Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2012/0193(COD)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A7-0251/2014

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A7-0251/2014

Συζήτηση :

Ψηφοφορία :

PV 16/04/2014 - 7.32
CRE 16/04/2014 - 7.32
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P7_TA(2014)0427

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 474kWORD 156k
Τετάρτη 16 Απριλίου 2014 - Στρασβούργο
Καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ***I
P7_TA(2014)0427A7-0251/2014
Ψήφισμα
 Ενοποιημένο κείμενο

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (COM(2012)0363 – C7-0192/2012 – 2012/0193(COD))

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2012)0363),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 325 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0192/2012),

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων επί της προτεινόμενης νομικής βάσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη την αιτιολογημένη γνώμη που υποβλήθηκε από το Κοινοβούλιο του Βασιλείου της Σουηδίας, στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, με την οποία υποστηρίζεται ότι το σχέδιο νομοθετικής πράξης δεν συνάδει προς την αρχή της επικουρικότητας,

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 15ης Νοεμβρίου 2012(1),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών της 10ης Οκτωβρίου 2012(2),

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 55 και 37 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τις κοινές συνεδριάσεις της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Κανονισμού,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0251/2014),

1.  εγκρίνει τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

(1) ΕΕ C 383 της 12.12.2012, σ. 1.
(2) ΕΕ C 391 της 18.12.2012, σ. 134.


Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 16 Απριλίου 2014 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2014/.../ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης
P7_TC1-COD(2012)0193

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 325 83 παράγραφος 4 2, [Τροπολογία 1]

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου(1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης αφορά όχι μόνο τη διαχείριση των πιστώσεων του προϋπολογισμού, αλλά εκτείνεται σε όλα τα μέτρα που επηρεάζουν αρνητικά ή απειλούν να επηρεάσουν αρνητικά τα στοιχεία του ενεργητικού της Ένωσης, καθώς και εκείνα των κρατών μελών, στον βαθμό που έχουν ως προορισμό να στηρίζουν ή να σταθεροποιούν την οικονομία ή τα δημόσια οικονομικά των κρατών μελών σε συνάφεια με τις πολιτικές της Ένωσης.

(2)  Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, το ποινικό δίκαιο στα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθήσει να συμπληρώνει την προστασία που παρέχεται βάσει του διοικητικού και του αστικού δικαίου για από τα πλέον σοβαρά είδη συμπεριφοράς που σχετίζονται με απάτη στο πεδίο αυτό, καθώς και η καλύτερη δυνατή διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του διοικητικού και του αστικού δικαίου πρέπει να συμπληρωθούν με διατάξεις ποινικού δικαίου στα κράτη μέλη, με παράλληλη αποφυγή των ασυνεπειών, τόσο εντός του πλαισίου κάθε τομέα όσο και μεταξύ αυτών των τομέων του δικαίου. [Τροπολογία 2]

(3)  Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης επιβάλλει τη θέσπιση κοινού ορισμού της απάτης, ο οποίος να καλύπτει τις πρακτικές απάτης που αφορούν τόσο τις δαπάνες, όσο και τα έσοδα και τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, και προκαλούν ζημία στον προϋπολογισμό της ΕΕ Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των δανειοληπτικών και δανειοδοτικών δραστηριοτήτων. [Τροπολογία 3]

(4)  Η απάτη εις βάρος του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) μειώνει τα φορολογικά έσοδα των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, επηρεάζει την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή στη βάση ΦΠΑ κάθε κράτους μέλους. Όπως επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης(4), η τηρώντας το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης είσπραξη των εσόδων φόρου προστιθέμενης αξίας συνδέεται άμεσα με την διαθεσιμότητα των αντίστοιχων πόρων ΦΠΑ στον προϋπολογισμό της Ένωσης, δεδομένου οιοδήποτε κενό στην είσπραξη των πρώτων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των δεύτερων. Κατά συνέπεια, η οδηγία καλύπτει τα έσοδα που απορρέουν από τις εισπράξεις ΦΠΑ στα κράτη μέλη.

(5)  Η αντιμετώπιση των σημαντικών συνεπειών που έχει για τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ η παράνομη μείωση των βασιζόμενων στον ΦΠΑ ιδίων πόρων και η εφαρμογή των κατώτατων ορίων που περιέχονται στην παρούσα οδηγία πρέπει να ακολουθούν την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένης της ειδικής φύσης και της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του εν λόγω ιδίου πόρου, συμπεριλαμβανομένης της διαφορετικής συμπεριφοράς των κρατών μελών.

(6)  Τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ενδέχεται να επηρεασθούν αρνητικά σε περίπτωση που μεμονωμένοι συμμετέχοντες σε διαγωνισμό παρέχουν πληροφορίες στις αρχές που αναθέτουν συμβάσεις ή παρέχουν επιχορηγήσεις με βάση πληροφορίες οι οποίες έχουν αποσπασθεί με αθέμιτα παράνομα μέσα, άμεσα ή έμμεσα, από την αρχή που διεξάγει τον εκάστοτε διαγωνισμό, με σκοπό την καταστρατήγηση ή στρέβλωση παραβίαση των κανόνων που ισχύουν για τις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων ή παροχής επιχορηγήσεων. Τέτοιου είδους πρακτικές ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με την απάτη, αλλά δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνουν συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία χαρακτηριστικά τα οποία στοιχειοθετούν το αδίκημα της απάτης από μέρους του συμμετέχοντος σε διαγωνισμό, δεδομένου ότι η υποβαλλόμενη προσφορά είναι δυνατό να συνάδει πλήρως με το σύνολο των σχετικών απαιτήσεων πληροί όλα τα αναγκαία κριτήρια. Η συμπεριφορά νόθευσης διαγωνισμών μεταξύ υποψηφίων παραβιάζει τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης και τους ισοδύναμους εθνικούς νόμους· υπόκειται σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και σε κυρώσεις σε ολόκληρη την Ένωση και θα πρέπει να παραμείνει εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. [Τροπολογία 4]

(7)  Η ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα εφαρμόζεται πλήρως στη νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονται από την τέλεση των αναφερόμενων στην παρούσα οδηγία ποινικών αδικημάτων. Παραπομπή στην εν λόγω νομοθεσία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το καθεστώς κυρώσεων που θεσπίζεται με την παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις αξιόποινες πράξεις που ζημιώνουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

(8)  Η διαφθορά συνιστά ιδιαίτερα σοβαρή απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, και ενδέχεται επίσης σε πολλές περιπτώσεις να συνδέεται με πρακτικές απάτης. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίες ειδικές διατάξεις ποινικοποίησης στον συγκεκριμένο τομέα. Πρέπει να διασφαλισθεί ότι τα συναφή αδικήματα καλύπτονται από τον ορισμό, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η εκάστοτε συμπεριφορά συνιστά ή όχι παραβίαση επίσημων καθηκόντων. Σε ό,τι αφορά τα αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας και της υπεξαίρεσης, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθεί ένας ορισμός των δημόσιων λειτουργών ο οποίος να καλύπτει το σύνολο των σχετικών λειτουργών, ανεξάρτητα από το εάν αυτοί είναι διορισμένοι, εκλεγμένοι ή απασχολούμενοι βάσει σύμβασης ή κατέχουν επίσημο αξίωμα, καθώς και τα πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με την παροχή υπηρεσίας από μέρους κρατικού ή άλλου δημόσιου φορέα προς τους πολίτες, ή εν γένει χάριν του δημόσιου συμφέροντος, χωρίς να στην Ένωση, στα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες. Οι ιδιώτες συμμετέχουν ολοένα και περισσότερο στη διαχείριση κονδυλίων της Ένωσης. Προκειμένου να προστατεύονται επαρκώς τα ενωσιακά κονδύλια από τη δωροδοκία και την υπεξαίρεση, ο ορισμός του «δημόσιου λειτουργού» πρέπει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, να καλύπτει και τα πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν επίσημο αξίωμα, αλλά παρά ταύτα αναλαμβάνουν και ασκούν, κατά παρόμοιο τρόπο, δημόσια καθήκοντα που συνδέονται με ενωσιακά κονδύλια, π.χ. αναδόχους ανάδοχοι έργων που ασχολούνται με τη διαχείριση τέτοιων κονδυλίων της ΕΕ. [Τροπολογία 5]

(9)  Τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ενδέχεται να επηρεασθούν αρνητικά από ορισμένα είδη συμπεριφοράς δημόσιου λειτουργού που αποβλέπουν στην υπεξαίρεση κονδυλίων ή περιουσιακών στοιχείων κατά τρόπο που δεν συνάδει με τον προβλεπόμενο σκοπό τους, και με την πρόθεση να ζημιωθούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να θεσπισθεί επακριβής και σαφής ορισμός των αδικημάτων στα οποία εμπίπτουν οι πρακτικές αυτές της μορφής. [Τροπολογία 6]

(9α)  Όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται από φυσικά πρόσωπα όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία, είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται η ύπαρξη πρόθεσης για όλα τα στοιχεία από τα οποία αποτελούνται οι εν λόγω πράξεις. Τα διαπραττόμενα από φυσικά πρόσωπα αδικήματα για τα οποία δεν απαιτείται πρόθεση δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. [Τροπολογία 7]

(10)  Ορισμένα αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σχετίζονται συχνά στην πράξη στενά με τα αδικήματα τα οποία υπάγονται στο άρθρο 83 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και στην ενωσιακή νομοθεσία που έχει ως βάση το εν λόγω άρθρο. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να εξασφαλισθεί η συνεκτικότητα της διατύπωσης των σχετικών διατάξεων με το περιεχόμενο της συγκεκριμένης νομοθεσίας.

(11)  Στον βαθμό που τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης ενδέχεται επίσης να θιγούν ή να απειληθούν από πρακτικές αποδιδόμενες σε νομικά πρόσωπα, τα νομικά πρόσωπα θα πρέπει να φέρουν ευθύνη για αξιόποινες πράξεις, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, οι οποίες διαπράττονται εξ ονόματός τους.

(12)  Προκειμένου να προστατεύονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης σε ισοδύναμο βαθμό μέσω μέτρων που θα πρέπει να λειτουργούν αποτρεπτικά στο σύνολο της Ένωσης, τα κράτη μέλη είναι σκόπιμο να προβλέπουν επίσης ορισμένους ελάχιστους τύπους και επίπεδα κυρώσεων για τις περιπτώσεις διάπραξης των αδικημάτων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Τα επίπεδα των κυρώσεων δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τα αντίστοιχα αδικήματα και, για τον σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να θεσπισθεί ένα κατώτατο όριο, εκπεφρασμένο σε χρήμα, κάτω από το οποίο δεδομένη πράξη δεν είναι υποχρεωτικό να διώκεται ποινικά.

(13)  Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει την προσήκουσα και αποτελεσματική εφαρμογή πειθαρχικών μέτρων. Οι κυρώσεις οι οποίες δεν μπορούν να εξομοιωθούν με ποινές επιβληθείσες βάσει του ποινικού δικαίου είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κατά τον καθορισμό της ποινής που πρέπει να επιβληθεί σε ένα άτομο για κάποιο από τα αδικήματα που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία σε επιμέρους περιπτώσεις· προκειμένου για τις λοιπές κυρώσεις, είναι σκόπιμο να τηρείται απαρεγκλίτως η αρχή ne bis in idem. Η παρούσα οδηγία δεν ποινικοποιεί πρακτικές οι οποίες δεν υπόκεινται επίσης σε πειθαρχικές κυρώσεις ή άλλου είδους μέτρα σε σχέση με την παράβαση επίσημων καθηκόντων, σε περιπτώσεις στις οποίες τέτοιου είδους πειθαρχικές κυρώσεις ή άλλα μέτρα είναι δυνατό να εφαρμοσθούν στα οικεία άτομα.

(14)  Οι κυρώσεις κατά φυσικών προσώπων για τις σοβαρότερες περιπτώσεις αδικημάτων θα πρέπει να περιλαμβάνουν ελάχιστες και μέγιστες ποινές φυλάκισης. Ο ορισμός αυτών των σοβαρών περιπτώσεων θα πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση με μια συγκεκριμένη ελάχιστη συνολική ζημία, εκφρασμένη σε χρήμα, που πρέπει να έχει προκληθεί από την εγκληματική συμπεριφορά κατά του ενωσιακού και, ενδεχομένως, άλλου προϋπολογισμού. Η θέσπιση κατώτατων μέγιστων ποινών φυλάκισης είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της ισοδύναμης προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε ολόκληρη την Ένωση. Με τη θέσπιση ελάχιστης ποινής φυλάκισης έξι μηνών εξασφαλίζεται η δυνατότητα έκδοσης και εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για τα αδικήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 2 της απόφασης-πλαισίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, διασφαλίζοντας συγχρόνως την όσο το δυνατό αποτελεσματικότερη συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών και των αρχών επιβολής του νόμου. Οι κυρώσεις θα λειτουργήσουν επίσης ως ένα ισχυρό πανευρωπαϊκής εμβέλειας αντικίνητρο για τους επίδοξους εγκληματίες. Πιο αυστηρές ποινές θα πρέπει να επιβάλλονται σε περιπτώσεις όπου η αξιόποινη πράξη ετελέσθη στο πλαίσιο της λειτουργίας εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου (5).

(15)  Με δεδομένη, ιδίως, την κινητικότητα των δραστών και των εσόδων που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, καθώς επίσης λόγω της περιπλοκότητας των σχετικών διασυνοριακών ερευνών, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν τη διεθνή δικαιοδοσία τους και να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής, ούτως ώστε να είναι σε θέση να πατάξουν τις δραστηριότητες αυτές.

(16)  Προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτικότητα του δικαίου της Ένωσης και η τήρηση της αρχής σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται να τιμωρείται κάποιος δύο φορές για την ίδια πράξη ή παράλειψη, είναι απαραίτητο να αποσαφηνισθεί η σχέση μεταξύ των κυρώσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία και των άλλων συναφών διοικητικών μέτρων που είναι δυνατό να επιβληθούν βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή ειδικών διοικητικών μέτρων, χρηματικών ποινών και προστίμων δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

(17)  Με την επιφύλαξη των τυχόν άλλων υποχρεώσεων βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, είναι αναγκαίο να προβλέπεται καταλλήλως η δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής με στόχο τη διασφάλιση αποτελεσματικής δράσης κατά των αξιόποινων πράξεων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών, της Eurojust και της Επιτροπής. [Τροπολογία 10]

(18)  Είναι σκόπιμο να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από την παρούσα οδηγία η Σύμβαση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26ης Ιουλίου 1995(6) και τα σχετικά πρωτόκολλα της 27ης Σεπτεμβρίου 1996(7) και της 29ης Νοεμβρίου 1996(8).

(19)  Η προσήκουσα εφαρμογή της παρούσας οδηγίας από τα κράτη μέλη περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών και την ανταλλαγή τους μεταξύ κρατών μελών, αφενός, και μεταξύ των αρμόδιων οργάνων της Ένωσης, αφετέρου. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των εθνικών αρμόδιων αρχών θα πρέπει να ρυθμίζεται από εθνικό νόμο που να τηρεί τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, της 28ης Ιανουαρίου 1981, και το πρόσθετο πρωτόκολλό της (ΣΕΣ αριθ. 181). Η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των κρατών μελών θα πρέπει να τηρεί τις απαιτήσεις της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου(9). Στο βαθμό που δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία από θεσμικά και λοιπά όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες της Ένωσης, πρέπει να συμμορφώνονται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(10) και με τους εφαρμοστέους κανόνες σχετικά με το απόρρητο των δικαστικών ερευνών.

(20)  Το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα της εφαρμογής κυρώσεων βάσει του ποινικού δικαίου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία επιλογής του επαγγέλματος και το δικαίωμα προς εργασία, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα της υπεράσπισης, τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας των αξιόποινων πράξεων και ποινών, καθώς και την απαγόρευση της υποβολής ενός ατόμου σε ποινική δίκη και επιβολής ποινής δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη. Η παρούσα οδηγία επιδιώκει τον πλήρη σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων και αρχών και πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως.

(21)  Η παρούσα οδηγία θα εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων για την άρση των ασυλιών που περιλαμβάνονται στη ΣΛΕΕ, στο Πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Οργανισμό του Δικαστηρίου και στα κείμενα που τα εφαρμόζουν, καθώς και παρόμοιων διατάξεων της νομοθεσίας των κρατών μελών.

(22)  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους γενικούς κανόνες και αρχές του εθνικού ποινικού δικαίου για την επιβολή και την εκτέλεση ποινών σύμφωνα με τα συγκεκριμένα περιστατικά κάθε μεμονωμένης υπόθεσης.

(23)  Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Τίτλος I

Αντικείμενο και ορισμοί

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τις αναγκαίες ρυθμίσεις στον τομέα της πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης και των λοιπών παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, με τον καθορισμό ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων, με σκοπό την παροχή αποτελεσματικής και ισοδύναμης προστασίας στα κράτη μέλη, καθώς και στα θεσμικά και λοιπά όργανα, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ένωσης, και την ενίσχυση της αξιοπιστίας των θεσμικών οργάνων και των πρωτοβουλιών της Ένωσης. [Τροπολογία 11]

Άρθρο 2

Ορισμός των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» νοούνται το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των οποίων η διαχείριση ασκείται από την Ένωση και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης ή για λογαριασμό αυτών, το σύνολο των χρηματοοικονομικών της πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των δανειοληπτικών και δανειοδοτικών δραστηριοτήτων, καθώς και, ειδικότερα, όλα τα έσοδα και οι δαπάνες που καλύπτονται, αποκτώνται μέσω ή οφείλονται: [Τροπολογία 12]

α)  στον προϋπολογισμό της Ένωσης·

β)  στους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων, υπηρεσιών και οργανισμών που έχουν ιδρυθεί βάσει κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών ή στους προϋπολογισμούς των οποίων αυτά ασκούν άμεσα ή έμμεσα τη διαχείριση και εποπτεία. [Τροπολογία 13]

Τίτλος ΙΙ

Ποινικά αδικήματα στους τομείς της πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

Άρθρο 3

Απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι υπόκειται σε τιμωρία, ως ποινικό αδίκημα, η ακόλουθη εκ προθέσεως τελούμενη συμπεριφορά:

α)  όσον αφορά τους δαπάνες, κάθε πράξη ή παράλειψη σχετικά με:

i)  τη χρήση ή την υποβολή πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την αχρεώστητη είσπραξη ή παρακράτηση πόρων που προέρχονται από τον προϋπολογισμό τους Ένωσης ή από προϋπολογισμούς των οποίων η διαχείριση ασκείται από την Ένωση ή για λογαριασμό τους,

ii)  την αποσιώπηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα, ή

iii)  την μη κατά προορισμό χρήση των στοιχείων παθητικού ή των δαπανών, για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους χορηγήθηκαν·

β)  όσον αφορά τα έσοδα, κάθε πράξη ή παράλειψη σχετικά με:

i)  τη χρήση ή την υποβολή πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων, με αποτέλεσμα την παράνομη μείωση των πόρων του προϋπολογισμού της Ένωσης ή προϋπολογισμών των οποίων η διαχείριση ασκείται από την Ένωση ή για λογαριασμό της,

ii)  την αποσιώπηση πληροφοριών κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης, με τα αυτά αποτελέσματα, ή

iii)  τη μη κατά προορισμό χρήση ενός νόμιμα αποκτηθέντος ευεργετήματος με τα αυτά αποτελέσματα.

Άρθρο 4

Συναφή με την απάτη αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι υπόκειται σε τιμωρία, ως ποινικό αδίκημα, οποιαδήποτε παροχή πληροφοριών, ή παράλειψη παροχής πληροφοριών, σε οντότητες ή αρχές οι οποίες αναθέτουν συμβάσεις ή παρέχουν επιχορηγήσεις στο πλαίσιο διαδικασίας που έχει ως σκοπό την ανάθεση δημόσιας σύμβασης ή την παροχή επιχορήγησης στην οποία υπεισέρχονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, από υποψηφίους ή συμμετέχοντες σε διαγωνισμό, ή από πρόσωπα που είναι υπεύθυνα ή συμπράττουν στην κατάρτιση απαντήσεων σε προκηρύξεις διαγωνισμών ή αιτήσεων τέτοιων συμμετεχόντων για την παροχή επιχορήγησης, εφόσον διαπράττεται εκ προθέσεως και με σκοπό να καταστρατηγηθεί ή να στρεβλωθεί η εφαρμογή των κριτηρίων επιλεξιμότητας, αποκλεισμού, επιλογής ή ανάθεσης, ή να στρεβλωθεί ή να εξαλειφθεί ο φυσικός ανταγωνισμός μεταξύ των προσφερόντων. [Τροπολογία 14]

2.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι υπόκειται σε τιμωρία, ως ποινικό αδίκημα, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(11), με αντικείμενο περιουσιακά στοιχεία ή εισόδημα προερχόμενα από αξιόποινες πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. [Τροπολογία 15]

3.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι υπόκειται η παθητική και η ενεργητική δωροδοκία, όταν τελούνται εκ προθέσεως, υπόκεινται σε τιμωρία, ως ποινικό αδίκημα, η ακόλουθη εκ προθέσεως τελούμενη συμπεριφορά ποινικά αδικήματα.

α)  Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως παθητική δωροδοκία νοείται η συμπεριφορά δημόσιου λειτουργού ο οποίος ζητά ή λαμβάνει δέχεται εκ των προτέρων, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσεως ή δέχεται υπόσχεση τέτοιου ωφελήματος, προκειμένου να προβεί, να καθυστερήσει ή να παραλείψει να προβεί σε ενέργεια σύμφωνα με τα καθήκοντά του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, είτε κατά παράβαση των επίσημων υποχρεώσεών του είτε όχι, κατά τρόπο που ζημιώνει ή είναι πιθανό να ζημιώσει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. (παθητική δωροδοκία)·

β)η Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η ενεργητική δωροδοκία συνίσταται στη συμπεριφορά οποιουδήποτε προσώπου το οποίο υπόσχεται, προσφέρει ή παρέχει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, ωφέλημα οποιασδήποτε φύσεως σε δημόσιο λειτουργό, για τον εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου να προβεί, να καθυστερήσει ή να παραλείψει να προβεί σε ενέργεια σύμφωνα με τα καθήκοντά του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του κατά τρόπο που ζημιώνει ή είναι πιθανό να ζημιώσει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης (ενεργητική δωροδοκία), ή ως ανταμοιβή για εν λόγω συμπεριφορά στο παρελθόν. [Τροπολογία 16]

4.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι η υπεξαίρεση, όταν τελείται εκ προθέσεως, υπόκειται σε τιμωρία, ως ποινικό αδίκημα.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως υπεξαίρεση νοείται πράξη δημόσιου λειτουργού κατά την οποία δεσμεύει ή εκταμιεύει πόρους ή ιδιοποιείται ή χρησιμοποιεί στοιχεία ενεργητικού (υπεξαίρεση), η συμπεριφορά δημόσιου λειτουργού ο οποίος εκ προθέσεως δεσμεύει ή εκταμιεύει πόρους ή ιδιοποιείται ή χρησιμοποιεί πόρους κατά τρόπο αντίθετο προς τον σκοπό για τον οποίον προορίζονταν, με σκοπό να βλάψει και η οποία βλάπτει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. [Τροπολογία 17]

5.  Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως «δημόσιος λειτουργός» νοείται:

α)  κάθε πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας για την Ένωση ή σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα κατέχοντας νομοθετικό, διοικητικό ή δικαστικό αξίωμα υπάλληλος της Ένωσης ή εθνικός υπάλληλος, περιλαμβανομένου και κάθε εθνικού υπαλλήλου άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας.

Ως «υπάλληλος της Ένωσης» νοείται:

i)  κάθε πρόσωπο που είναι υπάλληλος ή απασχολούμενος επί συμβάσει κατά την έννοια του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»),

ii)  κάθε πρόσωπο που αποσπάται σε θεσμικό ή άλλο όργανο, υπηρεσία ή οργανισμό της Ένωσης από τα κράτη μέλη ή από δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα και ασκεί καθήκοντα αντίστοιχα με εκείνα που ασκούν οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα μέλη των οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών που δημιουργούνται δυνάμει των Συνθηκών και το προσωπικό των εν λόγω οργάνων, οργανισμών και υπηρεσιών αντιμετωπίζονται ως υπάλληλοι της Ένωσης, εάν ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται σε αυτούς.

Ο όρος «εθνικός υπάλληλος» νοείται σε συνάρτηση με τον ορισμό του «υπαλλήλου» ή του «δημόσιου υπαλλήλου» στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους ή του τρίτου κράτους στο οποίο το σχετικό πρόσωπο ασκεί τα καθήκοντά του.

Ωστόσο, όσον αφορά τις διώξεις στις οποίες εμπλέκεται υπάλληλος κράτους μέλους ή εθνικός υπάλληλος τρίτης χώρας και οι οποίες κινούνται με πρωτοβουλία άλλου κράτους μέλους, το τελευταίο δεν υποχρεούται να εφαρμόζει τον ορισμό του «εθνικού υπαλλήλου» παρά μόνο στο μέτρο που ο ορισμός αυτός συνάδει με το εσωτερικό του δίκαιο·

β)  κάθε άλλο πρόσωπο που στο οποίο έχουν ανατεθεί και το οποίο ασκεί καθήκοντα δημόσιας υπηρεσίας για την Ένωση ή σε κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, χωρίς να κατέχει παρόμοιο αξίωμα, το οποίο συμμετέχει στη διαχείριση ή τη λήψη αποφάσεων σε σχέση με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης , το οποίο έχει ως αντικείμενο τη διαχείριση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες ή τη λήψη αποφάσεων αναφορικά με τα εν λόγω συμφέροντα. [Τροπολογία 18]

Τίτλος III

Γενικές διατάξεις σχετικά με τα ποινικά αδικήματα στους τομείς της πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

Άρθρο 5

Ηθική αυτουργία, συνέργεια και απόπειρα

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι η ηθική αυτουργία και η συνέργεια στα αδικήματα που καθορίζονται στον Τίτλο ΙΙ στη διάπραξη οιουδήποτε εκ των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 υπόκεινται σε τιμωρία ως ποινικά αδικήματα. [Τροπολογία 19]

2.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι κάθε απόπειρα διάπραξης οιουδήποτε εκ των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 ή και στο άρθρο 4 παράγραφος 4 υπόκειται σε τιμωρία ως ποινικό αδίκημα. [Τροπολογία 20]

Άρθρο 6

Ευθύνη των νομικών προσώπων

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα δύνανται να υπέχουν ευθύνη για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα του Τίτλου II των άρθρων 3, 4 και 5 που διαπράχθηκε προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου, με βάση: [Τροπολογία 21]

α)  εξουσία εκπροσώπησης του νομικού προσώπου·

β)  εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου· ή

γ)  εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

2.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν ενός επίσης τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα δύνανται να υπέχουν ευθύνη όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος του Τίτλου ΙΙ ενός οιουδήποτε εκ των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5 προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου από πρόσωπο που τελεί υπό την εξουσία του. [Τροπολογία 22]

3.  Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την ποινική δίωξη των φυσικών προσώπων που είναι οι δράστες των ποινικών αδικημάτων του Τίτλου ΙΙ των άρθρων 3 και 4 ή υπέχουν ποινική ευθύνη βάσει του άρθρου 5. [Τροπολογία 23]

4.  Για ενός σκοπούς ενός παρούσας οδηγίας, ως «νομικό πρόσωπο» νοείται κάθε οντότητα που έχει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εξαιρουμένων των κρατών και των δημόσιων οργάνων κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας και των δημόσιων διεθνών οργανισμών.

Άρθρο 7

Κυρώσεις για τα φυσικά πρόσωπα

1.  Προκειμένου για φυσικά πρόσωπα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η τέλεση των ποινικών αδικημάτων του Τίτλου II των άρθρων 3, 4 και 5 επισύρει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις, περιλαμβανομένης ενός της επιβολής προστίμου και ενός της φυλάκισης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8. [Τροπολογία 24]

2.  Σε περιπτώσεις αξιόποινων πράξεων οι οποίες αδικημάτων τα οποία αφορούν βλάβη κατώτερη των 10.000 5 000 EUR και αποκόμιση οφέλους κατώτερου των 10.000 5 000 EURκαι δεν περιλαμβάνουν ιδιαιτέρως σοβαρές επιβαρυντικές περιστάσεις, ένα κράτος μέλος δύναται να προβλέπει διαφορετικές ποινικές κυρώσεις την επιβολή μη ποινικών κυρώσεων. [Τροπολογία 25]

3.  Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν θίγει την άσκηση πειθαρχικών εξουσιών κατά δημόσιων λειτουργών από ενός τις αρμόδιες αρχές, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5. [Τροπολογία 26]

4.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι τυχόν κυρώσεις άλλου είδους, οι οποίες δεν είναι δυνατό να εξομοιωθούν με ποινικές κυρώσεις και οι οποίες έχουν ήδη επιβληθεί στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια συμπεριφορά, είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό ενός ποινής που πρέπει να επιβληθεί στο εν λόγω πρόσωπο για την τέλεση ενός αδικήματος του Τίτλου II.

Άρθρο 8

Κατώτατα όρια των ποινών φυλάκισης

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι η τέλεση των αδικημάτων που εμπίπτουν στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 4 και τα οποία αφορούν ωφέλημα ή βλάβη τουλάχιστον 100.000 50 000 EUR τιμωρούνται: [Τροπολογία 43]

α)  με ελάχιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών· [Τροπολογία 27]

β)  με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον πέντε ετών.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι η τέλεση των αδικημάτων που εμπίπτουν στο άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 και τα οποία αφορούν ωφέλημα ή βλάβη τουλάχιστον 30 000 EUR τιμωρούνται:

α)  με ελάχιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών· [Τροπολογία 28]

β)  με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον πέντε ετών.

2.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι η τέλεση των ποινικών αδικημάτων που εμπίπτουν στον Τίτλο II στα άρθρα 3, 4 και 5 επισύρει μέγιστη ποινή φυλάκισης δέκα ετών τουλάχιστον, σε περίπτωση που η αξιόποινη πράξη ετελέσθη στο πλαίσιο όπως λειτουργίας εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια όπως της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ. [Τροπολογία 30]

Άρθρο 8α

Επιβαρυντικές περιστάσεις

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που ένα ποινικό αδίκημα των άρθρων 3, 4 ή 5 ετελέσθη στο πλαίσιο λειτουργίας εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ, το γεγονός αυτό θεωρείται επιβαρυντική περίσταση για τους σκοπούς της επιβολής ποινής. [Τροπολογία 31]

Άρθρο 9

Είδη ελάχιστων κυρώσεων για τα νομικά πρόσωπα

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι νομικό πρόσωπο που υπέχει ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 6 υπόκειται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, όπως οποίες περιλαμβάνονται χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, και, ενδεχομένως, όπως κυρώσεις, όπως:

α)  αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·

αα)  προσωρινός ή μόνιμος αποκλεισμός από διαγωνισμούς της Ένωσης· [Τροπολογία 32]

β)  μέτρα προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας·

γ)  θέση υπό δικαστική εποπτεία·

δ)  δικαστική εκκαθάριση·

ε)  προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος.

Άρθρο 9α

Κανόνας «ne bis in idem»

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στην εθνική ποινική νομοθεσία τους τον κανόνα «ne bis in idem», βάσει του οποίου ένα πρόσωπο, δικασθέν τελεσιδίκως σε ένα κράτος μέλος, δεν επιτρέπεται να διωχθεί ποινικώς σε άλλο κράτος μέλος για την ίδια πράξη, υπό τον όρο ότι η τυχόν επιβληθείσα ποινή έχει εκτελεσθεί ή βρίσκεται στο στάδιο της εκτέλεσης ή έχει καταστεί αδύνατη η εκτέλεσή της βάσει της νομοθεσίας του κράτους εντός του οποίου επιβλήθηκε η ποινή. [Τροπολογία 33]

Άρθρο 10

Δέσμευση και δήμευση

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη δέσμευση και δήμευση των προϊόντων και οργάνων των αδικημάτων που αναφέρονται στον Τίτλο II, σύμφωνα με την οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(12).

Άρθρο 11

Διεθνής δικαιοδοσία

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να θεμελιώσουν τη διεθνή δικαιοδοσία τους για τα αδικήματα που αναφέρονται στον Τίτλο ΙΙ στα άρθρα 3, 4 και 5, εφόσον:

α)  το αδίκημα διαπράττεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφός τους· ή

β)  ο δράστης του αδικήματος είναι υπήκοος τους· ή έχει την κατοικία του εντός της επικράτειάς τους· ή

γ)  ο δράστης υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή υπέκειτο στον εν λόγω κανονισμό κατά τη διάπραξη του αδικήματος. [Τροπολογία 34]

2.  Για την περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι η διεθνής δικαιοδοσία τους δεν εξαρτάται από τον όρο ότι η δίωξη μπορεί να κινηθεί μόνον κατόπιν έγκλησης του θύματος στον τόπο όπου διαπράχθηκε το αδίκημα ή καταγγελίας από το κράτος του τόπου όπου διαπράχθηκε το αδίκημα.

3.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στη διεθνή δικαιοδοσία τους υπάγονται περιπτώσεις όπου το αδίκημα διαπράττεται μέσω τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών προσβάσιμης από το έδαφός τους.

Άρθρο 12

Παραγραφή των αδικημάτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν προθεσμία παραγραφής εντός της οποίας είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί η διερεύνηση, δίωξη, εκδίκαση και έκδοση απόφασης δικαστηρίου σχετικά με αδικήματα αναφερόμενα στον Τίτλο ΙΙ, καθώς και στο άρθρο 5, διάρκειας τουλάχιστον πέντε ετών από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος.

2.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η προθεσμία παραγραφής διακόπτεται και αρχίζει εκ νέου με κάθε πράξη αρμόδιας εθνικής αρχής, συμπεριλαμβανομένης, ιδίως, της πραγματικής έναρξης της διερεύνησης ή της δίωξης, μέχρι τουλάχιστον δέκα έτη από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος.

3.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να είναι δυνατή η εκτέλεση ποινής η οποία έχει επιβληθεί συνεπεία οριστικής καταδίκης για αδίκημα αναφερόμενο στον Τίτλο ΙΙ, καθώς και στο άρθρο 5, επί ικανό χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να είναι βραχύτερο των δέκα ετών από τον χρόνο επιβολής της οριστικής καταδίκης.

Άρθρο 13

Ανάκτηση

Η παρούσα οδηγία δεν επηρεάζει την ανάκτηση ποσών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως στο πλαίσιο της τέλεσης των ποινικών αδικημάτων τα οποία αναφέρονται στον Τίτλο II στα άρθρα 3, 4 και 5.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την ταχεία ανάκτηση των ποσών αυτών και τη μεταφορά τους στον προϋπολογισμό της Ένωσης, με την επιφύλαξη των σχετικών τομεακών κανόνων της Ένωσης για τις δημοσιονομικές διορθώσεις και την ανάκτηση ποσών που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως. Τα κράτη μέλη τηρούν πλήρη στοιχεία σχετικά με τα ανακτηθέντα ποσά και ενημερώνουν τα αρμόδια θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης σχετικά με τα ποσά αυτά ή, εάν δεν έχουν ανακτηθεί, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατή η ανάκτησή τους. [Τροπολογία 35]

Άρθρο 14

Διάδραση με άλλες εφαρμοστέες νομικές πράξεις της Ένωσης

Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν επηρεάζεται από την εφαρμογή διοικητικών μέτρων, ποινών και προστίμων που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης, ιδίως αυτών κατά την έννοια των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου(13), ή στο εθνικό δίκαιο που θεσπίζεται προς συμμόρφωση με ειδική υποχρέωση βάσει του δικαίου της Ένωσης. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οποιεσδήποτε ποινικές διαδικασίες κινούνται βάσει των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν τη χρηστή και αποτελεσματική εφαρμογή διοικητικών μέτρων, χρηματικών ποινών και προστίμων τα οποία δεν είναι δυνατό να εξομοιωθούν με ποινική διαδικασία και προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης ή σε εθνικές διατάξεις εφαρμογής.

Τίτλος IV

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 15

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης) [Τροπολογία 36]

1.  Με την επιφύλαξη των κανόνων περί διασυνοριακής συνεργασίας και αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, τα κράτη μέλη, η Eurojust και η Επιτροπή συνεργάζονται μεταξύ τους, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, για την καταπολέμηση των αξιόποινων πράξεων οι οποίες ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στον Τίτλο II στα άρθρα 3, 4 και 5. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή παρέχει και, κατά περίπτωση, η Eurojust παρέχουν κάθε αναγκαία τεχνική και επιχειρησιακή βοήθεια που ενδεχομένως χρειάζονται οι αρμόδιες εθνικές αρχές προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός των ερευνών τους. [Τροπολογία 37]

2.  Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, να ανταλλάσσουν πληροφορίες με την Επιτροπή και τη Eurojust, προκειμένου να διευκολύνεται η εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική δράση κατά των αξιόποινων πράξεων οι οποίες αντιμετώπιση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στον Τίτλο ΙΙ στα άρθρα 3, 4 και 5. Η Επιτροπή, η Eurojust και οι αρμόδιες εθνικές αρχές λαμβάνουν υπόψη συμμορφώνονται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις του απόρρητου των ερευνών και της προστασίας των δεδομένων. Προς τον σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος, όταν παρέχει πληροφορίες στην Επιτροπή και στη Eurojust, μπορεί να θέσει ειδικούς όρους ως προς τη χρήση των πληροφοριών, είτε από την Επιτροπή και στη Eurojust είτε από άλλο κράτος μέλος στο οποίο ενδέχεται να διαβιβασθούν οι πληροφορίες αυτές. [Τροπολογία 38]

2α.  Το Ελεγκτικό Συνέδριο, τα εθνικά όργανα ελέγχου (π.χ. κατά τον έλεγχο πράξεων στο πλαίσιο συμφωνιών επιμερισμένης διαχείρισης) και οι ελεγκτές στους οποίους έχει ανατεθεί ο έλεγχος των προϋπολογισμών των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών που έχουν ιδρυθεί κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών, ή των προϋπολογισμών που υπόκεινται στη διαχείριση και τον έλεγχο των θεσμικών οργάνων, κοινοποιούν στην OLAF τα ποινικά αδικήματα των οποίων έλαβαν γνώση κατά τη διάρκεια της αποστολής τους. [Τροπολογία 39]

2β.  Οι υπάλληλοι της Ένωσης κοινοποιούν στην OLAF τα ποινικά αδικήματα των οποίων έλαβαν γνώση κατά τη διάρκεια της αποστολής τους. [Τροπολογία 40]

Άρθρο 16

Κατάργηση των συμβάσεων ποινικού δικαίου για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Η Σύμβαση για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26ης Ιουλίου 1995, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών πρωτοκόλλων της 27ης Σεπτεμβρίου 1996, της 29ης Νοεμβρίου 1996 και της 19ης Ιουνίου 1997, καταργείται με ισχύ από την [ημερομηνία εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο].

Άρθρο 17

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως την …, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από … .

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 17α

Υποβολή εκθέσεων, στατιστικά στοιχεία και αξιολόγηση

1.  Η Επιτροπή υποβάλλει, μέχρι [24 μήνες μετά την προθεσμία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας] και στη συνέχεια σε ετήσια βάση, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με την οποία αξιολογείται κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία, καθώς και η αποτελεσματικότητα της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της.

Οι εν λόγω εκθέσεις αναφέρονται στα στοιχεία που διατίθενται από τα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 2.

2.  Τα κράτη μέλη συγκεντρώνουν σε τακτική βάση και διατηρούν λεπτομερή στατιστικά στοιχεία από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να επανεξετάζουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων που έχουν θεσπίσει για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Τα στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώνονται αποστέλλονται σε ετήσια βάση στην Επιτροπή και περιλαμβάνουν:

α)  τον αριθμό των ποινικών διώξεων που κινήθηκαν, με περαιτέρω κατανομή στις κατηγορίες ποινικών διώξεων που απορρίφθηκαν, κατέληξαν σε αθώωση, οδήγησαν σε καταδίκη ή βρίσκονται σε εξέλιξη,

β)  τα ποσά που ανακτήθηκαν και τα ποσά που δεν ανακτήθηκαν, κατόπιν ποινικών διώξεων,

γ)  τον αριθμό των αιτήσεων συνδρομής που ελήφθησαν από άλλα κράτη μέλη, με περαιτέρω κατανομή στις κατηγορίες αιτημάτων που έγιναν δεκτά και αιτημάτων που απορρίφθηκαν.

3.  Η Επιτροπή, μέχρι [60 μήνες μετά την προθεσμία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας], υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πλήρη αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας, με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία και, ιδιαίτερα, τις εκθέσεις και τα στατιστικά στοιχεία που παρέχονται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Εάν ενδείκνυται, η Επιτροπή υποβάλλει ταυτόχρονα πρόταση για τροποποίηση της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης. [Τροπολογία 41]

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 19

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

...,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1)ΕΕ C 383 της 12.12.2012, σ. 1.
(2) ΕΕ C 391 της 18.12.2012, σ. 134.
(3) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014.
(4)Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2011 στην υπόθεση C-539/09 Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2011, σ. I-11235).
(5)Απόφαση πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ L 300 της 11.11.2008, σ. 42).
(6)ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 48.
(7)ΕΕ C 313 της 23.10.1996, σ. 1.
(8)ΕΕ C 151 της 20.5.1997, σ. 1.
(9)Απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60).
(10)Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).
(11)Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).
(12)Οδηγία 2014/42/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 127 της 29.4.2014, σ. 39).
(13)Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1).

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου