Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2015 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών (COM(2015)0098 – C8-0075/2015 – 2015/0051(NLE))
(Διαβούλευση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2015)0098),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 148 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C8‑0075/2015),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 59 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A8-0205/2015),
1. εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·
2. καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 293 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
3. καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·
4. ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει εφόσον το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·
5. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή
Τροπολογία
Τροπολογία 1 Πρόταση απόφασης Αιτιολογική σκέψη 1
(1) Τα κράτη μέλη και η Ένωση θα πρέπει να εργαστούν για την ανάπτυξη συντονισμένης στρατηγικής για την απασχόληση, και ιδίως για την προώθηση ειδικευμένου, εκπαιδευμένου και ευπροσάρμοστου εργατικού δυναμικού και αγορών εργασίας που ανταποκρίνονται στις εξελίξεις της οικονομίας και με σκοπό την επίτευξη των στόχων της πλήρους απασχόλησης και της κοινωνικής προόδου που προβλέπονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα κράτη μέλη, έχοντας υπόψη τις εθνικές πρακτικές που σχετίζονται με τον τομέα των εργασιακών σχέσεων, θεωρούν την προώθηση της απασχόλησης θέμα κοινού ενδιαφέροντος και συντονίζουν τη σχετική δράση τους στο πλαίσιο του Συμβουλίου.
(1) Τα κράτη μέλη και η Ένωση θα πρέπει να εργαστούν για την ανάπτυξη αποτελεσματικής και συντονισμένης στρατηγικής για την απασχόληση, σχεδιασμένης για την καταπολέμηση των σοβαρών επιπτώσεων της ανεργίας, για την προώθηση ειδικευμένου, εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού και αγορών εργασίας που ανταποκρίνονται στις εξελίξεις της οικονομίας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος,μέσω της στοχευμένης προώθησης της κατάρτισης στους τομείς της επιστήμης, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών, και μέσω της προσαρμογής των εκπαιδευτικών συστημάτων με σκοπό την επίτευξη των στόχων της πλήρους απασχόλησης και της κοινωνικής προόδου που προβλέπονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει να καταβληθούν ιδιαίτερες προσπάθειες για την αύξηση της απασχόλησης των εργαζομένων με πολύ χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης ή δεξιοτήτων, και εκείνων που αδυνατούν να αποκτήσουν κατάρτιση ή δεξιότητες σύντομα, και για τη μείωση της συνεχώς αυξανόμενης εκτεταμένης και μακροχρόνιας ανεργίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις περιοχές που παρουσιάζουν υστέρηση. Τα κράτη μέλη, λαμβανομένων υπόψη των εθνικών πρακτικών όσον αφορά τις ευθύνες για τη διαχείριση και το εργατικό δυναμικό, πρέπει να θεωρούν την προώθηση της απασχόλησης προτεραιότητα και θέμα κοινού ενδιαφέροντος και να συντονίζουν τη σχετική τους δράση στα πλαίσια του Συμβουλίου. Η Ένωση θα πρέπει να συνοδεύει τις προσπάθειες αυτές με προτάσεις πολιτικής για την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης και για να εξασφαλίζει επίσης μια ολοκληρωμένη αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς, καθώς και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας σε ολόκληρη την Ένωση, με επαρκείς αποδοχές, που να προκύπτουν επίσης από συλλογική διαπραγμάτευση.
(1α) Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat, τον Ιανουάριο του 2015 οι άνεργοι στην Ένωση ανέρχονταν σε 23 815 000, εκ των οποίων 18 059 000 στη ζώνη του ευρώ.
(1β) Είναι πλέον απαραίτητο να καθοριστούν ασφαλείς δείκτες σχετικά με την κατάσταση φτώχειας στην οποία βρίσκονται πολλοί πολίτες της Ένωσης, σε σχέση με τα προηγούμενα στοιχεία που περιέχονταν στην απόφαση 2010/707/ΕΕ του Συμβουλίου1α, τα οποία αναφέρονταν στην ανάγκη να απαλλαγούν τουλάχιστον 20 εκατομμύρια άνθρωποι από το φάσμα της φτώχειας και του αποκλεισμού.
____________
1α Απόφαση 2010/707/ΕΕ του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών (ΕΕ L 308 της 24.11.2010, σ. 46).
Τροπολογία 4 Πρόταση απόφασης Αιτιολογική σκέψη 2
(2) Η Ένωση πρέπει να καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις, να εξασφαλίζει ίση πρόσβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα και να προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία. Κατά τη χάραξη και την εφαρμογή των πολιτικών και των δράσεών της, η Ένωση θα πρέπει να συνεκτιμά τις απαιτήσεις που συνδέονται με τη διασφάλιση επαρκούς κοινωνικής προστασίας και με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού καθώς και με ένα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης.
(2) Η Ένωση πρέπει να καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό,τη φτώχεια κάθε μορφής και τις διακρίσεις, να εξασφαλίζει ίση πρόσβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα και να προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία. Ο γενικός αυτός στόχος δεν θα πρέπει να υπονομευτεί από τις παρενέργειες άλλων νομοθετικών μέτρων ή πολιτικών. Κατά τη χάραξη και την εφαρμογή των πολιτικών και των δράσεών της, η Ένωση θα πρέπει να συνεκτιμά τις απαιτήσεις που συνδέονται με τη διασφάλιση επαρκούς κοινωνικής προστασίας, με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού καθώς και με ένα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Τροπολογία 6 Πρόταση απόφασης Αιτιολογική σκέψη 4
(4) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος και να τις συντονίζουν στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών θα πρέπει να εγκρίνονται από το Συμβούλιο με σκοπό την καθοδήγηση όσον αφορά τις πολιτικές των κρατών μελών και της Ένωσης.
(4) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεωρούν τόσο τις οικονομικές όσο και τις κοινωνικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος και να τις συντονίζουν στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών θα πρέπει να εγκρίνονται από το Συμβούλιο με σκοπό την καθοδήγηση όσον αφορά τις πολιτικές των κρατών μελών και της Ένωσης.
(4α) Για να εξασφαλιστεί δημοκρατικότερη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση, οι οποίες επηρεάζουν τους πολίτες και τις αγορές εργασίας σε ολόκληρη την Ένωση, είναι σημαντικό να αποφασίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τόσο οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση όσο και οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών κατευθυντηρίων γραμμών. Οι ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές πρέπει να επιτρέπουν τον προσανατολισμό των προτεραιοτήτων των κρατών μελών προς οικονομικά μοντέλα τα οποία είναι βιώσιμα και ενσωματωμένα στην ενωσιακή, εθνική και εδαφική κλίμακα.
Τροπολογία 8 Πρόταση απόφασης Αιτιολογική σκέψη 5
(5) Σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης, η Ένωση ανέπτυξε και έθεσε σε εφαρμογή μέσα συντονισμού των πολιτικών για τη δημοσιονομική πολιτική και τις μακροδιαρθρωτικές πολιτικές. Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο συγκεντρώνει τα διάφορα μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο με στόχο την ολοκληρωμένη πολυμερή οικονομική και δημοσιονομική εποπτεία. Ο εξορθολογισμός και η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, σύμφωνα με την Ετήσια Επισκόπηση της Ανάπτυξης 2015 της Επιτροπής θα βελτιώσουν περαιτέρω τη λειτουργία του.
(5) Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η Ένωση ανέπτυξε και έθεσε σε εφαρμογή μέσα συντονισμού των πολιτικών για τη δημοσιονομική πολιτική και τις μακροδιαρθρωτικές πολιτικές που έχουν ισχυρό αντίκτυπο στην κοινωνική κατάσταση και την απασχόληση στην Ένωση. Οι πολιτικές αυτές μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη στασιμότητα και τον αποπληθωρισμό σε ορισμένες περιοχές της Ένωσης, αποθαρρύνοντας την ανάπτυξη και την απασχόληση.Στο πλαίσιο αυτό, είναι καθοριστικό να ληφθούν υπόψη οι νέοι κοινωνικοί δείκτες και οι ασύμμετροι κραδασμοί που υπέστησαν ορισμένα κράτη μέλη ως αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο συγκεντρώνει τα διάφορα μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο με στόχο την ολοκληρωμένη πολυμερή εποπτεία της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, της πολιτικής για την απασχόληση και των κοινωνικών πολιτικών, και θα πρέπει να είναι καλύτερα προσαρμοσμένα όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής ΕΕ 2020. Ο εξορθολογισμός και η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, σύμφωνα με την Ετήσια Επισκόπηση της Ανάπτυξης 2015 της Επιτροπής δύνανται να βελτιώσουν περαιτέρω τη λειτουργία του, αλλά το συγκεκριμένο μέσο δεν έχει βελτιώσει ως τώρα την οικονομική κατάσταση στα κράτη μέλη που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση.
(5α) Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Παρατηρητήριο, καθεστώτα στήριξης του εισοδήματος και κοινωνικής προστασίας υπάρχουν ήδη σε 26 κράτη μέλη1a.Η Επίτροπος για την Απασχόληση, τις Κοινωνικές Υποθέσεις, τις Δεξιότητες και την Εργασιακή Κινητικότητα Marianne Thyssen δήλωσε ότι αν μπορούσε η ίδια να αποφασίσει για όλα τα κράτη μέλη στην Ευρώπη, θα υπήρχε ελάχιστο εισόδημα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
(6) Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση αποκάλυψε και υπογράμμισε σημαντικές αδυναμίες στην οικονομία της Ένωσης και των κρατών μελών της. Επίσης, κατέδειξε τη στενή αλληλεξάρτηση των οικονομιών και των αγορών εργασίας των κρατών μελών. Η μετάβαση της Ένωσης σε μια ισχυρή, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας είναι η κύρια πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα. Η πρόκληση αυτή απαιτεί συντονισμένες και φιλόδοξες δράσεις πολιτικής, τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης και της οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης. Με μέτρα που να συνδυάζουν την προσφορά και τη ζήτηση, οι δράσεις αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν την προώθηση των επενδύσεων, την ανανέωση της δέσμευσης για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την άσκηση δημοσιονομικής ευθύνης.
(6) Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση αποκάλυψε και υπογράμμισε σοβαρές αδυναμίες στις οικονομίες των κρατών μελών και τους μηχανισμούς συντονισμού της ΕΕ. Επίσης, κατέδειξε τη στενή αλληλεξάρτηση των οικονομιών και των αγορών εργασίας των κρατών μελών. Η μετάβαση της Ένωσης σε μια ισχυρή, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη με δημιουργία θέσεων εργασίας, που θα θέσει τέρμα στους μεγάλους θύλακες ανεργίας που έχουν δημιουργηθεί σε ορισμένες περιοχές της επικράτειάς της, είναι η κύρια πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Η πρόκληση αυτή απαιτεί σθεναρές, συντονισμένες, φιλόδοξες, αλλά κυρίως αποτελεσματικές δράσεις πολιτικής, τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης και της οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης. Με μέτρα που να συνδυάζουν την προσφορά και τη ζήτηση, οι δράσεις αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν την προώθηση των επενδύσεων, ιδίως αυτών που στοχεύουν στην ανάπτυξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, των πολύ μικρών επιχειρήσεων, των καινοτόμων νεοφυών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων που προωθούν την οικολογική απασχόληση, και την ανανέωση της δέσμευσης για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την άσκηση δημοσιονομικής ευθύνης. Οι ενέργειες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης τη δημιουργία μιας αγοράς εργασίας με λιγότερους αποκλεισμούς και γνώμονα τα δικαιώματα, ενισχυμένη με κατάλληλη κοινωνική προστασία. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν μέτρα κοινωνικής προστασίας, όπως το εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα, σύμφωνα προς τις εθνικές πρακτικές, με στόχο την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
(7) Τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν τον κοινωνικό αντίκτυπο της κρίσης και να επιδιώξουν την οικοδόμηση μιας συνεκτικής κοινωνίας η οποία να παρέχει στους πολίτες τα μέσα να προβλέπουν και να διαχειρίζονται τις αλλαγές, καθώς και να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνία και στην οικονομία. Θα πρέπει να εξασφαλιστούν πρόσβαση και ευκαιρίες για όλους, καθώς και μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, κυρίως μέσω της διασφάλισης της αποτελεσματικής λειτουργίας των αγορών εργασίας και των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και της άρσης των εμποδίων για τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης θα φθάσουν σε όλους τους πολίτες και σε όλες τις περιφέρειες.
(7) Τα κράτη μέλη και η Ένωση θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν τον κοινωνικό αντίκτυπο της κρίσης παρέχοντας πιο ακριβή στοιχεία για την ακραία φτώχεια και να επιδιώξουν την οικοδόμηση μιας συνεκτικής και δικαιότερης κοινωνίας η οποία να παρέχει στους πολίτες τα μέσα να προβλέπουν και να διαχειρίζονται τις αλλαγές, καθώς και να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνία και στην οικονομία. Θα πρέπει να εξασφαλιστούν πρόσβαση χωρίς διακρίσεις και ευκαιρίες για όλους, καθώς και σημαντική μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, κυρίως μέσω της διασφάλισης της αποτελεσματικής λειτουργίας των αγορών εργασίας και κατάλληλων συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και της άρσης των περιττών διοικητικών εμποδίων και των εμποδίων για τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως εκείνων που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης θα φθάσουν σε όλους τους πολίτες και σε όλες τις περιφερειακές και τοπικές οντότητες. Ο πίνακας των βασικών δεικτών απασχόλησης και κοινωνικών δεικτών στο πλαίσιο της κοινής έκθεσης για την απασχόληση είναι ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο από την άποψη αυτή, καθόσον συμβάλλει έγκαιρα στην ανίχνευση των βασικών προβλημάτων και αποκλίσεων στους τομείς της απασχόλησης και των κοινωνικών υποθέσεων και επιτρέπει τον εντοπισμό των τομέων στους οποίους είναι περισσότερο αναγκαία η πολιτική απόκριση. Ωστόσο, στις επόμενες εκδόσεις του πίνακα θα πρέπει να περιληφθούν επίσης στοιχεία κατά φύλο.
(7α) Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο επεσήμανε τρία κρίσιμα ζητήματα σε ό,τι αφορά την επιτυχή υλοποίηση της πρωτοβουλίας «Εγγυήσεις για τη Νεολαία»: την επάρκεια της συνολικής χρηματοδότησης, τον ορισμό της «προσφοράς υψηλής ποιότητας» και τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή παρακολουθεί και παρουσιάζει τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται με το εν λόγω πρόγραμμα.
(7β) Η απόφαση 2010/707/ΕΕ του Συμβουλίου1α έθετε τους ακόλουθους στόχους: αύξηση του ποσοστού απασχόλησης ανδρών και γυναικών ηλικίας μεταξύ 20 και 64 ετών στο 75% έως το 2020· μείωση του ποσοστού πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου κάτω του 10%· αύξηση του ποσοστού των ατόμων ηλικίας 30 έως 34 ετών που έχουν ολοκληρώσει τριτοβάθμια ή ισοδύναμη εκπαίδευση τουλάχιστον στο 40%· προώθηση της κοινωνικής ένταξης, ιδίως μέσω της μείωσης της φτώχειας, με στόχο να εξαλειφθεί ο κίνδυνος της φτώχειας και του αποκλεισμού για τουλάχιστον 20 εκατομμύρια ανθρώπους. Η υλοποίηση της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» στον τομέα της απασχόλησης και στον κοινωνικό τομέα εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στόχο της πολιτικής απασχόλησης των κρατών μελών.
________________
1α Απόφαση 2010/707/ΕΕ του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών (ΕΕ L 308 της 24.11.2010, σ. 46).
(8) Η ανάληψη δράσης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές αποτελεί σημαντική συμβολή στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Οι κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν μια ολοκληρωμένη σειρά ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών, τις οποίες τα κράτη μέλη και η Ένωση θα πρέπει να εφαρμόσουν προκειμένου να επιτύχουν τα θετικά δευτερογενή αποτελέσματα των συντονισμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ένα κατάλληλο συνολικό μείγμα οικονομικών πολιτικών και μια πιο συνεκτική συνεισφορά των ευρωπαϊκών πολιτικών στους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».
(8) Η ανάληψη δράσης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές αποτελεί σημαντική συμβολή στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», στόχων που δεν έχουν επιτευχθεί ως τώρα. Το αποτέλεσμα της δημόσιας διαβούλευσης του 2014 για τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» κατέδειξε με σαφήνεια ότι οι στόχοι της στρατηγικής όσον αφορά την απασχόληση, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την εκπαίδευση εξακολουθούν να είναι ουσιώδεις, εξίσου σημαντικοί, αλληλένδετοι και αλληλοενισχυόμενοι. Οι κατευθυντήριες γραμμές αποτελούν μια ολοκληρωμένη σειρά ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών, τις οποίες τα κράτη μέλη και η Ένωση θα πρέπει να εφαρμόσουν προκειμένου να επιτύχουν τα θετικά δευτερογενή αποτελέσματα των συντονισμένων μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στη μείωση των ανισοτήτων και την άνοδο της ευημερίας των πολιτών, ένα κατάλληλο συνολικό μείγμα οικονομικών πολιτικών και μια πιο συνεκτική συνεισφορά των ευρωπαϊκών πολιτικών στους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».
(9) Παρότι οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές απευθύνονται στα κράτη μέλη και στην Ένωση, θα πρέπει να εφαρμόζονται σε συνεργασία με όλες τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές, με τη στενή σύνδεση των κοινοβουλίων, καθώς και των κοινωνικών εταίρων και των εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών.
(9) Κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των εθνικών πολιτικών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική διακυβέρνηση. Παρότι οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές απευθύνονται στα κράτη μέλη και στην Ένωση, θα πρέπει να εφαρμόζονται σε συνεργασία με όλες τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές, με την παρακολούθηση και αξιολόγηση των κοινοβουλίων, καθώς και των κοινωνικών εταίρων και των εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών.
(10) Οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών παρέχουν καθοδήγηση στα κράτη μέλη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, αντικατοπτρίζοντας την αλληλεξάρτησή τους. Συνάδουν με το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Οι κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για όλες τις ειδικές κατά χώρα συστάσεις που ενδέχεται να απευθύνει το Συμβούλιο στα κράτη μέλη,
(10) Οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών και οι κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση παρέχουν καθοδήγηση στα κράτη μέλη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για όλες τις ειδικές συστάσεις ανά χώρα που ενδέχεται να απευθύνει το Συμβούλιο στα κράτη μέλη. Δεδομένης της στενής αλληλεξάρτησης των οικονομιών των κρατών μελών και των αγορών εργασίας, όταν το Συμβούλιο εκδίδει σύσταση για συγκεκριμένη χώρα, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση στις γειτονικές χώρες, καθώς και τις χώρες με τις οποίες το συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει σαφείς συνδέσεις με βάση τάση μετανάστευσης εργαζομένων ή οποιονδήποτε άλλο χρήσιμο δείκτη. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει ακριβή και ενημερωμένα στατιστικά στοιχεία και διαθέσιμα δεδομένα, σε περίπτωση που πρέπει να προσαρμοστούν συστάσεις ανά χώρα.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διευκολύνουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας, να μειώσουν τα εμπόδια για τις επιχειρήσεις όσον αφορά τις προσλήψεις, να προωθήσουν την επιχειρηματικότητα και ιδίως να στηρίξουν τη δημιουργία και την ανάπτυξη μικρών επιχειρήσεων, ώστε να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών και των ανδρών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να προωθήσουν ενεργά την κοινωνική οικονομία και να υιοθετήσουν την κοινωνική καινοτομία.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε συνεργασία με τις περιφερειακές και τις τοπικές αρχές, να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά και άμεσα το σοβαρό ζήτημα της ανεργίας και να διευκολύνουν και να επενδύσουν στη δημιουργία βιώσιμης και ποιοτικής απασχόλησης, να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της προσβασιμότητας των ομάδων υψηλού κινδύνου και να περιορίσουν τα εμπόδια που συναντούν οι επιχειρήσεις στην πρόσληψη προσωπικού όλων των επιπέδων ειδίκευσης και σε όλους τους τομείς της αγοράς εργασίας, μεταξύ άλλων με τη μείωση της γραφειοκρατίας στο πλαίσιο σεβασμού των εργασιακών και των κοινωνικών προτύπων, την προώθηση της επιχειρηματικότητας των νέων και ιδίως τη στήριξη της δημιουργίας και ανάπτυξης πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ώστε να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών και των ανδρών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν ενεργά την οικολογική απασχόληση, την απασχόληση γραφείου και τη χειρωνακτική απασχόληση, καθώςκαι την κοινωνική οικονομία, και να προωθήσουν την κοινωνική καινοτομία.
Θα πρέπει να μετατοπιστεί η φορολογική επιβάρυνση από την εργασία σε άλλες πηγές φορολογίας που είναι λιγότερο επιζήμιες για την απασχόληση και την ανάπτυξη και, παράλληλα, να εξασφαλιστεί η προστασία των εσόδων για επαρκή κοινωνική προστασία και δαπάνες για την ενίσχυση της ανάπτυξης. Οι μειώσεις της εργασιακής φορολογίας θα πρέπει να αποσκοπούν στα συναφή συστατικά στοιχεία της φορολογικής επιβάρυνσης και στην άρση των εμποδίων και των αντικινήτρων για τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως για όσους είναι πιο απομακρυσμένοι από την αγορά εργασίας.
Θα πρέπει να μετατοπιστεί η φορολογική επιβάρυνση από την εργασία σε άλλες πηγές φορολογίας που είναι λιγότερο επιζήμιες για την απασχόληση και την ανάπτυξη και, παράλληλα, να εξασφαλιστεί η προστασία των εσόδων για επαρκή κοινωνική προστασία και δαπάνες προσανατολισμένες στις δημόσιες επενδύσεις, την καινοτομία και τη δημιουργία απασχόλησης. Οι μειώσεις της εργασιακής φορολογίας θα πρέπει να αποσκοπούν στα συναφή συστατικά στοιχεία της φορολογικής επιβάρυνσης, στην εξάλειψη των διακρίσεων και στην άρση των εμποδίων και των αντικινήτρων για τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως για τα άτομα με αναπηρία και όσους είναι πιο απομακρυσμένοι από την αγορά εργασίας, στο πλαίσιο της τήρησης των υπαρχόντων εργασιακών προτύπων.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, να ενθαρρύνουν τους μηχανισμούς καθορισμού των μισθών που επιτρέπουν τη δυνατότητα ανταπόκρισης των μισθών στις εξελίξεις της παραγωγικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ως προς τις δεξιότητες και τις συνθήκες των τοπικών αγορών εργασίας καθώς και οι αποκλίσεις όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις ανά περιφέρειες, τομείς και εταιρείες. Κατά τον καθορισμό των ελάχιστων μισθών, τα κράτη μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να εξετάσουν τις συνέπειές τους για τη φτώχεια στην εργασία, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανταγωνιστικότητα.
Οι πολιτικές που θα διασφαλίσουν ότι οι μισθοί θα επιτρέπουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα διαβίωσης παραμένουν σημαντικές τόσο για τη δημιουργία απασχόλησης όσο και τη μείωση της φτώχειας στην Ένωση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, να σέβονται και να ενθαρρύνουν τους μηχανισμούς καθορισμού των μισθών που επιτρέπουν τη δυνατότητα ανταπόκρισης των πραγματικών μισθών στις εξελίξεις της παραγωγικότητας, βοηθώντας να διορθωθούν οι παλαιές αποκλίσεις χωρίς να τροφοδοτούνται αποπληθωριστικές πιέσεις. Οι μηχανισμοί αυτοί θα πρέπει να εξασφαλίζουν επαρκείς πόρους για την ικανοποίηση βασικών αναγκών, λαμβάνοντας υπόψη δείκτες φτώχειας εξειδικευμένους για κάθε κράτος μέλος. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αξιολογηθούν κατάλληλα οι διαφορές ως προς τις δεξιότητες και τις συνθήκες των τοπικών αγορών εργασίας προκειμένου να εξασφαλιστούν σε ολόκληρη την Ένωση αποδοχές που θα επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση. Κατά τον καθορισμό των ελάχιστων μισθών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τις πρακτικές τους, τα κράτη μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να διασφαλίσουν την επάρκειά τους και να εξετάσουν τις συνέπειές τους για τη φτώχεια στην εργασία, το οικογενειακό εισόδημα, τη συνολική ζήτηση, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανταγωνιστικότητα.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μειώσουν τη γραφειοκρατία προκειμένου να μειωθεί η επιβάρυνση για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς αυτές συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν την παραγωγικότητα και την απασχολησιμότητα με την κατάλληλη παροχή κατάλληλων γνώσεων και δεξιοτήτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες επενδύσεις στα συστήματα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης και, παράλληλα, να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα όσον αφορά την αναβάθμιση του επιπέδου δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, επιτρέποντας την καλύτερη πρόβλεψη και ανταπόκριση στις ταχέως μεταβαλλόμενες ανάγκες των δυναμικών αγορών εργασίας σε μια ολοένα και περισσότερο ψηφιακή οικονομία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη βελτίωση της πρόσβασης στην ποιοτική εκπαίδευση ενηλίκων για όλους και για την εφαρμογή στρατηγικών ενεργού γήρανσης, ώστε να ενθαρρυνθεί η παράταση του επαγγελματικού βίου.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν μια βιώσιμη παραγωγικότητα και μια απασχολησιμότητα ποιότητας με την κατάλληλη παροχή κατάλληλων γνώσεων και δεξιοτήτων,που να είναι χρηστικές και στις οποίες να έχουν πρόσβαση όλοι. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην υγειονομική περίθαλψη, τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες μεταφορών που αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν μεσοπρόθεσμα ελλείψεις προσωπικού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να πραγματοποιήσουν ουσιαστικές επενδύσεις σε εκπαίδευση υψηλής ποιότητας χωρίς αποκλεισμούς από μικρή ηλικία και σε συστήματα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης και, παράλληλα, να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα όσον αφορά την τεχνογνωσία και το επίπεδο δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, και παράλληλα να αυξήσουν την ποικιλότητα των δεξιοτήτων, επιτρέποντας την καλύτερη πρόβλεψη και ανταπόκριση στις ταχέως μεταβαλλόμενες ανάγκες των δυναμικών αγορών εργασίας σε μια ολοένα και περισσότερο ψηφιακή οικονομία. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι μη τεχνικές δεξιότητες, όπως οι δεξιότητες επικοινωνίας, γίνονται όλο και πιο σημαντικές για μεγάλο αριθμό επαγγελμάτων.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν την επιχειρηματικότητα των νέων, μεταξύ άλλων, μέσω της εισαγωγής προαιρετικών μαθημάτων επιχειρηματικότητας και της ενθάρρυνσης της δημιουργίας επιχειρήσεων σπουδαστών σε γυμνάσια και λύκεια.Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε συνεργασία με τις τοπικές και τις περιφερειακές αρχές, να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να αποτρέψουν την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου από τους νέους και να εξασφαλίσουν την ομαλότερη μετάβαση από την εκπαίδευση και την κατάρτιση στον επαγγελματικό βίο, να βελτιώσουν την πρόσβαση και να εξαλείψουν τα εμπόδια στην υψηλής ποιότητας κατάρτιση των ενηλίκων για όλους, με ιδιαίτερη έμφαση στις ομάδες υψηλού κινδύνου και τις ανάγκες τους, προσφέροντας επανεκπαίδευση για την απόκτηση νέων δεξιοτήτων στις περιπτώσεις όπου απαιτείται ενεργή επανένταξη λόγω απώλειας απασχόλησης και αλλαγών στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν στρατηγικές ενεργού γήρανσης για να επιτρέπουν την εργασία με υγεία μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν το αναγκαίο επίπεδο δεξιοτήτων που απαιτείται από μια συνεχώς μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας και να στηρίζουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση, παράλληλα με προγράμματα για την εκπαίδευση ενηλίκων, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη ότι οι θέσεις εργασίας χαμηλών δεξιοτήτων είναι επίσης απαραίτητες και ότι οι ευκαιρίες απασχόλησης είναι καλύτερες για όσους έχουν υψηλή εξειδίκευση σε σχέση με όσους έχουν μέση και χαμηλή ειδίκευση.
Η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή, υψηλής ποιότητας προσχολική εκπαίδευση και παιδική μέριμνα θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για ολοκληρωμένες πολιτικές και επενδύσεις, σε συνδυασμό με τη υποστήριξη της οικογένειας και του γονικού ρόλου καθώς και μέτρα συμφιλίωσης που βοηθούν τους γονείς να εξισορροπούν την εργασία και την οικογενειακή ζωή, ως συμβολή στην πρόληψη της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και στην αύξηση των δυνατοτήτων των νέων στην αγορά εργασίας.
Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η υψηλή ανεργία και να προληφθεί η μακροχρόνια ανεργία. Ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων θα πρέπει να μειωθεί σημαντικά με ολοκληρωμένες και αλληλοενισχυόμενες στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης ειδικής ενεργού υποστήριξης στους μακροχρόνια ανέργους, ώστε να επιστρέφουν στην αγορά εργασίας. Η ανεργία των νέων πρέπει να αντιμετωπιστεί ολοκληρωμένα, μεταξύ άλλων μέσω του εξοπλισμού των σχετικών φορέων με τα απαραίτητα μέσα για να εφαρμόσουν πλήρως και με συνέπεια τα εθνικά τους σχέδια υλοποίησης των «Εγγυήσεων για τη Νεολαία».
Το πρόβλημα της ανεργίας, ιδίως της μακροχρόνιας ανεργίας και της περιφερειακής υψηλής ανεργίας, θα πρέπει να επιλυθεί αποτελεσματικά και έγκαιρα και να προληφθεί με ένα μίγμα μέτρων στην πλευρά της ζήτησης και στην πλευρά της προσφοράς. Ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων και το πρόβλημα των αναντίστοιχων και των παρωχημένων δεξιοτήτων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ολοκληρωμένες και αλληλοενισχυόμενες στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης εξατομικευμένης ενεργού υποστήριξης με βάση τις ανάγκες και με κατάλληλα καθεστώτα κοινωνικής προστασίαςγια τους μακροχρόνια ανέργους, ώστε να επιστρέφουν στην αγορά εργασίας συνειδητά και υπεύθυνα. Η ανεργία των νέων πρέπει να αντιμετωπιστεί ολοκληρωμένα μέσω μιας συνολικής στρατηγικής για την απασχόληση των νέων. Αυτό περιλαμβάνει την επένδυση σε τομείς που μπορούν να δημιουργήσουν ποιοτικές θέσεις εργασίας για τους νέους και μέσω του εξοπλισμού των σχετικών παραγόντων, όπως οι υπηρεσίες στήριξης των νέων, οι φορείς παροχής εκπαίδευσης και κατάρτισης, οι οργανώσεις νεολαίας και οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης, με τα απαραίτητα μέσα για να εφαρμόσουν πλήρως και με συνέπεια τα εθνικά τους σχέδια υλοποίησης των «Εγγυήσεων για τη Νεολαία» αλλά και με την ταχεία απορρόφηση των πόρων από τα κράτη μέλη. Θα πρέπει να διευκολυνθεί επίσης η πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τους νέους που αποφασίζουν να αναλάβουν επιχειρηματική δραστηριότητα, μέσω της αποτελεσματικότερης ενημέρωσης και της μείωσης της υπερβολικής γραφειοκρατίας, και με την δημιουργία δυνατοτήτων για τη μετατροπή των επιδομάτων ανεργίας μερικών μηνών σε εμπροσθοβαρή επιχορήγηση για τη δημιουργία επιχειρήσεων βάσει της υποβολής επιχειρηματικού σχεδίου και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις τοπικές και περιφερειακές ανισότητες κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων κατά της ανεργίας και να συνεργάζονται με τις τοπικές υπηρεσίες απασχόλησης.
Θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης ώστε να εξασφαλιστεί η ποιότητα των μαθησιακών αποτελεσμάτων και να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί η πρόωρη αποχώρηση από το σχολείο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτύχουν βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου και να εξετάσουν τη θέσπιση διττών συστημάτων μάθησης και την αναβάθμιση της επαγγελματικής κατάρτισης, ενώ, παράλληλα, να αυξήσουν τις ευκαιρίες για την αναγνώριση των δεξιοτήτων που αποκτώνται εκτός του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος.
Θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης ώστε να εξασφαλιστεί η ποιότητα των μαθησιακών αποτελεσμάτων και να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί η πρόωρη αποχώρηση από το σχολείο, καθώς και να προωθηθεί η καθολική ποιοτική εκπαίδευση αρχίζοντας από το πλέον στοιχειώδες επίπεδο. Για τούτο απαιτείται ευελιξία των εκπαιδευτικών συστημάτων με έμφαση στην πρακτική. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, με τη συνεργασία των τοπικών και των περιφερειακών αρχών,να αυξήσουν την ποιότητα του μορφωτικού επιπέδου καθιερώνοντας, βελτιώνοντας και προσφέροντας σε όλους διττά συστήματα μάθησης και αναβαθμίζοντας πλαίσια όπως τοeuropass, εξασφαλίζοντας παράλληλα, εφόσον είναι αναγκαίο, την επανεκπαίδευση για την απόκτηση νέων δεξιοτήτων και την αναγνώριση των δεξιοτήτων που αποκτώνται εκτός του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος. Θα πρέπει να ενισχυθούν οι δεσμοί μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, με παράλληλη εξασφάλιση εκπαίδευσης με επαρκή ευρύτητα ώστε να προσφέρει ισχυρή βάση για διά βίου απασχολησιμότητα.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσανατολίσουν περισσότερο τα εκπαιδευτικά τους συστήματα προς την αγορά εργασίας, για να βελτιωθεί η μετάβαση από την εκπαίδευση στην απασχόληση. Ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ψηφιοποίησης και δεδομένων των νέων τεχνολογιών, έχουν ουσιαστική σημασία οι οικολογικές θέσεις απασχόλησης και η μέριμνα της υγείας.
Θα πρέπει να μειωθούν τα εμπόδια για τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως για τις γυναίκες, τους εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας, τους νέους, τα άτομα με αναπηρία και τους νόμιμους μετανάστες. Πρέπει να διασφαλιστεί η ισότητα των φύλων και των αποδοχών στην αγορά εργασίας καθώς και η πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή και ποιοτική προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα.
Θα πρέπει να μειωθούν περαιτέρω οι διακρίσεις όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, ιδίως για τις ομάδες που υφίστανται διακρίσεις ή αποκλείονται, όπως οι γυναίκες, οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας, οι νέοι, τα άτομα με αναπηρία, τα άτομα που ανήκουν σε μειονότητες και οι νόμιμοι μετανάστες. Πρέπει να διασφαλιστούν η ισότητα των φύλων και των αποδοχών στην αγορά εργασίας μέσω της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή και ποιοτική προσχολική εκπαίδευση και φροντίδα, καθώς η αναγκαία ευελιξία ώστε να αποφεύγεται ο αποκλεισμός των ατόμων με διαλείμματα στη σταδιοδρομία τους λόγω οικογενειακών ευθυνών, όπως οι οικογενειακοί φροντιστές. Υπ’ αυτή την έννοια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να άρουν το αδιέξοδο σε σχέση με την οδηγία για τη συμμετοχή των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια.
Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι τα ποσοστά νέων ανθρώπων που δεν βρίσκονται σε απασχόληση, εκπαίδευση ή κατάρτιση (ΕΑΕΚ) είναι υψηλότερα για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες, και ότι το φαινόμενο ΕΑΕΚ οφείλεται κυρίως στην αύξηση της ανεργίας των νέων αλλά και στην αδράνεια που συνδέεται με την έλλειψη εκπαίδευσης.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν πλήρη χρήση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και της υποστήριξης των λοιπών ενωσιακών ταμείων για τη βελτίωση της απασχόλησης, την κοινωνική ένταξη, την εκπαίδευση και τη δημόσια διοίκηση.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν πλήρη, αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και της υποστήριξης των λοιπών ενωσιακών ταμείων για την καταπολέμηση της φτώχειας, τη βελτίωση της ποιοτικής απασχόλησης, την κοινωνική ένταξη, την εκπαίδευση, τη δημόσια διοίκηση και τις δημόσιες υπηρεσίες. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων και οι επενδυτικές πλατφόρμες του θα πρέπει επίσης να κινητοποιηθούν για να εξασφαλιστούν η δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και ο εφοδιασμός των εργαζομένων με τις δεξιότητες που απαιτούνται για τη μετάβαση της Ένωσης προς ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μειώσουν τον κατακερματισμό της αγοράς εργασίας. Οι διατάξεις και οι θεσμοί προστασίας της απασχόλησης θα πρέπει να παρέχουν κατάλληλο περιβάλλον για προσλήψεις, προσφέροντας, παράλληλα, επαρκή επίπεδα προστασίας στους εργαζομένους και στα άτομα που αναζητούν εργασία ή απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή με ανεξάρτητες συμβάσεις εργασίας. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ποιότητα της απασχόλησης όσον αφορά την κοινωνικοοικονομική ασφάλεια, τις ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης, τις συνθήκες εργασίας (περιλαμβανομένων της υγείας και της ασφάλειας) και την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μειώσουν τον κατακερματισμό της αγοράς εργασίας αντιμετωπίζοντας την επισφαλή απασχόληση, την υποαπασχόληση και την αδήλωτη απασχόληση, καθώς και τις συμβάσεις μηδενικών ωρών. Οι διατάξεις και οι θεσμοί προστασίας της απασχόλησης θα πρέπει να παρέχουν κατάλληλο περιβάλλον για προσλήψεις, προσφέροντας, παράλληλα, επαρκή επίπεδα προστασίας στους εργαζομένους και στα άτομα που αναζητούν εργασία ή απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερικής απασχόλησης, με άτυπες ή με ανεξάρτητες συμβάσεις εργασίας, μέσα από την ενεργό συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ποιότητα της απασχόλησης για όλους όσον αφορά την κοινωνικοοικονομική ασφάλεια, τη διάρκεια, τις επαρκείς αποδοχές, τα εργασιακά δικαιώματα, τις αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες (συμπεριλαμβανομένων της υγείας και ασφάλειας), την κοινωνική ασφάλιση και προστασία, την ισότητα τω φύλων, και τις ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης. Είναι συνεπώς αναγκαία η προώθηση της εισόδου νέων ανθρώπων στην αγορά εργασίας, η επανένταξη των επί μακρόν ανέργων και η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, με την παροχή οικονομικά προσιτής μέριμνας και τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας.Η σύγκλιση των συνθηκών εργασίας προς τα επάνω θα πρέπει να προωθηθεί σε ολόκληρη την Ένωση.
Η πρόσβαση στην αγορά εργασίας θα πρέπει να διευκολύνει την επιχειρηματικότητα, τη δημιουργία βιώσιμης απασχόλησης σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της οικολογικής απασχόλησης, καθώς επίσης την κοινωνική μέριμνα και την καινοτομία, για τη βέλτιστη αξιοποίηση των δεξιοτήτων, την προαγωγή της διά βίου ανάπτυξης και την ενθάρρυνση της καινοτομίας των εργαζομένων.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν την ενεργή συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων και των κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των σχετικών μεταρρυθμίσεων και πολιτικών, σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές, υποστηρίζοντας, παράλληλα, τη βελτίωση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας του κοινωνικού διαλόγου σε εθνικό επίπεδο.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν την ενεργή συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων, των κοινωνικών εταίρων, των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, των περιφερειακών και των τοπικών αρχών στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των σχετικών μεταρρυθμίσεων και πολιτικών, σύμφωνα με την αρχή της εταιρικής σχέσης και τις εθνικές πρακτικές, ενισχύοντας τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού διαλόγου σε εθνικό επίπεδο, ειδικά στις χώρες με μεγάλα προβλήματα υποτίμησης των μισθών που προκλήθηκαν από την πρόσφατη απελευθέρωση των αγορών εργασίας και την αδυναμία συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να βελτιώσουν τις ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας, ενισχύοντας τη στόχευση, την εμβέλεια, την κάλυψη και την αλληλεπίδρασή τους με τα παθητικά μέτρα. Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να έχουν ως στόχο τη βελτίωση της προσαρμογής στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και την υποστήριξη της βιώσιμης μετάβασης στην αγορά εργασίας, με τις δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης να παρέχουν εξατομικευμένη υποστήριξη και με την εφαρμογή συστημάτων μέτρησης των επιδόσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι τα συστήματα κοινωνικής προστασίας τους θα ενεργοποιούν και θα διευκολύνουν αποτελεσματικά τα άτομα που μπορούν να συμμετάσχουν στην αγορά εργασίας, θα προστατεύουν τα άτομα που έχουν (προσωρινά) αποκλειστεί από την αγορά εργασίας και/ή δεν είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε αυτήν, και θα προετοιμάζουν τα άτομα για δυνητικούς κινδύνους, μέσω επενδύσεων στο ανθρώπινο δυναμικό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν μια αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς, ανοιχτή σε όλους, καθώς και να θέσουν σε εφαρμογή αποτελεσματικά μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν βασικά πρότυπα ποιότητας στις ενεργές πολιτικές για την αγορά εργασίας, βελτιώνοντας τη στόχευση, την εμβέλεια, την κάλυψη και την αλληλεπίδρασή τους με τα υποστηρικτικά μέτρα όπως η κοινωνική ασφάλιση. Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να έχουν ως στόχο τη βελτίωση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας, την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του κοινωνικού διαλόγου, και την υποστήριξη της βιώσιμης μετάβασης στην αγορά εργασίας, με εξειδικευμένες σε υψηλό βαθμό δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης που να παρέχουν εξατομικευμένη υποστήριξη και με την εφαρμογή συστημάτων μέτρησης των επιδόσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι τα συστήματα κοινωνικής προστασίας τους θα ενεργοποιούν και θα διευκολύνουν αποτελεσματικά τα άτομα που μπορούν να συμμετάσχουν στην αγορά εργασίας, θα προστατεύουν τα άτομα που έχουν (προσωρινά) αποκλειστεί από την αγορά εργασίας και/ή δεν είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε αυτήν, και θα προετοιμάζουν τα άτομα για δυνητικούς κινδύνους και για τις μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, μέσω επενδύσεων στο ανθρώπινο δυναμικό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθιερώσουν, ως ένα από τα πιθανά μέτρα για τη μείωση της φτώχειας και σύμφωνα με την εθνική πρακτική, ελάχιστο εισόδημα ανάλογο με την ιδιαίτερη κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν μια αγορά εργασίας χωρίς αποκλεισμούς, ανοιχτή σε όλους, καθώς και να θέσουν σε εφαρμογή αποτελεσματικά μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων.
Θα πρέπει να εξασφαλιστεί η κινητικότητα των εργαζομένων, με σκοπό την αξιοποίηση του πλήρους δυναμικού της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, μεταξύ άλλων με τη βελτίωση της δυνατότητας μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, παράλληλα, να καταπολεμούν τις καταχρήσεις των υφιστάμενων κανόνων.
Θα πρέπει να εξασφαλιστεί η κινητικότητα των εργαζομένων ως θεμελιώδες δικαίωμα και ζήτημα ελεύθερης επιλογής, με σκοπό την αξιοποίηση του πλήρους δυναμικού της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, μεταξύ άλλων με τη βελτίωση της δυνατότητας μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης και την ουσιαστική αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων και δεξιοτήτων και την εξάλειψη της γραφειοκρατίας και των άλλων υπαρχόντων εμποδίων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, παράλληλα, να αντιμετωπίσουν τους γλωσσικούς φραγμούς, βελτιώνοντας εν προκειμένω τα συστήματα κατάρτισης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να αξιοποιήσουν το δίκτυο EURES για να προωθήσουν την κινητικότητα των εργαζομένων.Οι επενδύσεις σε περιοχές που αντιμετωπίζουν εκροές εργατικού δυναμικού θα πρέπει να προωθούνται για τον περιορισμό της διαρροής εγκεφάλων και την ενθάρρυνση της επιστροφής των μετακινούμενων εργαζομένων.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταστήσουν προτεραιότητα την πρόσβαση στην περίθαλψη και την προσιτή ποιοτική προσχολική εκπαίδευση, καθώς αμφότερα είναι σημαντικά μέτρα υποστήριξης για τους παράγοντες της αγοράς εργασίας και συμβάλλουν στην αύξηση του συνολικού ποσοστού απασχόλησης ενώ, ταυτόχρονα, στηρίζουν τα άτομα στα καθήκοντα που επιτελούν. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τις συνολικές πολιτικές και τις επενδύσεις που απαιτούνται για τη βελτίωση των οικογενειακών και γονεϊκών μέτρων στήριξης και συμβιβασμού που βοηθούν τους γονείς να εξισορροπούν την εργασία και την οικογενειακή ζωή, ως συμβολή στην πρόληψη της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και την αύξηση των ευκαιριών των νέων στην αγορά εργασίας.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εκσυγχρονίσουν τα συστήματα κοινωνικής προστασίας τους, ώστε να παρέχουν αποτελεσματική, αποδοτική και επαρκή προστασία σε όλα τα στάδια της ζωής του ατόμου, εξασφαλίζοντας τη δίκαιη αντιμετώπιση και την εξάλειψη των ανισοτήτων. Χρειάζονται απλουστευμένες και καλύτερα στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές που να συμπληρώνονται από οικονομικά προσιτές και ποιοτικές υπηρεσίες φροντίδας των παιδιών, καθώς και εκπαίδευση, επαγγελματική κατάρτιση και συνδρομή κατά την απασχόληση, υποστήριξη της στέγασης και εύκολα προσβάσιμη υγειονομική περίθαλψη, πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως οι τραπεζικοί λογαριασμοί και το διαδίκτυο, καθώς και ανάληψη δράσης για την πρόληψη της πρόωρης αποχώρησης από το σχολείο και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε συνεργασία με τις τοπικές και τις περιφερειακές αρχές να βελτιώσουν τα συστήματα κοινωνικής προστασίας τους με τη διασφάλιση βασικών προτύπων ώστε να παρέχουν αποτελεσματική, αποδοτική καιβιώσιμη προστασία σε όλα τα στάδια της ζωής του ατόμου, εξασφαλίζοντας την αξιοπρεπή διαβίωση, την αλληλεγγύη, την πρόσβαση σε κοινωνική προστασία, τον πλήρη σεβασμό των κοινωνικών δικαιωμάτων, τη δίκαιη αντιμετώπιση και την εξάλειψη των ανισοτήτων, διασφαλίζοντας παράλληλα την ένταξη έτσι ώστε να εξαλειφθεί η φτώχεια, ιδίως για όσους είναι αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας και για τις ομάδες που βρίσκονται σε επισφαλέστερη θέση. Χρειάζονται απλουστευμένες, καλύτερα στοχευμένες και πιο φιλόδοξες κοινωνικές πολιτικές που να συμπληρώνονται μεταξύ άλλων μέσα από οικονομικά προσιτές και ποιοτικές υπηρεσίες φροντίδας των παιδιών, καθώς και αποτελεσματική εκπαίδευση, επαγγελματική κατάρτιση και συνδρομή κατά την απασχόληση, υποστήριξη της στέγασης και προσιτή σε για όλους υγειονομική περίθαλψη υψηλής ποιότητας, πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως οι τραπεζικοί λογαριασμοί και το διαδίκτυο, καθώς και ανάληψη δράσης για την πρόληψη της πρόωρης αποχώρησης από το σχολείο και την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και, γενικότερα, κάθε μορφής φτώχειας. Η παιδική φτώχεια, ειδικότερα, πρέπει να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά.
Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ποικίλα μέσα με συμπληρωματικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών ενεργοποίησης του εργατικού δυναμικού και υποστήριξης του εισοδήματος, που στοχεύουν στις ανάγκες των ατόμων. Τα συστήματα κοινωνικής προστασίας θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπο που να διευκολύνεται η εξασφάλιση όλων των δικαιούχων, η υποστήριξη των επενδύσεων σε ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και η πρόληψη και η μείωση της φτώχειας και η προστασία από αυτήν.
Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ποικίλα μέσα με συμπληρωματικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών ενεργοποίησης του εργατικού δυναμικού και υποστήριξης του εισοδήματος, που στοχεύουν στις ανάγκες των ατόμων. Προς τον σκοπό αυτό, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει επίπεδα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σύμφωνα με την εθνική πρακτική και ανάλογα με την ιδιαίτερη κοινωνικοοικονομική κατάστασή του. Τα συστήματα κοινωνικής προστασίας θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπο που να διευκολύνουν την πρόσβαση και την αποδοχή όλων των προσώπων χωρίς διακρίσεις, την υποστήριξη των επενδύσεων σε ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και την πρόληψη και τη μείωση της φτώχειας και την προστασία από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, καθώς και από άλλους κινδύνους, όπως η βλάβη της υγείας ή η απώλεια της απασχόλησης. Απαιτείται ιδιαίτερη έμφαση στα παιδιά που ζουν σε συνθήκες φτώχειας λόγω μακρόχρονης ανεργίας των γονέων τους.
Τα συνταξιοδοτικά συστήματα θα πρέπει να μεταρρυθμιστούν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η καταλληλότητά τους για τις γυναίκες και τους άνδρες στο πλαίσιο της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της δημογραφικής αλλαγής, μεταξύ άλλων με τη σύνδεση των νόμιμων ορίων συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, με την αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης, και με την ανάπτυξη της επικουρικής συνταξιοδοτικής αποταμίευσης.
Τα συνταξιοδοτικά συστήματα θα πρέπει να διαρθρωθούν κατά τρόπο που να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά τους, την ασφάλειά τους και την καταλληλότητά τους για τις γυναίκες και τους άνδρες με την ενίσχυση των συνταξιοδοτικών καθεστώτων, με στόχο ένα αξιοπρεπές εισόδημα κατά τη σύνταξη, τουλάχιστον επάνω από το όριο φτώχειας. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα θα πρέπει να προβλέπουν την παγίωση, την περαιτέρω ανάπτυξη και τη βελτίωση των τριών πυλώνων των συστημάτων συνταξιοδοτικής αποταμίευσης. Η συνάρτηση της ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αντιμετώπιση της πρόκλησης της δημογραφικής γήρανσης. Οι μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων θα πρέπει επίσης, μεταξύ άλλων, να αντικατοπτρίζουν τις τάσεις των αγορών εργασίας, τα ποσοστά γεννήσεων, τη δημογραφική κατάσταση, την κατάσταση όσον αφορά την υγεία και την ευημερία, τις εργασιακές συνθήκες και τον βαθμό οικονομικής εξάρτησης. Ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της δημογραφικής γήρανσης είναι να αυξηθεί το συνολικό ποσοστό απασχόλησης, μεταξύ άλλων με την αξιοποίηση κοινωνικών επενδύσεων στην ενεργό γήρανση.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να βελτιώσουν την προσβασιμότητα, την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας περίθαλψης, διασφαλίζοντας, παράλληλα, τη δημοσιονομικήτους βιωσιμότητα.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να βελτιώσουν την ποιότητα, την οικονομική προσιτότητα, την προσβασιμότητα, την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας περίθαλψης και των υπηρεσιών κοινωνικής μέριμνας, και να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας στους συναφείς τομείς, διασφαλίζοντας, παράλληλα, την οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων αυτών με τη βελτίωση της χρηματοδότησης που βασίζεται στην αλληλεγγύη.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιοποιήσουν πλήρως το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και τη στήριξη από άλλα ταμεία της Ένωσης για την καταπολέμηση της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων, τη βελτίωση της προσβασιμότητας για τα άτομα με αναπηρία, και την προώθηση της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, καθώς επίσης τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης.
Οι πρωταρχικοί στόχοι της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», στους οποίους βασίζουν τα κράτη μέλη τον καθορισμό των εθνικών τους στόχων, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές θέσεις εκκίνησης και τις εθνικές ιδιαιτερότητές τους, προβλέπει την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών και των ανδρών ηλικίας 20-64 ετών στο 75% έως το 2020· τη μείωση του ποσοστού πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου κάτω του 10%· την αύξηση του ποσοστού των ατόμων ηλικίας 30 έως 34 ετών που έχουν ολοκληρώσει τριτοβάθμια ή ισοδύναμη εκπαίδευση τουλάχιστον στο 40%· και την προώθηση της κοινωνικής ένταξης, ιδίως μέσω της μείωσης της φτώχειας, με στόχο να εξαλειφθεί ο κίνδυνος της φτώχειας και του αποκλεισμού για τουλάχιστον 20 εκατομμύρια ανθρώπους1α.
__________________
1α Ο πληθυσμός ορίζεται ως ο αριθμός των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή αποκλεισμό σύμφωνα με τους ακόλουθους τρεις δείκτες (κίνδυνος φτώχειας· υλική στέρηση· νοικοκυριά με άνεργους γονείς), παρέχοντας τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να καθορίσουν τους εθνικούς τους στόχους βάσει του καταλληλότερου μεταξύ των δεικτών αυτών και έχοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες και προτεραιότητες.