Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων (2013/2185(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), και ειδικότερα το προοίμιό της, το άρθρο 4 παράγραφος 3 (καλόπιστη συνεργασία μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών), το άρθρο 5 (οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων και επικουρικότητα), το άρθρο 10 παράγραφοι 1 (αντιπροσωπευτική δημοκρατία) και 2 (εκπροσώπηση των Ευρωπαίων πολιτών) και το άρθρο 12 (ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων),
– έχοντας υπόψη το πρωτόκολλο αριθ. 1 σχετικά με τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικότερα το προοίμιο και τον τίτλο ΙΙ σχετικά με τη διακοινοβουλευτική συνεργασία, και το πρωτόκολλο αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, που προσαρτώνται στη Συνθήκη της Λισαβόνας,
– έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του της 12ης Ιουνίου 1997 σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων(1), της 7ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης(2), και της 7ης Μαΐου 2009 σχετικά με την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας(3),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ και την επικουρικότητα και την αναλογικότητα – 19η έκθεση «Βελτίωση της νομοθεσίας» για το 2011(4),
– έχοντας υπόψη τις τελικές συστάσεις, της 20ας Δεκεμβρίου 2011, της ομάδας προσανατολισμού σχετικά με τα εθνικά κοινοβούλια βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας,
– έχοντας υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής για τις σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εθνικών κοινοβουλίων, και ιδίως την έκθεση του 2012 (COM(2013)0565),
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα που ενέκρινε η Διάσκεψη των Προέδρων των Κοινοβουλίων της ΕΕ κατά τις συνεδριάσεις της που διεξήχθησαν μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας(5), και ειδικότερα κατά τις συνεδριάσεις της Βαρσοβίας το 2012 και της Λευκωσίας το 2013,
– έχοντας υπόψη τη συμβολή και τα συμπεράσματα των συνεδριάσεων της Διάσκεψης των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων των Κοινοβουλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COSAC) μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, ιδίως δε της 50ής Διάσκεψης της COSAC στο Βίλνιους το 2013, καθώς και τις εξαμηνιαίες εκθέσεις της COSAC(6),
– έχοντας υπόψη την 20ή εξαμηνιαία έκθεση της COSAC και ιδίως το τμήμα σχετικά με τη δημοκρατική νομιμότητα της ΕΕ και τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων, αλλά και σχετικά με τον πολιτικό διάλογο και τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2014,
– έχοντας υπόψη τη συμβολή των εθνικών κοινοβουλίων κατά τη συνεδρίαση των προέδρων της COSAC, η οποία διεξήχθη στο ελληνικό κοινοβούλιο στην Αθήνα, στις 26 και 27 Ιανουαρίου 2014,
– έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διακοινοβουλευτική συνεργασία, οι οποίες εγκρίθηκαν από τη Διάσκεψη προέδρων των κοινοβουλίων της ΕΕ στη Λισαβόνα στις 21 Ιουλίου 2008,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα των διακοινοβουλευτικών διασκέψεων σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας (ΚΠΑΑ) που διεξήχθησαν στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου 2012 στην Πάφο (Κύπρος), από 24 έως 26 Μαρτίου 2013 στο Δουβλίνο (Ιρλανδία) και από 4 έως 6 Σεπτεμβρίου 2013 στο Βίλνιους (Λιθουανία), και τη συμβολή της διακοινοβουλευτικής διάσκεψης για την οικονομική και χρηματοπιστωτική διακυβέρνηση της ΕΕ η οποία πραγματοποιήθηκε, δυνάμει του άρθρου 13 της Συνθήκης για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση (ΣΣΣΔ), στο Βίλνιους (Λιθουανία) από 16 έως 17 Οκτωβρίου 2013,
– έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του της 12ης Δεκεμβρίου 2013 σχετικά με τα προβλήματα συνταγματικής φύσης από μια πολυεπίπεδη διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση(7) και σχετικά με τις σχέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τα θεσμικά όργανα που εκπροσωπούν τις εθνικές κυβερνήσεις(8),
– έχοντας υπόψη την έκθεση «Προς μια ουσιαστική οικονομική και νομισματική Ένωση», η οποία υποβλήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2012 από τους προέδρους Van Rompuy, Juncker, Barroso και Draghi,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα των συνεδριάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που διεξήχθησαν στις 13 και 14 Δεκεμβρίου 2012, στις 24 και 25 Οκτωβρίου 2013 και στις 19 και 20 Δεκεμβρίου 2013,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 130 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Μαρτίου 2014 σχετικά με την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο(9),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0255/2014),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την ΣΕΕ, η ισχύουσα θεσμική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να θεωρείται ως ένα στάδιο της διαδικασίας δημιουργίας μιας όλο και στενότερης ένωσης η οποία ξεκίνησε με την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή κατά την άσκηση των καθηκόντων που απορρέουν από τις Συνθήκες, με πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και αποφεύγουν να λάβουν οποιοδήποτε μέτρο που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 12 της ΣΕΕ σχετικά με τις δραστηριότητες των εθνικών κοινοβουλίων ενισχύει την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, καθορίζοντας ότι τα εθνικά κοινοβούλια συμβάλλουν ενεργά στην καλή λειτουργία της Ένωσης·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχή της δοτής αρμοδιότητας καθορίζει τις αρμοδιότητες της Ένωσης, η άσκησή της οποίας διέπεται από τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας και ότι όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, μαζί με τα εθνικά κοινοβούλια, μεριμνούν για τη συμβατότητα των νομοθετικών πράξεων με την αρχή της επικουρικότητας·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημοκρατική νομιμότητα και η λογοδοσία πρέπει να διασφαλιστούν σε όλα τα επίπεδα λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, καθώς και όσον αφορά τις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις τους·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η λειτουργία της Ένωσης βασίζεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία καθώς και σε μια διπλή δημοκρατική νομιμότητα που απορρέει από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο εκλέγεται άμεσα από τους πολίτες, και από τα κράτη μέλη που εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους είναι δημοκρατικά υπόλογες ενώπιον των εθνικών τους κοινοβουλίων ή ενώπιον των πολιτών τους·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια αποτελούν, στους τομείς της αρμοδιότητάς τους, τους πυλώνες της διπλής ευρωπαϊκής δημοκρατικής νομιμοποίησης: το πρώτο ως θεσμικό όργανο στο οποίο οι πολίτες εκπροσωπούνται άμεσα σε επίπεδο Ένωσης, και τα δεύτερα ως εθνικά θεσμικά όργανα ενώπιον των οποίων είναι άμεσα υπόλογες οι αντίστοιχες κυβερνήσεις που εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εθνικά κοινοβούλια δεν αποτελούν «τρίτο νομοθετικό σώμα» της ΕΕ, αλλά τα όργανα στα οποία λογοδοτεί το δεύτερο νομοθετικό σώμα της Ένωσης, δηλαδή το Συμβούλιο·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι επιβάλλεται συνεπώς να γίνει αποδεκτή η εποικοδομητική αυτή προσέγγιση των εθνικών κοινοβουλίων, η οποία εκφράζεται με τη διαβίβαση των εισηγήσεων αυτών·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εθνικά κοινοβούλια πρέπει να αναπτύξουν ισχυρές και συνεκτικές δομές σχετικά με την ΕΕ για την ενίσχυση των δεσμών με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και την απόκτηση περαιτέρω εμπειρίας επί των ευρωπαϊκών θεμάτων·
ΙΑ. λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι, στην παρούσα φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τα εθνικά κοινοβούλια αναλαμβάνουν το δικό τους συγκεκριμένο ρόλο προκειμένου να ενισχύσουν την ευρωπαϊκή διάσταση στο εσωτερικό των κρατών μελών και να φέρουν τους πολίτες πιο κοντά στην ΕΕ·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η διακοινοβουλευτική συνεργασία μπορεί να διαδραματίσει βασικό ρόλο την προώθηση της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσα από την ανταλλαγή πληροφοριών, την από κοινού εξέταση των προβλημάτων, τον αμοιβαίως επωφελή διάλογο και την ομαλότερη μεταφορά της ενωσιακής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο·
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά τη σύσταση της Διακοινοβουλευτικής Διάσκεψης για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), και την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) καθώς και της Διακοινοβουλευτικής Διάσκεψης σχετικά με την οικονομική διακυβέρνηση, καθώς και την παγίωση του ρόλου των συναντήσεων της διακοινοβουλευτικής επιτροπής ως προτιμησιακό δίαυλο για τη συνεργασία, η COSAC οφείλει να παραμείνει ένα πεδίο τακτικής ανταλλαγής απόψεων, πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών σχετικά με τις πρακτικές πτυχές του κοινοβουλευτικού ελέγχου·
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο «πολιτικός διάλογος» που θεσπίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τα εθνικά κοινοβούλια, ιδίως ο διάλογος που προωθείται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου με στόχο τον εκ των προτέρων συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, προϋποθέτει μεγαλύτερη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδίως ενόψει της αλληλεξάρτησης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων·
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τροποποιήσεις του Κανονισμού λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας σχετικά με τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην ΕΕ·
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να τονιστεί ο ρόλος της Διάσκεψης των προέδρων των κοινοβουλίων της ΕΕ στη διακοινοβουλευτική συνεργασία·
I. Εθνικά κοινοβούλια και δημοκρατική νομιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
1. εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι οι διατάξεις των Συνθηκών προβλέπουν μια σειρά δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τα εθνικά κοινοβούλια, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην εύρυθμη λειτουργία της Ένωσης· εκτιμά ότι τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις αφορούν:
α)
την ενεργό συμμετοχή στις ενωσιακές υποθέσεις (αρμοδιότητα επικύρωσης των Συνθηκών, συμμετοχή στην Συνέλευση που αναφέρεται στο άρθρο 48 της ΣΕΕ, έλεγχος των εθνικών κυβερνήσεων, έλεγχος της επικουρικότητας, δικαίωμα εναντίωσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μεταφορά του ευρωπαϊκού δικαίου στις εσωτερικές νομοθεσίες)·
β)
τον πολιτικό διάλογο (διακοινοβουλευτική συνεργασία και αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ιδίως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)·
2. επισημαίνει ότι η διπλή δημοκρατική νομιμότητα της Ένωσης –ως Ένωση των πολιτών και των κρατών μελών– εκδηλώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον νομοθετικό τομέα με τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· πιστεύει ότι, προκειμένου τα κράτη μέλη να εκπροσωπούνται κατά ενιαίο και απολύτως δημοκρατικό τρόπο στην ΕΕ, η θέση των κυβερνήσεων θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις των εθνικών κοινοβουλίων, ενισχύοντας έτσι τον δημοκρατικό χαρακτήρα του Συμβουλίου·
3. τονίζει ότι η τήρηση των αρχών της νομιμότητας και της λογοδοσίας πρέπει να διασφαλίζεται σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο από τα εθνικά κοινοβούλια και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιστοίχως· υπενθυμίζει την αρχή που διατυπώθηκε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2012 σύμφωνα με την οποία «σε ολόκληρη τη διαδικασία, γενικός στόχος θα παραμείνει η διασφάλιση της δημοκρατικής νομιμότητας και λογοδοσίας στο επίπεδο όπου λαμβάνονται και υλοποιούνται οι αποφάσεις»·
4. καλεί τα εθνικά κοινοβούλια να λάβουν μέτρα προκειμένου:
α)
να βελτιώσουν τους μηχανισμούς καθοδήγησης και ελέγχου με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης σύγκλισης·
β)
να ασκούν ρόλο προληπτικής καθοδήγησης όσον αφορά το έργο των υπουργών και των εθνικών κυβερνήσεων στο Συμβούλιο σύμφωνα με την συνταγματική τους τάξη·
γ)
να ασκούν έλεγχο στις θέσεις που υποστηρίζουν οι υπουργοί και οι εθνικές κυβερνήσεις στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σύμφωνα με το εθνικό συνταγματικό τους πλαίσιο·
δ)
να διαδραματίζουν ρόλο αποτελεσματικής καθοδήγησης και ελέγχου όσον αφορά την ορθή εφαρμογή των οδηγιών και των κανονισμών·
ε)
να ενθαρρυνθεί το Συμβούλιο να καταστήσει διαφανέστερες τις διαβουλεύσεις του επί νομοθετικών πράξεων, ιδίως κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας, ούτως ώστε να μειωθεί η ασύμμετρη ενημέρωση μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου·
στ)
να εξαίρουν τις σχέσεις μεταξύ των επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εκείνων των εθνικών κοινοβουλίων·
5. αναγνωρίζει τον ρόλο που διαδραματίζουν οι επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων μέσω της συμμετοχής τους στη νομοθετική διαδικασία της ΕΕ·
6. εκφράζει συνεπώς τη λύπη του για την έλλειψη διαφάνειας στις διαβουλεύσεις του Συμβουλίου και για την ασύμμετρη πληροφόρηση μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου· ζητεί από το Συμβούλιο να εφαρμόσει τα ίδια με το Κοινοβούλιο επίπεδα διαφάνειας κατά την κατάρτιση των νομοθετικών πράξεων·
7. πιστεύει ότι η έλλειψη διαφάνειας στις νομοθετικές διαβουλεύσεις του Συμβουλίου, ιδίως όσον αφορά τις νομοθετικές πράξεις, δυσχεραίνει την πραγματική λογοδοσία των κυβερνήσεων έναντι των αντίστοιχων εθνικών κοινοβουλίων·
8. επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου της επικουρικότητας, τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 2 έχουν μέχρι σήμερα επιτευχθεί δύο φορές· υπενθυμίζει ότι ο σκοπός του μηχανισμού έγκαιρης προειδοποίησης δεν έγκειται στο να αναστείλει την ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων αλλά στο να βελτιώσει την ποιότητα της ενωσιακής νομοθεσίας, διασφαλίζοντας, ειδικότερα, ότι η ΕΕ δρα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της·
9. θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι ο έλεγχος της συμμόρφωσης με την αρχή της επικουρικότητας εκ μέρους των εθνικών κοινοβουλίων και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ δεν συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό αλλά μέσο διασφάλισης των αρμοδιοτήτων των εθνικών κοινοβουλίων, καθόσον συμβάλλει στη διαμόρφωση του τύπου και του περιεχομένου μιας επωφελούς νομοθετικής δραστηριότητας της ΕΕ·
10. πιστεύει ότι ο μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης πρέπει να αναθεωρείται και να χρησιμοποιείται ως εργαλείο αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ ευρωπαϊκών και εθνικών θεσμικών οργάνων·
11. εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι ο εν λόγω μηχανισμός χρησιμοποιείται στην πράξη και ως δίαυλος διαβούλευσης και συνεργατικού διαλόγου μεταξύ των διαφόρων οργάνων στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συστήματος της ΕΕ·
12. πιστεύει ότι τα θεσμικά όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις αιτιολογημένες γνώμες που εκδίδουν τα εθνικά κοινοβούλια ώστε να γίνεται κατανοητό τι πρέπει να κάνει η Ένωση προκειμένου να επιτυγχάνονται καλύτερα οι στόχοι των προβλεπόμενων νομοθετικών μέτρων και ζητεί από την Επιτροπή να απαντά άμεσα και λεπτομερώς στις αιτιολογημένες γνώμες και στις προτάσεις των εθνικών κοινοβουλίων·
II. Διακοινοβουλευτικές σχέσεις και διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
13. επαναλαμβάνει ότι η διακοινοβουλευτική συνεργασία σε ενωσιακό επίπεδο δεν υποκαθιστά τον τακτικό κοινοβουλευτικό έλεγχο που ασκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του αναθέτουν οι Συνθήκες και τις οποίες τα εθνικά κοινοβούλια ασκούν έναντι των αντίστοιχων κυβερνήσεών τους σε συνάρτηση με ευρωπαϊκά θέματα· πιστεύει ότι στόχος της είναι:
α)
η προώθηση της ανταλλαγής πληροφοριών και ορθών πρακτικών μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με στόχο την άσκηση αποτελεσματικότερου ελέγχου και πληρέστερης συμβολής, χωρίς να θίγονται οι αντίστοιχες αρμοδιότητές τους·
β)
η διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των κοινοβουλευτικών αρμοδιοτήτων σε θέματα της ΕΕ·
γ)
η προώθηση μιας πραγματικά ευρωπαϊκής κοινοβουλευτικής και πολιτικής διάστασης·
14. αντιλαμβάνεται τις διακοινοβουλευτικές συνεδριάσεις ως φόρα συνάντησης και αναπληροφόρησης μεταξύ ευρωπαϊκής και εθνικής πολιτικής, η οποία είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές· πιστεύει ότι στόχος τους, ειδικότερα, είναι να δίνουν τη δυνατότητα στα εθνικά κοινοβούλια να λαμβάνουν υπόψη, κατά τη διάρκεια των εθνικών συζητήσεων, την ευρωπαϊκή προοπτική, και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να λαμβάνει υπόψη, κατά τη διάρκεια του ευρωπαϊκού διαλόγου, τις εθνικές προοπτικές·
15. εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι το νέο ευρωπαϊκό διακοινοβουλευτικό σύστημα εξακολουθεί να βρίσκεται σε στάδιο διαμόρφωσης και πρέπει να αντανακλά μια συναινετική προσέγγιση σύμφωνα με τον Τίτλο ΙΙ, άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 που είναι προσαρτημένο στη Συνθήκη της Λισαβόνας, σύμφωνα με το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια έχουν από κοινού καθήκον να καθορίζουν με συναίνεση την οργάνωση και προώθηση της διακοινοβουλευτικής συνεργασίας εντός της Ένωσης, μολονότι είναι ακόμη πρόωρη κάθε προσπάθεια εξεύρεσης ενός κοινού πλαισίου για τη διακοινοβουλευτική συνεργασία·
16. επιδοκιμάζει τα μέτρα που έχουν ληφθεί μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας σύμφωνα με τις συστάσεις της συντονιστικής ομάδας για τις σχέσεις με τα εθνικά κοινοβούλια, προκειμένου να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδίως όσον αφορά τον προγραμματισμό των συνεδριάσεων της διακοινοβουλευτικής επιτροπής, την αύξηση του αριθμού των συνεδριάσεων αυτών (50 από το 2010), την διαβίβαση εγγράφων των εθνικών κοινοβουλίων (αιτιολογημένες γνώμες και εισηγήσεις) σε βουλευτές και αρμόδια πολιτικά όργανα, την καθιέρωση εικονοδιασκέψεων, την προώθηση των διμερών επισκέψεων, τις τεχνικές βελτιώσεις του συστήματος διακοινοβουλευτικής ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών σε επίπεδο ΕΕ (IPEX), την αύξηση του αριθμού των συνεργατικών σχεδίων που πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Κοινοβουλευτικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης (European Centre for Parliamentary Research and Documentation (ECPRD)), τις επισκέψεις διοικητικών στελεχών και την ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών· πιστεύει ότι οι δράσεις αυτές καθιστούν πιο αποτελεσματικές και εστιασμένες τις διακοινοβουλευτικές σχέσεις, συμβάλλοντας παράλληλα στον κοινοβουλευτικό εκδημοκρατισμό·
17. τονίζει ότι οι διακοινοβουλευτικές συνεδριάσεις πρέπει να οργανώνονται σε στενή συνεργασία με τα εθνικά κοινοβούλια προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και η ποιότητα τους· συνιστά, ως εκ τούτου, τη συμμετοχή τους, σε όσο το δυνατό πιο πρώιμο στάδιο, στην κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης των διακοινοβουλευτικών συνεδριάσεων·
18. πιστεύει ότι η ανάπτυξη των διακοινοβουλευτικών συνεδριάσεων θα πρέπει να βασίζεται σε πρακτικές ρυθμίσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των επιμέρους συνεδριάσεων·
19. επιδοκιμάζει την αποτελεσματικότητα των διακοινοβουλευτικών συνεδριάσεων επιτροπών και ζητεί στενότερη συνεργασία μεταξύ των εισηγητών όσον αφορά συγκεκριμένα νομοθετικά ζητήματα·
20. χαιρετίζει το γεγονός ότι, στο πλαίσιο των συμφωνιών για τη διακοινοβουλευτική συνεργασία εντός της Ένωσης, λαμβάνουν χώρα εποικοδομητικές συνεδριάσεις μεταξύ πολιτικών ομάδων και ευρωπαϊκών πολιτικών ομάδων και κομμάτων· ζητεί την περαιτέρω προώθηση των συναντήσεων αυτών, οι οποίες αποτελούν ένα αποτελεσματικό μέσο για την ανάπτυξη μιας γνήσιας ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης·
21. εκφράζει την ικανοποίησή του για τον ρόλο της πλατφόρμας IPEX, κυρίως ως μέσου ανταλλαγής πληροφοριών που αφορούν τις διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου, παρά τη δυσκολία που θέτει κατά καιρούς το πρόβλημα της γλώσσας· ζητεί να δοθεί από τα εθνικά κοινοβούλια ιδιαίτερη προσοχή στην αρχή της γλωσσικής πολυμορφίας, προκειμένου ο διάλογος μεταξύ κοινοβουλίων να καταστεί όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικός·
22. υπογραμμίζει ότι η διακοινοβουλευτική συνεργασία πρέπει να είναι ανοιχτή και χωρίς αποκλεισμούς και εκφράζει την ανησυχία του για την οργάνωση διακοινοβουλευτικών συνεδριάσεων υπό περιορισμένη σύνθεση, στις οποίες δεν συμμετέχουν ορισμένα κοινοβούλια και οι οποίες οργανώνονται χωρίς κατάλληλη συνεννόηση, προκειμένου να λαμβάνονται συναινετικές αποφάσεις επί ενωσιακών υποθέσεων·
23. επισημαίνει ότι ο «πολιτικός διάλογος», που καθιερώθηκε με την πρωτοβουλία Μπαρόζο το 2006, και ο μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος· σημειώνει την ανάπτυξη ενός ευρέος φάσματος σχέσεων μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων και της Επιτροπής καθώς και την καθιέρωση «ενισχυμένου πολιτικού διαλόγου» στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών·
III. Εξελίξεις και προτάσεις
24. προτείνει την εκπόνηση μιας συμφωνίας μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για αποτελεσματική συνεργασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Συνθήκης της Λισαβόνας και του άρθρου 130 του Κανονισμού του·
25. ζητεί να πραγματοποιούνται θεματικά δομημένες και αποτελεσματικές συνεδριάσεις μεταξύ των πολιτικών ομάδων και των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων στο πλαίσιο της ενωσιακής διακοινοβουλευτικής συνεργασίας·
26. υπογραμμίζει ότι η διακοινοβουλευτική συνεργασία οφείλει πάντα να έχει ως στόχο να φέρει σε ουσιαστική επαφή «τα κατάλληλα πρόσωπα, την κατάλληλη στιγμή για το σωστό θέμα», ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο των αντίστοιχων τομέων αρμοδιοτήτων, να εμπλουτίζονται με την προσθετική αξία ενός γνήσιου διαλόγου και μιας κατάλληλης αντιπαράθεσης·
27. πιστεύει ότι η COSAC οφείλει να παραμείνει ένα πεδίο τακτικής ανταλλαγής απόψεων, πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών σχετικά με τις πρακτικές πτυχές του κοινοβουλευτικού ελέγχου·
28. υπενθυμίζει ότι, όσον αφορά τη διάσκεψη για την οικονομική διακυβέρνηση, η οποία βασίζεται στο άρθρο 13 της Συνθήκης για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση, η συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Διάσκεψη των προέδρων των Κοινοβουλίων της ΕΕ στη Λευκωσία τον Απρίλιο 2013 προβλέπει ορισμένες ρυθμίσεις για την εν λόγω διάσκεψη και την επανεξέταση των ρυθμίσεων αυτών που πρόκειται να ολοκληρωθούν το 2015 στη Διάσκεψη των Προέδρων των Κοινοβουλίων της ΕΕ στη Ρώμης· εκτιμά, για το λόγο αυτό, ότι κάθε διαδικασία θέσπισης πρακτικών ρυθμίσεων για τη Διάσκεψη για την οικονομική διακυβέρνηση πριν την αναθεώρηση αυτή θα ήταν πρόωρη και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποφευχθεί·
29. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.