Συμφωνία-πλαίσιο ΕΕ-Αλγερίας σχετικά με τις γενικές αρχές για τη συμμετοχή της Αλγερίας σε προγράμματα της Ένωσης ***
378k
47k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2016 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη του πρωτοκόλλου της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας, αφετέρου, για συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας σχετικά με τις γενικές αρχές που διέπουν τη συμμετοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας σε προγράμματα της Ένωσης (16152/2014 – C8-0152/2015 – 2014/0195(NLE))
– έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (16152/2014),
– έχοντας υπόψη το σχέδιο πρωτοκόλλου της ευρωμεσογειακής συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας, αφετέρου, για συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας σχετικά με τις γενικές αρχές που διέπουν τη συμμετοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας σε προγράμματα της Ένωσης (16150/2014),
– έχοντας υπόψη την αίτηση έγκρισης που υπέβαλε το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 212 και το άρθρο 218 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) και το άρθρο 218 παράγραφος 7 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C8‑0152/2015),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 99 παράγραφος 1 πρώτο και τρίτο εδάφιο και παράγραφος 2, καθώς και το άρθρο 108 παράγραφος 7 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (A8-0367/2016),
1. εγκρίνει τη σύναψη του πρωτοκόλλου·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλγερίας.
Βορειοανατολικός Ατλαντικός: αποθέματα βαθέων υδάτων και αλιεία σε διεθνή ύδατα ***II
384k
48k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2016 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έκδοσης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ειδικών όρων όσον αφορά την αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και διατάξεων όσον αφορά την αλιεία σε διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2347/2002 (11625/1/2016 – C8-0427/2016 – 2012/0179(COD))
– έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (11625/1/2016 – C8-0427/2016),
– έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 13ης Φεβρουαρίου 2013(1),
– έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής (COM(2016)0667),
– έχοντας υπόψη τη θέση του σε την πρώτη ανάγνωση(2) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2012)0371),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 7 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
– έχοντας υπόψη το άρθρο 76 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Αλιείας (A8-0369/2016),
1. εγκρίνει τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση·
2. διαπιστώνει ότι η πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με τη θέση του Συμβουλίου·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να υπογράψει την πράξη, μαζί με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 297 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
4. αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να υπογράψει την πράξη, αφού προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, και να προβεί, σε συμφωνία με τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, στη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
5. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.
Κείμενα που εγκρίθηκαν στις 10.12.2013, P7_TA(2013)0539.
Γενική αναθεώρηση του Κανονισμού του Κοινοβουλίου
2474k
409k
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2016 σχετικά με την γενική αναθεώρηση του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2016/2114(REG))(1)
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 226 και 227 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A8-0344/2016),
1. αποφασίζει να επιφέρει στον Κανονισμό του τις ακόλουθες τροποποιήσεις·
2. επισημαίνει ότι κατά τις τροποποιήσεις στον Κανονισμό έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη οι διατάξεις της διοργανικής συμφωνίας, της 13ης Απριλίου 2016, για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου(2)·
3. ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, ώστε τα συστήματα TΠ του Κοινοβουλίου να προσαρμοστούν άμεσα στον τροποποιημένο Κανονισμό και να δημιουργηθούν το συντομότερο δυνατόν κατάλληλα ηλεκτρονικά εργαλεία με σκοπό μεταξύ άλλων την παρακολούθηση της πορείας των γραπτών ερωτήσεων που απευθύνονται στα άλλα όργανα της Ένωσης·
4. αποφασίζει να διαγράψει το άρθρο 106 παράγραφος 4 από τον Κανονισμό μόλις εξαλειφθεί από την υφιστάμενη νομοθεσία η κανονιστική διαδικασία με έλεγχο και ζητεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες να ενσωματώσουν, εν τω μεταξύ, στο εν λόγω άρθρο υποσημείωση που να κάνει μνεία στη μελλοντική διαγραφή·
5. καλεί τη Διάσκεψη των Προέδρων να επανεξετάσει τον κώδικα δεοντολογίας για τη διαπραγμάτευση φακέλων στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, ώστε αυτός να ευθυγραμμιστεί με τα άρθρα 73 έως 73δ του Κανονισμού που εγκρίνονται ως αποτέλεσμα της παρούσας απόφασης·
6. εφιστά την προσοχή στην ανάγκη να επανεξεταστεί η διάταξη των παραρτημάτων του Κανονισμού, ώστε να περιέχουν μόνο κείμενα που έχουν την ίδια νομική ισχύ και απαιτούν διαδικαστικά την ίδια πλειοψηφία με τον Κανονισμό καθαυτό, καθώς και το παράρτημα VI που, αν και απαιτεί διαφορετική διαδικασία και διαφορετική πλειοψηφία για να εγκριθεί, περιέχει μέτρα για την εφαρμογή του Κανονισμού· ζητεί να ενσωματωθούν τα υπόλοιπα υφιστάμενα παραρτήματα και τα τυχόν επιπλέον κείμενα που ενδεχομένως να έχουν σημασία για το έργο των βουλευτών σε μια επιτομή κειμένων, η οποία θα συνοδεύει τον Κανονισμό·
7. επισημαίνει ότι οι τροποποιήσεις του παρόντος Κανονισμού θα αρχίσουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου η οποία ακολουθεί την έγκρισή τους, με την εξαίρεση:
α)
των τροποποιήσεων στο άρθρο 212 παράγραφοι 1 και 2 σχετικά με τη σύνθεση των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ για τις υφιστάμενες αντιπροσωπείες με την έναρξη της πρώτης περιόδου συνόδου μετά τις επόμενες εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που πρόκειται να διεξαχθούν το 2019·
β)
των τροποποιήσεων στο άρθρο 199 σχετικά με τη σύσταση των επιτροπών και της διαγραφής του άρθρου 200 σχετικά με τους αναπληρωτές τα οποία θα τεθούν σε ισχύ με την έναρξη της πρώτης περιόδου συνόδου μετά τις επόμενες εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που πρόκειται να διεξαχθούν το 2019.
Οι υφιστάμενες ρυθμίσεις για την εκλογή των μελών των εξεταστικών επιτροπών και των ειδικών επιτροπών θα παραμείνουν σε ισχύ έως την έναρξη της πρώτης περιόδου συνόδου μετά τις επόμενες εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που πρόκειται να διεξαχθούν το 2019, παρά τις τροποποιήσεις στα άρθρα 196, 197 παράγραφος 1 και 198 παράγραφος 3.
8. ζητεί να εξετασθεί το ενδεχόμενο διεξαγωγής μίας ακόμη αναθεώρησης των άρθρων του Κανονισμού που αφορούν τις εσωτερικές διαδικασίες του προϋπολογισμού·
9. αποφασίζει ότι οι βουλευτές θα αναπροσαρμόσουν τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων τους κατά τρόπο που να απηχεί τις αλλαγές στο παράρτημα Ι άρθρο 4 του Κανονισμού, εντός έξι μηνών από την ημέρα έναρξης ισχύος αυτών των αλλαγών· καλεί το Προεδρείο του και τον Γενικό Γραμματέα του να λάβουν εντός τριών μηνών από την ημέρα έναρξης ισχύος των αλλαγών τα κατάλληλα μέτρα που θα καταστήσουν δυνατή αυτή την αναπροσαρμογή εκ μέρους των βουλευτών· αποφασίζει ότι οι δηλώσεις που είχαν υποβληθεί δυνάμει των διατάξεων του Κανονισμού που ήταν σε ισχύ την ημέρα έγκρισης της παρούσας απόφασης θα παραμείνουν έγκυρες μέχρι έξι μήνες από την έναρξη ισχύος της· αποφασίζει ακόμη ότι οι ανωτέρω διατάξεις θα έχουν εφαρμογή και για όσους βουλευτές αναλάβουν καθήκοντα στη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου·
10. επικρίνει την παρουσίαση στατιστικών στοιχείων για αιτιολογήσεις ψήφου, ομιλίες στην Ολομέλεια, κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, τροπολογίες, και προτάσεις ψηφίσματος στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου, καθώς φαίνεται πως τα στοιχεία αυτά στοχεύουν να αποδείξουν ποιοι βουλευτές του Ευρωπαϊκού υποτίθεται πως είναι «δραστήριοι», σε πλατφόρμες όπως η MEPranking· καλεί το Προεδρείο του να σταματήσει να παρέχει απλή αναφορά αριθμών υπό μορφή στατιστικών στοιχείων και να λαμβάνει υπόψη καταλληλότερα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό ενός βουλευτή ως «δραστήριου»·
11. ζητεί από την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων να επανεξετάσει το άρθρο 168α σχετικά με τον νέο προσδιορισμό των ελάχιστων ορίων, καθώς και να επανεξετάσει, ένα χρόνο μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω άρθρου, την εφαρμογή των ελάχιστων ορίων σε συγκεκριμένα άρθρα·
12. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση, προς ενημέρωση, στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.
Ισχύον κείμενο
Τροπολογία
Τροπολογία 1 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 2
Άρθρο 2
Άρθρο 2
Ανεξαρτησία της εντολής
Ανεξαρτησία της εντολής
Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ασκούν την εντολή τους ελευθέρως. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε από επιτακτικές εντολές.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, καθώς και το άρθρο 2 παράγραφος 1 και το άρθρο 3 παράγραφος 1 του Kαθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι βουλευτές ασκούν την εντολή τους ελεύθερα και ανεξάρτητα, δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε από επιτακτικές εντολές.
Τροπολογία 2 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 3
Άρθρο 3
Άρθρο 3
Έλεγχος της εντολής
Έλεγχος της εντολής
1. Μετά τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο αμελλητί τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών, προκειμένου όλοι οι βουλευτές να είναι σε θέση να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο με την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές.
1. Μετά τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο αμελλητί τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών, προκειμένου όλοι οι βουλευτές να είναι σε θέση να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο με την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές.
Συγχρόνως, ο Πρόεδρος εφιστά την προσοχή των αρχών αυτών στις σχετικές διατάξεις της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 και τις καλεί να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί κάθε ασυμβίβαστο με το αξίωμα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Συγχρόνως, ο Πρόεδρος εφιστά την προσοχή των αρχών αυτών στις σχετικές διατάξεις της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 και τις καλεί να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί κάθε ασυμβίβαστο με το αξίωμα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
2. Οι βουλευτές, η εκλογή των οποίων έχει ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο, προβαίνουν σε γραπτή δήλωση, προτού καταλάβουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο, ότι δεν κατέχουν οιοδήποτε αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητά του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Κατόπιν γενικών εκλογών, η δήλωση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί, εφόσον είναι δυνατόν, το αργότερο έξι ημέρες πριν από την σύνοδο για τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου σε Σώμα. Έως ότου ελεγχθεί η εντολή των βουλευτών ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση διαφοράς, και υπό τον όρο ότι έχουν προηγουμένως υπογράψει την προαναφερθείσα έγγραφη δήλωση, οι βουλευτές καταλαμβάνουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο και συμμετέχουν στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα.
2. Οι βουλευτές, η εκλογή των οποίων έχει ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο, προβαίνουν σε γραπτή δήλωση, προτού καταλάβουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο, ότι δεν κατέχουν οιοδήποτε αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Κατόπιν γενικών εκλογών, η δήλωση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί, εφόσον είναι δυνατόν, το αργότερο έξι ημέρες πριν από την σύνοδο για τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου σε Σώμα. Έως ότου ελεγχθεί η εντολή των βουλευτών ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση διαφοράς, και υπό τον όρο ότι έχουν προηγουμένως υπογράψει την προαναφερθείσα έγγραφη δήλωση, οι βουλευτές καταλαμβάνουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο και συμμετέχουν στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα.
Εφόσον έχει διαπιστωθεί με στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό ότι βουλευτής κατέχει αξίωμα ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, το Κοινοβούλιο, με βάση τις πληροφορίες που προσκομίζει ο Πρόεδρός του, διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.
Εφόσον έχει διαπιστωθεί με στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό ότι βουλευτής κατέχει αξίωμα ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, το Κοινοβούλιο, με βάση τις πληροφορίες που προσκομίζει ο Πρόεδρός του, διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.
3. Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, εξαιρουμένων των αμφισβητήσεων που απορρέουν από εθνικούς εκλογικούς νόμους.
3. Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, πλην των αμφισβητήσεων που, σύμφωνα με την Πράξη αυτή, εμπίπτουν αποκλειστικά στις εθνικές διατάξεις στις οποίες παραπέμπει η εν λόγω Πράξη.
Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη ανακοίνωση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων, καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών, με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.
Ο έλεγχος της εντολής βουλευτή μπορεί να γίνει μόνον εφόσον ο τελευταίος έχει προβεί στις γραπτές δηλώσεις που απαιτούνται κατά το παρόν άρθρο, καθώς και κατά το παράρτημα Ι του παρόντος Κανονισμού.
4. Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη ανακοίνωση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων, καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών, με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.
Ο έλεγχος της εντολής βουλευτή μπορεί να γίνει μόνον εφόσον ο τελευταίος έχει προβεί στις γραπτές δηλώσεις που απαιτούνται κατά το παρόν άρθρο, καθώς και κατά το παράρτημα Ι του παρόντος Κανονισμού.
Το Κοινοβούλιο, στηριζόμενο σε έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφαίνεται επί ενδεχομένων ενστάσεων σχετικά με το κύρος της εντολής οιουδήποτε βουλευτή του.
4. Το Κοινοβούλιο, στηριζόμενο σε πρόταση της αρμόδιας επιτροπής του, ελέγχει αμελλητί την εντολή κάθε βουλευτή που αντικαθιστά απερχόμενο βουλευτή και μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφαίνεται επί ενδεχομένων ενστάσεων σχετικά με το κύρος της εντολής οιουδήποτε βουλευτή του.
5. Εφόσον ο διορισμός βουλευτή είναι συνέπεια της παραίτησης υποψηφίων του ίδιου ψηφοδελτίου, η αρμόδια για τον έλεγχο της εντολής επιτροπή μεριμνά ώστε η παραίτηση αυτή να υποβάλλεται σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, καθώς και του άρθρου 4 παράγραφος 3 του παρόντος Κανονισμού.
5. Εφόσον ο διορισμός βουλευτή είναι συνέπεια της παραίτησης υποψηφίων του ίδιου ψηφοδελτίου, η αρμόδια για τον έλεγχο της εντολής επιτροπή μεριμνά ώστε η παραίτηση αυτή να υποβάλλεται σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, καθώς και του άρθρου 4 παράγραφος 3 του παρόντος Κανονισμού.
6. Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά ώστε κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση της εντολής βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή τη σειρά κατάταξης των αντικαταστατών να γνωστοποιείται αμέσως στο Κοινοβούλιο από τις αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης· στη γνωστοποίηση σημειώνεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος, εφόσον πρόκειται περί διορισμού.
6. Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά ώστε κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να επηρεάσει την εκλογιμότητα βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή την εκλογιμότητα ή τη σειρά κατάταξης των αντικαταστατών να γνωστοποιείται αμέσως στο Κοινοβούλιο από τις αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης· στη γνωστοποίηση σημειώνεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος, εφόσον πρόκειται περί διορισμού.
Στην περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κινούν κατά βουλευτή διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην κήρυξη της έκπτωσής του, ο Πρόεδρος ζητεί από τις εθνικές αρχές να τον ενημερώνουν τακτικά για την πορεία της διαδικασίας. Παραπέμπει το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή, ύστερα από πρόταση της οποίας το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφανθεί.
Στην περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κινούν κατά βουλευτή διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην κήρυξη της έκπτωσής του, ο Πρόεδρος ζητεί από τις εθνικές αρχές να τον ενημερώνουν τακτικά για την πορεία της διαδικασίας. Παραπέμπει το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή, ύστερα από πρόταση της οποίας το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφανθεί.
Τροπολογία 3 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 4
Άρθρο 4
Άρθρο 4
Διάρκεια της εντολής
Διάρκεια της εντολής
1. Η εντολή αρχίζει και λήγει σύμφωνα με τις διατάξεις της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Εκτός αυτού, η εντολή λήγει σε περίπτωση θανάτου ή παραίτησης.
1. Η εντολή αρχίζει και λήγει σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 13 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976.
2. Κάθε βουλευτής παραμένει εν ενεργεία έως την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές.
3. Κάθε βουλευτής που υποβάλλει παραίτηση κοινοποιεί στον Πρόεδρο την παραίτηση, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή αρχίζει να ισχύει, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση. Η κοινοποίηση αυτή λαμβάνει τη μορφή πρακτικού που συντάσσεται παρόντος του Γενικού Γραμματέα ή του εκπροσώπου του, υπογράφεται από αυτόν, καθώς και τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, και υποβάλλεται αμέσως στην αρμόδια επιτροπή, η οποία την εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.
3. Κάθε βουλευτής που υποβάλλει παραίτηση κοινοποιεί στον Πρόεδρο την παραίτηση, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή αρχίζει να ισχύει, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση. Η κοινοποίηση αυτή λαμβάνει τη μορφή πρακτικού που συντάσσεται παρόντος του Γενικού Γραμματέα ή του εκπροσώπου του, υπογράφεται από αυτόν, καθώς και τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, και υποβάλλεται αμέσως στην αρμόδια επιτροπή, η οποία την εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.
Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα ή το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ενημερώνει το Κοινοβούλιο προκειμένου αυτό να αποφασίσει εάν θα διαπιστώσει ή όχι τη χηρεία.
Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση είναι σύμφωνη με την Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, κηρύσσεται η χηρεία της έδρας από την ημερομηνία που αναφέρεται από τον παραιτούμενο βουλευτή στο επίσημο πρακτικό παραίτησης, ο δε Πρόεδρος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο.
Σε αντίθετη περίπτωση, η διαπίστωση της χηρείας πραγματοποιείται από την ημερομηνία που αναφέρεται από τον παραιτούμενο βουλευτή στο πρακτικό παραίτησης. Το Κοινοβούλιο δεν προβαίνει σε ψηφοφορία επί του θέματος.
Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση δεν είναι σύμφωνη με την Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, προτείνει στο Κοινοβούλιο να μην κηρύξει τη χηρεία της έδρας.
Προκειμένου να αντιμετωπισθούν ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, κυρίως δε στην περίπτωση κατά την οποία μία ή περισσότερες περίοδοι συνόδου επρόκειτο να διεξαχθούν στο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η παραίτηση και της πρώτης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής, πράγμα το οποίο θα στερούσε, λόγω της μη διαπίστωσης της χηρείας της θέσης, από την πολιτική ομάδα στην οποία ανήκει ο βουλευτής που έχει παραιτηθεί τη δυνατότητα της αντικατάστασης του τελευταίου κατά τις εν λόγω περιόδους συνόδου, θεσπίζεται απλοποιημένη διαδικασία. Με τη διαδικασία αυτή ανατίθεται στον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, που είναι επιφορτισμένος με τα θέματα αυτά, να εξετάσει χωρίς καθυστέρηση κάθε παραίτηση η οποία έχει κοινοποιηθεί δεόντως και, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η οιαδήποτε καθυστέρηση στην εξέταση της κοινοποίησης θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες, να ζητήσει από τον πρόεδρο της επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3:
– είτε να ενημερώσει τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εξ ονόματος αυτής της επιτροπής, ότι η χηρεία της έδρας μπορεί να διαπιστωθεί, or
– είτε να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση της επιτροπής του για να εξετάσει κάθε ιδιαίτερη δυσκολία που αντιμετώπισε ο εισηγητής.
3α. Εάν δεν προβλέπεται συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής πριν από την επόμενη περίοδο συνόδου, ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής εξετάζει αμέσως κάθε παραίτηση που έχει κοινοποιηθεί δεόντως. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τυχόν καθυστέρηση στην εξέταση της κοινοποίησης θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες, ο εισηγητής παραπέμπει το θέμα στον πρόεδρο της επιτροπής και του ζητεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3:
– να ενημερώσει τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εξ ονόματος αυτής της επιτροπής, ότι μπορεί να κηρυχθεί η χηρεία της έδρας· ή
– να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση της επιτροπής του, για να εξετάσει τις ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετώπισε ο εισηγητής·
4. Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους ανακοινώνει στον Πρόεδρο τη λήξη της θητείας βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους, είτε λόγω ασυμβιβάστων κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 3 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, είτε λόγω στέρησης της εντολής κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 3 της εν λόγω Πράξης, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι η εντολή έληξε κατά την ημερομηνία που ανακοίνωσετοκράτος μέλος και καλεί το κράτος μέλος να πληρώσει την κενή έδρα αμελλητί.
4. Εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ή ο ενδιαφερόμενος βουλευτής γνωστοποιήσουν στον Πρόεδρο διορισμό ή εκλογή σε θέση ασυμβίβαστη με την θέση του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά το άρθρο 7 παράγραφος 1 ή 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο,τοοποίο διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας από την ημέρα έναρξης του ασυμβίβαστου.
Εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ή ο ενδιαφερόμενος βουλευτής γνωστοποιήσουν στον Πρόεδρο διορισμό ή εκλογή σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο, το οποίο διαπιστώνει τη χηρείατηςέδρας.
Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους ανακοινώνει στον Πρόεδρο τη λήξη της εντολής βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως αποτέλεσμα είτε πρόσθετου ασυμβίβαστου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 3 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, είτε στέρησης της εντολής κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 3τηςεν λόγω Πράξης, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι η εντολή του εν λόγω βουλευτή έληξε κατά την ημερομηνία που ανακοίνωσε το κράτος μέλος. Όταν δεν ανακοινώνεται ημερομηνία, ως ημερομηνία λήξης της εντολής λογίζεται η ημερομηνία της γνωστοποίησης από το κράτος μέλος.
5. Οι αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ενημερώνουν προηγουμένως τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για κάθε αποστολή που προτίθενται να αναθέσουν σε βουλευτή. Ο Πρόεδρος αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή να εξετάσει το συμβατό της σχεδιαζόμενης αποστολής με το γράμμα και το πνεύμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Ανακοινώνει τα πορίσματα της επιτροπής αυτής στην Ολομέλεια, στον βουλευτή και στις ενδιαφερόμενες αρχές.
5. Όταν οι αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ενημερώνουν τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για μια αποστολή που προτίθενται να αναθέσουν σε βουλευτή, ο Πρόεδρος αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή να εξετάσει το συμβατό της σχεδιαζόμενης αποστολής με την Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 και ανακοινώνει τα πορίσματα της επιτροπής αυτής στην Ολομέλεια, στον βουλευτή και στις ενδιαφερόμενες αρχές.
6. Λογίζεται ως ημερομηνία λήξης της εντολής και έναρξης ισχύος της χηρείας:
– σε περίπτωση παραίτησης: η ημερομηνία κατά την οποία το Κοινοβούλιο διαπίστωσε τη χηρεία της έδρας, σύμφωνα με το πρακτικό παραίτησης·
– σε περίπτωση διορισμού ή εκλογής σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, η ημερομηνία γνωστοποίησης από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης.
7. Όταν το Κοινοβούλιο διαπιστώσει τη χηρεία έδρας, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και το καλεί να προβεί σε πλήρωση της έδρας χωρίς καθυστέρηση.
7. Όταν το Κοινοβούλιο διαπιστώσει τη χηρεία έδρας, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και το καλεί να προβεί σε πλήρωση της έδρας χωρίς καθυστέρηση.
8. Κάθε αμφισβήτηση του κύρους ήδη ελεγχθείσας εντολής βουλευτή παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία οφείλει να υποβάλει αμέσως έκθεση στο Κοινοβούλιο, το αργότερο δε μέχρι την έναρξη της επομένης περιόδου συνόδου.
9. Το Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται, στην περίπτωση που η αποδοχή της εντολής ή η ακύρωσή της φαίνονται πλημμελείς, είτε λόγω συγκεκριμένης ανακρίβειας είτε λόγω έλλειψης συναίνεσης, να χαρακτηρίσει άκυρη την υπό εξέταση εντολή ή να αρνηθεί να διαπιστώσει τη χηρεία της έδρας.
9. Στην περίπτωση που η αποδοχή της εντολής ή η ακύρωσή της φαίνονται πλημμελείς, είτε λόγω συγκεκριμένης ανακρίβειας είτε λόγω έλλειψης συναίνεσης, το Κοινοβούλιο μπορεί να χαρακτηρίσει άκυρη την υπό εξέταση εντολή ή να αρνηθεί να διαπιστώσει τη χηρεία της έδρας.
Τροπολογία 4 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 5
Άρθρο 5
Άρθρο 5
Προνόμια και ασυλίες
Προνόμια και ασυλίες
1. Οι βουλευτές απολαύουν των προνομίων και ασυλιών που προβλέπονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Οι βουλευτές απολαύουν των προνομίων και ασυλιών που ορίζονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Η βουλευτική ασυλία δεν αποτελεί προσωπικό προνόμιο των βουλευτών, αλλά εγγύηση της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου στο σύνολό του και των βουλευτών του.
2. Το Κοινοβούλιο, κατά την άσκηση των εξουσιών του σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες, ενεργεί με σκοπό τη διατήρηση της ακεραιότητάς του ως δημοκρατικής νομοθετικής συνέλευσης και τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των βουλευτών του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η βουλευτική ασυλία δεν αποτελεί προσωπικό προνόμιο των βουλευτών, αλλά εγγύηση της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου στο σύνολό του και των βουλευτών του.
3. Οι άδειες ελεύθερης διακίνησης που εξασφαλίζουν στους βουλευτές την ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη εκδίδονται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου αμέσως μόλις του γνωστοποιηθεί η εκλογή τους.
3. Δελτίο ελεύθερης διέλευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εξασφαλίζει σε βουλευτή την ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη και σε άλλες χώρες που το αναγνωρίζουν ως έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο εκδίδεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατόπιν αίτησης του βουλευτή και υπό την προϋπόθεση της έγκρισης του Προέδρου του Κοινοβουλίου.
3α. Για την άσκηση της εντολής του κάθε βουλευτής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού, να λαμβάνει ενεργά μέρος στις εργασίες των επιτροπών και των αντιπροσωπειών του Κοινοβουλίου.
4. Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται κάθε φάκελο που βρίσκεται στην κατοχή του Κοινοβουλίου ή μιας επιτροπής, εξαιρέσει των ατομικών φακέλων και λογαριασμών, τους οποίους μπορούν να συμβουλεύονται μόνο οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές. Εξαιρέσεις από τη βασική αυτή αρχή για το χειρισμό εγγράφων στα οποία μπορεί να απαγορευθεί η πρόσβαση του κοινού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ρυθμίζονται στο Παράρτημα VΙI του παρόντος Κανονισμού.
4. Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται κάθε φάκελο που βρίσκεται στην κατοχή του Κοινοβουλίου ή μιας επιτροπής, εξαιρέσει των ατομικών φακέλων και λογαριασμών, τους οποίους μπορούν να συμβουλεύονται μόνο οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές. Εξαιρέσεις από τη βασική αυτή αρχή για το χειρισμό εγγράφων στα οποία μπορεί να απαγορευθεί η πρόσβαση του κοινού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ρυθμίζονται στο άρθρο 210α του Κανονισμού.
Με τη σύμφωνη γνώμη του Προεδρείου είναι δυνατόν να μην επιτραπεί, με αιτιολογημένη απόφαση, σε βουλευτή να εξετάσει έγγραφο του Κοινοβουλίου, εάν το Προεδρείο, κατόπιν ακροάσεως του βουλευτή, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξέταση θα οδηγούσε σε απαράδεκτη βλάβη των θεσμικών συμφερόντων του Κοινοβουλίου ή του δημοσίου συμφέροντος και ότι ο ενδιαφερόμενος βουλευτής επιδιώκει την εξέταση αυτή για ιδιωτικούς και προσωπικούς λόγους. Ο βουλευτής μπορεί να ασκήσει έγγραφη ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής εντός ενός μηνός από την κοινοποίησή της. Για να είναι παραδεκτές, οι έγγραφες ενστάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Επί της ενστάσεως αποφασίζει το Κοινοβούλιο χωρίς συζήτηση κατά τη διάρκεια της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την υποβολή της.
Τροπολογία 5 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 6
Άρθρο 6
Άρθρο 6
Άρση ασυλίας
Άρση ασυλίας
1. Το Κοινοβούλιο, κατά την άσκηση των εξουσιών του σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες, ενεργεί με σκοπό τη διατήρηση της ακεραιότητάς του ως δημοκρατικής νομοθετικής συνέλευσης και τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των βουλευτών του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Κάθε αίτηση για άρση της ασυλίας αξιολογείται σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8 και 9 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.
1. Κάθε αίτηση για άρση της ασυλίας αξιολογείται σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8 και 9 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.
2. Όταν ζητείται από βουλευτές να εμφανισθούν ως μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες δεν υφίσταται ανάγκη αίτησης για άρση της ασυλίας υπό την προϋπόθεση ότι:
2. Όταν ζητείται από βουλευτές να εμφανισθούν ως μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες δεν υφίσταται ανάγκη αίτησης για άρση της ασυλίας υπό την προϋπόθεση ότι:
– οι βουλευτές δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν σε ημερομηνία ή χρόνο που εμποδίζει ή καθιστά δυσχερή την άσκηση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων ή ότι θα είναι σε θέση να παράσχουν δήλωση γραπτώς ή σε οιαδήποτε άλλη μορφή που δεν θα καθιστά δυσχερή την εκπλήρωση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων· and
– οι βουλευτές δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν σε ημερομηνία ή χρόνο που εμποδίζει ή καθιστά δυσχερή την άσκηση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων ή ότι θα είναι σε θέση να παράσχουν δήλωση γραπτώς ή σε οιαδήποτε άλλη μορφή που δεν θα καθιστά δυσχερή την εκπλήρωση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων· και
– οι βουλευτές δεν θα υποχρεούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες σχετικά με πληροφορίες που έχουν αποκτήσει εμπιστευτικά κατά την άσκηση της εντολής τους και τις οποίες δεν θεωρούν σκόπιμο να αποκαλύψουν.
– οι βουλευτές δεν θα υποχρεούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες σχετικά με πληροφορίες που έχουν αποκτήσει εμπιστευτικά κατά την άσκηση της εντολής τους και τις οποίες δεν θεωρούν σκόπιμο να αποκαλύψουν.
Τροπολογία 6 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 7
Άρθρο 7
Άρθρο 7
Υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών
Υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών
1. Στις περιπτώσεις που εικάζεται ότι τα προνόμια και οι ασυλίες βουλευτή ή πρώην βουλευτή έχουν παραβιασθεί από τις αρχές κράτους μέλους δύναται να υποβληθεί αίτηση προκειμένου το Κοινοβούλιο να αποφανθεί εάν, πράγματι, σημειώθηκε παραβίαση των εν λόγω προνομίων και ασυλιών, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1.
1. Στις περιπτώσεις που εικάζεται ότι τα προνόμια και οι ασυλίες βουλευτή ή πρώην βουλευτή έχουν παραβιασθεί ή πρόκειται να παραβιασθούν από τις αρχές κράτους μέλους, δύναται να υποβληθεί αίτηση προκειμένου το Κοινοβούλιο να αποφανθεί εάν σημειώθηκε ή ενδέχεται να σημειωθεί παραβίαση των εν λόγω προνομίων και ασυλιών, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1.
2. Ειδικότερα, δύναται να υποβληθεί τέτοια αίτηση για την υπεράσπιση προνομίων και ασυλιών εάν κριθεί ότι οι περιστάσεις συνιστούν διοικητικό ή άλλο περιορισμό επιβαλλόμενο στην ελεύθερη μετακίνηση βουλευτών που μεταβαίνουν σ τον τόπο συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή επιστρέφουν από αυτόν ή στην έκφραση γνώμης ή ψήφου δοθείσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Ειδικότερα, δύναται να υποβληθεί τέτοια αίτηση για την υπεράσπιση προνομίων και ασυλιών εάν κριθεί ότι οι περιστάσεις θα συνιστούσαν διοικητικό ή άλλο περιορισμό επιβαλλόμενο στην ελεύθερη μετακίνηση βουλευτών που μεταβαίνουν στον τόπο συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή επιστρέφουν από αυτόν ή στην έκφραση γνώμης ή ψήφου δοθείσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή ότι θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Αίτηση για την υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή δεν είναι παραδεκτή εάν έχει ήδη ληφθεί αίτηση για την άρση ή την υπεράσπιση της ασυλίας του βουλευτή αυτού όσον αφορά την ίδια νομική διαδικασία, είτε έχει ληφθεί απόφαση κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης υπεράσπισης είτε όχι.
3. Αίτηση για την υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή δεν είναι παραδεκτή εάν έχει ήδη ληφθεί αίτηση για την άρση ή την υπεράσπιση της ασυλίας του βουλευτή αυτού όσον αφορά τα ίδια περιστατικά, είτε έχει ληφθεί απόφαση κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης υπεράσπισης είτε όχι.
4. Αίτηση για την υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή δεν εξετάζεται περαιτέρω εάν ληφθεί αίτηση για την άρση της ασυλίας του βουλευτή αυτού όσον αφορά την ίδια νομική διαδικασία.
4. Αίτηση για την υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή δεν εξετάζεται περαιτέρω εάν ληφθεί αίτηση για την άρση της ασυλίας του βουλευτή αυτού όσον αφορά τα ίδια περιστατικά.
5. Στις περιπτώσεις που έχει ληφθεί απόφαση για τη μη υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή, ο βουλευτής δύναται να υποβάλει αίτηση για την επανεξέταση της απόφασης υποβάλλοντας νέα στοιχεία. Η αίτηση επανεξέτασης δεν είναι παραδεκτή εάν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης βάσει του άρθρου 263 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι τα υποβληθέντα νέα στοιχεία δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένα ώστε να δικαιολογείται η επανεξέταση.
5. Στις περιπτώσεις που έχει ληφθεί απόφαση για τη μη υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή, ο βουλευτής δύναται κατ’ εξαίρεση να υποβάλει αίτηση για την επανεξέταση της απόφασης υποβάλλοντας νέα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του Κανονισμού. Η αίτηση επανεξέτασης δεν είναι παραδεκτή εάν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης βάσει του άρθρου 263 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι τα υποβληθέντα νέα στοιχεία δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένα ώστε να δικαιολογείται η επανεξέταση.
Τροπολογία 7 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 9
Άρθρο 9
Άρθρο 9
Διαδικασίες σχετικά με την ασυλία
Διαδικασίες σχετικά με την ασυλία
1. Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ή από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας, ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.
1. Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ή από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας, ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.
Ο βουλευτής ή πρώην βουλευτής μπορεί να εκπροσωπείται από άλλον βουλευτή. Η αίτηση δεν μπορεί να υποβάλλεται από άλλον βουλευτή χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου βουλευτή.
1α. Με τη σύμφωνη γνώμη του ενδιαφερόμενου βουλευτή ή πρώην βουλευτή, η αίτηση μπορεί να υποβάλλεται από άλλο βουλευτή, στον οποίο μπορεί να επιτραπεί να εκπροσωπεί τον ενδιαφερόμενο βουλευτή ή πρώην βουλευτή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.
Ο βουλευτής που εκπροσωπεί τον ενδιαφερόμενο βουλευτή ή πρώην βουλευτή δεν συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων της επιτροπής.
2. Η επιτροπή εξετάζει χωρίς καθυστέρηση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη την σχετική περιπλοκότητά τους, τις αιτήσεις για άρση της ασυλίας ή τις αιτήσεις για προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας.
2. Η επιτροπή εξετάζει χωρίς καθυστέρηση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη την σχετική περιπλοκότητά τους, τις αιτήσεις για άρση της ασυλίας ή τις αιτήσεις για προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας.
3. Η επιτροπή καταρτίζει πρόταση αιτιολογημένης απόφασης που περιορίζεται σε σύσταση για την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης άρσης της ασυλίας ή προάσπισης των προνομίων και της ασυλίας.
3. Η επιτροπή καταρτίζει πρόταση αιτιολογημένης απόφασης που περιορίζεται σε σύσταση για την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης άρσης της ασυλίας ή προάσπισης των προνομίων και της ασυλίας. Τροπολογίες δεν γίνονται δεκτές. Σε περίπτωση απόρριψης μιας πρότασης, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.
4. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη αρχή να της παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση θεωρεί αναγκαία προκειμένου να σχηματίσει γνώμη για το εάν η ασυλία πρέπει να αρθεί ή να προασπισθεί.
4. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη αρχή να της παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση θεωρεί αναγκαία προκειμένου να σχηματίσει γνώμη για το εάν η ασυλία πρέπει να αρθεί ή να προασπισθεί.
5. Ο ενδιαφερόμενος βουλευτής πρέπει να έχει την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του, μπορεί να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλα γραπτά στοιχεία θεωρεί χρήσιμα και μπορεί να εκπροσωπηθεί από άλλον βουλευτή.
5. Ο ενδιαφερόμενος βουλευτής πρέπει να έχει την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του και μπορεί να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλα γραπτά στοιχεία θεωρεί χρήσιμα.
Ο βουλευτής δεν παρίσταται στις συζητήσεις σχετικά με την αίτηση άρσης ή υπεράσπισης της ασυλίας του, παρά μόνο στην ίδια την ακρόαση.
Ο βουλευτής δεν παρίσταται στις συζητήσεις σχετικά με την αίτηση άρσης ή υπεράσπισης της ασυλίας του, παρά μόνο στην ίδια την ακρόαση.
Ο πρόεδρος της επιτροπής καλεί τον βουλευτή σε ακρόαση, προσδιορίζοντας την ημερομηνία και την ώρα αυτής. Ο βουλευτής δύναται να παραιτηθεί του δικαιώματος ακρόασης.
Ο πρόεδρος της επιτροπής καλεί τον βουλευτή σε ακρόαση, προσδιορίζοντας την ημερομηνία και την ώρα αυτής. Ο βουλευτής δύναται να παραιτηθεί του δικαιώματος ακρόασης.
Εάν ο βουλευτής δεν παραστεί στην ακρόαση σύμφωνα με την εν λόγω πρόσκληση, λογίζεται ότι παραιτήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, εκτός εάν ζητήσει να μη συμμετάσχει στην ακρόαση κατά την προτεινόμενη ημερομηνία και ώρα, αιτιολογώντας την απουσία του. Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφασίζει εάν θα κάνει δεκτή την ως άνω αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τους εκτιθέμενους λόγους· κατά της απόφασης του προέδρου δεν επιτρέπεται προσφυγή.
Εάν ο βουλευτής δεν παραστεί στην ακρόαση σύμφωνα με την εν λόγω πρόσκληση, λογίζεται ότι παραιτήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, εκτός εάν ζητήσει να μη συμμετάσχει στην ακρόαση κατά την προτεινόμενη ημερομηνία και ώρα, αιτιολογώντας την απουσία του. Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφασίζει εάν θα κάνει δεκτή την ως άνω αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τους εκτιθέμενους λόγους· κατά της απόφασης του προέδρου δεν επιτρέπεται προσφυγή.
Εάν ο πρόεδρος της επιτροπής δεχθεί την αίτηση, καλεί τον βουλευτή σε ακρόαση σε νέα ημερομηνία και ώρα. Εάν ο βουλευτής αγνοήσει τη δεύτερη πρόσκληση σε ακρόαση, η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς να έχει ακουσθεί ο βουλευτής. Στην περίπτωση αυτή, δεν γίνονται δεκτές περαιτέρω αιτήσεις ακρόασης ή μη συμμετοχής σε αυτή.
Εάν ο πρόεδρος της επιτροπής δεχθεί την αίτηση, καλεί τον βουλευτή σε ακρόαση σε νέα ημερομηνία και ώρα. Εάν ο βουλευτής αγνοήσει τη δεύτερη πρόσκληση σε ακρόαση, η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς να έχει ακουσθεί ο βουλευτής. Στην περίπτωση αυτή, δεν γίνονται δεκτές περαιτέρω αιτήσεις ακρόασης ή μη συμμετοχής σε αυτή.
6. Όταν η αίτηση ζητεί την άρση της ασυλίας για διαφόρους λόγους, ο κάθε ένας από αυτούς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής απόφασης. Η έκθεση της επιτροπής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να προτείνει την άρση της ασυλίας μόνο για τις ποινικές διώξεις ενώ, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ο βουλευτής έχει ασυλία από κάθε μορφή σύλληψης ή κράτησης ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο τον παρεμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων που προβλέπει η εντολή του.
6. Όταν η αίτηση ζητεί την άρση ή την υπεράσπιση της ασυλίας για διαφόρους λόγους, ο κάθε ένας από αυτούς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής απόφασης. Η έκθεση της επιτροπής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να προτείνει την άρση ή την υπεράσπιση της ασυλίας μόνο για τις ποινικές διώξεις ενώ, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ο βουλευτής έχει ασυλία από κάθε μορφή σύλληψης ή κράτησης ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο τον παρεμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων που προβλέπει η εντολή του.
7. Η επιτροπή μπορεί να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής και σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, αλλά δεν αποφαίνεται σε καμία περίπτωση για την ενοχή ή μη βουλευτών ούτε για το σκόπιμο ή μη της ποινικής δίωξης για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που τους καταλογίζονται, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση.
7. Η επιτροπή μπορεί να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής και σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, αλλά δεν αποφαίνεται σε καμία περίπτωση για την ενοχή ή μη βουλευτών ούτε για το σκόπιμο ή μη της ποινικής δίωξης για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που τους καταλογίζονται, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση.
8. Η έκθεση της επιτροπής εγγράφεται αυτοδικαίως στην αρχή της ημερήσιας διάταξης της πρώτης συνεδρίασης μετά την κατάθεσή της. Δεν επιτρέπεται να κατατεθεί οποιαδήποτε τροπολογία στην πρόταση ή τις προτάσεις απόφασης.
8. Η πρόταση απόφασης της επιτροπής εγγράφεται αυτοδικαίως στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά την κατάθεσή της. Δεν επιτρέπεται να κατατεθεί οποιαδήποτε τροπολογία στην πρόταση αυτή.
Η συζήτηση περιορίζεται μόνο στους υπέρ και κατά λόγους για κάθε μία από τις προτάσεις άρσης ή διατήρησης της ασυλίας ή προάσπισης προνομίου ή ασυλίας.
Η συζήτηση περιορίζεται μόνο στους υπέρ και κατά λόγους για κάθε μία από τις προτάσεις άρσης ή διατήρησης της ασυλίας ή προάσπισης προνομίου ή ασυλίας.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 164, ο βουλευτής του οποίου τα προνόμια ή τις ασυλίες αφορά η υπόθεση δεν μπορεί να λάβει μέρος στη συζήτηση.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 164, ο βουλευτής του οποίου τα προνόμια ή τις ασυλίες αφορά η υπόθεση δεν μπορεί να λάβει μέρος στη συζήτηση.
Η πρόταση ή οι προτάσεις απόφασης που περιέχονται στην έκθεση τίθενται σε ψηφοφορία κατά τη διάρκεια της πρώτης ώρας των ψηφοφοριών μετά τη συζήτηση.
Η πρόταση ή οι προτάσεις απόφασης που περιέχονται στην έκθεση τίθενται σε ψηφοφορία κατά τη διάρκεια της πρώτης ώρας των ψηφοφοριών μετά τη συζήτηση.
Μετά από εξέταση του ζητήματος από το Κοινοβούλιο, διεξάγεται ξεχωριστή ψηφοφορία επί καθεμιάς από τις προτάσεις που περιλαμβάνει η έκθεση. Σε περίπτωση απόρριψης μιας πρότασης, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.
Μετά από εξέταση του ζητήματος από το Κοινοβούλιο, διεξάγεται ξεχωριστή ψηφοφορία επί καθεμιάς από τις προτάσεις που περιλαμβάνει η έκθεση. Σε περίπτωση απόρριψης μιας πρότασης, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.
9. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει αμέσως την απόφαση του Κοινοβουλίου στον ενδιαφερόμενο βουλευτή και την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ζητώντας να ενημερώνεται προσωπικώς σχετικά με οιεσδήποτε εξελίξεις της σχετικής διαδικασίας και οιεσδήποτε σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Μόλις ο Πρόεδρος λάβει τις πληροφορίες αυτές, τις κοινοποιεί στο Κοινοβούλιο με τον τρόπο που θεωρεί προσφορότερο, εν ανάγκη ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια επιτροπή.
9. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει αμέσως την απόφαση του Κοινοβουλίου στον ενδιαφερόμενο βουλευτή και την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ζητώντας να ενημερώνεται προσωπικώς σχετικά με οιεσδήποτε εξελίξεις της σχετικής διαδικασίας και οιεσδήποτε σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Μόλις ο Πρόεδρος λάβει τις πληροφορίες αυτές, τις κοινοποιεί στο Κοινοβούλιο με τον τρόπο που θεωρεί προσφορότερο, εν ανάγκη ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια επιτροπή.
10. Η επιτροπή εξετάζει αυτά τα ζητήματα και χειρίζεται τα όποια έγγραφα λάβει με τη μεγαλύτερη δυνατή εμπιστευτικότητα.
10. Η επιτροπή εξετάζει αυτά τα ζητήματα και χειρίζεται τα όποια έγγραφα λάβει με τη μεγαλύτερη δυνατή εμπιστευτικότητα. Η επιτροπή εξετάζει πάντα κεκλεισμένων των θυρών τις αιτήσεις που υπόκεινται στις διαδικασίες τις σχετικές με την ασυλία.
11. Η επιτροπή μπορεί, μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη, να καταρτίσει ενδεικτικό κατάλογο των αρχών των κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες να υποβάλουν αίτηση για την άρση της ασυλίας βουλευτή.
11. Το Κοινοβούλιο εξετάζει μόνο αιτήσεις για την άρση της ασυλίας βουλευτή οι οποίες του έχουν διαβιβαστεί από τις δικαστικές αρχές ή από τις Μόνιμες Αντιπροσωπείες των κρατών μελών.
12. Η επιτροπή ορίζει τις αρχές για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
12. Η επιτροπή ορίζει τις αρχές για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
13. Οποιοδήποτε αίτημα εκ μέρους αρμόδιας αρχής για παροχή πληροφοριών ως προς το πεδίο εφαρμογής των προνομίων ή ασυλιών των βουλευτών διεκπεραιώνεται σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες.
13. Οποιοδήποτε αίτημα εκ μέρους αρμόδιας αρχής για παροχή πληροφοριών ως προς το πεδίο εφαρμογής των προνομίων ή ασυλιών των βουλευτών διεκπεραιώνεται σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες.
Τροπολογία 8 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 10
Άρθρο 10
διαγράφεται
Εφαρμογή του Καθεστώτος των βουλευτών
Το Κοινοβούλιο εγκρίνει το Καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε τροποποίησή του με βάση πρόταση της αρμόδιας επιτροπής. Το άρθρο 150 παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν. Το Προεδρείο είναι αρμόδιο για την εφαρμογή των κανόνων αυτών και αποφασίζει για τα δημοσιονομικά κονδύλια με βάση τον ετήσιο προϋπολογισμό.
Τροπολογίες 9 και 314 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 11
Άρθρο 11
Άρθρο 11
Οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών, κανόνες συμπεριφοράς, υποχρεωτικό Μητρώο Διαφάνειας και πρόσβαση στο Κοινοβούλιο
Οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών και κανόνες συμπεριφοράς
1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζει περί των κανόνων διαφάνειας για τα οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών του, με τη μορφή κώδικα δεοντολογίας που εγκρίνεται με την πλειοψηφία των μελών του, σύμφωνα με το άρθρο 232 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και προσαρτάται στον παρόντα Κανονισμό1.
1. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει περί των κανόνων διαφάνειας για τα οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών του με τη μορφή κώδικα δεοντολογίας που εγκρίνεται από την πλειοψηφία των μελών του και προσαρτάται στον παρόντα Κανονισμό1.
Οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν με κανένα τρόπο να θίγουν ή να περιορίζουν την άσκηση της εντολής και των πολιτικών ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων που συνδέονται μ’ αυτήν.
Οι κανόνες αυτοί δεν θίγουν ούτε περιορίζουν κατά τα άλλα την άσκηση της εντολής και των πολιτικών ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων που συνδέονται μ’ αυτήν.
1α. Οι βουλευτές θα πρέπει να υιοθετήσουν τη συστηματική πρακτική να πραγματοποιούν συναντήσεις μόνο με εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων που έχουν εγγραφεί επισήμως στο μητρώο διαφάνειας1α.
2. Η συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές όπως καθορίζονται με τα θεμελιώδη κείμενα της Ένωσης, διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου και δεν δύναται να παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των κοινοβουλευτικών εργασιών ούτε την ηρεμία στο σύνολο των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου. Οι βουλευτές συμμορφώνονται προς τους κανόνες του Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών.
2. Η συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές όπως καθορίζονται στις Συνθήκες και ειδικότερα στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου. Επιπλέον, δεν παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των κοινοβουλευτικών εργασιών, την τήρηση της ασφάλειας και τάξης στις εγκαταστάσεις του Κοινοβουλίου ή τη λειτουργία του εξοπλισμούτου Κοινοβουλίου.
Οι βουλευτές κατά τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις δεν καταφεύγουν σε συκοφαντικές, ρατσιστικές ή ξενοφοβικές δηλώσεις ή συμπεριφορές και δεν χρησιμοποιούν πανό ή πλακάτ.
Οι βουλευτές συμμορφώνονται προς τους κανόνες του Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών.
Η μη τήρηση των εν λόγω αρχών και κανόνων δύναται να οδηγήσει στην εφαρμογή μέτρων κατά τα άρθρα 165, 166 και 167.
Η μη τήρηση των εν λόγω αρχών και κανόνων δύναται να οδηγήσει στην εφαρμογή μέτρων κατά τα άρθρα 165, 166 και 167.
3. Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να επηρεάζει την ένταση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων ή την ελευθερία λόγου των βουλευτών.
3. Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να επηρεάζει κατά τα άλλα την ένταση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων ή την ελευθερία λόγου των βουλευτών.
Βασίζεται στον πλήρη σεβασμό των προνομιών των βουλευτών, όπως καθορίζονται με το πρωτογενές δίκαιο και με το Καθεστώς που ισχύει ως προς αυτούς.
Βασίζεται στον πλήρη σεβασμό των προνομίων των βουλευτών, όπως καθορίζονται με το πρωτογενές δίκαιο και με το Καθεστώς που ισχύει ως προς αυτούς.
Στηρίζεται στην αρχή της διαφάνειας και διασφαλίζει ότι κάθε σχετική διάταξη θα γνωστοποιείται στους βουλευτές, οι οποίοι ενημερώνονται ατομικώς για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
Στηρίζεται στην αρχή της διαφάνειας και διασφαλίζει ότι κάθε σχετική διάταξη θα γνωστοποιείται στους βουλευτές, οι οποίοι ενημερώνονται ατομικώς για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
3α. Όταν πρόσωπο το οποίο έχει προσληφθεί από βουλευτή ή πρόσωπο του οποίου την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις ή τον εξοπλισμό του Κοινοβουλίου έχει διευκολύνει βουλευτής δεν τηρεί τους κανόνες συμπεριφοράς που ορίζονται στην παράγραφο 2, οι ποινές που προσδιορίζονται στο άρθρο 166 μπορεί, αν κριθεί ενδεδειγμένο, να επιβληθούν στον βουλευτή.
4. Με την έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, οι Κοσμήτορες ορίζουν τον ανώτατο αριθμό διαπιστευμένων βοηθών που δικαιούται κάθε βουλευτής (διαπιστευμένοι βοηθοί)
4. Οι Κοσμήτορες ορίζουν τον ανώτατο αριθμό διαπιστευμένων βοηθών που δικαιούται κάθε βουλευτής.
5. Οι κάρτες ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας χορηγούνται σε πρόσωπα ξένα προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, υπό την ευθύνη των Κοσμητόρων. Οι εν λόγω κάρτες ελευθέρας εισόδου έχουν μέγιστη διάρκεια ισχύος ένα έτος, με δυνατότητα ανανέωσης. Οι λεπτομέρειες χρησιμοποίησης των καρτών αυτών καθορίζονται από το Προεδρείο.
Οι εν λόγω κάρτες ελευθέρας εισόδου μπορεί να χορηγηθούν:
– στα πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στο Μητρώο Διαφάνειας2 ή που αντιπροσωπεύουν ή εργάζονται για λογαριασμό οργανισμών που έχουν εγγραφεί στο Μητρώο· ωστόσο, η εγγραφή δεν στοιχειοθετεί αυτόματο δικαίωμα σε τέτοιες κάρτες εισόδου·
– στα πρόσωπα που επιθυμούν να επισκέπτονται συχνά τους χώρους του Κοινοβουλίου αλλά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σχετικά με την καθιέρωση Μητρώου Διαφάνειας3·
– στους τοπικούς βοηθούς των βουλευτών καθώς και στα πρόσωπα τα οποία επικουρούν τα μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής Περιφερειών.
6. Οι εγγραφόμενοι στο Μητρώο Διαφάνειας οφείλουν, στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το Κοινοβούλιο, να σέβονται:
– τον κώδικα δεοντολογίας που επισυνάπτεται στη συμφωνία4·
– τις διαδικασίες και τις άλλες υποχρεώσεις που ορίζονται από τη συμφωνία· και
– τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και τις διατάξεις εφαρμογής του.
7. Οι Κοσμήτορες ορίζουν σε ποιο βαθμό έχει εφαρμογή ο κώδικας δεοντολογίας στα πρόσωπα τα οποία, παρά το ότι κατέχουν κάρτα ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας.
8. Η κάρτα ελευθέρας εισόδου αφαιρείται ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση των Κοσμητόρων στις εξής περιπτώσεις:
– διαγραφή από το Μητρώο Διαφάνειας, εκτός εάν υπάρχουν σημαντικοί λόγοι που αντιτίθενται στην αφαίρεση·
– σοβαρή παράλειψη της τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 6.
9. Το Προεδρείο, ύστερα από πρόταση του Γενικού Γραμματέα, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του Μητρώου Διαφάνειας, σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας για την καθιέρωση του εν λόγω Μητρώου.
Οι διατάξεις εφαρμογής των παραγράφων 5 έως 8 ορίζονται σε παράρτημα5.
10. Οι κανόνες συμπεριφοράς, τα δικαιώματα και τα προνόμια πρώην βουλευτών καθορίζονται με απόφαση του Προεδρείου. Δεν γίνεται διάκριση στη μεταχείριση πρώην βουλευτών.
10. Οι κανόνες συμπεριφοράς, τα δικαιώματα και τα προνόμια πρώην βουλευτών καθορίζονται με απόφαση του Προεδρείου. Δεν γίνεται διάκριση στη μεταχείριση πρώην βουλευτών.
__________________
__________________
1 Βλέπε παράρτημα I.
1 Βλέπε παράρτημα I.
1α Μητρώο που θεσπίστηκε με βάση τη συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το Μητρώο Διαφάνειας για οργανώσεις και αυτοαπασχολούμενα άτομα που συμμετέχουν στη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ (ΕΕ L 277 της 19.9.2014, σ. 11).
2 Μητρώο που καθιερώνεται με τη συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την καθιέρωση ενός Μητρώου Διαφάνειας, για οργανώσεις και αυτοαπασχολούμενα άτομα που συμμετέχουν στη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. παράρτημα IX, μέρος Β).
3 Βλέπε παράρτημα IX, μέρος Β.
4 Βλέπε παράρτημα 3 της συμφωνίας που περιέχεται στο παράρτημα IX, μέρος Β.
5 Βλέπε παράρτημα IX, μέρος Α.
Τροπολογία 10 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 12
Άρθρο 12
Άρθρο 12
Εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)
Εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)
Το κοινό καθεστώς που προβλέπεται στη Διοργανική Συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και που περιέχει τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της καλής διεξαγωγής των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία εφαρμόζεται στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την απόφαση του Κοινοβουλίου που περιλαμβάνεται ως παράρτημα στον Κανονισμό6.
Το κοινό καθεστώς που προβλέπεται στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και που περιέχει τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της ομαλής διεξαγωγής των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία εφαρμόζεται στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την απόφαση του Κοινοβουλίου, της 18ης Νοεμβρίου 1999, σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη διενέργεια εσωτερικών ερευνών όσον αφορά την πρόληψη της απάτης, της διαφθοράς και κάθε παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των συμφερόντων των Κοινοτήτων.
__________________
6 Βλέπε παράρτημα XI.
Τροπολογία 11 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 13
Άρθρο 13
Άρθρο 13
Παρατηρητές
Παρατηρητές
1. Μετά την υπογραφή συνθήκης για την προσχώρηση κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να καλέσει το κοινοβούλιο του προσχωρούντος κράτους να ορίσει από τις τάξεις του αριθμό παρατηρητών ίσο με τον αριθμό των μελλοντικών εδρών που θα διαθέτει το κράτος αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
1. Μετά την υπογραφή συνθήκης για την προσχώρηση κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να καλέσει το κοινοβούλιο του προσχωρούντος κράτους να ορίσει από τις τάξεις του αριθμό παρατηρητών ίσο με τον αριθμό των μελλοντικών εδρών που θα διαθέτει το κράτος αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
2. Οι παρατηρητές αυτοί συμμετέχουν στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η συνθήκη προσχώρησης και έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν το λόγο στις επιτροπές και στις πολιτικές ομάδες. Δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ή να υποβάλουν υποψηφιότητα για αξιώματα εντός του Κοινοβουλίου. Η συμμετοχή τους δεν έχει νομικές συνέπειες στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου.
2. Οι παρατηρητές αυτοί συμμετέχουν στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η συνθήκη προσχώρησης και έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν το λόγο στις επιτροπές και στις πολιτικές ομάδες. Δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ή υποβολής υποψηφιότητας για αξιώματα εντός του Κοινοβουλίου ούτε εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο εξωτερικά. Η συμμετοχή τους δεν έχει νομικές συνέπειες στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου.
3. Όσον αφορά τη χρήση των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου και την απόδοση των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους ως παρατηρητές, τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης με τους βουλευτές του Κοινοβουλίου.
3. Όσον αφορά τη χρήση των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου και την απόδοση των δαπανών ταξιδίου και διαμονής στις οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους ως παρατηρητές, τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης με τους βουλευτές του Κοινοβουλίου.
Τροπολογία 12 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 14
Άρθρο 14
Άρθρο 14
Προσωρινή άσκηση προεδρίας
Προσωρινή άσκηση προεδρίας
1. Στη συνεδρίαση που προβλέπει το άρθρο 146 παράγραφος 2, καθώς και σε κάθε άλλη συνεδρίαση για την εκλογή του Προέδρου και του Προεδρείου ο απερχόμενος Πρόεδρος ή απουσία αυτού, ένας από τους Αντιπροέδρους κατά την τάξη της εκλογής τους ή, ελλείψει αυτών, ο βουλευτής με τη μακρότερη θητεία ασκεί χρέη Προέδρου μέχρι την ανακοίνωση της εκλογής του Προέδρου.
1. Στη συνεδρίαση που προβλέπει το άρθρο 146 παράγραφος 2, καθώς και σε κάθε άλλη συνεδρίαση για την εκλογή του Προέδρου και του Προεδρείου, ο απερχόμενος Πρόεδρος ή, απουσία αυτού, ένας από τους Αντιπροέδρους κατά την τάξη της εκλογής τους ή, ελλείψει αυτών, ο βουλευτής με τη μακρότερη θητεία ασκεί χρέη Προέδρου μέχρι την ανακοίνωση της εκλογής του Προέδρου.
2. Καμία συζήτηση με αντικείμενο άσχετο προς την εκλογή του Προέδρου ή τον έλεγχο της εντολής δεν μπορεί να διεξαχθεί υπό την προεδρία του βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με την παράγραφο 1.
2. Καμία συζήτηση με αντικείμενο άσχετο προς την εκλογή του Προέδρου ή τον έλεγχο της εντολής, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, δεν μπορεί να διεξαχθεί υπό την προεδρία του βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με την παράγραφο 1. Κάθε άλλο θέμα που εγείρεται σχετικά με τον έλεγχο της εντολής κατά την προεδρία του βουλευτή, παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.
Ο βουλευτής που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με την παράγραφο 1 ασκεί τις αρμοδιότητες του Προέδρου του άρθρου 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο. Κάθε άλλο θέμα σχετικό με τον έλεγχο της εντολής κατά την προεδρία του βουλευτή, παραπέμπεται στην επιτροπή που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής.
Τροπολογίες 13 και 383 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 15
Άρθρο 15
Άρθρο 15
Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις
Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις
1. Ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και οι Κοσμήτορες εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 182. Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων. Υποβάλλονται από πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Όταν όμως ο αριθμός των υποψηφιοτήτων δεν υπερβαίνει τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, οι υποψήφιοι μπορούν να εκλέγονται δια βοής.
1. Ο Πρόεδρος εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία, και ακολούθως οι Aντιπρόεδροι και οι Kοσμήτορες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 182.
Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται, με τη συναίνεση των υποψηφίων, μόνο από πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Νέες υποψηφιότητες μπορεί να υποβάλλονται πριν από κάθε ψηφοφορία.
Όταν ο αριθμός των υποψηφιοτήτων δεν υπερβαίνει τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, οι υποψήφιοι εκλέγονται δια βοής, εκτός αν το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο ζητήσει μυστική ψηφοφορία.
Σε περίπτωση που διεξαχθεί μία μοναδική ψηφοφορία για περισσότερα του ενός αξιώματα, το ψηφοδέλτιο θεωρείται έγκυρο μόνο αν δοθεί πάνω από το ήμισυ των διαθέσιμων ψήφων.
Εάν ένας μόνο αντιπρόεδρος πρέπει να αντικατασταθεί και υπάρχει ένας μόνο υποψήφιος, αυτός μπορεί να εκλεγεί δια βοής. Ο Πρόεδρος διαθέτει διακριτική ευχέρεια για να αποφασίσει εάν η εκλογή θα λάβει χώρα δια βοής ή με μυστική ψηφοφορία. Ο εκλεγείς υποψήφιος καταλαμβάνει στην τάξη της εκλογής τη θέση του αντιπροέδρου που αντικαθιστά.
2. Κατά την εκλογή του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων, πρέπει να επιδιώκεται συνολικά η δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών καθώς και των πολιτικών τάσεων.
2. Κατά την εκλογή του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων, πρέπει να επιδιώκεται συνολικά δίκαιη εκπροσώπηση των πολιτικών απόψεων, καθώς και ισορροπία ως προς το φύλο και τη γεωγραφική προέλευση.
Τροπολογία 14 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 16
Άρθρο 16
Άρθρο 16
Εκλογή του Προέδρου - Εναρκτήριος λόγος
Εκλογή του Προέδρου - Εναρκτήριος λόγος
1. Πρώτα εκλέγεται ο Πρόεδρος. Πριν από κάθε ψηφοφορία οι υποψηφιότητες πρέπει να υποβάλλονται στον βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 14, ο οποίος τις ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο. Αν, ύστερα από τρεις ψηφοφορίες, κανένας υποψήφιος δεν έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων, υποψηφιότητα στην τέταρτη ψηφοφορία μπορούν να υποβάλουν μόνο οι δύο βουλευτές οι οποίοι έλαβαν στην τρίτη ψηφοφορία το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων· σε περίπτωση ισοψηφίας θεωρείται εκλεγείς ο πρεσβύτερος από τους υποψηφίους.
1. Οι υποψηφιότητες για το αξίωμα του Προέδρου υποβάλλονται στον βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 14, ο οποίος τις ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο. Αν, ύστερα από τρεις ψηφοφορίες, κανένας υποψήφιος δεν έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων, υποψηφιότητα στην τέταρτη ψηφοφορία μπορούν να υποβάλουν, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 15 παράγραφος 1, μόνο οι δύο βουλευτές οι οποίοι έλαβαν στην τρίτη ψηφοφορία το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων· σε περίπτωση ισοψηφίας θεωρείται εκλεγείς ο πρεσβύτερος από τους υποψηφίους.
2. Αμέσως μετά την εκλογή του Προέδρου, ο βουλευτής που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 14 του παραχωρεί την προεδρική έδρα. Μόνον ο εκλεγείς Πρόεδρος μπορεί να εκφωνήσει εναρκτήριο λόγο.
2. Αμέσως μετά την εκλογή του Προέδρου, ο βουλευτής που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 14 του παραχωρεί την προεδρική έδρα. Μόνον ο εκλεγείς Πρόεδρος μπορεί να εκφωνήσει εναρκτήριο λόγο.
Τροπολογία 15 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 17
Άρθρο 17
Άρθρο 17
Εκλογή των Αντιπροέδρων
Εκλογή των Αντιπροέδρων
1. Ακολούθως εκλέγονται οι Αντιπρόεδροι, με ένα μόνο ψηφοδέλτιο. Εκλέγονται με την πρώτη ψηφοφορία, έως τον αριθμό των δεκατεσσάρων και κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν, οι υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων. Αν ο αριθμός των εκλεγέντων Αντιπροέδρων είναι μικρότερος από τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, διεξάγεται και δεύτερη ψηφοφορία, με τους ίδιους όρους, για να πληρωθούν οι υπόλοιπες έδρες. Αν απαιτηθεί και τρίτη ψηφοφορία, τότε αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλεγέντες θεωρούνται οι πρεσβύτεροι από τους υποψηφίους.
1. Ακολούθως εκλέγονται οι Αντιπρόεδροι, με μία μοναδικήψηφοφορία. Εκλέγονται με την πρώτη ψηφοφορία, έως τον αριθμό των δεκατεσσάρων και κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν, οι υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων. Αν ο αριθμός των εκλεγέντων Αντιπροέδρων είναι μικρότερος από τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, διεξάγεται και δεύτερη ψηφοφορία, με τους ίδιους όρους, για να πληρωθούν οι υπόλοιπες έδρες. Αν απαιτηθεί και τρίτη ψηφοφορία, τότε αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλεγέντες θεωρούνται οι πρεσβύτεροι από τους υποψηφίους.
Παρά το γεγονός ότι, αντίθετα προς το άρθρο 16 παράγραφος 1, η υποβολή νέων υποψηφιοτήτων μεταξύ των διαφόρων γύρων ψηφοφορίας δεν προβλέπεται ρητώς κατά την εκλογή των Αντιπροέδρων, αυτή ισχύει αυτοδικαίως ως απορρέουσα από το κυριαρχικό δικαίωμα του Σώματος, που πρέπει να μπορεί να αποφασίζει επί κάθε δυνατής υποψηφιότητας, και αυτό εφόσον η έλλειψη της εν λόγω δυνατότητας θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην καλή διεξαγωγή της εκλογής.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 παράγραφος 1 η τάξη των Αντιπροέδρων καθορίζεται από τη σειρά της εκλογής τους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, από την ηλικία.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 παράγραφος 1 η τάξη των Αντιπροέδρων καθορίζεται από τη σειρά της εκλογής τους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, από την ηλικία.
Όταν η εκλογή γίνεται διά βοής, διενεργείται μυστική ψηφοφορία για τον καθορισμό της τάξης της εκλογής.
Όταν η εκλογή γίνεται διά βοής, διενεργείται μυστική ψηφοφορία για τον καθορισμό της τάξης της εκλογής.
Τροπολογία 16 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 18
Άρθρο 18
Άρθρο 18
Εκλογή των Κοσμητόρων
Εκλογή των Κοσμητόρων
Μετά την εκλογή των Αντιπροέδρων, το Κοινοβούλιο εκλέγει πέντε Κοσμήτορες.
Το Κοινοβούλιο εκλέγει πέντε Κοσμήτορες μετηνίδια διαδικασία που χρησιμοποιείται και για την εκλογή των Αντιπροέδρων.
Η εκλογή αυτή διεξάγεται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες που εφαρμόζονται και στην εκλογή των Αντιπροέδρων.
Τροπολογία 17 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 19
Άρθρο 19
Άρθρο 19
Διάρκεια της θητείας
Διάρκεια της θητείας
1. Η θητεία του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων διαρκεί δυόμισι έτη.
1. Η θητεία του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων διαρκεί δυόμισι έτη.
Όταν βουλευτής αλλάζει πολιτική ομάδα διατηρεί, για το υπόλοιπο της θητείας των δυόμισι ετών, την έδρα που τυχόν κατέχει στο Προεδρείο ή στο Σώμα των Κοσμητόρων.
Όταν βουλευτής αλλάζει πολιτική ομάδα διατηρεί, για το υπόλοιπο της θητείας των δυόμισι ετών, την έδρα που τυχόν κατέχει στο Προεδρείο ή ως Κοσμήτορας.
2. Αν προκύψει χηρεία έδρας πριν από το τέλος του χρονικού αυτού διαστήματος, βουλευτής που εκλέγεται σε αντικατάσταση ασκεί τα βουλευτικά καθήκοντα για το υπολειπόμενο διάστημα της θητείας του προκατόχου.
2. Αν προκύψει χηρεία έδρας πριν από το τέλος του χρονικού αυτού διαστήματος, βουλευτής που εκλέγεται σε αντικατάσταση ασκεί τα βουλευτικά καθήκοντα για το υπολειπόμενο διάστημα της θητείας του προκατόχου.
Τροπολογία 18 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 20
Άρθρο 20
Άρθρο 20
Χηρεύοντα αξιώματα
Χηρεύοντα αξιώματα
1. Αν παραστεί ανάγκη να αναπληρωθεί ο Πρόεδρος, ή Αντιπρόεδρος ή Κοσμήτορας, η εκλογή διαδόχου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.
1. Αν παραστεί ανάγκη να αναπληρωθεί ο Πρόεδρος, ή Αντιπρόεδρος ή Κοσμήτορας, η εκλογή διαδόχου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.
Κάθε νέος Αντιπρόεδρος καταλαμβάνει στη σειρά του προβαδίσματος τη θέση του προσώπου που αντικαθιστά.
Κάθε νέος Αντιπρόεδρος καταλαμβάνει στη σειρά του προβαδίσματος τη θέση του προσώπου που αντικαθιστά.
2. Εάν χηρεύει η προεδρική έδρα, ο πρώτος Αντιπρόεδρος ασκεί καθήκοντα Προέδρου έως την εκλογή νέου Προέδρου.
2. Εάν χηρεύσει η προεδρική έδρα, ένας Αντιπρόεδρος, βάσει της τάξης εκλογής, ασκεί καθήκοντα Προέδρου έως την εκλογή νέου Προέδρου.
Τροπολογία 19 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 22
Άρθρο 22
Άρθρο 22
Καθήκοντα του Προέδρου
Καθήκοντα του Προέδρου
1. Ο Πρόεδρος διευθύνει, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος Κανονισμού, το σύνολο των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και των οργάνων του. Διαθέτει όλες τις εξουσίες για την προεδρία των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής τους.
1. Ο Πρόεδρος διευθύνει το σύνολο των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και των οργάνων του, σε συμφωνία με τους όρους του παρόντος Κανονισμού. Διαθέτει όλες τις εξουσίες για την προεδρία των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής τους.
Στην παρούσα διάταξη δύναται να δοθεί η ερμηνεία ότι μεταξύ των εξουσιών του Προέδρου περιλαμβάνεται και η εξουσία να θέτει τέρμα στην υπερβολική υποβολή αιτημάτων, όπως παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του κανονισμού, αιτήσεις επί της διαδικασίας, αιτιολογήσεις ψήφου και αιτήσεις για χωριστές, κατά τμήματα και δι’ ονομαστικής κλήσεως ψηφοφορίες, όταν ο Πρόεδρος είναι πεπεισμένος ότι προφανώς αποσκοπούν και θα οδηγήσουν σε παρατεταμένη και σοβαρή παρακώλυση των διαδικασιών του Σώματος ή των δικαιωμάτων άλλων βουλευτών.
Μεταξύ των εξουσιών του Προέδρου κατά την παρούσα διάταξη περιλαμβάνεται επίσης η εξουσία να θέτει τα κείμενα σε ψηφοφορία με σειρά διαφορετική από τη σειρά ψηφοφοριών που καθορίζεται στο έγγραφο που αποτελεί το αντικείμενο της ψηφοφορίας. Κατ’ αναλογία προς τις διατάξεις του άρθρου 174 παράγραφος 7, ο Πρόεδρος μπορεί να λάβει επί τούτου την προηγούμενη συγκατάθεση του Σώματος.
2. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη, τη διακοπή και τη λήξη των συνεδριάσεων. Αποφαίνεται σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών, τις ερωτήσεις προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και τη συμμόρφωση των εκθέσεων προς τον Κανονισμό. διασφαλίζει την τήρηση του Κανονισμού, τηρεί την τάξη, δίνει το λόγο, κηρύσσει τη λήξη των συνεδριάσεων, θέτει τα ζητήματα σε ψηφοφορία και ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών. Διαβιβάζει στις επιτροπές τις ανακοινώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.
2. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη, τη διακοπή και τη λήξη των συνεδριάσεων. Αποφαίνεται σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών και των άλλων κειμένων που τίθενται σε ψηφοφορία, καθώς και σχετικά με το παραδεκτό των κοινοβουλευτικών ερωτήσεων· διασφαλίζει την τήρηση του Κανονισμού, τηρεί την τάξη, δίνει το λόγο, κηρύσσει τη λήξη των συνεδριάσεων, θέτει τα ζητήματα σε ψηφοφορία και ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών· διαβιβάζει στις επιτροπές τις ανακοινώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.
3. Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να λάβει το λόγο σε συζήτηση παρά μόνο για να καθορίσει σε ποιό σημείο βρίσκεται το θέμα και να επαναφέρει τους ομιλητές σ’ αυτό· αν όμως επιθυμεί να συμμετάσχει σε συζήτηση, κατέρχεται από την έδρα του και δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτή πριν λήξει η εν λόγω συζήτηση.
3. Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να λάβει το λόγο σε συζήτηση παρά μόνο για να καθορίσει σε ποιο σημείο βρίσκεται το θέμα και να επαναφέρει τους ομιλητές σ’ αυτό. Aν όμως επιθυμεί να συμμετάσχει σε συζήτηση, κατέρχεται από την έδρα του και δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτή πριν λήξει η εν λόγω συζήτηση.
4. Στις διεθνείς σχέσεις, στις τελετές, στις διοικητικές, δικαστικές ή οικονομικές πράξεις, το Κοινοβούλιο εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του, ο οποίος μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες αυτές.
4. Στις διεθνείς σχέσεις, στις τελετές, στις διοικητικές, δικαστικές ή οικονομικές πράξεις, το Κοινοβούλιο εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του, ο οποίος μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες αυτές.
4α. Ο Πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια και το απαραβίαστο των εγκαταστάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Τροπολογία 20 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 23
Άρθρο 23
Άρθρο 23
Καθήκοντα των Αντιπροέδρων
Καθήκοντα των Αντιπροέδρων
1. Αν ο Πρόεδρος απουσιάζει, κωλύεται ή επιθυμεί να συμμετάσχει στη συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3, αναπληρώνεται από έναν Αντιπρόεδρο, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2.
1. Αν ο Πρόεδρος απουσιάζει, κωλύεται ή επιθυμεί να συμμετάσχει στη συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3, αναπληρώνεται από έναν Αντιπρόεδρο, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2.
2. Οι Αντιπρόεδροι ασκούν επίσης τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί με βάση τα άρθρα 25, 27 παράγραφοι 3 και 5, και 71 παράγραφος 3.
2. Οι Αντιπρόεδροι ασκούν επίσης τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί με βάση τα άρθρα 25, 27 παράγραφοι 3 και 5, και 71 παράγραφος 3.
3. Ο Πρόεδρος μπορεί να αναθέτει στους αντιπροέδρους οποιαδήποτε καθήκοντα, όπως η εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου σε καθορισμένες τελετές ή εκδηλώσεις. Ειδικότερα, ο Πρόεδρος μπορεί να ορίσει Αντιπρόεδρο για να αναλάβει τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στον Πρόεδρο με το άρθρο 130 παράγραφος 2 και με το παράρτημα ΙΙπαράγραφος3.
3. Ο Πρόεδρος μπορεί να αναθέτει στους αντιπροέδρους οποιαδήποτε καθήκοντα, όπως η εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου σε καθορισμένες τελετές ή εκδηλώσεις. Ειδικότερα, ο Πρόεδρος μπορεί να ορίσει Αντιπρόεδρο για να αναλάβει τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στον Πρόεδρο με τα άρθρα 129και 130 παράγραφος 2.
Τροπολογία 21 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 25
Άρθρο 25
Άρθρο 25
Καθήκοντα του Προεδρείου
Καθήκοντα του Προεδρείου
1. Το Προεδρείο ασκεί τα καθήκοντα που του αναθέτει ο Κανονισμός.
1. Το Προεδρείο ασκεί τα καθήκοντα που του αναθέτει ο Κανονισμός.
2. Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν την εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου, τη γραμματεία του και τα όργανά του.
2. Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν την εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου, τη γραμματεία του και τα όργανά του.
3. Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές, μετά από πρόταση του Γενικού Γραμματέα ή πολιτικής ομάδας.
3. Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές, μετά από πρόταση του Γενικού Γραμματέα ή πολιτικής ομάδας.
4. Το Προεδρείο ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων.
4. Το Προεδρείο ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων.
Η έννοια της διεξαγωγής των συνεδριάσεων περιλαμβάνει τα ζητήματα που σχετίζονται με τη συμπεριφορά των βουλευτών εντός του συνόλου των χώρων του Κοινοβουλίου.
5. Το Προεδρείο εγκρίνει τις διατάξεις περί μη εγγεγραμμένων που προβλέπει το άρθρο 35.
5. Το Προεδρείο εγκρίνει τις διατάξεις περί μη εγγεγραμμένων που προβλέπει το άρθρο 35.
6. Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας, καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.
6. Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας, καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.
7. Το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο της κατάστασης των προβλεπομένων δαπανών και εσόδων του Κοινοβουλίου.
7. Το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο της κατάστασης των προβλεπομένων δαπανών και εσόδων του Κοινοβουλίου.
8. Το Προεδρείο εγκρίνει τις οδηγίες για τους Κοσμήτορες σύμφωνα με το άρθρο 28.
8. Το Προεδρείο εγκρίνει τις οδηγίες για τους Κοσμήτορες και μπορεί να τους ζητήσει να εκτελέσουν συγκεκριμένα καθήκοντα.
9. Το Προεδρείο είναι το αρμόδιο όργανο για την παροχή έγκρισης διεξαγωγής συνεδριάσεων επιτροπών εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, ακροάσεων, καθώς και ταξιδιών μελέτης και ενημέρωσης που πραγματοποιούν οι εισηγητές.
9. Το Προεδρείο είναι το αρμόδιο όργανο για την παροχή έγκρισης διεξαγωγής συνεδριάσεων ή αποστολών επιτροπών εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, ακροάσεων, καθώς και ταξιδιών μελέτης και ενημέρωσης που πραγματοποιούν οι εισηγητές.
Εφόσον εγκρίνεται η διεξαγωγή των συνεδριάσεων ή συναντήσεων αυτών, το γλωσσικό καθεστώς τους καθορίζεται με βάση τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται και ζητούνται από τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της εν λόγω επιτροπής.
Εφόσον εγκρίνεται η διεξαγωγή των συνεδριάσεων ή συναντήσεων ή αποστολών αυτών, το γλωσσικό καθεστώς τους καθορίζεται με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας για την Πολυγλωσσία που έχει εγκριθεί από το Προεδρείο. O ίδιος κανόνας ισχύει και για τις αντιπροσωπείες.
Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις αντιπροσωπείες, εκτός εάν υπάρχει συμφωνία των ενδιαφερομένων τακτικών και αναπληρωματικών μελών.
10. Το Προεδρείο διορίζει το Γενικό Γραμματέα σύμφωνα με το άρθρο 222.
10. Το Προεδρείο διορίζει το Γενικό Γραμματέα σύμφωνα με το άρθρο 222.
11. Το Προεδρείο καθορίζει τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με το καθεστώςκαιτη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο,και αναλαμβάνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ανωτέρω κανονισμού, τα καθήκοντα που του αναθέτει ο παρών Κανονισμός.
11. Το Προεδρείο καθορίζει τους κανόνες εφαρμογής των ρυθμίσεων που διέπουν τα πολιτικά κόμματα και ιδρύματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
12. Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών από το Κοινοβούλιο και τα όργανά του, τους αξιωματούχους και άλλα μέλη, λαμβάνοντας υπόψη οιαδήποτε διοργανική συμφωνία έχει συναφθεί επί των θεμάτων. Οι εν λόγω κανόνες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό7.
12. Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών από το Κοινοβούλιο και τα όργανά του, τους αξιωματούχους και άλλους βουλευτές, λαμβάνοντας υπόψη οιαδήποτε διοργανική συμφωνία έχει συναφθεί επί των θεμάτων. Οι εν λόγω κανόνες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
13. Ο Πρόεδρος ή/και το Προεδρείο μπορούν να αναθέσουν σε ένα ή περισσότερα μέλη του Προεδρείου γενικά ή ειδικά καθήκοντα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου ή/και του Προεδρείου. Συγχρόνως, καθορίζονται οι όροι άσκησης των εν λόγω καθηκόντων.
13. Ο Πρόεδρος ή/και το Προεδρείο μπορούν να αναθέσουν σε ένα ή περισσότερα μέλη του Προεδρείου γενικά ή ειδικά καθήκοντα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου ή/και του Προεδρείου. Συγχρόνως, καθορίζονται οι όροι άσκησης των εν λόγω καθηκόντων.
14. Το Προεδρείο ορίζει δύο αντιπροέδρους στους οποίους ανατίθεται η εποπτεία των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια.
14. Το Προεδρείο ορίζει δύο αντιπροέδρους στους οποίους ανατίθεται η εποπτεία των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια.
Οι εν λόγω αντιπρόεδροι υποβάλλουν τακτικά έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων όσον αφορά τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο αυτό.
14α. Το Προεδρείο ορίζει έναν αντιπρόεδρο στον οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή δομημένου διαλόγου με την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών σχετικά με μείζονα θέματα
14β. Το Προεδρείο είναι αρμόδιο για την εφαρμογή του Καθεστώτος των Bουλευτών και αποφασίζει για το ύψος των αποδοχών με βάση τον ετήσιο προϋπολογισμό.
15. Κατά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου, το απερχόμενο Προεδρείο συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του έως την πρώτη συνεδρίαση του νέου Κοινοβουλίου.
__________________
7 Βλέπε παράρτημα VII, μέρος Ε.
Τροπολογία 22 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 26
Άρθρο 26
Άρθρο 26
Σύνθεση της Διάσκεψης των Προέδρων
Σύνθεση της Διάσκεψης των Προέδρων
1. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τους προέδρους των πολιτικών ομάδων. Ο πρόεδρος πολιτικής ομάδας μπορεί να εκπροσωπηθεί από μέλος της ομάδας του.
1. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τους προέδρους των πολιτικών ομάδων. Ο πρόεδρος πολιτικής ομάδας μπορεί να εκπροσωπηθεί από μέλος της ομάδας του.
2. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προσκαλεί έναν από τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων χωρίς δικαίωμα ψήφου.
2. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, αφού δώσει τη δυνατότητα στους μη εγγεγραμμένους βουλευτές να εκφράσουν τις απόψεις τους, προσκαλεί έναν από αυτούς να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων χωρίς δικαίωμα ψήφου.
3. Η Διάσκεψη των Προέδρων επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης σχετικά με θέματα των οποίων έχει επιληφθεί.
3. Η Διάσκεψη των Προέδρων επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης σχετικά με θέματα των οποίων έχει επιληφθεί.
Σε περίπτωση αδυναμίας να επιτευχθεί συναίνεση, διεξάγεται σταθμισμένη ψηφοφορία με βάση τη δύναμη κάθε πολιτικής ομάδας.
Σε περίπτωση αδυναμίας να επιτευχθεί συναίνεση, διεξάγεται σταθμισμένη ψηφοφορία με βάση τη δύναμη κάθε πολιτικής ομάδας.
Τροπολογίες 23 και 387 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 27
Άρθρο 27
Άρθρο 27
Καθήκοντα της Διάσκεψης των Προέδρων
Καθήκοντα της Διάσκεψης των Προέδρων
1. Η Διάσκεψη των Προέδρων ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει ο Κανονισμός.
1. Η Διάσκεψη των Προέδρων ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει ο Κανονισμός.
2. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει σχετικά με την οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου και με τα ζητήματα που αφορούν τον προγραμματισμό του νομοθετικού έργου.
2. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει σχετικά με την οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου και με τα ζητήματα που αφορούν τον προγραμματισμό του νομοθετικού έργου.
3. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τα λοιπά θεσμικά και άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών.
3. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τα λοιπά θεσμικά και άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών. Οι αποφάσεις σχετικά με την εντολή και τη σύνθεση της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου που πρόκειται να συμμετέχει στις συζητήσεις που διεξάγονται στο Συμβούλιο και σε άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν βασικά θέματα της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (διαδικασία «sherpa») λαμβάνονται με βάση τις σχετικές θέσεις που ενέκρινε το Κοινοβούλιο και με συνεκτίμηση της ποικιλομορφίας των πολιτικών απόψεων που εκφράζονται στους κόλπους του Kοινοβουλίου. Οι αντιπρόεδροι στους οποίους έχουν ανατεθεί οι σχέσεις με τα εθνικά κοινοβούλια υποβάλλουν τακτικά έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων όσον αφορά τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο αυτό.
4. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τρίτες χώρες και με θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.
4. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τρίτες χώρες και με θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.
5. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή δομημένου διαλόγου με την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών σχετικά με μείζονα θέματα. Στο πλαίσιο αυτό δύναται να περιλαμβάνεται η διοργάνωση δημοσίων συζητήσεων επί θεμάτων γενικού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, με δυνατότητα συμμετοχής των ενδιαφερόμενων πολιτών. Το Προεδρείο ορίζει έναν αντιπρόεδρο στον οποίο ανατίθεται ηπραγματοποίηση των διαβουλεύσεων και ο οποίος υποβάλλει έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων.
5. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή δομημένου διαλόγου με την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών σχετικά με μείζονα θέματα. Στο πλαίσιο αυτό δύναται να περιλαμβάνεται η διοργάνωση δημοσίων συζητήσεων επί θεμάτων γενικού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, με δυνατότητα συμμετοχής των ενδιαφερόμενων πολιτών. O Aντιπρόεδρος που είναι αρμόδιος για τηδιεξαγωγή αυτού του διαλόγου υποβάλλει τακτικά έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις δραστηριότητές του στο θέμα αυτό.
6. Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει το σχέδιο ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου του Κοινοβουλίου.
6. Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει το σχέδιο ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου του Κοινοβουλίου.
7. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες των επιτροπών και των εξεταστικών επιτροπών, καθώς και των μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών, των μονίμων αντιπροσωπειών και των ειδικών αντιπροσωπειών.
7. Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει προτάσεις στο Κοινοβούλιο σχετικά με τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες των επιτροπών, των εξεταστικών επιτροπών, των μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών και των μονίμων αντιπροσωπειών. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι αρμόδια για την έγκριση ειδικών αντιπροσωπειών.
8. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων σύμφωνα με το άρθρο 36.
8. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων σύμφωνα με το άρθρο 36.
9. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για την εξουσιοδότηση σύνταξης εκθέσεων πρωτοβουλίας.
9. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για την εξουσιοδότηση σύνταξης εκθέσεων πρωτοβουλίας.
10. Η Διάσκεψη των Προέδρων προβαίνει σε προτάσεις προς το Προεδρείο όσον αφορά τα διοικητικά προβλήματα και τα προβλήματα προϋπολογισμού που αντιμετωπίζουν οι πολιτικές ομάδες.
10. Η Διάσκεψη των Προέδρων προβαίνει σε προτάσεις προς το Προεδρείο όσον αφορά τα διοικητικά ζητήματα και τα ζητήματα προϋπολογισμού που αντιμετωπίζουν οι πολιτικές ομάδες.
Τροπολογία 24 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 28
Άρθρο 28
Άρθρο 28
Καθήκοντα των Κοσμητόρων
Καθήκοντα των Κοσμητόρων
Οι Κοσμήτορες είναι υπεύθυνοι για διοικητικής και οικονομικής φύσης θέματα που αφορούν άμεσα τους βουλευτές, σύμφωνα με τις οδηγίες που εκδίδει το Προεδρείο.
Οι Κοσμήτορες είναι υπεύθυνοι για διοικητικής και οικονομικής φύσης θέματα που αφορούν άμεσα τους βουλευτές, σύμφωνα με τις οδηγίες που εκδίδει το Προεδρείο, καθώς και για άλλα καθήκοντα που τους ανατίθενται.
Τροπολογία 25 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 29
Άρθρο 29
Άρθρο 29
Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών
Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών
1. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων ή ειδικών επιτροπών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.
1. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων ή ειδικών επιτροπών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.
Σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος βουλευτής ή, σε περίπτωση κωλύματος αυτού, ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.
1α. Σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.
2. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών και την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου.
2. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών και την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου.
3. Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών.
3. Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών.
Τροπολογία 26 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 30
Άρθρο 30
Άρθρο 30
Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών
Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών
1. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.
1. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.
Σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος βουλευτής ή, σε περίπτωση κωλύματος αυτού, ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.
1α. Σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.
2. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των αντιπροσωπειών.
2. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των αντιπροσωπειών.
3. Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών.
3. Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών.
Τροπολογία 27 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 30 α (νέο)
Άρθρο 30α
Συνέχεια αξιώματος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου
Κατά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου, όλα τα όργανα και οι κάτοχοι αξιώματος του απερχόμενου Kοινοβουλίου συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την πρώτη συνεδρίαση του νέου Κοινοβουλίου.
Τροπολογία 28 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 31
Άρθρο 31
Άρθρο 31
Δημοσιότητα των αποφάσεων του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων
Δημοσιότητα των αποφάσεων του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων
1. Τα Πρακτικά του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων μεταφράζονται στις επίσημες γλώσσες, τυπώνονται και διανέμονται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου και είναι προσβάσιμα στο κοινό, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, το Προεδρείο ή η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσουν διαφορετικά ως προς ορισμένα σημεία των πρακτικών για να διαφυλάξουν το απόρρητο, όπως ορίζεται με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
1. Τα Πρακτικά του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων μεταφράζονται στις επίσημες γλώσσες και διανέμονται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου και είναι προσβάσιμα στο κοινό, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, το Προεδρείο ή η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσουν διαφορετικά ως προς ορισμένα σημεία των πρακτικών για να διαφυλάξουν το απόρρητο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφοι 1 έως 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
2. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες του Προεδρείου, της Διάσκεψης των Προέδρων και των Κοσμητόρων. Οι εν λόγω ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο, κοινοποιούνται στα μέλη και δημοσιεύονται, μαζί με τις απαντήσεις που δίνονται, στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου εντός 30 ημερών από της υποβολής τους.
2. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις σχετικά με τις επιδόσεις του Προεδρείου, της Διάσκεψης των Προέδρων και των Κοσμητόρων στα καθήκοντα που τους αντιστοιχούν. Οι εν λόγω ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο, κοινοποιούνται στα μέλη και δημοσιεύονται, μαζί με τις απαντήσεις που δίνονται, στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου εντός 30 ημερών από της υποβολής τους.
Τροπολογία 29 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 32
Άρθρο 32
Άρθρο 32
Συγκρότηση των πολιτικών ομάδων
Σύσταση και διάλυση των πολιτικών ομάδων
1. Οι βουλευτές μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση.
1. Οι βουλευτές μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση.
Το Κοινοβούλιο δεν χρειάζεται κανονικά να εκτιμήσει την πολιτική συγγένεια των μελών πολιτικής ομάδας. Όταν βουλευτές σχηματίζουν πολιτική ομάδα βάσει της παρούσας διάταξης του Κανονισμού, οι εν λόγω βουλευτές αποδέχονται εξ ορισμού ότι έχουν συγγενή πολιτική τοποθέτηση. Μόνον εφόσον οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές δεν το αποδέχονται, το Κοινοβούλιο πρέπει να εκτιμήσει εάν η συγκρότηση της ομάδας είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Κανονισμού.
Το Κοινοβούλιο δεν χρειάζεται κανονικά να εκτιμήσει την πολιτική συγγένεια των μελών πολιτικής ομάδας. Όταν βουλευτές σχηματίζουν πολιτική ομάδα βάσει της παρούσας διάταξης του Κανονισμού, οι εν λόγω βουλευτές αποδέχονται εξ ορισμού ότι έχουν συγγενή πολιτική τοποθέτηση. Μόνον εφόσον οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές δεν το αποδέχονται, το Κοινοβούλιο πρέπει να εκτιμήσει εάν η συγκρότηση της ομάδας είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Κανονισμού.
2. Κάθε πολιτική ομάδα απαρτίζεται από βουλευτές που έχουν εκλεγεί στο ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών. Ο ελάχιστος αναγκαίος αριθμός βουλευτών για τη συγκρότηση πολιτικής ομάδας είναι είκοσι πέντε.
2. Κάθε πολιτική ομάδα απαρτίζεται από βουλευτές που έχουν εκλεγεί στο ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών. Ο ελάχιστος αναγκαίος αριθμός βουλευτών για τη συγκρότηση πολιτικής ομάδας είναι είκοσι πέντε.
3. Εάν ο αριθμός των μελών μιας ομάδας μειωθεί κάτω από το απαιτούμενο ελάχιστο όριο, ο Πρόεδρος, κατόπιν συμφωνίας της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να της επιτρέψει να συνεχίσει να υφίσταται έως την επόμενη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
3. Εάν ο αριθμός των μελών μιας ομάδας μειωθεί κάτω από ένα από τα απαιτούμενα ελάχιστα όρια, ο Πρόεδρος, κατόπιν συμφωνίας της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να της επιτρέψει να συνεχίσει να υφίσταται έως την επόμενη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
– τα μέλη εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το ένα πέμπτο τουλάχιστον των κρατών μελών·
– τα μέλη εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το ένα πέμπτο τουλάχιστον των κρατών μελών·
– η ομάδα υφίσταται επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.
– η ομάδα υφίσταται επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.
Ο Πρόεδρος δεν εφαρμόζει την παρούσα παρέκκλιση όταν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την υπόνοια κατάχρησης.
Ο Πρόεδρος δεν εφαρμόζει την παρούσα παρέκκλιση όταν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την υπόνοια κατάχρησης.
4. Κάθε βουλευτής μπορεί να ανήκει σε μία μόνο πολιτική ομάδα.
4. Κάθε βουλευτής μπορεί να ανήκει σε μία μόνο πολιτική ομάδα.
5. Η συγκρότηση πολιτικής ομάδας πρέπει να δηλώνεται στον Πρόεδρο. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα της ομάδας, τα ονόματα των μελών της και τη σύνθεση του Προεδρείου της.
5. Η συγκρότηση πολιτικής ομάδας πρέπει να δηλώνεται στον Πρόεδρο. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα της ομάδας, τα ονόματα των μελών της και τη σύνθεση του Προεδρείου της. Πρέπει να υπογράφεται από όλα τα μέλη της.
6. Η δήλωση περί συγκροτήσεως πολιτικής ομάδας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
6. Η δήλωση επισυνάπτεται στα πρακτικά της περιόδου συνόδου κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώνεται η σύσταση της πολιτικής ομάδας.
6α. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει τη σύσταση των πολιτικών ομάδων στο Κοινοβούλιο. Η ανακοίνωση έχει αναδρομική νομική ισχύ από τη στιγμή κατά την οποία η ομάδα κοινοποίησε τη σύστασή της στον Πρόεδρο, σε συμφωνία με το παρόν άρθρο.
Ο Πρόεδρος ανακοινώνει επίσης τη διάλυση των πολιτικών ομάδων στο Κοινοβούλιο. Η ανακοίνωση έχει νομική ισχύ από την επομένη της ημέρας κατά την οποία παύουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις ύπαρξης της πολιτικής ομάδας.
Τροπολογίες 30 και 461 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 33
Άρθρο 33
Άρθρο 33
Δραστηριότητες και νομική κατάσταση των πολιτικών ομάδων
Δραστηριότητες και νομική κατάσταση των πολιτικών ομάδων
1. Οι πολιτικές ομάδες ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που τους αναθέτει ο Κανονισμός. Οι πολιτικές ομάδες διαθέτουν γραμματεία, στο πλαίσιο του οργανογράμματος της Γενικής Γραμματείας, διοικητικό εξοπλισμό και πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου.
1. Οι πολιτικές ομάδες ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που τους αναθέτει ο Κανονισμός. Οι πολιτικές ομάδες διαθέτουν γραμματεία, στο πλαίσιο του οργανογράμματος της Γενικής Γραμματείας, διοικητικό εξοπλισμό και πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου.
1α. Με την έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, η Διάσκεψη των Προέδρων επιδιώκει την επίτευξη συμφωνίας σε διαδικασίες που να αντανακλούν την πολιτική ποικιλομορφία του Κοινοβουλίου στις επιτροπές, στις αντιπροσωπείες και στους φορείς λήψης αποφάσεων.
2. Το Προεδρείο θεσπίζει ρυθμίσεις για τη διάθεση, τη χρήση και τον έλεγχο του εξοπλισμού και των πιστώσεων αυτών, καθώς και για τις σχετικές μεταβιβάσεις αρμοδιοτήτων όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
2. Το Προεδρείο, έχοντας υπόψη οποιαδήποτε πρόταση διατυπώνει η Διάσκεψη των Προέδρων, θεσπίζει ρυθμίσεις για τη διάθεση, τη χρήση και τον έλεγχο του εξοπλισμού και των πιστώσεων αυτών, καθώς και για τις σχετικές μεταβιβάσεις αρμοδιοτήτων όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού και τις επιπτώσεις σε περίπτωση μη τήρησής τους.
3. Οι εν λόγω ρυθμίσεις προβλέπουν τις διοικητικές και δημοσιονομικές συνέπειες σε περίπτωση διάλυσης πολιτικής ομάδας.
3. Οι εν λόγω ρυθμίσεις προβλέπουν τις διοικητικές και δημοσιονομικές συνέπειες σε περίπτωση διάλυσης πολιτικής ομάδας.
Τροπολογία 31 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 34
Άρθρο 34
Άρθρο 34
Διακομματικές ομάδες
Διακομματικές ομάδες
1. Μεμονωμένοι βουλευτές μπορεί να σχηματίζουν διακομματικές ομάδες ή άλλες ανεπίσημες ομάδες βουλευτών για την πραγματοποίηση άτυπης διακομματικής ανταλλαγής απόψεων επί συγκεκριμένων ζητημάτων, συνεργαζόμενοι με μέλη διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών, και για την προώθηση των επαφών μεταξύ βουλευτών και κοινωνίας των πολιτών.
1. Μεμονωμένοι βουλευτές μπορεί να σχηματίζουν διακομματικές ομάδες ή άλλες ανεπίσημες ομάδες βουλευτών για την πραγματοποίηση άτυπης διακομματικής ανταλλαγής απόψεων επί συγκεκριμένων ζητημάτων, συνεργαζόμενοι με μέλη διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών, και για την προώθηση των επαφών μεταξύ βουλευτών και κοινωνίας των πολιτών.
2. Οι εν λόγω ομάδες δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγχυση με τις επίσημες δραστηριότητες του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του. Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των όρων που θεσπίζουν οι διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση των διακομματικών ομάδων που ενέκρινε το Προεδρείο, οι πολιτικές ομάδες μπορούν να διευκολύνουν τις δραστηριότητες των διακομματικών ομάδων παρέχοντάς τους υλικοτεχνική υποστήριξη.
2. Οι εν λόγω ομάδες είναι απολύτως διαφανείς στις δράσεις τους και δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγχυση με τις επίσημες δραστηριότητες του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του. Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των όρων που θεσπίζουν οι διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση των διακομματικών ομάδων που ενέκρινε το Προεδρείο, οι πολιτικές ομάδες μπορούν να διευκολύνουν τις δραστηριότητες των διακομματικών ομάδων παρέχοντάς τους υλικοτεχνική υποστήριξη.
Οι εν λόγω ομάδες οφείλουν να δηλώνουν κάθε υποστήριξη, σε χρήματα ή σε είδος (π.χ. γραμματειακή υποστήριξη), η οποία, εάν εδίδετο ατομικά στους βουλευτές, θα έπρεπε να δηλωθεί δυνάμει του παραρτήματος Ι.
3. Οι διακομματικές ομάδες οφείλουν να δηλώνουν ανά έτος κάθε υποστήριξη, σε χρήματα ή σε είδος (π.χ. γραμματειακή υποστήριξη), η οποία, εάν εδίδετο ατομικά στους βουλευτές, θα έπρεπε να δηλωθεί δυνάμει του παραρτήματος Ι.
Οι Κοσμήτορες τηρούν μητρώο των δηλώσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. Το μητρώο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου. Οι κοσμήτορες εγκρίνουν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις εν λόγω δηλώσεις.
4. Οι Κοσμήτορες τηρούν μητρώο των δηλώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Το μητρώο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου. Οι κοσμήτορες εγκρίνουν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις εν λόγω δηλώσεις και μεριμνούν για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Τροπολογία 32 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – τίτλος
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ, ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Τροπολογία 33 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 37
Άρθρο 37
Άρθρο 37
Πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής
Ετήσιος προγραμματισμός
1. Το Κοινοβούλιο συμβάλλει από κοινού με την Επιτροπή και το Συμβούλιο στον καθορισμό του νομοθετικού προγραμματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Το Κοινοβούλιο συμβάλλει από κοινού με την Επιτροπή και το Συμβούλιο στον καθορισμό του νομοθετικού προγραμματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται κατά την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής – που αποτελεί τη συμβολή της Επιτροπής στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης – με βάση χρονοδιάγραμμα και διαδικασίες που συμφωνούνται από κοινού από τα δύο όργανα και επισυνάπτονται στον παρόντα Κανονισμό8.
Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται κατά την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής – που αποτελεί τη συμβολή της Επιτροπής στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης – με βάση χρονοδιάγραμμα και διαδικασίες που συμφωνούνται από κοινού από τα δύο όργανα8.
1α. Μετά την έγκριση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 7 της διοργανικής συμφωνίας, της 13ης Απριλίου 2016, για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου8α, ανταλλάσσουν απόψεις και συμφωνούν σε μία κοινή δήλωση για τον ετήσιο διοργανικό προγραμματισμό που ορίζει τους ευρύτερους στόχους και τις προτεραιότητες.
Πριν από τις διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την κοινή δήλωση, ο Πρόεδρος προβαίνει σε ανταλλαγή απόψεων με τη Διάσκεψη των Προέδρων και τη Διάσκεψη των Προέδρων Επιτροπών σχετικά με τους ευρύτερους στόχους και τις προτεραιότητες του Κοινοβουλίου.
Πριν από την υπογραφή της κοινής δήλωσης, ο Πρόεδρος ζητεί την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων.
2. Σε επείγουσες και απρόβλεπτες περιπτώσεις, ένα θεσμικό όργανο μπορεί, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τις Συνθήκες διαδικασίες, να προτείνει την προσθήκη νομοθετικού μέτρου, πέραν αυτών που προτείνονται με το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής.
3. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το εγκεκριμένο από το Κοινοβούλιο ψήφισμα στα άλλα θεσμικά όργανα που συμβάλλουν στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.
3. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει οποιοδήποτε εγκεκριμένο από το Κοινοβούλιο ψήφισμα σχετικά με τον νομοθετικό σχεδιασμό και τις προτεραιότητες στα άλλα θεσμικά όργανα που συμβάλλουν στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.
Ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει επί του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, καθώς και επί του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου.
4. Εφόσον θεσμικό όργανο αδυνατεί να τηρήσει το εγκριθέν χρονοδιάγραμμα, γνωστοποιεί στα άλλα θεσμικά όργανα τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει νέο χρονοδιάγραμμα.
4α. Εάν η Επιτροπή προτίθεται να αποσύρει μια πρόταση, η αρμόδια επιτροπή καλεί τον αρμόδιο Επίτροπο σε συνεδρίαση για να συζητηθεί η εν λόγω πρόθεση. Σε μια τέτοια συνάντηση μπορεί να προσκληθεί και η Προεδρία του Συμβουλίου. Εάν η αρμόδια επιτροπή διαφωνεί με την σχεδιαζόμενη απόσυρση, δύναται να ζητήσει να προβεί η Επιτροπή σε δήλωση ενώπιον του Kοινοβουλίου. Εφαρμόζεται το άρθρο 123.
__________________
__________________
8Βλέπε παράρτημα XIII.
8Συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47).
8α ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.
Τροπολογία 34 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 38
Άρθρο 38
Άρθρο 38
Τήρηση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων
1. Το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων του, σέβεται πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων του, σέβεται πλήρως τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που αναγνωρίζονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στις αξίες που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 αυτής.
Το Κοινοβούλιο σέβεται επίσης πλήρως τα δικαιώματα και τις αρχές που κατοχυρώνουν το άρθρο 2 και το άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Όταν η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές διατυπώνουν την άποψη ότι πρόταση νομοθετικής πράξης ή ορισμένα τμήματά της δεν είναι συμβατά με τα δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ζήτημα παραπέμπεται, μετά από αίτησή τους, στην αρμόδια για την ερμηνεία του Χάρτη επιτροπή. Η γνώμη της επιτροπής αυτής επισυνάπτεται ως παράρτημα στην έκθεση της αρμόδιας επιτροπής.
2. Όταν η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές διατυπώνουν την άποψη ότι πρόταση νομοθετικής πράξης ή ορισμένα τμήματά της δεν είναι συμβατά με τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ζήτημα παραπέμπεται, μετά από αίτησή τους, στην αρμόδια για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιτροπή.
2α. Η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός τεσσάρων εργάσιμων εβδομάδων από την αναγγελία στην Ολομέλεια της παραπομπής στην επιτροπή.
2β. Η γνώμη της αρμόδιας για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιτροπής επισυνάπτεται ως παράρτημα στην έκθεση της αρμόδιας επιτροπής.
Τροπολογία 36 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 39
Άρθρο 39
Άρθρο 39
Έλεγχος της νομικής βάσης
Έλεγχος της νομικής βάσης
1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει πρώτα τη νομική βάση για κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης ή άλλο έγγραφο νομοθετικού χαρακτήρα.
1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει πρώτα τη νομική βάση για κάθε πρόταση νομικά δεσμευτικών πράξεων.
2. Εφόσον η αρμόδια επιτροπή αμφισβητεί την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, περιλαμβανομένου και του ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας για τα νομικά θέματα επιτροπής.
2. Εφόσον η αρμόδια επιτροπή αμφισβητεί την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, περιλαμβανομένου και του ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας για τα νομικά θέματα επιτροπής.
3. Η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη νομική βάση των προτεινομένων νομοθετικών πράξεων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
3. Η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη νομική βάση σε οποιοδήποτε στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
4. Εάν η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή αποφασίσει να αμφισβητήσει την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει επ’ αυτών πριν από την ψηφοφορία επί της ουσίας της πρότασης.
4. Εφόσον αρμόζει, μετά την ανταλλαγή απόψεων με το Συμβούλιο και την Επιτροπή σύμφωνα με τις διευθετήσεις που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο1α, εάν η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή αποφασίσει να αμφισβητήσει την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο. Με την επιφύλαξη του άρθρου 63, το Κοινοβούλιο ψηφίζει επ’ αυτών πριν από την ψηφοφορία επί της ουσίας της πρότασης.
5. Οι τροπολογίες που υποβάλλονται στην Ολομέλεια με στόχο την τροποποίηση της νομικής βάσης προτεινόμενης νομοθετικής πράξης, χωρίς η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή ή η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή να έχουν αμφισβητήσει την ισχύ και καταλληλότητα της νομικής αυτής βάσης, είναι απαράδεκτες.
5. Οι τροπολογίες που υποβάλλονται στην Ολομέλεια με στόχο την τροποποίηση της νομικής βάσης, χωρίς η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή ή η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή να έχουν αμφισβητήσει την ισχύ και καταλληλότητα της νομικής αυτής βάσης, είναι απαράδεκτες.
6. Εάν η Επιτροπή δεν δέχεται να τροποποιήσει την πρότασή της ώστε να ευθυγραμμίζεται με τη νομική βάση που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, ο εισηγητής ή ο πρόεδρος της επιτροπής για τα νομικά θέματα ή της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής μπορούν να προτείνουν την αναβολή της ψηφοφορίας επί της ουσίας της πρότασης για προσεχή συνεδρίαση.
__________________
1α Διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, παράγραφος 25 (ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1).
Τροπολογία 37 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 40
Άρθρο 40
Άρθρο 40
Ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων
Ανάθεση νομοθετικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων
1. Κατά τον έλεγχο πρότασης για νομοθετική πράξη που αναθέτει εξουσίες στην Επιτροπή κατά το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους στόχους, στο περιεχόμενο, στην έκταση και στη διάρκεια της εξουσιοδότησης, καθώς και στις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται αυτή.
1. Κατά τον έλεγχο πρότασης για νομοθετική πράξη που αναθέτει εξουσίες στην Επιτροπή κατά το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους στόχους, στο περιεχόμενο, στην έκταση και στη διάρκεια της εξουσιοδότησης, καθώς και στις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται αυτή.
1α. Κατά τον έλεγχο πρότασης για νομοθετική πράξη που αναθέτει εκτελεστικές αρμοδιότητες, κατά το άρθρο 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στο ότι η Επιτροπή, κατά την άσκηση εκτελεστικής αρμοδιότητας, δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να συμπληρώσει τη νομοθετική πράξη, ακόμη και όσον αφοράτα μη ουσιώδη στοιχεία της.
2. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.
2. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.
3. Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, να εξετάσει ερωτήσεις που αφορούν την ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
3. Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, να εξετάσει ερωτήσεις που αφορούν την ανάθεση νομοθετικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
Τροπολογία 38 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 41
Άρθρο 41
Άρθρο 41
Έλεγχος της δημοσιονομικής συμβατότητας
Έλεγχος της δημοσιονομικής συμβατότητας
1. Εάν η πρόταση νομοθετικής πράξης έχει οικονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο εξετάζει εάν παρέχονται επαρκείς οικονομικοί πόροι.
1. Εάν η πρόταση νομικά δεσμευτικής πράξης έχει οικονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο εξετάζει εάν παρέχονται επαρκείς οικονομικοί πόροι.
2. Για κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης ή άλλο έγγραφο νομοθετικού χαρακτήρα, και με την επιφύλαξη του άρθρου 47, η αρμόδια επιτροπή ελέγχει τη δημοσιονομική συμβατότητα της αντίστοιχης πράξης με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.
2. Για κάθε πρόταση νομικά δεσμευτικής πράξης η αρμόδια επιτροπή ελέγχει τη δημοσιονομική συμβατότητά της με τον πολυετή δημοσιονομικό κανονισμό-πλαίσιο.
3. Εάν η αρμόδια επιτροπή τροποποιήσει τη χρηματοδότηση της υπό εξέταση πράξης, ζητεί τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού.
3. Εάν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή τροποποιήσει τη χρηματοδότηση της υπό εξέταση πράξης, ζητεί τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού.
4. Η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη δημοσιονομική συμβατότητα προτάσεων νομοθετικών πράξεων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
4. Η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη δημοσιονομική συμβατότητα προτάσεων νομικά δεσμευτικών πράξεων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
5. Εάν η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού αποφασίσει να αμφισβητήσει τη δημοσιονομική συμβατότητα της πρότασης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο, το οποίο τα θέτει σε ψηφοφορία.
5. Εάν η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού αποφασίσει να αμφισβητήσει τη δημοσιονομική συμβατότητα της πρότασης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο, πριν το Kοινοβούλιο ψηφίσει επί της πρότασης.
6. Πράξεις κριθείσες ως ασύμβατες μπορούν να εγκρίνονται από το Κοινοβούλιο με την επιφύλαξη των αποφάσεων της Αρμόδιας επί του Προϋπολογισμού Αρχής.
Τροπολογία 39 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 42
Άρθρο 42
Άρθρο 42
Εξέταση της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας
Εξέταση της τήρησης των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας
1. Το Κοινοβούλιο, κατά την εξέταση πρότασης νομοθετικής πράξης, δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.
1. Το Κοινοβούλιο, κατά την εξέταση πρότασης νομοθετικής πράξης, δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.
2. Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας μπορεί να αποφασίσει να απευθύνει συστάσεις προς την επιτροπή που είναι αρμόδια για κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης.
2. Μόνο η επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας μπορεί να αποφασίσει να απευθύνει συστάσεις προς την επιτροπή που είναι αρμόδια επί της ουσίας για μια πρόταση νομοθετικής πράξης.
3. Εάν εθνικό κοινοβούλιο διαβιβάσει στον Πρόεδρο αιτιολογημένη γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου για την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, το έγγραφο αυτό διαβιβάζεται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και, προς ενημέρωση, στην επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας.
4. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατεπείγοντος σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν προβαίνει στην τελική ψηφοφορία εφόσον δεν παρέλθει η προθεσμία των οκτώ εβδομάδων που θεσπίζει το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.
4. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατεπείγοντος που αναφέρονται στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν προβαίνει στην τελική ψηφοφορία προτού παρέλθει η προθεσμία των οκτώ εβδομάδων που θεσπίζει το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.
4α. Εάν εθνικό κοινοβούλιο διαβιβάσει στον Πρόεδρο αιτιολογημένη γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το έγγραφο αυτό διαβιβάζεται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και, προς ενημέρωση, στην επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας.
5. Όταν οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στο ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων που έχουν χορηγηθεί στα εθνικά κοινοβούλια ή, στην περίπτωση πρότασης νομοθετικής πράξης που έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 76 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο ένα τέταρτο των ψήφων αυτών, το Κοινοβούλιο αποφασίζει αφού προηγουμένως ο συντάκτης της πρότασης έχει δηλώσει με ποιον τρόπο προτίθεται να ενεργήσει.
5. Όταν οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στο ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων που έχουν χορηγηθεί στα εθνικά κοινοβούλια ή, στην περίπτωση πρότασης νομοθετικής πράξης που έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 76 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο ένα τέταρτο των ψήφων αυτών, το Κοινοβούλιο αποφασίζει αφού προηγουμένως ο συντάκτης της πρότασης έχει δηλώσει με ποιον τρόπο προτίθεται να ενεργήσει.
6. Όταν, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στην απλή πλειοψηφία των ψήφων που διαθέτουν τα εθνικά κοινοβούλια, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, αφού εξετάσει τις αιτιολογημένες γνώμες των εθνικών κοινοβουλίων και της Επιτροπής, και αφού ακούσει τις απόψεις της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, είτε συνιστά στο Κοινοβούλιο να απορρίψει την πρόταση λόγω παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας είτε υποβάλλει στο Κοινοβούλιο άλλη σύσταση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις τροπολογιών σχετικών με την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας. Η γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας επισυνάπτεται στη σύσταση αυτή.
6. Όταν, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στην απλή πλειοψηφία των ψήφων που διαθέτουν τα εθνικά κοινοβούλια, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, αφού εξετάσει τις αιτιολογημένες γνώμες των εθνικών κοινοβουλίων και της Επιτροπής, και αφού ακούσει τις απόψεις της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, είτε συνιστά στο Κοινοβούλιο να απορρίψει την πρόταση λόγω παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας είτε υποβάλλει στο Κοινοβούλιο άλλη σύσταση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις τροπολογιών σχετικών με την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας. Η γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας επισυνάπτεται στη σύσταση αυτή.
Η σύσταση υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο προς συζήτηση και ψηφοφορία. Εάν σύσταση για την απόρριψη της πρότασης γίνει δεκτή με την πλειοψηφία των εκφρασθεισών ψήφων, ο Πρόεδρος κηρύσσει την περάτωση της διαδικασίας. Εάν το Κοινοβούλιο δεν απορρίψει την πρόταση, η διαδικασία συνεχίζεται, λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο.
Η σύσταση υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο προς συζήτηση και ψηφοφορία. Εάν σύσταση για την απόρριψη της πρότασης γίνει δεκτή με την πλειοψηφία των εκφρασθεισών ψήφων, ο Πρόεδρος κηρύσσει την περάτωση της διαδικασίας. Εάν το Κοινοβούλιο δεν απορρίψει την πρόταση, η διαδικασία συνεχίζεται, λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο.
Τροπολογία 40 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 44
Άρθρο 44
Άρθρο 44
Εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου
Εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου
Όταν το Συμβούλιο καλεί το Κοινοβούλιο να συμμετάσχει σε συνεδρίαση του Συμβουλίου στην οποία το Συμβούλιο ενεργεί ως νομοθέτης, ο Πρόεδρος ζητεί από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, ή από άλλο βουλευτή που ορίζει η επιτροπή, να εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο.
Όταν το Συμβούλιο καλεί το Κοινοβούλιο να συμμετάσχει σε συνεδρίαση του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος ζητεί από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής, ή από άλλο βουλευτή που ορίζει η επιτροπή, να εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο.
Τροπολογία 41 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 45
Άρθρο 45
Άρθρο 45
Δικαιώματα πρωτοβουλίας που έχουν μεταβιβαστεί στο Κοινοβούλιο βάσει των Συνθηκών
Το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να υποβάλλει προτάσεις
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Συνθήκες μεταβιβάζουν στο Κοινοβούλιο δικαίωμα πρωτοβουλίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Συνθήκες μεταβιβάζουν στο Κοινοβούλιο δικαίωμα πρωτοβουλίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 52.
Η έκθεση περιλαμβάνει:
Η έκθεση περιλαμβάνει:
α) πρόταση ψηφίσματος·
α) πρόταση ψηφίσματος·
β) κατά περίπτωση, σχέδιο απόφασης ή σχέδιο πρότασης
β) σχέδιο πρότασης·
γ) αιτιολογική έκθεση, η οποία περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, δημοσιονομικό δελτίο.
γ) αιτιολογική έκθεση, η οποία περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, δημοσιονομικό δελτίο.
Όταν η έγκριση πράξης από το Κοινοβούλιο απαιτεί την έγκριση ή τη συναίνεση του Συμβουλίου και τη γνώμη ή τη συναίνεση της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο δύναται, μετά την ψηφοφορία επί της προταθείσας πράξης και κατόπιν προτάσεως του εισηγητή, να αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία επί της προτάσεως ψηφίσματος, έως ότου το Συμβούλιο ή η Επιτροπή διατυπώσουν τη θέση τους.
Όταν η έγκριση πράξης από το Κοινοβούλιο απαιτεί την έγκριση ή τη συναίνεση του Συμβουλίου και τη γνώμη ή τη συναίνεση της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο δύναται, μετά την ψηφοφορία επί της προταθείσας πράξης και κατόπιν προτάσεως του εισηγητή, να αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία επί της προτάσεως ψηφίσματος, έως ότου το Συμβούλιο ή η Επιτροπή διατυπώσουν τη θέση τους.
Τροπολογία 42 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 46
Άρθρο 46
Άρθρο 46
Πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Αίτηση προς την Επιτροπή για την εκ μέρους της υποβολή προτάσεως
1. Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να του υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε κατάλληλη πρόταση για την έκδοση νέων ή την τροποποίηση υφισταμένων πράξεων με την έγκριση ψηφίσματος βάσει έκθεσης πρωτοβουλίας της αρμόδιας επιτροπής, που καταρτίζεται κατά το άρθρο 52. Το ψήφισμα εγκρίνεται κατά την τελική ψηφοφορία με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο μπορεί ταυτόχρονα να ορίσει προθεσμία για την υποβολή της πρότασης.
1. Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να του υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε κατάλληλη πρόταση για την έκδοση νέων ή την τροποποίηση υφισταμένων πράξεων με την έγκριση ψηφίσματος βάσει έκθεσης πρωτοβουλίας της αρμόδιας επιτροπής, που καταρτίζεται κατά το άρθρο 52. Το ψήφισμα εγκρίνεται κατά την τελική ψηφοφορία με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο μπορεί ταυτόχρονα να ορίσει προθεσμία για την υποβολή της πρότασης.
2. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση για πράξη της Ένωσης στο πλαίσιο του δικαιώματος πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου κατά το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση για πράξη της Ένωσης στο πλαίσιο του δικαιώματος πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου κατά το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πρόταση αυτή μπορεί να κατατεθεί από κοινού από 10 το πολύ βουλευτές. Η πρόταση καθορίζει τη νομική της βάση και μπορεί να συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση το πολύ 150 λέξεων.
Η πρόταση αυτή μπορεί να κατατεθεί από κοινού από 10 το πολύ βουλευτές. Η πρόταση καθορίζει τη νομική βάση επί της οποίας υποβάλλεται και μπορεί να συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση το πολύ 150 λέξεων.
Η πρόταση υποβάλλεται στον Πρόεδρο, ο οποίος ελέγχει κατά πόσον πληρούνται οι νόμιμες απαιτήσεις. Ο Πρόεδρος μπορεί να διαβιβάσει την πρόταση προς γνωμοδότηση ως προς την καταλληλόλητα της νομικής της βάσης στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τον έλεγχο αυτό. Εάν ο Πρόεδρος κρίνει την πρόταση παραδεκτή, την ανακοινώνει στην Ολομέλεια και τη διαβιβάζει στην αρμόδια επιτροπή.
Πριν τη διαβίβαση στην αρμόδια επιτροπή, η πρόταση μεταφράζεται σε όσες επίσημες γλώσσες κρίνει αναγκαίες ο πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής, προκειμένου να καταστεί δυνατή μια συνοπτική εξέταση.
Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει για τις περαιτέρω ενέργειες εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση και αφού δοθεί στους συντάκτες της πρότασης η δυνατότητα ακρόασής τους από αυτήν.
Τα ονόματα των συντακτών της πρότασης αναφέρονται στον τίτλο της έκθεσης.
3. Η πρόταση υποβάλλεται στον Πρόεδρο, ο οποίος ελέγχει κατά πόσον πληρούνται οι νόμιμες απαιτήσεις. Ο Πρόεδρος μπορεί να διαβιβάσει την πρόταση προς γνωμοδότηση ως προς την καταλληλόλητα της νομικής της βάσης στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τον έλεγχο αυτό. Εάν ο Πρόεδρος κρίνει την πρόταση παραδεκτή, την ανακοινώνει στην Ολομέλεια και τη διαβιβάζει στην αρμόδια επιτροπή.
Πριν τη διαβίβαση στην αρμόδια επιτροπή, η πρόταση μεταφράζεται σε όσες επίσημες γλώσσες κρίνει αναγκαίες ο πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής, προκειμένου να καταστεί δυνατή μια συνοπτική εξέταση.
Η επιτροπή μπορεί να συστήσει στον Πρόεδρο να θέσει την πρόταση προς υπογραφή από οιονδήποτε βουλευτή, υπό την επιφύλαξη των όρων και προθεσμιών που τίθενται στο άρθρο 136 παράγραφος 2, στο άρθρο 136 παράγραφος 3 και στο άρθρο 136 παράγραφος 7.
Εφόσον η πρόταση αυτή υπογραφεί από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, θεωρείται ότι η Διάσκεψη των Προέδρων έχει παράσχει άδεια για την εκπόνηση έκθεσης επί της πρότασης. Η επιτροπή εκπονεί έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 52, ύστερα από ακρόαση των συντακτών της πρότασης.
Εφόσον μια πρόταση δεν υποβληθεί για πρόσθετες υπογραφές ή δεν υπογραφεί από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει για την περαιτέρω διαδικασία εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση και κατόπιν ακροάσεως των συντακτών της πρότασης.
Τα ονόματα των συντακτών της πρότασης αναφέρονται στον τίτλο της έκθεσης.
4. Το ψήφισμα του Κοινοβουλίου προσδιορίζει την κατάλληλη νομοθετική βάση και συνοδεύεται από λεπτομερείς συστάσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της ζητούμενης πρότασης, η οποία θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αρχή της επικουρικότητας.
4. Το ψήφισμα του Κοινοβουλίου προσδιορίζει την κατάλληλη νομοθετική βάση και συνοδεύεται από συστάσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της ζητούμενης πρότασης.
5. Εάν η ζητούμενη πρόταση έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο ορίζει τα μέσα για να εξασφαλισθεί επαρκής οικονομική κάλυψη.
5. Εάν η ζητούμενη πρόταση έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο ορίζει τα μέσα για να εξασφαλισθεί επαρκής οικονομική κάλυψη.
6. Η αρμόδια επιτροπή παρακολουθεί την πρόοδο κάθε πρότασης νομοθετικής πράξης που καταρτίζεται μετά από ειδική αίτηση του Κοινοβουλίου.
6. Η αρμόδια επιτροπή παρακολουθεί την πρόοδο κάθε πρότασης νομικής πράξης της Ένωσης που καταρτίζεται μετά από ειδική αίτηση του Κοινοβουλίου.
6α. H Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών παρακολουθεί τακτικά κατά πόσο η Επιτροπή τηρεί την παράγραφο 10 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, βάσει της οποίας η Επιτροπή οφείλει να απαντήσει εντός τριών μηνών σε αίτηση για υποβολή προτάσεων, εκδίδοντας ειδική ανακοίνωση όπου θα δηλώνει τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί σε συνέχεια της αίτησης. Υποβάλλει τακτικά έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων για τα αποτελέσματα αυτής της παρακολούθησης.
Τροπολογία 43 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 47
Άρθρο 47
Άρθρο 47
Εξέταση των νομοθετικών εγγράφων
Εξέταση των νομικά δεσμευτικών πράξεων
1. Προτάσεις νομοθετικών πράξεων ή άλλα έγγραφα νομοθετικού χαρακτήρα παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση.
1. Προτάσεις νομικά δεσμευτικών πράξεων που έχουν διαβιβασθεί από άλλα όργανα ή κράτη μέλη παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση.
Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο Πρόεδρος μπορεί να εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 201 παράγραφος 2 πριν από την ανακοίνωση στο Σώμα της παραπομπής στην αρμόδια επιτροπή.
Εφόσον πρόταση περιέχεται στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή, ο οποίος θα παρακολουθήσει την κατάρτιση της πρότασης.
Οι διαβουλεύσεις που ζητεί το Συμβούλιο ή οι αιτήσεις γνωμοδότησης εκ μέρους της Επιτροπής διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση της σχετικής πρότασης.
Οι διατάξεις για την πρώτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται με τα άρθρα 38 έως 46, 57 έως 63 και 75, εφαρμόζονται στις προτάσεις νομοθετικών πράξεων, ανεξαρτήτως του αν απαιτούν μία, δύο ή τρεις αναγνώσεις.
1α. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο Πρόεδρος μπορεί, πριν ανακοινωθεί στο Kοινοβούλιο η παραπομπή στην αρμόδια επιτροπή, να υποβάλλει στη Διάσκεψη των Προέδρων ερώτημα περί αρμοδιότητας. Η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει την απόφασή της βάσει σύστασης της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών ή του Προέδρου της, βάσει του άρθρου 201α παράγραφος 2.
1β. H αρμόδια επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει να ορίσει εισηγητή ο οποίος θα παρακολουθήσει την προκαταρκτική φάση της πρότασης. Θα μεριμνήσει ιδιαιτέρως να το πράξει εάν η πρόταση περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα Εργασίας της Επιτροπής.
2. Οι θέσεις του Συμβουλίου παραπέμπονται, για εξέταση, στην αρμόδια επιτροπή σε πρώτη ανάγνωση.
Οι διατάξεις για τη δεύτερη ανάγνωση, όπως προβλέπονται με τα άρθρα 64 έως 69 και 76, εφαρμόζονται στις θέσεις του Συμβουλίου.
3. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου μετά τη δεύτερη ανάγνωση, δεν μπορεί να γίνει αναπομπή σε επιτροπή.
Οι διατάξεις για την τρίτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 70, 71 και 72, εφαρμόζονται στη διαδικασία συνδιαλλαγής.
4. Τα άρθρα 49, 50, 53, 59 παράγραφοι 1 και 3, 60, 61 και 188 δεν εφαρμόζονται κατά τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.
5. Αν η διάταξη του Κανονισμού σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση αντίκειται σε άλλη διάταξη του Κανονισμού, υπερέχει η διάταξη η σχετική με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.
5. Αν η διάταξη του Κανονισμού σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση αντίκειται σε άλλη διάταξη του Κανονισμού, υπερέχει η διάταξη η σχετική με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.
Τροπολογία 44 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 47 α (νέο)
Άρθρο 47α
Επιτάχυνση των νομοθετικών διαδικασιών
Είναι δυνατό να εγκριθεί από την αρμόδια ή τις αρμόδιες επιτροπές η επιτάχυνση των νομοθετικών διαδικασιών σε συντονισμό με το Συμβούλιο και την Επιτροπή, σε σχέση με συγκεκριμένες προτάσεις, επιλεγόμενες ιδίως μεταξύ των προτάσεων που έχουν χαρακτηριστεί ως προτεραιότητες στην κοινή δήλωση για τον ετήσιο διοργανικό προγραμματισμό σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1α.
Τροπολογία 45 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 48
Άρθρο 48
Άρθρο 48
Νομοθετικές διαδικασίες σχετικά με πρωτοβουλίες που υποβάλλουν κράτη μέλη
Νομοθετικές διαδικασίες σχετικά με πρωτοβουλίες προερχόμενες από θεσμικά όργανα άλλα από την Επιτροπή ή από κράτη μέλη
1. Οι πρωτοβουλίες που έχουν υποβάλει κράτη μέλη κατά το άρθρο 76 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξετάζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 38 έως 43, 47 και 59 του Κανονισμού.
1. Κατά την εξέταση πρωτοβουλιών που προέρχονται από θεσμικά όργανα άλλα από την Επιτροπή ή από κράτη μέλη, η αρμόδια επιτροπή δύναται να καλέσει εκπροσώπους των αντίστοιχων οργάνων ή των κρατών μελών από τα οποία προέρχεται η πρωτοβουλία να παρουσιάσουν την πρωτοβουλία τους στην επιτροπή. Οι εκπρόσωποι των κρατών μελών από τα οποία προέρχεται η πρωτοβουλία μπορεί να συνοδεύονται από την Προεδρία του Συμβουλίου.
2. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να προσκαλέσει εκπροσώπους των κρατών μελών από τα οποία προέρχεται η πρωτοβουλία για να της παρουσιάσουν την πρωτοβουλία τους. Οι εκπρόσωποι αυτοί μπορεί να συνοδεύονται από την Προεδρία του Συμβουλίου.
3. Πριν η αρμόδια επιτροπή προβεί σε ψηφοφορία, ερωτά την Επιτροπή εάν επεξεργάζεται γνωμοδότηση επί της πρωτοβουλίας. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, η επιτροπή δεν εγκρίνει την έκθεσή της προτού λάβει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής.
3. Πριν η αρμόδια επιτροπή προβεί σε ψηφοφορία, ερωτά την Επιτροπή εάν επεξεργάζεται γνωμοδότηση επί της πρωτοβουλίας ή αν προτίθεται να υποβάλει εναλλακτική πρόταση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εάν η απάντηση την οποία λάβει είναι καταφατική, η επιτροπή δεν εγκρίνει την έκθεσή της προτού λάβει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής ή εναλλακτική πρόταση.
4. Όταν στο Κοινοβούλιο παραπέμπονται ταυτόχρονα ή σε μικρό χρονικό διάστημα δύο ή περισσότερες πρωτοβουλίες, προερχόμενες από την Επιτροπή και/ή κράτη μέλη, με το ίδιο νομοθετικό αντικείμενο, το Κοινοβούλιο τις εξετάζει σε ενιαία έκθεση. Στην έκθεσή της, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αναφέρει ποιο κείμενο αφορούν οι τροπολογίες που προτείνει, και το νομοθετικό ψήφισμα περιλαμβάνει αναφορά σε όλα τα υπόλοιπα κείμενα.
4. Όταν στο Κοινοβούλιο παραπέμπονται ταυτόχρονα ή σε μικρό χρονικό διάστημα δύο ή περισσότερες πρωτοβουλίες, προερχόμενες από την Επιτροπή και/ή άλλο θεσμικό όργανο και/ή τα κράτη μέλη, με το ίδιο νομοθετικό αντικείμενο, το Κοινοβούλιο τις εξετάζει σε ενιαία έκθεση. Στην έκθεσή της, η αρμόδια επιτροπή αναφέρει ποιο κείμενο αφορούν οι τροπολογίες που προτείνει, και το νομοθετικό ψήφισμα περιλαμβάνει αναφορά σε όλα τα υπόλοιπα κείμενα.
Τροπολογία 46 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 49
Άρθρο 49
Άρθρο 49
Νομοθετικές εκθέσεις
Νομοθετικές εκθέσεις
1. Ο πρόεδρος της επιτροπής στην οποία έχει παραπεμφθεί πρόταση νομοθετικής πράξης προτείνει στην επιτροπή την ακολουθητέα διαδικασία.
1. Ο πρόεδρος της επιτροπής στην οποία έχει παραπεμφθεί νομικά δεσμευτική πράξη προτείνει στην επιτροπή την ακολουθητέα διαδικασία.
2. Μετά από τη λήψη της απόφασης επί της ακολουθητέας διαδικασίας και εάν το άρθρο 50 δεν τυγχάνει εφαρμογής, η επιτροπή ορίζει εισηγητή επί της προτάσεως νομοθετικής πράξης μεταξύ των μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών, εφόσον τούτο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί βάσει του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής που θεσπίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37.
2. Μετά από τη λήψη της απόφασης επί της ακολουθητέας διαδικασίας και εάν η απλοποιημένη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 50 δεν τυγχάνει εφαρμογής, η επιτροπή ορίζει εισηγητή επί της προτάσεως νομοθετικής πράξης μεταξύ των μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών, εφόσον τούτο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί βάσει του άρθρου 47 παράγραφος 1β.
3. Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:
3. Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:
α) τις ενδεχόμενες τροπολογίες επί της πρότασης, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις οι οποίες γράφονται με την ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας·
α) τις ενδεχόμενες τροπολογίες επί της πρότασης, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις οι οποίες γράφονται με την ευθύνη του συντάκτη και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας·
β) το νομοθετικό ψήφισμα, κατά το άρθρο 59 παράγραφος 2·
β) το νομοθετικό ψήφισμα, κατά το άρθρο 59 παράγραφος 1γ·
γ) αιτιολογική έκθεση, εφόσον απαιτείται, συμπεριλαμβανομένου δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.
γ) αιτιολογική έκθεση, εφόσον απαιτείται, συμπεριλαμβανομένου, εφόσον είναι αναγκαίο, δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.
γα) εάν είναι διαθέσιμη, παραπομπή στην Εκτίμηση Επιπτώσεων του Kοινοβουλίου.
Τροπολογία 47 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 50
Άρθρο 50
Άρθρο 50
Απλοποιημένη διαδικασία
Απλοποιημένη διαδικασία
1. Μετά από πρώτη συζήτηση επί προτάσεως νομοθετικής πράξης, ο πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να προτείνει την έγκρισή της χωρίς τροποποίηση. Αν δεν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, ο πρόεδρος υποβάλλει στην Ολομέλεια έκθεση που εγκρίνει την πρόταση. Εφαρμόζεται το άρθρο 150 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παράγραφος 2 και παράγραφος 4.
1. Μετά από πρώτη συζήτηση επί προτάσεως νομοθετικής πράξης, ο πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να προτείνει την έγκρισή της χωρίς τροποποίηση. Αν δεν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, η προταθείσα διαδικασία θεωρείται εγκριθείσα. Ο πρόεδρος ή ο εισηγητής, εφόσον έχει οριστεί, υποβάλλει στην Ολομέλεια έκθεση που εγκρίνει την πρόταση. Εφαρμόζεται το άρθρο 150 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παράγραφοι 2 και 4.
2. Ο Πρόεδρος μπορεί εναλλακτικά να προτείνει την εκ μέρους του ή εκ μέρους του εισηγητή υποβολή σειράς τροπολογιών που αντανακλούν τη συζήτηση στην επιτροπή. Εφόσον η επιτροπή συμφωνεί, οι τροπολογίες αυτές διαβιβάζονται στα μέλη της επιτροπής. Αν, εντός προθεσμίας 21 τουλάχιστον ημερών από τη διαβίβαση, δεν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, η έκθεση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το σχετικό σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος και οι τροπολογίες υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο χωρίς συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 150 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παράγραφος 2 και παράγραφος 4.
2. Εναλλακτικά, ο Πρόεδρος μπορεί να προτείνει την εκ μέρους του ή εκ μέρους του εισηγητή υποβολή σειράς τροπολογιών που αντανακλούν τη συζήτηση στην επιτροπή. Η προτεινόμενη διαδικασία θεωρείται εγκριθείσα και οι τροπολογίες διαβιβάζονται στα μέλη της επιτροπής, εκτός αν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής.
Αν, εντός προθεσμίας 10 τουλάχιστον εργάσιμων ημερών από τη διαβίβαση, δεν αντιτεθεί στις τροπολογίες τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, η έκθεση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το σχετικό σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος και οι τροπολογίες υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο χωρίς συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 150 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παράγραφος 2 και παράγραφος 4.
Αν το ένα δέκατο τουλάχιστον των μελών της επιτροπής αντιτεθεί στις τροπολογίες, οι τροπολογίες τίθενται σε ψηφοφορία κατά την επόμενη συνεδρίαση της επιτροπής.
3. Αν το ένα δέκατο τουλάχιστον των μελών της επιτροπής αντιτεθεί, οι τροπολογίες τίθενται σε ψηφοφορία κατά την επόμενη συνεδρίαση της επιτροπής.
4. Η πρώτη και δεύτερη περίοδος της παραγράφου 1, η πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίοδος της παραγράφου 2 και η παράγραφος 3 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στις γνωμοδοτήσεις των επιτροπών κατά την έννοια του άρθρου 53.
4. Με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούν την υποβολή στο Κοινοβούλιο, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στις γνωμοδοτήσεις των επιτροπών κατά την έννοια του άρθρου 53.
Τροπολογία 48 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 51
Άρθρο 51
Άρθρο 51
Μη Νομοθετικές εκθέσεις
Μη νομοθετικές εκθέσεις
1. Όταν επιτροπή συντάσσει μη νομοθετική έκθεση, ορίζει εισηγητή μεταξύ των τακτικών μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών.
1. Όταν επιτροπή συντάσσει μη νομοθετική έκθεση, ορίζει εισηγητή μεταξύ των τακτικών μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών.
2. Ο εισηγητής αναλαμβάνει την σύνταξη της έκθεσης της επιτροπής και την παρουσίασή της στο Κοινοβούλιο εξ ονόματος της επιτροπής.
3. Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:
3. Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:
α) πρόταση ψηφίσματος·
α) πρόταση ψηφίσματος·
β) αιτιολογική έκθεση, συμπεριλαμβανομένου δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο·
β) αιτιολογική έκθεση, συμπεριλαμβανομένου, εφόσον είναι αναγκαίο, δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο·
γ) τα κείμενα των προτάσεων ψηφίσματος που πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 133 παράγραφος 4.
γ) τα κείμενα των προτάσεων ψηφίσματος που πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 133 παράγραφος 4.
Τροπολογία 49 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 52
Άρθρο 52
Άρθρο 52
Εκθέσεις πρωτοβουλίας
Εκθέσεις πρωτοβουλίας
1. Αν επιτροπή, χωρίς να της έχει υποβληθεί αίτηση διαβούλευσης ή αίτηση γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 201 παράγραφος 1 του Κανονισμού προτίθεται να συντάξει έκθεση επί αντικειμένου της αρμοδιότητάς της και να υποβάλει σχετικό ψήφισμα στην Ολομέλεια, πρέπει να ζητήσει προηγουμένως την εξουσιοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων. Κάθε ενδεχόμενη άρνηση πρέπει να είναι πάντοτε δεόντως αιτιολογημένη. Εφόσον η έκθεση έχει ως αντικείμενο πρόταση που υπέβαλε βουλευτής σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 2 του Κανονισμού μπορεί να υπάρξει ενδεχόμενο άρνησης της εξουσιοδότησης μόνον εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 του Καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και του άρθρου 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Αν επιτροπή προτίθεται να συντάξει μη νομοθετική έκθεση ή έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 45 ή 46 επί αντικειμένου της αρμοδιότητάς της για το οποίο δεν έχει λάβει σχετική παραπομπή, πρέπει να ζητήσει προηγουμένως την εξουσιοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων.
Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφαίνεται επί των αιτήσεων εξουσιοδότησης για τη σύνταξη εκθέσεως οι οποίες της υποβάλλονται κατά το πρώτο εδάφιο, με βάση τις εκτελεστικές διατάξεις που η ίδια ορίζει.
Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφαίνεται επί των αιτήσεων εξουσιοδότησης για τη σύνταξη εκθέσεως οι οποίες της υποβάλλονται κατά την παράγραφο 1, με βάση τις εκτελεστικές διατάξεις που η ίδια ορίζει. Αν τίθεται υπό αμφισβήτηση η αρμοδιότητα επιτροπής να συντάξει έκθεση, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση εντός έξι εβδομάδων βάσει συστάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών ή, ελλείψει αυτής της σύστασης, του Προέδρου της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών. Αν η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει εμπροθέσμως, η σύσταση θεωρείται εγκριθείσα.
1α. Κάθε άρνηση εξουσιοδότησης πρέπει να είναι πάντοτε δεόντως αιτιολογημένη.
Εφόσον το θέμα της έκθεσης εμπίπτει στο δικαίωμα πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 45, η εξουσιοδότηση μπορεί να απορριφθεί μόνο με το σκεπτικό ότι δεν πληρούνται οι όροι που θέτουν οι Συνθήκες.
1β. Στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 45 και 46, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση εντός δύο μηνών.
2. Το Κοινοβούλιο εξετάζει τις προτάσεις ψηφίσματος που περιέχονται σε εκθέσεις πρωτοβουλίας σύμφωνα με τη διαδικασία συνοπτικής παρουσίασης του άρθρου 151. Τροπολογίες στις προτάσεις αυτές ψηφίσματος είναι παραδεκτές προς εξέταση στην Ολομέλεια μόνον εάν κατατίθενται από τον εισηγητή προκειμένου να ληφθούν υπόψη νέα στοιχεία ή τουλάχιστον από το ένα δέκατο των μελών του Κοινοβουλίου. Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να καταθέσουν εναλλακτικές προτάσεις ψηφίσματος σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 4. Τα άρθρα 176 και 180 εφαρμόζονται στην πρόταση ψηφίσματος της επιτροπής και τις συναφείς τροπολογίες. Το άρθρο 180 εφαρμόζεται επίσης στη μοναδική ψηφοφορία για τις εναλλακτικές προτάσεις ψηφίσματος.
2. Οι προτάσεις ψηφίσματος που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο εξετάζονται σύμφωνα με τη διαδικασία συνοπτικής παρουσίασης του άρθρου 151. Τροπολογίες στις προτάσεις αυτές ψηφίσματος και αιτήσεις για ψηφοφορίες κατά τμήματα ή χωριστές ψηφοφορίες είναι παραδεκτές προς εξέταση στην Ολομέλεια μόνον εάν κατατίθενται από τον εισηγητή προκειμένου να ληφθούν υπόψη νέα στοιχεία ή τουλάχιστον από το ένα δέκατο των μελών του Κοινοβουλίου. Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να καταθέσουν εναλλακτικές προτάσεις ψηφίσματος σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 4. Το άρθρο 180 εφαρμόζεται στην πρόταση ψηφίσματος της επιτροπής και τις συναφείς τροπολογίες. Το άρθρο 180 εφαρμόζεται επίσης στη μοναδική ψηφοφορία για τις εναλλακτικές προτάσεις ψηφίσματος.
Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν το θέμα της έκθεσης πληροί τις προϋποθέσεις για συζήτηση κατά προτεραιότητα στην Ολομέλεια, όταν η έκθεση καταρτίζεται σύμφωνα με το δικαίωμα πρωτοβουλίας κατά τα άρθρα 45 ή 46, ή όταν η έκθεση έχει αποτελέσει αντικείμενο εξουσιοδότησης ως στρατηγική9.
2a. Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται όταν το θέμα της έκθεσης πληροί τις προϋποθέσεις για συζήτηση κατά προτεραιότητα στην Ολομέλεια, όταν η έκθεση καταρτίζεται σύμφωνα με το δικαίωμα πρωτοβουλίας κατά τα άρθρα 45 ή 46, ή όταν η έκθεση έχει αποτελέσει αντικείμενο εξουσιοδότησης ως στρατηγική9α.
3. Εφόσον το θέμα της έκθεσης εμπίπτει στο δικαίωμα πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 45, η έγκριση μπορεί να απορριφθεί μόνο λόγω μη τηρήσεως των όρων που θέτουν οι Συνθήκες.
4. Στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 45 και 46, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση εντός δύο μηνών.
__________________
__________________
9 Βλέπε τη σχετική απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα XVII του Κανονισμού.
9α Βλέπε τη σχετική απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων.
Τροπολογία 50 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 53
Άρθρο 53
Άρθρο 53
Γνωμοδοτήσεις των επιτροπών
Γνωμοδοτήσεις των επιτροπών
1. Εφόσον η επιτροπή στην οποία αρχικά παραπέμφθηκε κάποιο ζήτημα, επιθυμεί να έχει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής ή εφόσον άλλη επιτροπή επιθυμεί να γνωμοδοτήσει επί του αντικειμένου της έκθεσης της επιτροπής που αρχικά επελήφθη του ζητήματος, μπορούν να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 201 παράγραφος 3, να ορισθεί η μία ως αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και η άλλη ως γνωμοδοτική.
1. Εφόσον η επιτροπή στην οποία αρχικά παραπέμφθηκε κάποιο ζήτημα, επιθυμεί να έχει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής ή εφόσον άλλη επιτροπή επιθυμεί να κοινοποιήσει τις απόψεις της στην επιτροπή που αρχικά επελήφθη του ζητήματος, μπορούν να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 201 παράγραφος 3, να ορισθεί η μία ως αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και η άλλη ως γνωμοδοτική.
Η γνωμοδοτική επιτροπή μπορεί να ορίσει συντάκτη γνωμοδότησης ένα από τα μέλη της ή ένα μόνιμο αναπληρωτή ή να διαβιβάσει τις απόψεις της υπό μορφή επιστολής εκ μέρους του προέδρου της.
2. Στην περίπτωση κειμένων νομοθετικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 47 παράγραφος 1, η γνωμοδότηση περιέχει προτάσεις τροποποίησης του κειμένου το οποίο έχει παραπεμφθεί σε επιτροπή, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις. Οι αιτιολογήσεις γράφονται με ευθύνη του συντάκτη τους και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας. Εν ανάγκη, η επιτροπή μπορεί να υποβάλει σύντομη γραπτή αιτιολόγηση για τη γνωμοδότηση στο σύνολό της.
2. Όταν η γνωμοδότηση αφορά πρόταση νομικά δεσμευτικής πράξης, αποτελείται από προτάσεις τροποποίησης του κειμένου το οποίο έχει παραπεμφθεί σε επιτροπή, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις. Οι αιτιολογήσεις γράφονται με ευθύνη του συντάκτη τους και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας. Εν ανάγκη, η επιτροπή μπορεί να υποβάλει σύντομη γραπτή αιτιολόγηση για τη γνωμοδότηση στο σύνολό της. Η ως άνω σύντομη γραπτή αιτιολόγηση καταρτίζεται με ευθύνη του συντάκτη.
Στην περίπτωση μη νομοθετικών κειμένων, η γνωμοδότηση περιέχει προτάσεις για τμήματα της πρότασης ψηφίσματος της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.
Όταν η γνωμοδότηση δεν αφορά πρόταση νομικά δεσμευτικής πράξης, αποτελείται από προτάσεις για τμήματα της πρότασης ψηφίσματος της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.
Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή θέτει σε ψηφοφορία τις εν λόγω τροπολογίες ή προτάσεις.
Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή θέτει σε ψηφοφορία τις εν λόγω τροπολογίες ή προτάσεις.
Οι γνωμοδοτήσεις αφορούν αποκλειστικώς ζητήματα που εμπίπτουν στους τομείς αρμοδιότητας της γνωμοδοτικής επιτροπής.
Οι γνωμοδοτήσεις αφορούν αποκλειστικώς ζητήματα που εμπίπτουν στους τομείς αρμοδιότητας της γνωμοδοτικής επιτροπής.
3. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας η γνωμοδοτική επιτροπή πρέπει να υποβάλει τη γνωμοδότησή της, ούτως ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Η τελευταία γνωστοποιεί πάραυτα στις γνωμοδοτικές επιτροπές οιεσδήποτε τροποποιήσεις στο ανακοινωθέν χρονοδιάγραμμα. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν εκδίδει πόρισμα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής.
3. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας η γνωμοδοτική επιτροπή πρέπει να υποβάλει τη γνωμοδότησή της, ούτως ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Η τελευταία γνωστοποιεί πάραυτα στις γνωμοδοτικές επιτροπές οιεσδήποτε τροποποιήσεις στο ανακοινωθέν χρονοδιάγραμμα. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν εκδίδει πόρισμα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής.
3α. Εναλλακτικά, η γνωμοδοτική επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παρουσιάσει τη θέση της υπό μορφή τροπολογιών που υποβάλλονται απευθείας στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μετά την έγκρισή τους. Αυτές οι τροπολογίες υποβάλλονται από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή εκ μέρους της επιτροπής.
3β. Η γνωμοδοτική επιτροπή καταθέτει τις τροπολογίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3α εντός της προθεσμίας που ορίζει η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
4. Όλες οι εγκριθείσες γνωμοδοτήσεις επισυνάπτονται στην έκθεση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.
4. Όλες οι γνωμοδοτήσεις και τροπολογίες που έχουν εγκριθεί από τη γνωμοδοτική επιτροπή επισυνάπτονται στην έκθεση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.
5. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή είναι η μόνη που μπορεί να καταθέτει τροπολογίες στην Ολομέλεια.
5. Οι κατά την έννοια του παρόντος άρθρου γνωμοδοτικές επιτροπές δεν μπορούν να καταθέτουν τροπολογίες προς εξέταση από το Κοινοβούλιο.
6. Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της γνωμοδοτικής επιτροπής καλούνται να λάβουν μέρος στις συνεδριάσεις της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής με συμβουλευτική ψήφο, εφόσον οι συνεδριάσεις αυτές άπτονται του κοινού ζητήματος.
6. Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της γνωμοδοτικής επιτροπής καλούνται να λάβουν μέρος στις συνεδριάσεις της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής με συμβουλευτική ψήφο, εφόσον οι συνεδριάσεις αυτές άπτονται του κοινού ζητήματος.
Τροπολογία 51 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 54
Άρθρο 54
Άρθρο 54
Διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών
Διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών
Εφόσον ζήτημα αρμοδιότητας έχει παραπεμφθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων κατά τα άρθρα201 παράγραφος 2 ή 52 και η Διάσκεψη των Προέδρων, βάσει του Παραρτήματος VII, φρονεί ότι το θέμα εμπίπτει σχεδόν εξίσου στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών ή ότι διαφορετικά μέρη του θέματος εμπίπτουν στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών, εφαρμόζεται το άρθρο 53 με τις εξής προσθήκες:
1. Εφόσον ζήτημα αρμοδιότητας έχει παραπεμφθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων κατά το άρθρο201α και η Διάσκεψη των Προέδρων, βάσει του Παραρτήματος VII, φρονεί ότι το θέμα εμπίπτει σχεδόν εξίσου στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών ή ότι διαφορετικά μέρη του θέματος εμπίπτουν στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών, εφαρμόζεται το άρθρο 53 με τις εξής προσθήκες:
– το χρονοδιάγραμμα συμφωνείται από κοινού από τις ενδιαφερόμενες επιτροπές·
– το χρονοδιάγραμμα συμφωνείται από κοινού από τις ενδιαφερόμενες επιτροπές·
– ο εισηγητής και οι συντάκτες της γνωμοδότησης αλληλοενημερώνονται και προσπαθούν να συμφωνήσουν επί των κειμένων που προτείνουν στις επιτροπές τους και επί των θέσεών τους όσον αφορά τις τροπολογίες·
– ο εισηγητής και οι συντάκτες της γνωμοδότησης αλληλοενημερώνονται και προσπαθούν να συμφωνήσουν επί των κειμένων που προτείνουν στις επιτροπές τους και επί των θέσεών τους όσον αφορά τις τροπολογίες·
– οι ενδιαφερόμενοι πρόεδροι επιτροπών, εισηγητές και συντάκτες εντοπίζουν από κοινού τομείς του κειμένου που εμπίπτουν στην αποκλειστική ή κοινή τους αρμοδιότητα και συμφωνούν για τους ακριβείς όρους της συνεργασίας τους. Σε περίπτωση διαφωνίας για την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων, το ζήτημα υποβάλλεται, μετά από αίτηση μίας εκ των ενδιαφερομένων επιτροπών, στη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία μπορεί να αποφασίσει επί του θέματος των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων ή να αποφανθεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία κοινών συνεδριάσεων επιτροπών σύμφωνα με το άρθρο 55· το άρθρο 201 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν·
– οι ενδιαφερόμενοι πρόεδροι επιτροπών, εισηγητές και συντάκτες δεσμεύονται να τηρούν την αρχή της καλής και ειλικρινούς συνεργασίας και εντοπίζουν από κοινού τομείς του κειμένου που εμπίπτουν στην αποκλειστική ή κοινή τους αρμοδιότητα και συμφωνούν για τους ακριβείς όρους της συνεργασίας τους. Σε περίπτωση διαφωνίας για την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων, το ζήτημα υποβάλλεται, μετά από αίτηση μίας εκ των ενδιαφερομένων επιτροπών, στη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία μπορεί να αποφασίσει επί του θέματος των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων ή να αποφανθεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία κοινών συνεδριάσεων επιτροπών σύμφωνα με το άρθρο 55. Η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία και εντός της προθεσμίας που ορίζονται στο άρθρο 201α.
– η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αποδέχεται χωρίς ψηφοφορία τροπολογίες από συνδεδεμένη επιτροπή, εφόσον αφορούν ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της συνδεδεμένης επιτροπής. Εάν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή απορρίψει τροπολογίες επί θεμάτων που εμπίπτουν στην κοινή αρμοδιότητα της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής και μιας συνδεδεμένης επιτροπής, η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να καταθέσει τις τροπολογίες αυτές απευθείας στο Κοινοβούλιο·
– η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αποδέχεται χωρίς ψηφοφορία τροπολογίες από συνδεδεμένη επιτροπή, εφόσον αφορούν ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της συνδεδεμένης επιτροπής. Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν σεβαστεί την αποκλειστική αρμοδιότητα της συνδεδεμένης επιτροπής, η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να υποβάλει τροπολογίες απευθείας στην Ολομέλεια.Εάν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν εγκρίνει τροπολογίες επί θεμάτων που εμπίπτουν στην κοινή αρμοδιότητα της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής και μιας συνδεδεμένης επιτροπής, η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να καταθέσει τις τροπολογίες αυτές απευθείας στην Ολομέλεια·
– σε περίπτωση διαδικασίας συνδιαλλαγής σχετικά με την πρόταση, στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου περιλαμβάνεται και ο εισηγητής οιασδήποτε συνδεδεμένης επιτροπής.
– σε περίπτωση διαδικασίας συνδιαλλαγής σχετικά με την πρόταση, στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου περιλαμβάνεται και ο εισηγητής οιασδήποτε συνδεδεμένης επιτροπής.
Το κείμενο του παρόντος άρθρου δεν προβλέπει περιορισμό στο πεδίο εφαρμογής του. Οι αιτήσεις για εφαρμογή της διαδικασίας συνδεδεμένων επιτροπών σχετικά με τις μη νομοθετικές εκθέσεις βάσει των άρθρων 52 παράγραφος 1 και 132 παράγραφοι 1 και 2 είναι παραδεκτές.
Η διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών του παρόντος άρθρου δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί όσον αφορά τη σύσταση που πρέπει να εγκριθεί από την αρμόδια επιτροπή βάσει του άρθρου 99.
Η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων να εφαρμοστεί η διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της εν λόγω διαδικασίας.
Η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων να εφαρμοστεί η διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της εν λόγω διαδικασίας.
Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον ρόλο της «αρμόδιας επιτροπής» ασκούνται από την κυρίως αρμόδια επιτροπή. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, η επιτροπή αυτή πρέπει να σέβεται τα προνόμια της συνδεδεμένης επιτροπής, ιδίως την υποχρέωση έντιμης συνεργασίας όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και το δικαίωμα της συνδεδεμένης επιτροπής να καθορίσει τις τροπολογίες που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο εντός του πεδίου της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της.
Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον ρόλο της «αρμόδιας επιτροπής» ασκούνται από την κυρίως αρμόδια επιτροπή. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, η επιτροπή αυτή πρέπει να σέβεται τα προνόμια της συνδεδεμένης επιτροπής, ιδίως την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και το δικαίωμα της συνδεδεμένης επιτροπής να καθορίσει τις τροπολογίες που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο εντός του πεδίου της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της.
Σε περίπτωση που η κυρίως αρμόδια επιτροπή δεν λάβει υπόψη τα προνόμια της συνδεδεμένης επιτροπής, οι αποφάσεις που έλαβε η κυρίως αρμόδια επιτροπή εξακολουθούν να ισχύουν, ωστόσο η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να καταθέσει τροπολογίες απευθείας στην Ολομέλεια, εντός των ορίων της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της.
1α. Η διαδικασία την οποία ορίζει το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις συστάσεις που πρέπει να εγκριθούν από την αρμόδια επιτροπή βάσει του άρθρου 99.
Τροπολογία 52 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 55
Άρθρο 55
Άρθρο 55
Διαδικασία κοινών συνεδριάσεων επιτροπών
Κοινή διαδικασία επιτροπών
1. Εφόσον παραπέμπεται σε αυτή ζήτημα αρμοδιότητας δυνάμει του άρθρου 201 παράγραφος 2, η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να αποφασίσει ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία με κοινές συνεδριάσεις επιτροπών και κοινή ψηφοφορία, εάν:
1. Εφόσον παραπέμπεται σε αυτή ζήτημα αρμοδιότητας δυνάμει του άρθρου 201α, η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να αποφασίσει ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία με κοινές συνεδριάσεις επιτροπών και κοινή ψηφοφορία, εάν:
– το θέμα συνδέεται, βάσει του παραρτήματος VI, άρρηκτα με την αρμοδιότητα περισσοτέρων επιτροπών· and
– το θέμα συνδέεται, βάσει του παραρτήματος VI, άρρηκτα με την αρμοδιότητα περισσοτέρων επιτροπών· και
– εκτιμά ότι πρόκειται για ζήτημα μείζονος σημασίας.
– εκτιμά ότι πρόκειται για ζήτημα μείζονος σημασίας.
2. Στην περίπτωση αυτή, οι αντίστοιχοι εισηγητές συντάσσουν ενιαίο σχέδιο έκθεσης το οποίο το οποίο εξετάζουν και ψηφίζουν οι ενδιαφερόμενες επιτροπές, υπό την κοινή προεδρία των προέδρων επιτροπής.
2. Στην περίπτωση αυτή, οι αντίστοιχοι εισηγητές συντάσσουν ενιαίο σχέδιο έκθεσης το οποίο εξετάζουν και ψηφίζουν οι ενδιαφερόμενες επιτροπές, υπό την κοινή προεδρία των προέδρων των επιτροπών.
Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητα της αρμόδιας επιτροπής μπορούν να ασκηθούν από τις ενδιαφερόμενες επιτροπές μόνο εάν ενεργούν από κοινού. Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές δύνανται να συγκροτήσουν ομάδες εργασίας για να προετοιμάσουν τις συνεδριάσεις και ψηφοφορίες.
Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητα της αρμόδιας επιτροπής μπορούν να ασκηθούν από τις ενδιαφερόμενες επιτροπές μόνο εάν ενεργούν από κοινού. Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές δύνανται να συγκροτήσουν ομάδες εργασίας για να προετοιμάσουν τις συνεδριάσεις και ψηφοφορίες.
3. Στη δεύτερη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, η θέση του Συμβουλίου εξετάζεται σε κοινή συνεδρίαση των ενδιαφερομένων επιτροπών η οποία, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των προέδρων των εν λόγω επιτροπών, διεξάγεται την Τετάρτη της πρώτης εβδομάδας που έχει προγραμματιστεί για τη συνεδρίαση κοινοβουλευτικών οργάνων και ακολουθεί την ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου στο Κοινοβούλιο. Ελλείψει συμφωνίας σχετικά με τη σύγκλιση μεταγενέστερης συνεδρίασης, αυτή συγκαλείται από τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών. Η σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση ψηφίζεται σε κοινή συνεδρίαση με βάση κοινό σχέδιο που έχει εκπονηθεί από τους αντίστοιχους εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών ή, ελλείψει κοινού σχεδίου, με βάση τις τροπολογίες που έχουν υποβληθεί στις ενδιαφερόμενες επιτροπές.
3. Στη δεύτερη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, η θέση του Συμβουλίου εξετάζεται σε κοινή συνεδρίαση των ενδιαφερομένων επιτροπών η οποία, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των προέδρων των εν λόγω επιτροπών, διεξάγεται την Τετάρτη της πρώτης εβδομάδας που έχει προγραμματιστεί για τη συνεδρίαση κοινοβουλευτικών οργάνων και ακολουθεί την ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου στο Κοινοβούλιο. Ελλείψει συμφωνίας σχετικά με τη σύγκληση μεταγενέστερης συνεδρίασης, αυτή συγκαλείται από τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών. Η σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση ψηφίζεται σε κοινή συνεδρίαση με βάση κοινό σχέδιο που έχει εκπονηθεί από τους αντίστοιχους εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών ή, ελλείψει κοινού σχεδίου, με βάση τις τροπολογίες που έχουν υποβληθεί στις ενδιαφερόμενες επιτροπές.
Στη τρίτη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, οι πρόεδροι και οι εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών είναι αυτοδικαίως μέλη της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.
Στη τρίτη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, οι πρόεδροι και οι εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών είναι αυτοδικαίως μέλη της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.
Το παρόν άρθρο μπορεί να εφαρμοστεί στη διαδικασία που οδηγεί στην εκπόνηση σύστασης που αποβλέπει στην έγκριση ή την απόρριψη της σύναψης μιας διεθνούς συμφωνίας σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 5 και το άρθρο 99 παράγραφος 1 υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο παρόν άρθρο.
Τροπολογία 53 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 56
Άρθρο 56
Άρθρο 52α
Σύνταξη εκθέσεων
Σύνταξη εκθέσεων
-1. Ο εισηγητής αναλαμβάνει την σύνταξη της έκθεσης της επιτροπής και την παρουσίασή της στο Κοινοβούλιο εξ ονόματος της επιτροπής.
1. Η αιτιολογική έκθεση συντάσσεται με ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Εντούτοις, η αιτιολογική έκθεση πρέπει να συμφωνεί με το κείμενο της πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σε ψηφοφορία και με τις τυχόν τροπολογίες που προτείνει η επιτροπή. Σε αντίθετη περίπτωση, ο πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να διαγράψει την αιτιολογική έκθεση.
1. Η αιτιολογική έκθεση συντάσσεται με ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Εντούτοις, η αιτιολογική έκθεση πρέπει να συμφωνεί με το κείμενο της πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σε ψηφοφορία και με τις τυχόν τροπολογίες που προτείνει η επιτροπή. Σε αντίθετη περίπτωση, ο πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να διαγράψει την αιτιολογική έκθεση.
2. Στην έκθεση σημειώνεται το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί του συνόλου της. Αν, εξάλλου, κατά την ώρα της ψηφοφορίας, το ζητήσει το ένα τρίτο των παρόντων μελών, η έκθεση κάνει μνεία της ψήφου κάθε μέλους.
2. Στην έκθεση σημειώνεται το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί του συνόλου της και δηλώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 208 παράγραφος 3, πώς ψήφισε κάθε μέλος.
3. Αν η επιτροπή δεν αποφάσισε ομόφωνα, τότε πρέπει η έκθεση να αναφέρει επίσης τις απόψεις της μειοψηφίας. Οι απόψεις της μειοψηφίας, κατά την ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου, μπορούν, αιτήσει αυτών που τις διατύπωσαν, να αποτελέσουν αντικείμενο γραπτής δήλωσης 200 λέξεων κατ’ ανώτατο όριο, η οποία επισυνάπτεται στην αιτιολογική έκθεση.
3. Οι θέσεις της μειοψηφίας εκφράζονται κατά την ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου, και μπορούν, αιτήσει αυτών που τις διατύπωσαν, να αποτελέσουν αντικείμενο γραπτής δήλωσης 200 λέξεων κατ’ ανώτατο όριο, η οποία επισυνάπτεται στην αιτιολογική έκθεση.
Ο Πρόεδρος επιλύει τις διαφορές που μπορεί να προκαλέσει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
Ο πρόεδρος επιλύει τις διαφορές που μπορεί να προκαλέσει η εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
4. Μετά από πρόταση του προεδρείου της, μια επιτροπή μπορεί να ορίσει προθεσμία εντός της οποίας ο εισηγητής θα υποβάλει σχέδιο έκθεσης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ή μπορεί να ορισθεί νέος εισηγητής.
4. Μετά από πρόταση του προέδρου της, μια επιτροπή μπορεί να ορίσει προθεσμία εντός της οποίας ο εισηγητής θα υποβάλει σχέδιο έκθεσης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ή μπορεί να ορισθεί νέος εισηγητής.
5. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η επιτροπή μπορεί να αναθέσει στον πρόεδρό της να ζητήσει να εγγραφεί το ζήτημα που της παραπέμφθηκε στην ημερήσια διάταξη μιας από τις προσεχείς συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, οι συζητήσεις μπορούν να διεξαχθούν βάσει προφορικής έκθεσης της ενδιαφερομένης επιτροπής.
5. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η επιτροπή μπορεί να αναθέσει στον πρόεδρό της να ζητήσει να εγγραφεί το ζήτημα που της παραπέμφθηκε στην ημερήσια διάταξη μιας από τις προσεχείς συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, οι συζητήσεις και οι ψηφοφορίες μπορούν να διεξαχθούν βάσει προφορικής έκθεσης της ενδιαφερομένης επιτροπής.
(Το παρόν άρθρο όπως τροποποιείται μετακινείται πριν το άρθρο 53.)
Τροπολογία 54 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 3 – τίτλος
CHAPTER 3
CHAPTER 3
ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΣΥΝΗΘΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τροπολογία 55 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 3 – τμήμα 1 (νέο)
ΤΜΗΜΑ 1
ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Τροπολογία 56 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 3 – επιμέρους τίτλος 1
Στάδιο της εξέτασης σε επιτροπή
διαγράφεται
Τροπολογία 57 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 57
Άρθρο 57
διαγράφεται
Τροποποίηση πρότασης νομοθετικής πράξης
1. Εάν η Επιτροπή ενημερώσει το Κοινοβούλιο ή εάν η αρμόδια επιτροπή πληροφορηθεί με άλλο τρόπο ότι η Επιτροπή προτίθεται να τροποποιήσει την πρότασή της, η αρμόδια επιτροπή αναβάλλει την εξέταση του θέματος έως ότου λάβει τη νέα πρόταση ή τις τροποποιήσεις της Επιτροπής.
2. Εάν το Συμβούλιο τροποποιήσει ουσιωδώς την πρόταση νομοθετικής πράξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 63.
Τροπολογία 58 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 58
Άρθρο 58
διαγράφεται
Θέση της Επιτροπής και του Συμβουλίου επί των τροπολογιών
1. Πριν η αρμόδια επιτροπή προχωρήσει στην τελική ψηφοφορία επί πρότασης νομοθετικής πράξης, ζητεί από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τη θέση της επί όλων των τροπολογιών στην εν λόγω πρόταση, τις οποίες ενέκρινε η επιτροπή, και από το Συμβούλιο να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις του.
2. Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προβεί σε τέτοια ανακοίνωση ή εάν δηλώσει ότι δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί όλες τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν από την αρμόδια επιτροπή, η τελευταία μπορεί να αναβάλει την τελική ψηφοφορία.
3. Εφόσον συντρέχει λόγος, η θέση της Επιτροπής συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση.
Τροπολογία 59 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 3 – επιμέρους τίτλος 2
Στάδιο της εξέτασης στην Ολομέλεια
διαγράφεται
Τροπολογία 60 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 59
Άρθρο 59
Άρθρο 59
Περάτωση της πρώτης ανάγνωσης
Ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο – πρώτη ανάγνωση
-1. Το Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει, να τροποποιήσει ή να απορρίψει το σχέδιο νομοθετικής πράξης.
1. Το Κοινοβούλιο εξετάζει την πρόταση νομοθετικής πράξης βάσει έκθεσης, την οποία έχει συντάξει η αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 49.
1. Το Κοινοβούλιο πρώτα ψηφίζει επί κάθε πρότασης άμεσης απόρριψης του σχεδίου νομοθετικής πράξης υποβληθείσης εγγράφως από την αρμόδια επιτροπή, από πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές.
Εάν η εν λόγω πρόταση απόρριψης εγκριθεί, ο Πρόεδρος ζητεί από το θεσμικό όργανο που συνέταξε το σχέδιο νομοθετικής πράξης να το αποσύρει.
Εάν το θεσμικό όργανο που συνέταξε το σχέδιο το αποσύρει, ο Πρόεδρος ανακοινώνει την περάτωση της διαδικασίας.
Εάν το θεσμικό όργανο δεν ανακαλέσει το σχέδιο νομοθετικής πράξης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι η πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου έχει περατωθεί, εκτός εάν, κατόπιν πρότασης του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναπέμψει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή για επανεξέταση.
Εάν η πρόταση απόρριψης δεν εγκριθεί, το Κοινοβούλιο προχωρεί βάσει των παραγράφων 1α έως 1γ.
1α. Οποιαδήποτε προσωρινή συμφωνία κατατεθεί από την αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 73δ παράγραφος 4 έχει προτεραιότητα στην ψηφοφορία και τίθεται σε μία μοναδική ψηφοφορία, εκτός αν, κατόπιν αιτήσεως πολιτικής ομάδας ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτών, το Κοινοβούλιο αποφασίσει αντ’ αυτού να προχωρήσει στην ψηφοφορία επί των τροπολογιών σύμφωνα με την παράγραφο 1β.Στην περίπτωση αυτή, το Κοινοβούλιο αποφασίζει επίσης εάν η ψηφοφορία επί των τροπολογιών θα διεξαχθεί αμέσωςή όχι. Εάν δεν διεξαχθεί, το Κοινοβούλιο ορίζει νέα προθεσμία για την υποβολή τροπολογιών και η ψηφοφορία λαμβάνει χώρα σε μεταγενέστερη συνεδρίαση.
Εάν η προσωρινή συμφωνία εγκριθεί με μία μοναδική ψηφοφορία, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι έχει περατωθεί η πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου.
Εάν κατά τη μία μοναδική ψηφοφορία η προσωρινή συμφωνία δεν εξασφαλίσει την πλειοψηφία επί των ψηφισάντων, ο Πρόεδρος ορίζει νέα προθεσμία για την υποβολή τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικής πράξης. Οι τροπολογίες αυτές τίθενται σε ψηφοφορία σε μεταγενέστερη συνεδρίαση, ώστε το Κοινοβούλιο να ολοκληρώσει την πρώτη ανάγνωσή του.
1β. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου πρόταση απόρριψης έχει εγκριθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή προσωρινή συμφωνία έχει εγκριθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1α, οποιαδήποτε τροπολογία στο σχέδιο νομοθετικής πράξης τίθεται σε ψηφοφορία, συμπεριλαμβανομένων, όπου τούτο έχει εφαρμογή, μεμονωμένων τμημάτων της προσωρινής συμφωνίας, εφόσον έχουν υποβληθεί αιτήσεις ψηφοφορίας κατά τμήματα ή χωριστής ψηφοφορίας ή αντίθετες τροπολογίες.
Πριν από την ψηφοφορία επί των τροπολογιών, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να δηλώσει τη θέση της και από το Συμβούλιο να σχολιάσει.
Αφού διεξαχθεί η ψηφοφορία επ’ αυτών των τροπολογιών, το Κοινοβούλιο ψηφίζει επί του συνολικού σχεδίου νομοθετικής πράξης, τροποποιημένου ή μη.
Εάν εγκριθεί το συνολικό, τροποποιημένο ή μη, σχέδιο νομοθετικής πράξης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι η πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου έχει περατωθεί, εκτός εάν, κατόπιν πρότασης του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή μιας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναπέμψει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή, για διοργανικές διαπραγματεύσεις σύμφωνα με τα άρθρα 59α, 73α και 73δ.
Εάν το σχέδιο νομοθετικής πράξης στο σύνολό του, τροποποιημένο ή μη, δεν εξασφαλίσει την πλειοψηφία επί των ψηφισάντων, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι η πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου έχει περατωθεί, εκτός εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναπέμψει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση, μετά από πρόταση του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών.
1γ. Μετά τη διεξαγωγή των ψηφοφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 1β και ακολούθως των ψηφοφοριών επί των τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος σχετικά με διαδικαστικές αιτήσεις, εάν υπάρχουν τέτοιες, το νομοθετικό ψήφισμα θεωρείται εγκριθέν. Εφόσον απαιτείται, το νομοθετικό ψήφισμα τροποποιείται βάσει του άρθρου 193 παράγραφος 2, ώστε να απηχεί το αποτέλεσμα των ψηφοφοριών που έγιναν σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 1β.
Το κείμενο του νομοθετικού ψηφίσματος και της θέσης του Κοινοβουλίου διαβιβάζεται από τον Πρόεδρο στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στην ομάδα κρατών μελών, στο Δικαστήριο ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφόσον το σχέδιο νομοθετικής πράξης έχει συνταχθεί από έναν από τους τρεις τελευταίους.
2. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει αρχικά επί των τροπολογιών που αφορούν την πρόταση στην οποία βασίζεται η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής, κατόπιν επί της ενδεχομένως κατ’ αυτό τον τρόπο τροποποιηθείσας πρότασης, εν συνεχεία επί των τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος, τέλος δε επί του συνόλου του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, το οποίο περιέχει μόνο δήλωση η οποία αναφέρει εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίπτει ή προτείνει τροπολογίες στην προτεινόμενη νομοθετική πράξη, και τυχόν αιτήματα επί της διαδικασίας.
Η πρώτη ανάγνωση περατώνεται εάν το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος εγκριθεί. Εάν το Κοινοβούλιο δεν εγκρίνει το νομοθετικό ψήφισμα, η πρόταση παραπέμπεται εκ νέου στην αρμόδια επιτροπή.
Κάθε έκθεση που υποβάλλεται στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 39, 47 και 49. Η υποβολή μη νομοθετικού ψηφίσματος από επιτροπή πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ειδικής παραπομπής, όπως προβλέπεται στα άρθρα 52 ή 201.
3. Το κείμενο της πρότασης, με τη μορφή που εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο, και το σχετικό ψήφισμα διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, ως θέση του Κοινοβουλίου.
Τροπολογία 61 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 59 α (νέο)
Άρθρο 59α
Αναπομπή στην αρμόδια επιτροπή
Αν, σύμφωνα με το άρθρο 59, ένα θέμα αναπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή για επανεξέταση ή για διοργανικές διαπραγματεύσεις σύμφωνα με τα άρθρα 73α και 73δ, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει προφορικά ή γραπτά σχετική έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός τεσσάρων μηνών, διάστημα το οποίο μπορεί να παραταθεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων.
Κατόπιν εκ νέου παραπομπής σε επιτροπή, η κυρίως αρμόδια επιτροπή, πριν αποφασίσει σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία, πρέπει να επιτρέπει σε συνδεδεμένη επιτροπή του άρθρου 54 να καθορίσει τις επιλογές της ως προς τις τροπολογίες που εμπίπτουν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, ιδίως την επιλογή των τροπολογιών που πρόκειται να υποβληθούν εκ νέου στην Ολομέλεια.
Τίποτε δεν εμποδίζει το Κοινοβούλιο να αποφασίσει τη διεξαγωγή καταληκτικής συζήτησης, εφόσον ενδείκνυται, μετά την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής στην οποία το θέμα είχε αναπεμφθεί.
(Oι δυο τελευταίες παράγραφοι προστίθενται ως ερμηνείες)
Τροπολογία 62 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 60
Άρθρο 60
διαγράφεται
Απόρριψη πρότασης της Επιτροπής
1. Αν πρόταση της Επιτροπής δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία των ψηφισάντων ή αν γίνει δεκτή πρόταση για την απόρριψή της, την οποία δύναται να υποβάλει η αρμόδια επιτροπή ή, τουλάχιστον, σαράντα βουλευτές, ο Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να ανακαλέσει την πρότασή της πριν το Κοινοβούλιο ψηφίσει επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος.
2. Αν η Επιτροπή ανακαλέσει την πρότασή της, ο Πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της διαδικασίας και πληροφορεί σχετικά το Συμβούλιο.
3. Αν η Επιτροπή δεν ανακαλέσει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο παραπέμπει εκ νέου το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή χωρίς να ψηφίσει επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, εκτός εάν το Κοινοβούλιο θέτει το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος σε ψηφοφορία, μετά από πρόταση του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή μιας πολιτικής ομάδας ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτών.
Σε περίπτωση εκ νέου παραπομπής, η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία και υποβάλλει προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που τάσσει το Κοινοβούλιο, και η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.
Κατόπιν εκ νέου παραπομπής σε επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3, η κυρίως αρμόδια επιτροπή, πριν αποφασίσει σχετικά με τη διαδικασία, πρέπει να επιτρέψει σε συνδεδεμένη επιτροπή του άρθρου 54 να καθορίσει τις επιλογές της ως προς τις τροπολογίες που εμπίπτουν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, ιδίως την επιλογή των τροπολογιών που πρόκειται να υποβληθούν εκ νέου στο Κοινοβούλιο.
Η προθεσμία κατά την παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται για την γραπτή κατάθεση ή την προφορική παρουσίαση της έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής. Δεν δεσμεύει τον καθορισμό από το Κοινοβούλιο της κατάλληλης χρονικής στιγμής για να συνεχίσει την εξέταση της εν λόγω διαδικασίας.
4. Εφόσον η αρμόδια επιτροπή δεν μπορεί να τηρήσει την προθεσμία, οφείλει να ζητήσει την αναπομπή σε επιτροπή βάσει του άρθρου 188 παράγραφος 1. Εφόσον απαιτείται, το Κοινοβούλιο μπορεί να ορίσει νέα προθεσμία βάσει του άρθρου 188 παράγραφος 5. Εάν δεν γίνει δεκτή η αίτηση της επιτροπής, το Κοινοβούλιο προβαίνει στη διεξαγωγή ψηφοφορίας επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος.
Τροπολογία 63 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 61
Άρθρο 61
διαγράφεται
Έγκριση τροπολογιών επί πρότασης της Επιτροπής
1. Αν η πρόταση της Επιτροπής γίνει δεκτή στο σύνολό της, βάσει όμως τροπολογιών που εγκρίθηκαν συγχρόνως, η ψηφοφορία επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος αναβάλλεται έως ότου η Επιτροπή γνωστοποιήσει τη θέση της για κάθε μία από τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου.
Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τέτοια δήλωση μετά το τέλος της ψηφοφορίας του Κοινοβουλίου επί της πρότασής της, η Επιτροπή ενημερώνει τον Πρόεδρο ή την αρμόδια επιτροπή για το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει αυτή τη δήλωση· η πρόταση εγγράφεται τότε στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αυτό το χρονικό σημείο.
2. Εφόσον η Επιτροπή ανακοινώσει ότι δεν προτίθεται να δεχθεί όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου, ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής ή, άλλως, ο Πρόεδρος αυτής της επιτροπής υποβάλλει επίσημη πρόταση στο Κοινοβούλιο όσον αφορά τη σκοπιμότητα διεξαγωγής ψηφοφορίας επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος. Πριν από την υποβολή της πρότασης αυτής, ο εισηγητής ή ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο να αναστείλει την εξέταση του εν λόγω θέματος.
Εφόσον το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία, το θέμα λογίζεται ως αναπεμφθέν στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση.
Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.
Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν είναι σε θέση να τηρήσει την προθεσμία αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 60 παράγραφος 4.
Μόνο οι τροπολογίες που κατατίθενται από την αρμόδια επιτροπή και αποβλέπουν στην επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή είναι παραδεκτές στο στάδιο αυτό.
Δεν υπάρχει κανένα κώλυμα σε περίπτωση που το Κοινοβούλιο αποφασίσει, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να διεξαγάγει συμπερασματική συζήτηση εν συνεχεία της έκθεσης της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής στην οποία αναπέμφθηκε το θέμα.
3. Η εφαρμογή της παραγράφου 2 δεν στερεί από οιονδήποτε βουλευτή τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση αναπομπής σύμφωνα με το άρθρο 188.
Σε περίπτωση αναπομπής βάσει της παραγράφου 2, η αρμόδια επιτροπή οφείλει, κατ' αρχήν, σύμφωνα με την εντολή που της έχει δοθεί, να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο μέσα στην καθορισμένη προθεσμία και, ενδεχομένως, να υποβάλει τροπολογίες με στόχο την επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή, χωρίς υποχρέωση να επανεξετάσει στο σύνολό τους τις διατάξεις που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο.
Υπ’ αυτήν ωστόσο την ιδιότητα, λόγω του ανασταλτικού αποτελέσματος της αναπομπής, η επιτροπή είναι απολύτως ελεύθερη, εάν το θεωρεί αναγκαίο για την επίτευξη συμβιβασμού, να προτείνει την επανεξέταση των διατάξεων που έχουν υπερψηφισθεί στην Ολομέλεια.
Στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι είναι παραδεκτές μόνο οι συμβιβαστικές τροπολογίες της επιτροπής και προκειμένου να μη θιγεί η κυριαρχία του Σώματος, η έκθεση της παραγράφου 2 πρέπει να αναφέρει σαφώς τις διατάξεις που έχουν ήδη εγκριθεί και οι οποίες θα ακυρωθούν εφόσον υιοθετηθούν οι προτεινόμενες τροπολογίες.
Τροπολογία 64 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 3 – επιμέρους τίτλος 3
Διαδικασία παρακολούθησης
διαγράφεται
Τροπολογία 65 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 62
Άρθρο 62
διαγράφεται
Παρακολούθηση της θέσης του Κοινοβουλίου
1. Κατά την περίοδο που ακολουθεί την έγκριση από το Κοινοβούλιο της θέσης του επί της πρότασης της Επιτροπής, ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής παρακολουθούν την πρόοδο της διαδικασίας που οδηγεί στην έγκριση της πρότασης εκ μέρους του Συμβουλίου, μεριμνώντας ιδίως ώστε να εξασφαλίζεται η πιστή τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή έναντι του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη θέση του.
2. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εξετάσουν μαζί της το εν λόγω ζήτημα.
3. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, εάν κρίνει ότι είναι απαραίτητο και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος βάσει του παρόντος άρθρου, με το οποίο να συνιστά στο Κοινοβούλιο:
– να καλέσει την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της ή
– να καλέσει την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να ζητήσουν εκ νέου από το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 63, ή να ζητήσει από την Επιτροπή να καταθέσει νέα πρόταση ή
– να αποφασίσει να λάβει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο.
Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της συνόδου που ακολουθεί την απόφαση της επιτροπής.
Τροπολογία 66 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 63
Άρθρο 63
Άρθρο 63
Εκ νέου παραπομπή στο Κοινοβούλιο
Εκ νέου παραπομπή στο Κοινοβούλιο
Συνήθης νομοθετική διαδικασία
1. Ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί την Επιτροπή να παραπέμψει εκ νέου την πρότασή της στο Κοινοβούλιο:
1. Ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί την Επιτροπή να παραπέμψει εκ νέου την πρότασή της στο Κοινοβούλιο εάν:
– εάν, αφού το Κοινοβούλιο εγκρίνει τη θέση του, η Επιτροπή ανακαλέσει την αρχική της πρόταση για να την αντικαταστήσει με άλλο κείμενο, εκτός εάν η ανάκληση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέση του Κοινοβουλίου, ή
– εάν η Επιτροπή τροποποιήσει ή προτίθεται να επιφέρει ουσιαστικές τροποποιήσεις στην αρχική της πρόταση, εκτός εάν η τροποποίηση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέση του Κοινοβουλίου, ή
– η Επιτροπή αντικαταστήσει, τροποποιήσει ουσιαστικά ή προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά την αρχική της πρόταση, αφού το Κοινοβούλιο εγκρίνει τη θέση του, εκτός εάν η τροποποίηση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέση του Κοινοβουλίου,
– εάν, λόγω παρόδουτουχρόνου η αλλαγής των περιστάσεων, μεταβληθεί ουσιαστικά η φύση του προβλήματος που αφορά η πρόταση, ή
– μεταβληθεί ουσιαστικά η φύση του προβλήματος που αφορά η πρόταση ως αποτέλεσμα της παρόδου του χρόνου ή αλλαγής των περιστάσεων, ή
– εάν, από τότε που το Κοινοβούλιο ενέκρινε τη θέση του, έχουν διεξαχθεί νέες εκλογές για το Κοινοβούλιο και εάν η Διάσκεψη των Προέδρων το κρίνει σκόπιμο.
– από τότε που το Κοινοβούλιο ενέκρινε τη θέση του, έχουν διεξαχθεί νέες εκλογές για το Κοινοβούλιο και εάν η Διάσκεψη των Προέδρων το κρίνει σκόπιμο.
1α. Εάν εξετάζεται το ενδεχόμενο να τροποποιηθεί η νομική βάση μιας πρότασης, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να μην έχει πλέον εφαρμογή η συνήθης νομοθετική διαδικασία στην εν λόγω πρόταση, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 25 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, ανταλλάσσουν επ’ αυτού απόψεις μέσω των Προέδρων τους ή των εκπροσώπων τους.
2. Το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ζητεί από το Συμβούλιο να παραπέμψει εκ νέου στο Κοινοβούλιο πρόταση που έχει υποβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 294 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το Συμβούλιο προτίθεται να τροποποιήσει τη νομική βάση της πρότασης, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον εφαρμογή η συνήθης νομοθετική διαδικασία.
2. Mετά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1α ανταλλαγή απόψεων, ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ζητεί από το Συμβούλιο να παραπέμψει το σχέδιο νομικά δεσμευτικής πράξης εκ νέου στο Κοινοβούλιο, εάν η Επιτροπή ή το Συμβούλιο προτίθεται να τροποποιήσει τη νομική βάση που προβλέπει θέση του Kοινοβουλίουσε πρώτη ανάγνωση, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον εφαρμογή η συνήθης νομοθετική διαδικασία.
Άλλες διαδικασίες
3. Μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ο Πρόεδρος καλεί το Συμβούλιο να ζητήσει εκ νέου τη γνώμη του Κοινοβουλίου εφόσον συντρέχουν οι συνθήκες και όροι της παραγράφου 1, και επίσης εφόσον το Συμβούλιο τροποποιεί ή προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά την αρχική πρόταση επί της οποίας το Κοινοβούλιο είχε γνωμοδοτήσει, εκτός εάν τούτο αποσκοπεί στην ενσωμάτωση των τροπολογιών του Κοινοβουλίου.
4. Ο Πρόεδρος ζητεί επίσης να παραπεμφθεί εκ νέου στο Κοινοβούλιο πρόταση για την έκδοση πράξης, βάσει του παρόντος άρθρου, εφόσον το Κοινοβούλιο λάβει απόφαση σχετικώς, μετά από πρόταση μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών.
Τροπολογία 67 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 4 – τίτλος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΤΜΗΜΑ 2
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Τροπολογία 68 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 4 – επιμέρους τίτλος 1
Στάδιο της εξέτασης σε επιτροπή
διαγράφεται
Τροπολογία 69 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 64
Άρθρο 64
Άρθρο 64
Ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου
Ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου
1. Η ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πραγματοποιείται όταν ο Πρόεδρος προβαίνει στη σχετική αναγγελία σε συνεδρίαση Ολομέλειας. Ο Πρόεδρος προβαίνει στην αναγγελία αφού λάβει τα έγγραφα που περιέχουν την θέση, όλες τις δηλώσεις στα Πρακτικά του Συμβουλίου όταν καθόρισε την θέση, τους λόγους που ώθησαν το Συμβούλιο να την υιοθετήσει και τη θέση της Επιτροπής, καθώς και τις μεταφράσεις τους στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανακοίνωση του Προέδρου πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την παραλαβή των εγγράφων αυτών.
1. Η ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πραγματοποιείται όταν ο Πρόεδρος προβαίνει στη σχετική αναγγελία στην Ολομέλεια. Ο Πρόεδρος προβαίνει στην αναγγελία αφού λάβει τα έγγραφα που περιέχουν την θέση, όλες τις δηλώσεις στα Πρακτικά του Συμβουλίου όταν καθόρισε την θέση, τους λόγους που ώθησαν το Συμβούλιο να την υιοθετήσει και τη θέση της Επιτροπής, καθώς και τις μεταφράσεις τους στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανακοίνωση του Προέδρου πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την παραλαβή των εγγράφων αυτών.
Προτού προβεί στην ανακοίνωση, ο Πρόεδρος εξακριβώνει, σε διαβούλευση με τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής και/ή τον εισηγητή, ότι το κείμενο που του διαβιβάστηκε έχει πραγματικά χαρακτήρα θέσης του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση και ότι δεν υφίστανται οι περιπτώσεις του άρθρου 63. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Πρόεδρος αναζητεί, σε συνεννόηση με την αρμόδια επιτροπή και, ει δυνατόν, σε συμφωνία με το Συμβούλιο, την κατάλληλη λύση.
Προτού προβεί στην ανακοίνωση, ο Πρόεδρος εξακριβώνει, σε διαβούλευση με τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής και/ή τον εισηγητή, ότι το κείμενο που του διαβιβάστηκε έχει πραγματικά χαρακτήρα θέσης του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση και ότι δεν υφίστανται οι περιπτώσεις του άρθρου 63. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Πρόεδρος αναζητεί, σε συνεννόηση με την αρμόδια επιτροπή και, ει δυνατόν, σε συμφωνία με το Συμβούλιο, την κατάλληλη λύση.
1α. Την ημέρα της ανακοίνωσής της στην Ολομέλεια, η θέση του Συμβουλίου θεωρείται ότι έχει αναπεμφθεί αυτομάτως στην αρμόδια επιτροπή κατά την πρώτη ανάγνωση.
2. Κατάλογος των ανακοινώσεων δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου μαζί με την επωνυμία της αρμόδιας επιτροπής.
2. Κατάλογος των ανακοινώσεων δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου μαζί με την επωνυμία της αρμόδιας επιτροπής.
Τροπολογία 70 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 65
Άρθρο 65
Άρθρο 65
Παράταση των προθεσμιών
Παράταση των προθεσμιών
1. Μετά από αίτηση του προέδρου της αρμόδιας επιτροπής όσον αφορά τις προθεσμίες που καθορίζονται για τη δεύτερη ανάγνωση, ή μετά από αίτηση της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής όσον αφορά τις προθεσμίες που καθορίζονται για τη συνδιαλλαγή, ο Πρόεδρος παρατείνει τις εν λόγω προθεσμίες σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. O Πρόεδρος, μετά από αίτηση του προέδρου της αρμόδιας επιτροπής, παρατείνει τις προθεσμίες για τη δεύτερη ανάγνωση, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο κάθε παράταση των προθεσμιών σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.
2. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο κάθε παράταση των προθεσμιών σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.
Τροπολογία 71 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 66
Άρθρο 66
Άρθρο 66
Παραπομπή στην αρμόδια επιτροπή και ακολουθούμενη διαδικασία
Διαδικασία στην αρμόδια επιτροπή
1. Κατά την ημέρα της ανακοίνωσής της στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 1, η θέση του Συμβουλίου λογίζεται αυτομάτως παρεπεμφθείσα στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και στις γνωμοδοτικές επιτροπές που είχαν επιληφθεί κατά την πρώτη ανάγνωση.
2. Η θέση του Συμβουλίου εγγράφεται ως πρώτο θέμα της ημερήσιας διάταξης κατά την πρώτη συνεδρίαση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής, η οποία διεξάγεται μετά την ημερομηνία της ανακοίνωσής της. Το Συμβούλιο μπορεί να κληθεί να παρουσιάσει την θέση του.
2. Η θέση του Συμβουλίου εγγράφεται ως θέμα προτεραιότητας της ημερήσιας διάταξης κατά την πρώτη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής, η οποία διεξάγεται μετά την ημερομηνία της ανακοίνωσής της. Το Συμβούλιο μπορεί να κληθεί να παρουσιάσει την θέση του.
3. Αν δεν ληφθεί διαφορετική απόφαση, κατά τη δεύτερη ανάγνωση παραμένει ως εισηγητής ο εισηγητής της πρώτης ανάγνωσης.
3. Αν δεν ληφθεί διαφορετική απόφαση, κατά τη δεύτερη ανάγνωση παραμένει ως εισηγητής ο εισηγητής της πρώτης ανάγνωσης.
4. Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 παράγραφοι 2, 3 και5 που αφορούν τη δεύτερη ανάγνωση στο Κοινοβούλιο· μόνο τακτικά μέλη ή μόνιμοι αναπληρωτές αυτής της επιτροπής μπορούν να καταθέσουν προτάσεις απόρριψης ή τροπολογίες. Η επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων.
4. Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 παράγραφοι 2 και 3 που αφορούν το παραδεκτό των τροπολογιών στη θέση του Συμβουλίου· μόνο τακτικά μέλη ή μόνιμοι αναπληρωτές αυτής της επιτροπής μπορούν να καταθέσουν προτάσεις απόρριψης ή τροπολογίες. Η επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων.
5. Πριν από την ψηφοφορία, η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο και τον εισηγητή να εξετάσουν με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή εκπρόσωπό του και μαζί με τον παρόντα αρμόδιο επίτροπο τις τροπολογίες που υποβλήθηκαν στην επιτροπή. Ο εισηγητής μπορεί να καταθέσει συμβιβαστικές τροπολογίες μετά την εξέταση αυτή.
6. Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση με την οποία προτείνει την έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη της θέσης που καθόρισε το Συμβούλιο. Η σύσταση περιέχει σύντομη αιτιολόγηση της προτεινόμενης απόφασης.
6. Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση με την οποία προτείνει την έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη της θέσης που καθόρισε το Συμβούλιο. Η σύσταση περιέχει σύντομη αιτιολόγηση της προτεινόμενης απόφασης.
6α. Τα άρθρα 49, 50, 53 και 188 δεν εφαρμόζονται κατά τη δεύτερη ανάγνωση.
Τροπολογία 72 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 4 –επιμέρους τίτλος 2
Στάδιο της εξέτασης στην Ολομέλεια
διαγράφεται
Τροπολογία 73 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 67
Άρθρο 67
Άρθρο 67
Περάτωση της δεύτερης ανάγνωσης
Υποβολή στο Κοινοβούλιο
1. Η θέση του Συμβουλίου και, αν υπάρχει, η σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της αρμόδιας επιτροπής εγγράφονται αυτοδικαίως στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου, της οποίας η Τετάρτη είναι η πλησιέστερη πριν από την ημερομηνία εκπνοής της τρίμηνης προθεσμίας ή, αν αυτή έχει παραταθεί, της τετράμηνης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 65, εκτός αν το θέμα έχει συζητηθεί σε προηγούμενη περίοδο συνόδου.
Η θέση του Συμβουλίου και, αν υπάρχει, η σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της αρμόδιας επιτροπής εγγράφονται αυτοδικαίως στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου, της οποίας η Τετάρτη είναι η πλησιέστερη πριν από την ημερομηνία εκπνοής της τρίμηνης προθεσμίας ή, αν αυτή έχει παραταθεί, της τετράμηνης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 65, εκτός αν το θέμα έχει συζητηθεί σε προηγούμενη περίοδο συνόδου.
Επειδή οι συστάσεις για τη δεύτερη ανάγνωση είναι κείμενα που μπορούν να εξομοιωθούν με αιτιολογική έκθεση με την οποία η κοινοβουλευτική επιτροπή αιτιολογεί τη στάση της ως προς την θέση του Συμβουλίου, δεν διενεργείται ψηφοφορία επ’ αυτών των κειμένων.
2. Η δεύτερη ανάγνωση περατώνεται όταν εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 294 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίψει ή τροποποιήσει την θέση του Συμβουλίου.
Τροπολογία 74 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 67 α (νέο)
Άρθρο 67α
Ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο – δεύτερη ανάγνωση
1. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει πρώτα επί οποιασδήποτε πρότασης περί άμεσης απόρριψης της θέσης του Συμβουλίου, κατατεθείσας εγγράφως από την αρμόδια επιτροπή, πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές. Για να εγκριθεί, μια τέτοια πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
Εάν η πρόταση απόρριψης εγκριθεί, με αποτέλεσμα την απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η νομοθετική διαδικασία έχει περατωθεί.
Αν δεν εγκριθεί η πρόταση απόρριψης, το Κοινοβούλιο ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5.
2. Οποιαδήποτε προσωρινή συμφωνία κατατεθεί από την αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 73δ παράγραφος 4 έχει προτεραιότητα στην ψηφοφορία και τίθεται σε μία μοναδική ψηφοφορία εκτός αν, κατόπιν αιτήσεως πολιτικής ομάδας ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτών, το Κοινοβούλιο αποφασίσει να προχωρήσει αμέσως στην ψηφοφορία επί των τροπολογιών σύμφωνα με την παράγραφο 3.
Αν η προσωρινή συμφωνία εξασφαλίσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο με μία μοναδική ψηφοφορία, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι έχει περατωθεί η δεύτερη ανάγνωση του Κοινοβουλίου.
Αν η προσωρινή συμφωνία δεν εξασφαλίσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο με μία μοναδική ψηφοφορία, το Κοινοβούλιο ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 5.
3. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που έχει εγκριθεί πρόταση απόρριψης σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή που έχει εγκριθεί προσωρινή συμφωνία σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι τροπολογίες στη θέση του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων όσων περιλαμβάνονται στην προσωρινή συμφωνία που κατέθεσε η αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 73δ παράγραφος 4, τίθενται σε ψηφοφορία. Οποιαδήποτε τροπολογία στη θέση του Συμβουλίου εγκρίνεται μόνο εφόσον εξασφαλίσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
Πριν από την ψηφοφορία επί των τροπολογιών, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να δηλώσει τη θέση της και από το Συμβούλιο να σχολιάσει.
4. Παρά την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου κατά της αρχικής πρότασης περί απόρριψης της θέσης του Συμβουλίου, σύμφωνα με την παράγραφο 1, το Κοινοβούλιο μπορεί, μετά από πρόταση του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή πολιτικής ομάδας ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτών, να εξετάσει νέα πρόταση απόρριψης, αφού πρώτα διεξαχθεί η ψηφοφορία επί των τροπολογιών, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3. Για να εγκριθεί, μια τέτοια πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
Εάν η θέση του Συμβουλίου απορριφθεί, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η νομοθετική διαδικασία έχει περατωθεί.
5. Μετά τις ψηφοφορίες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 και τις τυχόν εν συνεχεία ψηφοφορίες επί τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος που αφορούν διαδικαστικές αιτήσεις, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι η δεύτερη ανάγνωση του Κοινοβουλίου έχει περατωθεί και το νομοθετικό ψήφισμα θεωρείται εγκριθέν. Αν χρειαστεί, το νομοθετικό ψήφισμα τροποποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 193 παράγραφος 2, ώστε να αντανακλά το αποτέλεσμα των ψηφοφοριών που διεξήχθησαν σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 ή την εφαρμογή του άρθρου 76.
Το κείμενο του νομοθετικού ψηφίσματος και της θέσης του Κοινοβουλίου, εάν υπάρχει, διαβιβάζεται από τον Πρόεδρο στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Εάν δεν υποβληθεί πρόταση απόρριψης ή τροποποίησης της θέσης του Συμβουλίου, η θέση θεωρείται εγκριθείσα.
Τροπολογία 75 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 68
Άρθρο 68
διαγράφεται
Απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου
1. Η αρμόδια επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν, εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον Πρόεδρο, να καταθέσουν εγγράφως πρόταση απόρριψης της θέσης του Συμβουλίου. Αυτή η πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει, για να εγκριθεί, την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Πρόταση για την απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου πρέπει να ψηφισθεί πριν από την ψηφοφορία επί των τυχόν τροπολογιών.
2. Παρά την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου κατά της πρότασης για την απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου, το Κοινοβούλιο μπορεί, μετά από σύσταση του εισηγητή, να εξετάσει περαιτέρω πρόταση απόρριψης αφού ψηφίσει επί των τροπολογιών και ακούσει δήλωση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 5.
3. Εάν η θέση του Συμβουλίου απορριφθεί, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η νομοθετική διαδικασία έχει περατωθεί.
Τροπολογία 76 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 69
Άρθρο 69
Άρθρο 69
Τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου
Παραδεκτό των τροπολογιών στην θέση του Συμβουλίου
1. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες επί της θέσης του Συμβουλίου, οι οποίες εξετάζονται στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας.
1. Η αρμόδια επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες επί της θέσης του Συμβουλίου, οι οποίες εξετάζονται στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας.
2. Οι τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου θεωρούνται παραδεκτές μόνον εφόσον είναι σύμφωνες προς τα άρθρα 169 και 170 και αποσκοπούν
2. Οι τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου θεωρούνται παραδεκτές μόνον εφόσον είναι σύμφωνες προς τα άρθρα 169 και 170 και αποσκοπούν
α) στη συνολική ή μερική αποκατάσταση της θέσης που ενέκρινε το Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση ή
α) στη συνολική ή μερική αποκατάσταση της θέσης που ενέκρινε το Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση ή
β) στην επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου ή
β) στην επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου ή
γ) στην τροποποίηση τμήματος του κειμένου της θέσης του Συμβουλίου που δεν υπήρχε ή υπήρχε με διαφορετικό περιεχόμενο στην πρόταση η οποία είχε υποβληθεί σε πρώτη ανάγνωση, χωρίς να συνιστούν ουσιώδη τροποποίηση υπό την έννοια του άρθρου 63 ή
γ) στην τροποποίηση τμήματος του κειμένου της θέσης του Συμβουλίου που δεν υπήρχε ή υπήρχε με διαφορετικό περιεχόμενο στην πρόταση η οποία είχε υποβληθεί σε πρώτη ανάγνωση ή
δ) στο να λάβουν υπόψη γεγονός ή νέα νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την πρώτη ανάγνωση.
δ) στο να λάβουν υπόψη νέο γεγονός ή νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την έγκριση της θέσης του Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση.
Η απόφαση του Προέδρου περί του παραδεκτού τροπολογίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Η απόφαση του Προέδρου περί του παραδεκτού τροπολογίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
3. Εάν μετά την πρώτη ανάγνωση έχουν πραγματοποιηθεί εκλογές χωρίς, ωστόσο, να εφαρμοσθεί το άρθρο 63, ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει την αναστολή των περιορισμών του παραδεκτού που προβλέπονται με την παράγραφο 2.
3. Εάν μετά την πρώτη ανάγνωση έχουν πραγματοποιηθεί εκλογές χωρίς, ωστόσο, να εφαρμοσθεί το άρθρο 63, ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει την αναστολή των περιορισμών του παραδεκτού που προβλέπονται με την παράγραφο 2.
4. Τροπολογία εγκρίνεται μόνο εφόσον συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
5. Πριν από την ψηφοφορία επί των τροπολογιών, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να δηλώσει τη θέση της και από το Συμβούλιο να σχολιάσει.
Τροπολογία 77 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 5 – τίτλος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΤΜΗΜΑ 4
ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Τροπολογία 78 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 5 – επιμέρους τίτλος 1
Συνδιαλλαγή
διαγράφεται
Τροπολογία 79 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 69 β (νέο)
Άρθρο 69β
Παράταση των προθεσμιών
1. Ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής, παρατείνει τις προθεσμίες για την τρίτη ανάγνωση, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο κάθε παράταση των προθεσμιών σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.
Τροπολογία 80 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 71
Άρθρο 71
Άρθρο 71
Αντιπροσωπεία στην επιτροπή συνδιαλλαγής
Αντιπροσωπεία στην επιτροπή συνδιαλλαγής
1. Η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής αποτελείται από αριθμό μελών ίσο με τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας του Συμβουλίου.
1. Η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής αποτελείται από αριθμό μελών ίσο με τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας του Συμβουλίου.
2. Η πολιτική σύνθεση της αντιπροσωπείας αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του Κοινοβουλίου ως προς τις πολιτικές ομάδες. Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τον ακριβή αριθμό των μελών από κάθε πολιτική ομάδα που την απαρτίζουν.
2. Η πολιτική σύνθεση της αντιπροσωπείας αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του Κοινοβουλίου ως προς τις πολιτικές ομάδες. Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τον ακριβή αριθμό των μελών από κάθε πολιτική ομάδα που την απαρτίζουν.
3. Τα μέλη της αντιπροσωπείας ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συνδιαλλαγής, κατά προτίμηση μεταξύ των μελών των ενδιαφερομένων επιτροπών, εξαιρέσει τριών μελών, τα οποία ορίζονται ως μόνιμα μέλη διαδοχικών αντιπροσωπειών για χρονικό διάστημα 12 μηνών. Τα τρία μόνιμα μέλη ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες μεταξύ των αντιπροέδρων και εκπροσωπούν τουλάχιστον δύο διαφορετικές πολιτικές ομάδες. Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής είναι σε κάθε περίπτωση μέλη της αντιπροσωπείας.
3. Τα μέλη της αντιπροσωπείας ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συνδιαλλαγής, κατά προτίμηση μεταξύ των μελών της αρμόδιας επιτροπής, εξαιρέσει τριών μελών, τα οποία ορίζονται ως μόνιμα μέλη διαδοχικών αντιπροσωπειών για χρονικό διάστημα 12 μηνών. Τα τρία μόνιμα μέλη ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες μεταξύ των αντιπροέδρων και εκπροσωπούν τουλάχιστον δύο διαφορετικές πολιτικές ομάδες. Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής κατά τη δεύτερη ανάγνωση καθώς και ο εισηγητής κάθε συνδεδεμένης επιτροπής είναι σε κάθε περίπτωση μέλη της αντιπροσωπείας.
4. Οι εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες ορίζουν αναπληρωτές.
4. Οι εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες ορίζουν αναπληρωτές.
5. Μη εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες και μη εγγεγραμμένοι βουλευτές μπορούν να αποστέλλουν έναν εκπρόσωπο η κάθε μια στις εσωτερικές προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις της αντιπροσωπείας.
5. Μη εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες μπορούν να αποστέλλουν έναν εκπρόσωπο έκαστη στις εσωτερικές προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις της αντιπροσωπείας. Αν η αντιπροσωπεία δεν περιλαμβάνει κανένα μη εγγεγραμμένο βουλευτή, ένας μη εγγεγραμμένος βουλευτής μπορεί να παρίσταται σε οποιαδήποτε εσωτερική προπαρασκευαστική συνεδρίαση της αντιπροσωπείας.
6. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας είναι ο Πρόεδρος ή ένα από τα τρία μόνιμα μέλη.
6. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας είναι ο Πρόεδρος ή ένα από τα τρία μόνιμα μέλη.
7. Η αντιπροσωπεία αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της. Οι διαβουλεύσεις της δεν είναι δημόσιες.
7. Η αντιπροσωπεία αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της. Οι διαβουλεύσεις της δεν είναι δημόσιες.
Η Διάσκεψη των Προέδρων καθορίζει συμπληρωματικές οδηγίες διαδικασίας για τις εργασίες της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.
Η Διάσκεψη των Προέδρων καθορίζει συμπληρωματικές οδηγίες διαδικασίας για τις εργασίες της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.
8. Η αντιπροσωπεία ανακοινώνει εγκαίρως στο Κοινοβούλιο τα αποτελέσματα της συνδιαλλαγής.
8. Η αντιπροσωπεία ανακοινώνει εγκαίρως στο Κοινοβούλιο τα αποτελέσματα της συνδιαλλαγής.
Τροπολογία 81 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 5 – επιμέρους τίτλος 2
Στάδιο της εξέτασης στην Ολομέλεια
διαγράφεται
Τροπολογία 82 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 72
Άρθρο 72
Άρθρο 72
Κοινό σχέδιο
Κοινό σχέδιο
1. Εάν η επιτροπή συνδιαλλαγής συμφωνήσει επί ενός κοινού σχεδίου, το θέμα εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη συνόδου Ολομέλειας που προβλέπεται να διεξαχθεί εντός έξι εβδομάδων ή, εάν δοθεί παράταση, εντός οκτώ εβδομάδων από την ημέρα που η επιτροπή συνδιαλλαγής έδωσε την έγκρισή της.
1. Εάν η επιτροπή συνδιαλλαγής συμφωνήσει επί ενός κοινού σχεδίου, το θέμα εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη συνόδου Ολομέλειας που προβλέπεται να διεξαχθεί εντός έξι εβδομάδων ή, εάν δοθεί παράταση, εντός οκτώ εβδομάδων από την ημέρα που η επιτροπή συνδιαλλαγής έδωσε την έγκρισή της.
2. Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση επί του κοινού σχεδίου, το οποίο συνοδεύεται από έκθεση.
2. Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση επί του κοινού σχεδίου, το οποίο συνοδεύεται από έκθεση.
3. Δεν επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κοινό σχέδιο.
3. Δεν επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κοινό σχέδιο.
4. Το κοινό σχέδιο στο σύνολό του αποτελεί αντικείμενο μίας και μοναδικής ψηφοφορίας. Προς έγκριση του κοινού σχεδίου απαιτείται η πλειοψηφία των ψηφισάντων.
4. Το κοινό σχέδιο στο σύνολό του αποτελεί αντικείμενο μίας μοναδικής ψηφοφορίας. Προς έγκριση του κοινού σχεδίου απαιτείται η πλειοψηφία των ψηφισάντων.
5. Εφόσον δεν επιτυγχάνεται συμφωνία επί ενός κοινού σχεδίου στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής, ο πρόεδρος ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση. Μετά τη δήλωση αυτή πραγματοποιείται συζήτηση.
5. Εφόσον δεν επιτυγχάνεται συμφωνία επί ενός κοινού σχεδίου στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής, ο πρόεδρος ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση. Μετά τη δήλωση αυτή πραγματοποιείται συζήτηση.
5α. Στη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου μετά τη δεύτερη ανάγνωση, δεν μπορεί να γίνει αναπομπή σε επιτροπή.
5β. Τα άρθρα 49, 50 και 53 δεν εφαρμόζονται κατά την τρίτη ανάγνωση.
Τροπολογία 83 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 6 – τίτλος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΤΜΗΜΑ 5
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Τροπολογία 84 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 3 – τμήμα 3 (νέο)
ΤΜΗΜΑ 3
ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΟΥΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
(Το τμήμα 3 ενσωματώνεται εδώ πριν από το τμήμα 4 σχετικά με τη συνδιαλλαγή και την τρίτη ανάγνωση και περιέχει το άρθρο 73, όπως τροποποιήθηκε, και τα άρθρα 73α έως 73δ).
Τροπολογία 85 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 73
Άρθρο 73
Άρθρο 73
Διοργανικές διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας
Γενικές διατάξεις
1. Οι διαπραγματεύσεις με τα άλλα όργανα, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας κατά τη διάρκεια νομοθετικής διαδικασίας, διεξάγονται λαμβανομένου υπόψη του κώδικα συμπεριφοράς που καθορίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων10.
Οι διαπραγματεύσεις με τα άλλα όργανα, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας κατά τη διάρκεια νομοθετικής διαδικασίας, μπορούν να ξεκινήσουν μόνο μετά από απόφαση η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 73α έως 73γ ή μετά από αναπομπή εκ μέρους του Κοινοβουλίου για διοργανικές διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις αυτές διεξάγονται λαμβανομένου υπόψη του κώδικα συμπεριφοράς που καθορίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων10.
2. Αυτές οι διαπραγματεύσεις δεν αρχίζουν προτού η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή λάβει απόφαση, κατά περίπτωση για κάθε σχετική νομοθετική διαδικασία και με την πλειοψηφία των μελών της, για την έναρξη διαπραγματεύσεων. Η απόφαση αυτή καθορίζει την εντολή και τη σύνθεση της διαπραγματευτικής ομάδας. Οι εν λόγω αποφάσεις κοινοποιούνται στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει τακτικά τη Διάσκεψη των Προέδρων.
Η εντολή συνίσταται από έκθεση που εγκρίνεται από την επιτροπή και κατατίθεται στο Κοινοβούλιο προς εξέταση. Κατ’ εξαίρεση, όταν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή θεωρεί δεόντως δικαιολογημένη την έναρξη διαπραγματεύσεων πριν από την έγκριση έκθεσης στην επιτροπή, η εντολή δύναται να συνίσταται σε μια σειρά τροπολογιών ή σε μια σειρά σαφώς καθορισμένων στόχων, προτεραιοτήτων ή κατευθυντηρίων γραμμών.
3. Της διαπραγματευτικής ομάδας ηγείται ο εισηγητής και προεδρεύει ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ή ένας αντιπρόεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους σκιώδεις εισηγητές από κάθε πολιτική ομάδα.
4. Κάθε έγγραφο που προορίζεται να συζητηθεί στο πλαίσιο συνεδρίασης με το Συμβούλιο και την Επιτροπή («τριμερής διάλογος») περιέχει τις αντίστοιχες θέσεις των ενεχομένων θεσμικών οργάνων και πιθανές συμβιβαστικές λύσεις και διανέμεται στη διαπραγματευτική ομάδα τουλάχιστον 48 ώρες, ή σε επείγουσες περιπτώσεις τουλάχιστον 24 ώρες, πριν από κάθε τριμερή διάλογο.
Μετά από κάθε τριμερή διάλογο, η διαπραγματευτική ομάδα υποβάλλει αναφορά στην επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής. Τα έγγραφα που αντικατοπτρίζουν την έκβαση του πιο πρόσφατου τριμερούς διαλόγου τίθενται στη διάθεση της επιτροπής.
Όταν είναι ανέφικτη η έγκαιρη σύγκληση συνεδρίασης της επιτροπής, η διαπραγματευτική ομάδα ενημερώνει τον πρόεδρο, τους σκιώδεις εισηγητές και τους συντονιστές της επιτροπής, κατά περίπτωση.
Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ανανεώνει την εντολή υπό το φως της προόδου των διαπραγματεύσεων.
5. Εάν οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε συμβιβασμό, η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση. Το συμφωνηθέν κείμενο υποβάλλεται στην αρμόδια επιτροπή προς εξέταση. Εφόσον εγκριθεί με ψηφοφορία στην επιτροπή, το συμφωνηθέν κείμενο κατατίθεται προς εξέταση στο Κοινοβούλιο υπό την ενδεδειγμένη μορφή, συμπεριλαμβανομένων συμβιβαστικών τροπολογιών. Δύναται να υποβληθεί ως ενοποιημένο κείμενο, υπό τον όρο ότι επισημαίνει σαφώς τις τροποποιήσεις στην υπό εξέταση πρόταση νομοθετικής πράξης.
6. Στις περιπτώσεις όπου η διαδικασία περιλαμβάνει διαδικασία με συνδεδεμένες επιτροπές ή με κοινές συνεδριάσεις επιτροπών, τα άρθρα 54 και 55 εφαρμόζονται επί της απόφασης σχετικά με την έναρξη διαπραγματεύσεων και τη διεξαγωγή των εν λόγω διαπραγματεύσεων.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων επιτροπών, οι όροι για την έναρξη διαπραγματεύσεων και τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων αυτών καθορίζονται από τον πρόεδρο της διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται σε εκείνα τα άρθρα του Κανονισμού.
__________________
__________________
10Βλέπε παράρτημα XX.
10Κώδικας συμπεριφοράς του ΕΚ για τη διαπραγμάτευση φακέλων στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας
Τροπολογία 86 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 73 α (νέο)
Άρθρο 73α
Διαπραγματεύσεις πριν από την πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου
1. Όταν επιτροπή έχει εγκρίνει νομοθετική έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 49, μπορεί να αποφασίσει με πλειοψηφία των μελών της να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με βάση την εν λόγω έκθεση.
2. Οι αποφάσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων ανακοινώνονται κατά την έναρξη της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την έγκρισή τους στην επιτροπή. Έως το τέλος της ημέρας που ακολουθεί την ανακοίνωση στο Κοινοβούλιο, πολιτικές ομάδες ή μεμονωμένοι βουλευτές που αποτελούν συνολικά το ένα δέκατο των βουλευτών του Κοινοβουλίου μπορούν να ζητήσουν γραπτώς να τεθεί σε ψηφοφορία απόφαση της επιτροπής για την έναρξη διαπραγματεύσεων. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει επ’ αυτών των αιτημάτων κατά την ίδια περίοδο συνόδου.
Αν δεν έχει λάβει τέτοιο αίτημα μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο. Αν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, ο Πρόεδρος μπορεί να δώσει τον λόγο σε έναν ομιλητή υπέρ και σε έναν ομιλητή κατά του αιτήματος, αμέσως πριν από την ψηφοφορία. Κάθε ομιλητής μπορεί να προβεί σε δήλωση που δεν διαρκεί πάνω από δύο λεπτά.
3. Αν το Κοινοβούλιο απορρίψει την απόφαση της επιτροπής για την έναρξη διαπραγματεύσεων, το σχέδιο νομοθετικής πράξης και η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της επόμενης περιόδου συνόδου και ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία για τροπολογίες. Εφαρμόζεται το άρθρο 59 παράγραφος 1β.
4. Οι διαπραγματεύσεις μπορούν να ξεκινήσουν ανά πάσα στιγμή αφού εκπνεύσει η προθεσμία που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 χωρίς να έχει διατυπωθεί αίτημα για ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο σχετικά με την απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων. Αν διατυπωθεί τέτοιο αίτημα, οι διαπραγματεύσεις μπορεί να ξεκινήσουν ανά πάσα στιγμή αφότου η απόφαση της επιτροπής να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις εγκριθεί στο Κοινοβούλιο.
Τροπολογία 87 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 73 β (νέο)
Άρθρο 73β
Διαπραγματεύσεις πριν από την πρώτη ανάγνωση του Συμβουλίου
Τυχόν έγκριση της θέσης του Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση συνιστά την εντολή για οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με άλλα όργανα. Κατόπιν τούτου η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει με πλειοψηφία των μελών της να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις ανά πάσα στιγμή. Οι αποφάσεις αυτές ανακοινώνονται στο Κοινοβούλιο κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την ψηφοφορία στην επιτροπή και η αναφορά τους συμπεριλαμβάνεται στα πρακτικά.
Τροπολογία 88 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 73 γ (νέο)
Άρθρο 73γ
Διαπραγματεύσεις πριν από τη δεύτερη ανάγνωση του Κοινοβουλίου
Όταν αναπέμπεται η θέση του Συμβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση στην αρμόδια επιτροπή, η θέση του Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση, σύμφωνα με το άρθρο 69, συνιστά την εντολή για οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με άλλα θεσμικά όργανα. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις ανά πάσα στιγμή.
Όταν η θέση του Συμβουλίου περιλαμβάνει στοιχεία που δεν καλύπτονται από το σχέδιο νομοθετικής πράξης ή από τη θέση του Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση, η επιτροπή μπορεί να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές, μεταξύ άλλων υπό μορφή τροπολογιών στη θέση του Συμβουλίου, για τη διαπραγματευτική ομάδα.
Τροπολογία 305 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 73 δ (νέο)
Άρθρο 73δ
Διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων
1. Της διαπραγματευτικής ομάδας του Κοινοβουλίου ηγείται ο εισηγητής και προεδρεύει ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ή ένας αντιπρόεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους σκιώδεις εισηγητές από κάθε πολιτική ομάδα που επιθυμεί να συμμετάσχει.
2. Κάθε έγγραφο που προορίζεται να συζητηθεί στο πλαίσιο συνεδρίασης με το Συμβούλιο και την Επιτροπή («τριμερής διάλογος») διανέμεται στη διαπραγματευτική ομάδα τουλάχιστον 48 ώρες, ή σε επείγουσες περιπτώσεις τουλάχιστον 24 ώρες, πριν από τον εν λόγω τριμερή διάλογο.
3. Μετά από κάθε τριμερή διάλογο, ο πρόεδρος της διαπραγματευτικής ομάδας και ο εισηγητής, εκ μέρους της διαπραγματευτικής ομάδας, υποβάλλουν αναφορά στην επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής.
Όταν είναι ανέφικτη η έγκαιρη σύγκληση συνεδρίασης της επιτροπής, ο πρόεδρος της διαπραγματευτικής ομάδας και ο εισηγητής, εκ μέρους της διαπραγματευτικής ομάδας, υποβάλλουν αναφορά στην επόμενη συνεδρίαση των συντονιστών της επιτροπής.
4. Εάν οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε προσωρινή συμφωνία, η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση. Τα έγγραφα που αντικατοπτρίζουν την έκβαση του καταληκτικού τριμερούς διαλόγου τίθενται στη διάθεση της επιτροπής και δημοσιοποιούνται. Η προσωρινή συμφωνία υποβάλλεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία αποφασίζει μετά από μία μοναδική ψηφοφορία με πλειοψηφία των ψηφισάντων. Αν εγκριθεί, κατατίθεται στην Ολομέλεια προς εξέταση και παρουσιάζεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δηλώνονται σαφώς οι τροποποιήσεις στο σχέδιο νομοθετικής πράξης.
5. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων επιτροπών, σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55, οι λεπτομερείς όροι για την έναρξη διαπραγματεύσεων και τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων αυτών καθορίζονται από τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στα εν λόγω άρθρα του Κανονισμού.
Τροπολογία 90 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 74
Άρθρο 74
διαγράφεται
Έγκριση απόφασης για την έναρξη διοργανικών διαπραγματεύσεων πριν από την έγκριση έκθεσης σε επιτροπή
1. Κάθε απόφαση επιτροπής για την έναρξη διαπραγματεύσεων πριν από την έγκριση έκθεσης στην επιτροπή μεταφράζεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες, διανέμεται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου και υποβάλλεται στη Διάσκεψη των Προέδρων.
Κατόπιν αιτήσεως πολιτικής ομάδας, η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να αποφασίσει να περιλάβει το θέμα, προς εξέταση με συζήτηση και ψηφοφορία, στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου που έπεται της διανομής, οπότε ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών.
Σε περίπτωση που η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει να περιλάβει το θέμα στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της εν λόγω περιόδου συνόδου, η απόφαση για την έναρξη διαπραγματεύσεων ανακοινώνεται από τον Πρόεδρο κατά την έναρξη αυτής της περιόδου συνόδου.
2. Το θέμα περιλαμβάνεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου που έπεται της ανακοίνωσης προς εξέταση με συζήτηση και ψηφοφορία, και ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών εφόσον αυτό ζητηθεί από μία πολιτική ομάδα ή 40 τουλάχιστον βουλευτές εντός 48 ωρών από την ανακοίνωση.
Διαφορετικά, η απόφαση για την έναρξη των διαπραγματεύσεων θεωρείται εγκριθείσα.
Τροπολογία 91 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 75
Άρθρο 75
Άρθρο 63α
Συμφωνία κατά την πρώτη ανάγνωση
Συμφωνία κατά την πρώτη ανάγνωση
Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, αφού η θέση λάβει την οριστική της διατύπωση κατά το άρθρο 193 του Κανονισμού, ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η πρόταση έχει οριστικά εγκριθεί κατά την διατύπωση που ανταποκρίνεται στη θέση του Κοινοβουλίου.
Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, αφού η θέση λάβει την οριστική της διατύπωση κατά το άρθρο 193 του Κανονισμού, ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η νομοθετική πράξη έχει οριστικά εγκριθεί κατά την διατύπωση που ανταποκρίνεται στη θέση του Κοινοβουλίου.
(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται στο τέλος του τομέα 1 σχετικά με την πρώτη ανάγνωση)
Τροπολογία 92 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 76
Άρθρο 76
Άρθρο 69α
Συμφωνία κατά τη δεύτερη ανάγνωση
Συμφωνία κατά τη δεύτερη ανάγνωση
Εφόσον δεν γίνει δεκτή πρόταση για απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου και δεν εγκριθούν τροπολογίες στην εν λόγω θέση, σύμφωνα με τα άρθρα 68 και 69, εντός των προθεσμιών για την υποβολή και ψήφιση τροπολογιών ή προτάσεων απόρριψης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η προτεινόμενη πράξη έχει οριστικά εγκριθεί. Ο Πρόεδρος, από κοινού με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, υπογράφει την πρόταση και μεριμνά για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 78.
Εφόσον δεν γίνει δεκτή πρόταση για απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου και δεν κατατεθούν τροπολογίες στην εν λόγω θέση, σύμφωνα με τα άρθρα 67α και 69, εντός των προθεσμιών για την υποβολή και ψήφιση τροπολογιών ή προτάσεων απόρριψης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η προτεινόμενη πράξη έχει οριστικά εγκριθεί.
(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται στο τέλος του τομέα 2 σχετικά με την δεύτερη ανάγνωση)
Τροπολογία 93 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 77
Άρθρο 77
διαγράφεται
Απαιτήσεις για τη σύνταξη νομοθετικών πράξεων
1. Στις πράξεις που εκδίδονται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία αναγράφεται το είδος της αντίστοιχης πράξης, ακολουθούμενο από τον αύξοντα αριθμό, την ημερομηνία έγκρισής της και μνεία του αντικειμένου της.
2. Οι πράξεις που εκδίδονται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο περιλαμβάνουν τη φράση:
a) «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης»·
β) μνεία των διατάξεων δυνάμει των οποίων εκδίδεται η πράξη, κατόπιν των λέξεων «έχοντας υπόψη»·
γ) μνεία των υποβληθεισών προτάσεων, των γνωμών που έχουν συλλεγεί και των διαβουλεύσεων που πραγματοποιήθηκαν·
δ) το σκεπτικό της πράξης, που αρχίζει με τη λέξη «εκτιμώντας»·
ε) τις φράσεις «εξέδωσαν τον παρόντα κανονισμό», «εξέδωσαν την παρούσα οδηγία» ή «εξέδωσαν την παρούσα απόφαση», των οποίων έπεται το κυρίως σώμα της πράξης.
3. Οι πράξεις διαιρούνται σε άρθρα τα οποία, ενδεχομένως, συνενώνονται σε κεφάλαια και τμήματα.
4. Το τελευταίο άρθρο της πράξης ορίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος στην περίπτωση κατά την οποία είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη της εικοστής ημέρας από τη δημοσίευση.
5. Έπονται του τελευταίου άρθρου της πράξης:
– η δέουσα διατύπωση, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών, όσον αφορά τη θέση σε ισχύ της πράξης αυτής·
– η μνεία του τόπου έκδοσης, ακολουθούμενη από την ημερομηνία έκδοσης·
– οι λέξεις «Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος», «Για το Συμβούλιο, ο Πρόεδρος», ακολουθούμενες από τα ονόματα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του εν ενεργεία Προέδρου του Συμβουλίου την στιγμή κατά την οποία εγκρίθηκε η πράξη.
Τροπολογία 94 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 78
Άρθρο 78
Άρθρο 78
Υπογραφή εγκριθεισών πράξεων
Υπογραφή και δημοσίευση εγκριθεισών πράξεων
Μετά την οριστική διατύπωση του κειμένου που εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 193 και αφού έχει προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, οι πράξεις που εγκρίνονται κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιμελεία των Γενικών Γραμματέων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Μετά την οριστική διατύπωση του κειμένου που εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 193 καιτο παράρτημα XVIα και αφού έχει προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, οι πράξεις που εγκρίνονται κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα.
Στη συνέχεια, οι Γενικοί Γραμματείς του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου επιμελούνται της δημοσίευσης της πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τροπολογία 95 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 4 (νέο)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ
(Ενσωματώνεται μετά το άρθρο 78)
Τροπολογία 96 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 78 α (νέο)
Άρθρο 78α
Τροποποιημένη πρόταση για νομικά δεσμευτική πράξη
Εάν η Επιτροπή προτίθεται να αντικαταστήσει ή να τροποποιήσει την πρότασή της για νομικά δεσμευτική πράξη, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αναβάλει την εξέταση του θέματος έως ότου λάβει τη νέα πρόταση ή τις τροποποιήσεις της Επιτροπής.
Τροπολογία 97 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 78 β (νέο)
Άρθρο 78β
Θέση της Επιτροπής επί των τροπολογιών
Πριν η αρμόδια επιτροπή προχωρήσει στην τελική ψηφοφορία επί πρότασης νομικά δεσμευτικής πράξης, μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τη θέση της επί όλων των τροπολογιών στην εν λόγω πρόταση, τις οποίες ενέκρινε η επιτροπή.
Ενδεχομένως, η θέση αυτή συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση.
Τροπολογία 98 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 78 γ (νέο)
Άρθρο 78γ
Ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο
Το άρθρο 59 παράγραφοι -1, 1, 1β και 1γ εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.
Τροπολογία 99 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 78 δ (νέο)
Άρθρο 78δ
Παρακολούθηση της θέσης του Κοινοβουλίου
1. Κατά την περίοδο που ακολουθεί την έγκριση από το Κοινοβούλιο της θέσης του επί του σχεδίου νομικά δεσμευτικής πράξης, ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής παρακολουθούν την πρόοδο της διαδικασίας που οδηγεί στην έγκριση του σχεδίου πράξης εκ μέρους του Συμβουλίου, μεριμνώντας ιδίως ώστε να εξασφαλίζεται η πιστή τήρηση τυχόν δεσμεύσεων που ανέλαβαν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή έναντι του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη θέση του.Υποβάλλουν δε εκθέσεις στην επιτροπή σε τακτική βάση.
2. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εξετάσουν μαζί της το εν λόγω ζήτημα.
3. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, εάν κρίνει ότι είναι απαραίτητο και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος με το οποίο να συνιστά στο Κοινοβούλιο:
– να καλέσει την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της,
– να καλέσει την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να ζητήσουν εκ νέου από το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 63, ή να ζητήσει από την Επιτροπή να καταθέσει νέα πρόταση, ή
– να αποφασίσει να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει αναγκαίο.
Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της συνόδου που ακολουθεί την έγκρισή της από την επιτροπή.
Τροπολογία 100 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 78 ε (νέο)
Άρθρο 78ε
Εκ νέου παραπομπή στο Κοινοβούλιο
1. Μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ο Πρόεδρος καλεί το Συμβούλιο να ζητήσει εκ νέου τη γνώμη του Κοινοβουλίου εφόσον συντρέχουν οι συνθήκες και οι όροι του άρθρου 63 παράγραφος 1, και επίσης εφόσον το Συμβούλιο τροποποιεί ή προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά το σχέδιο νομικά δεσμευτικής πράξης επί του οποίου το Κοινοβούλιο είχε τοποθετηθεί αρχικά, εκτός εάν τούτο αποσκοπεί στην ενσωμάτωση των τροπολογιών του Κοινοβουλίου.
2. Ο Πρόεδρος ζητεί επίσης να παραπεμφθεί εκ νέου στο Κοινοβούλιο σχέδιο νομικά δεσμευτικής πράξης, βάσει του παρόντος άρθρου, εφόσον το Κοινοβούλιο λάβει απόφαση σχετικώς, μετά από πρόταση μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών.
Τροπολογία 101 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 7 – αρίθμηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Τροπολογία 102 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 81
Άρθρο 81
Άρθρο 81
Συνθήκες προσχώρησης
Συνθήκες προσχώρησης
1. Κάθε αίτηση ευρωπαϊκού κράτους να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραπέμπεται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.
1. Κάθε αίτηση ευρωπαϊκού κράτους να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραπέμπεται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να συμμετάσχουν σε συζήτηση πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων με το αιτούν κράτος.
2. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να συμμετάσχουν σε συζήτηση πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων με το αιτούν κράτος.
3. Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρέχουν τακτικά στην αρμόδια επιτροπή πλήρη ενημέρωση σχετικά με την πρόοδό τους και, εφόσον απαιτείται, σε εμπιστευτική βάση.
3. Η αρμόδια επιτροπή ζητεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να παρέχουν πλήρη και τακτική ενημέρωση σχετικά με την πρόοδο των διαπραγματεύσεων και, εφόσον απαιτείται, σε εμπιστευτική βάση.
4. Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν αυτές υπόψη πριν από τη σύναψη της Συνθήκης για την προσχώρηση αιτούντος κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
4. Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν αυτές υπόψη πριν από τη σύναψη της Συνθήκης για την προσχώρηση αιτούντος κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
5. Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 99.
5. Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 99. Σύμφωνα με το άρθρο 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την έγκριση του Κοινοβουλίου απαιτούνται οι ψήφοι της πλειοψηφίας των μελών που το απαρτίζουν.
Τροπολογία 103 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 83
Άρθρο 83
Άρθρο 83
Παραβίαση των θεμελιωδών αρχών από κράτος μέλος
Παραβίαση των θεμελιωδών αρχών και αξιών από κράτος μέλος
1. Το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει ειδικής έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής που καταρτίστηκε σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 52:
1. Το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει ειδικής έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής που καταρτίστηκε σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 52:
α) να ψηφίσει επί αιτιολογημένης προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
α) να ψηφίσει επί αιτιολογημένης προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
β) να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί την Επιτροπή ή τα κράτη μέλη να υποβάλουν πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
β) να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί την Επιτροπή ή τα κράτη μέλη να υποβάλουν πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
γ) να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 ή, εν συνεχεία, το άρθρο 7 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
γ) να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 ή, εν συνεχεία, το άρθρο 7 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Κάθε αίτηση που έχει ληφθεί από το Συμβούλιο για την έγκριση πρότασης με βάση το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανακοινώνεται στο Κοινοβούλιο, μαζί με τις παρατηρήσεις που έχει υποβάλει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και διαβιβάζεται στην αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, εκτός από επείγουσες και αιτιολογημένες περιπτώσεις.
2. Κάθε αίτηση που έχει ληφθεί από το Συμβούλιο για την έγκριση πρότασης με βάση το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανακοινώνεται στο Κοινοβούλιο, μαζί με τις παρατηρήσεις που έχει υποβάλει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και διαβιβάζεται στην αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, εκτός από επείγουσες και αιτιολογημένες περιπτώσεις.
3. Οι αποφάσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 απαιτούν πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων, που αποτελούν ταυτόχρονα την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
3. Βάσει του άρθρου 354 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποφάσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 απαιτούν πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων, που αποτελούν ταυτόχρονα την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
4. Με την επιφύλαξη της έγκρισης της Διάσκεψης των Προέδρων, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει συνοδευτική πρόταση ψηφίσματος. Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εκφράζει τις απόψεις του Κοινοβουλίου για σοβαρή παραβίαση από κράτος μέλος, τις κατάλληλες κυρώσεις, καθώς και για την τροποποίηση ή ανάκληση των κυρώσεων αυτών.
4. Με την επιφύλαξη της έγκρισης της Διάσκεψης των Προέδρων, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει συνοδευτική πρόταση ψηφίσματος. Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εκφράζει τις απόψεις του Κοινοβουλίου για σοβαρή παραβίαση από κράτος μέλος, για τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, καθώς και για την τροποποίηση ή ανάκληση των μέτρων αυτών.
5. Η αρμόδια επιτροπή εξασφαλίζει την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και, εφόσον απαιτείται, τη δυνατότητά του να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με όλα τα μέτρα που δίδουν συνέχεια στη σύμφωνη γνώμη του, η οποία παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 3. Το Συμβούλιο καλείται να παρουσιάσει όλες τις σχετικές εξελίξεις. Μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, διατυπούμενης με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει συστάσεις προς το Συμβούλιο.
5. Η αρμόδια επιτροπή εξασφαλίζει την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και, εφόσον απαιτείται, τη δυνατότητά του να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με όλα τα μέτρα που δίδουν συνέχεια στη σύμφωνη γνώμη του, η οποία παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 3. Το Συμβούλιο καλείται να παρουσιάσει όλες τις σχετικές εξελίξεις. Μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, διατυπούμενης με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει συστάσεις προς το Συμβούλιο.
Τροπολογία 104 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 84
Άρθρο 84
Άρθρο 84
Σύνθεση του Κοινοβουλίου
Σύνθεση του Κοινοβουλίου
Εν ευθέτω χρόνω πριν από τη λήξη μιας κοινοβουλευτικής περιόδου, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του σύμφωνα με το άρθρο 45, να υποβάλλει πρόταση για την αλλαγή της σύνθεσής του. Το σχέδιο απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό της σύνθεσης του Κοινοβουλίου εξετάζεται σύμφωνα με το άρθρο 99.
Εν ευθέτω χρόνω πριν από τη λήξη μιας κοινοβουλευτικής περιόδου, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα άρθρα 45 και 52 του παρόντος Κανονισμού, να υποβάλλει πρόταση για την αλλαγή της σύνθεσής του. Το σχέδιο απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό της σύνθεσης του Κοινοβουλίου εξετάζεται σύμφωνα με το άρθρο 99.
Τροπολογία 105 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 85
Άρθρο 85
Άρθρο 85
Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών
Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών
1. Οι αιτήσεις για την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 20 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση παραπέμπονται από τον Πρόεδρο προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. Εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, τα άρθρα 39, 41, 43, 47, 57 έως 63 και 99 του Κανονισμού.
1. Οι αιτήσεις για την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 20 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση παραπέμπονται από τον Πρόεδρο προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. Εφαρμόζεται το άρθρο 99.
2. Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 20 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και των άρθρων 326 έως 334 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 20 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και των άρθρων 326 έως 334 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Οι πράξεις που προτείνονται μετέπειτα στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας, όταν αποφασιστεί η εφαρμογή της, αντιμετωπίζονται από το Κοινοβούλιο βάσει των ίδιων διαδικασιών που ισχύουν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εφαρμόζεται η ενισχυμένη συνεργασία. Εφαρμόζεται το άρθρο 47.
3. Οι πράξεις που προτείνονται μετέπειτα στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας, όταν αποφασιστεί η εφαρμογή της, αντιμετωπίζονται από το Κοινοβούλιο βάσει των ίδιων διαδικασιών που ισχύουν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εφαρμόζεται η ενισχυμένη συνεργασία. Εφαρμόζεται το άρθρο 47.
Τροπολογία 106 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 8 – αρίθμηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Τροπολογία 107 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 86
Άρθρο 86
Άρθρο 86
Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο
Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο
Όταν το Συμβούλιο ζητεί την έγκριση του Κοινοβουλίου επί της πρότασης κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπήσύμφωνα με τηδιαδικασία του άρθρου 99. Για την έγκριση του Κοινοβουλίου απαιτούνται οι ψήφοι της πλειοψηφίας των μελών που το απαρτίζουν.
Όταν το Συμβούλιο ζητεί την έγκριση του Κοινοβουλίου επί της πρότασης κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, το ζήτημα αντιμετωπίζεται βάσει του άρθρου 99. Σύμφωνα μετο άρθρο 312 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τηλειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την έγκριση του Κοινοβουλίου απαιτούνται οι ψήφοι της πλειοψηφίας των μελών που το απαρτίζουν.
Τροπολογία 108 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 86 α (νέο)
Άρθρο 86α
Ετήσια διαδικασία του προϋπολογισμού
Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καταρτίσει οποιαδήποτε έκθεση κρίνεται κατάλληλη σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό, έχοντας υπόψη το παράρτημα της διοργανικής συμφωνίας, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση1a.
Οποιαδήποτε άλλη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει εντός της προθεσμίας που ορίζει η αρμόδια επιτροπή.
___________________
1α ΕΕ C 373 της 20.12.2013, σ. 1.
Τροπολογία 109 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 87
Άρθρο 87
διαγράφεται
Έγγραφα Συνόδου
1. Τα εξής έγγραφα τίθενται στη διάθεση των βουλευτών:
α) το σχέδιο προϋπολογισμού που υποβάλλει η Επιτροπή·
β) συνοπτική παρουσίαση, από το Συμβούλιο, των συζητήσεών του επί του σχεδίου προϋπολογισμού·
γ) η θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
δ) ενδεχόμενα σχέδια αποφάσεων σχετικά με τα προσωρινά δωδεκατημόρια σύμφωνα με το άρθρο 315 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Τα έγγραφα αυτά παραπέμπονται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει.
3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι επιτροπές που επιθυμούν να εκδώσουν γνωμοδότηση οφείλουν να την κοινοποιήσουν στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
Τροπολογία 110 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 88
Άρθρο 88
Άρθρο 88
Εξέταση του σχεδίου προϋπολογισμού - πρώτη φάση
ΘέσητουΚοινοβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού
1. Κάθε βουλευτής μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται κατωτέρω, να υποβάλει και να υποστηρίξει σχέδια τροπολογιών στοσχέδιο προϋπολογισμού.
1. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια επιτροπή τροπολογίες στη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού.
Τροπολογίες στη θέση του Συμβουλίου μπορούν να υποβληθούν στην Ολομέλεια από τουλάχιστον σαράντα βουλευτές ή εξ ονόματος επιτροπής ή πολιτικής ομάδας.
2. Τα σχέδια τροπολογιών είναι παραδεκτά μόνον εφόσον υποβάλλονται εγγράφως, υπογράφονται από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές ή κατατίθενται εξ ονόματος μιας πολιτικής ομάδας ή επιτροπής, προσδιορίζουν ποιον τομέα του προϋπολογισμού αφορούν και διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της ισοσκέλισης εσόδων και εξόδων. Τα σχέδια τροπολογιών περιέχουν κάθε χρήσιμο στοιχείο όσον αφορά τις παρατηρήσεις που πρέπει να εγγραφούν στον αντίστοιχο τομέα του προϋπολογισμού.
2. Οι τροπολογίες υποβάλλονται και αιτιολογούνται εγγράφως, υπογράφονται από τους συντάκτες τους και προσδιορίζουν ποια γραμμή του προϋπολογισμού αφορούν.
Όλα τα σχέδια τροπολογιών στο σχέδιο προϋπολογισμού αιτιολογούνται εγγράφως.
3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία κατάθεσης των σχεδίων τροπολογιών.
3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία κατάθεσης των τροπολογιών.
4. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί επί των κειμένων που έχουν υποβληθεί, πριν αυτά εξετασθούν στην Ολομέλεια.
4. Η αρμόδια επιτροπή ψηφίζει επί των τροπολογιών, πριν αυτές εξετασθούν στην Ολομέλεια.
Τα σχέδια τροπολογιών που απορρίπτονται από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν τίθενται σε ψηφοφορία ενώπιον της Ολομέλειας, εκτός εάν το ζητήσουν εγγράφως, εντός προθεσμίας που καθορίζει ο Πρόεδρος, μία επιτροπή ή τουλάχιστον 40 βουλευτές· η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των 24 ωρών πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
4α. Οι τροπολογίες που κατατίθενται στην Ολομέλεια και απορρίπτονται από την αρμόδια επιτροπή μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία, μόνο εάν το ζητήσουν εγγράφως, εντός προθεσμίας που καθορίζει ο Πρόεδρος, μία επιτροπή ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές· η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των 24 ωρών πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
5. Τα σχέδια τροπολογιών επί της κατάστασης προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα οποία έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνα που απορρίφθηκαν ήδη από το Κοινοβούλιο κατά την κατάρτιση αυτής της κατάστασης προβλέψεων εξετάζονται μόνο αν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συνηγορεί σε αυτό.
5. Οι τροπολογίες επί της κατάστασης προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι οποίες έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνες που απορρίφθηκαν ήδη από το Κοινοβούλιο κατά την κατάρτιση αυτής της κατάστασης προβλέψεων εξετάζονται μόνο αν η αρμόδια επιτροπή συνηγορεί σε αυτό.
6. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 59 παράγραφος 2, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με χωριστές και διαδοχικές ψηφοφορίες επί:
6. Το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με διαδοχικές ψηφοφορίες επί:
– κάθε σχεδίου τροπολογίας,
– κάθε τροπολογίας στη θέση του Συμβουλίου σχετικά με το σχέδιο προϋπολογισμού, ανά τμήμα,
– κάθε τμήματος του σχεδίου προϋπολογισμού,
– πρότασης ψηφίσματος επί του σχεδίου προϋπολογισμού.
– πρότασης ψηφίσματος επί του σχεδίου προϋπολογισμού.
Εφαρμόζεται, ωστόσο, το άρθρο 174 παράγραφοι 4 έως 8.
Εφαρμόζεται, ωστόσο, το άρθρο 174 παράγραφοι 4 έως 8α.
7. Λογίζονται εγκριθέντα τα άρθρα, τα κεφάλαια, οι τίτλοι και τα τμήματα του σχεδίου προϋπολογισμού για τα οποία δεν έχουν κατατεθεί σχέδια τροπολογιών.
7. Λογίζονται εγκριθέντα τα άρθρα, τα κεφάλαια, οι τίτλοι και τα τμήματα του σχεδίου προϋπολογισμού για τα οποία δεν έχουν κατατεθεί τροπολογίες.
8. Προκειμένου να εγκριθούν τα σχέδια τροπολογιών πρέπει να ψηφισθούν από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
8. Σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 4 στοιχείο α) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να εγκριθούν οι τροπολογίες πρέπει να ψηφισθούν από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
9. Εφόσον το Κοινοβούλιο τροποποιήσει το σχέδιο προϋπολογισμού, το εν λόγω σχέδιο διαβιβάζεται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, μαζί με τις αιτιολογήσεις.
9. Εφόσον το Κοινοβούλιο τροποποιήσει τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού, η εν λόγω θέση διαβιβάζεται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, μαζί με τις αιτιολογήσεις και τα πρακτικά της συνεδρίασης στην οποία εγκρίθηκαν οι τροπολογίες.
10. Τα πρακτικά της συνεδρίασης στην οποία το Κοινοβούλιο γνωμοδότησε επί του σχεδίου προϋπολογισμού διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Τροπολογία 111 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 89
Άρθρο 89
Άρθρο 95α
Τριμερής διάλογος για δημοσιονομικά θέματα
Διοργανική συνεργασία
Ο Πρόεδρος συμμετέχει στις τακτικές συναντήσεις μεταξύ των προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα με πρωτοβουλία της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών του προϋπολογισμού στις οποίες αναφέρεται ο Τίτλος ΙΙ του Έκτου Μέρους της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Πρόεδρος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να προωθήσει τη διαβούλευση και την προσέγγιση των θέσεων των οργάνων, προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή των ανωτέρω διαδικασιών.
Σύμφωνα με το άρθρο 324 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Πρόεδρος συμμετέχει στις τακτικές συναντήσεις μεταξύ των προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα με πρωτοβουλία της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών του προϋπολογισμού στις οποίες αναφέρεται ο Τίτλος ΙΙ του Έκτου Μέρους της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Πρόεδρος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να προωθήσει τη διαβούλευση και την προσέγγιση των θέσεων των οργάνων, προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή των ανωτέρω διαδικασιών.
Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου μπορεί να εκχωρήσει την εν λόγω αρμοδιότητα σε έναν Αντιπρόεδρο ο οποίος διαθέτει πείρα σε δημοσιονομικά ζητήματα, ή στον πρόεδρο της αρμόδιας για τα δημοσιονομικά ζητήματα επιτροπής.
Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου μπορεί να εκχωρήσει την εν λόγω αρμοδιότητα σε έναν Αντιπρόεδρο ο οποίος διαθέτει πείρα σε δημοσιονομικά ζητήματα, ή στον πρόεδρο της αρμόδιας για τα δημοσιονομικά ζητήματα επιτροπής.
(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται όπως τροποποιήθηκε στο τέλος του κεφαλαίου για τις διαδικασίες του προϋπολογισμού, μετά το άρθρο 95.)
Τροπολογία 112 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 91
Άρθρο 91
Άρθρο 91
Οριστική έγκριση του προϋπολογισμού
Οριστική έγκριση του προϋπολογισμού
Όταν ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι ο προϋπολογισμός έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 314 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κηρύσσει σε συνεδρίαση Ολομέλειας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όταν ο Πρόεδρος θεωρεί ότι ο προϋπολογισμός έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 314 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κηρύσσει σε συνεδρίαση Ολομέλειας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τροπολογία 113 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 93
Άρθρο 93
Άρθρο 93
Απαλλαγή της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού
Απαλλαγή της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού
Οι διατάξεις για τη διαδικασία που ακολουθείται σχετικά με την απόφαση περί χορηγήσεως απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις δημοσιονομικές διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον δημοσιονομικό κανονισμό, προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό11. Το εν λόγω παράρτημα εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 227 παράγραφος 2 του Κανονισμού.
Οι διατάξεις για τη διαδικασία που ακολουθείται σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις δημοσιονομικές διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον δημοσιονομικό κανονισμό, προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό, ως παράρτημα11.
__________________
__________________
11 Βλέπε παράρτημα V.
11 Βλέπε παράρτημα V.
Τροπολογία 114 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 94
Άρθρο 94
Άρθρο 94
Άλλες διαδικασίες απαλλαγής
Άλλες διαδικασίες απαλλαγής
Οι διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού εφαρμόζονται, αναλόγως:
Οι διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 319 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζονται, αναλόγως:
– στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·
– στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·
– στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση των προϋπολογισμών άλλων θεσμικών και άλλων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Συμβούλιο (όσον αφορά τη δραστηριότητά του ως εκτελεστικού οργάνου), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών·
– στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση των προϋπολογισμών άλλων θεσμικών και άλλων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Συμβούλιο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών·
– στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης·
– στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης·
– στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα όργανα τα υπεύθυνα για την εκτέλεση του προϋπολογισμού νομικώς αυτοτελών οργανισμών που επιτελούν έργο της Ένωσης, εφόσον στις νομικές διατάξεις που διέπουν τη δραστηριότητά τους προβλέπεται η χορήγηση απαλλαγής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
– στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα όργανα τα υπεύθυνα για την εκτέλεση του προϋπολογισμού νομικώς αυτοτελών οργανισμών που επιτελούν έργο της Ένωσης, εφόσον στις νομικές διατάξεις που διέπουν τη δραστηριότητά τους προβλέπεται η χορήγηση απαλλαγής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τροπολογία 115 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 95
Άρθρο 95
Άρθρο 92α
Έλεγχος του Κοινοβουλίου επί της εκτέλεσης του προϋπολογισμού
Εκτέλεση του προϋπολογισμού
1. Το Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εκτέλεσης του τρέχοντος προϋπολογισμού. Αναθέτει το καθήκον αυτό στις αρμόδιες επιτροπές του για τον προϋπολογισμό και για τον έλεγχο του προϋπολογισμού, καθώς και στις άλλες ενδιαφερόμενες επιτροπές.
1. Το Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εκτέλεσης του τρέχοντος προϋπολογισμού. Αναθέτει το καθήκον αυτό στις αρμόδιες επιτροπές του για τον προϋπολογισμό και για τον έλεγχο του προϋπολογισμού, καθώς και στις άλλες ενδιαφερόμενες επιτροπές.
2. Εξετάζει κάθε χρόνο τα προβλήματα τα σχετικά με την εκτέλεση του τρέχοντος προϋπολογισμού, ενδεχομένως βάσει πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται από την αρμόδια επιτροπή του και πριν από την πρώτη ανάγνωση του σχεδίου προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος.
2. Εξετάζει κάθε χρόνο τα προβλήματα τα σχετικά με την εκτέλεση του τρέχοντος προϋπολογισμού, ενδεχομένως βάσει πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται από την αρμόδια επιτροπή του και πριν από την ανάγνωση του σχεδίου προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος.
(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται όπως τροποποιήθηκε πριν από το άρθρο 93.)
Τροπολογία 116 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 9 – αρίθμηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Τροπολογία 117 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 98
Άρθρο 98
Άρθρο 98
Αρμοδιότητες ως προς την ανάληψη και εκκαθάριση των δαπανών
Αρμοδιότητες ως προς την ανάληψη και εκκαθάριση των δαπανών, την έγκριση λογαριασμών και τη χορήγηση απαλλαγής
1. Ο Πρόεδρος προβαίνει ο ίδιος ή αναθέτει περαιτέρω την ανάληψη και την εκκαθάριση των δαπανών, στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το Προεδρείο εσωτερικού δημοσιονομικού κανονισμού, μετά από γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής.
1. Ο Πρόεδρος προβαίνει ο ίδιος ή αναθέτει περαιτέρω την ανάληψη και την εκκαθάριση των δαπανών, στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το Προεδρείο εσωτερικού δημοσιονομικού κανονισμού, μετά από γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής.
2. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το σχέδιο ετήσιων λογαριασμών στην αρμόδια επιτροπή.
2. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το σχέδιο ετήσιων λογαριασμών στην αρμόδια επιτροπή.
3. Βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, το Κοινοβούλιο εγκρίνει τους λογαριασμούς του και αποφασίζει επί της απαλλαγής.
3. Βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, το Κοινοβούλιο εγκρίνει τους λογαριασμούς του και αποφασίζει επί της απαλλαγής.
Τροπολογία 118 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 10 – αρίθμηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ
Τροπολογία 119 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 99
Άρθρο 99
Άρθρο 99
Διαδικασία έγκρισης
Διαδικασία έγκρισης
1. Το Κοινοβούλιο, όταν του ζητηθεί να παράσχει την έγκρισή του σε προτεινόμενη πράξη, λαμβάνει υπόψη, κατά την έκδοση της απόφασής του, σύσταση της αρμόδιας επιτροπής του, η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή στην απόρριψη της εν λόγω πράξης. Η σύσταση περιλαμβάνει αιτιολογικές αναφορές, αλλά όχι αιτιολογικές σκέψεις. Μπορεί να περιλαμβάνει σύντομη αιτιολόγηση η οποία συντάσσεται με ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Το άρθρο 56 παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν. Οι τροπολογίες που κατατίθενται στην επιτροπή είναι παραδεκτές μόνον εάν έχουν ως στόχο να αναιρέσουν τη σύσταση όπως προτείνεται από τον εισηγητή.
1. Όταν ζητείται από το Κοινοβούλιο να παράσχει την έγκρισή του σε νομικά δεσμευτική πράξη, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο σύσταση, η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή στην απόρριψη της προτεινόμενης πράξης.
Η σύσταση περιλαμβάνει αιτιολογικές αναφορές, αλλά όχι αιτιολογικές σκέψεις. Τροπολογίες σε επίπεδο επιτροπής είναι παραδεκτές μόνον εάν έχουν ως στόχο να αναιρέσουν τη σύσταση όπως προτείνεται από τον εισηγητή.
Η σύσταση μπορεί να συνοδεύεται από σύντομη αιτιολογική έκθεση, η οποία συντάσσεται με ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Το άρθρο 56 παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.
Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει πρόταση μη νομοθετικού ψηφίσματος. Άλλες επιτροπές είναι δυνατόν να συμμετάσχουν στην κατάρτιση του ψηφίσματος σύμφωνα με το άρθρο 201 παράγραφος 3 σε συνδυασμό με τα άρθρα 53, 54 ή 55.
1α. Εφόσον κρίνεται απαραίτητο, η αρμόδια επιτροπή μπορεί, επίσης, να υποβάλει έκθεση που να περιλαμβάνει πρόταση μη νομοθετικού ψηφίσματος με μνεία των λόγων, για τους οποίους το Κοινοβούλιο πρέπει να δώσει ή να αρνηθεί την έγκρισή του, και, όπου αρμόζει, με συστάσεις για την εφαρμογή της προτεινόμενης πρότασης.
1β. Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει αμελλητί την αίτηση έγκρισης. Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν έχει εγκρίνει τη σύστασή της εντός έξι μηνών από την παραπομπή της αίτησης έγκρισης σε αυτήν, η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί είτε να εγγράψει το θέμα προς εξέταση στην ημερήσια διάταξη μιας από τις προσεχείς περιόδους συνόδου, είτε να αποφασίσει, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να παρατείνει την εξάμηνη περίοδο.
Το Κοινοβούλιο αποφασίζει στη συνέχεια σχετικά με την πράξη για την οποία η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτούν την έγκρισή του, σε μία και μοναδική ψηφοφορία σχετικά με την έγκριση, ανεξαρτήτως του εάν αρμόδια επιτροπή συνιστά την έγκριση ή την απόρριψη της πράξης και χωρίς να επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες. Η απαιτούμενη πλειοψηφία για την έγκριση είναι η προβλεπόμενη στο αντίστοιχο άρθρο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της προτεινόμενης πράξης ή, στις περιπτώσεις που δεν προσδιορίζεται στο αντίστοιχο άρθρο πλειοψηφία, η πλειοψηφία των ψηφισάντων. Εάν δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία, η προτεινόμενη πράξη λογίζεται ως απορριφθείσα.
1γ. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει στη συνέχεια σχετικά με την προτεινόμενη πράξη, σε μία μοναδική ψηφοφορία σχετικά με την έγκριση, ανεξαρτήτως του εάν αρμόδια επιτροπή συνιστά την έγκριση ή την απόρριψη της πράξης και χωρίς να επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες. Εάν δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία, η προτεινόμενη πράξη λογίζεται ως απορριφθείσα.
2. Για τις διεθνείς συμφωνίες, τις συνθήκες προσχώρησης, τις περιπτώσεις διαπίστωσης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης των θεμελιωδών αρχών εκ μέρους κράτους μέλους, τον καθορισμό της σύνθεσης του Κοινοβουλίου, την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών ή την έγκριση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, εφαρμόζονται αντιστοίχως τα άρθρα 108, 81, 83, 84, 85 και 86.
3. Εφόσον απαιτείται η έγκριση του Κοινοβουλίου επί πρότασης νομοθετικής πράξης ή σχεδιαζόμενης διεθνούς συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο προσωρινή έκθεση, η οποία περιλαμβάνει σχέδιο ψηφίσματος που περιέχει συστάσεις για την τροποποίηση ή την εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθετικής πράξης ή της σχεδιαζόμενης διεθνούς συμφωνίας.
3. Εφόσον απαιτείται η έγκριση του Κοινοβουλίου, η αρμόδια επιτροπή μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει στο Κοινοβούλιο προσωρινή έκθεση, η οποία περιλαμβάνει πρόταση ψηφίσματος που περιέχει συστάσεις για την τροποποίηση ή την εφαρμογή της προτεινόμενης πράξης.
4. Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει αμελλητί την αίτηση έγκρισης. Εάν η αρμόδια επιτροπή αποφασίσει να μην εκδώσει σύσταση ή δεν έχει εγκρίνει σύσταση εντός έξι μηνών από την παραπομπή της αίτησης έγκρισης σε αυτήν, η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί είτε να εγγράψει το θέμα στην ημερήσια διάταξη μεταγενέστερης περιόδου συνόδου προς εξέταση, είτε να αποφασίσει, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να παρατείνει την περίοδο των έξι μηνών.
Εφόσον ζητείται η έγκριση του Κοινοβουλίου για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει, βάσει σύστασης της αρμόδιας επιτροπής, να αναστείλει τη διαδικασία έγκρισης για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.
Τροπολογία 120 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 11 – αρίθμηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Τροπολογία 121 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 100
Άρθρο 100
Άρθρο 100
Διαδικασία γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 140 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Διαδικασία γνωμοδότησης σχετικά με παρεκκλίσεις από την υιοθέτηση του ευρώ
1. Το Κοινοβούλιο, όταν καλείται να δώσει τη γνώμη του επί των συστάσεων που διατύπωσε το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από την παρουσίασή τους στην Ολομέλεια από το Συμβούλιο, αποφαίνεται με βάση πρόταση που υποβλήθηκε εγγράφως ή προφορικώς από την αρμόδια επιτροπή του και η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή την απόρριψη των συστάσεων που αποτελούν το αντικείμενο της διαβούλευσης.
1. Το Κοινοβούλιο, όταν καλείται να δώσει τη γνώμη του σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφαίνεται με βάση έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή την απόρριψη της προτεινόμενης πράξης.
2. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει στη συνέχεια επί όλων μαζί των εν λόγω συστάσεων, επί των οποίων δεν επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες.
2. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει στη συνέχεια με μία μοναδική ψηφοφορία επί της προτεινόμενης πράξης, επί της οποίας δεν επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες.
Τροπολογία 122 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 102
Άρθρο 102
Άρθρο 102
Διαδικασίες σε σχέση με την εξέταση των εθελοντικών συμφωνιών
Διαδικασίες σε σχέση με την εξέταση προβλεπόμενων εθελοντικών συμφωνιών
1. Όταν η Επιτροπή γνωστοποιεί στο Κοινοβούλιο την πρόθεσή της να διερευνήσει το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης εθελοντικών συμφωνιών ως εναλλακτικής λύσης έναντι της νομοθεσίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να συντάξει έκθεση επί της ουσίας του προκειμένου ζητήματος σύμφωνα με το άρθρο 52.
1. Όταν η Επιτροπή γνωστοποιεί στο Κοινοβούλιο την πρόθεσή της να διερευνήσει το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης εθελοντικών συμφωνιών ως εναλλακτικής λύσης έναντι της νομοθεσίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να συντάξει έκθεση επί της ουσίας του προκειμένου ζητήματος σύμφωνα με το άρθρο 52.
2. Όταν η Επιτροπή ανακοινώνει ότι προτίθεται να προσφύγει σε σύναψη εθελοντικής συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος με την οποία συνιστά την έγκριση ή απόρριψη της πρότασης και διευκρινίζει τις σχετικές προϋποθέσεις.
2. Όταν η Επιτροπή ανακοινώνει ότι προτίθεται να προσφύγει σε σύναψη εθελοντικής συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος με την οποία συνιστά την έγκριση ή απόρριψη της πρότασης και διευκρινίζει τις σχετικές προϋποθέσεις.
Τροπολογία 123 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 103
Άρθρο 103
Άρθρο 103
Κωδικοποίηση
Κωδικοποίηση
1. Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για κωδικοποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης, διαβιβάζεται στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή. Η επιτροπή αυτή εξετάζει την πρόταση, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο12, για να επαληθεύσει ότι περιορίζεται σε απλή κωδικοποίηση χωρίς τροποποίηση της ουσίας.
1. Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για κωδικοποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης, διαβιβάζεται στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή. Η επιτροπή αυτή εξετάζει την πρόταση, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο12, για να επαληθεύσει ότι περιορίζεται σε απλή κωδικοποίηση χωρίς τροποποίηση της ουσίας.
2. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή για τις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο κωδικοποίησης μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς της ή κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής να επιληφθεί γνωμοδοτήσεως όσον αφορά τη σκοπιμότητα της κωδικοποίησης.
2. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή για τις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο κωδικοποίησης μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς της ή κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής, να επιληφθεί γνωμοδοτήσεως όσον αφορά τη σκοπιμότητα της κωδικοποίησης.
3. Οι τροπολογίες στο κείμενο της πρότασης δεν είναι παραδεκτές.
3. Οι τροπολογίες στο κείμενο της πρότασης δεν είναι παραδεκτές.
Ωστόσο, κατόπιν αιτήσεως του εισηγητή, ο πρόεδρος της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής μπορεί να υποβάλει προς έγκριση στην εν λόγω επιτροπή τροπολογίες που αφορούν τεχνικές προσαρμογές, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσαρμογές αυτές είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση της πρότασης προς τους κανόνες της κωδικοποίησης και ουδεμία τροποποίηση επιφέρουν επί της ουσίας της προτάσεως.
Ωστόσο, κατόπιν αιτήσεως του εισηγητή, ο πρόεδρος της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής μπορεί να υποβάλει προς έγκριση στην εν λόγω επιτροπή τεχνικές προσαρμογές, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσαρμογές αυτές είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση της πρότασης προς τους κανόνες της κωδικοποίησης και ουδεμία τροποποίηση επιφέρουν επί της ουσίας της προτάσεως.
4. Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της νομοθεσίας της Ένωσης, την υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση.
4. Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της νομοθεσίας της Ένωσης, την υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση.
Εάν κρίνει ότι η πρόταση συνεπάγεται ουσιώδη τροποποίηση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψή της.
Εάν κρίνει ότι η πρόταση συνεπάγεται ουσιώδη τροποποίηση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψή της.
Και στις δύο περιπτώσεις, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με μία και μοναδική ψηφοφορία, χωρίς τροπολογίες και χωρίς συζήτηση.
Και στις δύο περιπτώσεις, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με μία μοναδική ψηφοφορία, χωρίς τροπολογίες και χωρίς συζήτηση.
__________________
__________________
12 Διοργανική συμφωνία της 20ής Δεκεμβρίου 1994, που αφορά την ταχεία μέθοδο εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων, σημείο 4 (ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 2).
12 Διοργανική συμφωνία της 20ής Δεκεμβρίου 1994, που αφορά την ταχεία μέθοδο εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων, σημείο 4 (ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 2).
Τροπολογία 124 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 104
Άρθρο 104
Άρθρο 104
Αναδιατύπωση
Αναδιατύπωση
1. Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για αναδιατύπωση της νομοθεσίας της Ένωσης, η πρόταση διαβιβάζεται προς εξέταση στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή και στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
1. Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για αναδιατύπωση της νομοθεσίας της Ένωσης, η πρόταση διαβιβάζεται προς εξέταση στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή και στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
2. Η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή την εξετάζει, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο13, προκειμένου να επαληθεύσει ότι ουδεμία τροποποίηση επί της ουσίας επιφέρει πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση.
2. Η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή την εξετάζει, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο13, προκειμένου να επαληθεύσει ότι ουδεμία τροποποίηση επί της ουσίας επιφέρει πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση.
Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, οι τροπολογίες επί του κειμένου της πρότασης είναι απαράδεκτες. Ωστόσο, όσον αφορά τις διατάξεις που παρέμειναν αμετάβλητες στην πρόταση αναδιατύπωσης, εφαρμόζεται το άρθρο 103 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο.
Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, οι τροπολογίες επί του κειμένου της πρότασης είναι απαράδεκτες. Ωστόσο, όσον αφορά τις διατάξεις που παρέμειναν αμετάβλητες στην πρόταση αναδιατύπωσης, εφαρμόζεται το άρθρο 103 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο.
3. Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της κοινοτικής νομοθεσίας, πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, ενημερώνει σχετικώς την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
3. Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της κοινοτικής νομοθεσίας, πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, ενημερώνει σχετικώς την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
Στην περίπτωση αυτή, και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 169 και 170, γίνονται δεκτές από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μόνο οι τροπολογίες επί της πρότασης που αφορούν τα τμήματά της που περιλαμβάνουν τροποποιήσεις.
Στην περίπτωση αυτή, και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 169 και 170, γίνονται δεκτές από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μόνο οι τροπολογίες επί της πρότασης που αφορούν τα τμήματά της που περιλαμβάνουν τροποποιήσεις.
Ωστόσο, εάν, σύμφωνα με το σημείο 8 της Διοργανικής Συμφωνίας, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή προτίθεται επίσης να υποβάλει τροπολογίες στα κωδικοποιημένα τμήματα της πρότασης, κοινοποιεί αμέσως την πρόθεσή της στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να ενημερώσει την επιτροπή, πριν από την ψηφοφορία κατά το άρθρο 58 του Κανονισμού, σχετικά με την τοποθέτησή της όσον αφορά τις τροπολογίες καθώς και εάν προτίθεται ή όχι να αποσύρει την πρόταση αναδιατύπωσης.
Ωστόσο, ο πρόεδρος της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής δύναται να δεχθεί, κατ’ εξαίρεση και ανά περίπτωση, τροπολογίες επί τμημάτων της πρότασης που παραμένουν αμετάβλητα, εφόσον κρίνει ότι τούτο επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους εσωτερικής συνοχής του κειμένου ή επειδή οι εν λόγω τροπολογίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με άλλες παραδεκτές τροπολογίες. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτίθενται σε γραπτή αιτιολόγηση των τροπολογιών.
4. Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση επιφέρει τροποποιήσεις επί της ουσίας πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψη της πρότασης και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
4. Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση επιφέρει τροποποιήσεις επί της ουσίας πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψη της πρότασης και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.
Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος καλεί την Επιτροπή να αποσύρει την πρόταση. Εάν η Επιτροπή αποσύρει την πρότασή της, ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι η διαδικασία κατέστη άνευ αντικειμένου και ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο. Εάν η Επιτροπή δεν αποσύρει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο την αναπέμπει στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, η οποία την εξετάζει κατά τη συνήθη διαδικασία.
Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος καλεί την Επιτροπή να αποσύρει την πρόταση. Εάν η Επιτροπή αποσύρει την πρότασή της, ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι η διαδικασία κατέστη άνευ αντικειμένου και ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο. Εάν η Επιτροπή δεν αποσύρει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο την αναπέμπει στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, η οποία την εξετάζει κατά τη συνήθη διαδικασία.
__________________
__________________
13 Διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001, για πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων, σημείο 9 (ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1).
13 Διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001, για πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων, σημείο 9 (ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1).
Τροπολογία 125 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος II – κεφάλαιο 9 α (νέο)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9A
Κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις
Τροπολογία 126 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 105
Άρθρο 105
Άρθρο 105
Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις
Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις
1. Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ο Πρόεδρος την διαβιβάζει στην αρμόδια για τη βασική νομοθετική πράξη επιτροπή, η οποία μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή για την εξέταση μιας ή περισσοτέρων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.
1. Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ο Πρόεδρος την διαβιβάζει στην αρμόδια για τη βασική νομοθετική πράξη επιτροπή, η οποία μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό ενός από τα μέλη της για την εξέταση μίας ή περισσοτέρων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.
2. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο την ημερομηνία παραλαβής της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης σε όλες τις επίσημες γλώσσες και την προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία αυτή.
2. Κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την παραλαβή της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο την ημερομηνία παραλαβής της σε όλες τις επίσημες γλώσσες, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία παραλαβής.
Η ανακοίνωση δημοσιεύεται στα συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης, μαζί με την επωνυμία της αρμόδιας επιτροπής.
Η ανακοίνωση δημοσιεύεται στα συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης, μαζί με την επωνυμία της αρμόδιας επιτροπής.
3. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της βασικής νομοθετικής πράξης και, εάν το κρίνει σκόπιμο, μετά από διαβούλευση με κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή, να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος. Σε αυτή την πρόταση ψηφίσματος δηλώνονται οι λόγοι της αντίρρησης του Κοινοβουλίου και μπορεί να περιέχεται αίτημα προς την Επιτροπή να υποβάλει νέα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο.
3. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της βασικής νομοθετικής πράξης και, εάν το κρίνει σκόπιμο, μετά από διαβούλευση με κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή, να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος, με την οποία να εκφράζει την αντίρρησή της προς την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη. Εάν, 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου η Τετάρτητηςοποίας είναι η αμέσως προηγούμενηκαιη πιο κοντινή της ημέρας λήξης της προθεσμίας της παραγράφου 5, η αρμόδια επιτροπή δεν έχει υποβάλει πρόταση ψηφίσματος, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος σχετικά με το θέμα ούτως ώστε αυτό να συμπεριληφθεί στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της προαναφερόμενης περιόδου συνόδου.
4. Εάν, δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου η Τετάρτη της οποίας είναι η αμέσως προηγούμενη και η πιο κοντινή της ημέρας λήξης της προθεσμίας της παραγράφου 5, η αρμόδια επιτροπή δεν έχει υποβάλει πρόταση ψηφίσματος, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος σχετικά με το θέμα ούτως ώστε αυτό να συμπεριληφθεί στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της προαναφερόμενης περιόδου συνόδου.
4α. Σε κάθε πρόταση ψηφίσματος που κατατίθεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 δηλώνονται οι λόγοι της αντίρρησης του Κοινοβουλίου και μπορεί να περιέχεται αίτημα, με το οποίο να ζητείται από την Επιτροπή να υποβάλει νέα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, στην οποία να λαμβάνονται υπόψη οι συστάσεις του Κοινοβουλίου.
5. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη βασική νομοθετική πράξη, για κάθε κατατιθέμενη πρόταση ψηφίσματος, με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Το Κοινοβούλιο εγκρίνει τέτοια πρόταση ψηφίσματος εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη βασική νομοθετική πράξη και, σύμφωνα με το άρθρο 290 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν.
Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι είναι σκόπιμο, σύμφωνα με τη βασική νομοθετική πράξη, να παραταθεί η προθεσμία για τη διατύπωση αντιρρήσεων όσον αφορά την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ενημερώνει σχετικά, εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.
Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι είναι σκόπιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις της βασικής νομοθετικής πράξης, να παραταθεί η προθεσμία για τη διατύπωση αντιρρήσεων όσον αφορά την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ενημερώνει σχετικά, εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.
6. Αν η αρμόδια επιτροπή συνιστά να δηλώσει το Κοινοβούλιο, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στη βασική νομοθετική πράξη, ότι δεν διατυπώνει αντίρρηση σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη:
6. Αν η αρμόδια επιτροπή συνιστά να δηλώσει το Κοινοβούλιο, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στη βασική νομοθετική πράξη, ότι δεν διατυπώνει αντίρρηση σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη:
– ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών με αιτιολογημένη επιστολή και υποβάλλει σύσταση προς την κατεύθυνση αυτή·
– ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών με αιτιολογημένη επιστολή και υποβάλλει σύσταση προς την κατεύθυνση αυτή·
– στην περίπτωση που δεν διατυπωθεί καμία αντίρρηση είτε κατά την επόμενη συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών είτε, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, μέσω γραπτής διαδικασίας, ο πρόεδρός της ειδοποιεί σχετικά τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο οποίος ενημερώνει την Ολομέλεια το συντομότερο δυνατό·
– στην περίπτωση που δεν διατυπωθεί καμία αντίρρηση είτε κατά την επόμενη συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών είτε, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, μέσω γραπτής διαδικασίας, ο πρόεδρός της ειδοποιεί σχετικά τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο οποίος ενημερώνει την Ολομέλεια το συντομότερο δυνατό·
– εάν, εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων ωρών μετά την ανακοίνωση στην Ολομέλεια, μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές αντιταχθούν στη σύσταση, η σύσταση τίθεται σε ψηφοφορία·
– εάν, εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων ωρών μετά την ανακοίνωση στην Ολομέλεια, μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές αντιταχθούν στη σύσταση, η σύσταση τίθεται σε ψηφοφορία·
– εάν, εντός της ίδιας προθεσμίας, δεν διατυπωθεί καμία αντίρρηση, η προτεινόμενη σύσταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί·
– εάν, εντός της ίδιας προθεσμίας, δεν διατυπωθεί καμία αντίρρηση, η προτεινόμενη σύσταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί·
– η έγκριση παρόμοιας σύστασης καθιστά απαράδεκτη κάθε μεταγενέστερη διατύπωση αντίρρησης σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.
– η έγκριση παρόμοιας σύστασης καθιστά απαράδεκτη κάθε μεταγενέστερη διατύπωση αντίρρησης σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.
7. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, με την επιφύλαξη των διατάξεων της βασικής νομοθετικής πράξης, να αναλάβει την πρωτοβουλία να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος για την ανάκληση, εν όλω ή εν μέρει, της εξουσιοδότησης που προβλέπει η πράξη αυτή. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία του άρθρου 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
7. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, με την επιφύλαξη των διατάξεων της βασικής νομοθετικής πράξης, να αναλάβει την πρωτοβουλία να υποβάλει στο Κοινοβούλιο πρόταση ψηφίσματος για την ανάκληση, εν όλω ή εν μέρει, της εξουσιοδότησης ή για να εκφράσει την αντίρρησή του στη σιωπηρή παράταση της εξουσιοδότησης που προβλέπει η πράξη αυτή.
Σύμφωνα με το άρθρο 290 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την απόφαση ανάκλησης της εξουσιοδότησης απαιτούνται οι ψήφοι της πλειοψηφίας των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
8. Ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις θέσεις που ελήφθησαν με βάση το παρόν άρθρο.
8. Ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις θέσεις που ελήφθησαν με βάση το παρόν άρθρο.
Τροπολογία 127 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 106
Άρθρο 106
Άρθρο 106
Εκτελεστικές πράξεις και εκτελεστικά μέτρα
Εκτελεστικές πράξεις και εκτελεστικά μέτρα
1. Όταν η Επιτροπή διαβιβάζει στο Κοινοβούλιο σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου, ο Πρόεδρος το διαβιβάζει στην αρμόδια για τη βασική νομοθετική πράξη επιτροπή, η οποία μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή για την εξέταση ενός ή περισσοτέρων σχεδίων εκτελεστικών πράξεων ή εκτελεστικών μέτρων.
1. Όταν η Επιτροπή διαβιβάζει στο Κοινοβούλιο σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου, ο Πρόεδρος το διαβιβάζει στην αρμόδια για τη βασική νομοθετική πράξη επιτροπή, η οποία μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό ενός από τα μέλη της για την εξέταση ενός ή περισσοτέρων σχεδίων εκτελεστικών πράξεων ή μέτρων.
2. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος η οποία επισημαίνει ότι ένα σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη βασική νομοθετική πράξη ή δεν είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης για άλλους λόγους.
2. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος η οποία επισημαίνει ότι ένα σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη βασική νομοθετική πράξη ή δεν είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης για άλλους λόγους.
3. Η πρόταση ψηφίσματος μπορεί να περιλαμβάνει αίτημα προς την Επιτροπή να αποσύρει την πράξη, το μέτρο ή το σχέδιο πράξης ή μέτρου, να το τροποποιήσει λαμβάνοντας υπόψη τις αντιρρήσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο ή να υποβάλει νέα νομοθετική πρόταση. Ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τη θέση που ελήφθη.
3. Η πρόταση ψηφίσματος μπορεί να περιλαμβάνει αίτημα προς την Επιτροπή να αποσύρει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου, να το τροποποιήσει λαμβάνοντας υπόψη τις αντιρρήσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο ή να υποβάλει νέα νομοθετική πρόταση. Ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τη θέση που ελήφθη.
4. Εάν τα εκτελεστικά μέτρα που προβλέπει η Επιτροπή εμπίπτουν στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπεται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, εφαρμόζονται οι ακόλουθες συμπληρωματικές διατάξεις:
4. Εάν τα εκτελεστικά μέτρα που προβλέπει η Επιτροπή εμπίπτουν στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπεται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, εφαρμόζονται οι ακόλουθες συμπληρωματικές διατάξεις:
α) η προθεσμία για τον έλεγχο υπολογίζεται από τη στιγμή της υποβολής του σχεδίου μέτρων στο Κοινοβούλιο σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Σε περίπτωση συντετμημένης προθεσμίας ελέγχου, κατά το άρθρο 5α παράγραφος 5 στοιχείο β) της απόφασης 1999/468/ΕΚ και σε επείγουσα περίπτωση, κατά το άρθρο 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, η προθεσμία ελέγχου υπολογίζεται, εκτός εάν ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής προβάλει αντιρρήσεις, από την ημερομηνία παραλαβής από το Κοινοβούλιο του τελικού σχεδίου εκτελεστικών μέτρων στις γλώσσες στις οποίες έχει υποβληθεί στα μέλη της επιτροπής που έχει συσταθεί σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ. Το άρθρο 158 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή·
α) η προθεσμία για τον έλεγχο υπολογίζεται από τη στιγμή της υποβολής του σχεδίου εκτελεστικού μέτρου στο Κοινοβούλιο σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Σε περίπτωση συντετμημένης προθεσμίας ελέγχου, κατά το άρθρο 5α παράγραφος 5 στοιχείο β) της απόφασης 1999/468/ΕΚ και σε επείγουσα περίπτωση, κατά το άρθρο 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, η προθεσμία ελέγχου υπολογίζεται, εκτός εάν ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής προβάλει αντιρρήσεις, από την ημερομηνία παραλαβής από το Κοινοβούλιο του τελικού σχεδίου εκτελεστικών μέτρων στις γλώσσες στις οποίες έχει υποβληθεί στα μέλη της επιτροπής που έχει συσταθεί σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ. Το άρθρο 158 δεν εφαρμόζεται στις δύο περιπτώσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη περίοδο·
β) εάν το σχέδιο εκτελεστικού μέτρου βασίζεται στο άρθρο 5α παράγραφοι 5 ή 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, οι οποίες προβλέπουν συντετμημένες προθεσμίες για την έκφραση αντίθεσης από το Κοινοβούλιο, δύναται να κατατεθεί από τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής πρόταση ψηφίσματος που αντιτίθεται στην έγκριση του σχεδίου μέτρου εφόσον δεν κατέστη δυνατό να συνεδριάσει η επιτροπή στον διαθέσιμο χρόνο·
β) εάν το σχέδιο εκτελεστικού μέτρου βασίζεται στο άρθρο 5α παράγραφοι 5 ή 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, οι οποίες προβλέπουν συντετμημένες προθεσμίες για την έκφραση αντίθεσης από το Κοινοβούλιο, δύναται να κατατεθεί από τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής πρόταση ψηφίσματος που αντιτίθεται στην έγκριση του σχεδίου μέτρου εφόσον δεν κατέστη δυνατό να συνεδριάσει η επιτροπή στον διαθέσιμο χρόνο·
γ) το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των μελών του, δύναται να αντιταχθεί στην έγκριση του σχεδίου εκτελεστικού μέτρου με την επισήμανση ότι το σχέδιο υπερβαίνει τις εκτελεστικές εξουσίες που προβλέπει η βασική πράξη, δεν συνάδει προς το σκοπό ή το περιεχόμενο της βασικής πράξης ή δεν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας ή της αναλογικότητας·
γ) το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των μελών του, δύναται να εγκρίνει ψήφισμα, με το οποίο αντιτάσσεται στην έγκριση του σχεδίου εκτελεστικού μέτρου και επισημαίνει ότι το σχέδιο υπερβαίνει τις εκτελεστικές εξουσίες που προβλέπει η βασική πράξη, δεν συνάδει προς το σκοπό ή το περιεχόμενο της βασικής πράξης ή δεν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας ή της αναλογικότητας·
Εάν, 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου η Τετάρτη της οποίας είναι η αμέσως προηγούμενη και η πιο κοντινή της ημέρας λήξης της προθεσμίας για τη δήλωση αντίθεσης στην έγκριση του σχεδίου εκτελεστικού μέτρου, η αρμόδια επιτροπή δεν έχει καταθέσει πρόταση για τέτοιο ψήφισμα, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν πρόταση ψηφίσματος σχετικά με το θέμα, ούτως ώστε αυτό να συμπεριληφθεί στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της προαναφερθείσας περιόδου συνόδου.
δ) στην περίπτωση που η αρμόδια επιτροπή, μετά από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση της Επιτροπής, συνιστά, με αιτιολογημένη επιστολή προς τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων, να δηλώσει το Κοινοβούλιο, πριν από τη λήξη της κανονικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 5α παράγραφος 3 στοιχείο γ) και/ή το άρθρο 5α παράγραφος 4 στοιχείο ε) της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ότι δεν θα αντιταχθεί στο προτεινόμενο μέτρο, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 105 παράγραφος 6.
δ) στην περίπτωση που η αρμόδια επιτροπή συνιστά, με αιτιολογημένη επιστολή προς τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων, να δηλώσει το Κοινοβούλιο, πριν από τη λήξη της κανονικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 5α παράγραφος 3 στοιχείο γ) και/ή το άρθρο 5α παράγραφος 4 στοιχείο ε) της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ότι δεν θα αντιταχθεί στο προτεινόμενο μέτρο, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 105 παράγραφος 6.
Τροπολογία 128 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 108
Άρθρο 108
Άρθρο 108
Διεθνείς συμφωνίες
Διεθνείς συμφωνίες
1. Όταν πρόκειται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ή να παρακολουθήσει με άλλο τρόπο τη διαδικασία και να ενημερώσει τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Κατά περίπτωση, ζητείται και από άλλες επιτροπές να γνωμοδοτήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1. Τα άρθρα 201 παράγραφος 2, 54 ή 55 εφαρμόζονται κατά περίπτωση.
1. Όταν πρόκειται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ή να παρακολουθήσει με άλλο τρόπο την προκαταρκτική αυτή φάση. Ενημερώνει τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών σχετικά με την εν λόγω απόφαση.
Οι πρόεδροι και οι εισηγητές της αρμόδιας επιτροπής και, κατά περίπτωση, των γνωμοδοτικών επιτροπών, λαμβάνουν από κοινού τα ενδεδειγμένα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι παρέχεται στο Κοινοβούλιο άμεση, τακτική και πλήρης ενημέρωση, εφόσον απαιτείται εμπιστευτικά, σε όλα τα στάδια των διαπραγματεύσεων και της σύναψης διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένων του σχεδίου και του τελικώς εγκριθέντος κειμένου των διαπραγματευτικών οδηγιών, καθώς και οι πληροφορίες κατά την παράγραφο 3:
– από την Επιτροπή σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε δυνάμει της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, και
– από το Συμβούλιο σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1α. Η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται από την Επιτροπή, το συντομότερο δυνατόν, όσον αφορά την επιλεγείσα νομική βάση για τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει την εν λόγω επιλεγείσα νομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 39.
2. Το Κοινοβούλιο, βάσει πρότασης της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο να μην εγκρίνει την έναρξη διαπραγματεύσεων προτού το Κοινοβούλιο εκφράσει την άποψή του επί της προτεινόμενης διαπραγματευτικής εντολής, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής.
2. Το Κοινοβούλιο, βάσει πρότασης της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο να μην εγκρίνει την έναρξη διαπραγματεύσεων προτού το Κοινοβούλιο εκφράσει την άποψή του επί της προτεινόμενης διαπραγματευτικής εντολής, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής.
3. Κατά τη στιγμή που πρόκειται να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται από την Επιτροπή όσον αφορά την επιλεγείσα νομική βάση για τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας που μνημονεύεται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει την επιλεγείσα νομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 39. Εάν η Επιτροπή παραλείπει να υποδείξει νομική βάση ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την καταλληλότητά της, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39.
4. Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων και από το τέλος των διαπραγματεύσεων μέχρι τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του και αφού εξετάσει όλες τις σχετικές προτάσεις που έχουν υποβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 134, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν υπόψη πριν από τη σύναψη της εν λόγω διεθνούς συμφωνίας.
4. Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων και από το τέλος των διαπραγματεύσεων μέχρι τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, που εκπονείται ιδία πρωτοβουλία, και αφού εξετάσει όλες τις σχετικές προτάσεις που έχουν υποβάλει σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, να εγκρίνει συστάσεις προς το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας με το αίτημα να ληφθούν υπόψη πριν από τη σύναψη της εν λόγω διεθνούς συμφωνίας.
5. Οι αιτήσεις του Συμβουλίου για έγκριση ή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στην καθ’ ύλη αρμόδια επιτροπή δυνάμει του άρθρου 99 ή του άρθρου 47 παράγραφος 1.
5. Οι αιτήσεις του Συμβουλίου για έγκριση ή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στην καθ’ ύλη αρμόδια επιτροπή δυνάμει του άρθρου 99 ή του άρθρου 47 παράγραφος 1.
6. Πριν από την ψηφοφορία, η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το ένα δέκατο των βουλευτών μπορούν να προτείνουν στο Κοινοβούλιο να ζητήσει τη γνώμη του Δικαστηρίου σχετικά με τη συμβατότητα διεθνούς συμφωνίας με τις Συνθήκες. Εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει την πρόταση αυτή, η ψηφοφορία αναβάλλεται έως ότου το Δικαστήριο διατυπώσει τη γνώμη του14.
6. Ανά πάσα στιγμή πριν το Κοινοβούλιο προβεί σε ψηφοφορία σχετικά με αίτηση έγκρισης ή γνωμοδότησης, η αρμόδια επιτροπή ή τουλάχιστον το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορούν να προτείνουν στο Κοινοβούλιο να ζητήσει τη γνώμη του Δικαστηρίου σχετικά με τη συμβατότητα διεθνούς συμφωνίας με τις Συνθήκες.
Πριν το Κοινοβούλιο προβεί σε ψηφοφορία σχετικά με την εν λόγω πρόταση, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής, η οποία θα υποβάλει έκθεση με τα συμπεράσματά της στο Κοινοβούλιο.
Εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει την πρόταση να ζητηθεί η γνώμη του Δικαστηρίου, η ψηφοφορία σχετικά με την αίτηση έγκρισης ή γνωμοδότησης αναβάλλεται έως ότου το Δικαστήριο διατυπώσει τη γνώμη του.
7. Το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, σε μία μοναδική ψηφοφορία, εκδίδει γνωμοδότηση ή έγκριση για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας ή χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κείμενο της συμφωνίας ή του πρωτοκόλλου.
7. Όταν ζητείται από το Κοινοβούλιο να εγκρίνει τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, λαμβάνει απόφαση με μία μοναδική ψηφοφορία σύμφωνα με το άρθρο 99.
Εάν το Κοινοβούλιο αρνηθεί να παράσχει την έγκρισή του, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο ότι η σχετική συμφωνία δεν μπορεί να συναφθεί, να ανανεωθεί ή να τροποποιηθεί.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 99 παράγραφος 1β, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει, βάσει σύστασης της αρμόδιας επιτροπής, να αναστείλει την απόφασή του σχετικά με τη διαδικασία έγκρισης για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.
8. Εάν η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να μη συνάψει την εν λόγω συμφωνία.
8. Όταν ζητείται από το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει σχετικά με τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, δεν γίνονται παραδεκτές τροπολογίες στο κείμενο της συμφωνίας. Με την επιφύλαξη του άρθρου 170 παράγραφος 1, γίνονται παραδεκτές τροπολογίες στο σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου.
Εάν η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να μη συνάψει την εν λόγω συμφωνία.
9. Εάν το Κοινοβούλιο αρνηθεί να παράσχει την έγκρισή του για διεθνή συμφωνία, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο ότι δεν μπορεί να συναφθεί η σχετική συμφωνία.
9a. Οι πρόεδροι και οι εισηγητές της αρμόδιας επιτροπής και, κατά περίπτωση, των συνδεδεμένων επιτροπών, ελέγχουν από κοινού κατά πόσο, σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 10 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής / Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας παρέχουν στο Κοινοβούλιο άμεση, τακτική και πλήρη ενημέρωση, εφόσον απαιτείται, σε εμπιστευτική βάση, σε όλα τα στάδια της προετοιμασίας για τη διαπραγμάτευση, της διαπραγμάτευσης και της σύναψης διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένης της ενημέρωσης σχετικά με το σχέδιο και το τελικώς εγκριθέν κείμενο των διαπραγματευτικών οδηγιών, καθώς και σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών.
__________________
14 Βλέπε επίσης ερμηνεία του άρθρου 141.
Τροπολογία 129 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 109
Άρθρο 109
Άρθρο 109
Διαδικασίες που βασίζονται στο άρθρο 218 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής ή αναστολής διεθνών συμφωνιών ή καθορισμού της θέσης της Ένωσης σε όργανο που συνιστάται από διεθνή συμφωνία
Προσωρινή εφαρμογή ή αναστολή της εφαρμογής διεθνών συμφωνιών ή καθορισμός της θέσης της Ένωσης σε όργανο που έχει συσταθεί από διεθνή συμφωνία
Όταν η Επιτροπή, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, ενημερώνει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την πρόθεσή της να προτείνει την προσωρινή εφαρμογή ή την αναστολή διεθνούς συμφωνίας, διατυπώνεται δήλωση και πραγματοποιείται συζήτηση στην Ολομέλεια. Το Κοινοβούλιο μπορεί να διατυπώνει συστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο108 ή το άρθρο 113.
Όταν η Επιτροπή ή ο Αντιπρόεδρος / Ύπατος Εκπρόσωπος ενημερώνουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την πρόθεσή τους να προτείνουν την προσωρινή εφαρμογή ή την αναστολή διεθνούς συμφωνίας, το Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας να προβούν σε δήλωση, μετά την οποία πραγματοποιείται συζήτηση στην Ολομέλεια. Το Κοινοβούλιο μπορεί να διατυπώνει συστάσεις βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής ή σύμφωνα με το άρθρο 113, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν, πιο συγκεκριμένα, αίτημα προς το Συμβούλιο να μην προβεί σε προσωρινή εφαρμογή μιας συμφωνίας έως ότου το Κοινοβούλιο δώσει την έγκρισή του.
Η ίδια διαδικασία ισχύει όταν η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για πρόταση που αφορά τις θέσεις που πρόκειται να εγκριθούν εξ ονόματος της Ένωσης σε όργανο το οποίο έχει συσταθεί με διεθνή συμφωνία.
Η ίδια διαδικασία ισχύει όταν η Επιτροπή ή ο Αντιπρόεδρος / Ύπατος Εκπρόσωπος προτείνουν θέσεις που πρόκειται να εγκριθούν εξ ονόματος της Ένωσης σε όργανο το οποίο έχει συσταθεί με διεθνή συμφωνία.
Τροπολογία 130 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 110
Άρθρο 110
Άρθρο 110
Eιδικοί εντεταλμένοι
Eιδικοί εντεταλμένοι
1. Όταν το Συμβούλιο προτίθεται να διορίσει ειδικό εντεταλμένο σύμφωνα με το άρθρο 33 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί το Συμβούλιο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με την εντολή, τους στόχους και άλλα συναφή θέματα που συνδέονται με τα καθήκοντα και το ρόλο που θα διαδραματίσει ο ειδικός εντεταλμένος.
1. Όταν το Συμβούλιο προτίθεται να διορίσει ειδικό εντεταλμένο σύμφωνα με το άρθρο 33 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί το Συμβούλιο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με την εντολή, τους στόχους και άλλα συναφή θέματα που συνδέονται με τα καθήκοντα και το ρόλο που θα διαδραματίσει ο ειδικός εντεταλμένος.
2. Μόλις διορισθεί ο ειδικός εντεταλμένος, αλλά πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο διορισθείς καλείται να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.
2. Μόλις διορισθεί ο ειδικός εντεταλμένος, αλλά πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο διορισθείς καλείται να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.
3. Εντός τριών μηνών από την ακρόαση αυτή, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να διατυπώσει, σύμφωνα με το άρθρο 134, σύσταση που σχετίζεται άμεσα με τη δήλωση του ειδικού εντεταλμένου και τις απαντήσεις του.
3. Εντός δύο μηνών από την ακρόαση αυτή, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να διατυπώσει συστάσεις προς το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, οι οποίες να σχετίζονται άμεσα με τον διορισμό.
4. Ο ειδικός εντεταλμένος καλείται να τηρεί το Κοινοβούλιο πλήρως και συνεχώς ενήμερο σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της εντολής του.
4. Ο ειδικός εντεταλμένος καλείται να τηρεί το Κοινοβούλιο πλήρως και συνεχώς ενήμερο σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της εντολής του.
5. Ειδικός εντεταλμένος που έχει διορισθεί από το Συμβούλιο με εντολή για συγκεκριμένα πολιτικά θέματα, μπορεί, με πρωτοβουλία του Κοινοβουλίου ή με δική του, να κληθεί να προβεί σε δήλωση στην αρμόδια επιτροπή.
Τροπολογία 131 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 111
Άρθρο 111
Άρθρο 111
Διεθνής εκπροσώπηση
Διεθνής εκπροσώπηση
1. Όταν ορισθεί ο υποψήφιος επικεφαλής εξωτερικής αντιπροσωπείας της Ένωσης, μπορεί να κληθεί να εμφανισθεί ενώπιον του αρμοδίου οργάνου του Κοινοβουλίου για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.
1. Όταν ορισθεί ο υποψήφιος επικεφαλής εξωτερικής αντιπροσωπείας της Ένωσης, μπορεί να κληθεί να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.
2. Εντός τριών μηνών από την ακρόαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια επιτροπή μπορεί ή να εγκρίνει ψήφισμα ή να διατυπώσει σύσταση που σχετίζεται άμεσα με την πραγματοποιηθείσα δήλωση και τις δοθείσες απαντήσεις.
2. Εντός δύο μηνών από την ακρόαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια επιτροπή μπορεί ή να εγκρίνει ψήφισμα ή να διατυπώσει σύσταση που σχετίζεται άμεσα με τον διορισμό.
Τροπολογία 132 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 112
Άρθρο 112
Άρθρο 113α
Διαβούλευση και ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας
Διαβούλευση και ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας
Όταν ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 36 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να διατυπώσει συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού.
1. Όταν ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 36 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να εκπονήσει σχέδιο συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού.
2. Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές διασφαλίζουν ότι ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής/Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας τους παρέχει τακτική και έγκαιρη ενημέρωση για τις εξελίξεις και την εφαρμογή της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της Ένωσης, το προβλεπόμενο κόστος κάθε φορά που εγκρίνεται απόφαση στο πεδίο της εν λόγω πολιτικής η οποία συνεπάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις και όλες τις άλλες δημοσιονομικές πλευρές που σχετίζονται με την εκτέλεση δράσεων της εν λόγω πολιτικής. Κατ’ εξαίρεση, μια επιτροπή μπορεί, μετά από αίτηση του Αντιπροέδρου/Ύπατου Εκπροσώπου, να αποφασίσει να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών.
2. Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές διασφαλίζουν ότι ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής/Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής καιπολιτικής ασφάλειας τους παρέχει τακτική και έγκαιρη ενημέρωση για τις εξελίξεις και την εφαρμογή της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της Ένωσης, το προβλεπόμενο κόστος κάθε φορά που εγκρίνεται απόφαση στο πεδίο της εν λόγω πολιτικής η οποία συνεπάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις και όλες τις άλλες δημοσιονομικές πλευρές που σχετίζονται με την εκτέλεση δράσεων της εν λόγω πολιτικής. Κατ’ εξαίρεση, μια επιτροπή μπορεί, μετά από αίτηση του Αντιπροέδρου/Ύπατου Εκπροσώπου, να αποφασίσει να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών.
3. Δύο φορές το χρόνο διεξάγεται συζήτηση σχετικά με το έγγραφο διαβούλευσης που συντάσσει ο Αντιπρόεδρος/Ύπατος Εκπρόσωπος όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της κοινής πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα καθώς και των δημοσιονομικών επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διαδικασίες του άρθρου 123.
3. Δύο φορές το χρόνο διεξάγεται συζήτηση σχετικά με το έγγραφο διαβούλευσης που συντάσσει ο Αντιπρόεδρος/Ύπατος Εκπρόσωπος όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της κοινής πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα καθώς και των δημοσιονομικών επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διαδικασίες του άρθρου 123.
(Βλ. επίσης την ερμηνεία στο άρθρο 134.)
4. Ο Αντιπρόεδρος/Ύπατος Εκπρόσωπος πρέπει να καλείται να παρευρίσκεται σε κάθε συζήτηση στην Ολομέλεια που αφορά την εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφαλείας ή την αμυντική πολιτική.
4. Ο Αντιπρόεδρος/Ύπατος Εκπρόσωπος πρέπει να καλείται να παρευρίσκεται σε κάθε συζήτηση στην Ολομέλεια που αφορά την εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφαλείας ή την αμυντική πολιτική.
(Το παρόν άρθρο τροποποιείται και μεταφέρεται μετά το άρθρο 113, συνεπώς περιλαμβάνεται στο νέο κεφάλαιο 2α).
Τροπολογία 133 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος III – κεφάλαιο 2 α – τίτλος (νέος)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2A
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(Ενσωματώνεται πριν το άρθρο 113)
Τροπολογία 134 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 113
Άρθρο 113
Άρθρο 113
Συστάσεις στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας
Συστάσεις σχετικά με τις εξωτερικές πολιτικές της Ένωσης
1. Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας, αφού λάβει την άδεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων ή μετά από πρόταση κατά την έννοια του άρθρου 134, έχει δικαίωμα να διατυπώσει συστάσεις προς το Συμβούλιο για θέματα της αρμοδιότητάς της.
1. Η αρμόδια επιτροπή έχει δικαίωμα να εκπονήσει σχέδια συστάσεων προς το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας σχετικά με θέματα του τίτλου V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (εξωτερική δράση της Ένωσης) ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια διεθνής συμφωνία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 108 δεν έχει παραπεμφθεί στο Κοινοβούλιο ή το Κοινοβούλιο δεν έχει ενημερωθεί σχετικά σύμφωνα με το άρθρο 109.
2. Σε περιπτώσεις κατεπείγοντος, η άδεια που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να χορηγηθεί από τον Πρόεδρο, ο οποίος μπορεί επίσης να επιτρέψει την επείγουσα συνεδρίαση της ενδιαφερόμενης επιτροπής.
2. Σε περιπτώσεις κατεπείγοντος, ο Πρόεδρος μπορεί επιτρέψει την επείγουσα συνεδρίαση της ενδιαφερόμενης επιτροπής.
3. Στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης των συστάσεων αυτών, οι οποίες πρέπει να τίθενται σε ψηφοφορία υπό τη μορφή γραπτού κειμένου, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 158 και επιτρέπεται η κατάθεση προφορικών τροπολογιών.
3. Στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης αυτών των σχεδίων συστάσεων σε επίπεδο επιτροπών, είναι απαραίτητο να τεθεί σε ψηφοφορία γραπτό κείμενο.
Η μη εφαρμογή του άρθρου 158 δεν είναι δυνατή παρά μόνο σε επιτροπή και μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις. Στις συνεδριάσεις επιτροπής που δεν χαρακτηρίζονται ως επείγουσες και στη συνεδρίαση Ολομέλειας δεν επιτρέπεται η παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 158.
Η διάταξη που επιτρέπει την υποβολή προφορικών τροπολογιών έχει το νόημα ότι οι βουλευτές δεν μπορούν να αντιταχθούν στη θέση σε ψηφοφορία προφορικών τροπολογιών σε επιτροπή.
3α. Στις περιπτώσεις κατεπείγοντος της παραγράφου 2, το άρθρο 158 δεν εφαρμόζεται σε επίπεδο επιτροπών, ενώ γίνονται παραδεκτές προφορικές τροπολογίες. Οι βουλευτές δεν μπορούν να αντιταχθούν στη θέση προφορικών τροπολογιών σε ψηφοφορία σε επίπεδο επιτροπών.
4. Οι συστάσεις που διατυπώνονται με τον τρόπο αυτό εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αμέσως μετά την υποβολή τους. Σε περίπτωση κατεπείγοντος που αποφασίζεται από τον Πρόεδρο, οι συστάσεις μπορούν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη της τρέχουσας περιόδου συνόδου. Οι συστάσεις θεωρούνται εγκριθείσες, εκτός εάν τουλάχιστον σαράντα βουλευτές εκφράσουν την αντίρρησή τους γραπτώς πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου· στην περίπτωση αυτή, οι συστάσεις της αρμόδιας επιτροπής τίθενται σε συζήτηση και ψηφοφορία στο πλαίσιο της ημερήσιας διάταξης της ίδιας περιόδου συνόδου. Μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες.
4. Τα σχέδια συστάσεων που εκπονούνται από την επιτροπή εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αμέσως μετά την υποβολή τους. Σε περίπτωση κατεπείγοντος που αποφασίζεται από τον Πρόεδρο, οι συστάσεις μπορούν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη της τρέχουσας περιόδου συνόδου.
4α. Οι συστάσεις θεωρούνται εγκριθείσες, εκτός εάν τουλάχιστον σαράντα βουλευτές εκφράσουν την αντίρρησή τους γραπτώς πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου. Όταν υποβάλλεται τέτοια αντίρρηση, τα σχέδια συστάσεων της επιτροπής περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη της ίδιας περιόδου συνόδου. Τέτοιες συστάσεις αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και τυχόν τροπολογία που κατατίθεται από πολιτική ομάδα ή από τουλάχιστον σαράντα βουλευτές τίθεται σε ψηφοφορία.
Τροπολογία 135 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 114
Άρθρο 114
Άρθρο 114
Παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Σε κάθε περίοδο συνόδου κάθε αρμόδια επιτροπή μπορεί, χωρίς να ζητήσει εξουσιοδότηση, να υποβάλει ψήφισμα, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 113 παράγραφος 4 σχετικά με περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε κάθε περίοδο συνόδου κάθε αρμόδια επιτροπή μπορεί, χωρίς να ζητήσει εξουσιοδότηση, να υποβάλει ψήφισμα, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 113 παράγραφοι 4 και4α σχετικά με περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τροπολογία 136 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 115
Άρθρο 115
Άρθρο 115
Διαφάνεια των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου
Διαφάνεια των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου
1. Το Κοινοβούλιο μεριμνά για τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια των δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του άρθρου 15 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του άρθρου 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Το Κοινοβούλιο μεριμνά για τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια των δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του άρθρου 15 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του άρθρου 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Οι συζητήσεις του Κοινοβουλίου διεξάγονται δημοσίως.
2. Οι συζητήσεις του Κοινοβουλίου διεξάγονται δημοσίως.
3. Οι επιτροπές του Κοινοβουλίου συνεδριάζουν κατά κανόνα δημοσίως. Ωστόσο, οι επιτροπές μπορούν να αποφασίσουν, το αργότερο κατά την έγκριση της ημερήσιας διάταξης της σχετικής συνεδρίασης, να χωρίσουν την ημερήσια διάταξη συγκεκριμένης συνεδρίασης σε θέματα εξεταζόμενα δημοσίως και σε θέματα εξεταζόμενα κεκλεισμένων των θυρών. Αν η συνεδρίαση διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, η επιτροπή μπορεί να θέσει τα έγγραφα και ταπρακτικά της συνεδρίασης στη διάθεση του κοινού, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί του απορρήτου, εφαρμόζεται το άρθρο 166 του Κανονισμού.
3. Οι επιτροπές του Κοινοβουλίου συνεδριάζουν κατά κανόνα δημοσίως. Ωστόσο, οι επιτροπές μπορούν να αποφασίσουν, το αργότερο κατά την έγκριση της ημερήσιας διάταξης της σχετικής συνεδρίασης, να χωρίσουν την ημερήσια διάταξη συγκεκριμένης συνεδρίασης σε θέματα εξεταζόμενα δημοσίως και σε θέματα εξεταζόμενα κεκλεισμένων των θυρών. Αν η συνεδρίαση διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να θέσει τα έγγραφα της συνεδρίασης στη διάθεση του κοινού.
4. Η εξέταση από την αρμόδια επιτροπή των αιτήσεων που υπόκεινται στις διαδικασίες τις σχετικές με την ασυλία, σύμφωνα με το άρθρο 9, λαμβάνει πάντα χώρα κεκλεισμένων των θυρών.
Τροπολογία 137 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 116
Άρθρο 116
Άρθρο 116
Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα
Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα
1. Οι ευρωπαίοι πολίτες, καθώς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή έχουν την καταστατική έδρα τους σε κράτος μέλος έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που θέτει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και βάσει των ειδικών διατάξεων που περιέχονται στον παρόντα Κανονισμό.
1. Οι ευρωπαίοι πολίτες, καθώς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή έχουν την καταστατική έδρα τους σε κράτος μέλος έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που θέτει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Στο μέτρο του δυνατού, επιτρέπεται η πρόσβαση στα έγγραφα του Κοινοβουλίου κατά τον ίδιο τρόπο και σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Στο μέτρο του δυνατού, επιτρέπεται η πρόσβαση στα έγγραφα του Κοινοβουλίου κατά τον ίδιο τρόπο και σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Για λόγους πληροφόρησης, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δημοσιεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρόντα Κανονισμό15.
2. Για τους σκοπούς της πρόσβασης στα έγγραφα, ως έγγραφο του Κοινοβουλίου νοείται οποιοδήποτε περιεχόμενο κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 το οποίο συντάσσεται ή παραλαμβάνεται από υπαλλήλους του Κοινοβουλίου υπό την έννοια του Τίτλου I Κεφάλαιο 2 του παρόντος Κανονισμού από τα όργανα, τις επιτροπές ή τις διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες του Κοινοβουλίου, καθώς και από τη Γραμματεία του Κοινοβουλίου.
2. Για τους σκοπούς της πρόσβασης στα έγγραφα, ως έγγραφο του Κοινοβουλίου νοείται οποιοδήποτε περιεχόμενο κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 το οποίο συντάσσεται ή παραλαμβάνεται από υπαλλήλους του Κοινοβουλίου υπό την έννοια του Τίτλου I Κεφάλαιο 2 του παρόντος Κανονισμού από τα όργανα, τις επιτροπές ή τις διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες του Κοινοβουλίου, καθώς και από τη Γραμματεία του Κοινοβουλίου.
Έγγραφα που συνέταξαν μεμονωμένοι βουλευτές ή πολιτικές ομάδες θεωρούνται έγγραφα του Κοινοβουλίου όσον αφορά τους όρους της πρόσβασης στα έγγραφα, εφόσον και μόνο έχουν κατατεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Καθεστώτος των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έγγραφα που συνέταξαν μεμονωμένοι βουλευτές ή πολιτικές ομάδες θεωρούνται έγγραφα του Κοινοβουλίου όσον αφορά τους όρους της πρόσβασης στα έγγραφα, εφόσον και μόνο έχουν κατατεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό.
Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες προκειμένου να εξασφαλισθεί η καταχώριση όλων των απαραίτητων εγγράφων του Κοινοβουλίου.
Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες προκειμένου να εξασφαλισθεί η καταχώριση όλων των απαραίτητων εγγράφων του Κοινοβουλίου.
3. Το Κοινοβούλιο τηρεί μητρώο των εγγράφων του. Μέσω του μητρώου παρέχεται, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, άμεση πρόσβαση στα νομοθετικά έγγραφα και σε ορισμένες άλλες κατηγορίες εγγράφων. Το μητρώο συμπεριλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία αναφοράς για τα άλλα έγγραφα του Κοινοβουλίου.
3. Το Κοινοβούλιο τηρεί ιστότοπο με δημόσιο μητρώο των εγγράφων του. Μέσω του ιστοτόπου του δημόσιου μητρώου του Κοινοβουλίου παρέχεται, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, άμεση πρόσβαση στα νομοθετικά έγγραφα και σε ορισμένες άλλες κατηγορίες εγγράφων. Ο ιστότοπος του δημόσιου μητρώου συμπεριλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία αναφοράς για τα άλλα έγγραφα του Κοινοβουλίου.
Οι κατηγορίες των εγγράφων στα οποία επιτρέπεται άμεση πρόσβαση περιέχονται σε κατάλογο που εγκρίνεται από το Προεδρείο και δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου. Ο εν λόγω κατάλογος δεν περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες του καταλόγου· τα έγγραφα αυτά διατίθενται μετά από γραπτή αίτηση.
Οι κατηγορίες των εγγράφων στα οποία επιτρέπεται άμεση πρόσβαση μέσω του ιστοτόπου του δημοσίου μητρώου του Κοινοβουλίου περιέχονται σε κατάλογο που εγκρίνεται από το Προεδρείο και δημοσιεύεται στον ιστότοπο του δημοσίου μητρώου του Κοινοβουλίου. Ο εν λόγω κατάλογος δεν περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες του καταλόγου· τα έγγραφα αυτά μπορούν να καταστούν διαθέσιμα μετά από γραπτή αίτηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.
Το Προεδρείο μπορεί να θεσπίσει κανόνες, σύμφωνους προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, σχετικά με τις λεπτομέρειες της πρόσβασης, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Το Προεδρείο προσδιορίζει τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων (άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001) και εγκρίνει αποφάσεις σχετικά με τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις (άρθρο 8 του ανωτέρω κανονισμού) και τις αιτήσεις για ευαίσθητα έγγραφα (άρθρο 9 του ανωτέρω κανονισμού).
4. Το Προεδρείο προσδιορίζει τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων (άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001) και για την έγκριση αποφάσεων σχετικά με τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις (άρθρο 8 του ανωτέρω κανονισμού) και σχετικά με τις αιτήσεις για πρόσβαση σε ευαίσθητα έγγραφα (άρθρο 9 του ανωτέρω κανονισμού).
5. Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει αντιπροσώπους του Κοινοβουλίου στη διοργανική επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.
6. Η εποπτεία της επεξεργασίας των αιτήσεων για πρόσβαση στα έγγραφα ανατίθεται σε έναν/μία από τους/τις Αντιπροέδρους.
6. Η εποπτεία της επεξεργασίας των αιτήσεων για πρόσβαση στα έγγραφα ανατίθεται σε έναν/μία από τους/τις Αντιπροέδρους.
6a. Το Προεδρείο εγκρίνει την ετήσια έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.
7. Η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου συντάσσει, βάσει πληροφοριών που παρέχονται από το Προεδρείο και άλλες πηγές, την ετήσια έκθεση που προβλέπει το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 και την υποβάλλει στην Ολομέλεια.
7. Η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου εξετάζει τακτικά τη διαφάνεια των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και υποβάλλει στην Ολομέλεια έκθεση με τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της.
Επίσης, η αρμόδια επιτροπή εξετάζει και αξιολογεί τις εκθέσεις που εγκρίνονται από άλλα θεσμικά και άλλα όργανα σύμφωνα με το άρθρο 17 του ανωτέρω κανονισμού.
Επίσης, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να εξετάζει και αξιολογεί τις εκθέσεις που εγκρίνονται από άλλα θεσμικά και άλλα όργανα σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.
7α. Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει αντιπροσώπους του Κοινοβουλίου στη διοργανική επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.
__________________
15 Βλέπε παράρτημα XIV.
Τροπολογία 138 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 116 α (νέο)
Άρθρο 116α
Πρόσβαση στο Κοινοβούλιο
1. Οι κάρτες ελευθέρας εισόδου για τους βουλευτές, τους βοηθούς βουλευτών και τρίτους χορηγούνται βάσει των κανόνων που καθορίζει το Προεδρείο. Οι κανόνες αυτοί διέπουν επίσης τη χρήση και την αφαίρεση των καρτών ελευθέρας εισόδου.
2. Κάρτες ελευθέρας εισόδου δεν χορηγούνται σε άτομα του περιβάλλοντος βουλευτή που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το μητρώο διαφάνειας για οργανώσεις και αυτοαπασχολούμενα άτομα που συμμετέχουν στη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ1a.
3. Οι φορείς που εγγράφονται στο μητρώο διαφάνειας και οι εκπρόσωποί τους, για τους οποίους έχει εκδοθεί κάρτα ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οφείλουν να τηρούν:
– τον κώδικα δεοντολογίας για εγγεγραμμένους στο μητρώο, ο οποίος επισυνάπτεται στη συμφωνία·
– τις διαδικασίες και τις άλλες υποχρεώσεις που ορίζονται από τη συμφωνία· και
– τις διατάξεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Με την επιφύλαξη του εφαρμοσίμου των γενικών κανόνων που διέπουν την αφαίρεση ή προσωρινή απενεργοποίηση των καρτών ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας και, εφόσον δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι περί του αντιθέτου, ο Γενικός Γραμματέας, με έγκριση των Κοσμητόρων, αφαιρεί ή απενεργοποιεί την κάρτα ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας, όταν ο κάτοχός της έχει διαγραφεί από το μητρώο διαφάνειας λόγω παραβίασης του κώδικα δεοντολογίας των εγγεγραμμένων στο μητρώο, ή είναι ένοχος σοβαρής αθέτησης των υποχρεώσεων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, ή αρνήθηκε να ανταποκριθεί σε επίσημη πρόσκληση να παραστεί σε ακρόαση ή σε συνεδρίαση επιτροπής ή σε εξεταστική επιτροπή χωρίς επαρκή αιτιολόγηση.
4. Οι Κοσμήτορες μπορούν να ορίζουν σε ποιο βαθμό ο κώδικας δεοντολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έχει εφαρμογή σε πρόσωπα τα οποία, παρά το ότι κατέχουν κάρτα ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας.
5. Το Προεδρείο, ύστερα από πρόταση του Γενικού Γραμματέα, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του μητρώου διαφάνειας, σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας για την καθιέρωση του εν λόγω μητρώου.
__________________
1αΕΕ L 277 της 19.9.2014, σ. 11.
Τροπολογία 139 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 117
Άρθρο 117
Άρθρο 117
Εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής
Εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής
1. Αφού το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προτείνει τον υποψήφιο Πρόεδρο της Επιτροπής, ο Πρόεδρος ζητεί από τον υποψήφιο να προβεί σε δήλωση και να παρουσιάσει τις πολιτικές του κατευθύνσεις ενώπιον της Ολομέλειας. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.
1. Αφού το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προτείνει τον υποψήφιο Πρόεδρο της Επιτροπής, ο Πρόεδρος ζητεί από τον υποψήφιο να προβεί σε δήλωση και να παρουσιάσει τις πολιτικές του κατευθύνσεις ενώπιον της Ολομέλειας. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλείται να συμμετάσχει στη συζήτηση.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλείται να συμμετάσχει στη συζήτηση.
2. Το Κοινοβούλιο εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν.
2. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Κοινοβούλιο εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν.
Η ψηφοφορία είναι μυστική.
Η ψηφοφορία είναι μυστική.
3. Εάν ο υποψήφιος εκλεγεί, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο και το καλεί, όπως και τον εκλεγέντα ως Πρόεδρο της Επιτροπής, να ορίσουν με κοινή συμφωνία τους υποψηφίους για τις διάφορες θέσεις Επιτρόπων.
3. Εάν ο υποψήφιος εκλεγεί, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο και το καλεί, όπως και τον εκλεγέντα ως Πρόεδρο της Επιτροπής, να ορίσουν με κοινή συμφωνία τους υποψηφίους για τις διάφορες θέσεις Επιτρόπων.
4. Εάν ο υποψήφιος δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προτείνει εντός ενός μηνός νέο υποψήφιο, ο οποίος εκλέγεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.
4. Εάν ο υποψήφιος δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προτείνει εντός ενός μηνός νέο υποψήφιο, ο οποίος εκλέγεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.
Τροπολογία 140 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 118
Άρθρο 118
Άρθρο 118
Εκλογή της Επιτροπής
Εκλογή της Επιτροπής
— 1. Ο Πρόεδρος καλεί τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής να ενημερώσει το Κοινοβούλιο για την κατανομή των χαρτοφυλακίων στο προταθέν Σώμα των Επιτρόπων σύμφωνα με τις πολιτικές του κατευθύνσεις.
1. Ο Πρόεδρος, μετά από διαβούλευση με τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής, ζητεί από τους υποψηφίους που έχουν προταθεί από τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής και το Συμβούλιο για τις διάφορες θέσεις της Επιτροπής να παρουσιασθούν ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής σύμφωνα με τον πιθανό τομέα της αρμοδιότητάς τους. Οι εν λόγω ακροάσεις είναι δημόσιες.
1. Ο Πρόεδρος, μετά από διαβούλευση με τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής, ζητεί από τους υποψηφίους που έχουν προταθεί από τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής και το Συμβούλιο για τις διάφορες θέσεις της Επιτροπής να παρουσιασθούν ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής ή οργάνου σύμφωνα με τον πιθανό τομέα της αρμοδιότητάς τους.
1α. Οι ακροάσεις πραγματοποιούνται από τις επιτροπές.
Κατ’ εξαίρεση, μια ακρόαση μπορεί να διενεργηθεί υπό άλλη μορφή, όταν ορισθείς Επίτροπος έχει αρμοδιότητες που είναι πρωτίστως οριζόντιες, εφόσον συμμετέχουν στην ακρόαση οι αρμόδιες επιτροπές. Οι ακροάσεις είναι δημόσιες.
2. Ο Πρόεδρος μπορεί να καλέσει τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής να ενημερώσει το Κοινοβούλιο για την κατανομή των χαρτοφυλακίων στο προταθέν Σώμα των Επιτρόπων σύμφωνα με τις πολιτικές του κατευθύνσεις.
3. Η αντίστοιχη επιτροπή ή οι αντίστοιχες επιτροπές καλούν τον ορισθέντα Επίτροπο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι ακροάσεις οργανώνονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι ορισθέντες Επίτροποι να παρέχουν στο Κοινοβούλιο κάθε σημαντική πληροφορία. Οι διατάξεις που διέπουν την οργάνωση των ακροάσεων εκτίθενται σε παράρτημα του Κανονισμού16.
3. Η αντίστοιχη επιτροπή ή οι αντίστοιχες επιτροπές καλούν τον ορισθέντα Επίτροπο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι ακροάσεις οργανώνονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι ορισθέντες Επίτροποι να παρέχουν στο Κοινοβούλιο κάθε σημαντική πληροφορία. Οι διατάξεις που διέπουν την οργάνωση των ακροάσεων εκτίθενται σε παράρτημα του Κανονισμού16.
4. Ο εκλεγείς Πρόεδρος παρουσιάζει το Σώμα των Επιτρόπων και το πρόγραμμά του ενώπιον της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου, ενώ καλούνται να συμμετάσχουν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.
4. Ο εκλεγείς Πρόεδρος καλείται να παρουσιάσει το Σώμα των Επιτρόπων και το πρόγραμμά του ενώπιον της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου, ενώ καλούνται να συμμετάσχουν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.
5. Για την ολοκλήρωση της συζήτησης, οι πολιτικές ομάδες ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. Εφαρμόζεται το άρθρο 123 παράγραφοι 3, 4 και 5.
5. Για την ολοκλήρωση της συζήτησης, οι πολιτικές ομάδες ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. Εφαρμόζεται το άρθρο 123 παράγραφοι 3 έως5β.
Το Κοινοβούλιο, μετά την ψηφοφορία επί της πρότασης ψηφίσματος, εκλέγει ή απορρίπτει την Επιτροπή με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.
Η ψηφοφορία είναι μυστική.
Το Κοινοβούλιο μπορεί να αναβάλει τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την επόμενη σύνοδο.
5α. Το Κοινοβούλιο, μετά την ψηφοφορία επί της πρότασης ψηφίσματος, εκλέγει ή απορρίπτει την Επιτροπή με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, με ψηφοφορία με ονομαστική κλήση. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αναβάλει τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την επόμενη σύνοδο.
6. Ο Πρόεδρος γνωστοποιεί στο Συμβούλιο την εκλογή ή την απόρριψη της Επιτροπής.
6. Ο Πρόεδρος γνωστοποιεί στο Συμβούλιο την εκλογή ή την απόρριψη της Επιτροπής.
7. Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής των χαρτοφυλακίων στο πλαίσιο της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας της, πλήρωσης κενής έδρας ή ορισμού νέου Επιτρόπου λόγω της προσχώρησης νέου κράτους μέλους, τα μέλη της Επιτροπής τα οποία αφορά η αλλαγή αυτή καλούνται να εμφανισθούν ενώπιον των επιτροπών που είναι επιφορτισμένες με τους τομείς αρμοδιότητάς τους, σύμφωνα με την παράγραφο 3.
7. Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής των χαρτοφυλακίων ή αλλαγής στη σύνθεση της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας της, τα μέλη της Επιτροπής τα οποία αφορά η αλλαγή αυτή ή οι λοιποί ορισθέντες Επίτροποι καλούνται να συμμετάσχουν σε ακρόαση, σύμφωνα με τις παραγράφους 1α και 3.
7α. Σε περίπτωση τροποποίησης του χαρτοφυλακίου ή των οικονομικών συμφερόντων Επιτρόπου κατά τη διάρκεια της θητείας του, η υπόθεση υπόκειται στον έλεγχο του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το παράρτημα XVI.
Εάν διαπιστωθεί σύγκρουση συμφερόντων κατά τη διάρκεια της θητείας Επιτρόπου και ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν ακολουθήσει τις συστάσεις του Κοινοβουλίου προκειμένου να επιλύσει τη σύγκρουση συμφερόντων, το Κοινοβούλιο δύναται να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Επιτροπής να αποσύρει την εμπιστοσύνη του στον εν λόγω Επίτροπο, σύμφωνα με το άρθρο 5 της συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και, όπου αρμόζει, να ενεργήσει προκειμένου να στερήσει από τον εν λόγω Επίτροπο το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή άλλων παροχών αντί συνταξιοδότησης σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 245 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
_______________
16 Βλέπε παράρτημα XVI.
Τροπολογία 141 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 118 α (νέο)
Άρθρο 118α
Πολυετής προγραμματισμός
Μετά τον διορισμό της νέας Επιτροπής, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 5 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, ανταλλάσσουν απόψεις και συμφωνούν σε κοινά συμπεράσματα για τον πολυετή προγραμματισμό.
Προς τον σκοπό αυτό, πριν από τη διαπραγμάτευση με το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τα κοινά συμπεράσματα για τον πολυετή προγραμματισμό, ο Πρόεδρος προβαίνει σε ανταλλαγή απόψεων με τη Διάσκεψη των Προέδρων όσον αφορά τους πρωταρχικούς στόχους πολιτικής και τις προτεραιότητες για τη νέα κοινοβουλευτική περίοδο. Kατά την ανταλλαγή απόψεων λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι προτεραιότητες που παρουσιάζει ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής, καθώς και οι απαντήσεις των ορισθέντων Επιτρόπων κατά τις ακροάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 118.
Πριν από την υπογραφή των κοινών συμπερασμάτων ο Πρόεδρος ζητεί την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων.
Τροπολογία 142 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 119
Άρθρο 119
Άρθρο 119
Πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής
Πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής
1. Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να καταθέσει στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής.
1. Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να καταθέσει στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής. Αν πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία σχετικά με πρόταση μομφής κατά τους προηγηθέντες δύο μήνες, νέα πρόταση μομφής μπορεί να κατατεθεί μόνο από το ένα πέμπτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
2. Η πρόταση μομφής φέρει την ένδειξη «πρόταση μομφής» και να είναι αιτιολογημένη, διαβιβάζεται δε στην Επιτροπή.
2. Η πρόταση μομφής φέρει την ένδειξη «πρόταση μομφής» και περιέχει αιτιολόγηση, διαβιβάζεται δε στην Επιτροπή.
3. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στους βουλευτές την κατάθεση της πρότασης αμέσως μετά την παραλαβή της.
3. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στους βουλευτές την κατάθεση της πρότασης αμέσως μετά την παραλαβή της.
4. Η συζήτηση σχετικά με τη μομφή πραγματοποιείται 24 ώρες τουλάχιστον μετά την ανακοίνωση στους βουλευτές της κατάθεσης της πρότασης μομφής.
4. Η συζήτηση σχετικά με τη μομφή πραγματοποιείται 24 ώρες τουλάχιστον μετά την ανακοίνωση στους βουλευτές της κατάθεσης της πρότασης μομφής.
5. Η ψηφοφορία επί της πρότασης μομφής πραγματοποιείται με ονομαστική κλήση, 48 ώρες τουλάχιστον μετά την έναρξη της συζήτησης.
5. Η ψηφοφορία επί της πρότασης μομφής πραγματοποιείται με ονομαστική κλήση, 48 ώρες τουλάχιστον μετά την έναρξη της συζήτησης.
6. Η συζήτηση και η ψηφοφορία πραγματοποιούνται το αργότερο κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την κατάθεση της πρότασης μομφής.
6. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5, η συζήτηση και η ψηφοφορία πραγματοποιούνται το αργότερο κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την κατάθεση της πρότασης μομφής.
7. Η πρόταση μομφής εγκρίνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων και με πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας κοινοποιείται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου και τον Πρόεδρο της Επιτροπής.
7. Σύμφωνα με το άρθρο 234 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πρόταση μομφής εγκρίνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων και με πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας κοινοποιείται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου και τον Πρόεδρο της Επιτροπής.
Τροπολογία 143 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 120
Άρθρο 120
Άρθρο 120
Διορισμός των Δικαστών και Γενικών Εισαγγελέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Διορισμός των Δικαστών και Γενικών Εισαγγελέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Το Κοινοβούλιο ορίζει, μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής του, τον υποψήφιο για την επταμελή επιτροπή η οποία είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της καταλληλότητας των υποψηφίων για το αξίωμα του Δικαστή ή του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.
Το Κοινοβούλιο ορίζει, μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής του, τον υποψήφιο για την επταμελή επιτροπή η οποία είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της καταλληλότητας των υποψηφίων για το αξίωμα του Δικαστή ή του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου. Η αρμόδια επιτροπή επιλέγει τον υποψήφιο που επιθυμεί να προτείνει μέσω ψηφοφορίας με απλή πλειοψηφία. Προς τον σκοπό αυτόν, οι συντονιστές της εν λόγω επιτροπής καταρτίζουν κατάλογο με τους επικρατέστερους υποψηφίους.
Τροπολογία 144 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 121
Άρθρο 121
Άρθρο 121
Διορισμός των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Διορισμός των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου
1. Οι προτεινόμενες προσωπικότητες ως μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλούνται να προβούν σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών της. Η επιτροπή πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.
1. Οι προτεινόμενες προσωπικότητες ως μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλούνται να προβούν σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών της. Η επιτροπή πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.
2. Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος, υπό μορφή έκθεσης που περιέχει χωριστή πρόταση απόφασης για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.
2. Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος.
3. Η ψηφοφορία στην Ολομέλεια διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία. Το Κοινοβούλιο πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο και αποφασίζει με πλειοψηφία των ψηφισάντων.
3. Η ψηφοφορία στην Ολομέλεια διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία. Το Κοινοβούλιο πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.
4. Εάν η γνώμη του Κοινοβουλίου για προτεινόμενο υποψήφιο είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.
4. Εάν η γνώμη του Κοινοβουλίου για προτεινόμενο υποψήφιο είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.
Τροπολογία 145 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 122
Άρθρο 122
Άρθρο 122
Διορισμός των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Διορισμός των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
1. Ο προτεινόμενος υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.
1. Ο προτεινόμενος υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου, του Αντιπροέδρου, ή του μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.
2. Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος.
2. Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος.
3. Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει διαφορετικά.
3. Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει διαφορετικά. Το Κοινοβούλιο πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.
4. Εάν το Κοινοβούλιο γνωμοδοτήσει αρνητικά, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.
4. Εάν το Κοινοβούλιο γνωμοδοτήσει αρνητικά σχετικά με προτεινόμενο υποψήφιο, ο Πρόεδρος ζητεί να αποσυρθεί η πρόταση και να υποβληθεί νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.
5. Η ίδια διαδικασία ισχύει για τους υποψηφίους για τα αξιώματα του Αντιπροέδρου και των άλλων μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τροπολογία 146 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 122 α (νέο)
Άρθρο 122α
Διορισμοί στα όργανα οικονομικής διακυβέρνησης
1. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται για το διορισμό:
– του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού·
– του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των μελών πλήρους απασχόλησης του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης·
– των Προέδρων και των Εκτελεστικών Διευθυντών της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, Ευρωπαϊκή Αρχή Kινητών Aξιών και Αγορών, Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων)· και
– του Διευθύνοντος Συμβούλου και του αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων.
2. Κάθε υποψήφιος καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.
3. Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο σχετικά με κάθε πρόταση διορισμού.
4. Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης διορισμού, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει διαφορετικά. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει χωριστά για κάθε διορισμό με μυστική ψηφοφορία.
5. Εάν το Κοινοβούλιο λάβει αρνητική απόφαση σχετικά με πρόταση διορισμού, ο Πρόεδρος ζητεί την απόσυρσή της και την υποβολή νέας πρότασης στο Κοινοβούλιο.
Τροπολογία 147 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 123
Άρθρο 123
Άρθρο 123
Δηλώσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
Δηλώσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
1. Τα μέλη της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορούν οποτεδήποτε να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να τους δώσει το λόγο για να προβούν σε δήλωση. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προβαίνει σε δήλωση μετά από κάθε συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αποφασίζει πότε ακριβώς μπορεί να γίνει η εν λόγω δήλωση και εάν αυτή τη δήλωση ακολουθεί πλήρης συζήτηση ή ημίωρη υποβολή σύντομων και σαφών ερωτήσεων εκ μέρους των βουλευτών.
1. Τα μέλη της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορούν οποτεδήποτε να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να τους δώσει το λόγο για να προβούν σε δήλωση. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προβαίνει σε δήλωση μετά από κάθε συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αποφασίζει πότε ακριβώς μπορεί να γίνει η εν λόγω δήλωση και εάν αυτή τη δήλωση ακολουθεί πλήρης συζήτηση ή ημίωρη υποβολή σύντομων και σαφών ερωτήσεων εκ μέρους των βουλευτών.
2. Το Κοινοβούλιο, όταν εγγράφει δήλωση με συζήτηση στην ημερήσια διάταξή του, αποφασίζει εάν θα περατώσει τη συζήτηση με ψήφισμα. Δεν περατώνει τη συζήτηση με ψήφισμα εφόσον αναμένεται έκθεση για το ίδιο θέμα στην ίδια ή την επόμενη περίοδο συνόδου, εκτός εάν ο Πρόεδρος υποβάλει, κατ’ εξαίρεση, διαφορετική πρόταση. Εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να περατώσει συζήτηση με ψήφισμα, μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος.
2. Το Κοινοβούλιο, όταν εγγράφει δήλωση με συζήτηση στην ημερήσια διάταξή του, αποφασίζει εάν θα περατώσει τη συζήτηση με ψήφισμα. Δεν περατώνει τη συζήτηση με ψήφισμα εφόσον αναμένεται έκθεση για το ίδιο θέμα στην ίδια ή την επόμενη περίοδο συνόδου, εκτός εάν ο Πρόεδρος υποβάλει, κατ’ εξαίρεση, διαφορετική πρόταση. Εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να περατώσει συζήτηση με ψήφισμα, μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος.
3. Επί των προτάσεων ψηφίσματος διεξάγεται ψηφοφορία την ίδια ημέρα. Ο Πρόεδρος λαμβάνει απόφαση σε περιπτώσεις εξαιρέσεων στον κανόνα αυτό. Επιτρέπεται η αιτιολόγηση της ψήφου.
3. Επί των προτάσεων ψηφίσματος διεξάγεται ψηφοφορία το συντομότερο δυνατόν. Ο Πρόεδρος λαμβάνει απόφαση σε περιπτώσεις εξαιρέσεων στον κανόνα αυτό. Επιτρέπεται η αιτιολόγηση της ψήφου.
4. Η κοινή πρόταση ψηφίσματος αντικαθιστά τις προηγούμενες που έχουν προσυπογράψει οι ίδιοι βουλευτές, όχι όμως και εκείνες που υπέβαλαν άλλες επιτροπές, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές.
4. Η κοινή πρόταση ψηφίσματος αντικαθιστά τις προηγούμενες που έχουν προσυπογράψει οι ίδιοι βουλευτές, όχι όμως και εκείνες που υπέβαλαν άλλες επιτροπές, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές.
4α. Εάν υποβληθεί κοινή πρόταση ψηφίσματος από πολιτικές ομάδες που εκπροσωπούν σαφή πλειοψηφία, ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει πρώτα σε ψηφοφορία την εν λόγω πρόταση.
5. Μετά την έγκριση πρότασης ψηφίσματος δεν διεξάγεται ψηφοφορία επί άλλης πρότασης, εφόσον ο Πρόεδρος δεν λάβει, κατ’ εξαίρεση, άλλη απόφαση.
5. Μετά την έγκριση πρότασης ψηφίσματος δεν διεξάγεται ψηφοφορία επί άλλης πρότασης, εφόσον ο Πρόεδρος δεν λάβει, κατ’ εξαίρεση, άλλη απόφαση.
5α. Ο συντάκτης ή οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 2 έχουν δικαίωμα να την αποσύρουν πριν από την τελική ψηφοφορία.
5β. Πολιτική ομάδα, κοινοβουλευτική επιτροπή ή αριθμός βουλευτών ίσος με εκείνον που απαιτείται για την υποβολή πρότασης ψηφίσματος μπορεί να αναδεχθεί πρόταση ψηφίσματος που αποσύρθηκε και να την υποβάλει αμέσως εκ νέου. Η παράγραφος 5α και η παρούσα παράγραφος εφαρμόζονται και για τα ψηφίσματα που κατατίθενται βάσει των άρθρων 105 και 106.
Τροπολογία 148 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 124
Άρθρο 124
Άρθρο 124
Επεξήγηση των αποφάσεων της Επιτροπής
Επεξήγηση των αποφάσεων της Επιτροπής
Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, μετά από διαβούλευση με τη Διάσκεψη των Προέδρων, μπορεί να καλέσει τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον αρμόδιο για τις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Επίτροπο ή, κατόπιν συμφωνίας, άλλον Επίτροπο να προβεί σε δήλωση προς το Κοινοβούλιο μετά από κάθε συνεδρίαση της Επιτροπής και να εξηγήσει τις κυριότερες αποφάσεις της. Τη δήλωση ακολουθεί τουλάχιστον ημίωρη συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας οι βουλευτές μπορούν να θέσουν σύντομες και σαφείς ερωτήσεις.
Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου καλεί τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον αρμόδιο για τις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Επίτροπο ή, κατόπιν συμφωνίας, άλλον Επίτροπο να προβεί σε δήλωση προς το Κοινοβούλιο μετά από κάθε συνεδρίαση της Επιτροπής και να εξηγήσει τις κυριότερες αποφάσεις της, εκτός εάν η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσει ότι τούτο δεν είναι απαραίτητο για λόγους χρονοδιαγράμματος ή εξ αιτίας της πολιτικής βαρύτητας του αντικειμένου. Τη δήλωση ακολουθεί τουλάχιστον ημίωρη συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας οι βουλευτές μπορούν να θέσουν σύντομες και σαφείς ερωτήσεις.
Τροπολογία 149 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 125
Άρθρο 125
Άρθρο 125
Δηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Δηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου
1. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να κληθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής ή των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα του ελέγχου του προϋπολογισμού, να λάβει το λόγο για να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις που περιέχονται στην ετήσια έκθεση, στις ειδικές εκθέσεις ή στις γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και για να παρουσιάσει το πρόγραμμα εργασίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
1. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να κληθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής ή των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα του ελέγχου του προϋπολογισμού, να προβεί σε δήλωση για να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις που περιέχονται στην ετήσια έκθεση, στις ειδικές εκθέσεις ή στις γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και για να παρουσιάσει το πρόγραμμα εργασίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή ξεχωριστής συζήτησης για θέματα που θίγονται στις εν λόγω δηλώσεις, με συμμετοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ιδίως όταν διαπιστώνονται παρατυπίες όσον αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση.
2. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή ξεχωριστής συζήτησης για θέματα που θίγονται στις εν λόγω δηλώσεις, με συμμετοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ιδίως όταν διαπιστώνονται παρατυπίες όσον αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση.
Τροπολογία 150 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 126
Άρθρο 126
Άρθρο 126
Δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
Δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
1. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παρουσιάζει στο Κοινοβούλιο την ετήσια έκθεση της Τράπεζας για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους.
1. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να παρουσιάσει στο Κοινοβούλιο την ετήσια έκθεση της Τράπεζας για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και για τη νομισματική πολιτική του προηγηθέντος και του τρέχοντος έτους.
2. Το Κοινοβούλιο διεξάγει γενική συζήτηση μετά την εν λόγω παρουσίαση.
2. Το Κοινοβούλιο διεξάγει γενική συζήτηση μετά την εν λόγω παρουσίαση.
3. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να παρακολουθήσει συνεδριάσεις της αρμόδιας επιτροπής τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο προκειμένου να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.
3. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να παρακολουθήσει συνεδριάσεις της αρμόδιας επιτροπής τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο προκειμένου να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.
4. Ύστερα από αίτησή τους ή αίτηση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλούνται να παραστούν σε άλλες συνεδριάσεις.
4. Ύστερα από αίτησή τους ή αίτηση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλούνται να παραστούν σε άλλες συνεδριάσεις.
5. Για τις συνεδριάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 συντάσσονται πλήρη πρακτικά στις επίσημες γλώσσες.
5. Για τις συνεδριάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 συντάσσονται πλήρη πρακτικά.
Τροπολογία 151 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 127
Άρθρο 127
διαγράφεται
Σύσταση σχετικά με τους βασικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών
1. Η σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τους βασικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης υποβάλλεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία υποβάλλει έκθεση στην Ολομέλεια.
2. Το Συμβούλιο καλείται να ενημερώσει το Κοινοβούλιο σχετικά με το περιεχόμενο της σύστασής του και με τη θέση που έλαβε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Τροπολογία 152 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 128
Άρθρο 128
Άρθρο 128
Ερωτήσεις με αίτημα προφορικής απάντησης, ακολουθούμενης από συζήτηση
Ερωτήσεις με αίτημα προφορικής απάντησης, ακολουθούμενης από συζήτηση
1. Μία επιτροπή, πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις στο Συμβούλιο ή στην Επιτροπή και να ζητήσουν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου.
1. Μία επιτροπή, πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή ή στον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και να ζητήσουν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου.
Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, ο οποίος και τις διαβιβάζει αμέσως στη Διάσκεψη των Προέδρων.
Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, ο οποίος και τις διαβιβάζει αμέσως στη Διάσκεψη των Προέδρων.
Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εάν και σε ποιά σειρά θα εγγραφούν οι ερωτήσεις στην ημερήσια διάταξη. Καταπίπτουν οι ερωτήσεις που δεν έχουν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου εντός τριών μηνών από της υποβολής τους.
Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εάν οι ερωτήσεις θα εγγραφούνστο σχέδιο ημερήσιας διάταξης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 149. Καταπίπτουν οι ερωτήσεις που δεν έχουν εγγραφεί στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης του Κοινοβουλίου εντός τριών μηνών από της υποβολής τους.
2. Οι ερωτήσεις προς την Επιτροπή πρέπει να διαβιβάζονται τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν, οι δε ερωτήσεις προς το Συμβούλιο τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχουν εγγραφεί.
2. Οι ερωτήσεις προς την Επιτροπή και τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας πρέπει να διαβιβάζονται στον αποδέκτη τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν, οι δε ερωτήσεις προς το Συμβούλιο τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχουν εγγραφεί.
3. Για ερωτήσεις που αφορούν τομείς του άρθρου 42 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ισχύει η προθεσμία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Το Συμβούλιο πρέπει να απαντήσει εντός ευλόγου προθεσμίας, ούτως ώστε να ενημερώνεται δεόντως το Κοινοβούλιο.
3. Για ερωτήσεις που αφορούν την κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας δεν ισχύουν οι προθεσμίες της παραγράφου 2 και η απάντηση πρέπει να δίδεται εντός ευλόγου προθεσμίας, ούτως ώστε να ενημερώνεται δεόντως το Κοινοβούλιο.
4. Ένας από τους συντάκτες της ερώτησης μπορεί να μιλήσει επί πέντε λεπτά για να αναπτύξει την ερώτηση. Ένα μέλος του ερωτωμένου οργάνου απαντά στην ερώτηση.
4. Ένας από τους συντάκτες της ερώτησης μπορεί να αναπτύξει την ερώτηση. Ο αποδέκτης απαντά στην ερώτηση.
Ο συντάκτης της ερώτησης έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει όλη την προαναφερθείσα διάρκεια του χρόνου αγόρευσης.
5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν το άρθρο 123 παράγραφοι 2 έως 5.
5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν το άρθρο 123 παράγραφοι 2 έως 5β, όσον αφορά την κατάθεση και τη θέση σε ψηφοφορία προτάσεων ψηφισμάτων.
Τροπολογία 153 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 129
Άρθρο 129
Άρθρο 129
Ώρα των ερωτήσεων
Ώρα των ερωτήσεων
1. Η ώρα των ερωτήσεων προς την Επιτροπή διεξάγεται σε κάθε περίοδο συνόδου, διαρκεί 90 λεπτά και αφορά ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα οριζόντια θέματα τα οποία καθορίζονται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων ένα μήνα πριν την περίοδο συνόδου.
1. Η ώρα των ερωτήσεων προς την Επιτροπή μπορεί να διεξάγεται σε κάθε περίοδο συνόδου, διαρκεί έως 90 λεπτά και αφορά ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα οριζόντια θέματα τα οποία καθορίζονται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων ένα μήνα πριν την περίοδο συνόδου.
2. Οι Επίτροποι που καλούνται να συμμετάσχουν από τη Διάσκεψη των Προέδρων διαθέτουν χαρτοφυλάκιο σχετικό με το συγκεκριμένο οριζόντιο θέμα ή θέματα επί των οποίων τους απευθύνονται ερωτήσεις. Ο αριθμός των Επιτρόπων που συμμετέχουν δεν υπερβαίνει τους δύο ανά περίοδο συνόδου, είναι όμως δυνατόν να προσκληθεί τρίτος, αναλόγως του συγκεκριμένου οριζοντίου θέματος ή θεμάτων που επιλέγονται για την ώρα των ερωτήσεων.
2. Οι Επίτροποι που καλούνται να συμμετάσχουν από τη Διάσκεψη των Προέδρων διαθέτουν χαρτοφυλάκιο σχετικό με το συγκεκριμένο οριζόντιο θέμα ή θέματα επί των οποίων τους απευθύνονται ερωτήσεις. Ο αριθμός των Επιτρόπων που συμμετέχουν δεν υπερβαίνει τους δύο ανά περίοδο συνόδου, είναι όμως δυνατόν να προσκληθεί τρίτος, αναλόγως του συγκεκριμένου οριζοντίου θέματος ή θεμάτων που επιλέγονται για την ώρα των ερωτήσεων.
3. Η ώρα των ερωτήσεων διεξάγεται σύμφωνα με σύστημα κλήρωσης οι λεπτομέρειες του οποίου καθορίζονται σε παράρτημα του Κανονισμού17.
4. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Διάσκεψη των Προέδρων, είναι δυνατόν να διεξάγονται ειδικές ώρες ερωτήσεων με το Συμβούλιο, με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας και με τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας.
4. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Διάσκεψη των Προέδρων, είναι δυνατόν να διεξάγονται ειδικές ώρες ερωτήσεων με το Συμβούλιο, με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας και με τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας.
4α. Δεν γίνεται εκ των προτέρων συγκεκριμένη κατανομή της ώρας των ερωτήσεων. Ο Πρόεδρος διασφαλίζει στο μέτρο του δυνατού ότι δίνεται η δυνατότητα στους βουλευτές, οι οποίοι διατυπώνουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις και προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη, να υποβάλλουν ερωτήσεις με τη σειρά.
4β. Ο βουλευτής έχει στη διάθεσή του ένα λεπτό για να διατυπώσει την ερώτηση και ο Επίτροπος δύο λεπτά για να απαντήσει. Ο εν λόγω βουλευτής μπορεί να υποβάλει συμπληρωματική ερώτηση διάρκειας 30 δευτερολέπτων, η οποία έχει άμεση σχέση με την κύρια ερώτηση. Παραχωρούνται στη συνέχεια στον Επίτροπο δύο λεπτά προκειμένου να δώσει συμπληρωματική απάντηση.
Οι ερωτήσεις και οι συμπληρωματικές ερωτήσεις πρέπει να σχετίζονται άμεσα με το συγκεκριμένο οριζόντιο θέμα που αποφασίζεται βάσει της παραγράφου 1. Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίζει σχετικά με το παραδεκτό τους.
__________________
17 Βλέπε παράρτημα II.
Τροπολογία 154 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 130
Άρθρο 130
Άρθρο 130
Ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης
Ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης
1. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή ή στον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται με παράρτημα του Κανονισμού18. Για το περιεχόμενο των ερωτήσεων αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι ερωτώντες.
1. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή ή στον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται με παράρτημα του Κανονισμού18. Για το περιεχόμενο των ερωτήσεων αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι ερωτώντες.
2. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται στον Πρόεδρο. Αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό ερώτησης επιλύονται από τον Πρόεδρο. Η απόφασή του Προέδρου δεν βασίζεται αποκλειστικά στις διατάξεις του παραρτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αλλά στις διατάξεις του Κανονισμού στο σύνολό τους. Η απόφαση του Προέδρου κοινοποιείται στον ερωτώντα.
2. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται στον Πρόεδρο. Αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό ερώτησης επιλύονται από τον Πρόεδρο. Η απόφαση του Προέδρου δεν βασίζεται αποκλειστικά στις διατάξεις του παραρτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αλλά στις διατάξεις του Κανονισμού στο σύνολό τους. Η αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου κοινοποιείται στον ερωτώντα.
3. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει κατ’ ανώτατο όριο πέντε ερωτήσεις ανάμήνα.
3. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει κατ’ ανώτατο όριο είκοσι ερωτήσεις κατά τη διάρκεια κυλιόμενης περιόδουτριών μηνών.
Κατ’ εξαίρεση, επιπλέον ερωτήσεις μπορούν να υποβάλλονται σε έντυπη μορφή που κατατίθεται και υπογράφεται προσωπικά από τον ενδιαφερόμενο βουλευτή στην αρμόδια υπηρεσία της Γραμματείας.
Μετά τη λήξη περιόδου ενός έτους από την έναρξη της όγδοης κοινοβουλευτικής περιόδου, η Διάσκεψη των Προέδρων αξιολογεί το καθεστώς όσον αφορά τις επιπλέον ερωτήσεις.
Η έκφραση «κατ’ εξαίρεση» πρέπει να ερμηνευτεί ότι σημαίνει πως η επιπλέον ερώτηση αφορά ένα επείγον θέμα και ότι η υποβολή της ερώτησης αυτής δεν μπορεί να περιμένει τον επόμενο μήνα. Επιπλέον, ο αριθμός ερωτήσεων που κατατίθενται με βάση το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 πρέπει να είναι μικρότερος από το θεσπισμένο όριο των πέντε ερωτήσεων ανά μήνα.
3α. Μια ερώτηση μπορεί να λάβει τη στήριξη και άλλων βουλευτών, πέραν του συντάκτη της. Οι ερωτήσεις αυτές προσμετρώνται όσον αφορά τον μέγιστο αριθμό ερωτήσεων της παραγράφου 3 μόνο για τον συντάκτη τους και όχι για τους βουλευτές που τις στηρίζουν.
4. Όταν δεν μπορεί να δοθεί εμπροθέσμως απάντηση σε ερώτηση, τότε, μετά από αίτηση του συντάκτητης, η ερώτηση εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής.Εφαρμόζεται κατ' αναλογίαν η διαδικασία του άρθρου 129.
4. Όταν ο αποδέκτης μιας ερώτησης δεν μπορεί να απαντήσει στην ερώτηση εντός τριών εβδομάδων (ερώτηση με προτεραιότητα) ή έξι εβδομάδων (ερώτηση χωρίς προτεραιότητα) από τη διαβίβασήτης στον αποδέκτη, αυτή μπορεί, μετά από αίτηση του συντάκτη της, να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής,
Ο πρόεδρος κοινοβουλευτικής επιτροπής, ως έχων την εξουσία να συγκαλεί συνεδρίαση αυτής, όπως ορίζεται από το άρθρο 206 παράγραφος 1, και αποσκοπώντας στην καλή οργάνωση των εργασιών, είναι αρμόδιος να αποφασίζει για το σχέδιο ημερήσιας διάταξης της συνεδρίασης που συγκαλεί. Το προνόμιο αυτό δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την υποχρέωση που έχει, βάσει του άρθρου 130 παράγραφος 4, να εγγράφει γραπτή ερώτηση, μετά από αίτηση του συντάκτη της, στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της επιτροπής. Ωστόσο, ο πρόεδρος διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να προτείνει, λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές προτεραιότητες, τη σειρά των εργασιών της συνεδρίασης και τις λεπτομέρειες της διαδικασίας (για παράδειγμα διαδικασία χωρίς συζήτηση με, ενδεχομένως, έγκριση απόφασης για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί ή ακόμη, σύσταση για την αναβολή του σημείου σε προσεχή συνεδρίαση).
5. Σε ερωτήσεις οι οποίες απαιτούν άμεση απάντηση αλλά όχι λεπτομερή έρευνα (ερωτήσεις με προτεραιότητα) δίδεται απάντηση εντός τριών εβδομάδων από τη διαβίβασή τους στους αποδέκτες. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει μία τέτοια ερώτηση προτεραιότητας κάθε μήνα.
5. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει μία τέτοια ερώτηση προτεραιότητας κάθε μήνα.
Στις λοιπές ερωτήσεις (ερωτήσεις χωρίς προτεραιότητα) δίδεται απάντηση εντός έξι εβδομάδων από τη διαβίβασή τους στους αποδέκτες.
6. Οι ερωτήσεις, με τις απαντήσεις τους αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου.
6. Οι ερωτήσεις με τις απαντήσεις τους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν σχετικών παραρτημάτων, αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου.
__________________
__________________
18 Βλέπε παράρτημα III.
18 Βλέπε παράρτημα III.
Τροπολογία 295 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 130 α (νέο)
Άρθρο 130α Ήσσονος σημασίας επερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης
1. Σε ήσσονος σημασίας επερωτήσεις υπό μορφή ερώτησης με αίτημα γραπτής απάντησης, μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το 5% των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας να παράσχει στοιχεία για συγκεκριμένο ζήτημα.
Κάθε τέτοια ερώτηση υποβάλλεται στον Πρόεδρο ο οποίος, εφόσον η ερώτηση συνάδει γενικά με τον παρόντα Κανονισμό και πληροί τα κριτήρια που ορίζονται σε παράρτημα του παρόντος Kανονισμού1α, ζητεί από τον αποδέκτη να απαντήσει εντός δύο εβδομάδων· ο Πρόεδρος μπορεί να παρατείνει την προθεσμία, σε συνεννόηση με τον ερωτώντα.
2. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις σε αυτές αναρτώνται στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου.
––––––––––––––––––––––– 1α Βλέπε Παράρτημα III.
Τροπολογία 296 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 130 β (νέο)
Άρθρο 130β
Μείζονος σημασίας επερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης ακολουθούμενης από συζήτηση
1. Σε μείζονος σημασίας επερωτήσεις υπό μορφή ερώτησης με αίτημα γραπτής απάντησης ακολουθούμενης από συζήτηση, μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το 5% των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να θέσει ερώτηση στο Συμβούλιο, την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας. Οι ερωτήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν μια σύντομη αιτιολόγηση.
Κάθε τέτοια ερώτηση υποβάλλεται γραπτώς στον Πρόεδρο ο οποίος, εφόσον η ερώτηση συνάδει γενικά με τον παρόντα Κανονισμό και πληροί τα κριτήρια που ορίζονται σε παράρτημα του παρόντος Kανονισμού1α, ενημερώνει αμέσως τον αποδέκτη για την ερώτηση και του ζητεί να διευκρινίσει εάν θα απαντήσει ή όχι και, εάν ναι, πότε·
2. Με τη λήψη της γραπτής απάντησης, η μείζονος σημασίας επερώτηση εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 149. Συζήτηση διεξάγεται εάν τούτο ζητηθεί από μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το 5% των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.
3. Εάν ο αποδέκτης αρνηθεί να απαντήσει στην ερώτηση ή δεν το πράξει εντός τριών εβδομάδων, η ερώτηση εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης. Συζήτηση διεξάγεται εάν τούτο ζητηθεί από μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το 5%των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Πριν από τη συζήτηση, ένας εκ των ερωτώντων δύναται να λάβει άδεια να διατυπώσει συμπληρωματική αιτιολόγηση για την ερώτηση.
4. Ένας από τους ερωτώντες μπορεί να αναπτύξει την ερώτηση. Ένα μέλος του ερωτωμένου οργάνου απαντά στην ερώτηση.
Εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν το άρθρο 123 παράγραφοι 2 έως 5 σε ό,τι αφορά την κατάθεση και ψήφιση προτάσεων ψηφίσματος.
5. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις σε αυτές αναρτώνται στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου.
____________________________ 1α Βλέπε Παράρτημα III.
Τροπολογία 155 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 131
Άρθρο 131
Άρθρο 131
Ερωτήσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αίτημα γραπτής απάντησης
Ερωτήσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αίτημα γραπτής απάντησης
1. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει κατ’ ανώτατο όριο έξι ερωτήσεις μηνιαίως προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται με παράρτημα του Κανονισμού19. Για το περιεχόμενο των ερωτήσεων αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι ερωτώντες.
1. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει κατ’ ανώτατο όριο έξι ερωτήσεις μηνιαίως προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται με παράρτημα του Κανονισμού19. Για το περιεχόμενο των ερωτήσεων αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι ερωτώντες.
2. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται γραπτώς στον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής, ο οποίος τις κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό ερώτησης επιλύονται από τον πρόεδρο. Η απόφαση του προέδρου κοινοποιείται στον ερωτώντα.
2. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται γραπτώς στον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής, ο οποίος τις κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό ερώτησης επιλύονται από τον πρόεδρο. Η απόφαση του προέδρου κοινοποιείται στον ερωτώντα.
3. Οι ερωτήσεις με τις απαντήσεις τους αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου.
3. Οι ερωτήσεις με τις απαντήσεις τους αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου.
4. Αν ερώτηση δεν λάβει απάντηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, εγγράφεται, μετά από αίτηση του συντάκτη της, στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
4. Αν ερώτηση δεν λάβει απάντηση εντός έξι εβδομάδων, μπορεί να εγγραφεί, μετά από αίτηση του συντάκτη της, στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
__________________
_________________
19 Βλέπε παράρτημα III.
19 Βλέπε παράρτημα III.
Τροπολογία 156 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 131 α (νέο)
Άρθρο 131α
Ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης που αφορούν τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης
1. Το άρθρο 131 παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στις ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης που αφορούν τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης. Ο αριθμός των ερωτήσεων αυτών αφαιρείται από τον μέγιστο αριθμό έξι ερωτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 131 παράγραφος 1.
2. Αν μια ερώτηση δεν λάβει απάντηση εντός πέντε εβδομάδων, μπορεί να εγγραφεί, μετά από αίτηση του συντάκτη της, στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του Μηχανισμού, στον οποίο απευθύνεται.
Τροπολογία 157 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τίτλος V – κεφάλαιο 4 – τίτλος
ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ
Τροπολογία 158 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 132
Άρθρο 132
Άρθρο 132
Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων
Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων ή οργανισμών
1. Οι ετήσιες εκθέσεις και οι άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων σχετικά με τις οποίες οι Συνθήκες προβλέπουν διαβούλευση με το Κοινοβούλιο ή όταν άλλες νομικές διατάξεις απαιτούν τη γνωμοδότησή του, διεκπεραιώνονται ως έκθεση που υποβάλλεται στην Ολομέλεια.
1. Οι ετήσιες εκθέσεις και οι άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων ή οργανισμών σχετικά με τις οποίες οι Συνθήκες προβλέπουν διαβούλευση με το Κοινοβούλιο ή όταν άλλες νομικές διατάξεις απαιτούν τη γνωμοδότησή του, διεκπεραιώνονται ως έκθεση που υποβάλλεται στην Ολομέλεια.
2. Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να προτείνει τη σύνταξη έκθεσης βάσει του άρθρου 52.
2. Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία τις εξετάζει και μπορεί νακαταθέσει στο Κοινοβούλιο σύντομη πρόταση ψηφίσματος ή να προτείνει τη σύνταξη έκθεσης βάσει του άρθρου 52, εφόσον θεωρεί ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να λάβει θέση επί σημαντικού θέματος, που αποτελεί αντικείμενο των εκθέσεων.
Τροπολογία 159 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 133
Άρθρο 133
Άρθρο 133
Προτάσεις ψηφίσματος
Προτάσεις ψηφίσματος
1. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση ψηφίσματος επί θεμάτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
1. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση ψηφίσματος επί θεμάτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να έχει περισσότερες από 200 λέξεις.
Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να περιέχει περισσότερες από 200 λέξεις.
1α. Τέτοια πρόταση ψηφίσματος δεν μπορεί να:
– περιλαμβάνει τυχόν απόφαση για θέματα, για τα οποία προβλέπονται στον παρόντα Κανονισμό, συγκεκριμένα στο άρθρο 46, άλλες ειδικές διαδικασίες και αρμοδιότητες, ή
– θίγει το αντικείμενο διαδικασιών που είναι εν εξελίξει στο Κοινοβούλιο.
1β. Κάθε βουλευτής έχει δικαίωμα να υποβάλει μόνο μία τέτοια πρόταση ψηφίσματος ανά μήνα.
1γ. Η πρόταση ψηφίσματος υποβάλλεται στον Πρόεδρο, ο οποίος ελέγχει κατά πόσον πληρούνται τα εφαρμοστέα κριτήρια. Εάν ο Πρόεδρος κρίνει την πρόταση ψηφίσματος παραδεκτή, την ανακοινώνει στην Ολομέλεια και τη διαβιβάζει στην αρμόδια επιτροπή.
2. Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει επί της διαδικασίας.
2. Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει επί της διαδικασίας, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την από κοινού εξέταση της πρότασης ψηφίσματος με άλλες προτάσεις ψηφίσματος ή εκθέσεις, την έγκριση γνωμοδότησης, ενδεχομένως υπό μορφή επιστολής, ή τη σύνταξη έκθεσης βάσει του άρθρου 52. Μπορεί επίσης να αποφασίσει να μην δώσει συνέχεια στην πρόταση ψηφίσματος.
Η επιτροπή μπορεί να εξετάσει την πρόταση ψηφίσματος από κοινού με άλλες προτάσεις ψηφίσματος ή εκθέσεις.
Μπορεί επίσης να εγκρίνει γνωμοδότηση, ενδεχομένως υπό μορφή επιστολής.
Μπορεί επίσης να λάβει απόφαση ως προς την σύνταξη έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 52.
3. Οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος ενημερώνονται για τις αποφάσεις της επιτροπής και της Διάσκεψης των Προέδρων.
3. Οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος ενημερώνονται για τις αποφάσεις του Προέδρου, της επιτροπής και της Διάσκεψης των Προέδρων.
4. Η έκθεση περιλαμβάνει το κείμενο της υποβληθείσας πρότασης ψηφίσματος.
4. Η έκθεση περιλαμβάνει το κείμενο της υποβληθείσας πρότασης ψηφίσματος.
5. Οι γνωμοδοτήσεις υπό μορφή επιστολής προς άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο.
5. Οι γνωμοδοτήσεις υπό μορφή επιστολής προς άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο.
6. Ο συντάκτης ή οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σύμφωνα με τα άρθρα 123 παράγραφος 2, 128 παράγραφος 5, ή 135 παράγραφος 2, έχουν δικαίωμα να την αποσύρουν πριν από την τελική ψηφοφορία επ’ αυτής.
7. Πρόταση ψηφίσματος που κατατέθηκε βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να αποσυρθεί από το συντάκτη ή τους συντάκτες της ή τον πρώτο υπογράφοντα την πρόταση πριν αποφασίσει η αρμόδια επιτροπή βάσει της παραγράφου 2 για τη σύνταξη έκθεσης επ’ αυτής.
7. Πρόταση ψηφίσματος που κατατέθηκε βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να αποσυρθεί από το συντάκτη ή τους συντάκτες της ή τον πρώτο υπογράφοντα την πρόταση πριν αποφασίσει η αρμόδια επιτροπή βάσει της παραγράφου 2 για τη σύνταξη έκθεσης επ’ αυτής.
Εάν η πρόταση εγκριθεί με τη μορφή αυτή από την επιτροπή, μόνο η τελευταία έχει πλέον το δικαίωμα να την αποσύρει ως την έναρξη της τελικής ψηφοφορίας.
Εάν η πρόταση εγκριθεί με τη μορφή αυτή από την επιτροπή, μόνο η τελευταία έχει πλέον το δικαίωμα να την αποσύρει ως την έναρξη της τελικής ψηφοφορίας.
8. Πολιτική ομάδα, κοινοβουλευτική επιτροπή ή αριθμός βουλευτών ίσος με εκείνον που απαιτείται για την κατάθεση ψηφίσματος μπορεί να αναδεχθεί και να υποβάλει αμέσως εκ νέου πρόταση ψηφίσματος που αποσύρθηκε.
Εναπόκειται στις επιτροπές να φροντίσουν ώστε οι προτάσεις ψηφίσματος που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και ανταποκρίνονται στους όρους που έχουν καθορισθεί, να αποτελέσουν το αντικείμενο συνέχειας και να μνημονευθούν δεόντως στα έγγραφα με τα οποία υλοποιείται αυτή η συνέχεια.
Τροπολογία 160 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 134
Άρθρο 134
διαγράφεται
Συστάσεις προς το Συμβούλιο
1. Μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση σύστασης προς το Συμβούλιο σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στον τίτλο V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή όταν το Κοινοβούλιο δεν έχει κληθεί να γνωμοδοτήσει σχετικά με διεθνή συμφωνία, στο πλαίσιο των άρθρων 108 και 109 του Κανονισμού.
2. Οι προτάσεις αυτές παραπέμπονται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.
Εφόσον η εν λόγω επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, ζητεί από το Κοινοβούλιο να αποφανθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπει ο παρών Κανονισμός.
3. Όταν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συντάξει έκθεση, αποστέλλει στο Κοινοβούλιο πρόταση σύστασης προς το Συμβούλιο, καθώς και σύντομη αιτιολογική έκθεση και, ενδεχομένως, τη γνωμοδότηση των επιτροπών των οποίων ζήτησε τη γνώμη.
Η εφαρμογή της παραγράφου αυτής δεν απαιτεί προηγούμενη έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων.
4. Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 113.
Τροπολογία 161 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρο 135
Άρθρο 135
Άρθρο 135
Συζητήσεις σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου
Συζητήσεις σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου
1. Μία επιτροπή, μία διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να ζητήσουν εγγράφως από τον Πρόεδρο να συζητηθεί επείγουσα περίπτωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου (άρθρο 149 παράγραφος 3).
1. Μία επιτροπή, μία διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να ζητήσουν εγγράφως από τον Πρόεδρο να συζητηθεί επείγουσα περίπτωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
2. Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει, βάσει των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα IV, κατάλογο θεμάτων προς εγγραφή για την επόμενη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων στην ημερήσια διάταξη θεμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία, συνυπολογιζομένων των επί μέρους θεμάτων.
2. Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει, βάσει των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα IV, κατάλογο θεμάτων προς εγγραφή για την επόμενη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων στην ημερήσια διάταξη θεμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία, συνυπολογιζομένων των επί μέρους θεμάτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 152, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να διαγραφεί προβλεπόμενο για τη συζήτηση θέμα και να αντικατασταθεί στη συζήτηση από μη προβλεπόμενο θέμα. Οι προτάσεις ψηφίσματος επί των επιλεγέντων θεμάτων κατατίθενται το αργότερο το απόγευμα της έγκρισης της ημερήσιας διάταξης, ενώ ο Πρόεδρος ορίζει επακριβώς την προθεσμία για την κατάθεση των αντίστοιχων προτάσεων ψηφίσματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 152, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να διαγραφεί προβλεπόμενο για τη συζήτηση θέμα και να αντικατασταθεί στη συζήτηση από μη προβλεπόμενο θέμα. Οι προτάσεις ψηφίσματος επί των επιλεγέντων θεμάτων μπορούν να κατατεθούν το αργότερο το απόγευμα της έγκρισης της ημερήσιας διάταξης από επιτροπή, πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές, ενώ ο Πρόεδρος ορίζει επακριβώς την προθεσμία για την κατάθεση των αντίστοιχων προτάσεων ψηφίσματος.
3. Στο πλαίσιο της ολικής διάρκειας των συζητήσεων, που δεν υπερβαίνει κατ’ ανώτατο όριο τα 60 λεπτά ανά περίοδο συνόδου, ο συνολικός χρόνος αγόρευσης των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών κατανέμεται σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφοι 4 και 5.
3. Στο πλαίσιο της ολικής διάρκειας των συζητήσεων, που δεν υπερβαίνει κατ’ ανώτατο όριο τα 60 λεπτά ανά περίοδο συνόδου, ο συνολικός χρόνος αγόρευσης των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών κατανέμεται σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφοι 4 και 5.
Ο υπόλοιπος χρόνος αγόρευσης, αφού αφαιρεθεί ο χρόνος που απαιτείται για την παρουσίαση των προτάσεων ψηφίσματος, τις ψηφοφορίες, καθώς και ο συμφωνηθείς χρόνος για τυχόν παρεμβάσεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων.
Ο υπόλοιπος χρόνος αγόρευσης, αφού αφαιρεθεί ο χρόνος που απαιτείται για την παρουσίαση των προτάσεων ψηφίσματος, καθώς και ο συμφωνηθείς χρόνος για τυχόν παρεμβάσεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων.
4. Στο τέλος της συζήτησης διεξάγεται αμέσως ψηφοφορία. Το άρθρο 183 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή.
4. Στο τέλος της συζήτησης διεξάγεται αμέσως ψηφοφορία. Το άρθρο 183 που αφορά την αιτιολόγηση της ψήφου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή.
Οι ψηφοφορίες που πραγματοποιούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορούν να διεξαχθούν από κοινού υπό την ευθύνη του Προέδρου και της Διάσκεψης των Προέδρων.
Οι ψηφοφορίες που πραγματοποιούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορούν να διεξαχθούν από κοινού υπό την ευθύνη του Προέδρου και της Διάσκεψης των Προέδρων.
5. Εάν υποβληθούν επί του ιδίου θέματος δύο ή περισσότερες προτάσεις ψηφίσματος, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 123 παράγραφος 4.
5. Εάν υποβληθούν επί του ιδίου θέματος δύο ή περισσότερες προτάσεις ψηφίσματος, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 123 παράγραφοι 4 και 4α.
6. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και οι πρόεδροι των πολιτικών ομάδων μπορούν να αποφασίσουν ότι μία πρόταση ψηφίσματος θα τεθεί σε ψηφοφορία χωρίς συζήτηση. Η απόφαση αυτή απαιτεί ομοφωνία των προέδρων όλων των πολιτικών ομάδων.
6. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και οι πρόεδροι των πολιτικών ομάδων μπορούν να αποφασίσουν ότι μία πρόταση ψηφίσματος θα τεθεί σε ψηφοφορία χωρίς συζήτηση. Η απόφαση αυτή απαιτεί ομοφωνία των προέδρων όλων των πολιτικών ομάδων.
Οι διατάξεις των άρθρων 187, 188 και190 δεν ισχύουν για τις προτάσεις ψηφίσματος που έχουν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Οι διατάξεις των άρθρων 187 και 188 δεν ισχύουν για τις προτάσεις ψηφίσματος που έχουν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Οι προτάσεις ψηφίσματος για τη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου κατατίθενται μόνο μετά την έγκριση του καταλόγου των θεμάτων. Όλα τα ψηφίσματα τα οποία δεν μπορούν να εξετασθούν στο χρονικό διάστημα που προβλέπεται για τη συζήτηση αυτή καθίστανται άκυρα. Το αυτό ισχύει και για τις προτάσεις ψηφίσματος για τις οποίες, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 3, διαπιστώνεται η έλλειψη απαρτίας. Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου αυτές τις προτάσεις ψηφίσματος, ώστε να παραπεμφθούν για εξέταση σε επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 133, ή να εγγραφούν στη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου της επόμενης περιόδου συνόδου.
Οι προτάσεις ψηφίσματος για τη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου κατατίθενται μόνο μετά την έγκριση του καταλόγου των θεμάτων. Όλα τα ψηφίσματα τα οποία δεν μπορούν να εξετασθούν στο χρονικό διάστημα που προβλέπεται για τη συζήτηση αυτή καθίστανται άκυρα. Το αυτό ισχύει και για τις προτάσεις ψηφίσματος για τις οποίες, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 3, διαπιστώνεται η έλλειψη απαρτίας. Οι συντάκτες έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου αυτές τις προτάσεις ψηφίσματος, ώστε να παραπεμφθούν για εξέταση σε επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 133, ή να εγγραφούν στη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου της επόμενης περιόδου συνόδου.
Ένα θέμα δεν μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη για συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, εάν υπάρχει ήδη στην ημερήσια διάταξη της ίδιας περιόδου συνόδου.
Ένα θέμα δεν μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη για συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, εάν υπάρχει ήδη στην ημερήσια διάταξη της ίδιας περιόδου συνόδου.
Καμία διάταξη του Κανονισμού δεν επιτρέπει την κοινή συζήτηση πρότασης ψηφίσματος που κατατέθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, και έκθεσης που έγινε από επιτροπή με το ίδιο αντικείμενο.
Καμία διάταξη του Κανονισμού δεν επιτρέπει την κοινή συζήτηση πρότασης ψηφίσματος που κατατέθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, και έκθεσης που έγινε από επιτροπή με το ίδιο αντικείμενο.
* * *
Όταν ζητείται η διαπίστωση απαρτίας σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 3, η αίτηση αυτή ισχύει μόνο για την πρόταση ψηφίσματος που πρόκειται να τεθεί σε ψηφοφορία και όχι για τις επόμενες.
Όταν ζητείται η διαπίστωση απαρτίας σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 3, η αίτηση αυτή ισχύει μόνο για την πρόταση ψηφίσματος που πρόκειται να τεθεί σε ψηφοφορία και όχι για τις επόμενες.
Τροπολογία 162 Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Άρθρ