Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Μαρτίου 2014 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (COM(2013)0534 – 2013/0255(APP))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου (COM(2013)0534),
– έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) (COM(2013)0535),
– έχοντας υπόψη την οδηγία σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (COM(2012)0363),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2009 σχετικά με έναν οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες: συστάσεις για δράσεις και πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν(1),
– έχοντας υπόψη τα άλλα μέσα στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης που έχουν εγκριθεί με συναπόφαση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όπως η οδηγία 2013/48/EΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά την ποινική διαδικασία και το δικαίωμα επικοινωνίας μετά τη σύλληψη, η οδηγία σχετικά με την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας επί ποινικών υποθέσεων κλπ.,
– έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 2, 6 και 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 86, 218, 263, 265, 267, 268 και 340,
– έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη την γνώμη της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής και Οικονομικής Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2013 ,
– έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών, της 30ής Ιανουαρίου 2014,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 81 παράγραφος 3 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την προσωρινή έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0141/2014),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι κύριοι στόχοι της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας είναι η συμβολή στην ενίσχυση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων της ΕΕ και των πολιτών στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και στην εξασφάλιση περισσότερο αποτελεσματικής έρευνας και δίωξης των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, σε πλαίσιο σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕE έθεσε ως καθήκον της την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εγκληματικότητα προσλαμβάνει όλο και περισσότερο διασυνοριακό χαρακτήρα και ότι, στην περίπτωση αδικημάτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης που προκαλούν σημαντική οικονομική ζημία σε ετήσια βάση, η ΕΕ οφείλει να αντιδράσει αποτελεσματικά προσδίδοντας προσθετική αξία στις κοινές προσπάθειες όλων των κρατών μελών, δεδομένου ότι η προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ από την απάτη μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο ΕΕ·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε σχέση με τον προϋπολογισμό της ΕΕ, η αρχή της μηδενικής ανοχής θα πρέπει να εφαρμόζεται προκειμένου να αντιμετωπιστεί η απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ κατά τρόπο ενιαίο και αποτελεσματικό·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη είναι πρωτίστως αρμόδια για την εκτέλεση του 80% περίπου του προϋπολογισμού της Ένωσης, καθώς και για την είσπραξη των ιδίων πόρων όπως ορίζεται στην απόφαση 2007/436/EΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου(2), η οποία σύντομα θα αντικατασταθεί από απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM(2011)0739)·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι εξίσου σημαντικό να εξασφαλιστεί η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης τόσο σε επίπεδο είσπραξης των πόρων της ΕΕ όσο και σε επίπεδο δαπανών·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το 10% των ερευνών που διεξήγαγε η OLAF αφορούν υποθέσεις διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος, αλλά ότι οι υποθέσεις αυτές αντιπροσωπεύουν το 40% των συνολικών οικονομικών επιπτώσεων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αποτελεί το μοναδικό μέσο στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης για το οποίο δεν εφαρμόζεται η συνήθης νομοθετική διαδικασία·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόταση κανονισμού για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας συνδέεται στενά με την πρόταση οδηγίας σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και με την πρόταση κανονισμού σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust), που υπόκεινται στην συνήθη νομοθετική διαδικασία·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σεβασμός της αρχής του κράτους δικαίου πρέπει να αποτελεί κατευθυντήρια αρχή για το σύνολο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ιδίως όσον αφορά τη δικαιοσύνη και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι 14 εθνικά κοινοβουλευτικά σώματα από 11 κράτη μέλη κίνησαν τον μηχανισμό της «κίτρινης κάρτας» σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής και ότι, στις 27 Νοεμβρίου 2013, η Επιτροπή αποφάσισε να διατηρήσει την πρόταση, δηλώνοντας ωστόσο ότι θα λάβει δεόντως υπόψη τις αιτιολογημένες γνώμες των εθνικών κοινοβουλευτικών σωμάτων κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 86 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ απαιτεί ομοφωνία στο πλαίσιο του Συμβουλίου προκειμένου να συσταθεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία· λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν αναμένεται να επιτευχθεί η ομοφωνία αυτή και, ως εκ τούτου, φαίνεται πιθανότερο να συστήσουν ορισμένα κράτη μέλη, με ενισχυμένη συνεργασία, μια Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, γεγονός που θα καθιστούσε απαραίτητη την υποβολή νέας πρότασης της Επιτροπής·
1. πιστεύει ότι ο στόχος της πρότασης της Επιτροπής συνιστά ένα περαιτέρω βήμα για την εγκαθίδρυση ενός ευρωπαϊκού χώρου ποινικής δικαιοσύνης και την ενίσχυση των μέσων για την καταπολέμηση της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και, με τον τρόπο αυτό ενισχύει την εμπιστοσύνη των φορολογουμένων προς την ΕΕ·
2. πιστεύει ότι η σύσταση μιας Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα μπορούσε να προσδώσει προσθετική αξία στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, υπό την προϋπόθεση ότι συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και κατά συνέπεια τα συμφέροντα των ευρωπαίων φορολογουμένων πρέπει να προστατεύονται σε όλα τα κράτη μέλη·
3. καλεί το Συμβούλιο να εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό τη σύμπραξη του Κοινοβουλίου στις νομοθετικές του εργασίες μέσω μιας σταθερής ροής πληροφοριών και μιας αδιάλειπτης διαβούλευσης με το Κοινοβούλιο που θα επιτρέψει την επίτευξη ενός κατά βάση αμοιβαία αποδεκτού αποτελέσματος, συμβατού με τις τροποποιήσεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τη διαδικασία της Λισαβόνας·
4. καλεί τον ευρωπαίο νομοθέτη, θεωρώντας ότι η συνοχή της συνολικής δράσης της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης έχει ζωτική σημασία για την αποτελεσματικότητά της, να επιληφθεί της πρότασης αυτής, λαμβάνοντας υπόψη και άλλες προτάσεις άμεσα συνδεόμενες με αυτήν, όπως την πρόταση οδηγίας για την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, την πρόταση κανονισμού σχετικά με τον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης (Eurojust) και άλλα σχετικά μέσα στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης και των δικονομικών δικαιωμάτων, με σκοπό να εξασφαλιστεί η πλήρης συμβατότητα με τα ανωτέρω και η συνεπής εφαρμογή της·
5. τονίζει ότι οι αρμοδιότητες και οι ενέργειες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να είναι συμβατές με τα Θεμελιώδη Δικαιώματα, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών· ζητεί, ως εκ τούτου, από το Συμβούλιο να λάβει δεόντως υπόψη τις ακόλουθες συστάσεις:
i)
η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να λειτουργήσει σεβόμενη απολύτως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη σε συνδυασμό με την αρχή του φυσικού δικαστή που επιβάλλει τον εκ των προτέρων καθορισμό των κριτηρίων που προσδιορίζουν τη δικαιοδοσία του αρμόδιου δικαστηρίου· δεδομένου ότι η τρέχουσα διατύπωση του άρθρου 27 παράγραφος 4 παρέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ευρύτατη διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή των διαφόρων κριτηρίων δικαιοδοσίας, τα κριτήρια αυτά θα πρέπει είναι δεσμευτικά και ιεραρχημένα προκειμένου να εξασφαλίζεται η προβλεψιμότητα· στο πλαίσιο αυτό, τα δικαιώματα του υπόπτου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη· επιπλέον, ο προσδιορισμός της αρμοδιότητας σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο·
ii)
η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να είναι πλήρως ανεξάρτητη τόσο από τις εθνικές κυβερνήσεις όσο και από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και θα πρέπει να προστατεύεται έναντι πολιτικών πιέσεων·
iii)
το πλαίσιο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς ώστε να είναι δυνατός ο εκ των προτέρων προσδιορισμό των εγκληματικών πράξεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα αυτή· το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί μια προσεκτική επανεξέταση των ορισμών του άρθρου 13 της πρότασης της Επιτροπής σχετικά με την παρεπόμενη αρμοδιότητα, δεδομένου ότι, υπό την παρούσα διατύπωσή τους, υπερβαίνουν τα όρια του πεδίου εφαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 86 παράγραφοι 1 έως 3 ΣΛΕΕ· τούτο θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εκτείνονται σε αδικήματα διαφορετικά από εκείνα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης μόνον στις περιπτώσεις όπου πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α)
μια συγκεκριμένη πράξη στοιχειοθετεί ταυτόχρονα αδίκημα που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και άλλα αδικήματα· και
β)
τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης έχουν εξέχοντα χαρακτήρα και τα άλλα είναι απλώς υποδεέστερα· και
γ)
τα άλλα αδικήματα θα έπρεπε να παραγραφούν στην περίπτωση που δεν ασκείτο δίωξη και δεν εκδικάζοντο από κοινού με τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης·
επιπλέον, ο προσδιορισμός του αρμόδιου δικαστηρίου σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο·
iv)
λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η οδηγία που αναφέρεται στο άρθρο 12 της πρότασης, στην οποία καθορίζονται τα αδικήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δεν έχει ακόμη εκδοθεί, το κείμενο της πρότασης πρέπει να διευκρινίζει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν μπορεί να διώκει αδικήματα τα οποία, κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος, δεν προβλέπονται ήδη στις σχετικές νομοθεσίες των κρατών μελών· επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν θα πρέπει να ασκεί τις αρμοδιότητές της επί αδικημάτων που έχουν διαπραχθεί προτού αυτή τεθεί σε πλήρη λειτουργία· στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 71 της πρότασης θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως·
v)
τα μέσα διεξαγωγής έρευνας και τα σχετικά μέτρα που έχει στη διάθεση της η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να είναι ενιαία, επακριβώς προσδιορισμένα και συμβατά με όλα τα δικαστικά συστήματα των κρατών μελών στα οποία εφαρμόζονται· επιπλέον, τα κριτήρια για την εφαρμογή ερευνητικών μέτρων θα πρέπει να διατυπωθούν λεπτομερέστερα προκειμένου να αποκλείεται η αναζήτηση της ευνοϊκότερης δικαιοδοσίας (forum shopping)·
vi)
το παραδεκτό των αποδείξεων και η αξιολόγησή τους σύμφωνα με το άρθρο 30 αποτελούν βασικά στοιχεία για την ποινική έρευνα· ως εκ τούτου, οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει να είναι σαφείς και ενιαίες σε ολόκληρο τον τομέα αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και να είναι πλήρως συμβατές με τις διαδικαστικές εγγυήσεις· προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμβατότητα αυτή, οι όροι για το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων πρέπει να είναι τέτοιοι ώστε να γίνονται σεβαστά όλα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου·
vii)
το δικαίωμα σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα όσον αφορά τη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να διασφαλίζεται κατά πάντα χρόνο σε όλη την Ένωση· ως εκ τούτου, όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τον Ευρωπαίο Εισαγγελέα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από το αρμόδιο δικαστήριο· υπό αυτό το πρίσμα, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πριν ή ανεξάρτητα από τη δίκη, όπως εκείνες που περιγράφονται στα άρθρα 27, 28 και 29 σχετικά με την αρμοδιότητα, τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή τον συμβιβασμό, θα πρέπει να μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.
Το άρθρο 36 της πρότασης θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ώστε να μην παρακάμπτονται οι διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Ένωσης και να αποφεύγεται ένας δυσανάλογος περιορισμός του δικαιώματος σε ένα ουσιαστικό ένδικο μέσο βάσει του άρθρου 47 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·
viii)
οι διατάξεις του άρθρου 28 της πρότασης πρέπει να ορίζουν σαφώς ότι, μετά την παύση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μιας διαδικασίας που αφορά ήσσονος σημασίας αδικήματα, οι εθνικές διωκτικές αρχές δεν κωλύονται να συνεχίσουν τις έρευνες και την ποινική δίωξη εφόσον αυτό επιτρέπεται με βάση το εθνικό τους δίκαιο· στη δε περίπτωση κατά την οποία η έλλειψη σχετικών αποδείξεων δεν αναμένεται να αντιμετωπιστεί με ανάλογες περαιτέρω έρευνες, η απόρριψη της υπόθεσης καθίσταται υποχρεωτική· επιπλέον, η ύπαρξη λόγων υποχρεωτικής απόρριψης της υπόθεσης θα πρέπει να ελέγχεται το ενωρίτερο δυνατό κατά τη διάρκεια της έρευνας και η υπόθεση να απορρίπτεται αμελλητί στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι υφίσταται ένας επιτακτικός λόγος απόρριψης της υπόθεσης·
ix)
η αυθαίρετη απονομή δικαιοσύνης πρέπει να αποφεύγεται σε κάθε περίπτωση· ως εκ τούτου, η προϋπόθεση της «ορθής απονομής δικαιοσύνης» ως λόγος συμβιβασμού όπως προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 της πρότασης θα πρέπει να αντικατασταθεί με περισσότερο συγκεκριμένα κριτήρια· ο συμβιβασμός θα πρέπει ιδιαίτερα να αποκλείεται κατά το χρόνο της απαγγελίας της κατηγορίας και σε κάθε περίπτωση σε υποθέσεις που μπορεί να απορριφθούν βάσει του άρθρου 28 της πρότασης, καθώς και σε σοβαρές υποθέσεις·
x)
δεδομένου ότι οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας απαιτούν όχι μόνο δικαστικό έλεγχο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αλλά και εποπτεία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια, πρέπει να συμπεριληφθούν σχετικές διατάξεις ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται η άσκηση ουσιαστικών και συνεπών πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών και συμβατότητα με την αρχή του κράτους δικαίου·
6. ζητεί επίσης από το Συμβούλιο, επικαλούμενο την ανάγκη απόλυτου σεβασμού των θεμελιωδών αρχών, όπως η αρχή της δίκαιης δίκης, με τις οποίες συνδέονται άμεσα οι εγγυήσεις υπεράσπισης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, να λάβει υπόψη τις ακόλουθες συστάσεις και να ενεργήσει αναλόγως:
i)
όλες οι δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλό βαθμό προστασίας των δικαιωμάτων υπεράσπισης, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι η Ένωση θα ήταν δυνατόν να αποτελέσει ένα χώρο στον οποίο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορούσε να ασκήσει δραστηριότητα, στο πλαίσιο της διεκπεραίωσης των εργασιών της, χωρίς ανάγκη προσφυγής σε μέσα αμοιβαίας νομικής συνδρομής· στο πλαίσιο αυτό, η τήρηση των ελάχιστων προτύπων της ΕΕ όσον αφορά τα δικαιώματα των ατόμων στην ποινική διαδικασία σε όλα τα κράτη μέλη, αποτελεί βασικό στοιχείο για την ορθή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι ο χάρτης πορείας για την ενίσχυση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες που ενέκρινε το Συμβούλιο στις 30 Νοεμβρίου 2009 δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και ότι η πρόταση παραπέμπει απλώς σε ό,τι προβλέπουν τα εθνικά νομικά συστήματα όσον αφορά ζητήματα που συνδέονται με το δικαίωμα άρνησης κατάθεσης, το τεκμήριο αθωότητας, το δικαίωμα δικαστικής αρωγής και τις έρευνες χάριν της υπεράσπισης· συνεπώς, προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της ισότητας των όπλων, το δίκαιο που ισχύει για τους συμμετέχοντες σε μία διαδικασία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ύποπτους ή κατηγορουμένους, να διέπει και τις διαδικαστικές εγγυήσεις κατά των ερευνητικών και διωκτικών ενεργειών της τελευταίας, με την επιφύλαξη τυχόν πρόσθετων ή υψηλότερων προτύπων όσον αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο·
ii)
μετά την εκπνοή της σχετικής περιόδου μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, η μη μεταφορά ή η λανθασμένη μεταφορά μιας εκ των πράξεων της Ένωσης για τα διαδικαστικά δικαιώματα ουδέποτε πρέπει να ερμηνεύεται σε βάρος προσώπου που υπόκειται σε έρευνα ή δίωξη και η εφαρμογή τους πρέπει πάντοτε να πραγματοποιείται σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου·
iii)
πρέπει να διασφαλίζεται ο σεβασμός της αρχής ne bis in idem, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται νέα δίωξη για το ίδιο αδίκημα·
iv)
η άσκηση της ποινικής δίωξης πρέπει να συμμορφούται με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 16 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ισχύον ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων· πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων όταν τα προσωπικά δεδομένα διαβιβάζονται σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς·
7. ζητεί από το Συμβούλιο να λάβει υπόψη τις ακόλουθες συστάσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία βασίζεται σε μία δομή ευέλικτη, σαφή και αποτελεσματική και ότι είναι σε θέση να επιτυγχάνει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα:
i)
προκειμένου να εξασφαλίζεται η αίσια και δίκαιη έκβαση των ερευνών και ο συντονισμός τους, πρέπει εκείνοι που καλούνται να διεξάγουν τις έρευνες αυτές να έχουν μια σε βάθος γνώση των νομικών συστημάτων των εμπλεκομένων χωρών· για το σκοπό αυτό, το οργανωτικό μοντέλο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να εξασφαλίζει σε κεντρικό επίπεδο τις δέουσες δεξιότητες, εμπειρίες και γνώσεις των νομικών συστημάτων των κρατών μελών·
ii)
προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται άμεσα και με αποτελεσματικότητα, πρέπει η διαδικασία λήψης αποφάσεων να μπορεί, με τη βοήθεια των εντεταλμένων εθνικών εισαγγελέων οι οποίοι είναι αρμόδιοι για τις συγκεκριμένες υποθέσεις, να διευρύνεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·
iii)
προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορεί να εγγυάται υψηλά πρότυπα ανεξαρτησίας, αποτελεσματικότητας, εμπειρίας και επαγγελματισμού, το προσωπικό της πρέπει να είναι αρτιότατα εκπαιδευμένο και να διασφαλίζει την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο παρόν ψήφισμα· συγκεκριμένα, το εν λόγω προσωπικό μπορεί να προέρχεται από τη Δικαιοσύνη και τους ασκούντες νομικά επαγγέλματα ή από άλλους κλάδους στους οποίους θα έχει αποκτήσει την εμπειρία και τον επαγγελματισμό που προαναφέρθηκαν καθώς και τη δέουσα γνώση των νομικών συστημάτων των κρατών μελών· υπό αυτήν την έννοια, οι αναφερόμενες στην παράγραφο 4 της αιτιολογικής έκθεσης δηλώσεις της Επιτροπής όσον αφορά το συνολικό κόστος, πρέπει να ανταποκρίνονται στις ουσιαστικές απαιτήσεις αποτελεσματικότητας και λειτουργικότητας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·
iv)
πρέπει να θεσπιστεί μηχανισμός ελέγχου και να υποβάλλεται ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·
8. σημειώνει την ιδέα να βασιστεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στις υφιστάμενες δομές, λύση που, κατά την Επιτροπή, δεν αναμένεται να επιφέρει νέες σοβαρές δαπάνες για την Ένωση ή τα κράτη μέλη, καθώς τις διοικητικές υπηρεσίες της Εισαγγελίας θα τις αναλάβει η Eurojust και τα στελέχη της θα προέλθουν από υφιστάμενες υπηρεσίες όπως η OLAF·
9. εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά το επιχείρημα περί αποδοτικότητας-κόστους που προβάλλεται στην πρόταση, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει να ιδρύσει ειδικευμένα τμήματα για κάθε κράτος μέλος, τα οποία πρέπει να έχουν πλήρη γνώση του εθνικού νομικού πλαισίου για να μπορούν να διενεργούν αποτελεσματικές έρευνες και διώξεις· ζητεί να διεξαχθεί έλεγχος προκειμένου να εκτιμηθεί το κόστος που θα προκύψει από τη θέσπιση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας τόσο για τον προϋπολογισμό της ΕΕ όσο και για τους εθνικούς προϋπολογισμούς· ζητεί να διεξαχθεί ένας τέτοιος έλεγχος προκειμένου να εκτιμηθούν και τα πλεονεκτήματα·
10. εκφράζει ανησυχία για το γεγονός ότι η πρόταση βασίζεται στην παραδοχή ότι οι διοικητικές υπηρεσίες που παρέχονται από την Eurojust δεν θα έχουν αντίκτυπο στον προϋπολογισμό ή το προσωπικό του αποκεντρωμένου οργανισμού· για το λόγο αυτό, θεωρεί ότι το δημοσιονομικό δελτίο είναι παραπλανητικό· υπενθυμίζει, εν προκειμένω, το αίτημά του να υποβάλει η Επιτροπή επικαιροποιημένο δημοσιονομικό δελτίο που θα λαμβάνει υπόψη τις πιθανές τροποποιήσεις του νομοθέτη πριν λήξει η νομοθετική διαδικασία·
11. συνιστά η Επιτροπή να προβλέψει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ βάσει των οποίων το Συμβούλιο μπορεί να συστήσει Ευρωπαϊκή Εισαγγελία «εκ της Eurojust», μια απλή μεταφορά χρηματοοικονομικών πόρων από την OLAF στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να αξιοποιήσει την εμπειρογνωμοσύνη και την προσθετική αξία που θα συνεισφέρει το προσωπικό της Eurojust·
12. επισημαίνει ότι δεν προκύπτει σαφώς αν θα ισχύσουν για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ως νεοσυσταθείσα υπηρεσία, οι μειώσεις προσωπικού που έχουν προγραμματισθεί για όλα τα θεσμικά όργανα και τις υπηρεσίες της Ένωσης· διευκρινίζει ότι δεν θα στηρίξει μια τέτοια προσέγγιση·
13. καλεί το Συμβούλιο να καταστήσει σαφές το πεδίο αρμοδιότητας των οργανισμών που ήδη επιφορτισμένοι με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης· τονίζει ότι είναι ύψιστης σημασίας να προσδιορισθεί ακριβέστερα και να οριοθετηθεί σαφώς η σχέση ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και άλλους υφιστάμενους οργανισμούς, όπως η Eurojust και η OLAF· τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία πρέπει να αξιοποιήσει την μακρόχρονη τεχνογνωσία της OLAF, όσον αφορά τη διεξαγωγή ερευνών τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ένωσης, σε τομείς που σχετίζονται με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, περιλαμβανομένης της διαφθοράς· τονίζει, ιδίως, ότι το Συμβούλιο πρέπει να αποσαφηνίσει τη συμπληρωματικότητα των δράσεων της OLAF και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όσον αφορά τις «εσωτερικές» και «εξωτερικές» έρευνες· τονίζει ότι στην τρέχουσα πρόταση της Επιτροπής δεν αποσαφηνίζεται ούτε η σχέση της OLAF με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ούτε ο τρόπος με τον οποίο θα διεξάγονται οι εσωτερικές έρευνες εντός των θεσμικών οργάνων της ΕΕ·
14. θεωρεί ότι πρέπει να αναλυθεί διεξοδικά η ταυτόχρονη λειτουργία της OLAF, της Eurojust και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας προκειμένου να περιορισθεί ο κίνδυνος σύγκρουσης αρμοδιοτήτων· καλεί το Συμβούλιο να αποσαφηνίσει τις αντίστοιχες αρμοδιότητες αυτών των οργανισμών, να προσδιορίσει ενδεχόμενες συντρέχουσες αρμοδιότητες και ανεπάρκειες και να προτείνει, κατά περίπτωση, τρόπους αντιμετώπισης·
15. ζητεί, δεδομένου ότι ορισμένα κράτη μέλη αναμένεται να μην συμμετάσχουν στην υπό ίδρυση Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, να διεξαχθεί μια ανάλυση ώστε να αποσαφηνισθεί ποιες μονάδες της OLAF, και ποια μέλη του προσωπικού της, θα μεταφερθούν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, και ποια θα παραμείνουν στην OLAF· ζητεί να διατεθούν στην OLAF οι απαραίτητοι πόροι για να λαμβάνει μέτρα καταπολέμησης της απάτης, τα οποία δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·
16. τονίζει ότι η OLAF θα εξακολουθήσει να είναι αρμόδια για εκείνα τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και ότι θα πρέπει να τους παρασχεθούν ισοδύναμες διαδικαστικές εγγυήσεις·
17. καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή να θεσπίσει, στο πλαίσιο των τροποποιήσεων του κανονισμού για την OLAF που θα προκύψουν από τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας ενός δικαστικού ελέγχου των μέτρων έρευνας που διενεργεί η OLAF·
18. πιστεύει ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στις εθνικές αρχές να ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για κάθε συμπεριφορά η οποία ενδέχεται να συνιστά αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της, πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τις υποχρεώσεις που υφίστανται σε επίπεδο κρατών μελών και να μην τις υπερβαίνει, τηρουμένης της ανεξαρτησίας αυτών των αρχών·
19. ζητεί τη δημιουργία ειδικής δέσμης κανόνων σε ενωσιακό επίπεδο ώστε να διασφαλίζεται μία εναρμονισμένη προστασία για τους καταγγέλλτες·
20. ζητεί από το Συμβούλιο να βελτιώσει περαιτέρω την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα των αντίστοιχων δικαστηρίων στα κράτη μέλη, πράγμα απαραίτητο για την επιτυχία του θεσμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·
21. χαιρετίζει την ιδέα να ενσωματωθεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στις υφιστάμενες αποκεντρωμένες δομές μέσω της συμμετοχής εντεταλμένων εισαγγελέων από τα κράτη μέλη ως «ειδικών συμβούλων»· διαπιστώνει την ανάγκη να εξεταστούν περαιτέρω τόσο η ανεξαρτησία των εντεταλμένων εισαγγελέων έναντι της εθνικής δικαστικής εξουσίας, όσο και διαφανείς διαδικασίες επιλογής τους, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε υπόνοια ευνοϊκότερης μεταχείρισης από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας·
22. θεωρεί ότι θα πρέπει να παρασχεθεί στους εντεταλμένους ευρωπαίους εισαγγελείς κατάλληλη κατάρτιση στο ποινικό δίκαιο της ΕΕ κατά τρόπο ομοιόμορφο και αποτελεσματικό·
23. υπενθυμίζει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να συμμετάσχει στενά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως συννομοθέτης επί θεμάτων ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου, στη διαδικασία σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και η θέση του να λαμβάνεται δεόντως υπόψη σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας· για το σκοπό αυτό προτίθεται να διατηρήσει συχνές επαφές με την Επιτροπή και το Συμβούλιο με στόχο μια καρποφόρα συνεργασία υπό την έννοια αυτή· έχει πλήρη επίγνωση της πολυπλοκότητας του εγχειρήματος και της ανάγκης ευλόγου χρόνου για την υλοποίησή του και δεσμεύεται να διατυπώσει τις απόψεις του, εάν απαιτηθεί με περαιτέρω προσωρινές εκθέσεις, σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·
24. καλεί το Συμβούλιο να αφιερώσει όλον τον χρόνο που απαιτείται για μια εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της πρότασης της Επιτροπής, και να μην ολοκληρώσει βεβιασμένα τις διαπραγματεύσεις του· τονίζει ότι πρέπει να αποφευχθεί μια πρόωρη μετάβαση στη διαδικασία ενισχυμένης συνεργασίας·
25. αναθέτει στον Πρόεδρό του να ζητήσει μία περαιτέρω ενδελεχή εξέταση της πρότασης με το Συμβούλιο·
26. επισημαίνει στο Συμβούλιο ότι οι προεκτεθείσες πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές θα συμπληρωθούν με το τεχνικό παράρτημα του παρόντος ψηφίσματος·
27. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.
(22) Τα αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης συνδέονται συνήθως στενά με άλλες αξιόποινες πράξεις. Με γνώμονα την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών και την αποφυγή ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής ne bis in idem, στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να εμπίπτουν και αξιόποινες πράξεις οι οποίες δεν καθορίζονται μεν από τεχνικής πλευράς στα εθνικά δίκαια ως αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, αλλά τα πραγματικά περιστατικά τους είναι πανομοιότυπα και άρρηκτα συνδεδεμένα με τα πραγματικά περιστατικά αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Σε τέτοιες μεικτές υποθέσεις, όπου υπερισχύει το αδίκημα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να ασκείται κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους. Ο καθορισμός της εξέχουσας αξιόποινης πράξης θα πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια όπως ο οικονομικός αντίκτυπος των αδικημάτων στην Ένωση και στους εθνικούς προϋπολογισμούς, ο αριθμός των θυμάτων ή άλλες περιστάσεις που άπτονται της βαρύτητας των αξιόποινων πράξεων, οι επιβαλλόμενες κυρώσεις, κ.λπ.
(22) Τα αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης συνδέονται συνήθως στενά με άλλες αξιόποινες πράξεις. Προς αποφυγήν ενδεχόμενης παραβίασης της αρχής ne bis in idem, στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να εμπίπτουν και αξιόποινες πράξεις οι οποίες δεν καθορίζονται μεν από τεχνικής πλευράς στα εθνικά δίκαια ως αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, αλλά τα πραγματικά περιστατικά τους είναι πανομοιότυπα και συνδεδεμένα με τα πραγματικά περιστατικά αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Σε τέτοιες μεικτές υποθέσεις, όπου το αδίκημα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης είναι κυρίαρχο, η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας θα πρέπει να ασκείται κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους. Ο καθορισμός του κυρίαρχου χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης θα πρέπει να βασίζεται σε κριτήρια όπως ο οικονομικός αντίκτυπος των αδικημάτων στην Ένωση και στους εθνικούς προϋπολογισμούς, ο αριθμός των θυμάτων ή άλλες περιστάσεις που άπτονται της βαρύτητας των αξιόποινων πράξεων, οι επιβαλλόμενες κυρώσεις, κ.λπ.
Αιτιολογική σκέψη 46
Τροποποίηση 3
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
(46) Οι γενικοί κανόνες διαφάνειας που ισχύουν για τους οργανισμούς της Ένωσης θα πρέπει να ισχύουν και για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, μόνο όμως όσον αφορά τα διοικητικά της καθήκοντα, ώστε να μην διακυβεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η απαίτηση της εμπιστευτικότητας που διέπει το επιχειρησιακό της έργο. Ομοίως, οι διοικητικές έρευνες που διεξάγει ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής θα πρέπει να σέβονται την απαίτηση της εμπιστευτικότητας που διέπει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
(46) Οι γενικοί κανόνες διαφάνειας που ισχύουν για τους οργανισμούς της Ένωσης θα πρέπει να ισχύουν και για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία· οι διοικητικές έρευνες που διεξάγει ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής θα πρέπει να σέβονται την απαίτηση της εμπιστευτικότητας που διέπει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Άρθρο 13
Τροποποίηση 2
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
1. Εφόσον τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 12 συνδέονται άρρηκτα με άλλα ποινικά αδικήματα πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 12, και εφόσον η κοινή διερεύνηση και δίωξή τους εξυπηρετεί την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει επίσης αρμοδιότητα και επί των εν λόγω άλλων ποινικών αδικημάτων, υπό τις προϋποθέσεις πρώτον, ότι υπερισχύουν τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 12 και, δεύτερον, ότι τα πραγματικά περιστατικά των άλλων ποινικών αδικημάτωνείναι πανομοιότυπα με τα περιστατικά των αδικημάτων του άρθρου 12.
1. Εφόσον τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 12 συνδέονται με άλλα ποινικά αδικήματα πέραν αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 12, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει επίσης αρμοδιότητα και επί των εν λόγω άλλων ποινικών αδικημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται σωρευτικά οι ακόλουθοι όροι:
— μία ιδιαίτερη σειρά γεγονότων συνιστά ταυτόχρονα τόσο αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσο και άλλα αδικήματα· και
— όταν υπερισχύουν τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και τα άλλα είναι απλώς δευτερεύοντα· και
— η περαιτέρω δίωξη και κολασμός των άλλων αδικημάτων δεν είναι πλέον δυνατά στην περίπτωση που δεν έχει ασκηθεί δίωξη και δεν έχουν προσαχθεί στη δικαιοσύνη από κοινού με τα αδικήματα που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για τα άλλα αδικήματα φέρει αρμοδιότητα και για τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 12.
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για τα άλλα αδικήματα φέρει αρμοδιότητα και για τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 12.
2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και οι εθνικές διωκτικές αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους προκειμένου να καθορίζουν ποια αρχή έχει αρμοδιότητα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Για λόγους διευκόλυνσης του καθορισμού της εν λόγω αρμοδιότητας, είναι δυνατή, όπου αυτό απαιτείται, η συμμετοχή της Eurojust σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 57.
2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και οι εθνικές διωκτικές αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους προκειμένου να καθορίζουν ποια αρχή έχει αρμοδιότητα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Για λόγους διευκόλυνσης του καθορισμού της εν λόγω αρμοδιότητας, είναι δυνατή, όπου αυτό απαιτείται, η συμμετοχή της Eurojust σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 57.
3. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών διωκτικών αρχών σχετικά με τον καθορισμό της αρμοδιότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1, για την παρεπόμενη αρμοδιότητα αποφασίζει η εθνική δικαστική αρχή που είναι αρμόδια για την κατανομή των αρμοδιοτήτων δίωξης σε εθνικό επίπεδο.
3. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών διωκτικών αρχών σχετικά με τον καθορισμό της αρμοδιότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1, για την παρεπόμενη αρμοδιότητα αποφασίζει η εθνική δικαστική αρχή που είναι αρμόδια για την κατανομή των αρμοδιοτήτων δίωξης σε εθνικό επίπεδο.
4. Ο καθορισμός της αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν υπόκειται σε επανεξέταση.
4. Ο καθορισμός της αρμοδιότητας δυνάμει του παρόντος άρθρου ενδέχεται να υπόκειται σε επανεξέταση αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 της πρότασης.
Άρθρο 27
Τροποποίηση 4
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
1. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας και οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες δίωξης και παραπομπής υποθέσεων στη δικαιοσύνη με τους εθνικούς εισαγγελείς, και συγκεκριμένα τις αρμοδιότητες να υποστηρίζουν το κατηγορητήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, να συμμετέχουν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και να ασκούν τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής.
1. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας και οι Εντεταλμένοι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες δίωξης και παραπομπής υποθέσεων στη δικαιοσύνη με τους εθνικούς εισαγγελείς, και συγκεκριμένα τις αρμοδιότητες να υποστηρίζουν το κατηγορητήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, να συμμετέχουν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και να ασκούν τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής.
2. Όταν κρίνει ότι η έρευνα έχει ολοκληρωθεί, ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας υποβάλλει, προς επανέλεγχο, στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης συνοδευόμενη από σχέδιο του κατηγορητηρίου και από τον κατάλογο αποδεικτικών στοιχείων. Εφόσον ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας δεν προτείνει την απόρριψη της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 28, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας τον συμβουλεύει είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο υποβάλλοντας κατηγορητήριο είτε να την επιστρέψει για περαιτέρω έρευνες. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται επίσης να παραπέμψει ο ίδιος την υπόθεση στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.
2. Όταν κρίνει ότι η έρευνα έχει ολοκληρωθεί, ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας υποβάλλει, προς επανέλεγχο, στον Ευρωπαίο Εισαγγελέα συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης συνοδευόμενη από σχέδιο του κατηγορητηρίου και από τον κατάλογο αποδεικτικών στοιχείων. Εφόσον ο Εντεταλμένος Ευρωπαίος Εισαγγελέας δεν προτείνει την απόρριψη της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 28 ή όταν προτείνεται συμβιβασμός βάσει του άρθρου 29 που δεν γίνεται αποδεκτός, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας τον συμβουλεύει είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο υποβάλλοντας κατηγορητήριο είτε να την επιστρέψει για περαιτέρω έρευνες. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται επίσης να παραπέμψει ο ίδιος την υπόθεση στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο.
3. Το κατηγορητήριο που υποβάλλεται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο περιλαμβάνει αναλυτικό κατάλογο των αποδεικτικών στοιχείων που θα προσκομιστούν στη δίκη.
3. Το κατηγορητήριο που υποβάλλεται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο περιλαμβάνει αναλυτικό κατάλογο των αποδεικτικών στοιχείων που θα προσκομιστούν στη δίκη.
4. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας επιλέγει, σε στενή διαβούλευση με τον Εντεταλμένο Ευρωπαίο Εισαγγελέα που παραπέμπει την υπόθεση στη δικαιοσύνη, και με γνώμονα πάντοτε την ορθή απονομή της τελευταίας, τη δικαστική δικαιοδοσία και καθορίζει το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψητα ακόλουθα κριτήρια:
4. Το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο καθορίζει, βάσει των ακόλουθων κριτηρίων και κατά σειρά προτεραιότητας:
α) τον τόπο όπου διαπράχθηκε το αδίκημα ή, σε περίπτωση περισσότερων του ενός αδικημάτων, τον τόπο όπου διαπράχθηκε η πλειονότητα των αδικημάτων·
α) τον τόπο όπου διαπράχθηκε το αδίκημα ή, σε περίπτωση περισσότερων του ενός αδικημάτων, τον τόπο όπου διαπράχθηκε η πλειονότητα των αδικημάτων·
β) τον τόπο όπου έχει τη συνήθη διαμονή του ο κατηγορούμενος·
β) τον τόπο όπου έχει τη συνήθη διαμονή του ο κατηγορούμενος·
γ) τον τόπο όπου βρίσκονται τα αποδεικτικά στοιχεία·
γ) τον τόπο όπου βρίσκονται τα αποδεικτικά στοιχεία·
δ) τον τόπο όπου έχουν τη συνήθη διαμονή τους οι άμεσα ζημιωθέντες.
δ) τον τόπο όπου έχουν τη συνήθη διαμονή τους οι άμεσα ζημιωθέντες.
5. Όπου απαιτείται για τους σκοπούς της ανάκτησης χρηματικών ποσών και της διοικητικής συνέχειας ή παρακολούθησης της υπόθεσης, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας γνωστοποιεί το κατηγορητήριο στις αρμόδιες εθνικές αρχές, στους ενδιαφερόμενους και στα συναφή θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.
5. Όπου απαιτείται για τους σκοπούς της ανάκτησης χρηματικών ποσών και της διοικητικής συνέχειας ή παρακολούθησης της υπόθεσης, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας γνωστοποιεί το κατηγορητήριο στις αρμόδιες εθνικές αρχές, στους ενδιαφερόμενους και στα συναφή θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.
Άρθρο 28
Τροποποίηση 5
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
1. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας απορρίπτει την υπόθεση εφόσον καθίσταται αδύνατη η άσκηση δίωξης για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
1. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας απορρίπτει την υπόθεση εφόσον καθίσταται αδύνατη η άσκηση δίωξης για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
α) ο ύποπτος απεβίωσε·
α) ο ύποπτος απεβίωσε·
β) η υπό έρευνα συμπεριφορά δεν στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα·
β) η υπό έρευνα συμπεριφορά δεν στοιχειοθετεί ποινικό αδίκημα·
γ) ο ύποπτος απολαμβάνει αμνηστίας ή ασυλίας·
γ) ο ύποπτος απολαμβάνει αμνηστίας ή ασυλίας·
δ) έχει λήξει η προθεσμία άσκησης δίωξης που προβλέπεται στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο·
δ) έχει λήξει η προθεσμία άσκησης δίωξης που προβλέπεται στο εκάστοτε εθνικό δίκαιο·
ε) ο ύποπτος έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή η υπόθεση έχει διευθετηθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29.
ε) ο ύποπτος έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή η υπόθεση έχει διευθετηθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29.
στ) κατόπιν πλήρους συνεκτικής και αναλογικής έρευνας από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διαπιστωθεί έλλειψη συναφών αποδεικτικών στοιχείων .
2. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να απορρίψει την υπόθεση για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
2. Ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας δύναται να απορρίψει την υπόθεση εάν το αδίκημα είναι ελάσσονος σημασίας δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας με την οποία εφαρμόστηκε η οδηγία 2013/XX/ΕΕ σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·
α) το αδίκημα είναι ελάσσονος σημασίας δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας με την οποία εφαρμόστηκε η οδηγία 2013/XX/ΕΕ σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·
β) δεν υπάρχουν συναφή αποδεικτικά στοιχεία.
3. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να παραπέμψει απορριφθείσες από την ίδια υποθέσεις στην OLAF ή στις αρμόδιες εθνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές για σκοπούς ανάκτησης χρηματικών ποσών και διοικητικής συνέχειας ή παρακολούθησης της υπόθεσης.
3. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να παραπέμψει απορριφθείσες από την ίδια υποθέσεις στην OLAF ή στις αρμόδιες εθνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές για σκοπούς ανάκτησης χρηματικών ποσών και διοικητικής συνέχειας ή παρακολούθησης της υπόθεσης.
4. Σε περίπτωση που η κίνηση της έρευνας βασίστηκε σε πληροφορίες οι οποίες παρασχέθηκαν από τον ίδιο τον ζημιωθέντα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τον ενημερώνει σχετικά.
4. Σε περίπτωση που η κίνηση της έρευνας βασίστηκε σε πληροφορίες οι οποίες παρασχέθηκαν από τον ίδιο τον ζημιωθέντα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τον ενημερώνει σχετικά.
Άρθρο 29
Τροποποίηση 6
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
1. Σε περίπτωση μη απόρριψης της υπόθεσης, και εφόσον εξυπηρετείται ο σκοπός της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται, αφού πρώτα καταβληθεί αποζημίωση για τις προκληθείσες ζημίες, να προτείνει στον ύποπτο την καταβολή κατ’ αποκοπή προστίμου το οποίο, εφόσον πληρωθεί, επισύρει την απόρριψη της υπόθεσης σε τελικό βαθμό (συμβιβασμός). Εφόσον ο ύποπτος αποδεχθεί τον συμβιβασμό, καταβάλλει το κατ’ αποκοπή πρόστιμο στην Ένωση.
1. Σε περίπτωση μη απόρριψης της υπόθεσης βάσει του άρθρου 28, και εφόσον στερητική της ελευθερίας ποινή θα ήταν δυσανάλογη ακόμη και εάν η πράξη αποδειχθεί πλήρως στο δικαστήριο, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται, αφού πρώτα καταβληθεί αποζημίωση για τις προκληθείσες ζημίες, να προτείνει στον ύποπτο την καταβολή κατ’ αποκοπή προστίμου το οποίο, εφόσον πληρωθεί, επισύρει την απόρριψη της υπόθεσης σε τελικό βαθμό (συμβιβασμός). Εφόσον ο ύποπτος αποδεχθεί τον συμβιβασμό, καταβάλλει το κατ’ αποκοπή πρόστιμο στην Ένωση.
2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εποπτεύει την είσπραξη του προστίμου που καθορίζεται στο πλαίσιο του συμβιβασμού.
2. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εποπτεύει την είσπραξη του προστίμου που καθορίζεται στο πλαίσιο του συμβιβασμού.
3. Εφόσον ο ύποπτος αποδεχθεί τον συμβιβασμό και καταβάλει το σχετικό πρόστιμο, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας απορρίπτει σε τελικό βαθμό την υπόθεση, κοινοποιεί επισήμως την απόφασή του στις αρμόδιες εθνικές αρχές επιβολής του νόμου και στις δικαστικές αρχές των κρατών μελών, και ενημερώνει σχετικά τα συναφή θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.
3. Εφόσον ο ύποπτος αποδεχθεί τον συμβιβασμό και καταβάλει το σχετικό πρόστιμο, ο Ευρωπαίος Εισαγγελέας απορρίπτει σε τελικό βαθμό την υπόθεση, κοινοποιεί επισήμως την απόφασή του στις αρμόδιες εθνικές αρχές επιβολής του νόμου και στις δικαστικές αρχές των κρατών μελών, και ενημερώνει σχετικά τα συναφή θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.
4. Η απόρριψη που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Άρθρο 30
Τροποποίηση 7
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
1. Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο δικαστήριο το οποίο εκδικάζει την υπόθεση, εφόσον το τελευταίο κρίνει ότι η αποδοχή τους δεν υπονομεύει τη δίκαιη διεξαγωγή της διαδικασίας ούτε έχει δυσμενή αντίκτυπο στα δικαιώματα υπεράσπισης, όπως αυτά κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γίνονται δεκτά στη δίκη χωρίς επικύρωση ή παρόμοια νομική διαδικασία, ακόμη και αν η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους όπου εδρεύει το δικαστήριο προβλέπει διαφορετικές διατάξεις για τη συλλογή ή την προσκόμιση παρόμοιων αποδεικτικών στοιχείων.
1. Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στο δικαστήριο το οποίο εκδικάζει την υπόθεση γίνονται δεκτά, εφόσον το τελευταίο κρίνει ότι η αποδοχή τους δεν υπονομεύει τη δίκαιη διεξαγωγή της διαδικασίας ούτε έχει δυσμενή αντίκτυπο στα δικαιώματα υπεράσπισης, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις υποχρεώσεις των κρατών μελών δυνάμει του άρθρου 6 ΣΕΕ.
2. Από τη στιγμή που κάνουν δεκτά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, τα εθνικά δικαστήρια ασκούν πλέον ελεύθερα κάθε αρμοδιότητά τους σχετικά με την αξιολόγηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων κατά την εκδίκαση της εκάστοτε υπόθεσης.
2. Από τη στιγμή που κάνουν δεκτά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, τα εθνικά δικαστήρια ασκούν πλέον ελεύθερα κάθε αρμοδιότητά τους σχετικά με την αξιολόγηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων κατά την εκδίκαση της εκάστοτε υπόθεσης.
Άρθρο 33
Τροποποίηση 8
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
1. Ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος που εμπλέκονται στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έχουν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, το δικαίωμα να παραμένουν σιωπηλοί κατά την εξέταση στην οποία υποβάλλονται όσον αφορά τα αδικήματα για τη διάπραξη των οποίων είναι ύποπτοι, και να ενημερώνονται ότι δεν υποχρεούνται να αυτοενοχοποιηθούν.
1. Ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος που εμπλέκονται στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έχουν το δικαίωμα να παραμένουν σιωπηλοί κατά την εξέταση στην οποία υποβάλλονται όσον αφορά τα αδικήματα για τη διάπραξη των οποίων είναι ύποπτοι, και να ενημερώνονται ότι δεν υποχρεούνται να αυτοενοχοποιηθούν.
2. Ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος τεκμαίρονται ότι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.
2. Ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος τεκμαίρονται ότι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους.
Άρθρο 34
Τροποποίηση 9
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
Κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος για αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έχει, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, το δικαίωμα να λάβει εν όλω ή εν μέρει δωρεάν νομική συνδρομή από τις εθνικές αρχές, εφόσον δεν διαθέτει επαρκή μέσα για να πληρώσει ο ίδιος την υπεράσπισή του.
Κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος για αδίκημα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έχει το δικαίωμα να λάβει εν όλω ή εν μέρει δωρεάν νομική συνδρομή από τις εθνικές αρχές, εφόσον δεν διαθέτει επαρκή μέσα για να πληρώσει ο ίδιος την υπεράσπισή του.
Άρθρο 36
Τροποποίηση 10
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
1. Όταν θεσπίζει διαδικαστικές πράξεις κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θεωρείται ως εθνική αρχή για τον σκοπό του δικαστικού ελέγχου.
Για τους σκοπούς του δικαστικού ελέγχου η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θεωρείται ως εθνική αρχή σε σχέση με όλα τα διαδικαστικά μέτρα που εγκρίνει κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων της ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Για όλες τις άλλες πράξεις ή παραλήψεις της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θεωρείται ως οργανισμός της Ένωσης.
2. Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που καθίστανται ενδεχομένως εφαρμοστέες δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θεωρούνται ως διατάξεις του δικαίου της Ένωσης για τον σκοπό του άρθρου 267 της Συνθήκης.
Άρθρο 68
Τροποποίηση 11
Πρόταση κανονισμού
Τροπολογία
Οι διοικητικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίαςυπόκεινται στις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία υπόκειται στις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σε σχέση με περιπτώσεις κακοδιαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης.