Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Νοεμβρίου 2016 σχετικά με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το 2015 (2016/2063(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το 2015,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 284 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 123 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ,
– έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως το άρθρο 15,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 132 παράγραφος 1 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A8-0302/2016),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σχετικά με την πιθανή αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ, ο Πρόεδρος Draghi επισήμανε σωστά ότι «ο βαθμός στον οποίο θα επηρεαστούν οι οικονομικές προοπτικές εξαρτάται από τη χρονική στιγμή, την εξέλιξη και την τελική έκβαση των επικείμενων διαπραγματεύσεων. Ως τώρα, η οικονομία της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτική, αλλά λόγω της αβεβαιότητας αυτής το βασικό μας σενάριο εξακολουθεί να ενέχει κινδύνους υπερεκτίμησης»· και ότι «ανεξάρτητα από το είδος της σχέσης που θα προκύψει μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι εξαιρετικά σημαντικό να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς. Οποιοδήποτε αποτέλεσμα πρέπει να εξασφαλίζει ότι όλοι οι συμμετέχοντες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες»·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τις τελευταίες εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής, η πραγματική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να είναι μέτρια και γεωγραφικά άνιση: 1,6% το 2016 και 1,8% το 2017, έναντι 1,7% το 2015·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, η ανεργία στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να υποχωρήσει, από 10,9% στα τέλη του 2015 σε 9,9% στα τέλη του 2017· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαφορές μεταξύ των ποσοστών ανεργίας των κρατών μελών εξακολούθησαν να διευρύνονται το 2015, με τα σχετικά ποσοστά να κυμαίνονται από 4,6% στη Γερμανία έως 24,9% στην Ελλάδα·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, το δημόσιο έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ θα μειωθεί σταδιακά από 2,1% το 2015 σε 1,9% το 2016 και 1,6% το 2017, ενώ ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται επίσης να μειωθεί για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν τέσσερις χώρες της ζώνης του ευρώ που υπάγονται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, της Επιτροπής: η Γαλλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Σλοβενία εφάρμοσαν μακροοικονομικά προγράμματα που τους επέτρεψαν να μειώσουν τα αντίστοιχα ελλείμματά τους κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, η ζώνη του ευρώ αναμένεται να εμφανίσει πλεόνασμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, ύψους 3% του ΑΕΠ, τόσο το 2016 όσο και το 2017· λαμβάνοντας υπόψη ότι η μια αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ χωρίς νέα συμφωνία θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο εμπορικό ισοζύγιο τόσο της ΕΕ όσο και του ΗΒ, δεδομένου ότι το ΗΒ είναι ένας από τους κύριους εμπορικούς εταίρους της ζώνης του ευρώ·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών συμβάλλει στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών οφείλει «να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών»·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την πρόβλεψη της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο 2016, το μέσο ποσοστό πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, αφού ήταν σε μηδενικό επίπεδο το 2015, θα παραμείνει κοντά στο επίπεδο αυτό το 2016 (0,2%), και θα φθάσει το 1,2% το 2017 και το 1,6% το 2018· λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας από τους κύριους λόγους για το χαμηλό ποσοστό πληθωρισμού των τελευταίων ετών είναι οι χαμηλές τιμές της ενέργειας·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι καθίσταται διαρκώς δυσχερέστερη η επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό, λόγω της παγίωσης των δημογραφικών τάσεων, των διαρκώς χαμηλών τιμών της ενέργειας, και του πλήρους αντίκτυπου της εμπορικής και χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία με υψηλή ανεργία· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω αποπληθωριστικές πιέσεις συμβάλλουν στην έλλειψη επενδύσεων και την αδυναμία της συνολικής ζήτησης·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι τον Μάρτιο 2015 η ΕΚΤ έθεσε σε εφαρμογή ένα διευρυμένο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) ύψους 1,1 τρισεκατομμυρίων EUR, το οποίο επρόκειτο αρχικά να διαρκέσει έως τον Σεπτέμβριο 2016·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρόγραμμα αυτό έχει έκτοτε αναβαθμιστεί, και η αγορά περιουσιακών στοιχείων έχει σχεδιαστεί να διαρκέσει έως τον Μάρτιο 2017, για συνολικό ποσό το οποίο θα ανέλθει περίπου σε 1,7 τρισεκατομμύρια EUR, ενώ και ο κατάλογος επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων έχει διευρυνθεί ώστε να συμπεριλάβει ομόλογα μη χρηματοπιστωτικών εταιριών και ομόλογα περιφερειακών και τοπικών κυβερνήσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι έχουν εκφραστεί ανησυχίες ότι ο ισολογισμός της ΕΚΤ περιλαμβάνει αύξηση των επιπέδων κινδύνου·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΚΤ έχει αγοράσει διασφαλισμένα χρεόγραφα (ABS) ύψους 19,094 δισεκατομμυρίων EUR από την έναρξη του προγράμματος αγοράς·
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΚΤ χαλάρωσε περαιτέρω την νομισματική της πολιτική μειώνοντας τα βασικά επιτόκια παρέμβασής της σε πρωτοφανή επίπεδα, με τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης (MRO) και τη διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων να πέφτουν στο 0% και στο -0,40%, αντίστοιχα, τον Μάρτιο 2016· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΚΤ προσφέρει στις τράπεζες κίνητρα για τη χορήγηση δανείων και προβαίνει για τον σκοπό αυτό μια πρόσθετη σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ-II)·
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την ΕΚΤ, η δημιουργία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) είχε ως στόχο τη συνεπή εφαρμογή της μικροπροληπτικής εποπτείας και επιβολής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ προκειμένου να εξασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού για τις τραπεζικές συναλλαγές και να επιβληθεί μια κοινή μεθοδολογία αξιολόγησης (SREP)·
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πρόεδρος της ΕΚΤ εξακολουθεί να υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη να γίνουν οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη ζώνη του ευρώ·
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΚΤ υποστηρίζει το πλαίσιο για απλές, διαφανείς και τυποποιημένες τιτλοποιήσεις και τη συνακόλουθη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, που θα αναζωογονήσει τόσο τις αγορές τιτλοποίησης όσο και τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας·
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 123 ΣΛΕΕ και το άρθρο 21 του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απαγορεύουν τη χρηματοδότηση των κυβερνήσεων με νομισματικά μέσα·
1. τονίζει ότι η ζώνη του ευρώ εξακολουθεί να πάσχει από υψηλό ποσοστό ανεργίας, υπερβολικά χαμηλό πληθωρισμό και μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένων ανισορροπιών στα ισοζύγια πληρωμών, και ότι, επιπλέον, η ζώνη του ευρώ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πολύ χαμηλό επίπεδο αύξησης της παραγωγικότητας, που οφείλεται στην έλλειψη επενδύσεων –δέκα ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το επίπεδο προ κρίσης– στη μη πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και στην ασθενή εσωτερική ζήτηση· επισημαίνει ότι το υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους και ιδιαίτερα ο τεράστιος αριθμός μη εξυπηρετούμενων δανείων σε έναν υποκεφαλαιοποιημένο τραπεζικό τομέα σε ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να κατακερματίζουν τη χρηματοπιστωτική αγορά της ζώνης του ευρώ, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό το περιθώριο ελιγμών για την υποστήριξη των πιο ευαίσθητων οικονομιών· υπογραμμίζει ότι οι υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές και οι κοινωνικά ισόρροπες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας είναι ο μόνος τρόπος για τη βιώσιμη βελτίωση της οικονομίας σε αυτά τα κράτη μέλη·
2. υπογραμμίζει τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος αποκλείει το εθνικό βέτο, καθιστώντας δυνατή την ανάληψη αποφασιστικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κρίσης·
3. αναγνωρίζει ότι, δεδομένων του πολύ σύνθετου αυτού περιβάλλοντος και των κινδύνων μιας παρατεταμένης περιόδου χαμηλού πληθωρισμού, τα έκτακτα μέτρα που έλαβε η ΕΚΤ για να επαναφέρει τον πληθωρισμό στην τροχιά του μεσοπρόθεσμου στόχου του 2% ήταν σύμφωνα με τους όρους της εντολής της, όπως καθορίζεται στο άρθρο 127 ΣΛΕΕ και, συνεπώς, δεν ήταν παράνομα(1)· επισημαίνει ότι, από τον Μάρτιο 2015, που τέθηκε σε εφαρμογή το APP, και λόγω των προγραμμάτων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ) για την πραγματική οικονομία, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες βελτιώθηκαν ελαφρά, γεγονός το οποίο ευνόησε μια ανάκαμψη στη χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της ζώνης του ευρώ· επισημαίνει ότι τα μέτρα αυτά έχουν επίσης συμβάλει στη μείωση της διαφοράς απόδοσης ορισμένων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ· επισημαίνει ότι οι βελτιώσεις δεν επηρέασαν εξίσου όλα τα κράτη μέλη και ότι η ζήτηση για πιστώσεις σε ορισμένα κράτη μέλη παραμένει χαμηλή·
4. τονίζει ότι τον Ιούνιο 2016 η ΕΚΤ ξεκίνησε μια νέα σειρά τεσσάρων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ II)· επισημαίνει ότι η δομή κινήτρων του προγράμματος έχει αλλάξει σε σύγκριση με τις αρχικές ΣΠΠΜΑ, καθώς πολλές τράπεζες θα μπορούν να δανείζονται με αρνητικά επιτόκια ακόμα και αν δεν αυξήσουν τον καθαρό δανεισμό τους στην πραγματική οικονομία·
5. εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι, παρέχοντας μεν ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο, αλλά αίροντας την υποχρέωση των τραπεζών να επιστρέφουν τα κεφάλαια εάν δεν επιτύχουν τον στόχο δανεισμού τους, η ΕΚΤ αποδυναμώνει τη σχέση μεταξύ της παροχής ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και του δανεισμού προς την πραγματική οικονομία, που ήταν και η κεντρική ιδέα των ΣΠΠΜΑ·
6. χαιρετίζει την κατηγορηματική δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον Ιούλιο 2012 ότι «θα πράξει ό,τι χρειαστεί» για να υπερασπιστεί το ευρώ, η οποία συνέβαλε καθοριστικά στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ·
7. πιστεύει ότι το APP θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή οικονομία αν συνοδευόταν από ουσιαστικές και κοινωνικά ισόρροπες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και προέβλεπε υψηλότερο ποσοστό αγοράς ομολόγων της ΕΤΕπ, ιδίως σχετικών με ΔΕΔ-Μ και ΔΕΔ-Ε (έργα με αποδεδειγμένη ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία από κοινωνική και οικονομική άποψη), μεταξύ άλλων, και τιτλοποιημένων δανείων ΜΜΕ· καλεί την ΕΚΤ να εκπονήσει μελέτη στην οποία να αναλύεται ποιος θα ήταν ο αντίκτυπος του APP αν μπορούσε να αγοράζει στις δευτερογενείς αγορές δημόσιο χρέος κρατών μελών συνδεόμενο άμεσα με επενδύσεις και δαπάνες στον τομέα της έρευνας· εκφράζει την ανησυχία του για τις άμεσες αγορές ομολόγων που έχουν εκδοθεί από μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες, στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα (CSPP), οι οποίες, μολονότι δικαιολογούνται από τις τρέχουσες περιστάσεις, μπορεί να προκαλέσουν στρεβλώσεις·
8. συμφωνεί με τον Πρόεδρο της ΕΚΤ, Mario Draghi, ότι η ενιαία νομισματική πολιτική δεν επαρκεί μόνη της για την τόνωση της συνολικής ζήτησης, και πρέπει να συμπληρώνεται από υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές και φιλόδοξα και κοινωνικά ισόρροπα προγράμματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο κρατών μελών· υπογραμμίζει ότι πρωταρχικός στόχος της ΕΚΤ, σύμφωνα με την εντολή της στο πλαίσιο του πρωτογενούς δικαίου των συνθηκών της ΕΕ, είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, ώστε να εξασφαλίζεται ένα σταθερό περιβάλλον ευνοϊκό για τις επενδύσεις· θεωρεί ότι η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο για την επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ευρωπαϊκής οικονομίας· υπογραμμίζει ότι η αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις· εφιστά την προσοχή στις πρόσφατες μελέτες και συζητήσεις σχετικά με τη διαπίστωση μιας πιθανής μείωσης των ουδέτερων επιτοκίων σε ολόκληρο τον κόσμο κατά την τελευταία δεκαετία· επισημαίνει ότι αυτή η κατάσταση είναι πιθανό να οδηγήσει σε περισσότερο περιοριστική και λιγότερο αποτελεσματική νομισματική πολιτική, καθώς θα είναι συχνότερος ο κίνδυνος προσέγγισης του μηδενικού κατώτερου ορίου·
9. συμφωνεί ότι μια εύρυθμα λειτουργούσα, διαφοροποιημένη και ολοκληρωμένη κεφαλαιαγορά θα στηρίξει τους διαύλους μετάδοσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής· ζητεί εν προκειμένω τη σταδιακή ολοκλήρωση και την πλήρη εφαρμογή της τραπεζικής ένωσης, και την πλήρη συμμόρφωση των κρατών μελών προς τη συναφή νομοθεσία της, καθώς και την οικοδόμηση μιας ένωσης κεφαλαιαγορών, δεδομένου ότι τούτο θα αποτελέσει αποφασιστικό βήμα για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και τον μετριασμό των κινδύνων που απορρέουν από τους κλυδωνισμούς στον χρηματοπιστωτικό τομέα· θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικό να διευθετηθεί το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων για τους περισσότερο πληττόμενους εθνικούς τραπεζικούς τομείς, προκειμένου να αποκατασταθεί η ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στο σύνολο της ζώνης του ευρώ·
10. τονίζει ότι οι διαρθρωτικές και κοινωνικά ισόρροπες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και την αγορά εργασίας θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν πλήρως υπόψη το δημογραφικό έλλειμμα στην Ευρώπη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αποπληθωριστικές πιέσεις και να δημιουργήσουν κίνητρα για μια περισσότερο ισόρροπη δημογραφική δομή που θα καταστήσει ευκολότερη τη διατήρηση ενός στόχου για πληθωρισμό ύψους περίπου 2%· υπογραμμίζει τον κίνδυνο αρνητικών προσδοκιών ως προς τις επενδύσεις, σε περίπτωση δυσμενών δημογραφικών τάσεων·
11. επισημαίνει, ωστόσο, πως, παρόλο που τα μη συμβατικά μέτρα είχαν σημαντικούς κινδύνους αντικτύπου και δευτερογενείς επιπτώσεις, ιδίως όσον αφορά τους όρους χρηματοδότησης των τραπεζών της περιφέρειας, ο πληθωρισμός δεν αναμένεται να συγκλίνει προς το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% σε ορίζοντα 2017· παρατηρεί ότι η τρέχουσα ανάκαμψη του δανεισμού από τις τράπεζες και τις αγορές χαρακτηρίζεται από άνιση γεωγραφική κατανομή μεταξύ των κρατών μελών και δεν είχε ως τώρα την πλήρη αναμενόμενη επίδραση στο υπάρχον επενδυτικό χάσμα στη ζώνη του ευρώ· τονίζει ότι η έλλειψη επενδύσεων δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη πρόσβασης σε χρηματοδότηση, αλλά και στη χαμηλή ζήτηση πιστώσεων, και ότι είναι αναγκαία η προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που διευκολύνουν άμεσα τις επενδύσεις και την απασχόληση· εφιστά την προσοχή στη μείωση της διαθεσιμότητας ποιοτικών στοιχείων ενεργητικού διεθνώς αποδεκτών από τους θεσμικούς επενδυτές·
12. επισημαίνει ότι, ενώ τα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία ήταν πολύ περιορισμένα, οι τράπεζες μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση με κυριολεκτικά μηδενικό ή με πολύ χαμηλό κόστος, με αποτέλεσμα να επιδοτηθούν άμεσα οι ισολογισμοί τους· εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι το μέγεθος της επιδότησης αυτής, παρά το γεγονός ότι έχει σαφείς δημοσιονομικές δευτερογενείς επιπτώσεις νομισματικής πολιτικής, δεν παρακολουθείται ούτε δημοσιεύεται, και δεν υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις όσον αφορά το αν και με ποιο τρόπο επενδύεται· τονίζει ότι οποιαδήποτε ανάλογα έκτακτα μέτρα θα πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα για τον περιορισμό των στρεβλώσεων στις αγορές και την οικονομία·
13. εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το υφιστάμενο, αν και σταδιακά μειούμενο, χάσμα μεταξύ των επιτοκίων της χρηματοδότησης που χορηγείται στις ΜΜΕ και εκείνων για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, μεταξύ των επιτοκίων για μικρά και μεγάλα δάνεια, και μεταξύ των όρων δανεισμού για τις ΜΜΕ που είναι εγκατεστημένες στις διάφορες χώρες της ζώνης του ευρώ, αλλά αναγνωρίζει τα όρια των δυνατοτήτων της νομισματικής πολιτικής στον συγκεκριμένο τομέα· τονίζει ότι η συνεχιζόμενη ανάγκη προσαρμογής των ισολογισμών των τραπεζών επηρεάζει, μεταξύ άλλων, αρνητικά τη διαθεσιμότητα πίστωσης για τις ΜΜΕ σε ορισμένα κράτη μέλη· επισημαίνει, ακόμα, τον κίνδυνο περαιτέρω πιθανών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού ως αποτέλεσμα της αγοράς εταιρικών ομολόγων στην κεφαλαιαγορά από την ΕΚΤ, όπου τα σχετικά κριτήρια επιλεξιμότητας δεν θα πρέπει να προκαλούν περαιτέρω στρεβλώσεις, ιδίως στο συγκεκριμένο πλαίσιο κινδύνου, και από τις οποίες δεν θα πρέπει να αποκλείονται οι ΜΜΕ·
14. υπογραμμίζει το γεγονός ότι μια παρατεταμένη περίοδος μηδενικής μεταβολής των αποδόσεων θα μπορούσε να μειώσει την κερδοφορία των τραπεζών, ιδίως αν δεν προσαρμόσουν τα επιχειρηματικά μοντέλα τους, και να προκαλέσει ενδεχομένως κινδύνους, ιδίως όσον αφορά την ιδιωτική αποταμίευση και τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία· εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι μια μείωση της κερδοφορίας των τραπεζών θα μείωνε την προθυμία τους να αναπτύξουν δανειοδοτική δραστηριότητα· επισημαίνει ιδιαίτερα τις αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας πολιτικής επιτοκίων σε τοπικές και περιφερειακές τράπεζες και ταμιευτήρια με ελάχιστη χρηματοδότηση από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και τους κινδύνους στον ασφαλιστικό και τον συνταξιοδοτικό τομέα· ζητεί, συνεπώς, την ειδική και διαρκή παρακολούθηση του μέσου των αρνητικών επιτοκίων, της εφαρμογής και των επιπτώσεών του· τονίζει την ανάγκη για σωστή, συνετή και έγκαιρη διαχείριση της εκκαθάρισης αυτής της πολιτικής εξαιρετικά χαμηλών (αρνητικών) επιτοκίων·
15. κατανοεί τον λόγο για τον οποίο έχει εφαρμοστεί η πολιτική αρνητικών επιτοκίων, αλλά εξακολουθεί να ανησυχεί για τις πιθανές συνέπειες της πολιτικής αρνητικών επιτοκίων για τους ιδιώτες αποταμιευτές και για τη χρηματοπιστωτική ισορροπία των συνταξιοδοτικών καθεστώτων, αλλά και ως προς το ενδεχόμενο να αναπτυχθούν περιουσιακά στοιχεία «φούσκες»· εκφράζει ανησυχία για το γεγονός ότι σε ορισμένα κράτη μέλη τα επιτόκια των πιο μακροπρόθεσμων καταθέσεων ταμιευτηρίου είναι χαμηλότερα από τα επίπεδα του πληθωρισμού· πιστεύει ότι, λόγω των δημογραφικών τάσεων και της παραδοσιακής προτίμησης στην αποταμίευση, οι αρνητικές αυτές συνέπειες για το εισόδημα μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών, που θα μπορούσε αποβεί εις βάρος της εγχώριας ζήτησης στη ζώνη του ευρώ· προειδοποιεί ότι, δεδομένης της ακαμψίας όσον αφορά τη μείωση των πιστωτικών επιτοκίων, μπορεί να είναι περιορισμένα τα οφέλη από την ώθηση των επιτοκίων των καταθέσεων στην ΕΚΤ σε αρνητικά μεγέθη·
16. εξακολουθεί να προβληματίζεται από τα διαρκώς υψηλά επίπεδα μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων και τίτλων προερχόμενων από τιτλοποίηση που κατατίθενται ως εγγύηση στο σύστημα του ευρώ στο πλαίσιο των πράξεων αναχρηματοδότησής του· επαναλαμβάνει το αίτημά του στην ΕΚΤ, να υποβάλει στοιχεία για το ποιες κεντρικές τράπεζες έχουν δεχτεί τέτοιου είδους τίτλους, και να κοινοποιήσει τις μεθόδους αποτίμησης αυτών των περιουσιακών στοιχείων· υπογραμμίζει ότι η εν λόγω κοινοποίηση θα εξυπηρετήσει τον σκοπό του κοινοβουλευτικού ελέγχου επί των εποπτικών καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ·
17. ζητεί από την ΕΚΤ να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών με κεντρικούς και συγκεντρωτικούς τραπεζικούς τομείς και εκείνων με περισσότερο διαφοροποιημένο δίκτυο τοπικών και περιφερειακών τραπεζών, καθώς και μεταξύ των χωρών που βασίζονται περισσότερο στις τράπεζες ή στις κεφαλαιαγορές για τη χρηματοδότηση της οικονομίας·
18. καλεί την ΕΚΤ να αξιολογήσει προσεκτικά τους κινδύνους μιας μελλοντικής επανεμφάνισης φαινομένων «φούσκας» σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία και ακίνητα, δεδομένης, ιδίως, της πολιτικής εξαιρετικά χαμηλών (αρνητικών) επιτοκίων, ειδικά ενόψει της μεγάλης αύξησης του όγκου των πιστώσεων και των δυσανάλογα υψηλών τιμών στον κλάδο των ακινήτων, ιδιαίτερα σε ορισμένες μεγάλες πόλεις, και πιστεύει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει, από κοινού με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), να υποβάλει προτάσεις για την κατάρτιση ειδικών μακροπροληπτικών συστάσεων για τον σκοπό αυτό·
19. συμμερίζεται την αξιολόγηση της ΕΚΤ, σύμφωνα με την οποία η τρέχουσα δέσμη ΚΚΑ/ΟΚΑ IV δεν περιλαμβάνει ορισμένα μέτρα που θα μπορούσαν επίσης να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά συγκεκριμένα είδη συστημικού κινδύνου, όπως i) διάφορα μέτρα σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων για τους δείκτες δανείου προς αξία, δανείου προς εισόδημα, ή δαπάνης εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα και ii) η καθιέρωση διαφόρων ορίων για τα ανοίγματα που δεν καλύπτονται από τον τρέχοντα ορισμό των μεγάλων ανοιγμάτων· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει την ανάγκη θέσπισης σχετικών νομοθετικών προτάσεων· επισημαίνει ότι κάποια από αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να ενσωματωθούν ήδη στο πλαίσιο των εν εξελίξει νομοθετικών εργασιών που αφορούν την πρόταση για το EDIS·
20. επισημαίνει ότι, όπως κατέστη σαφές από τον ρόλο που διαδραμάτισε η ΕΚΤ στην παροχή ρευστότητας στην Ελλάδα τον Ιούνιο 2015 και από τις συζητήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ που διέρρευσαν, σχετικά με τη φερεγγυότητα των κυπριακών τραπεζών, η έννοια της «αφερεγγυότητας» στην οποία βασίζεται η παροχή ρευστότητας σε ιδρύματα της ζώνης του ευρώ από κεντρικές τράπεζες δεν είναι επαρκώς σαφής και στερείται ασφάλειας δικαίου, καθώς η ΕΚΤ αναφερόταν τα προηγούμενα χρόνια άλλοτε σε μια στατική έννοια φερεγγυότητας (αν μια τράπεζα συμμορφώνεται προς ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε μια δεδομένη χρονική στιγμή) και άλλοτε σε μια δυναμική έννοια (βάσει μελλοντικών σεναρίων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων), για να αιτιολογήσει τη συνέχιση ή τον περιορισμό της παροχής επείγουσας στήριξης ρευστότητας (ΕΣΡ)· υπογραμμίζει ότι η εν λόγω ασάφεια πρέπει να αρθεί, προκειμένου να υπάρξει ασφάλεια δικαίου και να ενισχυθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος·
21. επισημαίνει ότι η Προεδρία της ΕΚΤ αναγνώρισε πως οι πολιτικές της ΕΚΤ έχουν διανεμητικές συνέπειες που επηρεάζουν τις ανισότητες, και σημειώνει την εκτίμηση της ΕΚΤ, ότι η μείωση του δανειακού κόστους για τους πολίτες και τις ΜΜΕ βελτιώνει την απασχόληση στη ζώνη του ευρώ και παράλληλα μπορεί να αντισταθμίσει εν μέρει αυτές τις διανεμητικές συνέπειες·
22. επισημαίνει ότι το APP της ΕΚΤ έχει μειώσει τις αποδόσεις των ομολόγων στα περισσότερα κράτη μέλη σε πρωτοφανή επίπεδα· προειδοποιεί για τον κίνδυνο υπερβολικά υψηλών αποτιμήσεων στις αγορές ομολόγων, ο οποίος θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστεί αν τα επιτόκια αρχίσουν να αυξάνονται και πάλι ελλείψει επαρκώς ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης, ιδίως για τις χώρες που υπάγονται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος ή έχουν υψηλά επίπεδα χρέους· επισημαίνει ότι η ξαφνική αναστροφή των επιτοκίων από τα χαμηλά επίπεδα στα οποία βρίσκονται σήμερα στην καμπύλη αποδόσεων ενέχει σημαντικούς κινδύνους σε επίπεδο αγοράς για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που κατέχουν σημαντικό μερίδιο χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αποτιμώνται σε τρέχουσες τιμές της αγοράς·
23. υπογραμμίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με το Δικαστήριο για όλες τις αγορές κρατικών ομολόγων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ στη δευτερογενή αγορά από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ):
–
οι αγορές δεν αναγγέλλονται·
–
ο όγκος των αγορών είναι περιορισμένος εξαρχής·
–
μεσολαβεί ελάχιστο χρονικό διάστημα μεταξύ της έκδοσης των κυβερνητικών ομολόγων και της αγοράς τους από το ΕΣΚΤ, το οποίο ορίζεται εξαρχής και αποτρέπει τη στρέβλωση των όρων έκδοσής τους·
–
το ΕΣΚΤ αγοράζει μόνο κρατικά ομόλογα κρατών μελών που έχουν πρόσβαση στην αγορά ομολόγων η οποία επιτρέπει τη χρηματοδότηση των εν λόγω ομολόγων·
–
τα ομόλογα που αγοράζονται διατηρούνται μέχρι την ημερομηνία λήξης τους μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις, οι δε αγορές περιορίζονται ή διακόπτονται και τα αγορασμένα ομόλογα διατίθενται εκ νέου στην αγορά, αν η συνέχιση της παρέμβασης κριθεί περιττή·
24. λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη μπορεί να χρησιμοποιούν την πολιτική εξαιρετικά χαμηλών (αρνητικών) επιτοκίων ως πρόσχημα για την αναβολή των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της εξυγίανσης των πρωτογενών τους δημόσιων ελλειμμάτων, ιδίως σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης, και επισημαίνει εν προκειμένω τις δεσμεύσεις τους στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης· αναγνωρίζει ότι ένας από τους λόγους που συνέβαλαν στα δημοσιονομικά πλεονάσματα σε ορισμένα κράτη μέλη ήταν τα αρνητικά επιτόκια του δημόσιου χρέους τους· τονίζει ότι οι εθνικές οικονομικές πολιτικές θα πρέπει να συντονίζονται, ιδίως εντός της ζώνης του ευρώ· υπογραμμίζει ότι η αναπόφευκτη διαδικασία εξόδου από τη μη συμβατική νομισματική πολιτική θα είναι ένα ιδιαίτερα σύνθετη και θα πρέπει να σχεδιαστεί με προσοχή, προκειμένου να αποφευχθούν αρνητικοί κλυδωνισμοί στις κεφαλαιαγορές·
25. χαιρετίζει τη δημοσίευση των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου και την απόφαση κοινοποίησης των συμφωνιών για τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (ANFA) μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών· προτρέπει την ΕΚΤ να συνεχίσει τις προσπάθειες της για διαφάνεια· υπενθυμίζει στην ΕΚΤ ότι η πολιτική πρόσληψης προσωπικού πρέπει να ακολουθεί τις βέλτιστες πρακτικές·
26. υπενθυμίζει ότι η ανεξαρτησία της ΕΚΤ όσον αφορά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 130 ΣΛΕΕ, έχει καθοριστική σημασία για την επίτευξη του στόχου της διασφάλισης της σταθερότητας των τιμών· καλεί όλες τις κυβερνήσεις να αποφεύγουν δηλώσεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση τον ρόλο που διαδραματίζει η ΕΚΤ στο πλαίσιο της εντολής της·
27. καλεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην αρχή της αναλογικότητας στο πλαίσιο των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας·
28. επισημαίνει την κατανομή καθηκόντων μεταξύ ΕΚΤ και Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ)· τονίζει ότι η ΕΚΤ δεν πρέπει να γίνει η εκ των πραγμάτων αρχή θέσπισης προτύπων για τις τράπεζες εκτός ΕΕΜ·
29. σημειώνει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ενέκρινε στις 18 Μαΐου 2016 τον κανονισμό για τη συλλογή αναλυτικών στοιχείων για την πίστωση και τους πιστωτικούς κινδύνους, AnaCredit· καλεί την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες να αφήνουν τα μεγαλύτερα δυνατά περιθώρια αναφορικά με την υλοποίηση του AnaCredit·
30. καλεί την ΕΚΤ να μην αρχίσει τις εργασίες για την προσθήκη περαιτέρω βαθμίδων σε σχέση με το AnaCredit παρά μόνο αφού προηγηθεί δημόσια διαβούλευση με πλήρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και με ιδιαίτερη έμφαση στην τήρηση της αρχής της αναλογικότητας·
31. επισημαίνει με ανησυχία ότι οι ανισορροπίες στο πλαίσιο του TARGET 2 αυξάνονται εκ νέου στη ζώνη του ευρώ, παρά τη μείωση των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου, γεγονός που μαρτυρά ότι οι εκροές κεφαλαίων από την περιφέρεια της ζώνης του ευρώ συνεχίζονται·
32. υπενθυμίζει ότι ο νομισματικός διάλογος είναι σημαντικός για την εξασφάλιση διαφάνειας στη νομισματική πολιτική έναντι τόσο του Κοινοβουλίου όσο και του ευρύτερου κοινού·
33. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.