρτητα από τα χρηματοοικονομικά πρότυπα που χρησιμοποιούν οι συντάκτες των δελτίων οικονομικής κατάστασης· πιστεύει ότι αν οι ελεγκτές δεν είναι βέβαιοι ότι μια εταιρεία είναι εύρωστη, δεν θα πρέπει να εγκρίνουν τους λογαριασμούς της, ακόμη και αν έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα· επισημαίνει ότι τούτο θα πρέπει βέβαια να λειτουργεί ως μοχλός αναβάθμισης της διαχείρισης της συγκεκριμένης εταιρείας· θεωρεί ότι τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς δεν παρέχουν απαραιτήτως μια ακριβή και πιστή εικόνα των λογαριασμών, όπως φάνηκε από τα πολυάριθμα παραδείγματα τραπεζών που κατέρρευσαν παρά το γεγονός ότι οι λογαριασμοί τους είχαν εγκριθεί από ελεγκτές·

Γ. Ενίσχυση του θεμιτού και βιώσιμου ανταγωνισμού

27.  τονίζει ότι ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός είναι απαραίτητος για την εξασφάλιση της εύρυθμης και αποδοτικής λειτουργίας του τραπεζικού τομέα, ο οποίος χρηματοδοτεί την πραγματική οικονομία διασφαλίζοντας καθολική πρόσβαση στις τραπεζικές υπηρεσίες και μειώνοντας το κόστος των τραπεζικών υπηρεσιών· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι κανόνες εποπτείας, μεταξύ άλλων διατάξεων, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το προφίλ κινδύνου, την περιφερειακή εμβέλεια και το επιχειρηματικό μοντέλο των αντίστοιχων ιδρυμάτων·

28.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να συνεργαστούν για την περαιτέρω προώθηση της διαφοροποίησης του τραπεζικού τομέα της ΕΕ, ενθαρρύνοντας και διευκολύνοντας την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών με γνώμονα τον πελάτη, για παράδειγμα με δανειοδότηση από συνεταιρισμούς, δανειοδότηση από ενώσεις παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στον κλάδο των ακινήτων (building societies), δανειοδότηση μεταξύ ομοτίμων, συμμετοχική χρηματοδότηση και μοντέλα τραπεζικών ταμιευτηρίων, εξασφαλίζοντας ότι τα διαφορετικά επίπεδα κινδύνου στα οποία εκτίθεται ο καταναλωτής γνωστοποιούνται με διαφανείς διαδικασίες·

29.  επισημαίνει ότι, για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της σταθερότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος είναι αναγκαία η ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος των SIFI (δηλ. των τραπεζών των οποίων το μέγεθος καθιστά απαγορευτική τη χρεοκοπία τους), των οποίων τα προβλήματα οδήγησαν σε κλιμάκωση των αρνητικών συνεπειών της χρηματοπιστωτικής κρίσης, μέσω του εξορθολογισμού της κλίμακας δραστηριοτήτων των τραπεζικών ομίλων και της μείωσης των εξαρτήσεων εντός των ομίλων·

30.  καλεί την Επιτροπή να βρει τρόπους για την προώθηση και την προαγωγή, μέσω νομοθετικών πρωτοβουλιών, του «δανεισμού βάσει υφιστάμενης σχέσης» ή του «δανεισμού βάσει γνώσεων»· στόχος θα πρέπει να είναι να αποφεύγεται η μηχανιστική συμπλήρωση αιτήσεων δανεισμού και να δίνεται αντίθετα έμφαση στην προώθηση της επαγγελματικής και δεοντολογικής κατάρτισης των ατόμων που μεσολαβούν για την παροχή δανείων σε επιχειρήσεις·

31.  ζητεί από τα κράτη μέλη, την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές να δεσμευτούν στον σαφή στόχο της προώθησης και εξασφάλισης ουσιαστικού ανταγωνισμού, και να ενθαρρύνουν την αύξηση της ποικιλομορφίας και του προσανατολισμού στους πελάτες στον τραπεζικό τομέα της ΕΕ·

32.  ζητεί από την Επιτροπή να προωθήσει μέτρα για τη φορητότητα των λογαριασμών και την προαγωγή των προσβάσιμων ιστοτόπων που παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να συγκρίνουν τόσο τις τιμές όσο και την οικονομική ευρωστία μεταξύ τραπεζών, προκειμένου να αυξηθεί με τον τρόπο αυτό η πειθαρχία, δεδομένου ότι ο ενημερωμένος καταναλωτής αλλάζει τράπεζα, και να συμβάλλουν στη βελτίωση των επιλογών του καταναλωτή στον τραπεζικό τομέα μέσω της μείωσης των εμποδίων εισόδου και εξόδου και της εφαρμογής αναλογικών κανόνων για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά·

33.  ζητεί από την Επιτροπή να προωθήσει τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα έκθεση, οι οποίες θα διαφυλάσσουν την ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς ενώ παράλληλα θα λαμβάνουν δεόντως υπόψη την πολυμορφία των εθνικών τραπεζικών συστημάτων και θα διασφαλίζουν έναν ισχυρό ρόλο για την ΕΑΤ όσον αφορά τη μέριμνα για την ορθή εφαρμογή στο σύνολο της ΕΕ·

o
o   o

34.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) http://ec.europa.eu/internal_market/bank/docs/high-level_expert_group/report_en.pdfhttp://ec.europa.eu/internal_market/bank/docs/high-level_expert_group/report_en.pdf
(2) http://www.oecd.org/finance/financial-markets/Implicit-Guarantees-for-bank-debt.pdf
(3) http://www.oecd.org/daf/fin/financial-markets/44357464.pdf
(4) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2012)0427.
(5) http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/en/ecofin/136487.pdf
(6) COM(2012)0778.
(7) «Reassessing the impact of finance on growth», των Stephen G. Cecchetti και Enisse Kharroubi, τμήμα νομισματικής και οικονομικής πολιτικής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, Ιούλιος 2012: www.bis.org/publ/work381.pdf.
(8) http://www.eba.europa.eu/cebs/media/Publications/Other%20Publications/Opinions/EBA-BS-2012-219--opinion-on-HLG-Liikanen-report---2-.pdf http://www.eba.europa.eu/cebs/media/Publications/Other%20Publications/Opinions/EBA-BS-2012-219--opinion-on-HLG-Liikanen-report---2-.pdf και http://www.ecb.int/pub/pdf/other/120128_eurosystem_contributionen.pdfhttp://www.ecb.int/pub/pdf/other/120128_eurosystem_contributionen.pdf
(9) http://www.ecb.int/pub/pdf/other/120128_eurosystem_contributionen.pdf
(10) ΕΕ C 377 E της 7.12.2012, σ. 7.


Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Καταπολέμηση της απάτης
PDF 449kWORD 60k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης – Ετήσια έκθεση για το 2011 (2012/2285(INI))
P7_TA(2013)0318A7-0197/2013

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του για προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τίτλο «Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης – Ετήσια έκθεση για το 2011» (COM(2012)0408) και τα έγγραφα που την συνοδεύουν (SWD(2012)0227, SWD(2012)0228, SWD(2012)0229 και SWD(2012)0230)(1),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της OLAF – Ετήσια έκθεση για το 2011(2),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2011, που συνοδεύεται από τις απαντήσεις των οργάνων(3),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή των Περιφερειών και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τη στρατηγική της Επιτροπής για την καταπολέμηση της απάτης (COM(2011)0376),

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (COM(2012)0363),

–  έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα Hercule III για την προώθηση δράσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM(2011)0914),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 325 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης(4),

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(5),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 10ης Μαΐου 2012 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης – Ετήσια έκθεση 2010(6),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τις προσπάθειες της ΕΕ για την καταπολέμηση της διαφθοράς(7), τη δήλωσή του της 18ης Μαΐου 2010 σχετικά με τις προσπάθειες της Ένωσης για την καταπολέμηση της διαφθοράς(8), και την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή με τίτλο «Η καταπολέμηση της διαφθοράς στην ΕΕ» (COM(2011)0308),

–  έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση της OLAF για το 2012 και την έκθεση της επιτροπής εποπτείας της OLAF για το ίδιο έτος·

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου (A7-0197/2013),

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ και τα κράτη μέλη επωμίζονται από κοινού την ευθύνη για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και για την καταπολέμηση της απάτης, και ότι είναι απαραίτητη η στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών·

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι πρωτίστως τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για την εκτέλεση περίπου του 80% του προϋπολογισμού της Ένωσης, καθώς και για την είσπραξη των ιδίων πόρων, μεταξύ άλλων υπό μορφή ΦΠΑ και δασμών·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή ανέλαβε πρόσφατα ορισμένες σημαντικές πρωτοβουλίες σχετικά με μέτρα καταπολέμησης της απάτης·

Γενικές παρατηρήσεις

1.  υπογραμμίζει ότι η καταπολέμηση της απάτης και οποιωνδήποτε άλλων παράνομων δραστηριοτήτων που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης αποτελεί υποχρέωση της Επιτροπής και των κρατών μελών, η οποία παγιώνεται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

2.  υπενθυμίζει ότι είναι εξίσου σημαντικό να εξασφαλιστεί η προστασία των οικονομικών αυτών συμφερόντων τόσο στο επίπεδο της είσπραξης των πόρων της ΕΕ όσο και στο επίπεδο των δαπανών·

3.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης – Ετήσια έκθεση για το 2011 («η ετήσια έκθεση της Επιτροπής»)· εκφράζει, ωστόσο, τη λύπη του για το γεγονός ότι η έκθεση περιορίζεται στα στοιχεία που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη· επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν διαφορετικούς ορισμούς για παρόμοιους τύπους αδικημάτων και ότι δεν συλλέγουν στο σύνολό τους παρόμοια και αναλυτικά στατιστικά στοιχεία με βάση κοινά κριτήρια, γεγονός που δυσχεραίνει τη συλλογή αξιόπιστων και συγκρίσιμων στατιστικών στοιχείων σε επίπεδο ΕΕ· εκφράζει συνεπώς τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί η πραγματική συνολική κλίμακα των παρατυπιών και της απάτης στα επιμέρους κράτη μέλη ή να προσδιοριστούν και να υποστούν κυρώσεις τα κράτη μέλη που επιδεικνύουν το υψηλότερο επίπεδο παρατυπιών και απάτης, όπως έχει ζητήσει επανειλημμένα το Κοινοβούλιο· παροτρύνει, ως εκ τούτου, τους φορείς αυτούς να ενοποιήσουν, σε όλα τα κράτη μέλη, τα κριτήρια αξιολόγησης για την παρατυπία και την απάτη, συνδέοντάς τα με κατάλληλες ποινές για τους παραβάτες·

4.  τονίζει ότι η απάτη είναι μια μορφή εσκεμμένης αδικοπραγίας που συνιστά ποινικό αδίκημα, ενώ η παρατυπία είναι η παράλειψη συμμόρφωσης με κάποιον κανόνα, και εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι η έκθεση της Επιτροπής δεν προβαίνει σε διεξοδική εξέταση της απάτης ενώ ασχολείται ευρύτατα με τις παρατυπίες· επισημαίνει ότι το άρθρο 325 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) σχετίζεται με την απάτη, όχι τις παρατυπίες, και ζητεί να πραγματοποιηθεί διαχωρισμός ανάμεσα στην απάτη και τα σφάλματα ή τις παρατυπίες·

5.  σημειώνει ότι, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Επιτροπής, το 2011 αναφέρθηκαν 1 230 παρατυπίες ως δόλιες, και ότι οι δημοσιονομικές τους επιπτώσεις μειώθηκαν κατά 37% σε σύγκριση με το 2010 και ανήλθαν σε 404 εκατομμύρια ευρώ· αναγνωρίζει ότι η πολιτική συνοχής και η γεωργία εξακολουθούν να είναι οι δύο κύριοι τομείς στους οποίους παρουσιάζονται τα υψηλότερα επίπεδα απάτης, με εκτιμώμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις ύψους 204 εκατομμυρίων και 77 εκατομμυρίων ευρώ αντίστοιχα· διερωτάται, ωστόσο, αν η μείωση αυτή αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων όσον αφορά τις παράνομες δραστηριότητες ή φανερώνει απλώς την ανεπάρκεια των συστημάτων εποπτείας και ελέγχου στα κράτη μέλη·

6.  ζητεί από την Επιτροπή να παρακολουθεί στενά την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εποπτείας και ελέγχου στα κράτη μέλη και να εξασφαλίσει ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο των παρατυπιών στα κράτη μέλη αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση·

7.  τονίζει ότι η μη έγκαιρη διαβίβαση στοιχείων από τα κράτη μέλη ή η παροχή ανακριβών στοιχείων είναι χρόνια κατάσταση· τονίζει ότι είναι αδύνατη η σύγκριση και η αντικειμενική αξιολόγηση της κλίμακας της απάτης στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης· επισημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Επιτροπή και η OLAF αδυνατούν να ασκήσουν σωστά τα καθήκοντά τους όσον αφορά την αξιολόγηση της κατάστασης και την υποβολή προτάσεων και επαναλαμβάνει ότι δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή αυτή η κατάσταση· καλεί την Επιτροπή να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων κονδυλίων υπέρ του προϋπολογισμού της ΕΕ· ενθαρρύνει την Επιτροπή να θεσπίσει ενιαίες αρχές όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων σε όλα τα κράτη μέλη και να διασφαλίσει τη συγκέντρωση συγκρίσιμων, αξιόπιστων και κατάλληλων στοιχείων·

8.  τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες για την ενίσχυση των αρχών της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης η οποία θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερη διαφάνεια στα δημόσια οικονομικά· εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, σε αντίθεση με τις συναλλαγές σε μετρητά, προσδιορίζονται με στοιχεία, με αποτέλεσμα να είναι δυσχερέστερη η τέλεση απάτης και ευχερέστερος ο εντοπισμός ύποπτων περιπτώσεων απάτης· παροτρύνει τα κράτη μέλη να μειώσουν τα όρια που έχουν θέσει για τις υποχρεωτικές πληρωμές που δεν καταβάλλονται σε μετρητά·

9.  καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τη σύνδεση μεταξύ της αναφοράς περιπτώσεων απάτης από τα κράτη μέλη και της έλλειψης εναρμονισμένου ποινικού δικαίου, θεσπίζοντας κοινό ορισμό της δόλιας συμπεριφοράς και των αδικημάτων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης· τονίζει ότι τα συστήματα ποινικού δικαίου των κρατών μελών έχουν εναρμονιστεί μόνο σε περιορισμένο βαθμό·

10.  επισημαίνει ότι έχουν δημοσιευτεί 233 ερευνητικές εκθέσεις σχετικά με περιπτώσεις απάτης που αφορούν την αθέμιτη χρήση κονδυλίων της ΕΕ για περίοδο 5 ετών στα 27 κράτη μέλη, με το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σλοβακία, τη Γερμανία, τη Βουλγαρία, την Ισπανία, τη Ρουμανία και την Εσθονία να είναι τα κράτη μέλη που παρουσιάζουν την πιο έντονη δραστηριότητα όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων(9)· φρονεί ότι η ερευνητική δημοσιογραφία έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη περιπτώσεων απάτης που επηρεάζει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, και αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών που πρέπει να εξετάζονται από την OLAF και τις αρχές επιβολής του νόμου ή άλλες σχετικές αρχές στα κράτη μέλη·

11.  υπενθυμίζει ότι στο ψήφισμά του, της 6ης Απριλίου 2011, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων – Καταπολέμηση της απάτης – Ετήσια Έκθεση 2009(10), το Κοινοβούλιο ζήτησε τη θέσπιση υποχρεωτικών δηλώσεων εθνικής διαχείρισης που να ελέγχονται δεόντως από τον εθνικό ελεγκτικό οργανισμό και να εξετάζονται συγκεντρωτικά από το Ελεγκτικό Συνέδριο· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν έχουν ληφθεί περαιτέρω μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση·

12.  θεωρεί ζήτημα ύψιστης σημασίας την κατάλληλη παρακολούθηση της δόλιας συμπεριφοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο· εκφράζει την έκπληξή του για το γεγονός ότι ο Γενικός Διευθυντής της OLAF έχει εισαγάγει στις προτεραιότητες της πολιτικής έρευνας για το 2012 και το 2013 κατώτατα κατά τομέα όρια για τις πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις, ώστε οι περιπτώσεις στις οποίες οι πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις δεν υπερβαίνουν τα εν λόγω όρια να αντιμετωπίζονται ως ήσσονος σημασίας και πιθανόν να μην ανοίγουν καθόλου· σημειώνει ότι τα εν λόγω κατώτατα όρια αντιστοιχούν σε 1 000 000 ευρώ για τον τελωνειακό τομέα, 100 000 ευρώ για τα κονδύλια του SAPARD, 250 000 ευρώ για τα γεωργικά ταμεία, 500 000 ευρώ για τα διαρθρωτικά ταμεία, 1 000 000 ευρώ για το ΕΤΠΑ, 50 000 ευρώ για τις κεντρικές δαπάνες και την εξωτερική βοήθεια, καθώς και 10 000 ευρώ για τον τομέα του προσωπικού της ΕΕ· θεωρεί ότι αυτό είναι απαράδεκτο· παροτρύνει τον Γενικό Διευθυντή να αλλάξει την τρέχουσα πρακτική και να εγκαταλείψει αμέσως την προσέγγιση ιεράρχησης του φόρτου εργασίας βάσει κατώτατων ορίων·

13.  ζητεί η διαφθορά που έχει αντίκτυπο στα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεωρείται απάτη αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 325 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ και να περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης - καταπολέμηση της απάτης·

14.  επισημαίνει ότι το ποσοστό έκδοσης καταδικαστικών αποφάσεων σε υποθέσεις που αφορούν αδικήματα εις βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης ποικίλλει σημαντικά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, καλύπτοντας ένα φάσμα που κυμαίνεται από 14% έως 80%· υπογραμμίζει ότι η εναρμόνιση των συστημάτων ποινικού δικαίου των κρατών μελών εξακολουθεί να είναι περιορισμένη, ενώ η δικαστική συνεργασία πρέπει να ενισχυθεί· ζητεί την έγκριση φιλόδοξης ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε συνδυασμό με τη βελτίωση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ όλων των κρατών μελών, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβολή αυστηρών κυρώσεων στους απατεώνες και η αποτροπή της δόλιας συμπεριφοράς·

15.  αναγνωρίζει ότι το προς ανάκτηση ποσό για παρατυπίες που διαπιστώθηκαν το 2011 ανήλθε σε 321 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 166 εκατομμύρια ευρώ έχουν ήδη ανακτηθεί από τα κράτη μέλη· σημειώνει εν προκειμένω ότι το 2011 το ποσοστό ανάκτησης για τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους (ΠΙΠ) αυξήθηκε σε 52% από 46% για το 2010·

16.  λαμβάνει υπόψη την έκθεση της OLAF για το 2011 και τη σχετική επισκόπηση της προόδου όσον αφορά τις δικαστικές προσφυγές, για προσφυγές που κατατέθηκαν κατά το διάστημα 2006-2011, σύμφωνα με την οποία στις περισσότερες από τις μισές υποθέσεις εκκρεμεί η δικαστική απόφαση(11)· φρονεί ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε υποθέσεις που αφορούν τελωνειακές απάτες, οι οποίες αποτελούν έναν από τους τομείς με τα υψηλότερα ποσοστά συστημικής διαφθοράς στην Ευρώπη·

17.  σημειώνει με ανησυχία ότι λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης η Επιτροπή δεν προβλέπει αύξηση της ενωσιακής χρηματοδότησης για τις αρχές επιβολής του νόμου στα κράτη μέλη, με στόχο την καλύτερη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ ως μέρος της νέας συνολικής στρατηγικής της για την ΕΕ· θεωρεί ότι η στρατηγική αυτή πρέπει να αποτελεί σύντονη και σφαιρική απάντηση με στόχο τη μείωση του λαθρεμπορίου, την αύξηση της είσπραξης εσόδων και τη συνακόλουθη εξασφάλιση της μελλοντικής αποδοτικότητας της επένδυσης αυτής·

Έσοδα – Ίδια έσοδα

18.  υπενθυμίζει ότι η ορθή συλλογή του ΦΠΑ και των τελωνειακών δασμών επηρεάζει άμεσα τόσο τις οικονομίες των κρατών μελών όσο και τον προϋπολογισμό της ΕΕ, καθώς και ότι η βελτίωση των συστημάτων είσπραξης των εσόδων και η εξασφάλιση της επίσημης καταγραφής όλων των συναλλαγών ώστε να πάψουν να πραγματοποιούνται στον χώρο της παραοικονομίας, θα πρέπει να αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα για όλα τα κράτη μέλη·

19.  υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή αποτελούν μείζονα κίνδυνο για τα δημόσια οικονομικά της ΕΕ· υπογραμμίζει ότι κάθε χρόνο χάνεται στην ΕΕ λόγω της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής δημόσιο χρήμα που εκτιμάται σε ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει ετήσια ζημία της τάξης των 2 000 περίπου ευρώ για κάθε ευρωπαίο πολίτη· επισημαίνει ότι το μέσο ποσό των φορολογικών απωλειών στην Ευρώπη σήμερα υπερβαίνει το συνολικό ποσό που δαπανούν τα κράτη μέλη για υγειονομική περίθαλψη, και είναι τετραπλάσιο του ποσού που δαπανάται στην ΕΕ για την παιδεία·

20.  υπογραμμίζει ότι, λόγω του μηχανισμού ισοσκέλισης του προϋπολογισμού της ΕΕ με έσοδα βασιζόμενα στο ΑΕγχΠ, κάθε ευρώ που χάνεται από απάτη σε σχέση με τελωνειακούς δασμούς και ΦΠΑ πρέπει να καταβάλλεται από τους πολίτες της ΕΕ· θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι οι οικονομικοί φορείς που επιδίδονται σε απάτη επιδοτούνται ουσιαστικά από τους φορολογούμενους της ΕΕ· υπογραμμίζει ότι τόσο η Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδώσουν ύψιστη προτεραιότητα στην καταπολέμηση της απάτης· καλεί τα κράτη μέλη να απλουστεύσουν και να καταστήσουν πιο διαφανή τα φορολογικά τους συστήματα, καθώς η φορολογική απάτη ευνοείται πολύ συχνά από την ύπαρξη περίπλοκων και αδιαφανών φορολογικών συστημάτων·

21.  καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει τον συντονισμό της με τα κράτη μέλη προκειμένου να συλλεχθούν αξιόπιστα στοιχεία για το χάσμα όσον αφορά τους τελωνειακούς δασμούς και τον ΦΠΑ στις αντίστοιχες χώρες, και να ενημερώνει τακτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με το θέμα·

22.  εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι το 98% των ΠΙΠ εισπράττεται χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, επισημαίνει ωστόσο ότι υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις επιδόσεις τους στην είσπραξη του υπόλοιπου 2%(12)·

Τελωνεία

23.  υπογραμμίζει ότι, σε ό,τι αφορά τους ΠΙΠ, τα έσοδα από τελωνειακούς δασμούς αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, οι οποίες παρακρατούν το 25% για την κάλυψη του κόστους είσπραξης· επαναλαμβάνει ότι η αποτελεσματική πρόληψη των παρατυπιών και της απάτης στον συγκεκριμένο τομέα προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και έχει σημαντική επίδραση στην εσωτερική αγορά, εξαλείφοντας το αθέμιτο πλεονέκτημα των οικονομικών φορέων που αθετούν τις σχετικές υποχρεώσεις τους έναντι εκείνων που τις τηρούν· υπογραμμίζει ότι το πρόβλημα έγκειται ουσιαστικά στις αδήλωτες εισαγωγές ή τις εισαγωγές που διαφεύγουν από την τελωνειακή επιτήρηση·

24.  εκφράζει βαθειά ανησυχία για τη διαπίστωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την ύπαρξη σοβαρών αδυναμιών στην εθνική τελωνειακή επιτήρηση(13)·

25.  υπογραμμίζει ότι η τελωνειακή ένωση είναι χώρος αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ και κατά συνέπεια η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών ενεργούν με τρόπο ενιαίο, και να παρακολουθεί την εφαρμογή τους·

26.  προτείνει να μελετηθεί το ενδεχόμενο συγκρότησης σώματος ευρωπαίων τελωνειακών υπαλλήλων ειδικευμένων στην καταπολέμηση της απάτης που θα παρέχει υποστήριξη στις εθνικές τελωνειακές αρχές·

27.  υπενθυμίζει ότι στην ΕΕ έχει απλουστευτεί το 70% των τελωνειακών διαδικασιών· εκφράζει βαθειά ανησυχία για τις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην ειδική έκθεση αριθ. 1/2010 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίες αποκαλύπτουν σοβαρές αδυναμίες στον συγκεκριμένο τομέα, και κυρίως ελλιπείς ή ελλιπώς τεκμηριωμένους ελέγχους, χαμηλό επίπεδο χρήσης αυτοματοποιημένων τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων, υπέρμετρη χρήση πρακτικών απλούστευσης, και χαμηλό επίπεδο εκ των υστέρων ελέγχων·

28.  υπογραμμίζει ότι οι σύγχρονες λύσεις πληροφορικής και η άμεση πρόσβαση στα δεδομένα έχουν καθοριστική σημασία για την αποδοτική λειτουργία της Τελωνειακής Ένωσης· θεωρεί μη ικανοποιητικές τις υπάρχουσες λύσεις· εκφράζει, ιδιαίτερα, βαθειά ανησυχία για τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην πρώτη έκθεση δραστηριοτήτων της Eurofisc(14) για το 2011, που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2012, ότι στα περισσότερα κράτη μέλη οι φορολογικές διοικήσεις δεν έχουν άμεση πρόσβαση στα δεδομένα των τελωνείων με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η διασταύρωσή τους με τα φορολογικά δεδομένα·

29.  εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι η Επιτροπή και τα κράτη μέλη δεν κατόρθωσαν να διασφαλίσουν την έγκαιρη εφαρμογή του εκσυγχρονισμένου τελωνειακού κώδικα (ΕΤΚ)· υπογραμμίζει ότι τα οικονομικά οφέλη που εκτιμάται ότι απωλέσθησαν λόγω της καθυστέρησης στην εφαρμογή του νέου τελωνειακού κώδικα ανέρχονται περίπου σε 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε ετήσιες επιχειρησιακές εξοικονομήσεις όσον αφορά το κόστος συμμόρφωσης στο πλήρες καθεστώς, και μέχρι 50 δισ. ευρώ στην ευρύτερη αγορά του διεθνούς εμπορίου(15)· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει το κόστος της αναβολής της πλήρους εφαρμογής του ΕΤΚ, εκτιμώντας ποσοτικά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της αναβολής αυτής·

30.  τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω εντατικοποίηση της καταπολέμησης της απάτης που σχετίζεται με τα τελωνεία και εκφράζει την ικανοποίησή του για τη δημιουργία του Συστήματος Πληροφοριών κατά της Απάτης στον τομέα της Διαμετακόμισης, ενός κεντρικού αρχείου καταγραφής σχεδιασμένου για να τηρούνται ενήμερες όλες οι αρχές σχετικά με τη διακίνηση των αγαθών υπό διαμετακόμιση εντός της ΕΕ·

31.  δεδομένης της επιτυχούς έκβασης των κοινών τελωνειακών επιχειρήσεων που διεξήχθησαν το 2011 μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών της και ορισμένων χωρών που δεν είναι μέλη της ΕΕ, συνιστά την τακτική διεξαγωγή επιχειρήσεων αυτού του είδους κατά της παράνομης διακίνησης ευαίσθητων αγαθών και της απάτης σε ορισμένους τομείς υψηλού κινδύνου· επισημαίνει ότι οι κοινές τελωνειακές επιχειρήσεις που διεξήχθησαν το 2011 οδήγησαν στην κατάσχεση 1,2 εκατ. τσιγάρων και στον εντοπισμό περιπτώσεων φορολογικής και τελωνειακής απάτης ύψους άνω του 1,7 εκατ. ευρώ·

ΦΠΑ

32.  υπογραμμίζει ότι η ορθή λειτουργία των τελωνειακών διαδικασιών έχει άμεσες επιπτώσεις στον υπολογισμό του ΦΠΑ· εκφράζει την αποδοκιμασία του για τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν στον συγκεκριμένο τομέα από το Ελεγκτικό Συνέδριο· εκφράζει ειδικότερα τη βαθειά ανησυχία του για τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην ειδική έκθεση αριθ. 13/2011 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι η εφαρμογή της τελωνειακής διαδικασίας 42(16) αντιστοιχούσε από μόνη της, το 2009, σε απώλειες που εκτιμώνται σε 2,2 δισ. ευρώ περίπου(17) όσον αφορά τα επτά κράτη μέλη που ελέγχθηκαν, ποσό που αντιστοιχούσε στο 29% του θεωρητικά εφαρμοζόμενου ΦΠΑ επί του φορολογητέου ποσού όλων των εισαγωγών που έγιναν με βάση την τελωνειακή διαδικασία 42, το 2009, στα επτά αυτά κράτη μέλη της ΕΕ·

33.  εκφράζει τη βαθειά του ανησυχία για το γεγονός ότι η απάτη με τον ΦΠΑ έχει ευρεία διάδοση· επισημαίνει ότι το μοντέλο συλλογής του ΦΠΑ παραμένει αμετάβλητο από τότε που καθιερώθηκε· τονίζει ότι το μοντέλο αυτό είναι παρωχημένο, δεδομένου ότι έχουν σημειωθεί πολλές αλλαγές στο τεχνολογικό και οικονομικό περιβάλλον· υπογραμμίζει ότι οι πρωτοβουλίες στον τομέα της άμεσης φορολογίας απαιτούν ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι δύο σημαντικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, δηλαδή η πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/EΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας όσον αφορά τον μηχανισμό ταχείας αντίδρασης για την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ (COM(2012)0428), και η πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/EΚ όσον αφορά την προαιρετική και προσωρινή εφαρμογή του μηχανισμού αντιστροφής της επιβάρυνσης για τις παραδόσεις ορισμένων αγαθών και την παροχή υπηρεσιών που είναι πιθανό να αποτελέσουν αντικείμενο απάτης (COM(2009)0511), εκκρεμούν αυτή τη στιγμή στο Συμβούλιο(18)·

34.  επισημαίνει την ανάγκη για σύνδεση σε πραγματικό χρόνο μεταξύ επιχειρηματικών συναλλαγών και φορολογικών αρχών, προκειμένου να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή·

35.  πιστεύει ότι η εξάλειψη των ακαταχώρητων συναλλαγών μπορεί να συμβάλει στη μείωση των ποσών ΦΠΑ που δεν εισπράττονται·

Λαθρεμπόριο τσιγάρων

36.  αναγνωρίζει ότι το λαθρεμπόριο ειδών με υψηλή φορολογία προκαλεί σημαντικές απώλειες εσόδων του προϋπολογισμού της ΕΕ και των κρατών μελών της, και ότι η άμεση απώλεια τελωνειακών εσόδων λόγω λαθρεμπορίου τσιγάρων στην ΕΕ εκτιμώνται σε ποσό άνω των 10 δισ. ευρώ ετησίως·

37.  τονίζει ότι το λαθρεμπόριο τσιγάρων αποτελεί σημαντική πηγή χρηματοδότησης διεθνώς δομημένων εγκληματικών οργανώσεων και κατά συνέπεια τονίζει πόσο σημαντική είναι η ενίσχυση της εξωτερικής διάστασης του σχεδίου δράσης της Επιτροπής για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου τσιγάρων και οινοπνευματωδών ποτών στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ, το οποίο προβλέπει στήριξη της ικανότητας επιβολής του νόμου στις γειτονικές χώρες, προσφορά τεχνικής βοήθειας και κατάρτισης, ευαισθητοποίηση, ενίσχυση της επιχειρησιακής συνεργασίας, όπως είναι οι Κοινές Τελωνειακές Επιχειρήσεις, καθώς και ανταλλαγή πληροφοριών και τόνωση της διεθνούς συνεργασίας· τονίζει ειδικότερα πόση σημασία έχει η συνεργασία των κρατών μελών, της Ρωσίας και των χωρών της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης (Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Λευκορωσία, Γεωργία, Μολδαβία και Ουκρανία) για την υλοποίηση των στοχοθετημένων δράσεων που προτείνει το εν λόγω σχέδιο δράσης·

38.  αναγνωρίζει ότι τα ανατολικά σύνορα αποτελούν ιδιαίτερα ευάλωτη γεωγραφική περιοχή από την άποψη αυτή· εκφράζει την ικανοποίησή του για τη δημοσίευση του σχεδίου δράσης της Επιτροπής για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου τσιγάρων και αλκοόλ στην ανατολική μεθόριο της ΕΕ·

39.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τις δραστηριότητες της OLAF όσον αφορά την εφαρμογή του ανωτέρω σχεδίου δράσης· εκφράζει, ιδιαίτερα, την ικανοποίησή του για το επιτυχημένο αποτέλεσμα της επιχείρησης «Barrel», με τη συμμετοχή 24 κρατών μελών, καθώς επίσης της Νορβηγίας, της Ελβετίας, της Κροατίας, και της Τουρκίας, και με την ενεργό υποστήριξη της ΓΔ φορολογίας και τελωνειακής ένωσης, της Europol, του Frontex και του Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάσχεση 1,2 εκατομμυρίων τσιγάρων·

40.  χαιρετίζει τη θέσπιση του πρωτοκόλλου για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου προϊόντων καπνού, στις 12 Νοεμβρίου 2012, κατά την πέμπτη σύνοδο της διάσκεψης των μερών (COP) της σύμβασης πλαισίου για τον έλεγχο του καπνού, της ΠΟΥ·

Δαπάνες

41.  υπενθυμίζει ότι το 94% του προϋπολογισμού της ΕΕ επενδύεται στα κράτη μέλη, και ότι στους σημερινούς δύσκολους οικονομικούς καιρούς έχει ζωτική σημασία να δαπανώνται σωστά τα χρήματα· θεωρεί, επομένως, ότι η καταπολέμηση της απάτης κατά του προϋπολογισμού της ΕΕ σε όλα τα χρηματοδοτικά προγράμματα, για τη διευκόλυνση της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα κονδύλια του προϋπολογισμού της ΕΕ θα δαπανώνται για τους κύριους στόχους του, όπως η δημιουργία απασχόλησης και η ανάπτυξη·

42.  εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι οι περισσότερες παρατυπίες όσον αφορά δαπάνες της ΕΕ σημειώνονται σε εθνικό επίπεδο·

43.  υπογραμμίζει ότι η ενίσχυση της διαφάνειας, ώστε να είναι δυνατός ο κατάλληλος έλεγχος, αποτελεί βασικό παράγοντα για τον εντοπισμό της απάτης· υπενθυμίζει ότι τα περασμένα έτη το Κοινοβούλιο ζήτησε επιτακτικά από την Επιτροπή να αναλάβει δράση για την εξασφάλιση διαφάνειας με τη συγκεντρωτική συλλογή στοιχείων για τους δικαιούχους κονδυλίων της ΕΕ· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το εν λόγω μέτρο δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή· ζητεί, συνεπώς, εκ νέου από την Επιτροπή να σχεδιάσει μέτρα για την αύξηση της διαφάνειας των νομικών διευθετήσεων και ένα σύστημα όπου θα απαριθμούνται τα ονόματα όλων των δικαιούχων ευρωπαϊκών κονδυλίων στον ίδιο δικτυακό τόπο, ανεξαρτήτως του διαχειριστή των κονδυλίων και βάσει τυποποιημένων κατηγοριών πληροφοριών που θα παρέχονται από όλα τα κράτη μέλη σε τουλάχιστον μία από τις γλώσσες εργασίας της Ένωσης· καλεί τα κράτη μέλη να συνεργάζονται με την Επιτροπή και να της παρέχουν πλήρη και αξιόπιστη ενημέρωση σχετικά με τους δικαιούχους των κονδυλίων της ΕΕ τα οποία διαχειρίζονται τα ίδια τα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει το σύστημα κοινής διαχείρισης και να υποβάλει κατά προτεραιότητα έκθεση στο Κοινοβούλιο·

Γεωργία

44.  εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η Ολλανδία, η Πολωνία και η Φινλανδία έχουν βελτιώσει τη συμμόρφωσή τους όσον αφορά τη συνέπεια στην υποβολή στοιχείων, και ότι το συνολικό ποσοστό συμμόρφωσης για την ΕΕ-27 είναι περίπου 93%, που αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 90% σε σύγκριση με το 2010·

45.  τονίζει, ωστόσο, ότι εφόσον έχουν αναφερθεί τουλάχιστον 20 εκατομμύρια περιπτώσεις διαφθοράς μικρής κλίμακας στους δημόσιους τομείς στην ΕΕ, είναι προφανές ότι το φαινόμενο έχει επίσης δευτερογενείς επιπτώσεις στα τμήματα της δημόσιας διοίκησης των κρατών μελών (και τα αντίστοιχα πολιτικά πρόσωπα), τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση των κονδυλίων και άλλων οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ(19); επισημαίνει ότι ο αριθμός παρατυπιών που αναφέρθηκαν ως δόλιες στη γεωργία για το 2011, συνολικά 139, δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση· επισημαίνει το γεγονός ότι η Επιτροπή απευθυνόμενη στα κράτη μέλη εξέφρασε την ανησυχία της για το ότι τα δεδομένα που διαβιβάστηκαν σχετικά με απάτες ενδεχομένως να μην είναι απολύτως αξιόπιστα, όπως αναγνωρίζει η ίδια η Επιτροπή, υπογραμμίζοντας τον χαμηλό αριθμό περιπτώσεων απάτης που έχουν δηλωθεί σε ορισμένα κράτη μέλη· ζητεί περαιτέρω συνεργασία και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών στα κράτη μέλη προκειμένου να απαντούν και να καταγγέλλουν περιπτώσεις απάτης στην Επιτροπή·

46.  εξακολουθεί να εκφράζει ανησυχία όσον αφορά τα υπόπτως χαμηλά ποσοστά απάτης που αναφέρονται από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθός τους και το ποσό χρηματοδοτικής στήριξης που λαμβάνουν· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή, στην ετήσια έκθεσή της, δεν δίνει οριστική απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο τα χαμηλά ποσοστά απάτης που αναφέρουν η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία και το ΗΒ είναι απόρροια μη συμμόρφωσης με τις αρχές που αφορούν την υποβολή στοιχείων ή της ικανότητας των συστημάτων ελέγχου που διαθέτουν τα συγκεκριμένα κράτη μέλη να εντοπίζουν τα κρούσματα απάτης· καλεί τα προαναφερθέντα κράτη μέλη να παράσχουν το συντομότερο δυνατόν λεπτομερείς και διεξοδικές εξηγήσεις σχετικά με τα υπόπτως χαμηλά ποσοστά απάτης που αναφέρονται·

47.  τονίζει ότι ο χαμηλός αριθμός δηλωμένων περιπτώσεων απάτης σε ορισμένα κράτη μέλη μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι περιπτώσεις που αναγνωρίζονται ως απάτη σ’ ένα κράτος μέλος δεν θεωρούνται κατ’ ανάγκην παράνομες σε ένα άλλο κράτος μέλος, και παροτρύνει κατά συνέπεια την Επιτροπή να προσδιορίσει και να διευκρινίσει τις περιπτώσεις αυτές τυποποιώντας τα κριτήρια ορισμού της απάτης και διαβιβάζοντας τα εν λόγω κριτήρια σε όλα τα κράτη μέλη·

48.  καλεί την Επιτροπή να επανεξετάσει το σύστημα δήλωσης περιπτώσεων απάτης και να ενοποιήσει τις πρακτικές των κρατών μελών εις ό, τι αφορά την αντιμετώπιση της απάτης και τη δήλωση περιπτώσεων απάτης στην Επιτροπή· συντάσσεται με την άποψη ότι σκοπός είναι να καταστούν αποτελεσματικότερες οι έρευνες και ταυτόχρονα να διευκολυνθεί η αποσαφήνιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων·

49.  τονίζει ότι, προκειμένου να καταπολεμηθεί στο μέλλον η παράτυπη χρήση των πιστώσεων της ΚΓΠ, δεν πρέπει μόνο να τεθεί σε εφαρμογή μια στατιστική προσέγγιση του προβλήματος, αλλά και να αναλυθούν οι μηχανισμοί της απάτης αυτής, ειδικότερα στις σοβαρές περιπτώσεις· εκτιμά παρομοίως ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αναφέρουν στην Επιτροπή οποιεσδήποτε παρατυπίες έχουν εντοπίσει, και ότι πρέπει οποιεσδήποτε παρατυπίες έχουν αναφερθεί ως δόλιες να αποτελούν αντικείμενο εξονυχιστικής ανάλυσης·

50.  επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 43 του επικαιροποιημένου οριζόντιου κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένη να μειώσει ή να αναστείλει τις μηνιαίες ή ενδιάμεσες πληρωμές σε ένα κράτος μέλος εάν ένα ή περισσότερα βασικά στοιχεία του εν λόγω εθνικού συστήματος ελέγχου δεν υφίστανται ή δεν εφαρμόζονται ουσιαστικά λόγω της σοβαρότητας ή της επανάληψης των διαπιστούμενων ελλείψεων ή εάν η ανάκτηση των παράτυπων πληρωμών δεν πραγματοποιείται με τη δέουσα επιμέλεια, και εάν:

   α) είτε οι ελλείψεις που αναφέρονται ανωτέρω είναι συνεχείς και αποτελούν την αιτία δύο τουλάχιστον εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 54 του εν λόγω κανονισμού, με τις οποίες οι σχετικές δαπάνες του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αποκλείονται από την ενωσιακή χρηματοδότηση· ή
   β) η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το σχετικό κράτος μέλος δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει τα αναγκαία μέτρα για να διορθωθεί η κατάσταση στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με ένα σχέδιο δράσης με σαφείς δείκτες προόδου, που θα εκπονηθεί σε συνεργασία με τη Επιτροπή·

51.  εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι, στο τέλος του οικονομικού έτους 2011, το συνολικό ποσό που οι εθνικοί οργανισμοί έπρεπε ακόμα να ανακτήσουν από τους δικαιούχους, στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ, ανερχόταν σε 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ·

52.  προτρέπει την Επιτροπή να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να τεθεί σε λειτουργία ένα αποτελεσματικό σύστημα ανάκτησης αφού λάβει υπόψη τις εξελίξεις στο πλαίσιο της τρέχουσας μεταρρύθμισης και να ενημερώσει το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της έκθεσής της του επόμενου έτους για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, σχετικά με τη συντελεσθείσα πρόοδο·

53.  επισημαίνει ότι η εκ νέου θέσπιση ενός κανόνα περί αμελητέου ποσού πρέπει να προχωρήσει και τονίζει ότι η ανάκτηση βάσει των διατάξεων του άρθρου 56 παράγραφος 3 του επικαιροποιημένου οριζόντιου κανονισμού δεν πρέπει να επιδιώκεται όταν τα έξοδα που έχουν ήδη καταβληθεί, σε συνάρτηση με την ενδεχόμενη δαπάνη της ανάκτησης, υπερβαίνουν το υπό ανάκτηση ποσό· καλεί την Επιτροπή, για λόγους διοικητικής απλούστευσης σε τοπικό επίπεδο να θεωρήσει ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο στο πλαίσιο μιας μεμονωμένης πράξης πληρωμής δεν υπερβαίνει τα 300 ευρώ· τονίζει ότι η μείωση του διοικητικού φόρτου που συνεπάγεται η μη επιδίωξη της ανάκτησης μικρών και πολύ μικρών ποσών δίνει στις εθνικές και περιφερειακές αρχές τη δυνατότητα να διερευνούν σοβαρότερες παρατυπίες με αποτελεσματικότερο τρόπο και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή τους.

54.  εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι, στον τομέα της γεωργίας, στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθάρισης βάσει της συμμόρφωσης, πραγματοποιήθηκαν αποστολές ελέγχου που είχαν ως αποτέλεσμα δημοσιονομικές διορθώσεις που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή για συνολικό ποσό 822 εκατ. ευρώ· τονίζει, επιπλέον, ότι η συνολική αξία των διορθώσεων που επιβλήθηκαν ανερχόταν σε 1 068 εκατ. ευρώ· σημειώνει με ανησυχία ότι το 2011 το ποσοστό ανάκτησης για τη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη μειώθηκε σε 77% από 85% για το 2010·

55.  επισημαίνει ότι πρέπει να δοθεί προσοχή στο ζήτημα των τρόπων με τους οποίους θα βελτιστοποιηθούν οι διαδικασίες επιστροφής εξόδων, οι οποίες εξακολουθούν να είναι σχετικά χρονοβόρες·

Πολιτική συνοχής

56.  εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι το 2011 η Επιτροπή ολοκλήρωσε δημοσιονομικές διορθώσεις ύψους 624 εκατομμυρίων ευρώ επί συνολικού ποσού 673 εκατομμυρίων ευρώ, και ότι το ποσοστό ανάκτησης για την πολιτική συνοχής αυξήθηκε σε 93% σε σύγκριση με 69% για το 2010· υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι το σωρευτικό ποσοστό εκτέλεσης των δημοσιονομικών διορθώσεων ανέρχεται σε μόλις 72% και ότι εκκρεμεί η ανάκτηση 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ·

57.  καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη να απλουστεύσουν τις σχετικές διατάξεις για τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και τους διαδικαστικούς κανόνες για τη διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων·

58.  επισημαίνει ότι το 2011 ορισμένα μεγάλα κράτη μέλη όπως η Γαλλία δεν ανέφεραν καμία παρατυπία ως απάτη στον τομέα της πολιτικής συνοχής· καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει τους λόγους και να εξετάσει αν λειτουργούν αποτελεσματικά τα συστήματα εποπτείας και ελέγχου των κρατών μελών που δεν αναφέρουν κρούσματα απάτης·

59.  εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η Γαλλία δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την υλοποίηση του συστήματος διαχείρισης παρατυπιών·

Εξωτερικές σχέσεις, βοήθεια και διεύρυνση

60.  επισημαίνει με ανησυχία ότι στο κεφάλαιο 7 («Εξωτερικές σχέσεις, βοήθεια και διεύρυνση») της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την εφαρμογή του προϋπολογισμού για το έτος 2011 το Ελεγκτικό Συνέδριο επισήμανε σφάλματα σε τελικές πληρωμές τα οποία δεν είχαν εντοπισθεί στους ελέγχους της Επιτροπής και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι έλεγχοι τους οποίους εφαρμόζει η Επιτροπή δεν είναι πλήρως αποτελεσματικοί· καλεί την Επιτροπή να ακολουθήσει τις συστάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της γνωμοδότησης για την απαλλαγή για να βελτιώσει τους μηχανισμούς παρακολούθησης που διαθέτει με σκοπό να εξασφαλίζει αποτελεσματική και ενδεδειγμένη ανάλωση των πόρων·

61.  προτείνει οι διαπιστώσεις και οι συστάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έχουν σχέση με τις εξωτερικές δράσεις της ΕΕ, και συγκεκριμένα με τις αποστολές της ΕΕ, να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της προόδου που σημειώνεται σε σχέση με τους στόχους που ορίζονται ή κατά την εξέταση της επέκτασης της εντολής τους, για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική και ενδεδειγμένη χρήση των πόρων που παρέχονται· επισημαίνει την παρατήρηση που αφορά ορισμένες αδυναμίες που σχετίζονται με διαδικασίες προμηθειών και τους διαγωνισμούς υποβολής προσφορών για τις δράσεις της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) και καλεί την ΕΥΕΔ να φροντίσει εγκαίρως για την αντιμετώπισή τους·

62.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τις πολιτικές καταπολέμησης της απάτης σε επίπεδο ΕΕ που περιλαμβάνουν υψηλότερο βαθμό συνεργασίας με τρίτες χώρες, όπως είναι το Σύστημα Πληροφοριών κατά της Απάτης στον τομέα της Διαμετακόμισης (στο οποίο έχουν πρόσβαση οι χώρες ΕΖΕΣ), η Αμοιβαία Διοικητική Συνδρομή (ΑΔΣ) και συναφείς διατάξεις για την καταπολέμηση της απάτης με τη συμμετοχή τρίτων χωρών, καθώς και οι Κοινές Τελωνειακές Επιχειρήσεις (ΚΤΕ) που πραγματοποιήθηκαν το 2011, όπου εντάσσονται οι επιχειρήσεις Fireblade (με την Κροατία, την Ουκρανία και τη Μολδαβία) και Barrel (με την Κροατία, την Τουρκία, τη Νορβηγία και την Ελβετία)· χαιρετίζει τα αποτελέσματα αυτών των δράσεων και τον δημοσιονομικό τους αντίκτυπο·

63.  τονίζει – έχοντας κατά νου ότι την εποχή της παγκοσμιοποίησης η απάτη διαπράττεται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό σε διεθνή διασυνοριακή κλίμακα – πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη ενός ισχυρού νομικού πλαισίου που να καθορίζει με σαφήνεια τις δεσμεύσεις των κρατών εταίρων και επιδοκιμάζει το γεγονός ότι στις νέες ή υπό επαναδιαπραγμάτευση διμερείς συμφωνίες, περιλαμβανομένων των σχεδίων συμφωνιών με το Αφγανιστάν, το Καζακστάν, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και τη Γεωργία και, σε μια πιο απλουστευμένη εκδοχή, με την Αυστραλία, προστίθενται διατάξεις για την καταπολέμηση της απάτης και καλεί την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) να διαμορφώσουν μια πρότυπη ρήτρα με την οποία θα ενσωματώνονται αυτές οι διατάξεις σε όλες τις νέες ή υπό επαναδιαπραγμάτευση διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες·

64.  σημειώνει τη μείωση του αριθμού και των δημοσιονομικών επιπτώσεων των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν σε σχέση με τα προενταξιακά κεφάλαια που εξετάσθηκαν στην έκθεση 2011· επικροτεί το γεγονός ότι έχει βελτιωθεί σημαντικά το ποσοστό ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων πόρων της ΕΕ για προενταξιακή βοήθεια, σημειώνει όμως ότι εξακολουθεί να ανέρχεται μόλις στο 60%· αναγνωρίζει ταυτόχρονα ότι υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ των δικαιούχων από πλευράς καταγγελιών παρατυπιών, καθώς αυτό είναι κυρίως ένα μέτρο του σταδίου έγκρισης και εφαρμογής του συστήματος διαχείρισης παρατυπιών (ΣΔΠ)· καλεί λοιπόν την Επιτροπή να συνεχίσει να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εφαρμογή του ΣΔΠ σε όλες της χώρες που επωφελούνται από το ως άνω μέσο· στηρίζει το αίτημα της Επιτροπής ειδικά προς την Κροατία για την πλήρη εφαρμογή του συστήματος ΣΔΠ, αίτημα για το οποίο δεν έχει ακόμη αναληφθεί δράση μολονότι κατάρτιση και υποστήριξη έχουν ήδη παρασχεθεί, καθώς και το αίτημα προς την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για την εφαρμογή του συστήματος· σημειώνει ότι έχουν ανακτηθεί 26 εκατομμύρια ευρώ από τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν το 2011·

65.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τον στόχο της Επιτροπής να στηρίξει την Κροατία και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας στις προσπάθειές τους να εφαρμόσουν το σύστημα ΣΔΠ·

OLAF

66.  επαναλαμβάνει ότι είναι αναγκαίο να συνεχιστεί η ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της OLAF, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας και της ικανότητας λειτουργίας της επιτροπής εποπτείας της OLAF· καλεί την OLAF και την επιτροπή εποπτείας της να λάβουν μέτρα για τη βελτίωση της εργασιακής τους σχέσης, η οποία, σε έκθεση της επιτροπής ΕΕ της Βουλής των Λόρδων του ΗΒ, περιγράφεται ως απροκάλυπτα εχθρική, ιδίως λόγω της απουσίας συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων όσον αφορά την ακριβή φύση του ρόλου της επιτροπής εποπτείας· καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει με ποιο τρόπο θα μπορούσε να συμβάλει θετικά στη βελτίωση της επικοινωνίας και της εργασιακής σχέσης μεταξύ της OLAF και της επιτροπής εποπτείας της·

67.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόοδο που έχει σημειωθεί στις διαπραγματεύσεις σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 (COM(2011)0135)· φρονεί ότι ο κανονισμός αυτός θα έπρεπε να εγκριθεί το συντομότερο δυνατόν· είναι, ωστόσο, πεπεισμένο ότι υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων όσον αφορά την OLAF και του τρόπου με τον οποίο διεξάγονται οι έρευνες αυτής, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συστάσεις της επιτροπής εποπτείας που παρατίθενται, στο παράρτημα 3 της ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων για το 2012· θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι η επιτροπή εποπτείας, όργανο που εποπτεύει την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων, τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τη συμμόρφωση του προσωπικού της OLAF με τους εσωτερικούς κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες έρευνας, σε αρκετές περιπτώσεις δεν μπόρεσε να έχει απευθείας πρόσβαση σε φακέλους υποθέσεων που έχουν περατωθεί, συμπεριλαμβανομένων των τελικών εκθέσεων έρευνας που διαβιβάσθηκαν στις εθνικές δικαστικές αρχές·

68.  σημειώνει πως η προαναφερόμενη μελλοντική μεταρρύθμιση αυτή, μεταξύ άλλων, παρέχει στην OLAF τη δυνατότητα να συνάπτει συμφωνίες διοικητικής συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, ενισχύοντας έτσι την ικανότητα της OLAF να αντιμετωπίζει περιπτώσεις απάτης σε τομείς που αφορούν την εξωτερική πολιτική της ΕΕ· χαιρετίζει τη στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης (COM(2011)0376), μεταξύ άλλων όσον αφορά τη συμπερίληψη βελτιωμένων διατάξεων για την καταπολέμηση της απάτης στα προγράμματα δαπανών δυνάμει του νέου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2014-2020· σημειώνει με ανησυχία, ωστόσο, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι δεν υπάρχουν επαρκείς αποτρεπτικοί μηχανισμοί για την καταπολέμηση της αθέμιτης χρήσης του προϋπολογισμού της ΕΕ στα κράτη μέλη· χαιρετίζει τις προτάσεις της Επιτροπής για την αντιμετώπιση του προβλήματος και συνιστά την πληρέστερη δυνατή συμμετοχή των τρίτων δικαιούχων χωρών στην προσπάθεια αυτή·

69.  λαμβάνει υπό σημείωση τις ανησυχίες που εγείρει η επιτροπή εποπτείας της OLAF στην ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της για το 2012, ιδίως σε σχέση με την υπόθεση που διαβιβάστηκε στις εθνικές αρχές τον Οκτώβριο του 2012 και η οποία οδήγησε στην παραίτηση μέλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως δηλώνεται στην παράγραφο 29 της προαναφερθείσας έκθεσης· εκτιμά ότι οι ανησυχίες αυτές θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές· υπογραμμίζει την αρχή της τήρησης του απορρήτου και τη σημασία που έχει η αποφυγή οιασδήποτε πολιτικής παρέμβασης στις εν εξελίξει νομικές διαδικασίες·

70.  εκφράζει τη βαθιά ανησυχία του σχετικά με τα στοιχεία που αναφέρονται από την επιτροπή εποπτείας της OLAF· θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι η OLAF έχει λάβει μέτρα έρευνας τα οποία υπερβαίνουν τα μέτρα που αναφέρονται ρητά στα άρθρα 3 και 4 του ισχύοντος κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 σχετικά με την OLAF, καθώς και τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο μελλοντικό κείμενο της μεταρρύθμισης· σημειώνει ότι στα εν λόγω μέτρα έρευνας περιλαμβάνονται τα εξής: προετοιμασία του περιεχομένου τηλεφωνικής συνομιλίας για λογαριασμό τρίτων, με πρόσωπο το οποίο αποτελούσε αντικείμενο της έρευνας· παρουσία κατά τη διάρκεια αυτής της συνομιλίας και καταγραφή της· και αποστολή αιτήματος προς εθνικές διοικητικές αρχές για τη διαβίβαση πληροφοριών στην OLAF τις οποίες οι εν λόγω αρχές δεν κατείχαν άμεσα και οι οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζονται με το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της ιδιωτικότητας των επικοινωνιών. ή με την επακόλουθη χρήση, συλλογή και αποθήκευση των εν λόγω πληροφοριών από την OLAF·

71.  εκφράζει την κατάπληξή του για τις δράσεις αυτές, καθώς σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η χρήση των εν λόγω μεθόδων μπορεί να θεωρηθεί «παρέμβαση δημόσιας αρχής» στην άσκηση του δικαιώματος στον σεβασμό της «ιδιωτικής ζωής», της «αλληλογραφίας» και/ή των «επικοινωνιών», καθώς η επεξεργασία αυτών των δεδομένων πρέπει να γίνεται «νομίμως» (άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων)·

72.  επαναλαμβάνει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων από την OLAF· παραπέμπει, ως προς το θέμα αυτό, στην άποψη της επιτροπής εποπτείας της OLAF, όπως διατυπώνεται στο Παράρτημα 3 της ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων της για το 2012, σύμφωνα με την οποία ενδέχεται η OLAF να υπερέβη τα μέτρα έρευνας που αναφέρονται ρητά στα άρθρα 3 και 4 του ισχύοντος κανονισμού, μεταξύ άλλων όσον αφορά την προετοιμασία του περιεχομένου τηλεφωνικής συνδιάλεξης για λογαριασμό τρίτων, με πρόσωπο το οποίο αποτελούσε αντικείμενο της έρευνας και το οποίο ήταν παρόν κατά τη διάρκεια της καταγραφείσας συνδιάλεξης· αναμένει από την OLAF μια ικανοποιητική εξήγηση για τη νομική βάση στην οποία ερείδονται τα μέτρα έρευνας που λαμβάνει, όπως η καταγραφή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων·

73.  χαιρετίζει τη δήλωση που περιλαμβάνεται στην έκθεση δραστηριοτήτων της επιτροπής εποπτείας για το 2012 (παράγραφος 53), σύμφωνα με την οποία όλες οι ενέργειες για την ακύρωση αποφάσεων της OLAF απορρίφθηκαν ως μη παραδεκτές από το Δικαστήριο, ενώ ο Διαμεσολαβητής δεν εντόπισε κανένα κρούσμα κακοδιοίκησης· επισημαίνει ακόμη ότι ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) διαπίστωσε ότι η OLAF συμμορφώθηκε σε γενικές γραμμές με τους κανόνες προστασίας δεδομένων, με εξαίρεση μία περίπτωση ως προς την οποία ο ΕΕΠΔ έκρινε ότι η OLAF παραβίασε το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων, αποκαλύπτοντας, χωρίς να συντρέχει λόγος, την ταυτότητα ενός καταγγέλτη στο θεσμικό του όργανο·

74.  εκφράζει τη βαθιά ανησυχία του σχετικά με τη διαπίστωση της επιτροπής εποπτείας ότι η OLAF δεν έχει καθιερώσει προκαταρκτικό έλεγχο νομιμότητας για άλλα μέτρα έρευνας, εκτός αυτών που αναφέρονται συγκεκριμένα στις οδηγίες προς το προσωπικό σχετικά με τις διαδικασίες έρευνας (ISIP)· σημειώνει ότι αυτό θέτει σε κίνδυνο τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων και των διαδικαστικών εγγυήσεων που αφορούν τα πρόσωπα αυτά·

75.  καλεί την OLAF να ενημερώσει την αρμόδια επιτροπή για τη νομική βάση που της επιτρέπει να συνεργεί και να προετοιμάζει την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ιδιωτών χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή τους και να χρησιμοποιεί το περιεχόμενό τους για σκοπούς διοικητικής έρευνας· επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την OLAF να παράσχει στο Κοινοβούλιο - σύμφωνα με παρόμοιο αίτημα από πλευράς Συμβουλίου - νομική ανάλυση όσον αφορά τη νομιμότητα των καταγραφών αυτών στα κράτη μέλη·

76.  σημειώνει ότι οι παραβάσεις ορισμένων ουσιωδών τύπων κατά τις προκαταρκτικές έρευνες θα μπορούσαν να πλήξουν τη νομιμότητα της τελικής απόφασης που λαμβάνεται με βάση τις έρευνες της OLAF· εκτιμά ότι το γεγονός αυτό εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους, καθώς οι εν λόγω παραβάσεις θα μπορούσαν να θεμελιώνουν τη νομική ευθύνη της Επιτροπής· καλεί την OLAF να αντιμετωπίσει αμέσως την έλλειψη αυτή αναθέτοντας σε κατάλληλα καταρτισμένους δικαστικούς εμπειρογνώμονες το έργο της πραγματοποίησης προκαταρκτικών ελέγχων σε κατάλληλο χρονικό πλαίσιο·

77.  θεωρεί απαράδεκτη την άμεση συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή της OLAF σε ορισμένα ερευνητικά καθήκοντα, όπως μεταξύ άλλων στις καταθέσεις μαρτύρων· τονίζει ότι με τον τρόπο αυτόν ο Γενικός Διευθυντής υπόκειται σε σύγκρουση συμφερόντων, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 90α του κανονισμού προσωπικού και το άρθρο 23 των οδηγιών προς το προσωπικό σχετικά με τις διαδικασίες έρευνας αποτελεί την αρχή στην οποία απευθύνονται οι καταγγελίες κατά των ερευνών της OLAF και η οποία αποφασίζει αν θα πρέπει να ληφθούν ή όχι κατάλληλα μέτρα σχετικά με τυχόν μη σεβασμό των διαδικαστικών εγγυήσεων· καλεί τον Γενικό Διευθυντή της OLAF να απέχει στο μέλλον από κάθε άμεση συμμετοχή σε ερευνητικά καθήκοντα·

78.  εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι η OLAF δεν πραγματοποιεί πάντα διεξοδική αξιολόγηση των εισερχόμενων πληροφοριών όσον αφορά την έννοια της επαρκώς σοβαρής υποψίας· θεωρεί την αξιολόγηση αυτή ουσιώδη για τη διαφύλαξη και την τεκμηρίωση των συμπερασμάτων της OLAF έναντι των θεσμικών οργάνων, των οργανισμών, των υπηρεσιών και των κυβερνήσεων όταν οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από κάποια από αυτές τις αρχές·

79.  φρονεί ότι η επιτροπή εποπτείας θα πρέπει να ενημερώνεται πάντα από την OLAF, όταν η OLAF δέχεται καταγγελία που αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις διαδικαστικές εγγυήσεις·

80.  αναμένει περαιτέρω ενημέρωση ως προς τα σημεία που αναφέρονται στην ετήσια έκθεση της επιτροπής εποπτείας· απευθύνει έκκληση για πλήρη διαφάνεια σχετικά με αυτά τα σημεία·

81.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι στο διάστημα μεταξύ 2006 και 2011 τα κράτη μέλη προσέφυγαν δικαστικά κατόπιν ερευνών της OLAF μόνο στο 46% των περιπτώσεων· θεωρεί ότι το ποσοστό αυτό είναι ανεπαρκές και επαναλαμβάνει το αίτημά του προς την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και έγκαιρη εφαρμογή των συστάσεων που γίνονται σε συνέχεια της διερεύνησης υποθέσεων από την OLAF·

82.  θεωρεί ότι τα κράτη μέλη πρέπει να υποχρεούνται να υποβάλλουν έκθεση, σε ετήσια βάση, σχετικά με τη συνέχεια που δίνεται στις υποθέσεις οι οποίες παραπέμπονται από την OLAF στις δικαστικές τους αρχές, συμπεριλαμβάνοντας τις ποινικές και οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλονται στις περιπτώσεις αυτές·

83.  εκφράζει την ανησυχία του για τις παρατηρήσεις που περιέχει η ετήσια έκθεση της επιτροπής εποπτείας, σύμφωνα με τις οποίες δεν υπάρχουν στοιχεία για την εφαρμογή των συστάσεων της OLAF στα κράτη μέλη· θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή δεν είναι ικανοποιητική και καλεί την OLAF να διασφαλίσει την παροχή συναφών και λεπτομερών στοιχείων από τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή των συστάσεων της OLAF και την τακτική ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

84.  αναγνωρίζει ότι, έπειτα από έρευνες της OLAF, ανακτήθηκαν 691,4 εκατομμύρια ευρώ το 2011, εκ των οποίων τα 389 εκατομμύρια ευρώ αφορούν μία μόνο περίπτωση στην περιφέρεια της Καλαβρίας στην Ιταλία, στην οποία ενέχονται προγράμματα των διαρθρωτικών ταμείων για τη χρηματοδότηση οδικών έργων·

85.  ζητεί οι ενδεχόμενες απάτες ή παρατυπίες ήσσονος δημοσιονομικής σημασίας σε τομείς όπως τα τελωνεία (όπου το όριο για την ανάληψη δράσης από την OLAF είναι 1 εκατ. ευρώ) και τα διαρθρωτικά ταμεία (με αντίστοιχο όριο τις 500 000 ευρώ), να επισημαίνονται στα κράτη μέλη, στα οποία θα παρέχονται επίσης πληροφορίες και θα δίδεται η δυνατότητα να κινήσουν τις εθνικές διαδικασίες που προβλέπονται για την καταπολέμηση της απάτης·

86.  εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για την αποτελεσματικότητα και την εσωτερική λειτουργία της OLAF, εκτιμώντας ότι μια ισχυρή και υπό καλή διαχείριση OLAF έχει ζωτική σημασία για την καταπολέμηση της απάτης και της διαφθοράς που έχει συνέπειες για τα χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων· ζητεί, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή, σε συνεργασία με την αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου και στο πλαίσιο των απαντήσεων που δίνει στις ερωτήσεις του, να εξετάσει τη νομιμότητα των επιχειρήσεων της OLAF, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη βελτίωση της διαχείρισης της OLAF και να διατυπώσει πρακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση των ανεπαρκειών πριν από τα τέλη του 2013· καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να αναστείλουν, στο μεταξύ, κάθε συζήτηση ή απόφαση σχετικά με τη θέσπιση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·

Οι πρωτοβουλίες της Επιτροπής στον τομέα της δραστηριότητας για την καταπολέμηση της απάτης

87.  εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι, κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή επεξεργάζεται επί του παρόντος μεθοδολογία για τη μέτρηση του κόστους της διαφθοράς σε δημόσιες συμβάσεις που αφορούν κονδύλια της Ένωσης·

88.  χαιρετίζει την πρωτοβουλία που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2012 για την καλύτερη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και την ανακοίνωση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ βάσει του ποινικού δίκαιου και των διοικητικών ερευνών· τονίζει ότι η πρωτοβουλία αυτή έχει ως στόχο να καταστήσει αυστηρότερες τις κυρώσεις κατά των εγκληματικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς, και να ενισχύσει την οικονομική προστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

89.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τη νέα στρατηγική της Επιτροπής για την καταπολέμηση της απάτης (COM(2011)0376) και το εσωτερικό σχέδιο δράσης (SEC(2011)0787) για την εφαρμογή αυτής, το οποίο εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2011, που αποσκοπούν στη βελτίωση της πρόληψης και του εντοπισμού κρουσμάτων απάτης σε επίπεδο ΕΕ· καλεί εν προκειμένω την Επιτροπή να υποβάλλει εκθέσεις και να αξιολογεί τις στρατηγικές καταπολέμησης της απάτης που καθιερώνονται σε κάθε Γενική Διεύθυνση·

90.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (COM(2012)0363 – πρόταση οδηγίας PIF), η οποία αντικαθιστά τη σύμβαση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τα πρόσθετα πρωτόκολλά της·

91.  εκφράζει, ιδιαίτερα, την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι ο ορισμός που δίνει η Ένωση στα οικονομικά συμφέροντα στην πρόταση οδηγίας PIF περιλαμβάνει τον ΦΠΑ, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιβεβαίωσε(20) ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ αφενός της είσπραξης των εσόδων από ΦΠΑ σύμφωνα με τους κανόνες του εφαρμοστέου ενωσιακού δικαίου και αφετέρου της απόδοσης των αναλογούντων πόρων από ΦΠΑ στον προϋπολογισμό της Ένωσης, αφού οποιοδήποτε κενό στην είσπραξη των πρώτων οδηγεί δυνητικά σε μείωση των δεύτερων·

92.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το πρόγραμμα Hercule III για την προώθηση δράσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM(2011)0914), που θα διαδεχτεί το πρόγραμμα Hercule II, του οποίου η ενδιάμεση αναθεώρηση απέδειξε την προστιθέμενη αξία του·

93.  σημειώνει ότι, παρόλο που η Επιτροπή αναλαμβάνει όλες αυτές τις θετικές πρωτοβουλίες, οι περισσότερες πολιτικές που ακολουθούνται σήμερα για την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι παθητικές· καλεί τις γενικές διευθύνσεις της Επιτροπής να ενισχύσουν την πρόληψη της απάτης στους αντίστοιχους τομείς αρμοδιότητάς τους·

94.  αναμένει την υποβολή της νομοθετικής πρότασης της Επιτροπής σχετικά με τη θέσπιση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, που θα είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή στη δικαιοσύνη, όσων προκαλούν ζημία σε περιουσιακά στοιχεία των οποίων η διαχείριση γίνεται από την ΕΕ ή εξ ονόματός της, την οποία έχει αναγγείλει η Επιτροπή για τον Ιούνιο του 2013·

o
o   o

95.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στην επιτροπή εποπτείας της OLAF και στην OLAF.

(1) http://ec.europa.eu/anti_fraud/documents/reports-commission/2011/report_el.pdf
(2) http://ec.europa.eu/anti_fraud/documents/reports-olaf/2011/olaf_report_2011_en.pdf
(3) ΕΕ C 344 της 12.11.2012, σ. 1.
(4) ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1.
(5) ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1.
(6) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2012)0196.
(7) EE C 51 E της 22.2.2013, σ. 121.
(8) EE C 161 E της 31.5.2011, σ. 62.
(9)1 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Μελέτη σχετικά με την «αποτροπή της απάτης με χρηματοδότηση από ταμεία της ΕΕ μέσω της ερευνητικής δημοσιογραφίας στην ΕΕ των 27», 2012, σ. 71.
(10) ΕΕ C 296 Ε της 2.10.2012, σ. 40.
(11) Έκθεση της OLAF 2011, πίνακας, σ. 22.
(12) Μελέτη που ανέθεσε το Κοινοβούλιο σχετικά με τις «Διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις επιδόσεις των διοικήσεων στην είσπραξη των παραδοσιακών ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
(13) Ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2011, συνοδευόμενη από τις απαντήσεις των οργάνων.
(14) Δίκτυο για την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών συγκεκριμένο στόχου μεταξύ των κρατών μελών, που δημιουργήθηκε με βάση τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 904/2010.
(15) Μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: «Roadmap to Digital Single Market», διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/document/activities/cont/201209/20120914ATT51402/20120914ATT51402EN.pdf
(16) Μηχανισμός που χρησιμοποιεί ένας εισαγωγέας για να επιτύχει απαλλαγή από τον ΦΠΑ όταν τα εισαγόμενα αγαθά πρόκειται να μεταφερθούν σε άλλο κράτος μέλος και ο ΦΠΑ πρέπει να αποδοθεί στο κράτος μέλος προορισμού·
(17) Εκ των οποίων 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ αφορούσαν τα επτά επιλεγμένα κράτη μέλη και 400 εκατομμύρια τα 21 κράτη μέλη προορισμού των εισαγόμενων αγαθών του δείγματος.
(18) Απαντήσεις του Επιτρόπου Semeta στο ερωτηματολόγιο που υπέβαλε η Επιτροπή CONT – Βλ.: http://www.europarl.europa.eu/committees/en/cont/publications.html?id=CONT00004#menuzone
(19) Ειδική επιτροπή για το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (CRIM) 2012-2013, Θεματικό έγγραφο για τη διαφθορά, Τομείς συστημικής διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση των κρατών μελών και μέτρα ώστε να αντιμετωπιστεί η αρνητική της επίδραση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Νοέμβριος 2012, σ. 2
(20) Απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011 στην υπόθεση C-539/09, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΕΕ C 25 της 28.1.2012, σ. 5).


Το ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου
PDF 386kWORD 36k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 σχετικά με το ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου (2012/2291(INI))
P7_TA(2013)0319A7-0189/2013

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση αριθ. 2/2004 του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με το πρότυπο του «ενιαίου ελέγχου» (single audit) (και πρόταση για πλαίσιο εσωτερικού κοινοτικού ελέγχου)(1),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον χάρτη πορείας προς ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου (COM(2005)0252),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής για το σχέδιο δράσης της Επιτροπής για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου (COM(2006)0009),

–  έχοντας υπόψη την πρώτη εξαμηνιαία έκθεση σχετικά με τους πίνακες αποτελεσμάτων του σχεδίου δράσης της Επιτροπής για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου, που δημοσιεύτηκε στις 19 Ιουλίου 2006 (SEC(2006)1009), σύμφωνα με το αίτημα που διατύπωσε το Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του για την απαλλαγή για το οικονομικό έτος 2004(2),

–  έχοντας υπόψη την ενδιάμεση έκθεση προόδου της Επιτροπής που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο 2007 (COM(2007)0086), στην οποία περιγράφεται η πρόοδος και ανακοινώνονται ορισμένες πρόσθετες δράσεις,

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, του Φεβρουαρίου του 2008, (COM(2008)0110) και το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που προσαρτήθηκε σε αυτό (SEC(2008)0259),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, του Φεβρουαρίου του 2009, σχετικά με την έκθεση για τον αντίκτυπο του σχεδίου δράσης της Επιτροπής για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου (COM(2009)0043),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού (A7-0189/2013),

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι δυνάμει του άρθρου 317 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό με δική της ευθύνη σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη·

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη, η Επιτροπή έχει την τελική ευθύνη της εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ένωσης, μολονότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης επαφίεται στα κράτη μέλη, καθόσον το 80% του προϋπολογισμού της Ένωσης διοχετεύεται μέσω του συστήματος της επιμερισμένης διαχείρισης από τα κράτη μέλη·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχή του αποτελεσματικού εσωτερικού ελέγχου είναι μια από τις δημοσιονομικές αρχές του Δημοσιονομικού Κανονισμού μετά την τροποποίησή του από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1995/2006, όπως προτάθηκε από την Επιτροπή στο προαναφερόμενο σχέδιο δράσης της·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος που διαθέτει η Επιτροπή για να αποδείξει την πραγματική της διάθεση για διαφάνεια και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση είναι να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να στηρίξει τα μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας της δημοσιονομικής διαχείρισης, ώστε να εξασφαλίσει από το Ελεγκτικό Συνέδριο θετική δήλωση αξιοπιστίας («DAS»(3)

E.  λαμβάνοντας υπόψη ότι όλα τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη πρέπει να συνεργαστούν για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ευρωπαίων πολιτών στις δημοσιονομικές επιδόσεις της Ένωσης·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου να υποστηριχθεί ο στρατηγικός στόχος της εξασφάλισης θετικής δήλωσης αξιοπιστίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Επιτροπή ενέκρινε τον Ιανουάριο του 2006 το σχέδιο δράσης για ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου («σχέδιο δράσης»), με βάση τις συστάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου(4), το ψήφισμα του Κοινοβουλίου σχετικά με την απαλλαγή για το οικονομικό έτος 2003(5) και τα συμπεράσματα του ECOFIN της 8ης Νοεμβρίου 2005·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στο σχέδιο δράσης εξετάζονταν τα «κενά» στις τότε ελεγκτικές δομές της Επιτροπής και εντοπίζονταν 16 τομείς στους οποίους έπρεπε να αναληφθεί δράση έως τα τέλη του 2007, λαμβάνοντας υπόψη ότι η βελτίωση της δημοσιονομικής διαχείρισης στην Ένωση πρέπει να υποστηριχθεί από στενή παρακολούθηση των ελέγχων στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη·

Εφαρμογή του σχεδίου δράσης

1.  επισημαίνει ότι η πρόοδος που έχει συντελεστεί όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του σχεδίου δράσης πρέπει να υπολογιστεί όχι μόνο βάσει της υλοποίησης κάθε δράσης αλλά και βάσει του αντικτύπου της στη μείωση των σφαλμάτων στις υποκείμενες πράξεις·

2.  σημειώνει ότι η ίδια η Επιτροπή είχε δηλώσει ότι το σχέδιο δράσης είχε πλήρως ολοκληρωθεί στις αρχές του 2009, παρά το γεγονός ότι η υλοποίηση τριών από τις 16 αρχικές δράσεις δεν κατέστη δυνατή ή προωθήθηκε με άλλους τρόπους·

3.  επισημαίνει συγκεκριμένα ότι το άρθρο 32 του νέου δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει την αρχή του αποτελεσματικού και αποδοτικού εσωτερικού ελέγχου και ότι το άρθρο 33 του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι, κατά την υποβολή αναθεωρημένων ή νέων προτάσεων δαπανών, η Επιτροπή εκτιμά το κόστος και τα οφέλη των συστημάτων ελέγχου καθώς και το επίπεδο κινδύνου σφάλματος·

4.  αναφέρει επίσης ότι, όσον αφορά την έννοια του «αποδεκτού επιπέδου κινδύνου», επελέγη η ολοκλήρωση της εν λόγω δράσης παρέχοντας έναν ορισμό της έννοιας του «υπολειπομένου κινδύνου σφάλματος»·

5.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η απλούστευση της νομοθεσίας της περιόδου 2007-2013 δεν είχε την αναμενόμενη εμβέλεια·

6.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τη δέσμευσή της για την εξασφάλιση πλήρως θετικής DAS και επισημαίνει ειδικότερα ότι στην έκθεση του 2011 για τη δήλωση αξιοπιστίας το Συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πληρωμές περιείχαν, στο σύνολό τους, ουσιώδη σφάλματα και ότι τα συστήματα ελέγχου και εποπτείας υπήρξαν, εν γένει, μόνο μερικώς αποτελεσματικά·

7.  σημειώνει ότι το συνολικό ποσοστό σφάλματος στις υποκείμενες πράξεις αυξήθηκε από 3,3% σε 3,7% το 2010, φθάνοντας το 3,9% το 2011· εκφράζει τη λύπη του για την ανατροπή της θετικής τάσης που είχε σημειωθεί κατά τα τελευταία έτη και εκφράζει τον φόβο ότι το ποσοστό σφάλματος θα αυξηθεί κατά τα προσεχή έτη·

8.  σημειώνει ότι η Επιτροπή εμμένει στον στόχο της για την εξασφάλιση θετικής δήλωσης αξιοπιστίας, ενώ το Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του σχετικά με την απαλλαγή για το έτος 2011, εξέφρασε τη βαθιά λύπη του για το γεγονός ότι οι πληρωμές εξακολουθούν να επηρεάζονται από ουσιώδη σφάλματα·

9.  ζητεί από την Επιτροπή να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχει μια τάση σταθερής μείωσης του ποσοστού σφάλματος·

Πού είναι το λάθος;

10.  συμμερίζεται τις απόψεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Επιτροπής(6) όσον αφορά το γεγονός ότι το σύστημα ενιαίου ελέγχου δεν λειτουργεί ακόμη και ότι τα συστήματα ελέγχου που έχουν δημιουργήσει τα κράτη μέλη δεν αξιοποιούνται στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους·

11.  υπενθυμίζει, σε αυτό το πλαίσιο, ότι το 2011, στον τομέα της περιφερειακής πολιτικής, για περισσότερο από το 60% των σφαλμάτων που εντόπισε το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι αρχές των κρατών μελών διέθεταν επαρκείς πληροφορίες για να εντοπίσουν και να διορθώσουν ορισμένα από τα σφάλματα αυτά προτού ζητήσουν επιστροφή από την Επιτροπή·

12.  συμμερίζεται, σε σχέση με αυτό την άποψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι οι έλεγχοι στο πρώτο επίπεδο, και συγκεκριμένα τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των κρατών μελών, είναι ανεπαρκείς· το αποτέλεσμα είναι να καταλήγουν σε σημαντικά υψηλό κόστος για τη μείωση του δείκτη κινδύνου·

13.  σημειώνει ότι οι περίπλοκοι και αδιαφανείς κανόνες παρεμποδίζουν την εφαρμογή και τον έλεγχο των προγραμμάτων· εκφράζει την ανησυχία του διότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλο αριθμό σφαλμάτων και να δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για απάτες· συνεπώς, εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι η αυξημένη πολυπλοκότητα των κανόνων σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο («gold plating’) καταλήγει σε περαιτέρω προβλήματα όσον αφορά τη νομική εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης και σε περιττή αύξηση του δείκτη σφάλματος·

14.  σημειώνει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επαφίεται στα ευρήματα των εθνικών ελεγκτικών οργάνων των κρατών μελών·

15.  επισημαίνει ότι υπάρχει μια θεμελιώδης ανακολουθία μεταξύ αφενός του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο στους ελέγχους των δηλώσεων αξιοπιστίας εφαρμόζει ετήσια προσέγγιση και, αφετέρου της Επιτροπής, η οποία, στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, εφαρμόζει πολυετή προσέγγιση·

Τι πρέπει να γίνει;

16.  ζητεί από την Επιτροπή να εφαρμόσει αυστηρά το άρθρο 32 παράγραφος 5 του νέου δημοσιονομικού κανονισμού, σε περίπτωση που το επίπεδο σφάλματος είναι σταθερά υψηλό και, ως εκ τούτου, να εντοπίσει τις αδυναμίες στα συστήματα ελέγχου, να αναλύσει το κόστος και τα οφέλη των ενδεχόμενων διορθωτικών μέτρων και να λάβει ή να προτείνει κατάλληλες δράσεις σχετικά με την απλούστευση, τη βελτίωση των συστημάτων ελέγχου και τον ανασχεδιασμό των προγραμμάτων ή των συστημάτων υλοποίησης·

17.  ζητεί από τα κράτη μέλη να ενισχύσουν τα συστήματα ελέγχου και εποπτείας και, ειδικότερα, να διασφαλίσουν την αξιοπιστία των δεικτών και των στατιστικών τους δεδομένων·

18.  εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι, το 2010 και το 2011, στον τομέα της περιφερειακής πολιτικής, το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να βασίζεται πλήρως και να αντλεί βεβαιότητα από το έργο των εθνικών ελεγκτικών αρχών, και ζητεί από τα κράτη μέλη να επιλύσουν το πρόβλημα αυτό·

19.  ζητεί από τα κράτη μέλη να αναλάβουν πλήρως την ευθύνη για τους λογαριασμούς τους και να υποβάλλουν αξιόπιστα στοιχεία στην Επιτροπή χρησιμοποιώντας εθνικές διαχειριστικές δηλώσεις υπογεγραμμένες σε κατάλληλο πολιτικό επίπεδο·

20.  ζητεί από την Επιτροπή να παράσχει κίνητρα στα κράτη μέλη για συνεργασία, ώστε να διασφαλιστεί ότι τα κεφάλαια των φορολογουμένων χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, είτε παρέχοντας κατάλληλα οφέλη είτε επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις είτε αναστέλλοντας τη ροή κεφαλαίων· θεωρεί ότι, κατά τον τρόπο αυτόν, οι πολίτες της ΕΕ θα ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους στην ΕΕ και τα θεσμικά της όργανα·

21.  καλεί την Επιτροπή να εναρμονίσει όλες τις διαδικασίες ελέγχου στα τμήματά της·

22.  εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι οι ανεπάρκειες που διαπίστωσε το Ελεγκτικό Συνέδριο στο έργο των εθνικών αρχών θα μπορούσαν επίσης να οφείλονται σε εγγενές ελάττωμα και σύγκρουση συμφερόντων εντός του ίδιου του συστήματος επιμερισμένης διαχείρισης(7), δεδομένου ότι, για να αποκτήσουν το καθεστώς του ενιαίου ελέγχου από την Επιτροπή, οι εθνικές ελεγκτικές αρχές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ενώ παράλληλα το ποσοστό αναφερόμενων σφαλμάτων θα πρέπει να μικρότερο του 2%, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για μη αναφορά ορισμένων παρατυπιών·

23.  ζητεί, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή να είναι περισσότερο αυστηρή κατά την πιστοποίηση των εθνικών διαχειριστικών και ελεγκτικών αρχών, να διαμορφώσει τα κατάλληλα κίνητρα και να θεσπίσει αποτελεσματικό σύστημα κυρώσεων·

24.  ζητεί, συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 287 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, όσον αφορά τον έλεγχο της επιμερισμένης διαχείρισης, να επιταχυνθεί η συνεργασία μεταξύ των εθνικών ελεγκτικών οργάνων και του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου·

25.  ζητεί από τα αρμόδια θεσμικά όργανα της ΕΕ να αξιολογήσουν εάν ο καθορισμός του ποσοστού σφάλματος στο 2% είναι κατάλληλος και εφικτός για όλους τους τομείς πολιτικής της ΕΕ·

26.  στο πλαίσιο αυτό, διατυπώνει σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη χρησιμότητα της δήλωσης αξιοπιστίας, στον βαθμό που, λόγω της πολυπλοκότητας της εκτέλεσης του προϋπολογισμού στον τομέα της επιμερισμένης διαχείρισης, υπάρχει επίσης επιμερισμένη ευθύνη όσον αφορά τη νομιμότητα και την κανονικότητα της διαχείρισης του προϋπολογισμού μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών και μεταξύ της Επιτροπής και των περιφερειακών διοικήσεων, ενώ η πολιτική ευθύνη εξακολουθεί να βαρύνει μόνο την Επιτροπή·

27.  συνεπώς, είναι της γνώμης ότι, στο πλαίσιο της μελλοντικής αναθεώρησης της Συνθήκης ΕΕ, πρέπει να επανεξεταστεί η έννοια της δήλωσης αξιοπιστίας·

Συνέχεια που δίδεται στη χορήγηση απαλλαγής στην Επιτροπή για το έτος 2011

28.  επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς τα κράτη μέλη για την έκδοση εθνικών διαχειριστικών δηλώσεων στο κατάλληλο πολιτικό επίπεδο και ζητεί από την Επιτροπή να καθορίσει υπόδειγμα τέτοιας δήλωσης·

29.  θεωρεί ότι η αρχή της υποχρεωτικής εθνικής διαχειριστικής δήλωσης θα πρέπει να ενσωματωθεί στη διοργανική συμφωνία που συνοδεύει την απόφαση για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο·

30.  επισημαίνει ότι η διαρκής απουσία ενός αξιόπιστου συστήματος εθνικών δηλώσεων θα συνεχίσει να υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών της ΕΕ στην μακροοικονομική πολιτική και στους διαχειριστές των πόρων της ΕΕ(8)·

31.  υπενθυμίζει ότι οι τρεις πρώτες δράσεις προτεραιότητας που το Κοινοβούλιο απαίτησε από την Επιτροπή κατά τη χορήγηση απαλλαγής για το έτος 2011 έχουν ως στόχο να χαράξουν τον δρόμο για την επίτευξη περαιτέρω προόδου στο ζήτημα της DAS·

32.  υπενθυμίζει ειδικότερα ότι η Επιτροπή θα πρέπει κάθε χρόνο, αρχής γενομένης τον Σεπτέμβριο του 2013, να εκδίδει ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο, με την οποία να δημοσιοποιεί όλα τα ποσά (σε ονομαστικούς όρους) που ανακτήθηκαν κατά το προηγούμενο έτος λόγω δημοσιονομικών διορθώσεων, καθώς και τα ποσά που ανακτήθηκαν με κάθε τρόπο διαχείρισης στο επίπεδο τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών μελών(9)·

33.  επιμένει ότι η εν λόγω ανακοίνωση θα πρέπει να παρουσιάζεται εγκαίρως ώστε το Ελεγκτικό Συνέδριο να την εξετάζει πριν από τη δημοσίευση της ετήσιας έκθεσής του·

34.  ενθαρρύνει εκ νέου την Επιτροπή να σημειώσει πρόοδο όσον αφορά τη δημοσίευση ακριβέστερων και πιο αξιόπιστων στοιχείων σχετικά με τις ανακτήσεις και τις δημοσιονομικές διορθώσεις και να περιλάβει, στις σημειώσεις που συνοδεύουν τους λογαριασμούς, πληροφορίες που συσχετίζουν στο μέτρο του δυνατού το έτος κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η πληρωμή, το έτος κατά το οποίο εντοπίστηκε το σχετικό σφάλμα, και το έτος κατά το οποίο δημοσιεύτηκαν οι ανακτήσεις ή οι δημοσιονομικές διορθώσεις(10)·

35.  επισημαίνει ότι όλες οι δράσεις που αναλαμβάνονται για τη μείωση των ποσοστών σφάλματος θα πρέπει να συμπληρωθούν από μια νέα αντίληψη όσον αφορά τις επιδόσεις· οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα πρέπει να ορίσουν, στο σχέδιο διαχείρισής τους, στόχους και δείκτες που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου από άποψη συνάφειας, συγκρισιμότητας και αξιοπιστίας· στο πλαίσιο των ετήσιων εκθέσεων δραστηριοτήτων που υποβάλλουν, οι υπηρεσίες θα πρέπει να μετρούν τις επιδόσεις τους συνοψίζοντας τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν όσον αφορά τη συμβολή στις κύριες πολιτικές που επιδιώκει η Επιτροπή· οι «τομεακές» αυτές επιδόσεις θα συμπληρώνονται από μια συνολική αξιολόγηση των επιδόσεων από την Επιτροπή στο πλαίσιο της έκθεσης αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 318 της ΣλΕΕ(11)·

36.  υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να τροποποιήσει τη δομή της προαναφερθείσας έκθεσης αξιολόγησης, διαχωρίζοντας τις εσωτερικές από τις εξωτερικές πολιτικές και εστιάζοντας, στο πλαίσιο της ενότητας που αφορά τις εσωτερικές πολιτικές, στη στρατηγική «Ευρώπη 2020», καθώς αυτή αποτελεί την οικονομική και κοινωνική πολιτική της Ένωσης· η Επιτροπή θα πρέπει να δώσει έμφαση στην πρόοδο που σημειώνεται ως προς την υλοποίηση των εμβληματικών πρωτοβουλιών·

37.  υπογραμμίζει επιπλέον ότι οι δείκτες επιδόσεων θα πρέπει να ενσωματωθούν πλήρως σε όλες τις προτάσεις για νέες πολιτικές και προγράμματα·

38.  ζητεί οι κατευθυντήριες γραμμές που παρέχει το Κοινοβούλιο στην Επιτροπή στην παράγραφο 1 του ψηφίσματος που συνοδεύει την απόφαση χορήγησης απαλλαγής για το έτος 2011, όσον αφορά τον τρόπο κατάρτισης της έκθεσης αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 318 της ΣΛΕΕ, θα πρέπει να ενσωματωθούν στη διοργανική συμφωνία που συνοδεύει την απόφαση για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο·

Προϋπολογισμός βάσει επιδόσεων

39.  συμμερίζεται την άποψη που εξέφρασε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με την οποία είναι ανώφελη η απόπειρα υπολογισμού των επιδόσεων εάν ο προϋπολογισμός δεν έχει καταρτιστεί βάσει δεικτών επιδόσεων(12), και ζητεί τη δημιουργία ενός προτύπου κατάρτισης προϋπολογισμού βάσει επιδόσεων, στο πλαίσιο του οποίου κάθε γραμμή του προϋπολογισμού θα συνοδεύεται από στόχους και αποτελέσματα που θα αξιολογούνται βάσει δεικτών επιδόσεων·

40.  ζητεί από την Επιτροπή να συστήσει μια ομάδα εργασίας που θα αποτελείται από εκπροσώπους της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με στόχο την εξέταση των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την καθιέρωση του προϋπολογισμού βάσει επιδόσεων και την κατάρτιση ενός σχεδίου δράσης με καθορισμένο χρονοδιάγραμμα για τον σκοπό αυτόν·

Απλούστευση

41.  ζητεί από όλα τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τη νομοθεσία και τα προγράμματα μετά το 2013 να λάβουν υπόψη την επιτακτική ανάγκη για απλούστευση μέσω της μείωσης του αριθμού των προγραμμάτων και της θέσπισης αναλογικών και οικονομικά αποδοτικών ελέγχων και απλουστευμένων κανόνων επιλεξιμότητας και μεθόδων δαπανών·

o
o   o

42.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) ΕΕ C 107 της 30.4.2004, σ. 1
(2) EE L 240 της 6.12.2006, σ. 3.
(3) Σύντμηση του γαλλικού όρου «Déclaration d'assurance».
(4) Γνωμοδότηση αριθ. 2/2004· (ΕΕ C 107 της 30.4.2004, σ. 1), (γνωμοδότηση σχετικά με το πρότυπο του «ενιαίου ελέγχου»).
(5) ΕΕ L 196 της 27.7.2005, σ. 4.
(6) Συμβολή των Kersti KALJULAID και Manfred KRAFF κατά την ακρόαση για το ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου που διοργάνωσε η Επιτροπή CONT στις 22 Απριλίου 2013.
(7) Συμβολή της Kersti KALJULAID κατά την ακρόαση για το ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου που διοργάνωσε η Επιτροπή CONT στις 22 Απριλίου 2013.
(8) Συμβολή του Jules MUIS κατά την ίδια ακρόαση.
(9) Παράγραφος 1 στοιχείο α) του ψηφίσματος που συνοδεύει την απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής στην Επιτροπή για το έτος 2011 (EE L 308 της 16.11.2013, σ. 27).
(10) Παράγραφος 61 του ψηφίσματος που συνοδεύει την απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής στην Επιτροπή για το έτος 2011.
(11) Παράγραφος 1 στοιχεία κη), λα) και λβ) του ψηφίσματος που συνοδεύει την απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής στην Επιτροπή για το έτος 2011.
(12) Συμβολή της Kersti KALJULAID κατά την ακρόαση για το ολοκληρωμένο πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου που διοργάνωσε η Επιτροπή CONT στις 22 Απριλίου 2013.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου