Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2013/0314(COD)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A8-0131/2015

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A8-0131/2015

Συζήτηση :

PV 18/05/2015 - 16
CRE 18/05/2015 - 16

Ψηφοφορία :

PV 19/05/2015 - 5.11
CRE 19/05/2015 - 5.11
Αιτιολογήσεις ψήφου
PV 28/04/2016 - 4.10
CRE 28/04/2016 - 4.10
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P8_TA(2015)0195
P8_TA(2016)0146

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 862kWORD 521k
Τρίτη 19 Μαΐου 2015 - Στρασβούργο
Δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ***I
P8_TA(2015)0195A8-0131/2015
Κείμενο
 Ενοποιημένο κείμενο

Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Μαΐου 2015 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις (COM(2013)0641 – C7-0301/2013 – 2013/0314(COD))(1)
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ(2)
στην πρόταση της Επιτροπής
---------------------------------------------------------
Πρόταση για

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

[Τροπολογία 1]

(1) Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α8-0131/2015).
(2) Τροπολογίες: το νέο ή το τροποποιημένο κείμενο υποδηλώνεται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες· οι διαγραφές υποδηλώνονται με το σύμβολο ▌.


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας(2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Η τιμολόγηση πολλών χρηματοπιστωτικών μέσων και συμβάσεων εξαρτάται από την ακρίβεια και την ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς. Από σοβαρές περιπτώσεις παραποίησης δεικτών αναφοράς επιτοκίων, όπως των LIBOR, EURIBOR, καθώς και δεικτών αναφοράς συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι οποίες προκάλεσαν σημαντικές ζημίες στους καταναλωτές και τους επενδυτές και κλόνισαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη τον πολιτών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς επίσης και ισχυρισμούς σχετικά με την παραποίηση δεικτών αναφοράς στους τομείς της ενέργειας, του πετρελαίου και των συναλλαγματικών ισοτιμιών, προκύπτει ότι οι δείκτες αναφοράς υπόκεινται δυνητικά σε συγκρούσεις συμφερόντων και σε συστήματα διακριτικής ευχέρειας και πλημμελούς διακυβέρνησης, συστήματα τα οποία είναι τρωτά στο φαινόμενο της παραποίησης. Οι ελλείψεις ή οι αμφιβολίες σε ό,τι αφορά την ακρίβεια και την ακεραιότητα των δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς μπορούν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στην αγορά, να ζημιώσουν τους καταναλωτές και τους επενδυτές και να προκαλέσουν στρεβλώσεις στην πραγματική οικονομία. Επομένως, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η ακρίβεια, η αρτιότητα και η ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς και της διαδικασίας καθορισμού τους.

(2)  Η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων(3) περιλαμβάνει ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με την αξιοπιστία των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την τιμολόγηση εισηγμένου χρηματοπιστωτικού μέσου. Η οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση(4) περιλαμβάνει ορισμένες απαιτήσεις για τους δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται από τους εκδότες. Η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)(5) περιλαμβάνει ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τη χρήση των δεικτών αναφοράς από ταμεία επενδύσεων των ΟΣΕΚΑ. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα στη χονδρική αγορά ενέργειας(6) περιλαμβάνει διατάξεις για την απαγόρευση της παραποίησης των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται για τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής. Ωστόσο, αυτές οι νομοθετικές πράξεις δεν καλύπτουν παρά ορισμένες πτυχές κάποιων δεικτών αναφοράς και δεν αντιμετωπίζουν όλα τα τρωτά σημεία που παρατηρούνται στη διαδικασία κατάρτισης του συνόλου των δεικτών αναφοράς.

(3)  Οι δείκτες αναφοράς είναι ζωτικής σημασίας για την τιμολόγηση διασυνοριακών συναλλαγών και τη διευκόλυνση με αυτόν τον τρόπο της αποτελεσματικής λειτουργίας της ενιαίας αγοράς σε ευρεία γκάμα χρηματοπιστωτικών μέσων και υπηρεσιών. Πολλοί δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται ως τιμές αναφοράς σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, ιδίως ενυπόθηκα δάνεια, καταρτίζονται σε ένα κράτος μέλος, αλλά χρησιμοποιούνται από πιστωτικά ιδρύματα και καταναλωτές σε άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα συχνά αντισταθμίζουν τους κινδύνους τους ή εξασφαλίζουν τη χρηματοδότηση για τη χορήγηση των εν λόγω οικονομικών συμβάσεων στη διασυνοριακή διατραπεζική αγορά. Μόνο δύο κράτη μέλη έχουν θεσπίσει εθνική νομοθεσία σχετικά με τους δείκτες αναφοράς, αλλά τα αντίστοιχα νομοθετικά πλαίσιά τους ήδη εμφανίζουν αποκλίσεις όσον αφορά πτυχές όπως το πεδίο εφαρμογής. Επιπλέον, το 2013, η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO) ▌εξέδωσε αρχές σχετικά με τους δείκτες αναφοράς και, καθώς οι αρχές αυτές παρέχουν έναν βαθμό ευελιξίας ως προς το ακριβές πεδίο και τα μέσα εφαρμογής τους ▌, τα κράτη μέλη ενδέχεται να θεσπίσουν νομοθεσία σε εθνικό επίπεδο η οποία δεν θα διασφαλίζει την ενιαία εφαρμογή των αρχών αυτών.

(3α)   Η χρήση χρηματοπιστωτικών δεικτών αναφοράς δεν περιορίζεται στην έκδοση και δημιουργία χρηματοπιστωτικών μέσων και συμβάσεων. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας βασίζεται επίσης σε δείκτες αναφοράς για την αξιολόγηση των επιδόσεων ενός ταμείου επενδύσεων για σκοπούς παρακολούθησης της απόδοσης, καθορισμού της κατανομής του ενεργητικού ενός χαρτοφυλακίου, ή υπολογισμού των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων. Ο καθορισμός και η επανεξέταση της στάθμισης των διαφόρων δεικτών στο πλαίσιο ενός συνδυασμού δεικτών με σκοπό τη διαπίστωση της απόδοσης ή της αξίας ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης, ή τη μέτρηση των επιδόσεων ενός ταμείου επενδύσεων, συνιστά επίσης χρήση χρηματοπιστωτικών δεικτών αναφοράς, δεδομένου ότι η δραστηριότητα αυτή, σε αντίθεση με τη διάθεση δεικτών αναφοράς, δεν συνεπάγεται διακριτική ευχέρεια. Η κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία βασίζονται σε συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς δεν θα πρέπει να θεωρείται χρήση του δείκτη αναφοράς.

(4)  Οι αποκλίνουσες αυτές προσεγγίσεις ενδέχεται να συντελέσουν σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς, καθώς οι διαχειριστές και οι χρήστες των δεικτών αναφοράς θα υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες σε κάθε κράτος μέλος. Συνεπώς, θα μπορούσε να παρεμποδιστεί η χρήση σε άλλα κράτη μέλη των δεικτών αναφοράς που παράγονται σε ένα κράτος μέλος. Ελλείψει εναρμονισμένου πλαισίου για την εξασφάλιση της ακρίβειας και ακεραιότητας των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις στην Ένωση, υπάρχει πιθανότητα οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών να παρεμποδίσουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε ό,τι αφορά την παροχή των δεικτών αναφοράς.

(5)  Οι κανόνες της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών δεν καλύπτουν ειδικά το θέμα της καταλληλότητας των δεικτών αναφοράς για τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις. Ως αποτέλεσμα των καταγγελιών των καταναλωτών και των διαφορών που προκύπτουν σε σχέση με τη χρήση μη κατάλληλων δεικτών αναφοράς σε αρκετά κράτη μέλη, υπάρχει πιθανότητα, λόγω θεμιτών ανησυχιών για την προστασία των καταναλωτών, να θεσπιστούν σε εθνικό επίπεδο αποκλίνοντα μέτρα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς λόγω των αποκλίσεων στους όρους του ανταγωνισμού που ισχύουν για τα διάφορα επίπεδα προστασίας των καταναλωτών.

(6)  Συνεπώς, για να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας της, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και για να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών, θεωρείται σκόπιμο να θεσπιστεί κανονιστικό πλαίσιο για τους δείκτες αναφοράς σε ενωσιακό επίπεδο.

(7)  Είναι σκόπιμο και αναγκαίο οι κανόνες αυτοί να λάβουν τη νομοθετική μορφή κανονισμού, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διατάξεις που επιβάλλουν άμεσα υποχρεώσεις στα άτομα που εμπλέκονται στην κατάρτιση δεικτών αναφοράς, τη συνεισφορά σε αυτούς και τη χρήση τους, εφαρμόζονται με ομοιόμορφο τρόπο σε όλη την Ένωση. Δεδομένου ότι το νομικό πλαίσιο για την παροχή των δεικτών αναφοράς περιλαμβάνει απαραιτήτως μέτρα για τον προσδιορισμό ακριβών απαιτήσεων σχετικά με το σύνολο των εγγενών πτυχών της παροχής δεικτών αναφοράς, ακόμα και οι ήσσονος σημασίας αποκλίσεις στην προσέγγιση που ακολουθείται για μία από αυτές τις πτυχές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά εμπόδια για τη διασυνοριακή παροχή των δεικτών αναφοράς. Συνεπώς, εκτιμάται ότι η χρήση του κανονισμού, ο οποίος έχει άμεση ισχύ χωρίς να απαιτείται εθνική νομοθεσία, θα περιορίσει την πιθανότητα λήψης μέτρων με αποκλίσεις σε εθνικό επίπεδο, θα διασφαλίσει την εφαρμογή συνεπούς προσέγγισης και μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και θα αποτρέψει την εμφάνιση σοβαρών εμποδίων στη διασυνοριακή παροχή δεικτών αναφοράς.

(8)  Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ευρύ ώστε να δημιουργηθεί προληπτικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η παραγωγή των δεικτών αναφοράς χαρακτηρίζεται από την άσκηση διακριτικής ευχέρειας κατά τον προσδιορισμό τους και υπόκειται εγγενώς σε ορισμένα είδη συγκρούσεων συμφερόντων, γεγονός που συνεπάγεται την ύπαρξη ευκαιριών και κινήτρων παραποίησης των εν λόγω δεικτών αναφοράς. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου είναι κοινοί για όλους τους δείκτες αναφοράς και πρέπει όλοι να υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου. Ωστόσο, ο βαθμός κινδύνου ποικίλλει και, ως εκ τούτου, η προσέγγιση που υιοθετείται σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες. Καθώς η τρωτότητα και η σπουδαιότητα ενός δείκτη αναφοράς ποικίλλουν ανάλογα με τη χρονική στιγμή, ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής στους επί του παρόντος σημαντικούς ή τρωτούς δείκτες δεν αναμένεται ότι θα συμβάλει στην αντιμετώπιση των κινδύνων που θα μπορούσε να δημιουργήσει στο μέλλον οποιοσδήποτε δείκτης αναφοράς. Ειδικότερα, οι δείκτες αναφοράς που επί του παρόντος δεν χρησιμοποιούνται ευρέως μπορούν να χρησιμοποιηθούν με αυτόν τον τρόπο στο μέλλον, ώστε από αυτήν την άποψη ακόμα και οι ήσσονος σημασίας παραποιήσεις ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο.

(9)  Ο κρίσιμος καθοριστικός παράγοντας του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αφορά το εάν η εξερχόμενη αξία του δείκτη αναφοράς καθορίζει την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης ▌. Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τον χαρακτήρα των εισερχόμενων δεδομένων. Επομένως, θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι δείκτες αναφοράς που υπολογίζονται με βάση εισερχόμενα δεδομένα οικονομικού χαρακτήρα, όπως οι τιμές μετοχών, και αριθμούς και τιμές μη οικονομικού χαρακτήρα, όπως οι καιρικές παράμετροι. Το πλαίσιο θα πρέπει να καλύπτει τους δείκτες αναφοράς που ενέχουν τους κινδύνους αυτούς, αλλά και να αναγνωρίζει την ύπαρξη μεγάλου αριθμού δεικτών αναφοράς που διατίθενται διεθνώς καθώς και τον διαφορετικό αντίκτυπό τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να προβλέπει την αντιμετώπιση των κινδύνων που προκύπτουν από διαφορετικούς δείκτες αναφοράς με αναλογικό τρόπο. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την τιμολόγηση χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν εισαχθεί ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενους τόπους. Όλες οι αναφορές σε ημέρες στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να νοούνται ως αναφορές σε ημερολογιακές ημέρες.

(10)  Πολλοί καταναλωτές συμμετέχουν ως συμβαλλόμενα μέρη σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, κυρίως συμβάσεις καταναλωτικής πίστης εξασφαλιζόμενες με υποθήκες, με αναφορά σε δείκτες αναφοράς που υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει τους δείκτες ή τα επιτόκια αναφοράς που αναφέρονται στην οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(7).

(11)  Η χρήση ενός δείκτη ή συνδυασμού υφιστάμενων δεικτών στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνονται νέα εισερχόμενα δεδομένα, για σκοπούς μέτρησης των επιδόσεων ενός ταμείου ή ενός χρηματοπιστωτικού προϊόντος, θα πρέπει να θεωρείται χρήση δείκτη αναφοράς.

(12)  Όλοι οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς υπόκεινται δυνητικά σε συγκρούσεις συμφερόντων, ασκούν διακριτική ευχέρεια και ενδέχεται να εφαρμόζουν ανεπαρκή συστήματα διακυβέρνησης και ελέγχου. Επιπλέον, καθώς οι διαχειριστές ελέγχουν τη διαδικασία των δεικτών αναφοράς, η απαίτηση για αδειοδότηση και εποπτεία ή εγγραφή σε μητρώο των διαχειριστών αποτελεί τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των δεικτών αναφοράς.

(13)  Οι συνεισφέροντες υπόκεινται σε δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων, ασκούν διακριτική ευχέρεια και, συνεπώς, ενδέχεται να αποτελούν πηγή παραποίησης. Η συνεισφορά σε δείκτη αναφοράς είναι εθελοντική δραστηριότητα. Εάν οποιαδήποτε πρωτοβουλία υποχρεώσει τους συνεισφέροντες να προβούν σε σημαντικές αλλαγές στα επιχειρηματικά μοντέλα τους, ενδέχεται να παύσουν να συνεισφέρουν. Ωστόσο, στην περίπτωση των φορέων που ήδη υπόκεινται σε ρυθμίσεις και εποπτεία, η απαίτηση περί συστημάτων χρηστής διακυβέρνησης και ελέγχων δεν αναμένεται να επιφέρει σημαντικό κόστος ή δυσανάλογο διοικητικό φόρτο. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες.

(14)  Διαχειριστής θεωρείται το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που ελέγχει εθελοντικά την παροχή δείκτη αναφοράς, και ειδικότερα διαχειρίζεται τον δείκτη αναφοράς, συλλέγει και αναλύει τα εισερχόμενα δεδομένα, προσδιορίζει τον δείκτη αναφοράς και είτε τον δημοσιεύει άμεσα είτε αναθέτει τη δημοσίευσή του σε τρίτο μέρος. Ωστόσο, όταν ένα άτομο απλώς δημοσιεύει ή αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων του/της, αλλά δεν ελέγχει την παροχή του, το εν λόγω άτομο δεν θα πρέπει να υπόκειται στις απαιτήσεις που επιβάλλει ο παρών κανονισμός στους διαχειριστές.

(15)  Ένας δείκτης υπολογίζεται βάσει τύπου ή με άλλη μεθοδολογία που βασίζεται σε υποκείμενες αξίες. Η άσκηση διακριτικής ευχέρειας υπεισέρχεται κατά τη διαμόρφωση του εν λόγω τύπου, την εκτέλεση του υπολογισμού ή τον καθορισμό των εισερχόμενων δεδομένων. Η διακριτική ευχέρεια δημιουργεί κίνδυνο παραποίησης και, ως εκ τούτου, όλοι οι δείκτες αναφοράς στους οποίους εντοπίζεται το εν λόγω χαρακτηριστικό θα πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, όταν χρησιμοποιείται μία μόνο τιμή ή αξία ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικό μέσο, π.χ. όταν η τιμή μίας και μόνο κινητής αξίας αποτελεί την τιμή αναφοράς για ένα δικαίωμα προαίρεσης, δεν υφίσταται υπολογισμός, εισερχόμενα δεδομένα ή άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, οι τιμές αναφοράς που βασίζονται σε μία μόνον τιμή ή αξία δεν θα πρέπει να θεωρούνται δείκτες αναφοράς για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Οι τιμές αναφοράς ή οι τιμές διακανονισμού που καταρτίζονται από κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους (CCP) δεν θα πρέπει να θεωρούνται δείκτες αναφοράς, καθώς χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του διακανονισμού, των περιθωρίων και της διαχείρισης κινδύνου και, ως εκ τούτου, δεν καθορίζουν το καταβλητέο ποσό στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.

(16)  Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστή η ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών κατά την άσκηση των εξουσιών, των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί δυνάμει των Συνθηκών, καθώς και η ανεξαρτησία των εθνικών κεντρικών τραπεζών που είναι συνυφασμένη με τις συνταγματικές δομές των οικείων κρατών μελών ή τρίτων χωρών.

(17)  ▌Προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς, οι διαχειριστές τους θα πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν κατάλληλο πλαίσιο διακυβέρνησης για τον έλεγχο των συγκρούσεων συμφερόντων και τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης στην ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς. Ακόμη και εάν υπόκεινται σε αποτελεσματική διαχείριση, οι περισσότεροι διαχειριστές διαπιστώνουν ορισμένες συγκρούσεις συμφερόντων και ενδέχεται να αναγκαστούν να προβούν σε κρίσεις και αποφάσεις που επηρεάζουν μια ετερόκλητη ομάδα ενδιαφερομένων. Επομένως, είναι σημαντικό οι διαχειριστές να διαθέτουν ανεξάρτητη λειτουργία για την επίβλεψη της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του πλαισίου διακυβέρνησης που εξασφαλίζει αποτελεσματική επίβλεψη.

(18)  Η παραποίηση ή η αναξιοπιστία των δεικτών αναφοράς μπορεί να προκαλέσει ζημία στους επενδυτές και τους καταναλωτές. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίσει ένα πλαίσιο σχετικά με την τήρηση αρχείων από τους διαχειριστές και τους συνεισφέροντες, καθώς επίσης και για την εξασφάλιση διαφάνειας σχετικά με τον σκοπό ενός δείκτη αναφοράς και τα εισερχόμενα δεδομένα του, γεγονός που διευκολύνει την επίλυση με αποτελεσματικότερο και ορθότερο τρόπο τυχόν αξιώσεων σε σχέση με το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο.

(19)  Για τον έλεγχο και την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού απαιτούνται εκ των υστέρων ανάλυση και παροχή αποδεικτικών στοιχείων. Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει ένα πλαίσιο με το οποίο θα εξασφαλίζεται ότι οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς τηρούν κατάλληλα αρχεία σχετικά με τον υπολογισμό των δεικτών αναφοράς για αρκετό χρονικό διάστημα. Η πραγματικότητα της οποίας τη μέτρηση επιχειρεί ένας δείκτης αναφοράς και το περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση ενδέχεται να μεταβληθούν με την πάροδο του χρόνου. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να διεξάγεται έλεγχος ή επανεξέταση της διαδικασίας και της μεθοδολογίας παροχής των δεικτών αναφοράς σε τακτά χρονικά διαστήματα προκειμένου να εντοπιστούν οι ελλείψεις και οι πιθανές βελτιώσεις. Πολλοί ενδιαφερόμενοι ενδέχεται να επηρεαστούν από τις αδυναμίες στην παροχή των δεικτών αναφοράς και να μπορούν να συμβάλουν στον εντοπισμό τους. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, συνεπώς, να θεσπίσει ένα πλαίσιο για την καθιέρωση ανεξάρτητης διαδικασίας υποβολής καταγγελιών εκ μέρους των διαχειριστών ώστε οι ενδιαφερόμενοι φορείς να μπορούν να ενημερώσουν τον διαχειριστή του δείκτη αναφοράς σχετικά με τις καταγγελίες και να εξασφαλίζεται ότι ο διαχειριστής θα αξιολογεί αντικειμενικά την ουσία κάθε καταγγελίας.

(20)  Η παροχή δεικτών αναφοράς περιλαμβάνει συχνά την εξωτερική ανάθεση σημαντικών λειτουργιών, όπως ο υπολογισμός του δείκτη αναφοράς, η συλλογή εισερχόμενων δεδομένων και η διάδοση του δείκτη αναφοράς. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του πλαισίου διακυβέρνησης, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε εξωτερική ανάθεση δεν απαλλάσσει τον διαχειριστή ενός δείκτη αναφοράς από οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του, και ότι η ανάθεση πραγματοποιείται κατά τρόπο που δεν επηρεάζει ούτε την ικανότητα του διαχειριστή να ανταποκριθεί σε αυτές τις υποχρεώσεις ή ευθύνες ούτε την ικανότητα της σχετικής αρμόδιας αρχής να ασκήσει την εποπτική της εξουσία.

(21)  Ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς είναι ο κεντρικός αποδέκτης των εισερχόμενων δεδομένων και μπορεί να αξιολογεί την ακεραιότητα και την ακρίβεια των δεδομένων αυτών σε σταθερή βάση. ▌

(22)  Οι υπάλληλοι του διαχειριστή ενδέχεται να εντοπίσουν πιθανές παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού ή πιθανά τρωτά σημεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραποίηση ή απόπειρα παραποίησης. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να δημιουργήσει ένα πλαίσιο, ώστε οι υπάλληλοι να είναι σε θέση να ειδοποιούν εμπιστευτικώς τους διαχειριστές και τις αρμόδιες αρχές σχετικά με πιθανές παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού.

(23)  Οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια που μπορεί να ασκηθεί κατά την παροχή εισερχόμενων δεδομένων δημιουργεί τη δυνατότητα παραποίησης ενός δείκτη αναφοράς. Στην περίπτωση που τα εισερχόμενα δεδομένα αφορούν συναλλαγές, περιορίζεται η διακριτική ευχέρεια και, ως εκ τούτου, η δυνατότητα παραποίησης των δεδομένων. Συνεπώς, κατά γενικό κανόνα, οι διαχειριστές των δεικτών αναφοράς θα πρέπει να χρησιμοποιούν εισερχόμενα δεδομένα από πραγματικές συναλλαγές, όπου αυτό είναι δυνατό, αλλά υπάρχει δυνατότητα χρήσης και άλλων δεδομένων στην περίπτωση που τα δεδομένα των συναλλαγών δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και η ακρίβεια του δείκτη αναφοράς.

(24)  Η ακρίβεια και η αξιοπιστία του δείκτη αναφοράς για τη μέτρηση της οικονομικής πραγματικότητας της οποίας επιδιώκεται η παρακολούθηση εξαρτάται από τη μεθοδολογία και τα εισερχόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται. Συνεπώς, είναι απαραίτητη η θέσπιση διαφανούς μεθοδολογίας που να διασφαλίζει την αξιοπιστία και την ακρίβεια του δείκτη αναφοράς.

(25)  Ενδέχεται να χρειαστεί αλλαγή της μεθοδολογίας για να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη ακρίβεια του δείκτη αναφοράς, αλλά οποιαδήποτε μεταβολή της μεθοδολογίας έχει αντίκτυπο στους χρήστες του δείκτη αναφοράς και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Συνεπώς, είναι απαραίτητος ο καθορισμός των διαδικασιών που θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά την αλλαγή της μεθοδολογίας σχετικά με τους δείκτες αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης διενέργειας διαβούλευσης, ώστε οι χρήστες και τα ενδιαφερόμενα μέρη να είναι σε θέση να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες ανάλογα με τις αλλαγές αυτές ή να ενημερώσουν τον διαχειριστή, σε περίπτωση που οι αλλαγές αυτές τους προβληματίζουν.

(26)  Η ακεραιότητα και η ακρίβεια των δεικτών αναφοράς εξαρτάται από την ακεραιότητα και την ακρίβεια των εισερχόμενων δεδομένων που παρέχουν οι συνεισφέροντες. Είναι απαραίτητο οι υποχρεώσεις των συνεισφερόντων σε ό,τι αφορά αυτά τα εισερχόμενα δεδομένα να προσδιοριστούν σαφώς, να είναι αξιόπιστες και να συνάδουν με τους ελέγχους και τη μεθοδολογία που εφαρμόζει ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς. Κατά συνέπεια, εφόσον είναι σκόπιμο και δυνατό, και σε συνεργασία με τους συνεισφέροντες, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς θα πρέπει να καταρτίζει κώδικα δεοντολογίας για τον προσδιορισμό των εν λόγω απαιτήσεων και των υποχρεώσεων των συνεισφερόντων όσον αφορά την παροχή εισερχόμενων δεδομένων.

(27)  Πολλοί δείκτες αναφοράς προσδιορίζονται με την εφαρμογή ενός τύπου και με υπολογισμούς στους οποίους χρησιμοποιούνται εισερχόμενα δεδομένα που παρέχονται από ρυθμιζόμενους τόπους, εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσιοποίησης συναλλαγών ή γνωστοποίησης συναλλαγών, χρηματιστήρια ενέργειας ή χώρους πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπών. Στις περιπτώσεις αυτές, οι υφιστάμενες ρυθμίσεις και η υφιστάμενη εποπτεία διασφαλίζουν την ακεραιότητα και τη διαφάνεια των εισερχόμενων δεδομένων και την ύπαρξη απαιτήσεων διακυβέρνησης και διαδικασιών για τη γνωστοποίηση των παραβιάσεων. Συνεπώς, υπό την προϋπόθεση ότι τα υποκείμενα εισερχόμενα δεδομένα αντλούνται εξ ολοκλήρου από τόπους που υπόκεινται σε απαιτήσεις διαφάνειας μετά τη διαπραγμάτευση, συμπεριλαμβανομένων αγορών τρίτων χωρών που θεωρούνται ισοδύναμες με ρυθμιζόμενη αγορά εντός της Ένωσης, αυτοί οι δείκτες αναφοράς δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε ορισμένες απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να αποφευχθούν οι διπλές ρυθμίσεις και επειδή η εποπτεία τους διασφαλίζει την ακεραιότητα των χρησιμοποιούμενων εισερχόμενων δεδομένων.

(28)  Οι συνεισφέροντες στους δείκτες αναφοράς ενδέχεται να υπόκεινται σε συγκρούσεις συμφερόντων και δύνανται να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των εισερχόμενων δεδομένων. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο οι συνεισφέροντες, κατά περίπτωση και κατά το δυνατόν, να υπόκεινται στο πλαίσιο διακυβέρνησης ώστε να διασφαλίζεται η διαχείριση των συγκρούσεων αυτών και η ακρίβεια των εισερχόμενων δεδομένων, η συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις του διαχειριστή, καθώς και η δυνατότητα επικύρωσής τους.

(29)  Οι διάφοροι τύποι και τομείς δεικτών αναφοράς έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, διαφορετικά τρωτά σημεία και ενέχουν διαφορετικούς κινδύνους. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να προσδιοριστούν περαιτέρω σε ό,τι αφορά συγκεκριμένους τομείς και τύπους δεικτών αναφοράς. Οι δείκτες αναφοράς για τα βασικά προϊόντα χρησιμοποιούνται ευρέως και διαθέτουν ειδικά χαρακτηριστικά για τον συγκεκριμένο τομέα. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ο τρόπος εφαρμογής των διατάξεων αυτών του παρόντος κανονισμού στους εν λόγω δείκτες αναφοράς. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει κάποιο βαθμό ευελιξίας προκειμένου να καθίσταται δυνατή η έγκαιρη επικαιροποίηση των διαφορετικών απαιτήσεων που εφαρμόζονται σε διαφορετικούς τομείς δεικτών αναφοράς υπό το φως των συνεχών διεθνών εξελίξεων και λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη του έργου της Διεθνούς Οργάνωσης Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO).

(29α)   Προκειμένου να εξασφαλίζεται η ρυθμιστική αναλογικότητα, προκειμένου ένας δείκτης αναφοράς να θεωρείται κρίσιμης σημασίας κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, πρέπει να θεωρείται ότι είναι συστημικού χαρακτήρα ή να χρησιμοποιείται με συστημικό τρόπο και να είναι τρωτός στην παραποίηση.

(30)  Οι αδυναμίες ορισμένων δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορεί να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή τους επενδυτές και, ως εκ τούτου, απαιτείται η τήρηση επιπλέον απαιτήσεων για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αρτιότητας των εν λόγω δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας. Αυτοί οι δυνητικά αποσταθεροποιητικοί παράγοντες των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενδέχεται να επηρεάζουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές και η ΕΑΚΑΑ θα προσδιορίσουν τους δείκτες αναφοράς που θα χαρακτηριστούν ως δείκτες κρίσιμης σημασίας.

(30α)   Δεδομένης της στρατηγικής σημασίας των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η ΕΑΚΑΑ έχει την εξουσία να εγκρίνει αποφάσεις που εφαρμόζονται άμεσα στον διαχειριστή και, κατά περίπτωση, στους συνεισφέροντες στον δείκτη αναφοράς, στην περίπτωση που η αρμόδια εθνική αρχή δεν έχει εφαρμόσει τον παρόντα κανονισμό ή έχει παραβιάσει το δίκαιο της Ένωσης, και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(8).

(31)  Η παύση της δραστηριότητας ορισμένων συνεισφερόντων ενδέχεται να υπονομεύσει την αξιοπιστία των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, δεδομένου ότι θα περιόριζε την ικανότητα αυτών των δεικτών αναφοράς να μετρούν την υποκείμενη αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα. ▌Είναι συνεπώς απαραίτητο να διαθέτει η σχετική αρμόδια αρχή την εξουσία να απαιτεί από τους εποπτευόμενους φορείς υποχρεωτικές συνεισφορές στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ώστε να διατηρηθεί η αξιοπιστία των εν λόγω δεικτών αναφοράς. Με την υποχρεωτική συνεισφορά εισερχόμενων δεδομένων δεν επιβάλλεται στους εποπτευόμενους φορείς η υποχρέωση να προβούν ή να δεσμευτούν ότι θα προβούν σε συναλλαγές.

(31α)   Μετά τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς ως δείκτη κρίσιμης σημασίας, ο διαχειριστής του θα μπορούσε να ασκεί μονοπωλιακή εξουσία στους χρήστες του εν λόγω δείκτη. Από αυτή την άποψη, είναι απαραίτητο το συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών του εν λόγω δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας να επιβλέπει την τιμή πώλησης και τα έξοδα του διαχειριστή προκειμένου να αποφεύγονται τυχόν καταχρήσεις της αγοράς.

(32)  Για να προβούν οι χρήστες των δεικτών αναφοράς στις κατάλληλες επιλογές και να κατανοήσουν τους κινδύνους που ενέχουν, πρέπει να γνωρίζουν το αντικείμενο της μέτρησης των δεικτών και τα τρωτά σημεία τους. Συνεπώς, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς θα πρέπει να δημοσιεύει σχετική δήλωση, στην οποία προσδιορίζονται τα στοιχεία αυτά ▌. Ο διαχειριστής θα πρέπει να διαβιβάζει τα εισερχόμενα δεδομένα του στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος στο πλαίσιο έρευνας.

(34)  Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να λάβει υπόψη τις αρχές για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς που εξέδωσε η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO) (εφεξής «αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς») στις 17 Ιουλίου 2013, καθώς και τις αρχές για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου, που εκδόθηκαν από την IOSCO στις 5 Οκτωβρίου 2012 (εφεξής «αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών»), οι οποίες αποτελούν παγκόσμιο πρότυπο για τις ρυθμιστικές απαιτήσεις στον τομέα των δεικτών αναφοράς.

(34α)   Οι αγορές βασικών προϊόντων παρουσιάζουν μοναδικά χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να μην υπονομευθεί η ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς για βασικά προϊόντα και να μην επηρεαστούν αρνητικά η διαφάνεια της αγοράς βασικών προϊόντων, η ευρωπαϊκή ασφάλεια εφοδιασμού, η ανταγωνιστικότητα και τα συμφέροντα των καταναλωτών. Κατά συνέπεια, ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν ενδείκνυται να εφαρμοστούν στους δείκτες αναφοράς για βασικά προϊόντα. Οι αρχές που έχουν καταρτιστεί για τους δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων από την IOSCO σε συνεργασία, μεταξύ άλλων, με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας και το Διεθνές Φόρουμ Ενέργειας έχουν σχεδιαστεί ειδικά ώστε να εφαρμόζονται σε όλους τους δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων και, κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός ορίζει ότι ορισμένες απαιτήσεις δεν θα ισχύουν για τους δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων.

(34β)   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει επίσης ένα σύστημα αναγνώρισης το οποίο επιτρέπει στους διαχειριστές δεικτών αναφοράς που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες να παρέχουν τους δείκτες αναφοράς τους στην Ένωση, υπό τον όρο ότι συμμορφώνονται πλήρως με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή με τις διατάξεις των σχετικών αρχών της IOSCO.

(34γ)   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει καθεστώς προσυπογραφής που επιτρέπει στους διαχειριστές οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης και εξουσιοδοτημένοι ή εγγεγραμμένοι σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού, να προσυπογράφουν δείκτες αναφοράς που έχουν εκδοθεί σε τρίτες χώρες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το εν λόγω καθεστώς προσυπογραφής θα πρέπει να θεσπιστεί για διαχειριστές τρίτων χωρών που συνδέονται ή συνεργάζονται στενά με διαχειριστές εγκατεστημένους εντός της Ένωσης. Ένας διαχειριστής που έχει προσυπογράψει δείκτες αναφοράς οι οποίοι έχουν εκδοθεί σε τρίτη χώρα, θα πρέπει να φέρει ευθύνη για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς και να διασφαλίζει ότι πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ή ότι συμμορφώνονται πλήρως με τις απαιτήσεις των σχετικών αρχών της IOSCO.

(35)  Οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας υπόκεινται σε αδειοδότηση και εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω διαχειριστές. Οι διαχειριστές που παρέχουν μόνο δείκτες αναφοράς που προσδιορίζονται από την εφαρμογή ενός τύπου που χρησιμοποιεί εισερχόμενα δεδομένα τα οποία παρέχονται εξ ολοκλήρου και άμεσα από ρυθμιζόμενους τόπους, εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσιοποίησης συναλλαγών ή γνωστοποίησης συναλλαγών, χρηματιστήρια ενέργειας ή χώρους πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπών και/ή οι διαχειριστές που παρέχουν μόνο δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας θα πρέπει να εγγράφονται σε μητρώο της αρμόδιας αρχής και να υπόκεινται στην εποπτεία της. Με την εγγραφή ενός διαχειριστή σε μητρώο δεν θίγεται η εποπτεία από τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να τηρεί μητρώο διαχειριστών σε επίπεδο Ένωσης.

(36)  Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα πρόσωπο μπορεί να παράσχει δείκτη χωρίς να γνωρίζει ότι χρησιμοποιείται ως αναφορά για χρηματοπιστωτικό μέσο. Αυτό συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση που οι χρήστες και ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη. Είναι επομένως απαραίτητο να ενισχυθεί το επίπεδο διαφάνειας όσον αφορά τον εκάστοτε δείκτη αναφοράς που χρησιμοποιείται. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη βελτίωση του περιεχομένου των ενημερωτικών δελτίων ή εγγράφων βασικών πληροφοριών που απαιτούνται από το ενωσιακό δίκαιο, καθώς και με τη βελτίωση του περιεχομένου των κοινοποιήσεων και του καταλόγου των χρηματοπιστωτικών μέσων που απαιτούνται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(9).

(37)  Ένα σύνολο αποτελεσματικών εργαλείων, εξουσιών και πόρων για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ εγγυάται την αποτελεσματικότητα της εποπτείας. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ειδικότερα ένα ελάχιστο επίπεδο εποπτικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων που θα πρέπει να ανατεθούν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, καθώς και στην ΕΑΚΑΑ. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ ενεργούν με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο διατηρώντας την αυτονομία τους σε ό,τι αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

(38)  Για τον εντοπισμό παραβιάσεων του παρόντος κανονισμού, είναι απαραίτητο για τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ να έχουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δυνατότητα πρόσβασης στις εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων προκειμένου να προβούν σε κατάσχεση εγγράφων. Η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητη στην περίπτωση που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι υπάρχουν τέτοια έγγραφα καθώς και άλλα δεδομένα σχετικά με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παραβίαση του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις είναι απαραίτητη στην περίπτωση που: το πρόσωπο από το οποίο έχουν ζητηθεί οι πληροφορίες δεν έχει συμμορφωθεί με την απαίτηση, ή υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι, εάν υποβληθεί αίτηση, δεν θα υπάρξει συμμόρφωση ή ότι τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που σχετίζονται με την απαίτηση παροχής πληροφοριών θα απομακρυνθούν, θα παραποιηθούν ή θα καταστραφούν. Εάν απαιτείται προηγούμενη έγκριση της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η εξουσία πρόσβασης στις εγκαταστάσεις ασκείται μετά την εξασφάλιση της εν λόγω προηγούμενης έγκρισης.

(39)  Οι υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και άλλα αρχεία κίνησης δεδομένων εποπτευόμενων φορέων μπορούν να αποτελούν στοιχεία κρίσιμης σημασίας και ενίοτε τα μοναδικά στοιχεία για τον εντοπισμό και την απόδειξη των παραβιάσεων του παρόντος κανονισμού, και κυρίως της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου. Τα εν λόγω αρχεία και οι εν λόγω καταγραφές μπορούν να συμβάλουν στην ταυτοποίηση του υπευθύνου για την υποβολή προσώπου, των υπευθύνων για την έγκρισή της και στην εξακρίβωση του κατά πόσον διατηρείται ο οργανωτικός διαχωρισμός μεταξύ των υπαλλήλων. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ηλεκτρονικές επικοινωνίες και αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούν εποπτευόμενοι φορείς, στις περιπτώσεις που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι οι καταγραφές ή τα αρχεία που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παραβίαση του παρόντος κανονισμού.

(40)  Ορισμένες από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν για φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε τρίτες χώρες, που ενδέχεται να χρησιμοποιούν δείκτες αναφοράς, να αποτελούν συνεισφέροντες σε δείκτες αναφοράς ή να εμπλέκονται με άλλο τρόπο στη διαδικασία των δεικτών αναφοράς. Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να συνάπτουν συμφωνίες με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να συντονίζει την ανάπτυξη αυτών των συμφωνιών συνεργασίας και την ανταλλαγή των πληροφοριών που λαμβάνονται από τρίτες χώρες μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

(41)  Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «Χάρτης»), και ειδικότερα το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και την πληροφόρηση, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το δικαίωμα στην προστασία του καταναλωτή, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και το δικαίωμα υπεράσπισης. Αντίστοιχα, ο παρών κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές. Ειδικότερα, όταν ο παρών κανονισμός αναφέρεται σε κανόνες που διέπουν την ελευθερία έκφρασης σε άλλα μέσα, καθώς και σε κανόνες ή κώδικες που διέπουν τα δημοσιογραφικά επαγγέλματα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι ελευθερίες όπως κατοχυρώνονται στην Ένωση και στα κράτη μέλη και όπως αναγνωρίζονται δυνάμει του άρθρου 11 του Χάρτη και άλλων σχετικών διατάξεων. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στον Τύπο, σε άλλα μέσα και στους δημοσιογράφους, εφόσον απλώς δημοσιεύουν ή αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων τους χωρίς να ελέγχουν την παροχή του εν λόγω δείκτη αναφοράς.

(42)  Τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα θα πρέπει να διασφαλίζονται πλήρως. Ειδικότερα, στα πρόσωπα τα οποία αφορά η διαδικασία παρέχεται πρόσβαση στα πορίσματα με βάση τα οποία οι αρμόδιες αρχές έλαβαν την απόφαση, καθώς επίσης και το δικαίωμα ακρόασης.

(43)  Η διαφάνεια σχετικά με τους δείκτες αναφοράς είναι απαραίτητη για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την προστασία των επενδυτών. Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(10). Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους της ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(11).

(44)  Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που παρατίθενται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ενίσχυση των συστημάτων κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και τις νομικές πράξεις της Ένωσης που εγκρίθηκαν σε συνέχεια της ανακοίνωσης αυτής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις και διοικητικά μέτρα που εφαρμόζονται για παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις και τα εν λόγω διοικητικά μέτρα θα πρέπει να έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

(45)  Συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθεί μια σειρά διοικητικών μέτρων, κυρώσεων και προστίμων για να διασφαλιστεί η κοινή προσέγγιση μεταξύ των κρατών μελών, αλλά και για να ενισχυθεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας τους. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε ειδικές περιπτώσεις θα πρέπει να καθοριστούν λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, παράγοντες όπως την ύπαρξη ή την απουσία πρόθεσης, την επιστροφή τυχόν εντοπισθέντος οικονομικού οφέλους, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβίασης, τυχόν επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες, τον αναγκαίο αποτρεπτικό χαρακτήρα των προστίμων και, ανάλογα με την περίπτωση, να περιλαμβάνουν μείωση ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία με την αρμόδια αρχή. ▌

(46)  Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα για το ευρύ κοινό, θα πρέπει κατά κανόνα να δημοσιεύονται. Η δημοσίευση των αποφάσεων είναι επίσης ιδιαίτερα χρήσιμη για τις αρμόδιες αρχές σε ό,τι αφορά την ενημέρωση των συμμετεχόντων στην αγορά σχετικά με τις συμπεριφορές που αποτελούν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και την ευρύτερη προώθηση της ορθής συμπεριφοράς μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Εάν η δημοσίευση αυτή ενδέχεται να προξενήσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, διακυβεύει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια έρευνα σε εξέλιξη, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να δημοσιεύει τις κυρώσεις και τα μέτρα διατηρώντας την ανωνυμία των εμπλεκομένων ή να καθυστερεί τη δημοσίευση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής της μη δημοσίευσης των κυρώσεων στην περίπτωση που θεωρείται ότι η ανώνυμη ή η καθυστερημένη δημοσίευση δεν επαρκεί για να διασφαλίσει ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να δημοσιεύουν μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας, σε περίπτωση που η δημοσίευσή τους κρίνεται δυσανάλογη.

(47)  Οι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενδέχεται να αφορούν τους συνεισφέροντες, τους διαχειριστές και τους χρήστες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Συνεπώς, η παύση της παροχής ενός τέτοιου δείκτη αναφοράς ή οποιοδήποτε γεγονός που θα μπορούσε να υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό την ακεραιότητά του μπορεί να επηρεάσει περισσότερα του ενός κράτη μέλη, γεγονός που σημαίνει ότι η εποπτεία ενός τέτοιου δείκτη μόνο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βασίζεται δεν είναι επαρκής και αποτελεσματική σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων που ενέχει. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εποπτεία μεταξύ των αρμοδίων αρχών, και ο συντονισμός των δραστηριοτήτων και των εποπτικών μέτρων τους, θα πρέπει να συσταθούν συλλογικά όργανα των αρμοδίων αρχών υπό την καθοδήγηση της ΕΑΚΑΑ. Οι δραστηριότητες των οργάνων αυτών θα πρέπει να συμβάλλουν στην εναρμονισμένη εφαρμογή των κανόνων του παρόντος κανονισμού και τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας. Η νομικώς δεσμευτική διαμεσολάβηση της ΕΑΚΑΑ αποτελεί βασικό στοιχείο για την επίτευξη του συντονισμού, της εποπτικής συνοχής και της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Οι δείκτες αναφοράς μπορεί να χρησιμοποιούνται ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις μακράς διαρκείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να μην επιτρέπεται πλέον η παροχή τέτοιων δεικτών αναφοράς μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, επειδή τα χαρακτηριστικά τους δεν μπορούν να προσαρμοστούν ώστε να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, η απαγόρευση της συνεχούς παροχής ενός τέτοιου δείκτη αναφοράς ενδέχεται να συντελέσει στη λύση ή την αδυναμία εκπλήρωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων ή συμβάσεων και με αυτόν τον τρόπο να βλάψει τους επενδυτές. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί η δυνατότητα συνέχισης της παροχής αυτών των δεικτών αναφοράς κατά τη διάρκειας μιας μεταβατικής περιόδου.

(47α)   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο παρών κανονισμός αφορά ή ενδέχεται να αφορά εποπτευόμενους φορείς και αγορές που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(12) (REMIT), η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να προβαίνει σε εκτεταμένη διαβούλευση με τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), προκειμένου να αξιοποιήσει την εμπειρογνωμοσύνη του ACER στον τομέα των αγορών ενέργειας και να περιορίσει τις διπλές ρυθμίσεις.

(47β)   Στις περιπτώσεις που ένας υφιστάμενος δείκτης αναφοράς δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, αλλά η αλλαγή του για σκοπούς συμμόρφωσης με τον κανονισμό θα οδηγούσε σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή παράβαση όρων χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει τη συνέχιση της χρήσης του δείκτη αναφοράς μέχρι να είναι δυνατή η διακοπή της χρήσης του ή η αντικατάστασή του από άλλο δείκτη αναφοράς, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν δυσμενείς συνέπειες για τους καταναλωτές λόγω ανεξέλεγκτης και απότομης διακοπής της χρήσης του δείκτη αναφοράς.

(48)  Προκειμένου να διασφαλιστούν οι ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και να προσδιοριστούν περαιτέρω οι τεχνικές λεπτομέρειες της πρότασης, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ ▌. Κατά την πρόταση των εν λόγω πράξεων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ισχύοντα διεθνή πρότυπα όσον αφορά τη διαχείριση, τη συνεισφορά και τη χρήση δεικτών αναφοράς, και ιδίως τα αποτελέσματα των εργασιών της IOSCO. Πρέπει να τηρείται η αναλογικότητα, ιδίως στην περίπτωση των δεικτών αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας και των δεικτών αναφοράς για βασικά προϊόντα.

(49)  Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εκδίδει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχει αναπτύξει η ΕΑΚΑΑ όσον αφορά τις απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου και για την καθιέρωση του ελάχιστου περιεχομένου των μηχανισμών συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών, μεταξύ άλλων, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(50)  Προκειμένου να διασφαλιστούν οι ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, σε ό,τι αφορά ορισμένες από τις πτυχές του θα πρέπει να χορηγηθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι πτυχές αυτές αφορούν την εξακρίβωση της ισοδυναμίας του νομικού πλαισίου στο οποίο υπόκεινται ▌οι πάροχοι των δεικτών αναφοράς των τρίτων χωρών, καθώς και του κρίσιμου χαρακτήρα του δείκτη αναφοράς. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011(13) για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή.

(51)  Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτείται να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που έχει αναπτύξει η ΕΑΚΑΑ για την καθιέρωση διαδικασιών και τρόπων ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, μέσω εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Επειδή οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η θέσπιση συνεκτικού και αποτελεσματικού καθεστώτος για την αντιμετώπιση των τρωτών σημείων των δεικτών αναφοράς, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι ο συνολικός αντίκτυπος των προβλημάτων σχετικά με τους δείκτες αναφοράς μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως μόνο στο πλαίσιο της Ένωσης, και μπορούν συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να εγκρίνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ 1

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την εξασφάλιση της ακρίβειας και ακεραιότητας των δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις στην Ένωση. Ο κανονισμός συμβάλλει με αυτόν τον τρόπο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην παροχή δεικτών αναφοράς, τη συνεισφορά των εισερχόμενων δεδομένων σε δείκτες αναφοράς και τη χρήση των δεικτών αναφοράς εντός της Ένωσης.

2.  Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην παροχή δεικτών αναφοράς από:

α)  ▌κεντρικές τράπεζες, όταν αυτές ασκούν τις εξουσίες, τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί δυνάμει των Συνθηκών και του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της ΕΚΤ, ή των οποίων η ανεξαρτησία είναι συνυφασμένη με τις συνταγματικές δομές των οικείων κρατών μελών ή τρίτων χωρών·

αα)   δημόσιες αρχές, όταν αυτές παρέχουν ή ελέγχουν την παροχή δεικτών αναφοράς για σκοπούς δημόσιας πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού·

αβ)   κεντρικούς αντισυμβαλλομένους·

αγ)   διαχειριστές, όταν αυτοί παρέχουν ενιαίες τιμές ή τιμές αναφοράς ενιαίας αξίας·

αδ)   τον Τύπο, άλλα μέσα και δημοσιογράφους, όταν απλώς δημοσιεύουν ή αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων τους χωρίς να ελέγχουν την παροχή του εν λόγω δείκτη αναφοράς·

αε)   πιστωτικές ενώσεις κατά την έννοια της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(14).

2α.   Το άρθρο 5 παράγραφοι 1, 2α, 3β, 3γ και 3δ, τα άρθρα 5α και 5β, το άρθρο 5δ στοιχεία β) έως ζ), το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία αα), β), βα), ββ), βγ) και γ), το άρθρο 7 παράγραφοι 2α, 3α και 3β, το άρθρο 7α, το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 11 και το άρθρο 17 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζονται σε διαχειριστές όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)  «δείκτης»: οποιοδήποτε αριθμητικό δεδομένο:

α)  που δημοσιεύεται ή διατίθεται στο κοινό·

β)  που προσδιορίζεται τακτικά, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, με την εφαρμογή ενός τύπου ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο υπολογισμού ή μέσω αξιολόγησης· και

γ)  στην περίπτωση που ο προσδιορισμός αυτός πραγματοποιείται με βάση την αξία ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή τις τιμές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, ή τα πραγματικά ή εκτιμώμενα επιτόκια, ή άλλες αξίες ή έρευνες·

1α)   «πάροχος δείκτη»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη·

2)  «δείκτης αναφοράς»: οποιοσδήποτε δείκτης σε σχέση με τον οποίο καθορίζεται το καταβλητέο ποσό στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικού μέσου ή χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου▌·

2α)   «οικογένεια δεικτών αναφοράς»: ομάδα δεικτών αναφοράς τους οποίους παρέχει ο ίδιος διαχειριστής βάσει εισερχόμενων δεδομένων παρόμοιου χαρακτήρα, η οποία προσφέρει συγκεκριμένες μετρήσεις της ίδιας ή παρεμφερούς αγοραίας ή οικονομικής πραγματικότητας·

3)  «παροχή δείκτη αναφοράς»:

α)  διαχείριση των ρυθμίσεων για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς· ▌

β)  συλλογή, ανάλυση ή επεξεργασία εισερχόμενων δεδομένων με στόχο τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς· και

γ)  προσδιορισμός ενός δείκτη αναφοράς μέσω της εφαρμογής ενός τύπου ή άλλης μεθόδου υπολογισμού ή μέσω της αξιολόγησης των εισερχόμενων δεδομένων που παρέχονται για τον σκοπό αυτόν·

4)  «διαχειριστής»: ▌φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη αναφοράς·

5)  «χρήση δείκτη αναφοράς»:

α)   έκδοση χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο χρησιμοποιεί ως βάση αναφοράς έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών·

β)   προσδιορισμός του καταβλητέου ποσού στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικού μέσου ή χρηματοπιστωτικής σύμβασης, με χρήση ενός δείκτη ή συνδυασμού δεικτών ως βάσης αναφοράς·

γ)   συμμετοχή ως συμβαλλόμενο μέρος σε χρηματοπιστωτική σύμβαση που βασίζεται σε δείκτη ή συνδυασμό δεικτών·

δ)   προσδιορισμός των επιδόσεων ενός ταμείου επενδύσεων μέσω ενός δείκτη ή συνδυασμού δεικτών με σκοπό την παρακολούθηση της απόδοσης του εν λόγω δείκτη ή συνδυασμού δεικτών ή τον καθορισμό της κατανομής του ενεργητικού ενός χαρτοφυλακίου ή τον υπολογισμό των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων·

6)  «συνεισφορά εισερχόμενων δεδομένων»: η παροχή μη διαθέσιμων στο κοινό εισερχόμενων δεδομένων σε διαχειριστή, ή σε άλλο πρόσωπο προκειμένου να τα διαβιβάσει στον διαχειριστή, που απαιτούνται για τον καθορισμό ▌συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς και παρέχονται για αυτόν ακριβώς τον σκοπό·

7)  «συνεισφέρων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει εισερχόμενα δεδομένα τα οποία δεν συνιστούν ρυθμιζόμενα δεδομένα·

8)  «εποπτευόμενος συνεισφέρων»: εποπτευόμενος φορέας που παρέχει εισερχόμενα δεδομένα σε διαχειριστή που βρίσκεται στην Ένωση·

9)  «υποβάλλων»: φυσικό πρόσωπο που απασχολείται από τον συνεισφέροντα για τον σκοπό της παροχής εισερχόμενων δεδομένων·

9α)   «εκτιμητής»: υπάλληλος του διαχειριστή ενός δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ή άλλο φυσικό πρόσωπο ή τρίτο μέρος, οι υπηρεσίες του οποίου έχουν τεθεί στη διάθεση του διαχειριστή ή υπό τον έλεγχό του, και ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή μιας μεθοδολογίας ή αξιολόγησης των εισερχόμενων δεδομένων και άλλων πληροφοριών προκειμένου να καταλήξει σε μια τελική εκτίμηση όσον αφορά την τιμή ενός συγκεκριμένου βασικού προϊόντος·

10)  «εισερχόμενα δεδομένα»: τα δεδομένα σχετικά με την αξία ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, ή οι τιμές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, ή άλλες αξίες, που χρησιμοποιούνται από τον διαχειριστή για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς·

11)  «ρυθμιζόμενα δεδομένα»:

i)   εισερχόμενα δεδομένα που αποτελούν εξ ολοκλήρου αντικείμενο συνεισφοράς από:

α)   τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ αλλά μόνο με αναφορά σε δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα·

β)   εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσιοποίησης συναλλαγών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή πάροχο ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 53) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σύμφωνα με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας, αλλά μόνο με αναφορά σε δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·

γ)   εγκεκριμένο μηχανισμό γνωστοποίησης συναλλαγών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 54) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, αλλά μόνο με αναφορά σε δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας·

δ)   χρηματιστήριο ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 σημείο ι) της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(15)·

ε)   χρηματιστήριο φυσικού αερίου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(16)·

στ)   χώρο πλειστηριασμών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 ή ▌ 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής(17)·

ζ)   δεδομένα που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 και επεξηγούνται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1348/2014(18)· ή

η)   τόπο διαπραγμάτευσης, χώρο πλειστηριασμών, χρηματιστήριο, μηχανισμό δημοσιοποίησης συναλλαγών ή μηχανισμό γνωστοποίησης συναλλαγών τρίτης χώρας ισοδύναμο προς τους οριζόμενους στα στοιχεία α) έως ζ) ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα, όπως πρόγραμμα συνάθροισης δεδομένων συναλλαγών ή πρόγραμμα συλλογής δεδομένων συναλλαγών, για τα οποία προγράμματα υπάρχει ήδη κατάλληλη εποπτεία των εισερχόμενων δεδομένων που συνεισφέρουν· και

ii)   η καθαρή αξία ενεργητικού των μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ(19).

12)  «δεδομένα συναλλαγών»: παρατηρήσιμες τιμές, συντελεστές, δείκτες ή τιμές που αντιστοιχούν σε συναλλαγές μεταξύ ανεξάρτητων αντισυμβαλλομένων σε ενεργό αγορά που επηρεάζονται από ανταγωνιστικές δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης·

13)  «χρηματοπιστωτικό μέσο»: οποιοδήποτε από τα μέσα που παρατίθενται στο παράρτημα Ι, τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, για τα οποία έχει υποβληθεί αίτημα εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

14)  «εποπτευόμενος φορέας»: πρόκειται για τους ακόλουθους φορείς:

α)  πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)  επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ)  ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(20)·

δ)  αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 σημείο 4) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

ε)  ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ(21)·

στ)  διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(22)·

ζ)  κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους ή CCP, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(23)·

η)  αρχεία καταγραφής συναλλαγών, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

θ)  διαχειριστές·

15)  «χρηματοδοτική σύμβαση»:

α)  οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο γ) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(24)·

β)  οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 3) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(25)·

16)  «ταμείο επενδύσεων»: οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, ή ΟΣΕΚΑ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

17)  «διοικητικό όργανο»: όργανο διοίκησης το οποίο ασκεί τόσο εποπτικά όσο και διοικητικά καθήκοντα και το οποίο διαθέτει την τελική εξουσία λήψης αποφάσεων και εξουσιοδοτείται να καθορίζει τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση της οντότητας·

18)  «καταναλωτής»: φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που καλύπτει ο παρών κανονισμός, επιδιώκει σκοπούς που είναι άσχετοι με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του·

19)  «δείκτης αναφοράς διατραπεζικού επιτοκίου»: δείκτης αναφοράς του οποίου το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, είναι το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες μπορούν να δανείζουν σε άλλες τράπεζες ή να δανείζονται από αυτές·

19α)   «δείκτης αναφοράς συναλλαγματικής ισοτιμίας»: δείκτης αναφοράς του οποίου η αξία προσδιορίζεται σε σχέση με την τιμή ενός νομίσματος ή καλαθιού νομισμάτων, εκφραζόμενη σε ένα νόμισμα·

20)  «δείκτης αναφοράς για βασικά προϊόντα»: δείκτης αναφοράς του οποίου το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, είναι βασικό προϊόν κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής(26), εξαιρουμένων των δικαιωμάτων εκπομπών όπως αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

20α)   «κίνδυνος βάσης»: κίνδυνος που σχετίζεται με την ακρίβεια με την οποία ένας δείκτης αναφοράς περιγράφει την υποκείμενη αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται·

21)  «δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας»:

α)  δείκτης αναφοράς ο οποίος δεν βασίζεται σε ρυθμιζόμενα δεδομένα και του οποίου η αξία αναφοράς υπερβαίνει τα 500 δισεκατομμύρια EUR, όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1· ή

β)  δείκτης αναφοράς του οποίου η παύση θα είχε σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στην εύρυθμη λειτουργία των αγορών και στην πραγματική οικονομία ενός ή περισσότερων κρατών μελών·

Ένας δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας έχει «εθνικό» χαρακτήρα, εάν η διακοπή της παροχής του ή η παροχή του βάσει μη αντιπροσωπευτικού συνόλου συνεισφερόντων ή δεδομένων έχει αρνητικό αντίκτυπο που περιορίζεται σε ένα κράτος μέλος. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφοι 2α έως 2δ.

Ένας δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας έχει «ευρωπαϊκό» χαρακτήρα, εάν η διακοπή της παροχής του ή η παροχή του βάσει μη αντιπροσωπευτικού συνόλου συνεισφερόντων ή δεδομένων έχει αρνητικό αντίκτυπο που δεν περιορίζεται σε ένα κράτος μέλος. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφοι 2ε, 2στ και 2ζ·

21α)   «δείκτης αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας»: δείκτης αναφοράς που δεν πληροί τα κριτήρια ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας που καθορίζονται στο άρθρο 13·

22)  «βρίσκεται»: όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος ή η τρίτη χώρα όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα ή άλλη επίσημη διεύθυνση του εν λόγω προσώπου, και όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος ή η τρίτη χώρα όπου το εν λόγω πρόσωπο έχει την φορολογική του κατοικία·

22α)   «δημόσια αρχή»:

α)   κάθε κρατική ή δημόσια διοίκηση·

β)   κάθε οντότητα ή πρόσωπο, που είτε ασκεί καθήκοντα δημόσιας διοίκησης βάσει του εθνικού δικαίου είτε αναλαμβάνει δημόσιες ευθύνες ή δημόσια καθήκοντα ή παρέχει δημόσιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς του πληθωρισμού, της απασχόλησης και της οικονομίας, υπό τον έλεγχο οποιασδήποτε κρατικής ή δημόσιας αρχής.

2.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 37 με στόχο τον περαιτέρω προσδιορισμό των τεχνικών στοιχείων των ορισμών της παραγράφου 1, και ειδικότερα για τη διευκρίνιση του περιεχομένου του όρου «διάθεση στο κοινό» για τους σκοπούς του καθορισμού ενός δείκτη. Στις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι οι όροι «δημοσιεύεται» ή «διατίθεται στο κοινό» έχουν την έννοια της «διάθεσης στο ευρύτερο κοινό χρηστών ή δυνητικών χρηστών».

Κατά περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς ή τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς.

2α.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με σκοπό την κατάρτιση καταλόγου των δημόσιων αρχών στην Ένωση, όπως αναφέρονται στο σημείο 22α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και την επανεξέταση του καταλόγου αυτού. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 4

Εξαίρεση παρόχων δεικτών που αγνοούν τη χρήση των δεικτών αναφοράς που παρέχουν ▌

▌Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για πάροχο δείκτη που σε ό,τι αφορά δείκτη ▌ που παρέχει ο ίδιος ή η ίδια δεν γνωρίζει ή δεν θα ήταν σε θέση ευλόγως να γνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος δείκτης ▌ χρησιμοποιείται για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 2).

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Kεφάλαιο 1

Διακυβέρνηση και έλεγχος διαχειριστών

Άρθρο 5

Απαιτήσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση και τη σύγκρουση συμφερόντων

1.  ▌Ο διαχειριστής διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με σαφώς καθορισμένους ρόλους και αρμοδιότητες, που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και συνέπεια, για όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην παροχή ενός δείκτη αναφοράς.

Ο διαχειριστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εντοπίσει και να αποτρέψει ή να αντιμετωπίσει συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ αυτού του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών του, των υπαλλήλων ή κάθε άλλου φυσικού προσώπου ή τρίτου μέρους οι υπηρεσίες του οποίου έχουν τεθεί στη διάθεσή του ή υπό τον έλεγχό του, και των συνεισφερόντων ή χρηστών, και να διασφαλίσει ότι, όταν απαιτείται διακριτική ευχέρεια ή κρίση στη διαδικασία του δείκτη αναφοράς, αυτή ασκείται κατά τρόπο ανεξάρτητο και δίκαιο.

2α.   Η παροχή ενός δείκτη αναφοράς διαχωρίζεται οργανωτικά από οποιοδήποτε τμήμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του διαχειριστή, από το οποίο ενδέχεται να προκύψει πραγματική ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων. Εάν είναι δυνατόν να προκύψουν συγκρούσεις συμφερόντων εντός του διαχειριστή λόγω ιδιοκτησιακής διάρθρωσης, ελέγχουσας συμμετοχής ή άλλων δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται από οποιαδήποτε οντότητα κατέχει ή ελέγχει τον διαχειριστή ή από οντότητα που κατέχεται ή ελέγχεται από τον διαχειριστή ή οποιαδήποτε συνδεδεμένη επιχείρησή του, ο διαχειριστής καθιερώνει ανεξάρτητη λειτουργία επίβλεψης, η οποία περιλαμβάνει ισόρροπη εκπροσώπηση ενός φάσματος ενδιαφερομένων, εφόσον είναι γνωστοί, καθώς και συνδρομητών και συνεισφερόντων. Εάν δεν είναι δυνατή η κατάλληλη διαχείριση των συγκρούσεων αυτών, ο διαχειριστής παύει οποιαδήποτε δραστηριότητα ή σχέση από την οποία προκύπτουν οι εν λόγω συγκρούσεις συμφερόντων ή παύει την κατάρτιση του δείκτη αναφοράς.

3α.   Ο διαχειριστής δημοσιεύει ή κοινοποιεί κάθε υφιστάμενη ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων στους χρήστες του δείκτη αναφοράς και τη σχετική αρμόδια αρχή, καθώς και, εφόσον απαιτείται, στους συνεισφέροντες, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων συμφερόντων που προκύπτουν από την ιδιοκτησιακή διάρθρωση ή τη δομή ελέγχου του διαχειριστή.

3β.   Ο διαχειριστής θεσπίζει και εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες, καθώς και αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις για τον εντοπισμό, την κοινοποίηση, τη διαχείριση, τον μετριασμό και την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων προκειμένου να προστατεύσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία του προσδιορισμού των δεικτών αναφοράς. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται συστηματικά. Οι πολιτικές και οι διαδικασίες λαμβάνουν υπόψη και αντιμετωπίζουν συγκρούσεις συμφερόντων, τον βαθμό της διακριτικής ευχέρειας που ασκείται κατά τη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς και τους κινδύνους που συνεπάγεται ο δείκτης αναφοράς και:

α)   διασφαλίζουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που παρασχέθηκαν ή καταρτίστηκαν από τον διαχειριστή με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων περί κοινοποίησης και διαφάνειας που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό· και

β)   περιορίζουν ειδικότερα τις συγκρούσεις συμφερόντων που απορρέουν από την ιδιοκτησιακή διάρθρωση ή τη δομή ελέγχου του διαχειριστή ή από άλλα συμφέροντα στον όμιλό του, ή οφείλονται σε άλλα πρόσωπα που ενδεχομένως επηρεάζουν ή ελέγχουν τον διαχειριστή σε σχέση με τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς.

3γ.   Ο διαχειριστής διασφαλίζει ότι οι υπάλληλοι και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο του οποίου οι υπηρεσίες τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχό του και που εμπλέκονται άμεσα στην παροχή του δείκτη αναφοράς:

α)   διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες, την κατάλληλη γνώση και εμπειρία για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται και υπόκεινται σε αποτελεσματική διαχείριση και εποπτεία·

β)   δεν υπόκεινται σε αθέμιτη επιρροή ή δεν συμμετέχουν σε συγκρούσεις συμφερόντων και η αποζημίωση και η αξιολόγηση της απόδοσης των προσώπων αυτών δεν δημιουργούν συγκρούσεις συμφερόντων και δεν θίγουν την ακεραιότητα της διαδικασίας κατάρτισης του δείκτη αναφοράς·

γ)   δεν διαθέτουν συμφέροντα ή επιχειρηματικές σχέσεις που διακυβεύουν τις λειτουργίες του διαχειριστή·

δ)   απαγορεύεται να συνεισφέρουν στον καθορισμό δείκτη αναφοράς μέσω της συμμετοχής σε προσφορές αγοράς, προσφορές πώλησης και συναλλαγές σε προσωπική βάση ή για λογαριασμό παραγόντων της αγοράς· και

ε)   υπόκεινται σε αποτελεσματικές διαδικασίες ελέγχου της ανταλλαγής πληροφοριών με άλλους υπαλλήλους και δεν εμπλέκονται σε δραστηριότητες που ενδέχεται να συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων.

3δ.   Ο διαχειριστής θεσπίζει ειδικές διαδικασίες ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας του υπαλλήλου ή του προσώπου που προσδιορίζει τον δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής εξακρίβωσης από τη διοίκηση πριν από τη διάδοση του δείκτη αναφοράς ή της κατάλληλης υποκατάστασης στην περίπτωση, παραδείγματος χάρη, ενός δείκτη αναφοράς που επικαιροποιείται εντός της ημέρας ή σε πραγματικό χρόνο.

3ε.   Οποιαδήποτε μη ουσιώδης αλλαγή στον δείκτη αναφοράς όσον αφορά τις διατάξεις που καλύπτονται στο παρόν άρθρο δεν θεωρείται ότι συνιστά παραβίαση χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου που βασίζεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς. Στην περίπτωση των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να κρίνει κατά πόσο μια αλλαγή είναι ουσιώδης.

Άρθρο 5α

Απαιτήσεις σχετικά με τη λειτουργία επίβλεψης

1.   Ο διαχειριστής θεσπίζει και διατηρεί μόνιμη και αποτελεσματική λειτουργία επίβλεψης προκειμένου να εξασφαλίζει την επίβλεψη όλων των πτυχών της διαδικασίας παροχής δεικτών αναφοράς.

2.   Ο διαχειριστής καταρτίζει και διατηρεί άρτιες διαδικασίες σχετικά με τη λειτουργία επίβλεψης του, οι οποίες κοινοποιούνται στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

Τα βασικά χαρακτηριστικά των διαδικασιών περιλαμβάνουν τα εξής:

α)   τους όρους αναφοράς της λειτουργίας επίβλεψης·

β)   κριτήρια επιλογής μελών για τη λειτουργία επίβλεψης·

γ)   συνοπτικά στοιχεία σχετικά με τα μέλη οποιουδήποτε συμβουλίου ή επιτροπής επιφορτισμένων με τη λειτουργία επίβλεψης, καθώς και τυχόν δηλώσεις σχετικά με συγκρούσεις συμφερόντων και διαδικασίες εκλογής, διορισμού ή απομάκρυνσης και αντικατάστασης των μελών της επιτροπής.

3.   Η λειτουργία επίβλεψης είναι ανεξάρτητη και περιλαμβάνει τις ακόλουθες αρμοδιότητες, οι οποίες προσαρμόζονται ανάλογα με την πολυπλοκότητα, τη χρήση και την τρωτότητα του δείκτη αναφοράς:

α)   αναθεώρηση του ορισμού και της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς τουλάχιστον σε ετήσια βάση·

β)   επίβλεψη τυχόν αλλαγών στη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και εξουσιοδότηση του διαχειριστή να πραγματοποιήσει διαβούλευση σχετικά με τις αλλαγές αυτές·

γ)   επίβλεψη του πλαισίου ελέγχου του διαχειριστή, της διαχείρισης και της λειτουργίας του δείκτη αναφοράς και, σε περίπτωση που σε ένα δείκτη αναφοράς γίνεται προσφυγή σε συνεισφέροντες, του κώδικα δεοντολογίας του άρθρου 9 παράγραφος 1·

δ)   επανεξέταση και έγκριση των διαδικασιών παύσης παροχής του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διαβουλεύσεων σχετικά με την παύση παροχής του·

ε)   επίβλεψη τυχόν τρίτων που συμμετέχουν στη διαδικασία παροχής του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων των φορέων που είναι υπεύθυνοι για τον υπολογισμό και τη διάδοση·

στ)   αξιολόγηση εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων ή επανεξετάσεων και παρακολούθηση της εφαρμογής των διορθωτικών μέτρων που επισημαίνονται στα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων·

ζ)   παρακολούθηση των εισερχόμενων δεδομένων και των συνεισφερόντων καθώς και των μέτρων που λαμβάνει ο διαχειριστής προκειμένου να αμφισβητήσει ή να επικυρώσει τις εισφορές εισερχόμενων δεδομένων, όταν σε δείκτη αναφοράς γίνεται προσφυγή σε συνεισφέροντες·

η)   λήψη αποτελεσματικών μέτρων σε περίπτωση παραβίασης του κώδικα δεοντολογίας, όταν σε δείκτη αναφοράς γίνεται προσφυγή σε συνεισφέροντες· και

θ)   αναφορά στις εκάστοτε αρμόδιες αρχές τυχόν παραπτωμάτων των συνεισφερόντων ή των διαχειριστών, τα οποία διαπιστώνονται στο πλαίσιο της λειτουργίας επίβλεψης, καθώς και τυχόν ακατάλληλων ή ύποπτων εισερχόμενων δεδομένων, όταν σε δείκτη αναφοράς γίνεται προσφυγή σε συνεισφέροντες.

4.   Η λειτουργία επίβλεψης ασκείται από χωριστή επιτροπή ή από άλλο κατάλληλο πλαίσιο διακυβέρνησης.

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας επίβλεψης από άποψη σύνθεσης καθώς και θέσης στο πλαίσιο της οργανωτικής δομής του διαχειριστή, ώστε να εξασφαλίζεται η ακεραιότητα της λειτουργίας και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων.

Η ΕΑΚΑΑ πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων, όπως αυτοί ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, και λαμβάνει υπόψη τις διαφορές όσον αφορά την ιδιοκτησιακή διάρθρωση και τη δομή ελέγχου των διαχειριστών, τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της παροχής του δείκτη αναφοράς, και τον κίνδυνο και τον αντίκτυπο του δείκτη αναφοράς, υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις διακυβέρνησης για τους δείκτες αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [XXX].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.   Η λειτουργία επίβλεψης μπορεί να ασκείται σε περισσότερους από έναν δείκτες αναφοράς που παρέχει ο διαχειριστής με την προϋπόθεση ότι κατά τα λοιπά πληροί τις λοιπές απαιτήσεις των τίτλων Ι και ΙV.

6.   Οποιαδήποτε μη ουσιώδης αλλαγή στον δείκτη αναφοράς όσον αφορά τις διατάξεις που καλύπτονται στο παρόν άρθρο δεν θεωρείται ότι συνιστά παραβίαση χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου που βασίζεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς. Στην περίπτωση των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να κρίνει κατά πόσο μια αλλαγή είναι ουσιώδης.

Άρθρο 5β

Απαιτήσεις σχετικά με το πλαίσιο ελέγχου

1.   Ο διαχειριστής διαθέτει πλαίσιο ελέγχου που εξασφαλίζει ότι ο δείκτης αναφοράς παρέχεται και δημοσιεύεται ή διατίθεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το πλαίσιο ελέγχου είναι ανάλογο με το επίπεδο των συγκρούσεων συμφερόντων που έχουν διαπιστωθεί, τον βαθμό της διακριτικής ευχέρειας στη διαδικασία παροχής του δείκτη αναφοράς και τον χαρακτήρα των εισερχόμενων δεδομένων του δείκτη αναφοράς, και περιλαμβάνει τα εξής:

α)   τη διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου·

β)   τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης και ανάκτησης που ισχύουν σε περίπτωση διακοπής της παροχής δείκτη αναφοράς.

3.   Σε περίπτωση που τα εισερχόμενα δεδομένα δεν αφορούν συναλλαγές, ο διαχειριστής:

α)   θεσπίζει μέτρα για να διασφαλίσει, κατά το δυνατόν, ότι οι συνεισφέροντες συμμορφώνονται με τον κώδικα δεοντολογίας του άρθρου 9 παράγραφος 1 καθώς και τα ισχύοντα πρότυπα για τα εισερχόμενα δεδομένα·

β)   θεσπίζει μέτρα για την παρακολούθηση των εισερχόμενων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων της παρακολούθησης των εισερχόμενων δεδομένων πριν από τη δημοσίευση του δείκτη αναφοράς και της επικύρωσης τους μετά τη δημοσίευση προκειμένου να εντοπίζονται σφάλματα και ανωμαλίες.

4.   Το πλαίσιο ελέγχου τεκμηριώνεται, αναθεωρείται και επικαιροποιείται καταλλήλως, και τίθεται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και, κατόπιν αιτήματος, των χρηστών.

5.   Οποιαδήποτε μη ουσιώδης αλλαγή στον δείκτη αναφοράς όσον αφορά τις διατάξεις που καλύπτονται στο παρόν άρθρο δεν θεωρείται ότι συνιστά παραβίαση χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου που βασίζεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς. Στην περίπτωση των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να κρίνει κατά πόσο μια αλλαγή είναι ουσιώδης.

Άρθρο 5γ

Απαιτήσεις σχετικά με το πλαίσιο λογοδοσίας

1.   Ο διαχειριστής διαθέτει πλαίσιο λογοδοσίας που καλύπτει την τήρηση αρχείων, τις διαδικασίες ελέγχων και επανεξέτασης και τη διαδικασία υποβολής καταγγελιών και παρέχει στοιχεία σχετικά με τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο διαχειριστής ορίζει ένα ανεξάρτητο εσωτερικό ή εξωτερικό όργανο που διαθέτει την απαραίτητη ικανότητα επανεξέτασης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη συμμόρφωση του διαχειριστή προς τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και τον παρόντα κανονισμό.

3.   Για τους δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας, ο διαχειριστής εκδίδει και διατηρεί δήλωση συμμόρφωσης όπου ο ίδιος παρέχει στοιχεία σχετικά με τη συμμόρφωσή του προς τον παρόντα κανονισμό. Η δήλωση συμμόρφωσης καλύπτει τουλάχιστον τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1, 2α, 3β, 3γ και 3δ, άρθρα 5α και 5β, άρθρο 5δ στοιχεία β) έως ζ), άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία αα), β), βα), ββ), βγ) και γ), άρθρο 7 παράγραφοι 2α, 3α και 3β, άρθρο 7α, άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 11 και άρθρο 17 παράγραφος 1.

Στην περίπτωση που ο διαχειριστής δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1, 2α, 3β, 3γ και 3δ, άρθρα 5α και 5β, άρθρο 5δ στοιχεία β) έως ζ), άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία αα), β), βα), ββ), βγ) και γ), άρθρο 7 παράγραφοι 2α, 3α και 3β, άρθρο 7α, άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 11 και άρθρο 17 παράγραφος 1, η δήλωση συμμόρφωσης αναφέρει σαφώς τους λόγους για τους οποίους είναι σκόπιμο ο εν λόγω διαχειριστής να μη συμμορφώνεται με τις εν λόγω διατάξεις.

4.   Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας διορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή, ο οποίος επανεξετάζει την ακρίβεια της δήλωσης συμμόρφωσης του διαχειριστή και υποβάλλει σχετική έκθεση. Ο εν λόγω έλεγχος διενεργείται τουλάχιστον ανά διετία και οσάκις επέρχονται ουσιώδεις αλλαγές στον δείκτη αναφοράς.

5.   Ο διαχειριστής κοινοποιεί τα αποτελέσματα των ελέγχων της παραγράφου 4 στην οικεία αρμόδια αρχή. Ο διαχειριστής παρέχει ή κοινοποιεί στοιχεία σχετικά με τους ελέγχους της παραγράφου 4 σε οποιοδήποτε χρήστη του δείκτη αναφοράς κατόπιν αιτήματος. Έπειτα από αίτημα της οικείας αρμόδιας αρχής ή οποιουδήποτε χρήστη του δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής παρέχει ή δημοσιεύει στοιχεία σχετικά με την επανεξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

6.   Η οικεία αρμόδια αρχή μπορεί να ζητεί πρόσθετα στοιχεία από τον διαχειριστή όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας, σύμφωνα με το άρθρο 30, και/ή να εκδίδει συστάσεις προς τον διαχειριστή όσον αφορά τη συμμόρφωσή του με τις διατάξεις που καλύπτονται από τη δήλωση συμμόρφωσης, μέχρι να λάβει ικανοποιητικές πληροφορίες. Η αρμόδια αρχή μπορεί να δημοσιεύει τη σύσταση στον ιστότοπό της.

Άρθρο 5δ

Απαιτήσεις σχετικά με την τήρηση αρχείων

1.   Ο διαχειριστής τηρεί αρχεία σχετικά με τα εξής:

α)   το σύνολο των εισερχόμενων δεδομένων·

β)   κάθε άσκηση διακριτικής ευχέρειας ή κρίσης από τον διαχειριστή και, κατά περίπτωση, από τους αξιολογητές, κατά τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς·

γ)   αρχεία περιπτώσεων μη συνεκτίμησης τυχόν εισερχόμενων δεδομένων, ιδιαίτερα όταν αυτά συμμορφώνονταν με τις απαιτήσεις της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς, και το σκεπτικό της μη συνεκτίμησης·

δ)   άλλες αλλαγές ή παρεκκλίσεις από συνήθεις διαδικασίες και μεθοδολογίες, συμπεριλαμβανομένων όσων εκτελούνται κατά τη διάρκεια περιόδων πίεσης ή διαταραχής της αγοράς·

ε)   την ταυτότητα κάθε υποβάλλοντος και φυσικού προσώπου που απασχολείται από τους διαχειριστές για τον καθορισμό δεικτών αναφοράς·

στ)   όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τυχόν καταγγελία· και

ζ)   αρχεία με τις σχετικές επικοινωνίες μεταξύ οποιουδήποτε προσώπου που απασχολεί ο διαχειριστής και των συνεισφερόντων ή υποβαλλόντων σχετικά με τον δείκτη αναφοράς·

2.   Όταν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε στοιχεία συνεισφερόντων, ο συνεισφέρων τηρεί επίσης αρχείο με οποιεσδήποτε σχετικές επικοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων των επικοινωνιών με άλλους συνεισφέροντες.

3.   Ο διαχειριστής τηρεί τα αρχεία που καθορίζονται στην παράγραφο 1 για τουλάχιστον πέντε έτη σε μορφή που καθιστά δυνατή την αναπαραγωγή και την πλήρη κατανόηση των υπολογισμών των δεικτών αναφοράς καθώς και τον έλεγχο ή την αξιολόγηση των εισερχόμενων δεδομένων, των υπολογισμών, των κρίσεων και της διακριτικής ευχέρειας. Τα αρχεία των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών παρέχονται στα εμπλεκόμενα στη συζήτηση ή την επικοινωνία πρόσωπα κατόπιν αιτήματος και διατηρούνται για διάστημα τριών ετών.

Άρθρο 5ε

Διαχείριση καταγγελιών

Ο διαχειριστής πρέπει να εφαρμόζει και να δημοσιοποιεί γραπτές διαδικασίες για την παραλαβή, τη διερεύνηση και την τήρηση των αρχείων αναφορικά με τις καταγγελίες που υπεβλήθησαν σχετικά με τη διαδικασία υπολογισμού του διαχειριστή. Ο εν λόγω μηχανισμός υποβολής καταγγελιών διασφαλίζει ότι:

α)   ο διαχειριστής διαθέτει μηχανισμό που παρουσιάζεται διεξοδικά στο πλαίσιο πολιτικής διαχείρισης εγγράφων καταγγελιών, μέσω του οποίου οι συνδρομητές του δύνανται να υποβάλλουν καταγγελίες σχετικά με το κατά πόσο συγκεκριμένος υπολογισμός δείκτη αναφοράς είναι αντιπροσωπευτικός της αγοραίας αξίας, τις προτεινόμενες αλλαγές στον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, τις εφαρμογές της μεθοδολογίας σχετικά με συγκεκριμένο υπολογισμό δείκτη αναφοράς και άλλες συντακτικές αποφάσεις σχετικά με τις διαδικασίες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς·

β)   υπάρχει διαδικασία και στοχευμένο χρονοδιάγραμμα για την διαχείριση των καταγγελιών·

γ)   οι επίσημες καταγγελίες που υποβάλλονται εναντίον διαχειριστή και του προσωπικού του τυγχάνουν διερεύνησης από τον διαχειριστή με έγκαιρο και δίκαιο τρόπο·

δ)   η έρευνα διεξάγεται σε ανεξάρτητο επίπεδο από οποιονδήποτε υπάλληλο που ενδέχεται να εμπλέκεται στο θέμα της καταγγελίας·

ε)   ο διαχειριστής στοχεύει στην ταχεία ολοκλήρωση της έρευνάς του.

Άρθρο 5στ

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα ως προς τις απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με σκοπό τον περαιτέρω προσδιορισμό και τη διακρίβωση των απαιτήσεων διακυβέρνησης και ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2α, άρθρο 5 παράγραφοι 3α έως 3δ, άρθρο 5α παράγραφος 2, άρθρο 5α παράγραφος 3, άρθρο 5β παράγραφος 2, άρθρο 5β παράγραφος 3, άρθρο 5γ παράγραφος 2, άρθρο 5γ παράγραφοι 1 έως 3. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)   τις εξελίξεις των δεικτών αναφοράς και των χρηματοπιστωτικών αγορών με βάση τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις διακυβέρνησης για τους δείκτες αναφοράς·

β)   τα ειδικά χαρακτηριστικά διαφορετικών τύπων δεικτών αναφοράς και διαχειριστών, όπου συμπεριλαμβάνονται τα τομεακά χαρακτηριστικά και οι χρησιμοποιούμενοι τύποι εισερχόμενων δεδομένων·

γ)   τη διάκριση μεταξύ δεικτών αναφοράς κρίσιμης και μη κρίσιμης σημασίας·

δ)   κατά πόσο οι απαιτήσεις καλύπτονται ήδη εν μέρει ή πλήρως από άλλες σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις, ιδίως για δείκτες αναφοράς βάσει ρυθμιζόμενων δεδομένων, καθώς και, ενδεικτικά, απαιτήσεις δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(27), ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν προκύπτει αλληλεπικάλυψη των απαιτήσεων ή άλλες περιττές επιβαρύνσεις για τους διαχειριστές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...].

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται η πρώτη παράγραφος σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 6

Εξωτερική ανάθεση

1.  Οι διαχειριστές δεν προβαίνουν σε εξωτερική ανάθεση λειτουργιών κατά τη διαδικασία παροχής ενός δείκτη αναφοράς κατά τρόπον που να βλάπτει ουσιωδώς τον έλεγχο του διαχειριστή σε ό,τι αφορά την παροχή του δείκτη αναφοράς ή την ικανότητα της σχετικής αρμόδιας αρχής σχετικά με την εποπτεία του δείκτη αναφοράς.

3.  Όταν ένας διαχειριστής αναθέτει λειτουργίες ή υπηρεσίες και δραστηριότητες σχετικές με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς σε πάροχο υπηρεσιών, εξακολουθεί να φέρει την πλήρη ευθύνη της συμμόρφωσής του με το σύνολο των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

3α.   Όταν προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση, ο διαχειριστής διασφαλίζει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)   ο πάροχος των υπηρεσιών διαθέτει την ικανότητα, τα προσόντα και κάθε άδεια που απαιτείται από τη νομοθεσία για την εκτέλεση των καθηκόντων, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, με τρόπο αξιόπιστο και επαγγελματικό·

β)   ο διαχειριστής καθιστά διαθέσιμα στη σχετική αρμόδια αρχή την ταυτότητα και τα καθήκοντα του παρόχου υπηρεσιών που συμμετέχει στη διαδικασία καθορισμού δείκτη αναφοράς·

γ)   ο διαχειριστής λαμβάνει ενδεδειγμένα μέτρα εάν φαίνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών ενδέχεται να μην εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις·

δ)   ο διαχειριστής διατηρεί την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται για την αποτελεσματική εποπτεία των ανατεθέντων καθηκόντων και τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

ε)   ο πάροχος των υπηρεσιών κοινοποιεί στον διαχειριστή κάθε εξέλιξη που ενδέχεται να επηρεάσει ουσιωδώς την ικανότητά του να εκτελέσει τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις·

στ)   ο πάροχος των υπηρεσιών συνεργάζεται με τη οικεία αρμόδια αρχή σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες που του έχουν ανατεθεί, ο δε διαχειριστής και η οικεία αρμόδια αρχή έχουν πραγματική πρόσβαση στα δεδομένα που σχετίζονται με τις ανατεθείσες δραστηριότητες, καθώς και στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, ενώ η οικεία αρμόδια αρχή είναι σε θέση να ασκεί τα εν λόγω δικαιώματα πρόσβασης·

ζ)   ο διαχειριστής είναι σε θέση να θέσει τέρμα στις διευθετήσεις αυτές, εάν παραστεί ανάγκη.

η)   ο διαχειριστής λαμβάνει εύλογα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων έκτακτης ανάγκης, για την αποφυγή περιττού λειτουργικού κινδύνου που σχετίζεται με τη συμμετοχή του παρόχου υπηρεσιών στη διαδικασία καθορισμού δείκτη αναφοράς.

Κεφάλαιο 2

Εισερχόμενα δεδομένα, μεθοδολογία και αναφορά των παραβιάσεων

Άρθρο 7

Εισερχόμενα δεδομένα ▌

1.  Η παροχή ενός δείκτη αναφοράς διέπεται από τις εξής απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τα εισερχόμενα δεδομένα ▌:

α)  Τα εισερχόμενα δεδομένα είναι δεδομένα συναλλαγών ή, εάν κρίνεται σκοπιμότερο, δεδομένα που δεν αφορούν συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων δεσμευτικών προσφορών τιμής και επαληθεύσιμων εκτιμήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια και αξιοπιστία την αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς ▌.

αα)   Τα εισερχόμενα δεδομένα που αναφέρονται στο στοιχείο α) είναι επαληθεύσιμα.

β)  Ο διαχειριστής λαμβάνει τα εισερχόμενα δεδομένα από αξιόπιστη και αντιπροσωπευτική ομάδα ή δείγμα συνεισφερόντων, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο δείκτης αναφοράς που προκύπτει είναι αξιόπιστος και αντιπροσωπευτικός της αγοραίας ή οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ▌.

βα)   Ο διαχειριστής χρησιμοποιεί εισερχόμενα δεδομένα προερχόμενα αποκλειστικά από συνεισφέροντες που τηρούν τον προβλεπόμενο στο άρθρο 9 κώδικα δεοντολογίας.

ββ)  Ο διαχειριστής διατηρεί κατάλογο των προσώπων που δύνανται να συνεισφέρουν παρέχοντας εισερχόμενα δεδομένα στον διαχειριστή, μαζί με διαδικασίες για την αξιολόγηση της ταυτότητας ενός συνεισφέροντος και κάθε υποβάλλοντος.

βγ)   Ο διαχειριστής εξασφαλίζει ότι οι συνεισφέροντες παρέχουν όλα τα σχετικά εισερχόμενα δεδομένα· και

γ)  Στην περίπτωση που τα εισερχόμενα δεδομένα ενός δείκτη αναφοράς δεν είναι δεδομένα συναλλαγών και ένας συνεισφέρων συμμετέχει σε ποσοστό άνω του 50% της αξίας των συναλλαγών στην αγορά για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο εν λόγω δείκτης αναφοράς, ο διαχειριστής επαληθεύει, εφόσον είναι δυνατόν, ότι τα εισερχόμενα δεδομένα αντιπροσωπεύουν αγορά που υπόκειται σε ανταγωνιστικές δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης. Σε περίπτωση που διαχειριστής διαπιστώσει ότι τα εισερχόμενα δεδομένα δεν αντιπροσωπεύουν αγορά που υπόκειται σε ανταγωνιστικές δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης, είτε μεταβάλλει τα εισερχόμενα δεδομένα, τους συνεισφέροντες ή τη μεθοδολογία για να διασφαλίσει ότι τα εισερχόμενα δεδομένα αντιπροσωπεύουν αγορά που υπόκειται σε ανταγωνιστικές δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης είτε παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς ▌.

2α.   Ο διαχειριστής διασφαλίζει ότι οι έλεγχοι σχετικά με τα εισερχόμενα δεδομένα περιλαμβάνουν τα εξής:

α)   κριτήρια που ορίζουν ποιος μπορεί να συνεισφέρει παρέχοντας εισερχόμενα δεδομένα στον διαχειριστή και διαδικασία επιλογής των συνεισφερόντων·

β)   διαδικασία αξιολόγησης των εισερχόμενων δεδομένων ενός συνεισφέροντα και διακοπής της περαιτέρω παροχής εισερχόμενων δεδομένων από αυτόν ή επιβολής σε αυτόν άλλων κυρώσεων λόγω μη συμμόρφωσης, κατά περίπτωση· και

γ)   διαδικασία επικύρωσης των εισερχόμενων δεδομένων, μεταξύ άλλων με βάση άλλους δείκτες ή άλλα δεδομένα, με στόχο την εξασφάλιση της ακεραιότητας και της ακρίβειάς τους. Σε περίπτωση που ένας δείκτης αναφοράς πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 14α, η απαίτηση αυτή ισχύει μόνο στην περίπτωση που η συμμόρφωση είναι δυνατή σε λογικά πλαίσια.

3α.   Σε περίπτωση που τα εισερχόμενα δεδομένα ενός δείκτη αναφοράς παρέχονται από μονάδα διαπραγμάτευσης (front office), ήτοι τμήμα, μονάδα, ομάδα ή υπαλλήλους των συνεισφερόντων ή οποιασδήποτε συνδεδεμένης με αυτούς οντότητας που πραγματοποιεί δραστηριότητες τιμολογήσεων, διαπραγμάτευσης, πωλήσεων, διάθεσης στην αγορά, διαφήμισης, προσέλκυσης, διάρθρωσης ή μεσιτείας, ο διαχειριστής:

α)   συγκεντρώνει δεδομένα από άλλες πηγές τα οποία επιβεβαιώνουν τα εν λόγω εισερχόμενα δεδομένα·

β)   μεριμνά ώστε οι συνεισφέροντες να έχουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες επίβλεψης και επαλήθευσης που να επιτρέπουν:

i)   την επικύρωση των εισερχόμενων δεδομένων που παρέχονται, μεταξύ άλλων με διαδικασίες πολλαπλών αναθεωρήσεων από ανώτερα στελέχη, για τον έλεγχο των εισερχομένων δεδομένων, και με εσωτερικές διαδικασίες εξακρίβωσης από τη διοίκηση ως προς την υποβολή των δεδομένων·

ii)   τον φυσικό διαχωρισμό των εργαζομένων στη μονάδα διαπραγμάτευσης και τους διαύλους αναφοράς·

iii)   την πλήρη συνεκτίμηση των μέτρων διαχείρισης των συγκρούσεων, για τον εντοπισμό, την κοινοποίηση, τη διαχείριση, τον μετριασμό και την αποφυγή υφιστάμενων ή πιθανών κινήτρων παραποίησης εισερχόμενων δεδομένων ή κάθε άλλου επηρεασμού τους, μεταξύ άλλων μέσα από πολιτικές σε θέματα αποδοχών και συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα στις δραστηριότητες συνεισφοράς εισερχόμενων δεδομένων και κάθε άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα του συνεισφέροντος, κάθε συνδεδεμένης με αυτόν οντότητας ή οποιουδήποτε εκ των αντίστοιχων πελατών τους·

Οι διατάξεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου ισχύουν για τους δείκτες αναφοράς που πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 14α, μόνο στην περίπτωση που η συμμόρφωση προς τις διατάξεις αυτές είναι δυνατή σε λογικά πλαίσια.

3β.   Οποιαδήποτε μη ουσιώδης αλλαγή στον δείκτη αναφοράς όσον αφορά τις διατάξεις που καλύπτονται στο παρόν άρθρο δεν θεωρείται ότι συνιστά παραβίαση χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου που βασίζεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς. Στην περίπτωση των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να κρίνει κατά πόσο μια αλλαγή είναι ουσιώδης.

3γ.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει περαιτέρω τις εσωτερικές διαδικασίες επίβλεψης και επαλήθευσης ενός συνεισφέροντος που ο διαχειριστής θα αναζητήσει, σύμφωνα με τις παραγράφους 2α και 3α, προκειμένου να εξασφαλίσει την ακεραιότητα και την ακρίβεια των εισερχόμενων δεδομένων.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη της την αρχή της αναλογικότητας όσον αφορά δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας και δείκτες αναφοράς για βασικά προϊόντα· τις ιδιαιτερότητες των διαφορετικών τύπων δεικτών αναφοράς και ειδικότερα των δεικτών αναφοράς που βασίζονται σε συνεισφορές από οντότητες που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 14α· τον χαρακτήρα των εισερχόμενων δεδομένων, κατά πόσο οι απαιτήσεις καλύπτονται ήδη εν μέρει ή πλήρως από άλλες σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις, ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, απαιτήσεις δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν προκύπτει αλληλεπικάλυψη των απαιτήσεων ή άλλες περιττές επιβαρύνσεις για τους διαχειριστές, καθώς και τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [XXX].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 7α

Μεθοδολογία

1.   Ο διαχειριστής χρησιμοποιεί μεθοδολογία για τον προσδιορισμό του δείκτη αναφοράς η οποία

α)   είναι άρτια και αξιόπιστη·

β)   διέπεται από σαφείς κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας στο πλαίσιο του καθορισμού του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς·

γ)   είναι αυστηρή και συστηματική και καθιστά δυνατή την επαλήθευση, συμπεριλαμβανομένων εκ των υστέρων ελέγχων·

δ)   είναι ανθεκτική και διασφαλίζει ότι ο δείκτης αναφοράς μπορεί να υπολογιστεί στο ευρύτερο δυνατό σύνολο πιθανών περιστάσεων·

ε)   είναι ανιχνεύσιμη και επαληθεύσιμη.

2.   Κατά την ανάπτυξη της μεθοδολογίας ενός δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς:

α)   λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως το μέγεθος και την κανονική ρευστότητα της αγοράς, τη διαφάνεια των διαπραγματεύσεων και τις θέσεις των συμμετεχόντων στην αγορά, τη συγκέντρωση και τη δυναμική της αγοράς, και την ικανότητα κάθε δείγματος να αντιπροσωπεύει την αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς·

β)   ορίζει το περιεχόμενο της έννοιας «ενεργός αγορά» για τους σκοπούς του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς· και

γ)   καθορίζει την προτεραιότητα που δίδεται σε διαφορετικούς τύπους εισερχόμενων δεδομένων.

3.   Ο διαχειριστής εφαρμόζει σαφές και δημοσιοποιημένο πλαίσιο που ορίζει τις περιστάσεις στις οποίες η ποσότητα ή η ποιότητα των εισερχόμενων δεδομένων δεν πληροί τα πρότυπα που προβλέπονται στη μεθοδολογία για τον ακριβή και αξιόπιστο καθορισμό του δείκτη αναφοράς, και περιγράφει εάν και με ποιο τρόπο γίνεται ο υπολογισμός του δείκτη στις εν λόγω περιστάσεις.

4.   Οποιαδήποτε μη ουσιώδης αλλαγή στον δείκτη αναφοράς όσον αφορά τις διατάξεις που καλύπτονται στο παρόν άρθρο δεν θεωρείται ότι συνιστά παραβίαση χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου που βασίζεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς. Στην περίπτωση των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να κρίνει κατά πόσο μια αλλαγή είναι ουσιώδης.

Άρθρο 7β

Διαφάνεια της μεθοδολογίας

1.   Ο διαχειριστής αναπτύσσει, χειρίζεται και διαχειρίζεται με διαφάνεια τα δεδομένα και τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς.

Ο διαχειριστής δημοσιοποιεί, κατά τρόπο που διασφαλίζει ισότιμη και εύκολη πρόσβαση:

i)   τη μεθοδολογία που εφαρμόζεται για κάθε δείκτη ή ομάδα δεικτών αναφοράς· και

ii)   τη διαδικασία διαβούλευσης για κάθε προτεινόμενη ουσιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας του και το σκεπτικό της αλλαγής, συμπεριλαμβανομένων του ορισμού της έννοιας της ουσιώδους αλλαγής και του χρόνου ενημέρωσης των χρηστών σχετικά με οποιαδήποτε αλλαγή.

2.   Σε περίπτωση που ένας δείκτης αναφοράς πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 14α, ο διαχειριστής του εν λόγω δείκτη αναφοράς περιγράφει και δημοσιεύει με κάθε υπολογισμό, σε εύλογο βαθμό και με την επιφύλαξη της δέουσας δημοσίευσης του δείκτη αναφοράς:

α)   συνοπτική επεξήγηση η οποία επιτρέπει στους συνδρομητές του δείκτη αναφοράς ή στην αρμόδια αρχή να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε ο υπολογισμός, και περιλαμβάνει τουλάχιστον το μέγεθος και τη ρευστότητα της αξιολογούμενης αγοράς ενσώματων αγαθών (όπως ο αριθμός και ο όγκος των συναλλαγών που έχουν υποβληθεί), το εύρος όγκου συναλλαγών και τον μέσο όγκο συναλλαγών καθώς και το εύρος τιμών και τη μέση τιμή, και ενδεικτικά ποσοστά για κάθε τύπο εισερχόμενων δεδομένων που έχει συνεκτιμηθεί κατά τον υπολογισμό· όρους σχετικά με τη μεθοδολογία τιμολόγησης, όπως «με βάση τις συναλλαγές», «με βάση τη διαφορά μεταξύ δύο τιμών» ή «κατόπιν παρεμβολής ή παρεκβολής»· και

β)   συνοπτική επεξήγηση του βαθμού στον οποίο, και της βάσης επί της οποίας, έχει ασκηθεί κρίση συμπεριλαμβανομένης κάθε απόφασης να εξαιρεθούν εισερχόμενα δεδομένα τα οποία κατά τα λοιπά πληρούν τις απαιτήσεις της σχετικής μεθοδολογίας για τον εν λόγω υπολογισμό· ή να βασιστούν οι τιμές, για οποιονδήποτε υπολογισμό, σε διαφορές μεταξύ δύο τιμών, παρεμβολές, παρεκβολές ή σταθμιστικές προσφορές αγοράς ή πώλησης υψηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές των πραγματοποιηθεισών συναλλαγών.

3.   Εάν η δημοσιοποίηση δεν είναι συμβατή με την ισχύουσα νομοθεσία περί διανοητικής ιδιοκτησίας, η μεθοδολογία κοινοποιείται στην οικεία αρμόδια αρχή.

4.   Σε περίπτωση ουσιώδους αλλαγής στη μεθοδολογία δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ο διαχειριστής κοινοποιεί την εν λόγω αλλαγή στην οικεία αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή εγκρίνει την αλλαγή εντός 30 ημερών.

Άρθρο 7γ

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα εισερχόμενα δεδομένα και τη μεθοδολογία

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα με σκοπό τη διευκρίνιση των ελέγχων στα εισερχόμενα δεδομένα, των περιστάσεων υπό τις οποίες τα δεδομένα συναλλαγής πιθανόν να μην επαρκούν και του τρόπου με τον οποίο τούτο μπορεί να τεκμηριωθεί στις οικείες αρμόδιες αρχές, και των απαιτήσεων για την κατάρτιση διαφορετικών μεθοδολογιών για τους διάφορους τύπους δεικτών αναφοράς και τομείς, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)   τις εξελίξεις των δεικτών αναφοράς και των χρηματοπιστωτικών αγορών με βάση τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς·

β)   τα ειδικά χαρακτηριστικά για διαφορετικούς δείκτες αναφοράς και είδη δεικτών αναφοράς·

γ)   την αρχή της αναλογικότητας όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας·

δ)  την τρωτότητα των δεικτών αναφοράς ως προς την παραποίηση με βάση τις μεθοδολογίες και τα εισερχόμενα δεδομένα που χρησιμοποιούνται·

ε)  ότι πρέπει να παρέχονται στους χρήστες επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσουν πώς παρέχεται ένας δείκτης αναφοράς προκειμένου να αξιολογήσουν τη συνάφεια και την καταλληλότητά του ως αναφοράς·

στ)  κατά πόσο οι απαιτήσεις καλύπτονται ήδη εν μέρει ή πλήρως από άλλες σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις, ιδίως για δείκτες αναφοράς βάσει ρυθμιζόμενων δεδομένων, καθώς και, ενδεικτικά, απαιτήσεις δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν προκύπτει αλληλεπικάλυψη των απαιτήσεων ή άλλες περιττές επιβαρύνσεις για τους διαχειριστές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται η πρώτη παράγραφος σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 8

Αναφορά παραβιάσεων

1.  Ο διαχειριστής διαθέτει διαδικασίες, για τα διευθυντικά στελέχη, τους υπαλλήλους και τυχόν άλλα φυσικά πρόσωπα οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεσή του ή υπό τον έλεγχό του, για να αναφέρει σε εσωτερικό επίπεδο τυχόν παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και άλλων εφαρμοστέων νομικών διατάξεων.

2.  Ο διαχειριστής διαθέτει διαδικασίες για να αναφέρει τυχόν παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και άλλων εφαρμοστέων νομικών διατάξεων στις οικείες αρχές.

Κεφάλαιο 3

Κώδικας δεοντολογίας και απαιτήσεις για τους συνεισφέροντες

Άρθρο 9

Κώδικας δεοντολογίας

1.  Όταν ένας δείκτης αναφοράς βασίζεται σε εισερχόμενα δεδομένα που παρέχονται από συνεισφέροντες, ο διαχειριστής καταρτίζει, αν είναι δυνατό σε συνεργασία με τους συνεισφέροντες, κώδικα δεοντολογίας για κάθε δείκτη αναφοράς, στον οποίο προσδιορίζονται με σαφήνεια οι αρμοδιότητες ▌ των συνεισφερόντων όσον αφορά τη συνεισφορά εισερχόμενων δεδομένων, και μεριμνά ώστε οι υποβάλλοντες να επιβεβαιώνουν την τήρηση του κώδικα δεοντολογίας, μεταξύ άλλων και σε περίπτωση τροποποίησής του.

2.  Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)   σαφή περιγραφή των προς υποβολή εισερχομένων δεδομένων και των απαιτήσεων που θα διασφαλίσουν ότι τα εισερχόμενα δεδομένα θα παρασχεθούν σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8·

β)   πολιτικές για να διασφαλιστεί ότι οι συνεισφέροντες παρέχουν όλα τα σχετικά εισερχόμενα δεδομένα· και

γ)   τα συστήματα και τους ελέγχους που υποχρεούται να καθιερώσει ο συνεισφέρων, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)   διαδικασίες για την υποβολή εισερχόμενων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης του συνεισφέροντα να διευκρινίσει εάν πρόκειται για δεδομένα συναλλαγών και εάν τα εισερχόμενα δεδομένα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του διαχειριστή·

ii)   πολιτικές για τη χρήση της διακριτικής ευχέρειας σε ό,τι αφορά την παροχή εισερχόμενων δεδομένων·

iii)   τυχόν απαιτήσεις για την επικύρωση των εισερχόμενων δεδομένων πριν από την παροχή τους στον διαχειριστή·

iv)   πολιτικές τήρησης αρχείων·

v)   απαιτήσεις αναφοράς ύποπτων εισερχόμενων δεδομένων·

vi)   απαιτήσεις για τη διαχείριση των συγκρούσεων.

2α.   Ο διαχειριστής μπορεί να καταρτίσει έναν ενιαίο κώδικα δεοντολογίας για κάθε ομάδα δεικτών αναφοράς που παρέχει.

2β.   Εντός 20 ημερών από την ημερομηνία εφαρμογής της απόφασης για τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1, ο διαχειριστής του εν λόγω δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας κοινοποιεί τον κώδικα δεοντολογίας στην οικεία αρμόδια αρχή. Η οικεία αρμόδια αρχή επαληθεύει εντός 30 ημερών κατά πόσον το περιεχόμενο του κώδικα δεοντολογίας συνάδει με τον παρόντα κανονισμό.

3.  Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων του κώδικα δεοντολογίας της παραγράφου 2 για διαφορετικούς τύπους δεικτών αναφοράς, με στόχο τη συνεκτίμηση των εξελίξεων των δεικτών αναφοράς και των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Κατά την κατάρτιση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας όσον αφορά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δεικτών αναφοράς και των συνεισφερόντων, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διαφορές στα εισερχόμενα δεδομένα και τις μεθοδολογίες, τους κινδύνους παραποίησης των εισερχόμενων δεδομένων, καθώς και τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε σχέση με τους δείκτες αναφοράς. Η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με τον ACER όσον αφορά την εφαρμοσιμότητα των κωδίκων δεοντολογίας, ιδίως σε σχέση με τους ρυθμιζόμενους δείκτες αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [XXX].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 11

Απαιτήσεις για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες

1.  Οι ▌ απαιτήσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση και τους ελέγχους που θεσπίζονται στις παραγράφους 2α και 3 ισχύουν για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες που συνεισφέρουν εισερχόμενα δεδομένα σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας.

2.  Ο εποπτευόμενος συνεισφέρων διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας του συνόλου των εισερχόμενων δεδομένων τα οποία συνεισφέρει στον διαχειριστή, που περιλαμβάνουν:

α)   ελέγχους σχετικά με τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να υποβάλλουν εισερχόμενα δεδομένα σε διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένης, όταν δικαιολογείται αναλογικά, διαδικασίας για την εξακρίβωση από φυσικό πρόσωπο ανώτερο του υποβάλλοντα·

β)   κατάλληλη κατάρτιση για τους υποβάλλοντες, που να καλύπτει τουλάχιστον τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

γ)   μέτρα διαχείρισης συγκρούσεων, συμπεριλαμβανομένων του οργανωτικού διαχωρισμού του προσωπικού, όπου ενδείκνυται, και διερεύνησης τρόπων εξάλειψης τυχόν κινήτρων για παραποίηση οποιουδήποτε δείκτη αναφοράς τα οποία προκύπτουν από πολιτικές σε θέματα αποδοχών·

δ)   την τήρηση, για κατάλληλο χρονικό διάστημα, αρχείων των επικοινωνιών που αφορούν την παροχή εισερχόμενων δεδομένων·

ε)   την τήρηση αρχείων σχετικά με την έκθεση μεμονωμένων παραγόντων/γραφείων διαπραγμάτευσης σε μέσα τα οποία βασίζονται σε δείκτη αναφοράς, με στόχο τη διευκόλυνση των ελέγχων και των ερευνών και για σκοπούς διαχείρισης των συγκρούσεων συμφερόντων·

στ)   την τήρηση αρχείων σχετικά με εσωτερικούς και εξωτερικούς ελέγχους.

2α.   Στην περίπτωση που τα εισερχόμενα δεδομένα δεν αφορούν συναλλαγές ή δεσμευτικές προσφορές τιμής, οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες καταρτίζουν, εκτός από τα συστήματα και τους ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, πολιτικές για την καθοδήγηση τυχόν χρήσης κρίσης ή άσκησης διακριτικής ευχέρειας και τηρούν αρχεία του σκεπτικού κάθε τέτοιας περίπτωσης, όπου τούτο δικαιολογείται αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του δείκτη αναφοράς και των εισερχόμενων δεδομένων.

3.  Ο εποπτευόμενος συνεισφέρων συνεργάζεται πλήρως με τον διαχειριστή και τη σχετική αρμόδια αρχή για τον έλεγχο και την εποπτεία της παροχής ενός δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων και για τους σκοπούς του άρθρου 5γ παράγραφος 3, και καθιστά διαθέσιμα τα στοιχεία και τα αρχεία που τηρεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 2α.

4.  Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των απαιτήσεων περί συστημάτων και ελέγχων που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 2α και 3 για διαφορετικά είδη δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [XXX].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ III

▌ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΡΙΣΙΜΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ

Κεφάλαιο 1

Ρυθμιζόμενα δεδομένα

Άρθρο 12α

Ρυθμιζόμενα δεδομένα

Στην περίπτωση που οι δείκτες αναφοράς προσδιορίζονται με την εφαρμογή ενός τύπου στα δεδομένα που ορίζονται στο σημείο 11) σημείο i) ή το σημείο 11) σημείο ii) του άρθρου 3 παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο βα), το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ), το άρθρο 7 παράγραφος 2α, το άρθρο 7 παράγραφος 3α, το άρθρο 8 παράγραφος 1, το άρθρο 8 παράγραφος 2, τα άρθρα 9, 11 και 13α δεν ισχύουν για την παροχή αυτών των δεικτών και για την συνεισφορά σε αυτούς. Το άρθρο 5δ παράγραφος 1 στοιχείο α) δεν ισχύει για την παροχή τέτοιων δεικτών αναφοράς όσον αφορά εισερχόμενα δεδομένα που συνεισφέρονται εξ ολοκλήρου κατά τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 11). Οι απαιτήσεις αυτές επίσης δεν ισχύουν για τους σκοπούς του άρθρου 5γ παράγραφος 3.

Κεφάλαιο 2

Δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

Άρθρο 13

Δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.  Ένας δείκτης αναφοράς που δεν βασίζεται σε ρυθμιζόμενα δεδομένα, θεωρείται δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)   Ο δείκτης αναφοράς χρησιμεύει ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις μέσης αξίας τουλάχιστον 500 000 000 000 EUR, όπως υπολογίζεται για μια κατάλληλη χρονική περίοδο·

β)   ο δείκτης αναφοράς αναγνωρίζεται ως κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 2α, 2γ και 2ε έως 2ζ.

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τους εξής σκοπούς:

—  για να προσδιορίσει με ποιον τρόπο υπολογίζεται η αγοραία αξία χρηματοπιστωτικών μέσων·

—  για να προσδιορίσει με ποιον τρόπο υπολογίζεται η ακαθάριστη ονομαστική αξία των παραγώγων·

—  για να προσδιορίσει τη χρονική περίοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη σωστή μέτρηση της αξίας του δείκτη αναφοράς·

—  για να επανεξετάζει το όριο των 500 000 000 000 EUR τουλάχιστον κάθε [τρία] έτη από την ημέρα έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [XXX].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2α.   Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να θεωρήσει έναν δείκτη αναφοράς που τυγχάνει διαχείρισης εντός της δικαιοδοσίας της ως κρίσιμης σημασίας εφόσον έχει μέση ονομαστική αξία χαμηλότερη από το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, εάν κρίνει ότι η παύση του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία, ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των εταιρειών εντός της δικαιοδοσίας της. Στην περίπτωση αυτή, κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την απόφασή της εντός πέντε ημερών.

2β.   Εντός 10 ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2α του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει την κοινοποίηση στον δικτυακό της τόπο και επικαιροποιεί το μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 25α.

2γ.   Εάν μια εθνική αρμόδια αρχή θεωρήσει ότι η απόφαση που ελήφθη σύμφωνα με την παράγραφο 2α από μια άλλη αρμόδια αρχή στην Ένωση θα έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στη σταθερότητα της χρηματοπιστωτικής αγοράς, στην πραγματική οικονομία ή στους εποπτευόμενους συνεισφέροντες του σχετικού δείκτη αναφοράς εντός της δικαιοδοσίας της, απευθύνει αίτηση στην εν λόγω εθνική αρμόδια αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Η αρμόδια αρχή που έλαβε την απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2α κοινοποιεί στην αιτούσα αρμόδια αρχή την απάντησή της εντός 30 ημερών από την παραλαβή του αιτήματος.

2δ.   Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η αιτούσα αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΚΑΑ. Εντός 60 ημερών από την παραλαβή του εν λόγω αιτήματος παραπομπής, η ΕΑΚΑΑ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2ε.   Εάν μια εθνική αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους ή η ΕΑΚΑΑ θεωρήσει ότι ένας δείκτης αναφοράς που τυγχάνει διαχείρισης σε άλλο κράτος μέλος με μέση ονομαστική αξία χαμηλότερη από το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 θα πρέπει παρ’ όλα αυτά να θεωρηθεί ως κρίσιμης σημασίας, δεδομένου ότι η παύση του θα είχε σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία, ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των εταιρειών εντός της δικαιοδοσίας της, τότε απευθύνει στην αρμόδια εθνική αρχή του διαχειριστή του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς αίτηση να χαρακτηρίσει τον δείκτη ως κρίσιμης σημασίας. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς κοινοποιεί την απάντησή της στην αιτούσα αρμόδια αρχή εντός 30 ημερών από τη λήψη της αίτησης.

2στ.   Έπειτα από τη διαδικασία της παραγράφου 2ε και ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η αιτούσα αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΚΑΑ. Διαβιβάζει τεκμηριωμένη αξιολόγηση του αντίκτυπου που θα έχει η παύση του δείκτη αναφοράς εντός της δικαιοδοσίας της, μαζί με τα εξής τουλάχιστον στοιχεία:

α)   εύρος χρήσης από άποψη συμμετεχόντων στην αγορά, καθώς και χρήση σε αγορές λιανικής·

β)  ύπαρξη εφικτού αγορακεντρικού υποκατάστατου για τον δείκτη αναφοράς·

γ)  αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων που βασίζονται στον δείκτη αναφοράς εντός του κράτους μέλους, και σημασία του ως προς το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του κράτους μέλους·

δ)  πυκνότητα χρήσης και, κατά περίπτωση, πυκνότητα συνεισφοράς στον δείκτη αναφοράς, μεταξύ των κρατών μελών·

ε)  κάθε άλλο δείκτη για την αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων που θα έχει η παύση ή η αναξιοπιστία του δείκτη αναφοράς στην ακεραιότητα των αγορών, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ή τη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των εταιρειών στο κράτος μέλος.

Σε περίπτωση που η αιτούσα αρμόδια αρχή είναι η ΕΑΚΑΑ, εξετάζει την αίτησή της και εκδίδει δεσμευτική γνώμη.

2ζ.   Εντός [10] εβδομάδων από τη λήψη της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2δ, και κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ και άλλες σχετικές εθνικές αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει δεσμευτική γνώμη ως προς την κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς. Η ΕΑΚΑΑ διαβιβάζει τη γνώμη της στην Επιτροπή, στις εθνικές αρμόδιες αρχές και στον διαχειριστή μαζί με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων. Η ΕΑΚΑΑ στηρίζει τη γνώμη της στα κριτήρια που απαριθμούνται στην παράγραφο 2στ καθώς και σε άλλα σχετικά κριτήρια.

2η.   Μετά τον προσδιορισμό ενός δείκτη ως κρίσιμης σημασίας, συστήνεται το συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών δυνάμει του άρθρου 34.

Το συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες για τη χορήγηση της άδειας παροχής του εν λόγω δείκτη αναφοράς δυνάμει των πρόσθετων προϋποθέσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό λόγω της κρίσιμης σημασίας του δείκτη αναφοράς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 23.

2θ.   Το συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών αναθεωρεί, τουλάχιστον κάθε δύο έτη, τον χαρακτηρισμό των δεικτών αναφοράς που έχουν προσδιοριστεί ως δείκτες κρίσιμης σημασίας.

2ι.   Τα κράτη μέλη μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιβάλλουν πρόσθετες απαιτήσεις σε οποιονδήποτε διαχειριστή δείκτη αναφοράς όσον αφορά τα ζητήματα που καλύπτονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 13α

Υποχρεωτική διαχείριση δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.   Εάν ο διαχειριστής ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σκοπεύει να παύσει να καταρτίζει τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας:

α)   ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή· και

β)  εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ανωτέρω ενημέρωση, υποβάλλει αξιολόγηση του τρόπου μεταβίβασης του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή· ή

γ)   εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ανωτέρω ενημέρωση, υποβάλλει αξιολόγηση της διαδικασίας παύσης του δείκτη αναφοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο διαχειριστής δεν παύει να καταρτίζει τον δείκτη αναφοράς.

2.   Κατόπιν παραλαβής της αξιολόγησης του διαχειριστή όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή, εντός τεσσάρων εβδομάδων:

α)   ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ· και

β)  προβαίνει σε δική της αξιολόγηση όσον αφορά τη διαδικασία μεταβίβασης του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή ή παύσης της κατάρτισης του δείκτη, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία παύσης του δείκτη αναφοράς που εφαρμόζει ο διαχειριστής όπως θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο διαχειριστής δεν παύει να καταρτίζει τον δείκτη αναφοράς.

3.   Μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης δυνάμει της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να επιβάλει στον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς έως ότου:

α)   μεταβιβαστεί η παροχή του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή· ή

β)  καταστεί δυνατή η παύση του δείκτη αναφοράς με συντεταγμένο τρόπο· ή

γ)  ο δείκτης αναφοράς δεν είναι πλέον κρίσιμης σημασίας.

Η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει στον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς για περιορισμένη χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, την οποία η αρμόδια αρχή δύναται να παρατείνει, εφόσον κριθεί απαραίτητο, για άλλους έξι μήνες.

Άρθρο 13β

Μετριασμός της ισχύος των διαχειριστών δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας στην αγορά

1.   Ο διαχειριστής, κατά τον έλεγχο της παροχής του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές της ακεραιότητας της αγοράς και της συνέχειας των δεικτών αναφοράς, καθώς και την ανάγκη ύπαρξης ασφάλειας δικαίου για τις συμβάσεις που βασίζονται στον δείκτη αναφοράς.

2.   Κατά την παροχή του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας για χρήση σε χρηματοπιστωτική σύμβαση ή χρηματοπιστωτικό μέσο, ο διαχειριστής εξασφαλίζει ότι οι άδειες και οι πληροφορίες που αφορούν τον δείκτη αναφοράς παρέχονται σε όλους τους χρήστες σε δίκαιη, εύλογη και μη διακριτική βάση, όπως ορίζεται στο άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 14

Υποχρεωτική συνεισφορά σε δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.  Ο διαχειριστής ενός ή περισσοτέρων δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας που βασίζονται σε υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες που στην πλειονότητά τους είναι εποπτευόμενοι φορείς, υποβάλλει ανά διετία στην αρμόδια αρχή του αξιολόγηση της ικανότητας του κάθε παρεχόμενου από αυτόν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας να μετρά την υποκείμενη αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα.

2.  Εάν ένας ή περισσότεροι συνεισφέροντες σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας προτίθενται να παύσουν να συνεισφέρουν εισερχόμενα δεδομένα στον εν λόγω δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, οφείλουν να κοινοποιήσουν την απόφαση αυτή πάραυτα και εγγράφως στον διαχειριστή του δείκτη αναφοράς και στην οικεία αρμόδια αρχή. Εντός 14 ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, ο διαχειριστής ενημερώνει την αρμόδια αρχή και παρέχει αξιολόγηση των συνεπειών που θα έχει η διακοπή της συνεισφοράς όσον αφορά την ικανότητα του δείκτη αναφοράς να μετρά την υποκείμενη αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα. Ο διαχειριστής ενημερώνει επίσης τους υπόλοιπους εποπτευόμενους συνεισφέροντες στον δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σχετικά με την κοινοποίηση παύσης συνεισφοράς και επιδιώκει να προσδιορίσει κατά πόσον προτίθενται και άλλοι συνεισφέροντες να παύσουν να συνεισφέρουν.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως το συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών και ολοκληρώνει δική της αξιολόγηση των συνεπειών της παύσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τους συνεισφέροντες που κοινοποίησαν την πρόθεσή τους να παύσουν να συνεισφέρουν με εισερχόμενα δεδομένα σε έναν δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, να συνεχίσουν να συνεισφέρουν τα εν λόγω εισερχόμενα δεδομένα μέχρις ότου η αρμόδια αρχή ολοκληρώσει την αξιολόγησή της.

3.  Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι τίθεται σε κίνδυνο η αντιπροσωπευτικότητα ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, έχει δικαίωμα να προβεί στις εξής ενέργειες:

α)   να ζητήσει από τους εποπτευόμενους φορείς σύμφωνα με την παράγραφο 4, συμπεριλαμβανομένων των φορέων που δεν συνεισφέρουν ήδη στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, να συνεισφέρουν εισερχόμενα δεδομένα στον διαχειριστή σύμφωνα με τη μεθοδολογία, τον κώδικα δεοντολογίας ή άλλους κανόνες. Η απαίτηση αυτή τίθεται σε ισχύ για κατάλληλη μεταβατική περίοδο ανάλογα με τη μέση διάρκεια των συμβάσεων που βασίζονται στον σχετικό δείκτη αναφοράς, η οποία όμως δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η αρχική απόφαση να ζητηθεί υποχρεωτική συνεισφορά·

β)   έπειτα από την επανεξέταση της παραγράφου 5β όσον αφορά τη μεταβατική περίοδο που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, παρατείνεται η περίοδος υποχρεωτικής συνεισφοράς κατά χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες·

γ)   να ορίσει μέχρι πότε θα συνεισφέρονται εισερχόμενα δεδομένα, χωρίς να υποχρεώνει τους εποπτευόμενους φορείς να διαπραγματευτούν ή να αναλάβουν δέσμευση ότι θα διαπραγματευτούν·

δ)   να ζητήσει από τον διαχειριστή να τροποποιήσει τον κώδικα δεοντολογίας, τη μεθοδολογία ή άλλους κανόνες του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας προκειμένου να ενισχυθεί η αντιπροσωπευτικότητα και η ανθεκτικότητα του δείκτη αναφοράς, έπειτα από συζήτηση με τον διαχειριστή·

ε)   να ζητήσει από τον διαχειριστή να παρέχει και να καθιστά διαθέσιμη στους χρήστες του δείκτη αναφοράς γραπτή έκθεση σχετικά με τα μέτρα που προτίθεται να εγκρίνει για να ενισχύσει την αντιπροσωπευτικότητα και την ανθεκτικότητα του δείκτη αναφοράς.

4.  Οι εποπτευόμενοι φορείς που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 3, καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του διαχειριστή, με τη βοήθεια της αρμόδιας αρχής των εποπτευόμενων φορέων, βάσει του μεγέθους συμμετοχής του εποπτευόμενου φορέα στην αγορά που ο δείκτης αναφοράς επιδιώκει να μετρήσει, καθώς και βάσει της εμπειρογνωμοσύνης του συνεισφέροντος και της ικανότητάς του να παρέχει εισερχόμενα δεδομένα κατάλληλης ποιότητας. Λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ύπαρξη κατάλληλων εναλλακτικών δεικτών αναφοράς στους οποίους θα μπορούσαν να μεταβούν οι χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που βασίζονται στον δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας.

5.  Εάν ένας δείκτης αναφοράς θεωρηθεί ότι είναι κρίσιμης σημασίας βάσει της διαδικασίας των παραγράφων 2α έως 2δ του άρθρου 13, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει δικαίωμα να απαιτήσει συνεισφορά εισερχόμενων δεδομένων σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου αποκλειστικά από εποπτευόμενους συνεισφέροντες ευρισκόμενους στο δικό της κράτος μέλος.

5α.   Η αρμόδια αρχή ενός εποπτευόμενου φορέα που αναφέρεται στην παράγραφο 3 βοηθά την αρμόδια αρχή του διαχειριστή να εφαρμόσει μέτρα δυνάμει της παραγράφου 3.

5β.   Μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 3, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή, σε συνεργασία με το συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών, εξετάζει εάν εξακολουθούν να είναι απαραίτητα τα μέτρα που καθορίζονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 3 και υποβάλλει τα συμπεράσματά της υπό μορφή γραπτής έκθεσης. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ανακαλεί τα μέτρα εφόσον:

α)   κρίνει ότι ο δείκτης αναφοράς μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται και μετά την παύση συνεισφοράς εισερχόμενων δεδομένων από τους υποχρεωτικά συνεισφέροντες·

β)   κρίνει ότι υπάρχει πιθανότητα οι συνεισφέροντες να εξακολουθήσουν να συνεισφέρουν εισερχόμενα δεδομένα για τουλάχιστον ένα έτος σε περίπτωση ανάκλησης της εξουσίας·

γ)   κρίνει, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους συνεισφέροντες και τους χρήστες, ότι υπάρχει αποδεκτός υποκατάστατος δείκτης αναφοράς και οι χρήστες του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας είναι σε θέση να στραφούν σε αυτόν με αποδεκτό κόστος. Η επιλογή αυτή δεν θεωρείται ότι συνιστά παραβίαση υφιστάμενης σύμβασης· ή

δ)   κρίνει ότι δεν μπορούν να εντοπιστούν κατάλληλοι εναλλακτικοί συνεισφέροντες και ότι η παύση των συνεισφορών από τους οικείους εποπτευόμενους φορείς θα αποδυνάμωνε τον δείκτη αναφοράς σε βαθμό που θα καθιστούσε απαραίτητη την κατάργησή του.

Στην περίπτωση των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου, οι εποπτευόμενοι φορείς που προτίθενται να παύσουν να συνεισφέρουν, προβαίνουν στην ενέργεια αυτή κατά την ημερομηνία που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή του διαχειριστή, χωρίς υπέρβαση των προθεσμιών που καθορίζονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 3.

5γ.   Σε περίπτωση κατάργησης ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, κάθε εποπτευόμενος συνεισφέρων στον δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας εξακολουθεί να συνεισφέρει εισερχόμενα δεδομένα για κατάλληλη πρόσθετη χρονική περίοδο που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, χωρίς όμως υπέρβαση των προθεσμιών που καθορίζονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 3. Οποιαδήποτε αλλαγή ή επιλογή άλλου δείκτη αναφοράς δεν θεωρείται ότι συνιστά παραβίαση υφιστάμενης σύμβασης.

5δ.   Ο διαχειριστής ενημερώνει, το συντομότερο δυνατό από πρακτική άποψη, την οικεία αρμόδια αρχή, σε περίπτωση που ένας συνεισφέρων παραβιάσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 2.

Άρθρο 14α

Δείκτες αναφοράς για βασικά προϊόντα οι οποίοι βασίζονται σε συνεισφορές από μη εποπτευόμενους φορείς

Σε περίπτωση που ένας δείκτης αναφοράς για βασικά προϊόντα βασίζεται σε υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν είναι εποπτευόμενοι φορείς με κύρια δραστηριότητα την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή τις τραπεζικές δραστηριότητες σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 5α, το άρθρο 5β, το άρθρο 5γ παράγραφος 1, το άρθρο 5γ παράγραφος 2, το άρθρο 5δ παράγραφος 2, το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο βα), το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο βγ) και το άρθρο 9.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Άρθρο 15

Δήλωση δείκτη αναφοράς

1.  Εντός δύο εβδομάδων από την καταχώριση στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 25α, ο διαχειριστής δημοσιεύει δήλωση για κάθε δείκτη αναφοράς ή, κατά περίπτωση, για κάθε καταρτιζόμενη ή δημοσιευόμενη ομάδα δεικτών αναφοράς, με στόχο την έγκριση, την εγγραφή σε μητρώο, την προσυπογραφή δυνάμει του άρθρου 21β ή την αναγνώριση δυνάμει του άρθρου 21α. Ο διαχειριστής επικαιροποιεί τη δήλωση για κάθε δείκτη αναφοράς ή ομάδα δεικτών αναφοράς τουλάχιστον κάθε δύο έτη. Η δήλωση αυτή:

α)  προσδιορίζει με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο την αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας χρησιμοποιείται ο δείκτης αναφοράς και τις συνθήκες υπό τις οποίες ενδέχεται η μέτρηση αυτή να καταστεί αναξιόπιστη·

γ)  ▌προσδιορίζει με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο τα στοιχεία του δείκτη αναφοράς σε σχέση με τα οποία ενδέχεται να ασκηθεί διακριτική ευχέρεια και τα κριτήρια που ισχύουν για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ▌·

δ)  περιλαμβάνει προειδοποίηση ότι ενδέχεται ορισμένοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων και εξωτερικοί παράγοντες που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του διαχειριστή, να καταστήσουν αναγκαία την τροποποίηση ή την παύση του δείκτη αναφοράς· και

ε)  περιλαμβάνει σύσταση ότι οποιεσδήποτε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα που βασίζονται στον δείκτη αναφοράς θα πρέπει να μπορούν να αντέξουν ή να αντιμετωπίσουν με άλλο τρόπο το ενδεχόμενο τροποποίησης ή παύσης του δείκτη αναφοράς.

2.  Η δήλωση δείκτη αναφοράς περιέχει τουλάχιστον τα εξής:

α)   τους ορισμούς όλων των βασικών όρων σχετικά με τον δείκτη αναφοράς·

β)   το σκεπτικό βάσει του οποίου εγκρίθηκε η μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και τις διαδικασίες επανεξέτασης και έγκρισής της·

γ)   τα κριτήρια και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των εισερχόμενων δεδομένων, της προτεραιότητας που δίδεται στους διαφόρους τύπους εισερχόμενων δεδομένων, των ελάχιστων δεδομένων που απαιτούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, της χρήσης μοντέλων ή μεθόδων παρεκβολής και διαδικασιών εξισορρόπησης των συνιστωσών του δείκτη·

δ)   τους ελέγχους και τους κανόνες που διέπουν κάθε άσκηση διακριτικής ευχέρειας ή κρίσης από τον διαχειριστή ή τους συνεισφέροντες με στόχο την εξασφάλιση συνέπειας κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας ή κρίσης·

ε)   τις διαδικασίες που διέπουν τον προσδιορισμό των δεικτών αναφοράς σε περιόδους πίεσης ή περιόδους κατά τις οποίες οι πηγές για τα δεδομένα των συναλλαγών ενδέχεται να είναι ανεπαρκείς, ανακριβείς ή αναξιόπιστες, και τους δυνητικούς περιορισμούς του δείκτη αναφοράς στις περιόδους αυτές·

στ)   τις διαδικασίες αντιμετώπισης σφαλμάτων στα εισερχόμενα δεδομένα ή τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που απαιτείται εκ νέου καθορισμός του δείκτη αναφοράς· και

ζ)   τον εντοπισμό πιθανών περιορισμών ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας του σε αγορές χαμηλής ρευστοποίησης ή κατακερματισμένες αγορές και της πιθανής συγκέντρωσης εισερχόμενων δεδομένων.

Άρθρο 17

Παύση παροχής δείκτη αναφοράς

1.  Ο διαχειριστής δημοσιεύει, μαζί με τη δήλωση δείκτη αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 15, και μια διαδικασία σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες πρόκειται να προβεί σε περίπτωση τροποποίησης ή παύσης της παροχής ενός δείκτη αναφοράς ή παύσης της αναγνώρισης ενός δείκτη αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 21α ή της προσυπογραφής σύμφωνα με το άρθρο 21β. Η διαδικασία ενσωματώνεται επίσης στον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1. Η διαδικασία μπορεί, κατά περίπτωση, να αφορά ομάδες δεικτών αναφοράς, και επικαιροποιείται και δημοσιοποιείται όποτε υπάρξει ουσιώδης αλλαγή.

2.  Οι εποπτευόμενοι φορείς οι οποίοι χρησιμοποιούν έναν δείκτη αναφοράς καταρτίζουν και διατηρούν άρτια έγγραφα σχέδια όπου καθορίζουν τις ενέργειες στις οποίες θα προβούν σε περίπτωση ουσιώδους αλλαγής ή παύσης της κατάρτισης ενός δείκτη αναφοράς. Όπου είναι εφικτό και ενδεδειγμένο, τα σχέδια αυτά προσδιορίζουν έναν ή περισσότερους εναλλακτικούς δείκτες αναφοράς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση αναφοράς, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους οι δείκτες αυτοί αποτελούν κατάλληλη εναλλακτική λύση. Οι εποπτευόμενοι φορείς παρέχουν στη σχετική αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήματος τα εν λόγω σχέδια και, όπου είναι δυνατό, φροντίζουν να αντικατοπτρίζονται τα σχέδια στις συμβατικές σχέσεις με τους πελάτες.

Άρθρο 17α

Καταλληλότητα δείκτη αναφοράς

Ο διαχειριστής εξασφαλίζει την ακρίβεια του δείκτη αναφοράς όσον αφορά την περιγραφή της αγοραίας ή οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο εν λόγω δείκτης αναφοράς, σύμφωνα με τις απαιτήσεις σχετικά με τη δήλωση δείκτη αναφοράς που ορίζονται στο άρθρο 15.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 έξι μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, με τις οποίες ορίζεται η καταλληλότητα από την άποψη του αποδεκτού επιπέδου κινδύνου βάσης.

Έως τον Δεκέμβριο του 2015, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση στην οποία αναλύονται οι υφιστάμενες πρακτικές όσον αφορά τη διαχείριση του κινδύνου βάσης στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, σε σχέση με τη χρήση δεικτών όπως οι δείκτες αναφοράς διατραπεζικού επιτοκίου και συναλλαγματικής ισοτιμίας, και αξιολογείται κατά πόσο οι διατάξεις σχετικά με την επαγγελματική δεοντολογία που ορίζονται στην οδηγία 2008/48/ΕΚ και την οδηγία 2014/17/ΕΕ αρκούν για τον μετριασμό του κινδύνου βάσης που σχετίζεται με τους δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΧΡΗΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟΥΣ Ή ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΥΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ Ή ΑΠΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ

Άρθρο 19

Χρήση ▌δείκτη αναφοράς

1.   Οι εποπτευόμενοι φορείς δύνανται να χρησιμοποιήσουν δείκτη αναφοράς ή συνδυασμό δεικτών αναφοράς εντός της Ένωσης ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοπιστωτική σύμβαση ▌, εφόσον παρέχεται από διαχειριστή που διαθέτει άδεια ή είναι εγγεγραμμένος σύμφωνα με το άρθρο 23 ή το άρθρο 23α, αντίστοιχα, ή από διαχειριστή τρίτης χώρας σύμφωνα με τα άρθρα 20, 21α ή 21β.

2.   Όταν το αντικείμενο ενημερωτικού δελτίου που πρέπει να δημοσιευτεί δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ ή της οδηγίας 2009/65/ΕΚ είναι κινητές αξίες ή άλλες επενδύσεις που περιλαμβάνουν αναφορά σε δείκτη αναφοράς, ο εκδότης, ο προσφέρων ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μεριμνά ώστε το ενημερωτικό δελτίο να περιέχει επίσης σαφείς και ευδιάκριτες πληροφορίες ως προς το εάν ο δείκτης αναφοράς έχει καταχωριστεί ή παρέχεται από διαχειριστή εγγεγραμμένο στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 25α του παρόντος κανονισμού.

3.   Η ΕΑΚΑΑ θα ακυρώσει ή θα εναρμονίσει με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τις παραγράφους 49 έως 62 των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΑΚΑΑ για τις αρμόδιες αρχές και τις εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, και τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και άλλα θέματα που αφορούν τους ΟΣΕΚΑ(28).

Άρθρο 20

Ισοδυναμία

1.  Οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εποπτευόμενους φορείς εντός της Ένωσης, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις, εκτός εάν ισχύει το άρθρο 21α ή το άρθρο 21β:

α)  η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή την παράγραφο 2α·

β)  ο διαχειριστής διαθέτει άδεια ή έχει εγγραφεί σε μητρώο και υπόκειται σε εποπτεία στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ)  ο διαχειριστής έχει ενημερώσει την ΕΑΚΑΑ ως προς τη συναίνεσή του σχετικά με τη χρήση των υφιστάμενων ή μελλοντικών δεικτών αναφοράς του από εποπτευόμενους φορείς στην Ένωση ▌·

δ)  ο διαχειριστής είναι δεόντως εγγεγραμμένος βάσει του άρθρου 25α· και

ε)  οι ρυθμίσεις συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου βρίσκονται σε λειτουργία.

2.  Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει απόφαση αναγνωρίζοντας ότι το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές μιας τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι:

α)  οι διαχειριστές που διαθέτουν άδεια ή έχουν εγγραφεί σε μητρώο στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται προς δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη εάν το νομικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς που δημοσιεύτηκαν στις 17 Ιουλίου 2013, καθώς και με τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου που δημοσιεύτηκαν στις 5 Οκτωβρίου 2012· και

β)  οι δεσμευτικές απαιτήσεις υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

βα)   - υπάρχει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών με φορολογικές αρχές της αλλοδαπής,

—  δεν υπάρχει έλλειψη διαφάνειας στις νομοθετικές, δικαστικές ή διοικητικές διατάξεις,

—  υπάρχει απαίτηση ουσιαστικής τοπικής παρουσίας, ή

—  η τρίτη χώρα δεν ενεργεί ως υπεράκτιο χρηματοοικονομικό κέντρο,

—  η τρίτη χώρα δεν προβλέπει φορολογικά μέτρα που συνεπάγονται μηδενική ή συμβολική φορολόγηση ή την προσφορά πλεονεκτημάτων ακόμη και χωρίς καμία πραγματική οικονομική δραστηριότητα ή ουσιαστική οικονομική παρουσία εντός της τρίτης χώρας που προσφέρει αυτά τα φορολογικά πλεονεκτήματα,

—  η τρίτη χώρα δεν συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των μη συνεργάσιμων χωρών και εδαφών που έχει καταρτίσει η Ειδική Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF,

—  η τρίτη χώρα συμμορφώνεται πλήρως με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του ΟΟΣΑ σχετικά με το εισόδημα και το κεφάλαιο και διασφαλίζει την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2.

2α.   Εναλλακτικά, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση που θα ορίζει ότι οι ειδικοί κανόνες ή απαιτήσεις σε τρίτη χώρα σε σχέση με μεμονωμένους και συγκεκριμένους διαχειριστές ή μεμονωμένους και ειδικούς δείκτες αναφοράς ή ομάδες δεικτών αναφοράς είναι ισοδύναμοι με εκείνους του παρόντος κανονισμού και ότι, ως εκ τούτου, οι εν λόγω μεμονωμένοι και συγκεκριμένοι διαχειριστές ή μεμονωμένοι και συγκεκριμένοι δείκτες αναφοράς ή ομάδες δεικτών αναφοράς μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εποπτευόμενους φορείς στην Ένωση.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2.

3.  Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, των οποίων τα νομοθετικά πλαίσια και οι εποπτικές πρακτικές έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή την παράγραφο 2α. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α)  τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον διαχειριστή που διαθέτει άδεια στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα τις οποίες ζητεί η ΕΑΚΑΑ·

β)  τον μηχανισμό έγκαιρης ειδοποίησης της ΕΑΚΑΑ σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή τρίτης χώρας θεωρεί ότι ο διαχειριστής που διαθέτει άδεια στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα που τελεί υπό την εποπτεία της παραβιάζει τις προϋποθέσεις της άδειας ή άλλη εσωτερική νομοθεσία·

γ)  τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων ▌.

4.  Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του ελάχιστου περιεχομένου των ρυθμίσεων συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ είναι σε θέση να ασκούν όλες τις εξουσίες εποπτείας δυνάμει του παρόντος κανονισμού:

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [XXX].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 21

Ανάκληση της εγγραφής διαχειριστών τρίτων χωρών σε μητρώο

2.  Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την εγγραφή σε μητρώο ενός διαχειριστή σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο δ) όταν η ΕΑΚΑΑ έχει βάσιμους λόγους, στηριζόμενους σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, να θεωρεί ότι ο εν λόγω διαχειριστής:

α)  ▌ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των χρηστών των δεικτών αναφοράς του ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών· ή

β)  ▌έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις της εσωτερικής νομοθεσίας ή άλλων διατάξεων που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα και βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει εκδώσει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 ή παράγραφος 2α.

3.  Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει απόφαση δυνάμει της παραγράφου 2 μόνο εφόσον πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α)  η ΕΑΚΑΑ έχει παραπέμψει το θέμα στην αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας και η εν λόγω αρμόδια αρχή δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα που χρειάζονται για την προστασία των επενδυτών και για την καλή λειτουργία των αγορών στην Ένωση ή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι ο συγκεκριμένος διαχειριστής συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα·

β)  η ΕΑΚΑΑ έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας σχετικά με την πρόθεσή της να ανακαλέσει την εγγραφή του διαχειριστή στο μητρώο τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την ανάκληση.

4.  Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει αμελλητί τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με κάθε μέτρο που εγκρίνει σύμφωνα με την παράγραφο 2 και δημοσιεύει την απόφασή της στον δικτυακό της τόπο.

Άρθρο 21α

Αναγνώριση διαχειριστή σε τρίτη χώρα

1.   Μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2, οι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιούνται από εποπτευόμενους φορείς στην Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι ο διαχειριστής έχει λάβει εκ των προτέρων αναγνώριση από την ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Ένας διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, πρέπει να συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός, αλλά απαλλάσσεται από τις απαιτήσεις των άρθρων 11, 13α και 14. Όταν ένας διαχειριστής είναι σε θέση να αποδείξει ότι ένας δείκτης αναφοράς που παρέχει βασίζεται σε ρυθμιζόμενα δεδομένα ή αποτελεί δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος που δεν βασίζεται σε υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες που στην πλειονότητά τους δεν είναι εποπτευόμενοι φορείς οι οποίοι ανήκουν σε όμιλο με κύρια δραστηριότητα την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή τις τραπεζικές δραστηριότητες σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, ισχύουν για τον διαχειριστή οι απαλλαγές για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς, όπως προβλέπουν τα άρθρα 12α και 14α, αντίστοιχα.

3.   Ένας διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, πρέπει επίσης να έχει το δικαίωμα αυτό εφόσον συμμορφώνεται πλήρως με όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στις αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή, αν ο διαχειριστής πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 14α παράγραφος 1, με τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου. Η συμμόρφωση εξετάζεται και πιστοποιείται από ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή τουλάχιστον κάθε δύο έτη και όποτε πραγματοποιείται ουσιώδης αλλαγή στον δείκτη αναφοράς, και οι εκθέσεις ελέγχου αποστέλλονται στην ΕΑΚΑΑ και, κατόπιν αιτήματος, διατίθενται στους χρήστες.

4.   Ένας διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να διαθέτει αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση. Ο αντιπρόσωπος είναι φυσικό πρόσωπο που έχει την κατοικία του στην Ένωση ή νομικό πρόσωπο με καταστατική έδρα στην Ένωση. Ο αντιπρόσωπος ορίζεται ρητά από τον διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα να ενεργεί εξ ονόματός του για κάθε επικοινωνία με τις αρχές, συμπεριλαμβανομένων της ΕΑΚΑΑ και των σχετικών αρμόδιων αρχών, καθώς και με κάθε άλλο σχετικό πρόσωπο στην Ένωση όσον αφορά τις υποχρεώσεις του διαχειριστή στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

5.   Ένας διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, υποβάλλει αίτηση για αναγνώριση στην ΕΑΚΑΑ. Ο αιτών διαχειριστής παρέχει όλες τις πληροφορίες, όπως ορίζεται στο άρθρο 23 ή 23α, που είναι αναγκαίες προκειμένου να διαβεβαιώσει την ΕΑΚΑΑ ότι, κατά τη στιγμή της αναγνώρισης, έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και αναφέρει τον κατάλογο των πραγματικών ή υποψηφίων δεικτών αναφοράς του που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση και, στην περίπτωση που διαχειριστής εποπτεύεται από αρχή τρίτης χώρας, την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του στην τρίτη χώρα.

Εντός [90] ημερών από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές, ελέγχει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 ή 2α, 3 και 4. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αναθέσει το καθήκον αυτό σε μία σχετική εθνική αρμόδια αρχή.

Εάν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, απορρίπτει την αίτηση αναγνώρισης εξηγώντας τους λόγους της απόρριψης.

Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου, δεν χορηγείται αναγνώριση εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:

i)   στην περίπτωση που ο διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα εποπτεύεται από αρχή τρίτης χώρας, υπάρχει κατάλληλη ρύθμιση συνεργασίας μεταξύ της σχετικής αρμόδιας αρχής ή της ΕΑΚΑΑ και της αρχής της τρίτης χώρας του διαχειριστή, προκειμένου να εξασφαλιστεί τουλάχιστον αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών·

ii)   η αποτελεσματική άσκηση από την αρμόδια αρχή ή την ΕΑΚΑΑ των εποπτικών καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής.

6.   Όταν ένας διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα προτίθεται να λάβει εκ των προτέρων αναγνώριση μέσω συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, και όταν ο διαχειριστής θεωρεί ότι ένας δείκτης αναφοράς που παρέχει μπορεί να εμπίπτει στις απαλλαγές που προβλέπονται στα άρθρα 12α και 14α, ενημερώνει σχετικά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την ΕΑΚΑΑ. Θα πρέπει να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξει τον ισχυρισμό του.

7.   Όταν ένας διαχειριστής τρίτης χώρας θεωρεί ότι η παύση ενός δείκτη αναφοράς που παρέχει θα είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ακεραιότητα των αγορών, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους καταναλωτές, την πραγματική οικονομία ή τη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ απαλλαγή από μία ή περισσότερες από τις ισχύουσες απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή των σχετικών αρχών της IOSCO, για συγκεκριμένο και περιορισμένο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 μήνες. Θα πρέπει να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αίτησης.

Η ΕΑΚΑΑ εξετάζει την αίτηση εντός 30 ημερών και ενημερώνει τον διαχειριστή τρίτης χώρας κατά πόσον απαλλάσσεται από μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην αίτησή του, καθώς και το χρονικό διάστημα της απαλλαγής.

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να παρατείνει την περίοδο απαλλαγής κατά τη λήξη της μέχρι και 12 μήνες, εφόσον αυτό είναι δεόντως αιτιολογημένο.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τη διαδικασία αναγνώρισης, τη μορφή και το περιεχόμενο της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, την παρουσίαση των πληροφοριών που απαιτούνται στην παράγραφο 5 και κάθε ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων στις εθνικές αρμόδιες αρχές σε σχέση με τις εν λόγω παραγράφους.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 21β

Προσυπογραφή

1.   Ένας διαχειριστής που βρίσκεται στην Ένωση και διαθέτει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 23 ή είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 23α μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του να προσυπογράψει έναν δείκτη αναφοράς ή μια ομάδα δεικτών αναφοράς που παρέχονται σε τρίτη χώρα για χρήση εντός της Ένωσης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)   ο προσυπογράφων διαχειριστής έχει επαληθεύσει και είναι σε θέση να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι η παροχή του δείκτη αναφοράς ή της ομάδας δεικτών αναφοράς που πρόκειται να προσυπογραφεί πληροί απαιτήσεις οι οποίες:

i)   είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός·

ii)   εξασφαλίζουν την πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς, όπως αυτή εξετάζεται και πιστοποιείται από ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή τουλάχιστον κάθε δύο έτη ή όποτε πραγματοποιείται ουσιώδης αλλαγή στον δείκτη αναφοράς· ή

iii)   εξασφαλίζουν την πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου, όπως αυτή εξετάζεται και πιστοποιείται από ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή τουλάχιστον κάθε δύο έτη ή όποτε πραγματοποιείται ουσιώδης αλλαγή στον δείκτη αναφοράς, εφόσον ο δείκτης αναφοράς που πρόκειται να προσυπογραφεί πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 14α παράγραφος 1·

β)   ο προσυπογράφων διαχειριστής διαθέτει την απαραίτητη εμπειρογνωσία ώστε να παρακολουθεί αποτελεσματικά τις δραστηριότητες παροχής δεικτών αναφοράς που εκτελούνται σε τρίτη χώρα και να διαχειρίζεται τους σχετικούς κινδύνους.

2.   Ο αιτών διαχειριστής παρέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι, κατά τη στιγμή της αίτησης, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων σχετικά με τις εκθέσεις ελέγχου που ορίζονται στο στοιχείο α) σημεία ii) και iii) της εν λόγω παραγράφου.

3.   Εντός 90 ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η σχετική αρμόδια αρχή εξετάζει την αίτηση προσυπογραφής και εκδίδει απόφαση έγκρισης ή απόρριψής της. Η σχετική αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τυχόν δείκτες αναφοράς ή ομάδες δεικτών αναφοράς που έχουν εγκριθεί για προσυπογραφή και τον προσυπογράφοντα διαχειριστή.

4.   Ένας δείκτης αναφοράς ή μια ομάδα δεικτών αναφοράς που έχει προσυπογραφεί θεωρείται ότι έχει παρασχεθεί από τον προσυπογράφοντα διαχειριστή.

5.   Ο διαχειριστής που έχει προσυπογράψει έναν δείκτη αναφοράς ή μια ομάδα δεικτών αναφοράς που παρέχεται σε τρίτη χώρα διατηρεί την ευθύνη να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση του δείκτη αναφοράς ή της ομάδας δεικτών αναφοράς που έχει προσυπογραφεί με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1.

6.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του προσυπογράφοντα διαχειριστή έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις που ορίζει η παράγραφος 1 δεν πληρούνται πλέον, έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει την έγκριση της προσυπογραφής και ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Το άρθρο 17 ισχύει σε περίπτωση παύσης της προσυπογραφής.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ

Κεφάλαιο 1

Αδειοδότηση

Άρθρο 23

Διαδικασία αδειοδότησης για δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.  Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση, το οποίο προτίθεται να ενεργήσει ως διαχειριστής ενός τουλάχιστον δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, υποβάλλει αίτηση έγκρισης στην αρμόδια αρχή που ορίζεται στο άρθρο 29 για το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένο το εν λόγω πρόσωπο.

2.  Η αίτηση αδειοδότησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 υποβάλλεται ▌εντός 30 ▌ημερών από τη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας από εποπτευόμενο φορέα για τη χρήση του δείκτη που παρέχεται από τον συγκεκριμένο διαχειριστή ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοπιστωτική σύμβαση.

2α.   Όταν ένας δείκτης αναφοράς προσδιοριστεί ως δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας, είτε πρόκειται για δείκτη «εθνικού» είτε «ευρωπαϊκού» χαρακτήρα, η σχετική αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση της άδειας παροχής του εν λόγω δείκτη υπό το νέο νομικό του καθεστώς, αφού επαληθεύσει τη συμμόρφωσή του με όλες τις απαιτήσεις.

3.  Ο διαχειριστής που υποβάλλει την αίτηση παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι κατά τη στιγμή της αδειοδότησης έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Παρέχει επίσης τα απαραίτητα στοιχεία για τον υπολογισμό της αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 ή την εκτίμησή της, εφόσον είναι δυνατόν, για κάθε δείκτη αναφοράς.

4.  Εντός 20 ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η σχετική αρμόδια αρχή αξιολογεί την πληρότητά της και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Σε περίπτωση που η αίτηση δεν είναι πλήρης, ο αιτών υποβάλλει τα επιπλέον στοιχεία που απαιτεί η σχετική αρμόδια αρχή.

5.  ▌Η σχετική αρμόδια αρχή εξετάζει την αίτηση αδειοδότησης και εκδίδει απόφαση έγκρισης ή απόρριψής της εντός 60 ημερών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

Εντός πέντε ▌ημερών από την έκδοση της απόφασης σχετικά με την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης αδειοδότησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον οικείο διαχειριστή. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή απορρίψει την αίτηση αδειοδότησης του διαχειριστή, η απόφασή της συνοδεύεται από αιτιολόγηση.

5α.   Εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια για την παροχή ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ο οποίος ήδη παρεχόταν αλλά όχι υπό αυτό το καθεστώς, η σχετική αρμόδια αρχή μπορεί να εκδώσει προσωρινή άδεια για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, κατά τη διάρκεια του οποίου ο δείκτης αναφοράς μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχεται με βάση το προηγούμενο καθεστώς μέχρι την εκπλήρωση των σχετικών προϋποθέσεων για την αδειοδότησή του ως δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει την άδεια για πρόσθετο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

5β.   Σε περίπτωση που, όταν παρέλθει αυτό το διάστημα, ο διαχειριστής και/ή οι συνεισφέροντες δεν πληρούν τις απαιτήσεις ώστε να συνεχίσουν να παρέχουν έναν δείκτη αναφοράς που ορίζεται ως κρίσιμης σημασίας, παύει η παροχή του δείκτη αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 17.

6.  Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ κάθε απόφαση έγκρισης ▌της αίτησης αδειοδότησης του διαχειριστή ▌εντός 10 ημερών.

7.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 37 σχετικά με μέτρα για την περαιτέρω διευκρίνιση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στην αίτηση αδειοδότησης και στην αίτηση εγγραφής σε μητρώο, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας και τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνονται οι αιτούντες και οι αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 23α

Διαδικασία εγγραφής σε μητρώο για δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση και σκοπεύει να ενεργεί αποκλειστικά ως διαχειριστής δεικτών αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας, υποβάλλει αίτηση εγγραφής σε μητρώο στην αρμόδια αρχή που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 29, για το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο το πρόσωπο αυτό.

2.   Ο εγγεγραμμένος διαχειριστής συμμορφώνεται διαρκώς με τους όρους που θεσπίζει ο παρών κανονισμός και ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με τυχόν συναφείς ουσιώδεις αλλαγές.

3.   Μια αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 υποβάλλεται εντός 30 ημερών από τη σύναψη συμφωνίας από εποπτευόμενο φορέα η οποία αφορά τη χρήση δείκτη που παρέχεται από το εν λόγω πρόσωπο ως βάσης αναφοράς για χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοπιστωτική σύμβαση ή για τη μέτρηση των επιδόσεων επενδυτικού ταμείου.

4.   Ο αιτών διαχειριστής παρέχει:

α)   τεκμηρίωση που να αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 3α και των άρθρων 5γ, 6, κατά περίπτωση, 7β και 15· και

β)   τη συνολική αξία αναφοράς, ή σχετική εκτίμηση, εφόσον είναι διαθέσιμες, για κάθε δείκτη αναφοράς.

5.   Εντός 15 ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η σχετική αρμόδια αρχή αξιολογεί την πληρότητά της και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Σε περίπτωση που η αίτηση δεν είναι πλήρης, ο αιτών υποβάλλει τα επιπλέον στοιχεία που απαιτεί η σχετική αρμόδια αρχή.

6.   Η σχετική αρμόδια αρχή εγγράφει τον αιτούντα στο μητρώο εντός 15 ημερών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης εγγραφής στο μητρώο.

7.   Εάν η σχετική αρμόδια αρχή θεωρεί ότι ένας δείκτης αναφοράς θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1, ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και τον διαχειριστή εντός 30 ημερών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

8.   Εάν η αρμόδια για την εγγραφή αρχή θεωρεί ότι ένας δείκτης αναφοράς θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2α ή το άρθρο 13 παράγραφος 2γ, ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και τον διαχειριστή εντός 30 ημερών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης και υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ την αξιολόγησή της σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2α ή το άρθρο 13 παράγραφος 2γ.

9.   Εάν ένας δείκτης αναφοράς εγγεγραμμένου διαχειριστή ταξινομηθεί ως κρίσιμης σημασίας, ο διαχειριστής υποβάλλει αίτηση για αδειοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 23 εντός 90 ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2β ή της γνώμης που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2ζ.

Άρθρο 24

Ανάκληση ή αναστολή της άδειας ή της εγγραφής σε μητρώο

1.  Η αρμόδια αρχή ανακαλεί ή αναστέλλει την άδεια ενός διαχειριστή ή την εγγραφή του στο μητρώο στην περίπτωση που ο διαχειριστής:

α)  παραιτείται ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει δείκτες αναφοράς κατά τους προηγούμενους δώδεκα μήνες·

β)  έλαβε άδεια ή πέτυχε την εγγραφή σε μητρώο βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ)  δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδειά του ή πραγματοποιήθηκε η εγγραφή του· ή

δ)  έχει διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

2.  Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ εντός επτά ημερών.

2α.   Μετά την έκδοση απόφασης για αναστολή της άδειας ενός διαχειριστή ή της εγγραφής του σε μητρώο, και σε περίπτωση που η παύση του δείκτη αναφοράς θα συντελούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, στην παρεμπόδιση της συμμόρφωσης ή με άλλον τρόπο παράβαση των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή οποιουδήποτε χρηματοπιστωτικού μέσου που βασίζεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς, η παροχή του δείκτη αναφοράς μπορεί να επιτραπεί από τη σχετική αρμόδια αρχή του κράτους μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο διαχειριστής μέχρις ότου ανακληθεί η απόφαση της αναστολής. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, η χρήση του εν λόγω δείκτη αναφοράς από εποπτευόμενους φορείς επιτρέπεται μόνο για τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που βασίζονται ήδη στον δείκτη αναφοράς. Καμία νέα χρηματοπιστωτική σύμβαση ή χρηματοπιστωτικό μέσο δεν βασίζεται στον δείκτη αναφοράς.

2β.   Μετά την έγκριση της απόφασης για ανάκληση της άδειας ενός διαχειριστή ή της εγγραφής του σε μητρώο, εφαρμόζεται το άρθρο 17 παράγραφος 2.

Κεφάλαιο 2

Κοινοποίηση δεικτών αναφοράς

Άρθρο 25α

Μητρώο διαχειριστών και αρχική χρήση δείκτη αναφοράς

1.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει και διατηρεί δημόσιο μητρώο το οποίο περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)   την ταυτότητα των διαχειριστών που έχουν λάβει άδεια ή που έχουν εγγραφεί στο μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 και 23α, καθώς και την υπεύθυνη για την εποπτεία αρμόδια αρχή·

β)   την ταυτότητα των διαχειριστών που έχουν κοινοποιήσει στην ΕΑΚΑΑ τη συναίνεσή τους, όπως προβλέπει το άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και της υπεύθυνης για την εποπτεία αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας·

γ)   την ταυτότητα των διαχειριστών που έχουν λάβει αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 21α και της υπεύθυνης για την εποπτεία αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας·

δ)   τους δείκτες αναφοράς που προσυπογράφονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 21β και την ταυτότητα των προσυπογραφόντων διαχειριστών.

2.   Προτού χρησιμοποιήσει ένας εποπτευόμενος φορέας έναν δείκτη ως δείκτη αναφοράς εντός της Ένωσης, ο φορέας επαληθεύει ότι ο πάροχος του σχετικού δείκτη αναφέρεται στον δικτυακό τόπο της ΕΑΚΑΑ ως διαχειριστής που διαθέτει άδεια ή είναι εγγεγραμμένος ή αναγνωρισμένος σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Κεφάλαιο 3

Εποπτική συνεργασία

Άρθρο 26

Μεταβίβαση καθηκόντων μεταξύ αρμοδίων αρχών

1.  Σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η αρμόδια αρχή δύναται να μεταβιβάσει τα καθήκοντά της δυνάμει του παρόντος κανονισμού στην αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους μέλους με προηγούμενη γραπτή συγκατάθεσή της. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε προτεινόμενη μεταβίβαση 60 ημέρες πριν τεθεί σε εφαρμογή.

2.  Η αρμόδια αρχή δύναται να μεταβιβάσει ▌τα καθήκοντά της που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό στην ΕΑΚΑΑ, εφόσον η τελευταία συμφωνεί με αυτή τη μεταβίβαση. ▌

3.  Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί στα κράτη μέλη την προτεινόμενη μεταβίβαση εντός επτά ημερών. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις λεπτομέρειες κάθε συμφωνηθείσας μεταβίβασης εντός επτά ημερών μετά την παραλαβή της σχετικής κοινοποίησης.

Άρθρο 26α

Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από εθνικές αρμόδιες εθνικές αρχές

1.   Σε περίπτωση που εθνική αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τον παρόντα κανονισμό ή τον έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, και μπορεί, για τους σκοπούς του άρθρου 17 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, να εκδίδει μεμονωμένες αποφάσεις που απευθύνονται σε διαχειριστές δεικτών αναφοράς που εποπτεύονται από την εν λόγω εθνική αρμόδια αρχή και σε συνεισφέροντες σε έναν δείκτη αναφοράς που εποπτεύονται από την εν λόγω εθνική αρμόδια αρχή, εφόσον οι εν λόγω συνεισφέροντες είναι εποπτευόμενοι φορείς.

2.   Όταν ο σχετικός δείκτης αναφοράς είναι κρίσιμης σημασίας, η ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζει τη συνεργασία με το συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 34.

Άρθρο 27

Κοινοποίηση πληροφοριών από άλλο κράτος μέλος

1.  Η αρμόδια αρχή δύναται να κοινοποιήσει πληροφορίες που έχει λάβει από άλλη αρμόδια αρχή μόνον εφόσον:

α)  έχει εξασφαλίσει την έγγραφη συμφωνία της εν λόγω αρμόδιας αρχής και οι πληροφορίες κοινοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της, ή

β)  η κοινοποίηση αυτή απαιτείται στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

Άρθρο 28

Συνεργασία στο πλαίσιο ερευνών

1.  Η σχετική αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει τη συνδρομή άλλης αρμόδιας αρχής όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις ή έρευνες. Η αρμόδια αρχή προς την οποία απευθύνεται το αίτημα συνεργάζεται στο μέτρο του δυνατού και στον ενδεδειγμένο βαθμό.

2.  Η αρμόδια αρχή που υποβάλλει το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Στην περίπτωση διενέργειας έρευνας ή επιθεώρησης με διασυνοριακές επιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητήσουν από την ΕΑΚΑΑ να συντονίσει την επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα.

3.  Εάν μια αρμόδια αρχή λάβει αίτημα από άλλη αρμόδια αρχή για τη διενέργεια επιτόπιας επιθεώρησης ή έρευνας, μπορεί να:

α)  διενεργεί η ίδια την επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα·

β)  επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να συμμετάσχει στην επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα·

γ)  ορίζει ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες για την υποστήριξη ή τη διενέργεια της επιτόπιας επιθεώρησης ή της έρευνας.

Κεφάλαιο 4

Ρόλος των αρμοδίων αρχών

Άρθρο 29

Αρμόδιες αρχές

1.  Για τους διαχειριστές και τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες, κάθε κράτος μέλος ορίζει τη σχετική αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εκπλήρωση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.

2.  Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες της μίας αρμόδιες αρχές, προσδιορίζει σαφώς τους αντίστοιχους ρόλους και ορίζει μία και μόνη αρχή ως υπεύθυνη για τον συντονισμό της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

3.  Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και δυνάμει του στοιχείου α) του άρθρου 25α παράγραφος 1.

Άρθρο 30

Εξουσίες αρμοδίων αρχών

1.  Προκειμένου να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες εποπτείας και έρευνας:

α)  διαθέτουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο και σε άλλα ▌δεδομένα υπό οποιαδήποτε μορφή και λαμβάνουν ή δημιουργούν αντίγραφα αυτών·

β)  απαιτούν ή ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται στην παροχή δείκτη αναφοράς και στη συνεισφορά σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων τυχόν παρόχων υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3α, καθώς επίσης των εντολέων τους, και, εάν είναι αναγκαίο, καλούν και θέτουν ερωτήματα σε οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο με στόχο τη συγκέντρωση πληροφοριών·

γ)  όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς για βασικά προϊόντα, ζητούν πληροφορίες από συνεισφέροντες σε σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης μέσω, κατά περίπτωση, των τυποποιημένων μορφότυπων, και αναφορές σχετικά με συναλλαγές, και έχουν άμεση πρόσβαση στα συστήματα των διαπραγματευτών·

δ)  διενεργούν επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες σε χώρους εκτός των ιδιωτικών κατοικιών φυσικών προσώπων·

ε)  εισέρχονται σε εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων για να κατάσχουν έγγραφα και λοιπά δεδομένα υπό οποιαδήποτε μορφή, στην περίπτωση που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι τα έγγραφα και τα λοιπά δεδομένα σχετικά με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση που απαιτείται προηγούμενη έγκριση της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η εξουσία αυτή ασκείται μόνον μετά την εξασφάλιση της εν λόγω προηγούμενης έγκρισης·

στ)  απαιτούν υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή άλλα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούν εποπτευόμενοι φορείς·

ζ)  ζητούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή και τα δύο·

θ)  απαιτούν την προσωρινή διακοπή κάθε πρακτικής που κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής αντιβαίνει στον παρόντα κανονισμό·

ι)  επιβάλλουν προσωρινή απαγόρευση της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας·

ια)  λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν τη σωστή ενημέρωση του κοινού σχετικά με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων απαιτώντας από το πρόσωπο που δημοσίευσε ή διέδωσε τον εν λόγω δείκτη αναφοράς να δημοσιεύσει διορθωτική δήλωση σχετικά με τις προγενέστερες συνεισφορές ή προγενέστερα αριθμητικά στοιχεία για τον δείκτη αναφοράς·

ιαα)   επανεξετάζουν και ζητούν την τροποποίηση της δήλωσης συμμόρφωσης.

2.  Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τα καθήκοντα και τις εξουσίες τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 31, σύμφωνα με τα εθνικά νομικά τους πλαίσια, με οποιονδήποτε από τους εξής τρόπους:

α)  άμεσα·

β)  σε συνεργασία με άλλες αρχές ή με διαχειριστές της αγοράς·

γ)  υπό την ευθύνη τους με μεταβίβαση εξουσιών στις αρχές αυτές ή στους διαχειριστές των αγορών·

δ)  υποβάλλοντας αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Για την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν κατάλληλους και αποτελεσματικούς μηχανισμούς διασφάλισης του δικαιώματος υπεράσπισης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

3.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υφίστανται κατάλληλα μέτρα ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

4.  Όταν ένα πρόσωπο κοινοποιεί πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 2, δεν θεωρείται ότι διαπράττει παράβαση τυχόν περιορισμού κοινοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από σύμβαση ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη.

Άρθρο 31

Διοικητικά μέτρα και κυρώσεις

1.  Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 34, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να λαμβάνουν κατάλληλα διοικητικά μέτρα και να επιβάλλουν διοικητικά μέτρα και κυρώσεις τουλάχιστον για:

α)  τις παραβιάσεις του άρθρου 5, του άρθρου 5α, του άρθρου 5β, του άρθρου 5γ, του άρθρου 5δ, του άρθρου 6, του άρθρου 7, του άρθρου 7α, του άρθρου 7β, του άρθρου 8, του άρθρου 9, ▌του άρθρου 11, του άρθρου 14, του άρθρου 15, του άρθρου 17, ▌του άρθρου 19, ▌του άρθρου 23 και του άρθρου 23α του παρόντος κανονισμού όπου αυτά ισχύουν· και

β)  μη συνεργασία ή μη συμμόρφωση με έρευνα, επιθεώρηση ή αίτημα που καλύπτεται από το άρθρο 30.

2.  Σε περίπτωση παραβίασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να εφαρμόζουν τουλάχιστον τα εξής διοικητικά μέτρα ή τις εξής κυρώσεις:

α)  έκδοση εντολής που υποχρεώνει τον διαχειριστή ή τον εποπτευόμενο φορέα που είναι υπεύθυνος για την παραβίαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

β)  παραίτηση από κέρδη που αποκομίσθηκαν ή από την αποφυγή ζημιών λόγω της παραβίασης, στην περίπτωση που το ύψος τους δύναται να προσδιοριστεί·

γ)  δημόσια προειδοποίηση που κατονομάζει τον υπεύθυνο διαχειριστή ή εποπτευόμενο φορέα και προσδιορίζει τη φύση της παραβίασης·

δ)  ανάκληση ή αναστολή της άδειας ενός διαχειριστή·

ε)  προσωρινή απαγόρευση με την οποία απαγορεύεται σε οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο θεωρείται υπεύθυνο για τέτοια παραβίαση, να ασκεί καθήκοντα διαχείρισης στον διαχειριστή ή τον συνεισφέροντα·

στ)  επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον στο τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παραβίασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί· ή

1)  σε περίπτωση φυσικού προσώπου, επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον:

i)  για τις παραβιάσεις του άρθρου 5,του άρθρου 5α, του άρθρου 5β, του άρθρου 5γ, του άρθρου 5δ, του άρθρου 6, του άρθρου 7, του άρθρου 7α, του άρθρου 7β, του άρθρου 8, του άρθρου 9, ▌του άρθρου 11, του άρθρου 12α παράγραφος 2, του άρθρου 14, του άρθρου 15, ▌του άρθρου 17, του άρθρου 18,του άρθρου 19▌και του άρθρου 23, στο ποσό των 500 000 EUR ή στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού· ή

ii)  για τις παραβιάσεις του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) ▌ή του άρθρου 7 παράγραφος 4, στο ποσό των 100 000 EUR ή στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού·

2)  σε περίπτωση νομικού προσώπου, επιβολή έως και μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον:

i)  για τις παραβιάσεις του άρθρου 5,του άρθρου 5α,του άρθρου 5β, του άρθρου 5γ, του άρθρου 5δ, του άρθρου 6, του άρθρου 7, του άρθρου 7α, του άρθρου 7β,του άρθρου 8, του άρθρου 9, ▌του άρθρου 11,του άρθρου 14, του άρθρου 15, ▌του άρθρου 17,του άρθρου 18, του άρθρου 19▌και του άρθρου 23, σε ποσό 1 000 000 EUR ή στο 10% του ετήσιου κύκλου εργασιών του σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο, ανάλογα με ποιο από τα δύο ποσά είναι υψηλότερο. Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους οικονομικούς λογαριασμούς κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο σχετικός συνολικός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ για τις τράπεζες και την οδηγία 91/674/ΕΟΚ για τις ασφαλιστικές εταιρείες σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής ή εάν πρόκειται για ένωση, το 10% του συνόλου των κύκλων εργασιών των μελών της· ή

ii)  για τις παραβιάσεις του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ), σε ποσό 250 000 EUR ή στο 2% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό του όργανο, ανάλογα με ποιο από τα δύο ποσά είναι υψηλότερο· σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους οικονομικούς λογαριασμούς κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο σχετικός συνολικός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ για τις τράπεζες και την οδηγία 91/674/ΕΟΚ για τις ασφαλιστικές εταιρείες σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής ή εάν πρόκειται για ένωση, το 10% του συνόλου των κύκλων εργασιών των μελών της.

3.  Έως την [12 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού] τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες σχετικά με τις παραγράφους 1 και 2 στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις για τις παραβιάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις βάσει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας καθώς και την κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

4.  Τα κράτη μέλη δύνανται να εκχωρούν στις αρμόδιες αρχές δυνάμει του εθνικού δικαίου άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων επιπροσθέτως αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και δύνανται να καθορίζουν υψηλότερα επίπεδα κυρώσεων από αυτά που προβλέπονται στη συγκεκριμένη παράγραφο.

Άρθρο 32

Άσκηση εποπτικών αρμοδιοτήτων και εξουσιών επιβολής κυρώσεων και υποχρέωση συνεργασίας

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους, του επιπέδου και της αναλογικότητας των διοικητικών κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)  η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβίασης·

αα)   η κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία·

β)  ο βαθμός ευθύνης του υπεύθυνου προσώπου·

γ)  ο συνολικός κύκλος εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή ▌το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

δ)  το μέγεθος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

ε)  ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης εξασφάλισης της παράδοσης των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο αυτό·

στ)  προηγούμενες παραβάσεις του συγκεκριμένου προσώπου·

ζ)  τα μέτρα που ελήφθησαν μετά την παράβαση από τον υπαίτιο για την αποφυγή της επανάληψής της.

2.  Κατά την άσκηση των εξουσιών τους σχετικά με την επιβολή κυρώσεων στις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 31, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά ώστε να διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές και ερευνητικές αρμοδιότητες, καθώς και οι διοικητικές κυρώσεις παρέχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, συντονίζουν τη δράση τους για την αποφυγή ενδεχόμενων επαναλήψεων και αλληλεπικαλύψεων κατά την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και έρευνας και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και προστίμων σε διασυνοριακές υποθέσεις.

2α.   Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, σύμφωνα με το άρθρο 31, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβιάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, διασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών που σχετίζονται με έρευνες ή διώξεις ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού, και τις θέτουν στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώσουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2β.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Ιδίως, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να συνεργάζονται με αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης των προστίμων.

Άρθρο 33

Δημοσίευση αποφάσεων

1.  Οι αποφάσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων που λαμβάνονται σε περιπτώσεις παραβιάσεων του παρόντος κανονισμού δημοσιεύονται από τις αρμόδιες αρχές στον επίσημο δικτυακό τόπο τους αμέσως μετά την κοινοποίηση της απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση. Η δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον στοιχεία για το είδος και τον χαρακτήρα της παραβίασης και την ταυτότητα των υπαιτίων. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις αποφάσεις για την επιβολή μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

2.  Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή θεωρήσει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων είναι δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή την έκβαση έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη, οι αρμόδιες αρχές:

α)  είτε καθυστερούν τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου μέχρις ότου παύσουν να ισχύουν οι λόγοι μη δημοσίευσης·

β)  είτε δημοσιεύουν την απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου ανώνυμα και κατά τρόπο που συνάδει με το εθνικό δίκαιο, εφόσον η ανώνυμη αυτή δημοσίευση διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εμπλεκομένων· Σε περίπτωση απόφασης δημοσίευσης κύρωσης ή μέτρου ανώνυμα, η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, εφόσον προβλέπεται ότι εντός του διαστήματος αυτού οι λόγοι για την ανώνυμη δημοσίευση θα παύσουν να ισχύουν·

γ)  είτε δεν δημοσιεύουν την απόφαση επιβολής κύρωσης ή το μέτρο στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) ανωτέρω δεν επαρκούν για να διασφαλίσουν:

i)  ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών· ή

ii)  την αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με τα μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

3.  Εάν η απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον των οικείων δικαστικών ή άλλων αρχών, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης, αμέσως, στον επίσημο δικτυακό τόπο τους την πληροφορία αυτή και κάθε μεταγενέστερη πληροφορία σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται και κάθε απόφαση περί ακυρώσεως προηγούμενης απόφασης επιβολής κύρωσης ή μέτρου.

4.  Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση σύμφωνα με το παρόν άρθρο παραμένει στον επίσημο δικτυακό τόπο τους για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά την ανάρτησή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνει η δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το απαραίτητο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων.

4α.   Τα κράτη μέλη παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις κυρώσεις και μέτρα που έχουν επιβάλει σύμφωνα με το άρθρο 31. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για διοικητικά μέτρα διερευνητικής φύσης. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση.

Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν, σύμφωνα με το άρθρο 31, να καθορίσουν ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναλάβει και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει δεδομένα σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε ετήσια έκθεση.

Άρθρο 34

Συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών

1.  Εντός 30 ▌ημερών από τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς στον κατάλογο δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 25α, με εξαίρεση τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας με εθνικό χαρακτήρα, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 21), η σχετική αρμόδια αρχή συστήνει συλλογικό όργανο αρμόδιων αρχών.

2.  Το συλλογικό όργανο αποτελείται από την αρμόδια αρχή του διαχειριστή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των κυριότερων συνεισφερόντων.

3.  Οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών δικαιούνται να συμμετάσχουν στο συλλογικό όργανο σε περίπτωση που μια ενδεχόμενη διακοπή της παροχής του δείκτη αναφοράς ▌αναμένεται να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική σταθερότητα, την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, τους καταναλωτές ή την πραγματική οικονομία των κρατών μελών αυτών.

Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή προτίθεται να συμμετάσχει σε συλλογικό όργανο δυνάμει του πρώτου εδαφίου, υποβάλλει αίτημα στην αρμόδια αρχή του διαχειριστή, το οποίο περιλαμβάνει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της διάταξης αυτής. Η σχετική αρμόδια αρχή του διαχειριστή εξετάζει το αίτημα και ενημερώνει την αιτούσα αρχή εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του αιτήματος εάν θεωρεί ότι οι εν λόγω απαιτήσεις πληρούνται ή όχι. Σε περίπτωση που θεωρεί ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν πληρούνται, η αιτούσα αρχή μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 10.

4.  Η ΕΑΚΑΑ συμβάλλει στην προώθηση και την παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των συλλογικών οργάνων εποπτικών αρχών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Προς τούτο, η ΕΑΚΑΑ συμμετέχει καταλλήλως και θεωρείται αρμόδια αρχή για τον σκοπό αυτό.

5.  Η ΕΑΚΑΑ προεδρεύει των συνεδριάσεων του συλλογικού οργάνου, συντονίζει τις ενέργειες του συλλογικού οργάνου και εξασφαλίζει την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου.

6.  Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή προβλέπει γραπτές ρυθμίσεις στο πλαίσιο του συλλογικού οργάνου για τα ακόλουθα ζητήματα:

α)  τις πληροφορίες που θα ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών·

β)  τη διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων αρχών·

γ)  περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών·

δ)  τη συνδρομή που πρέπει να παρασχεθεί βάσει του άρθρου 14 παράγραφος κατά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 3.

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής παρέχει παραπάνω από έναν δείκτη αναφοράς, η ΕΑΚΑΑ δύναται να συστήσει ένα και μόνο συλλογικό όργανο σχετικά με όλους τους δείκτες αναφοράς που παρέχει ο συγκεκριμένος διαχειριστής.

7.  Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τις ρυθμίσεις βάσει της παραγράφου 6, οποιαδήποτε μέλη του συλλογικού οργάνου, πλην της ΕΑΚΑΑ, δύνανται να παραπέμπουν κάθε ζήτημα που ανακύπτει στην ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή λαμβάνει δεόντως υπόψη της οποιεσδήποτε συμβουλές της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού προτού να καταλήξει σε συμφωνία όσον αφορά το τελικό τους κείμενο. Οι γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού καταγράφονται σε ένα ενιαίο έγγραφο στο οποίο αναφέρονται πλήρως οι λόγοι οποιασδήποτε σημαντικής απόκλισης από τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει τις γραπτές ρυθμίσεις συντονισμού στα μέλη του συλλογικού οργάνου και την ΕΑΚΑΑ.

8.  Πριν από τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 24 και, κατά περίπτωση, στα άρθρα 14 και 23, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβουλεύεται με τα μέλη του συλλογικού οργάνου. Τα μέλη του συλλογικού οργάνου καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία εντός του χρονικού πλαισίου που καθορίζεται στις γραπτές ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6. Θεσπίζεται μηχανισμός διαμεσολάβησης ο οποίος παρέχει συνδρομή με στόχο την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε περίπτωση διαφωνίας.

9.  Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου ▌, οι αρμόδιες αρχές, πλην της ΕΑΚΑΑ, δύνανται να αναφέρουν στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)  η αρμόδια αρχή δεν έχει κοινοποιήσει απαραίτητα στοιχεία·

β)  κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε βάσει της παραγράφου 3, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει γνωστοποιήσει στην αιτούσα αρχή ότι οι απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου δεν πληρούνται, ή δεν έχει προβεί στις δέουσες ενέργειες κατόπιν του αιτήματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

γ)  οι αρμόδιες αρχές δεν κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τα ζητήματα της παραγράφου 6·

δ)  ▌υφίσταται διαφωνία όσον αφορά το μέτρο που πρέπει να ληφθεί σύμφωνα με τα άρθρα ▌23 και 24 ▌.

Αν μετά την πάροδο 20 ημερών από την παραπομπή στην ΕΑΚΑΑ όπως προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο το ζήτημα δεν έχει διευθετηθεί, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή λαμβάνει την τελική απόφαση και παρέχει εγγράφως λεπτομερή εξήγηση της απόφασής της στις αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και στην ΕΑΚΑΑ.

Εάν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει λάβει μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 8 τα οποία ενδέχεται να αντιβαίνουν στο ενωσιακό δίκαιο, ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9α.   Οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που συμμετέχει σε συλλογικό όργανο το οποίο δεν μπορεί να καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με τα άρθρα 13α ή 14, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ. Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η ΕΑΚΑΑ δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9β.   Κάθε μέτρο που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 13α ή 14 παραμένει σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι το συλλογικό όργανο να καταλήξει σε συμφωνία, σύμφωνα με τις παραγράφους 8 και 9α.

Άρθρο 35

Συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ

1.  Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.  Οι αρμόδιες αρχές προσκομίζουν αμελλητί στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2α.   Στο πλαίσιο του ρόλου τους όσον αφορά την εφαρμογή και την παρακολούθηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011, ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) και άλλες σχετικές εποπτικές αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, συμμετέχουν σε διαβούλευση κατά την κατάρτιση όλων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και παρέχουν, χωρίς καθυστέρηση, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των αντίστοιχων υποχρεώσεων.

3.  Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα είδη ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή έως [ΧΧΧΧ].

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 36

Επαγγελματικό απόρρητο

1.  Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στους όρους της παραγράφου 2 περί επαγγελματικού απορρήτου.

2.  Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την αρμόδια αρχή ή για μια οποιαδήποτε αρχή ή επιχείρηση της αγοράς ή για οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει τις εξουσίες της, συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή.

3.  Απαγορεύεται η γνωστοποίηση πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή εκτός εάν προβλέπεται από τις διατάξεις του νόμου.

4.  Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού που αφορούν επιχειρηματικές ή επιχειρησιακές συνθήκες και άλλες οικονομικές ή προσωπικές υποθέσεις θεωρούνται εμπιστευτικές και υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου εκτός εάν η αρμόδια αρχή δηλώσει κατά τη στιγμή της επικοινωνίας ότι η πληροφορία αυτή δύναται να γνωστοποιηθεί ή ότι η γνωστοποίηση είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 37

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 2 ▌και το άρθρο 23 παράγραφος 7 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την [ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού].

3.  Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και το άρθρο 23 παράγραφος 7 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.  Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.  Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 ▌ και του άρθρου 23 παράγραφος 7 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 38

Διαδικασία επιτροπής

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών. Η εν λόγω επιτροπή είναι μια επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.  Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 του ίδιου κανονισμού.

ΤΙΤΛΟΣ VΙΙΙ

Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 39

Μεταβατικές διατάξεις

1.  Ένας διαχειριστής που παρέχει δείκτη αναφοράς στις [ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού] υποβάλλει αίτηση για αδειοδότηση ή εγγραφή σε μητρώο δυνάμει του άρθρου 23 ή του άρθρου 23α εντός [12 μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής].

1α.   Οι αρμόδιες εθνικές αρχές αποφασίζουν ποιοι από τους εγγεγραμμένους δείκτες αναφοράς θα χαρακτηριστούν ως δείκτες «κρίσιμης σημασίας». Οι εν λόγω δείκτες αναφοράς υποβάλλονται σε διαδικασία αδειοδότησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23.

2.  Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπέβαλε αίτηση αδειοδότησης ή εγγραφής σε μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 1, δύναται να εξακολουθήσει να καταρτίζει υφιστάμενο δείκτη αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από εποπτευόμενους φορείς, εκτός εάν και έως ότου απορριφθεί η αίτηση αδειοδότησης.

3.  Σε περίπτωση που ένας υφιστάμενος δείκτης αναφοράς δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, αλλά η αλλαγή του ώστε να συμμορφωθεί με τις εν λόγω απαιτήσεις θα συντελούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, στην παρεμπόδιση της συμμόρφωσης ή με άλλον τρόπο παράβαση των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή οποιουδήποτε χρηματοπιστωτικού μέσου που βασίζεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς, η συνέχιση της χρήσης του δείκτη αναφοράς σε υφιστάμενες χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και χρηματοπιστωτικά μέσα μπορεί να επιτρέπεται από την σχετική αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τον δείκτη αναφοράς, μέχρι η αρμόδια αρχή να θεωρήσει ότι είναι δυνατή η παύση της χρήσης του δείκτη αναφοράς ή η αντικατάστασή του από άλλο δείκτη αναφοράς χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις για οποιοδήποτε από τα μέρη της σύμβασης.

3α.   Τα νέα χρηματοπιστωτικά μέσα ή οι νέες χρηματοπιστωτικές συμβάσεις δεν βασίζονται σε υφιστάμενο δείκτη αναφοράς που δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού μετά [την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

3β.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3α, ένα νέο χρηματοπιστωτικό μέσο μπορεί να βασίζεται σε υφιστάμενο δείκτη αναφοράς που δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού για περίοδο ενός έτους από την [ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού], με την προϋπόθεση ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι απαραίτητο για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαχείριση του κινδύνου για υφιστάμενο χρηματοπιστωτικό μέσο που βασίζεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς.

4.  Εκτός από την περίπτωση που η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 ή παράγραφος 2α, οι εποπτευόμενοι φορείς εντός της Ένωσης δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν δείκτη αναφοράς που παρέχεται από διαχειριστή ο οποίος βρίσκεται σε τρίτη χώρα, παρά μόνο αν ο εν λόγω δείκτης χρησιμοποιείται ως βάση αναφοράς σε υφιστάμενα χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού ή αν χρησιμοποιείται σε νέα χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 39α

Προθεσμία για την επικαιροποίηση των ενημερωτικών δελτίων και των εγγράφων βασικών πληροφοριών

Το άρθρο 19 παράγραφος 2 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των υφιστάμενων ενημερωτικών δελτίων που έχουν εγκριθεί, δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΕ, πριν από την [έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού]. Για τα ενημερωτικά δελτία που έχουν εγκριθεί πριν από την [έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], δυνάμει της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, τα σχετικά έγγραφα επικαιροποιούνται με την πρώτη ευκαιρία και σε κάθε περίπτωση έως τις ...* [[δώδεκα] μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

Άρθρο 40

Επανεξέταση

1.   Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα όσον αφορά τα εξής:

α)  τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας και της υποχρεωτικής συμμετοχής σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14, καθώς και τον ορισμό του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 3· και

β)  την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος εποπτείας του τίτλου VI και των συλλογικών οργάνων βάσει του άρθρου 34, καθώς επίσης και τη σκοπιμότητα της εποπτείας ορισμένων δεικτών αναφοράς από οργανισμό της Ένωσης.

1α.   Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη των διεθνών αρχών, ιδίως όσων εφαρμόζονται στους δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων των οργανισμών κοινοποίησης τιμών (PRA), καθώς και την εξέλιξη των νομικών πλαισίων και των εποπτικών πρακτικών σε τρίτες χώρες όσον αφορά την παροχή δεικτών αναφοράς, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως τις ...* [τέσσερα έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού] και, στη συνέχεια, κάθε τέσσερα έτη. Οι εν λόγω εκθέσεις συνοδεύονται από νομοθετική πρόταση, εφόσον απαιτείται.

Άρθρο 41

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται 6 μήνες μετά την ... [έναρξη ισχύος των κατ᾽ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του παρόντος κανονισμού].

Ωστόσο, το άρθρο 13 παράγραφος 1 και τα άρθρα 14 και 34 εφαρμόζονται από την ... [6 μήνες μετά την έναρξη ισχύος].

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

...,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1)ΕΕ C 177 της 11.6.2014, σ. 42.
(2) ΕΕ C 113 της 15.4.2014, σ. 1.
(3)ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.
(4)ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.
(5)ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.
(6)ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1.
(7) Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).
(8) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).
(9) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).
(10)ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.
(11)ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.
(12). Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2011 για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).
(13)ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.
(14) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).
(15)Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).
(16)Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ L 9 της 14.8.2009, σ. 112).
(17) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2010, για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 302 της 18.11.2010, σ. 1).
(18) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1348/2014 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την αναφορά δεδομένων για την εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφοι 2 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 363 της 18.12.2014, σ. 121).
(19) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).
(20)Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(21)ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.
(22)Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).
(23) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).
(24)Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).
(25) Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).
(26)Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).
(27) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).
(28)01.08.2014, ESMA/2014/937.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου