Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (2013/2116(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2005 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»)(1),
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή με τίτλο «Πρώτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές» (COM(2013)0139),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (COM(2013)0138),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών («κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών»)(2),
– έχοντας υπόψη την οδηγία 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών(3),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Ιανουαρίου 2009 σχετικά με τη μεταφορά, εφαρμογή και επιβολή της οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και της οδηγίας 2006/114/ΕΚ για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση(4),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την επίδραση που ασκούν οι διαφημίσεις στη συμπεριφορά των καταναλωτών(5) και τη σχετική απάντηση της Επιτροπής που εγκρίθηκε στις 30 Μαρτίου 2011,
– έχοντας υπόψη τη μελέτη με τίτλο «Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και επιβολή της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (2005/29/ΕΚ) και της οδηγίας για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (2006/114/ΕΚ)», που διεξήχθη κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών(6),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0474/2013),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατανάλωση αποτελεί έναν από τους βασικούς κινητήρες της ανάπτυξης στην Ένωση, και ως εκ τούτου οι καταναλωτές διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην ευρωπαϊκή οικονομία·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προστασία των καταναλωτών και των δικαιωμάτων τους συνιστά μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές είναι το κύριο νομοθετικό εργαλείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ρυθμίζει την παραπλανητική διαφήμιση και τις άλλες αθέμιτες πρακτικές στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι μέσω της αποκαλούμενης ρήτρας της «εσωτερικής αγοράς», η οδηγία αποσκοπεί να εξασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών στο σύνολο της Ένωσης και να ενισχύσει την εμπιστοσύνη τους στην ενιαία αγορά, διασφαλίζοντας συγχρόνως σημαντική ασφάλεια δικαίου στις επιχειρήσεις καθώς και τη μείωση των εμποδίων στο διασυνοριακό εμπόριο·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2005/29/ΕΚ·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προσωρινές παρεκκλίσεις, που επέτρεπαν στα κράτη μέλη να διατηρούν εθνικές διατάξεις πιο περιοριστικές ή πιο αυστηρές από την οδηγία και με τις οποίες ετίθεντο σε εφαρμογή ρήτρες ελάχιστης εναρμόνισης που προέβλεπαν άλλα νομοθετικά μέσα της Ένωσης, έληξαν στις 12 Ιουνίου 2013·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη τα οποία το επιθυμούν είναι ελεύθερα να επεκτείνουν την εφαρμογή της οδηγίας στις σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων, και λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι σήμερα μόνο τέσσερα κράτη μέλη έχουν προβεί σε αυτή την επιλογή·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανήγγειλε ότι θα προτείνει προσεχώς αναθεώρηση της οδηγίας 2006/114/ΕΚ για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και όλων των τεχνολογικών εφαρμογών της έχει φέρει πραγματική επανάσταση στον τρόπο πραγματοποίησης αγορών, καθώς και στις μεθόδους με τις οποίες οι επιχειρήσεις πωλούν και διαφημίζουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες επιχειρήσεις, και ιδίως οι μικρότερες επιχειρήσεις, καθώς και πολλοί καταναλωτές, δεν έχουν ακόμη επαρκή ενημέρωση όσον αφορά τα δικαιώματα των καταναλωτών στην Ευρώπη·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ρόλος των ενώσεων καταναλωτών και να τους δοθεί η δυνατότητα ενίσχυσης των ικανοτήτων τους·
1. υπογραμμίζει την αποτελεσματικότητα των νομοθετικών διατάξεων που έχει θεσπίσει η οδηγία, καθώς και τη σημασία τους για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των εμπόρων έναντι των συναλλαγών στην εσωτερική αγορά (ιδίως των διασυνοριακών συναλλαγών), για τη διασφάλιση μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου στις επιχειρήσεις και την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών στην Ένωση· υπενθυμίζει ότι η μη ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ενέχει τον κίνδυνο να περιορίσει την αποτελεσματικότητά της·
2. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι παρότι υπάρχουν διατάξεις στην οδηγία 2006/114/ΕΚ για την καταπολέμηση των παραπλανητικών πρακτικών σε ό,τι αφορά τη διαφήμιση μεταξύ επιχειρήσεων, ορισμένες από τις εν λόγω πρακτικές, και συγκεκριμένα οι «απάτες σχετικά με την καταχώριση σε καταλόγους επιχειρήσεων», εξακολουθούν να υφίστανται· σημειώνει την πρόθεση της Επιτροπής να προτείνει προσεχώς τροποποίηση της οδηγίας 2006/114/ΕΚ, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων, ώστε να καταπολεμήσει πιο αποτελεσματικά αυτές τις πρακτικές· θεωρεί ότι η Επιτροπή θα μπορούσε, σε αυτό το πλαίσιο, να εξετάσει τα οφέλη που θα είχε για την οδηγία 2006/114/ΕΚ η κατάρτιση μιας στοχευμένης μαύρης λίστας εμπορικών πρακτικών που, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, πρέπει να θεωρούνται αθέμιτες στον τομέα των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων, παρόμοιας με εκείνη που υφίσταται ήδη στο πλαίσιο της οδηγίας 2005/29/ΕΚ· δεν θεωρεί ωστόσο σκόπιμη, προς το παρόν, την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, που αφορά τις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων·
3. ζητεί από την Επιτροπή να διασαφηνίσει τη σύνδεση των οδηγιών 2005/29/ΕΚ και 2006/114/ΕΚ με σκοπό να εξασφαλιστεί υψηλού επιπέδου προστασίας από δόλιες και αθέμιτες πρακτικές σε όλους τους οικονομικούς φορείς της Ένωσης, και ιδίως στους καταναλωτές και τις ΜΜΕ, και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτόν, η εμπιστοσύνη εντός της εσωτερικής αγοράς·
4. θεωρεί ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται για τους τομείς των ακινήτων και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι δικαιολογημένες και ότι κρίνεται σκόπιμη η διατήρησή τους·
5. θεωρεί ότι δεν κρίνεται σκόπιμο στο παρόν στάδιο να επεκταθεί η «μαύρη» λίστα του παραρτήματος Ι· καλεί όμως την Επιτροπή να καταρτίσει κατάλογο πρακτικών που έχουν αναγνωριστεί από τις εθνικές αρχές ως αθέμιτες κατά την έννοια των γενικών αρχών της οδηγίας ώστε να αξιολογήσει κατά πόσον θα είναι σκόπιμη μια παρόμοια επέκταση στο μέλλον·
6. σημειώνει ότι σε ορισμένες μορφές συναλλαγών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων οι καταναλωτές μπορεί να πέσουν θύματα αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως κατά την πώληση προϊόντος σε έμπορο· καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει τέτοιου είδους προβλήματα και, εφόσον κριθεί σκόπιμο, να εξετάσει στοχευμένα και πρακτικά διορθωτικά μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μια περισσότερο ευέλικτη ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και τα οποία θα μπορούσαν να διευκρινιστούν στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας·
7. υπενθυμίζει ότι από τις 12 Ιουνίου 2013 τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να διατηρούν τις διατάξεις που ίσχυαν έως τότε βάσει των προσωρινών παρεκκλίσεων· καλεί ως εκ τούτου τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν με την οδηγία όσο το δυνατόν ταχύτερα· συγχρόνως ζητεί από την Επιτροπή να διεξάγει έρευνα σχετικά με τον τρόπο που τα κράτη μέλη έχουν μεταφέρει την οδηγία στο εθνικό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά τις εθνικές απαγορεύσεις που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, και να υποβάλει εντός δύο ετών στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο νέα εμπεριστατωμένη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της, η οποία να περιλαμβάνει, ιδίως, ανάλυση σχετικά με το πεδίο περαιτέρω εναρμόνισης και απλούστευσης του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας των καταναλωτών και συστάσεις για ενδεχόμενα αναγκαία μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε κοινοτικό επίπεδο για να διασφαλιστεί η διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών·
8. τονίζει εκ νέου τη σημασία και την απόλυτη αναγκαιότητα της πλήρους και ομοιόμορφης εφαρμογής της οδηγίας και της ορθής μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη προκειμένου να αρθούν οι νομικές και λειτουργικές αβεβαιότητες για τις επιχειρήσεις που ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα· σημειώνει με ανησυχία ότι η Επιτροπή, κατά τα έτη 2011 και 2012, αναγκάστηκε να προσφύγει στο σύστημα διαβουλεύσεων της πρωτοβουλίας «EU Pilot», επειδή ορισμένα κράτη μέλη δεν μετέφεραν σωστά την οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο· καλεί τα κράτη μέλη να στηρίξουν την επιβολή της οδηγίας σε εθνικό επίπεδο χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, και ιδίως εξασφαλίζοντας επαρκείς πόρους· τονίζει τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραματίζει η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, καθώς και τη σημασία της πραγματοποίησης διαρθρωμένου διαλόγου ανάμεσα στις δημόσιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την επιβολή της οδηγίας και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς, και πιο συγκεκριμένα τις οργανώσεις καταναλωτών·
9. διαπιστώνει ότι μετά το πέρας της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο το 2007, έχουν υπάρξει πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κράτη μέλη δεν έχουν μεταφέρει ή δεν εφαρμόζουν σωστά βασικές διατάξεις, ιδίως σε σχέση με τη μαύρη λίστα των απαγορευμένων, παραπλανητικών και επιθετικών εμπορικών πρακτικών· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να συνεχίσει να παρακολουθεί με προσοχή την εφαρμογή της οδηγίας και, ενδεχομένως, να προσφύγει κατά των κρατών μελών τα οποία παραβιάζουν, δεν μεταφέρουν ή δεν εφαρμόζουν σωστά την οδηγία, σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ζητεί από την Επιτροπή να διευθετήσει επειγόντως τα ζητήματα που εξακολουθούν να εκκρεμούν σε σχέση με τις διαβουλεύσεις που ξεκίνησαν το 2011, είτε παύοντας τις διαδικασίες επί παραβάσει είτε παραπέμποντάς τα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο·
10. υποστηρίζει την πρόθεση της Επιτροπής να καταρτίσει έναν κατάλογο δεικτών με σκοπό να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού μεταφοράς της οδηγίας από τα κράτη μέλη·
11. επικροτεί το γεγονός ότι, από τότε που η οδηγία μεταφέρθηκε στο δίκαιο των κρατών μελών, οι διασυνοριακές αγορές έχουν αυξηθεί· υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι για την προώθηση συγκλινουσών πρακτικών κατά την εφαρμογή και για την εξασφάλιση ταχείας και αποτελεσματικής ανταπόκρισης είναι απαραίτητη η ενίσχυση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών· επισημαίνει ότι ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στις διασυνοριακές διαδικτυακές αγορές, και ιδίως στις περιπτώσεις όπου οι δικτυακοί τόποι σύγκρισης τιμών δεν αποκαλύπτουν με σαφήνεια την ταυτότητα του εμπόρου που διαχειρίζεται τον δικτυακό τόπο·
12. επαναβεβαιώνει τη σημασία της ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η επιβολή της οδηγίας, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης εφαρμογή και μεταφορά στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη· προτρέπει σε αυτό το πλαίσιο την Επιτροπή να προχωρήσει σε εις βάθος εξέταση του πεδίου εφαρμογής, της αποτελεσματικότητας και των λειτουργικών μηχανισμών του κανονισμού για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών (κανονισμός CPC), δεδομένου ότι έχει δεσμευθεί να το πράξει μέχρι το τέλος του 2014· επικροτεί, εν προκειμένω, την πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής να ξεκινήσει δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση του εν λόγω κανονισμού, καθώς και το γεγονός ότι η διαβούλευση θα είναι διαθέσιμη σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ· ζητεί από τους ενδιαφερόμενους φορείς να συμμετάσχουν σε αυτή τη διαβούλευση·
13. τονίζει τη χρησιμότητα των επιχειρήσεων «σάρωσης» («που διεξάγονται στο πλαίσιο του κανονισμού CPC και καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει και να ενισχύσει τις εν λόγω επιχειρήσεις και να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής τους· καλεί την Επιτροπή να συγκεντρώσει τα δεδομένα τα οποία έχει συλλέξει καθώς και τον κατάλογο των δράσεων που έχουν αναληφθεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη σε συνέχεια των εν λόγω επιχειρήσεων και να δημοσιοποιήσει τα σχετικά πορίσματα, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη την ανάγκη διασφάλισης του εμπιστευτικού χαρακτήρα ορισμένων ευαίσθητων πληροφοριών που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών σε εθνικό επίπεδο· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τα πορίσματά της και να προτείνει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, πρόσθετα μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς·
14. συμφωνεί ότι θα πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για την ενίσχυση της επιβολής της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, όσον αφορά τους ευάλωτους καταναλωτές·
15. εκφράζει την ανησυχία του για την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων καθώς και για το γεγονός ότι ορισμένοι έμποροι προβαίνουν σε παραπλανητική χρήση των εργαλείων υποβολής αξιολογήσεων εκ μέρους των πελατών και των ιστότοπων για τη σύγκριση τιμών· στο πλαίσιο αυτό, χαιρετίζει την απόφαση της Επιτροπής να εξετάσει με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι πληροφορίες που περιέχονται στα συστήματα αυτά να καταστούν σαφέστερες για τους καταναλωτές ·
16. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ιδίως όσον αφορά την παραπλανητική «κεκαλυμμένη» διαφήμιση στο διαδίκτυο υπό τη μορφή σχολίων που αναρτώνται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φόρουμ ή ιστολόγια, τα οποία δήθεν προέρχονται από τους ίδιους τους καταναλωτές ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μηνύματα εμπορικού ή διαφημιστικού χαρακτήρα που συντάσσονται ή χρηματοδοτούνται άμεσα ή έμμεσα από οικονομικούς φορείς· τονίζει μετ' επιτάσεως τις επιζήμιες επιπτώσεις των εν λόγω πρακτικών στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών και στους κανόνες ανταγωνισμού· καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή της περαιτέρω ανάπτυξης παρόμοιων πρακτικών, μεταξύ άλλων μέσω της διοργάνωσης ενημερωτικών εκστρατειών με στόχο την προειδοποίηση των καταναλωτών για τις εν λόγω μορφές «κεκαλυμμένης» διαφήμισης ή μέσω της ενθάρρυνσης της δημιουργίας φόρουμ ειδικά καταρτισμένων παρατηρητών/διαμεσολαβητών, οι οποίοι θα εφιστούν την προσοχή στους κινδύνους που απορρέουν από την «κεκαλυμμένη» διαφήμιση·
17. υποστηρίζει ότι, λόγω της ραγδαίας διάδοσης της διαδικτυακής διαφήμισης, επιβάλλεται να αναπτυχθούν κατάλληλοι μηχανισμοί παρακολούθησης της προστασίας των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, ιδίως των παιδιών, και του τρόπου με τον οποίο απευθύνονται σε αυτά οι διαφημίσεις·
18. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι παρά το τρέχον νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ σχετικά με τις τιμές που ισχύουν στις αεροπορικές μεταφορές και την επιχείρηση «σάρωσης» (« που διεξήχθη το 2007 στο πλαίσιο του κανονισμού CPC σε ιστοσελίδες πώλησης αεροπορικών εισιτηρίων, οι καταναλωτές εξακολουθούν να πέφτουν θύματα πολλών παραπλανητικών πρακτικών στον εν λόγω τομέα, όπως για παράδειγμα η πρακτική της μη παροχής πληροφοριών για αναπόφευκτα στοιχεία κόστους, όπως οι πρόσθετες επιβαρύνσεις πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, κατά την ηλεκτρονική κράτηση· διαπιστώνει με ανησυχία τον αυξανόμενο αριθμό καταγγελιών από χρήστες ιστότοπων για αγορά εισιτηρίων μέσω του Διαδικτύου που έχουν πέσει θύματα της λεγόμενης «ιχνηλάτησης της διεύθυνσης IP («)», η οποία αποσκοπεί στην καταγραφή του αριθμού των συνδέσεων που πραγματοποιεί ένας χρήστης μέσω της ίδιας διεύθυνσης IP, ώστε, ανάλογα με το ενδιαφέρον που εκφράζεται για ένα προϊόν μέσω περισσότερων παρόμοιων αναζητήσεων, να αυξάνεται τεχνητά η τιμή του· ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική, η οποία οδηγεί σε αθέμιτο ανταγωνισμό και συνιστά κατάχρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των χρηστών, και, κατά περίπτωση, να προτείνει κατάλληλη νομοθετική ρύθμιση για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών·
19. θεωρεί ότι οι κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί λόγω μη συμμόρφωσης με την οδηγία δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υπολείπονται σε αξία από το κέρδος το οποίο προέκυψε εξαιτίας μιας πρακτικής η οποία έχει χαρακτηρισθεί αθέμιτη ή παραπλανητική· υπενθυμίζει στα κράτη μέλη ότι η οδηγία προβλέπει ότι οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές· ζητεί από την Επιτροπή να συγκεντρώσει και να αναλύσει τα δεδομένα σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλουν τα κράτη μέλη και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων επιβολής, ιδίως όσον αφορά την πολυπλοκότητα και τη διάρκεια των διαδικασιών επιβολής· ζητεί από την Επιτροπή να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα της εν λόγω ανάλυσης·
20. επικροτεί τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να συνδράμει τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά και εφαρμογή της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο·
21. επικροτεί τη συγκρότηση εκ μέρους της Επιτροπής βάσης δεδομένων σχετικά με την εθνική νομοθεσία και νομολογία που αφορά τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και αναγνωρίζει ότι αυτή αποτελεί ένα χρήσιμο μέσο για την παροχή περισσότερων πληροφοριών στους καταναλωτές· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η εν λόγω βάση δεν είναι διαθέσιμη παρά μόνο στην αγγλική γλώσσα· ζητεί από την Επιτροπή να μεριμνήσει για τη σταδιακή αύξηση του αριθμού των γλωσσών στις οποίες διατίθεται η βάση δεδομένων και για την καλύτερη προβολή της στους οικονομικούς, ιδίως, φορείς· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο δημιουργίας πρόσθετων μέσων για την περαιτέρω ενημέρωση των ΜΜΕ σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές·
22. υπογραμμίζει τη σημασία του εγγράφου κατευθυντηρίων γραμμών που εκπόνησε η Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας· χαιρετίζει την πρόθεση της Επιτροπής να προβεί στην αναθεώρηση του εν λόγω εγγράφου μέχρι το 2014· προτρέπει την Επιτροπή να εργαστεί κατά τρόπο διαφανή, πραγματοποιώντας εκτενείς διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να επικαιροποιεί και να διασαφηνίζει σε τακτική βάση στο μέλλον το εν λόγω έγγραφο· ζητεί από τα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη στον μέγιστο δυνατό βαθμό το εν λόγω έγγραφο κατευθυντηρίων γραμμών και να προβούν σε ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή τους· ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει αξιολόγηση των προβλημάτων ερμηνείας και μεταφοράς που αντιμετωπίζουν σε τακτική βάση οι εθνικές αρχές και οι ενδιαφερόμενοι φορείς κατά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας, προκειμένου να εκτιμηθεί ποιες πτυχές του εγγράφου κατευθυντηρίων γραμμών χρειάζεται να βελτιωθούν·
23. υπογραμμίζει ότι σύμφωνα με την αρχή της μέγιστης εναρμόνισης που θεσπίζει η οδηγία, η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να προβλέπει αυστηρότερες διατάξεις από εκείνες που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία· τονίζει ότι σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η αρχή αυτή επιτάσσει οι συνδυασμένες πωλήσεις και άλλες πρακτικές εμπορικές προώθησης, οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί από το Δικαστήριο ως αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην μαύρη λίστα του παραρτήματος Ι, να μπορούν να απαγορεύονται μόνο κατά περίπτωση· επισημαίνει ότι, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, καθώς και για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, η Επιτροπή θα πρέπει να διευκρινίσει, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του εγγράφου κατευθυντηρίων γραμμών, σε ποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις οι συνδυασμένες πωλήσεις θα πρέπει να θεωρούνται παράνομες· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο υποβολής μιας νομοθετικής πρότασης ειδικά για τις πρακτικές εμπορικής προώθησης·
24. επισημαίνει ότι η χρήση ψευδών ισχυρισμών σχετικά με το περιβάλλον συνιστά αθέμιτη πρακτική που παρουσιάζει αυξητικές τάσεις· προτρέπει την Επιτροπή να αναπτύξει περαιτέρω το τμήμα του εγγράφου κατευθυντηρίων γραμμών που αφορά την εν λόγω πρακτική με σκοπό την παροχή διευκρινίσεων στους οικονομικούς φορείς σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας· καλεί παράλληλα την Επιτροπή να διερευνήσει τις πρωτοβουλίες που θα μπορούσε να αναλάβει για την καλύτερη προστασία των καταναλωτών από τις εν λόγω πρακτικές·
25. ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν για την περαιτέρω ευαισθητοποίηση των επιχειρήσεων όσον αφορά τα δικαιώματα των καταναλωτών με σκοπό την ενίσχυση του σεβασμού των εν λόγω δικαιωμάτων από τους οικονομικούς φορείς·
26. υπενθυμίζει ότι πολλοί καταναλωτές διστάζουν να ασκήσουν προσφυγή όταν θεωρούν ότι το επίμαχο ποσό δεν είναι πολύ υψηλό· τονίζει την ανάγκη να ενημερωθούν περαιτέρω οι καταναλωτές σε ό,τι αφορά την υποστήριξη που μπορούν να τους παράσχουν τόσο οι ενώσεις καταναλωτών όσο και το δίκτυο ευρωπαϊκών κέντρων καταναλωτών· υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι οργανώσεις καταναλωτών στην αύξηση της ενημέρωσης σχετικά με τις υφιστάμενες αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ως προληπτικό μέτρο, καθώς και τη συμβολή τους στην παροχή βοήθειας στα θύματα αθέμιτων πρακτικών, επιτρέποντας κατά τον τρόπο αυτό στους καταναλωτές να ασκούν πλήρως τα δικαιώματά τους· ζητεί την ανάληψη συντονισμένων δράσεων από τις οργανώσεις καταναλωτών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές και την Επιτροπή·
27. τονίζει ότι είναι σημαντικό να έχουν οι καταναλωτές τη δυνατότητα να επωφελούνται από αποτελεσματικά, γρήγορα και προσιτά από πλευράς κόστους ένδικα μέσα· ζητεί στη συνάρτηση αυτή από τα κράτη μέλη να μεταφέρουν πλήρως την οδηγία σχετικά με τους εναλλακτικούς τρόπους διευθέτησης διαφορών και την εξωδικαστική επίλυση διαφορών όσον αφορά τις διαδικτυακές συναλλαγές·
28. υπενθυμίζει τη σημασία των μηχανισμών συλλογικής προσφυγής για τους καταναλωτές και επικροτεί την προσφάτως δημοσιευμένη σύσταση C(2013)3539 της Επιτροπής, καθώς και την ανακοίνωση COM(2013)0401 αυτής· συμμερίζεται την άποψη ότι με τη θέσπιση οριζόντιου πλαισίου για τις συλλογικές προσφυγές μπορεί να αποφευχθεί ο κίνδυνος να αναληφθούν μη συντονισμένες τομεακές πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ· ζητεί από τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν προς τις συστάσεις της Επιτροπής για τη θέσπιση οριζόντιων κοινών αρχών, η εφαρμογή των οποίων στα κράτη μέλη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της ανάγκης λήψης περαιτέρω μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας, ιδίως όσον αφορά διασυνοριακές υποθέσεις· υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει κάποια από τις διάφορες προσεγγίσεις της Ένωσης στον τομέα των συλλογικών προσφυγών να παρέχει οικονομικά κίνητρα για την άσκηση καταχρηστικών συλλογικών προσφυγών και ότι όλες αυτές οι προσεγγίσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν κατάλληλες εγγυήσεις για την αποτροπή της άσκησης αβάσιμων προσφυγών·
29. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.