Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Φεβρουαρίου 2017 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τις διασυνοριακές πτυχές των υιοθεσιών (2015/2086(INL))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 67 παράγραφος 4 και το άρθρο 81 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού της 20ής Νοεμβρίου 1989, και ιδίως τα άρθρα 7, 21 και 35,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 2 του προαιρετικού πρωτοκόλλου στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού, σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία, της 25ης Μαΐου 2000,
– έχοντας υπόψη τη σύμβαση της Βιέννης επί των προξενικών σχέσεων, της 24ης Απριλίου 1963,
– έχοντας υπόψη τη Σύμβαση της Χάγης, της 29ης Μαΐου 1993, σχετικά με την προστασία των παιδιών και τη συνεργασία σε θέματα διεθνών υιοθεσιών,
– έχοντας υπόψη το θεματικό έγγραφο του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με την υιοθεσία και τα παιδιά: Προσέγγιση από τη σκοπιά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που δημοσιεύτηκε στις 28 Απριλίου 2011,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 46 και 52 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Αναφορών (A8-0370/2016),
Κοινοί ελάχιστοι κανόνες για τις υιοθεσίες
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι στον τομέα των υιοθεσιών είναι πολύ σημαντικό οι αποφάσεις να λαμβάνονται σύμφωνα με την αρχή του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, της απαγόρευσης των διακρίσεων και με σεβασμό προς τα θεμελιώδη του δικαιώματα·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός της υιοθεσίας δεν είναι το δικαίωμα των ενηλίκων να αποκτήσουν παιδί, αλλά το δικαίωμα του παιδιού να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί αρμονικά σε σταθερό περιβάλλον αγάπης και φροντίδας·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία της υιοθεσίας αφορά παιδιά που, κατά τη σύναψη της υιοθεσίας, δεν έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους ή δεν έχουν ενηλικιωθεί στη χώρα καταγωγής τους·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να επιτευχθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του υιοθετημένου παιδιού να πληροφορηθεί την πραγματική του ταυτότητα και του δικαιώματος των βιολογικών γονέων να προστατεύσουν τη δική τους·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αρμόδιες αρχές δεν πρέπει να θεωρούν ότι η οικονομική κατάσταση των βιολογικών γονέων αποτελεί τη μόνη δικαιολογητική βάση για την έκπτωσή τους από τη γονική μέριμνα και για τη διάθεση ενός παιδιού προς υιοθεσία·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαδικασίες υιοθεσίας δεν πρέπει να αρχίζουν πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που αφαιρεί από τους βιολογικούς γονείς την άσκηση της γονικής μέριμνας και πριν δοθεί στους τελευταίους η δυνατότητα να εξαντλήσουν όλες τις νομικές οδούς προσφυγής κατά της σχετικής απόφασης· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα άλλα κράτη μέλη μπορούν να απορρίψουν την αναγνώριση απόφασης υιοθεσίας που ελήφθη εν απουσία τέτοιων διαδικαστικών εγγυήσεων·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αύξηση της αποδοτικότητας και της διαφάνειας θα οδηγήσει σε βελτίωση των εγχώριων διαδικασιών υιοθεσίας και θα μπορούσε να διευκολύνει τις διεθνείς υιοθεσίες, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των παιδιών που υιοθετούνται· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο πλαίσιο αυτό, η συμμόρφωση με το άρθρο 21 της τη Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία έχουν κυρώσει όλα τα κράτη μέλη, θα έπρεπε να αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς για όλες τις διαδικασίες, τα μέτρα και τις στρατηγικές που αφορούν τις υιοθεσίες σε διασυνοριακό πλαίσιο, με ταυτόχρονο σεβασμό προς το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα προκειμένου οι μελλοντικοί γονείς που ενδιαφέρονται για υιοθεσία να μην καθίστανται θύματα αδίστακτων ενδιάμεσων οργανώσεων και ότι συνεπώς είναι απαραίτητο να ενισχυθεί και σε αυτόν τον τομέα η συνεργασία για την καταπολέμηση του εγκλήματος και της διαφθοράς εντός της Ένωσης·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να ενθαρρυνθεί στο μέγιστο βαθμό η τοποθέτηση αδερφών στην ίδια θετή οικογένεια, προκειμένου να μην τους προκληθεί επιπλέον ψυχολογικό τραύμα λόγω του χωρισμού τους·
Διεθνείς υιοθεσίες βάσει της σύμβασης της Χάγης του 1993
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύμβαση της Χάγης της 29ης Μαΐου 1993 για την προστασία των παιδιών και τη συνεργασία σε θέματα διεθνούς υιοθεσίας (η σύμβαση της Χάγης), την οποία έχουν κυρώσει όλα τα κράτη μέλη, παρέχει ένα σύστημα διοικητικής συνεργασίας και αναγνώρισης διεθνών υιοθεσιών, δηλαδή υιοθεσιών στο πλαίσιο των οποίων οι θετοί γονείς και το παιδί ή τα παιδιά δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύμβαση της Χάγης ορίζει ότι η αναγνώριση διεθνών υιοθεσιών σε όλα τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση γίνεται αυτόματα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής διαδικασίας προκειμένου η αναγνώριση να τεθεί σε ισχύ·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, βάσει της σύμβασης της Χάγης, η αναγνώριση μπορεί να απορριφθεί μόνο αν η υιοθεσία αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του οικείου κράτους μέλους, λαμβανομένου υπόψη του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού·
Συνεργασία της αστικής δικαιοσύνης στον τομέα της υιοθεσίας
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάρτιση των δικαστικών λειτουργών με την ευρύτερη δυνατή έννοια είναι θεμελιώδης για την αμοιβαία εμπιστοσύνη σε όλους τους τομείς του δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της υιοθεσίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως εκ τούτου, τα υφιστάμενα προγράμματα της ΕΕ για την κατάρτιση των δικαστικών λειτουργών και τη στήριξη του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου πρέπει να εστιάσουν εντονότερα σε ειδικά δικαστήρια, όπως τα δικαστήρια για υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και τα δικαστήρια ανηλίκων·
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι θα έπρεπε να βελτιωθεί η πρόσβαση των πολιτών σε σφαιρική ενημέρωση σχετικά με τις νομικές και διαδικαστικές πτυχές της εγχώριας υιοθεσίας στα κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο αυτό πρέπει να επεκταθεί η διαδικτυακή πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης·
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαμεσολαβητών για τα Παιδιά εγκαθιδρύθηκε το 1997 και οι ευρωπαίοι διαμεσολαβητές για θέματα που αφορούν τα παιδιά πρέπει να ενθαρρυνθούν προκειμένου να συνεργάζονται στενότερα και να συντονίζονται καλύτερα στο εν λόγω φόρουμ· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσαν να περιλάβουν την εξασφάλιση της συμμετοχής τους στα υφιστάμενα προγράμματα για την κατάρτιση των δικαστικών λειτουργών, που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ·
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να διενεργηθεί εις βάθος ανάλυση, καθώς πρέπει να πραγματοποιηθούν περισσότερες ενέργειες για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της διασυνοριακής εμπορίας παιδιών με σκοπό την υιοθεσία και για τη βελτίωση της ορθής και αποδοτικής εφαρμογής των υφιστάμενων κανόνων και κατευθυντηρίων γραμμών για την καταπολέμηση της εμπορίας παιδιών· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να ενισχυθεί στον τομέα αυτό η συνεργασία για την καταπολέμηση του εγκλήματος και της διαφθοράς εντός της ΕΕ, προκειμένου να προλαμβάνονται περιστατικά απαγωγής, εμπορίας και διακίνησης παιδιών·
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών είναι θεμελιώδους σημασίας για το δίκαιο της Ένωσης, καθώς επιτρέπει τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα· λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, που βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εκτελούν δικαστική ή άλλη απόφαση που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος·
ΙΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρ’ όλο που ισχύουν διεθνείς κανόνες σε αυτό τον τομέα, οι απόψεις εξακολουθούν να διίστανται στα κράτη μέλη όσον αφορά τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν τη διαδικασία υιοθεσίας, καθώς και ότι υπάρχουν όντως διαφορές σε σχέση με τις διαδικασίες υιοθεσίας και τη νομική ισχύ τους·
ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αρμοδιότητα να λαμβάνει μέτρα με στόχο την ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών χωρίς να θίγει το εθνικό οικογενειακό δίκαιο, περιλαμβανομένου του τομέα των υιοθεσιών·
Κ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εξαιρέσεις για λόγους δημόσιας τάξης αποσκοπούν στη διασφάλιση της ταυτότητας των κρατών μελών, πράγμα που αποτυπώνεται στο ουσιαστικό οικογενειακό δίκαιο των κρατών μελών·
ΚΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρόβλεψη για την αναγνώριση, αυτόματη ή μη, των εγχώριων αποφάσεων υιοθεσίας, δηλαδή των αποφάσεων που αφορούν υιοθεσίες που πραγματοποιούνται εντός ενός κράτους μέλους·
ΚΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η απουσία τέτοιας πρόβλεψης δημιουργεί σημαντικά προβλήματα για τις οικογένειες των ευρωπαίων πολιτών που μετοικούν σε άλλο κράτος μέλος αφού προβούν σε υιοθεσία, καθώς η υιοθεσία ενδέχεται να μην αναγνωριστεί, πράγμα που σημαίνει ότι οι γονείς ενδέχεται να αντιμετωπίσουν προβλήματα στη νόμιμη άσκηση της γονικής μέριμνας καθώς και οικονομικές δυσκολίες σε σχέση με τις διαφορές στις δαπάνες που επιβάλλονται σε αυτόν τον τομέα·
ΚΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η απουσία τέτοιων διατάξεων θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα των παιδιών σε σταθερή και μόνιμη οικογένεια·
ΚΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι επί του παρόντος οι γονείς, όταν μετοικήσουν σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να υποχρεωθούν να υποβληθούν σε ειδικές εθνικές διαδικασίες αναγνώρισης, ή ακόμη και σε εκ νέου υιοθεσία του παιδιού, πράγμα που προκαλεί ανασφάλεια δικαίου·
ΚΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρούσα κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και να παρεμποδίσει οικογένειες από την πλήρη άσκηση του δικαιώματος στην ελεύθερη κυκλοφορία·
ΚΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ενδέχεται να υπάρχει ανάγκη επανεξέτασης και αξιολόγησης της κατάστασης συνολικά μέσω διαβουλεύσεων μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών·
ΚΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κανονισμός «Βρυξέλλες ΙΙ» δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της αναγνώρισης αποφάσεων υιοθεσίας, αφού καλύπτει αποκλειστικά τη γονική μέριμνα·
ΚΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι, κατά συνέπεια, θεμελιώδους σημασίας η θέσπιση νομοθεσίας που θα προβλέπει την αυτόματη αναγνώριση σε ένα κράτος μέλος εγχώριας απόφασης υιοθεσίας που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται η πλήρης τήρηση των εθνικών διατάξεων περί δημόσιας τάξης και των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας·
ΚΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τέτοιου είδους νομοθεσία θα συμπλήρωνε τον υφιστάμενο κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου(1) (Βρυξέλλες ΙΙα) σχετικά με ζητήματα δικαιοδοσίας και γονικής μέριμνας και θα κάλυπτε το υφιστάμενο κενό στον τομέα της αναγνώρισης υιοθεσιών βάσει διεθνούς δικαίου (Σύμβαση της Χάγης)·
Κοινοί ελάχιστοι κανόνες για τις υιοθεσίες
1. καλεί τις αρχές των κρατών μελών να λαμβάνουν όλες τις αποφάσεις που αφορούν την υιοθεσία έχοντας πάντοτε υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού και με σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματά του, λαμβάνοντας, ταυτόχρονα, υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης·
2. τονίζει ότι τα παιδιά που δίδονται προς υιοθεσία δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ιδιοκτησία του κράτους, αλλά ως άτομα με διεθνώς αναγνωρισμένα θεμελιώδη δικαιώματα·
3. υπογραμμίζει ότι κάθε υπόθεση υιοθεσίας είναι διαφορετική και πρέπει να αξιολογείται βάσει των ιδιαίτερων πτυχών της·
4. θεωρεί ότι σε περιπτώσεις υιοθεσίας με διασυνοριακές πτυχές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να διατηρούνται όσο το δυνατόν περισσότερο οι πολιτισμικές και γλωσσικές παραδόσεις του παιδιού·
5. θεωρεί ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών υιοθεσίας, πρέπει να δίνεται πάντα στα παιδιά η δυνατότητα να ακούγονται, χωρίς να τους ασκείται πίεση, και να εκφράζουν την άποψή τους σχετικά με τη διαδικασία, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας και της ωριμότητάς τους· θεωρεί, συνεπώς, ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να ζητείται η συναίνεση του παιδιού στην υιοθεσία, όποτε αυτό είναι δυνατό και ανεξαρτήτως της ηλικίας του· στο πλαίσιο αυτό, ζητεί να αποδοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα μικρά παιδιά και τα βρέφη, που δεν είναι δυνατόν να ακουστούν·
6. θεωρεί ότι η απόφαση περί υιοθεσίας ουδέποτε πρέπει να λαμβάνεται πριν εξεταστούν οι βιολογικοί γονείς και, κατά περίπτωση, πριν εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα που αφορούν τη γονική μέριμνα και πριν καταστεί αμετάκλητη η έκπτωση των βιολογικών γονέων από τη γονική μέριμνα· ζητεί, επομένως, από τις αρχές των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ευημερία του παιδιού μέχρι να εξαντληθούν τα ένδικα μέσα και κατά τη διάρκεια όλων των νομικών διαδικασιών που σχετίζονται με την υιοθεσία, παρέχοντας, ταυτόχρονα, στο παιδί την προστασία και τη φροντίδα που χρειάζεται για την αρμονική του ανάπτυξη·
7. ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί συγκριτική μελέτη για την ανάλυση των καταγγελιών που αφορούν μη συναινετικές υιοθεσίες με διασυνοριακές πτυχές·
8. τονίζει ότι, πριν δοθεί το παιδί για υιοθεσία σε θετή οικογένεια, οι αρμόδιες αρχές πρέπει πάντα να εξετάζουν πρώτα τη δυνατότητα να τοποθετηθεί το παιδί κοντά σε συγγενείς του, ακόμη κι αν αυτοί ζουν σε άλλη χώρα, εφόσον το παιδί διατηρεί σχέσεις με τα εν λόγω μέλη της οικογένειάς του και κατόπιν εξατομικευμένης εκτίμησης των αναγκών του παιδιού· θεωρεί ότι η συνήθης διαμονή των μελών της οικογένειας που επιθυμούν να αναλάβουν την ευθύνη ενός παιδιού δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως αποφασιστικός παράγοντας·
9. ζητεί την ίση μεταχείριση γονέων με διαφορετική ιθαγένεια κατά τις διαδικασίες που σχετίζονται με τη γονική μέριμνα και την υιοθεσία· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την ισότητα όσον αφορά τα δικονομικά δικαιώματα των συγγενών που εμπλέκονται σε διαδικασίες υιοθεσίας και οι οποίοι είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής νομικής συνδρομής και της έγκαιρης πληροφόρησης σχετικά με τις ακροάσεις, του δικαιώματος σε διερμηνεία και της πρόσβασης σε όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα στη μητρική τους γλώσσα·
10. τονίζει ότι, όταν το προς υιοθεσία παιδί είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους, πρέπει να προηγείται οποιασδήποτε απόφασης η ενημέρωση και η διαβούλευση με τις προξενικές αρχές του κράτους μέλους αυτού και με την οικογένεια του παιδιού που διαμένει στο εν λόγω κράτος μέλος·
11. καλεί, εξάλλου, τα κράτη μέλη να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στους ασυνόδευτους ανηλίκους που έχουν ή που ζητούν το καθεστώς του πρόσφυγα, διασφαλίζοντας ότι θα λάβουν την προστασία, τη βοήθεια και τη φροντίδα που τα κράτη είναι υποχρεωμένα να τους παρέχουν δυνάμει των διεθνών τους υποχρεώσεων, κατά προτίμηση μέσω της τοποθέτησής τους σε οικογένεια υποδοχής κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου·
12. τονίζει τη σημασία της εξασφάλισης κατάλληλων συνθηκών εργασίας για τους κοινωνικούς λειτουργούς, ούτως ώστε να πραγματοποιούν σωστά την αξιολόγησή τους στις επιμέρους περιπτώσεις, χωρίς να τους ασκείται οποιαδήποτε μορφή οικονομικής ή νομικής πίεσης και λαμβάνοντας πλήρως υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού σε βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη προοπτική·
Διεθνείς υιοθεσίες βάσει της σύμβασης της Χάγης του 1993
13. επισημαίνει την επιτυχία και τη σημασία της εφαρμογής της σύμβασης της Χάγης, και προτρέπει όλες τις χώρες να υπογράψουν ή να κυρώσουν την εν λόγω σύμβαση ή να προσχωρήσουν σε αυτή·
14. αποδοκιμάζει το γεγονός ότι συχνά ανακύπτουν προβλήματα που σχετίζονται με την έκδοση πιστοποιητικών υιοθεσίας· καλεί, συνεπώς, τις αρχές των κρατών μελών να διασφαλίσουν ότι θα εφαρμόζονται πάντα οι διαδικασίες και οι δικλείδες ασφαλείας που κατοχυρώνονται δυνάμει της σύμβασης της Χάγης, ώστε να διασφαλίζεται ο αυτόματος χαρακτήρας της αναγνώρισης· ζητεί από τα κράτη μέλη να μην δημιουργούν περιττά γραφειοκρατικά εμπόδια για την αναγνώριση υιοθεσιών στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της σύμβασης της Χάγης, τα οποία θα μπορούσαν να επιμηκύνουν τη διαδικασία και να αυξήσουν το κόστος της·
15. επισημαίνει ότι πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες προκειμένου να επιβληθεί η τήρηση και η αυστηρή εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης της Χάγης, καθώς κάποια κράτη μέλη επιβάλλουν επιπλέον διοικητικές διαδικασίες ή δυσανάλογα τέλη στο πλαίσιο της αναγνώρισης υιοθεσιών, για παράδειγμα για να εκδώσουν ή να τροποποιήσουν ληξιαρχικά έγγραφα ή για να χορηγήσουν την ιθαγένεια, παρά το γεγονός ότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις της συνθήκης·
16. καλεί τα κράτη μέλη να σέβονται τις διαδικασίες που ορίζει το άρθρο 4 της σύμβασης της Χάγης όσον αφορά τις συμβουλευτικές υπηρεσίες και τις απαιτήσεις για την παροχή συναίνεσης·
Συνεργασία της αστικής δικαιοσύνης στον τομέα της υιοθεσίας
17. καλεί τα κράτη μέλη να εντατικοποιήσουν τη συνεργασία τους στον τομέα της υιοθεσίας, όσον αφορά τόσο τις νομικές όσο και τις κοινωνικές πτυχές της και ζητεί να ενισχυθεί, όπου χρειάζεται, η συνεργασία μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για τις αξιολογήσεις των επακόλουθων ενεργειών· στο πλαίσιο αυτό καλεί την ΕΕ να ακολουθεί μια συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά τα δικαιώματα των παιδιών στο σύνολο των κύριων εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών της·
18. καλεί την Επιτροπή να εγκαθιδρύσει ένα αποτελεσματικό ευρωπαϊκό δίκτυο δικαστών και αρχών ειδικευμένων στην υιοθεσία, προκειμένου να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και ορθών πρακτικών, πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο όταν η υιοθεσία παρουσιάζει στοιχείο αλλοδαπότητας· πιστεύει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να διευκολυνθεί ο συντονισμός και η ανταλλαγή ορθών πρακτικών στο πλαίσιο του υφιστάμενου ευρωπαϊκού δικτύου κατάρτισης δικαστικών, προκειμένου να επιτευχθεί στον μέγιστο βαθμό η συνοχή με τα προγράμματα που χρηματοδοτούνται ήδη από την ΕΕ· στο πλαίσιο αυτό, καλεί την Επιτροπή να παράσχει χρηματοδότηση για την εξειδικευμένη κατάρτιση δικαστικών λειτουργών που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υιοθεσιών με διασυνοριακές πτυχές·
19. είναι της άποψης ότι το να έχουν οι δικαστές που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υιοθεσιών με διασυνοριακές πτυχές τη δυνατότητα να συναντηθούν και να καταρτιστούν μπορεί να αποβεί ωφέλιμο για τον ακριβή εντοπισμό των προσδοκώμενων και απαιτούμενων νομικών λύσεων στον τομέα της αναγνώρισης εγχώριων υιοθεσιών· καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή να παράσχει χρηματοδότηση ώστε να δοθεί τέτοια δυνατότητα συνάντησης και κατάρτισης κατά το στάδιο της εκπόνησης της πρότασης του κανονισμού·
20. καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύσει στην Ευρωπαϊκή Πύλη για τη Δικαιοσύνη νομικές και διαδικαστικές πληροφορίες σχετικές με το δίκαιο της υιοθεσίας και τις πρακτικές που ακολουθούνται σε όλα τα κράτη μέλη·
21. λαμβάνει υπόψη τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαμεσολαβητών για τα Παιδιά και θεωρεί ότι η εν λόγω συνεργασία πρέπει να εξελιχθεί περαιτέρω και να ενισχυθεί·
22. τονίζει την ανάγκη για στενότερη συνεργασία, μεταξύ άλλων μέσω ευρωπαϊκών αρχών όπως η Ευρωπόλ, προκειμένου να παρεμποδιστεί η διασυνοριακή απαγωγή, εμπορία και διακίνηση παιδιών με σκοπό την υιοθεσία· σημειώνει ότι τα αξιόπιστα εθνικά συστήματα καταχώρισης των γεννήσεων μπορούν να αποτρέψουν τη διακίνηση παιδιών με σκοπό την υιοθεσία· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, να βελτιωθεί ο συντονισμός στον ευαίσθητο τομέα της υιοθεσίας παιδιών από τρίτες χώρες·
23. διαπιστώνει ότι υπάρχει σαφής ανάγκη ευρωπαϊκής νομοθετικής ρύθμισης που να προβλέπει την αυτόματη διασυνοριακή αναγνώριση των εγχώριων αποφάσεων υιοθεσίας·
24. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, μέχρι τις 31 Ιουλίου 2017 και βάσει των άρθρων 67 και 81 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρόταση για την έκδοση πράξης σχετικά με τη διασυνοριακή αναγνώριση των αποφάσεων υιοθεσίας, σύμφωνα με τις συστάσεις που παρατίθενται στο συνημμένο παράρτημα, παράλληλα με τους ισχύοντες διεθνείς κανόνες σε αυτό τον τομέα·
25. διαπιστώνει ότι στις συστάσεις που επισυνάπτονται στην παρούσα πρόταση ψηφίσματος γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρούνται οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας·
26. εκτιμά ότι η προτεινόμενη πρόταση δεν θα έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, αφού ο τελικός στόχος, η αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων υιοθεσίας, θα επιφέρει μείωση των εξόδων·
o o o
27. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα καθώς και τις επισυναπτόμενες λεπτομερείς συστάσεις στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, καθώς και στα κοινοβούλια και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ L 338 της 23.12.2003, σ. 1).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ
Α. ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ
1. Όλο και περισσότεροι ευρωπαίοι πολίτες αποφασίζουν κάθε χρόνο να μετοικήσουν σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης, ασκώντας το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία. Τούτο επιφέρει δυσκολίες όσον αφορά την αναγνώριση και τη νομική διευθέτηση της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης των ατόμων που ασκούν το δικαίωμά τους στην κινητικότητα. Η Ένωση έχει αρχίσει να ασχολείται με την αντιμετώπιση των προβληματικών αυτών καταστάσεων, για παράδειγμα μέσω της έγκρισης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(1), καθώς και με την καθιέρωση ενισχυμένων μηχανισμών συνεργασίας στον τομέα της αναγνώρισης ορισμένων πτυχών των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, καθώς και των συνεπειών των συμφώνων συμβίωσης στις περιουσιακές σχέσεις.
2. Η σύμβαση της Χάγης, της 29ης Μαΐου 1993, σχετικά με την προστασία των παιδιών και τη συνεργασία σε θέματα διεθνών υιοθεσιών (η Σύμβαση της Χάγης), ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη. Αφορά τη διαδικασία για διασυνοριακές υιοθεσίες και προβλέπει την αυτόματη αναγνώριση τέτοιων υιοθεσιών. Ωστόσο, η σύμβαση δεν καλύπτει την περίπτωση οικογένειας με παιδί που έχει υιοθετηθεί βάσει αμιγώς εθνικής διαδικασίας και στη συνέχεια μετοικεί σε άλλο κράτος μέλος. Το γεγονός αυτό μπορεί να προκαλέσει σημαντικές νομικές δυσχέρειες αν η νομική σχέση μεταξύ του γονέα (ή των γονέων) και του υιοθετημένου παιδιού δεν αναγνωριστεί αυτόματα. Ενδέχεται να απαιτηθούν επιπλέον διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις η αναγνώριση μπορεί να απορριφθεί στο σύνολό της.
3. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να εγκριθεί κανονισμός που να προβλέπει την αυτόματη διασυνοριακή αναγνώριση αποφάσεων υιοθεσίας, προκειμένου να προστατεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες των εν λόγω πολιτών της Ένωσης. Την κατάλληλη νομική βάση για μια τέτοια πρόταση αποτελεί το άρθρο 67 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αφορά την αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών και άλλων αποφάσεων, καθώς και το άρθρο 81 παράγραφος 3 της Συνθήκης, που αφορά μέτρα στον τομέα του οικογενειακού δικαίου. Ο κανονισμός πρέπει να εγκριθεί από το Συμβούλιο κατόπιν διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
4. Ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει την αυτόματη αναγνώριση αποφάσεων υιοθεσίας που εκδόθηκαν σε ένα κράτος μέλος με βάση οποιαδήποτε διαδικασία πέραν της διαδικασίας που προβλέπεται από τη σύμβαση της Χάγης. Καθώς οι οικογένειες στην Ευρώπη ενδέχεται να έχουν διασυνδέσεις ή να έχουν ζήσει σε τρίτη χώρα στο παρελθόν, ο κανονισμός προβλέπει επίσης ότι, εφόσον ένα κράτος μέλος έχει αναγνωρίσει απόφαση υιοθεσίας που ελήφθη σε τρίτη χώρα βάσει των σχετικών εθνικών διαδικαστικών κανόνων, η απόφαση υιοθεσίας θα αναγνωρίζεται σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη.
5. Ωστόσο, προκειμένου να αποφεύγεται η αναζήτηση της ευνοϊκότερης δικαιοδοσίας (forum shopping) ή η εφαρμογή ακατάλληλων εθνικών νόμων, η αυτόματη αναγνώριση υπόκειται, πρώτον, στην προϋπόθεση ότι η αναγνώριση δεν πρέπει να αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του αναγνωρίζοντος κράτους μέλους, με έμφαση, όμως, στο γεγονός ότι τέτοιου είδους απόρριψη της αναγνώρισης δεν μπορεί ποτέ να οδηγεί σε de facto διακρίσεις, που απαγορεύονται από το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, δεύτερον, στην προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος που εξέδωσε την απόφαση υιοθεσίας είχε πράγματι δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 4 του προτεινόμενου κανονισμού στο μέρος Β (πρόταση). Μόνο το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του γονέα ή των γονέων του παιδιού μπορεί να έχει τέτοια δικαιοδοσία. Ωστόσο, σε περίπτωση που η απόφαση υιοθεσίας ελήφθη σε τρίτη χώρα, μπορεί να έχει δικαιοδοσία για την αρχική αναγνώριση της εν λόγω υιοθεσίας εντός της Ένωσης το κράτος μέλος της ιθαγένειας των γονέων ή του παιδιού. Η πρόβλεψη αυτή αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι θα έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη οικογένειες ευρωπαίων πολιτών που διαμένουν εκτός Ευρώπης.
6. Απαιτούνται ειδικές διαδικασίες προκειμένου να ληφθεί απόφαση σε συνάρτηση με τυχόν αντιρρήσεις για την αναγνώριση σε ειδικές περιπτώσεις. Οι σχετικές ρυθμίσεις είναι παρόμοιες με εκείνες που έχουν θεσπιστεί σε άλλες πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστικής δικαιοσύνης.
7. Πρέπει να θεσπιστεί ένα Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Υιοθεσίας προκειμένου να επιταχύνεται η διοικητική έρευνα σε περίπτωση αυτόματης αναγνώρισης. Το πρότυπο για το εν λόγω πιστοποιητικό πρέπει να εγκριθεί ως κατ’ εξουσιοδότηση πράξη της Επιτροπής.
8. Η πρόταση αφορά μόνο την προσωπική σχέση γονέα-παιδιού. Τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να αναγνωρίσουν τυχόν ιδιαίτερη έννομη σχέση μεταξύ των γονέων του υιοθετημένου παιδιού, καθώς οι εθνικές νομοθεσίες αναφορικά με τα ζευγάρια παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές.
9. Τέλος, η πρόταση περιέχει τις συνήθεις τελικές και μεταβατικές διατάξεις που απαντώνται σε πράξεις στον τομέα της αστικής δικαιοσύνης. Η αυτόματη αναγνώριση υιοθεσιών εφαρμόζεται μόνο για αποφάσεις υιοθεσίας που θα εκδίδονται από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού, καθώς και, από την ίδια ημερομηνία, για αποφάσεις υιοθεσίας που εκδόθηκαν νωρίτερα, αν το παιδί συνεχίζει να είναι ανήλικο.
10. Η πρόταση συνάδει με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, καθώς τα κράτη μέλη δεν δύνανται να δράσουν τα ίδια για την εγκαθίδρυση νομικού πλαισίου για τη διασυνοριακή αναγνώριση των αποφάσεων υιοθεσίας, ενώ η πρόταση δεν υπερβαίνει τα απολύτως απαραίτητα για τη διασφάλιση της σταθερότητας του νομικού καθεστώτος των υιοθετημένων παιδιών. Δεν θίγεται το οικογενειακό δίκαιο των κρατών μελών.
Β. ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ
Κανονισμός του Συμβουλίου σχετικά με τη διασυνοριακή αναγνώριση αποφάσεων υιοθεσίας
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 67 παράγραφος 4 και το άρθρο 81 παράγραφος 3,
Έχοντας υπόψη το αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα εξής:
(1) Η Ένωση έχει θέσει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, εντός του οποίου κατοχυρώνεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Για τη σταδιακή εγκαθίδρυση ενός τέτοιου χώρου, είναι απαραίτητο η Ένωση να θεσπίσει μέτρα σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις με διασυνοριακές επιπτώσεις, μεταξύ άλλων και στον τομέα του οικογενειακού δικαίου.
(2) Βάσει των άρθρων 67 και 81 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), στα εν λόγω μέτρα πρέπει να συμπεριληφθούν και μέτρα που θα στοχεύουν στη διασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών και εξωδικαστικών αποφάσεων.
(3) Για να διασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των οικογενειών, οι οποίες έχουν προβεί σε υιοθεσία, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο οι κανόνες σχετικά με τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των αποφάσεων υιοθεσίας να καθορίζονται από μια δεσμευτική και άμεσα εφαρμοστέα νομοθετική πράξη της Ένωσης.
(4) Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να δημιουργήσει ένα σαφές και λεπτομερές νομοθετικό πλαίσιο στον τομέα της διασυνοριακής αναγνώρισης αποφάσεων υιοθεσίας, να προσφέρει στις οικογένειες την απαραίτητη ασφάλεια δικαίου, προβλεψιμότητα και ευελιξία και να αποτρέψει καταστάσεις όπου μια απόφαση υιοθεσίας, που έχει εκδοθεί νομίμως σε να κράτος μέλος, δεν θα αναγνωρίζεται σε άλλο κράτος μέλος.
(5) Στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού εμπίπτει η αναγνώριση αποφάσεων υιοθεσίας που είτε εκδόθηκαν, είτε αναγνωρίστηκαν σε ένα κράτος μέλος. Ωστόσο, δεν πρέπει να καλύπτει την αναγνώριση διεθνών υιοθεσιών που έχουν πραγματοποιηθεί βάσει της σύμβασης της Χάγης, της 29ης Μαΐου 1993, για την προστασία των παιδιών και τη συνεργασία σε θέματα διεθνούς υιοθεσίας, καθώς η ίδια η σύμβαση προβλέπει την αυτόματη αναγνώριση τέτοιων υιοθεσιών. Συνεπώς, ο κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στην αναγνώριση εγχώριων υιοθεσιών και σε διεθνείς υιοθεσίες που δεν έχουν πραγματοποιηθεί βάσει της εν λόγω συνθήκης.
(6) Πρέπει να υπάρχει σχέση μεταξύ της υιοθεσίας και της επικράτειας του κράτους μέλους που είτε εξέδωσε την απόφαση υιοθεσίας, είτε την αναγνώρισε. Ως εκ τούτου, η αναγνώριση θα πρέπει να πραγματοποιείται με βάση κοινούς κανόνες για τη δικαιοδοσία.
(7) Οι κανόνες για τη δικαιοδοσία πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό σαφήνειας και να θεμελιώνονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της συνήθους διαμονής των θετών γονέων, ή ενός από τους θετούς γονείς ή του παιδιού. Η δικαιοδοσία πρέπει να θεμελιώνεται στην παραπάνω αρχή, εκτός από περιπτώσεις, κατά τις οποίες εμπλέκονται τρίτες χώρες, όπου το κράτος μέλος της ιθαγένειας μπορεί να λειτουργήσει ως συνδετικό στοιχείο.
(8) Καθώς η υιοθεσία αφορά κατά βάση ανηλίκους, δεν συνιστάται να αναγνωρίζεται στους γονείς ή στα παιδιά διακριτική ευχέρεια κατά την επιλογή των αρχών που είναι αρμόδιες να αποφασίσουν σχετικά με την υιοθεσία.
(9) Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ένωση δικαιολογεί την αρχή, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις υιοθεσίας που εκδίδονται ή αναγνωρίζονται σε ένα κράτος μέλος πρέπει να αναγνωρίζονται σε όλα τα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία. Συνεπώς, όταν μια απόφαση υιοθεσίας εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν να είχε εκδοθεί στο αιτούμενο κράτος μέλος.
(10) Η αυτόματη αναγνώριση, στο αιτούμενο κράτος μέλος, απόφασης υιοθεσίας που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος δεν πρέπει να θίγει τα δικαιώματα υπεράσπισης. Επομένως, κάθε ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την απόρριψη αναγνώρισης μιας απόφασης υιοθεσίας, αν θεωρεί ότι συντρέχει λόγος για την απόρριψη αυτή.
(11) Η αναγνώριση εγχώριων αποφάσεων υιοθεσίας πρέπει να είναι αυτόματη, εκτός αν δεν είχε δικαιοδοσία το κράτος μέλος, στο οποίο πραγματοποιήθηκε η υιοθεσία, ή αν τέτοια αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του αναγνωρίζοντος κράτους μέλους, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(12) Ο εν λόγω κανονισμός δεν πρέπει να θίγει το ουσιαστικό οικογενειακό δίκαιο των κρατών μελών, περιλαμβανομένου του δικαίου της υιοθεσίας. Επιπλέον, η αναγνώριση απόφασης υιοθεσίας βάσει του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να συνεπάγεται την αναγνώριση οποιασδήποτε έννομης σχέσης μεταξύ των θετών γονέων, χωρίς το γεγονός αυτό, ωστόσο, να ασκεί επιρροή στην πιθανή απόφαση για την αναγνώριση της απόφασης υιοθεσίας.
(13) Όσα διαδικαστικά ζητήματα δεν ρυθμίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.
(14) Όταν η απόφαση υιοθεσίας συνεπάγεται έννομη σχέση που δεν προβλέπεται στο δίκαιο του αιτούμενου κράτους μέλους, η έννομη σχέση αυτή, καθώς και κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση που απορρέει από αυτή, θα πρέπει να προσαρμοστεί κατά το δυνατόν ώστε να αντιστοιχεί σε έννομη σχέση που, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, παράγει ισοδύναμα αποτελέσματα και επιδιώκει παρόμοιους στόχους. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τον τρόπο και τον φορέα που διενεργεί την προσαρμογή.
(15) Προκειμένου να διευκολυνθεί η αυτόματη αναγνώριση που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό, πρέπει να καταρτιστεί ένα πρότυπο για τη διαβίβαση των αποφάσεων υιοθεσίας, το Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Υιοθεσίας. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, η εξουσία έκδοσης πράξεων σχετικά με την εκπόνηση και την τροποποίηση του προτύπου για το εν λόγω πιστοποιητικό. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να πραγματοποιήσει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν προετοιμάζει και συντάσσει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
(16) Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν να υλοποιηθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζει το άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που κατοχυρώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.
(17) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, [το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στην έκδοση και εφαρμογή του παρόντος κανονισμού]/[με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύονται από αυτόν ούτε υπόκεινται στην εφαρμογή του].
(18) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 για τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και, συνεπώς, δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην αναγνώριση αποφάσεων υιοθεσίας.
2. Ο παρών κανονισμός δεν αφορά ούτε θίγει:
α) τη νομοθεσία των κρατών μελών σχετικά το δικαίωμα υιοθεσίας ή σχετικά με άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου·
β) τις διεθνείς υιοθεσίες βάσει της Σύμβασης της Χάγης, της 29ης Μαΐου 1993, σχετικά με την προστασία των παιδιών και τη συνεργασία σε θέματα διεθνών υιοθεσιών.
3. Ουδεμία διάταξη του παρόντος κανονισμού υποχρεώνει τα κράτη μέλη:
α) να αναγνωρίζουν την ύπαρξη τυχόν έννομης σχέσης μεταξύ των γονέων ενός υιοθετημένου παιδιού συνεπεία της αναγνώρισης της απόφασης υιοθεσίας·
β) να εκδίδουν αποφάσεις υιοθεσίας σε περιπτώσεις που το εθνικό τους δίκαιο δεν το επιτρέπει.
Άρθρο 2
Ορισμός
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «απόφαση υιοθεσίας» νοείται η δικαστική ή άλλη απόφαση βάσει της οποίας δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια διαρκής έννομη σχέση γονέα-τέκνου μεταξύ ενός παιδιού που δεν έχει ακόμη ενηλικιωθεί και του νέου γονέα/των νέων γονέων, που δεν αποτελούν τους βιολογικούς γονείς του εν λόγω παιδιού, ανεξαρτήτως του πώς ορίζεται η έννομη σχέση αυτή βάσει του εθνικού δικαίου.
Άρθρο 3
Αυτόματη αναγνώριση αποφάσεων υιοθεσίας
1. Μια απόφαση υιοθεσίας που εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα άλλα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικασία, εφόσον το κράτος μέλος που εξέδωσε την απόφαση έχει δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 4.
2. Κάθε ενδιαφερόμενος δύναται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 7, να ζητήσει την έκδοση απόφασης που να ορίζει ότι δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 6 λόγοι απόρριψης της αναγνώρισης.
3. Αν το αποτέλεσμα της διαδικασίας σε δικαστήριο κράτους μέλους εξαρτάται από την κρίση επί παρεμπίπτοντος ζητήματος που αφορά την απόρριψη της αναγνώρισης, το δικαστήριο αυτό έχει δικαιοδοσία επί του εν λόγω ζητήματος.
Άρθρο 4
Δικαιοδοσία για αποφάσεις υιοθεσίας
1. Οι αρχές ενός κράτους μέλους δύνανται να εκδώσουν απόφαση υιοθεσίας μόνο αν ο θετός γονέας ή οι θετοί γονείς ή το θετό τέκνο έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο εν λόγω κράτος μέλος.
2. Σε περίπτωση που έχει εκδοθεί απόφαση υιοθεσίας παιδιού από τις αρχές τρίτης χώρας, οι αρχές ενός κράτους μέλους δύνανται επίσης να εκδώσουν παρόμοια απόφαση ή να αποφανθούν σχετικά με την αναγνώριση της απόφασης της τρίτης χώρας βάσει των διαδικασιών που προβλέπονται στο εθνικό τους δίκαιο, εφόσον ο θετός γονέας ή οι θετοί γονείς ή το θετό παιδί δεν έχουν μεν τη συνήθη διαμονή τους στο εν λόγω κράτος μέλος, αλλά έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού.
Άρθρο 5
Απαιτούμενα έγγραφα για την αναγνώριση
Όποιος επιθυμεί να επικαλεστεί σε κράτος μέλος απόφαση υιοθεσίας, η οποία έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, προσκομίζει:
α) αντίγραφο της απόφασης υιοθεσίας, το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας· και
β) το Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Υιοθεσίας, που έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 11.
Άρθρο 6
Απόρριψη της αναγνώρισης
Κατόπιν αίτησης ενδιαφερόμενου μέρους, η αναγνώριση απόφασης υιοθεσίας που έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος μπορεί να απορριφθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις:
α) αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του αιτούμενου κράτους μέλους·
β) αν το κράτος μέλος έκδοσης της απόφασης δεν είχε δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 4.
Άρθρο 7
Αίτηση απόρριψης της αναγνώρισης
1. Κατόπιν αίτησης μέρους που έχει συμφέρον να ενεργεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η αναγνώριση απόφασης υιοθεσίας απορρίπτεται αν διαπιστωθεί ότι συντρέχει ένας από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 6.
2. Η αίτηση απόρριψης της αναγνώρισης υποβάλλεται στο δικαστήριο το οποίο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει δηλώσει στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχείο α) ως δικαστήριο στο οποίο πρέπει να υποβληθεί η αίτηση.
3. Η διαδικασία απόρριψης της αναγνώρισης, εφόσον δεν προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό, διέπεται από το δίκαιο του αιτούμενου κράτους μέλους.
4. Ο αιτών προσκομίζει στο δικαστήριο αντίγραφο της απόφασης και, κατά περίπτωση, μετάφραση ή μεταγραμματισμό της απόφασης.
5. Το δικαστήριο δύναται να μη ζητήσει να προσκομισθούν τα έγγραφα που προβλέπονται στην παράγραφο 4 εφόσον τα έχει ήδη στην κατοχή του ή εφόσον εκτιμά ότι δεν είναι εύλογο να καλέσει τον αιτούντα να τα προσκομίσει. Στην τελευταία περίπτωση, το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τον άλλο διάδικο να προσκομίσει τα έγγραφα.
6. Ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει την απόρριψη αναγνώρισης απόφασης υιοθεσίας που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, δεν υποχρεούται να έχει ταχυδρομική διεύθυνση στο αιτούμενο κράτος μέλος. Επιπλέον, ο εν λόγω διάδικος δεν οφείλει να έχει εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο στο αιτούμενο κράτος μέλος, εκτός αν είναι υποχρεωτικό να έχει αντιπρόσωπο ανεξαρτήτως της ιθαγένειας ή της κατοικίας των διαδίκων.
7. Το δικαστήριο αποφασίζει αμελλητί επί της αίτησης για απόρριψη της αναγνώρισης.
Άρθρο 8
Προσφυγές κατά της απόφασης σχετικά με την αίτηση απόρριψης της αναγνώρισης
1. Αμφότεροι οι διάδικοι μπορούν να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της αίτησης απόρριψης της αναγνώρισης.
2. Το ένδικο μέσο ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που κάθε κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 στοιχείο β) ως δικαστήριο αρμόδιο για την υποβολή ενδίκων μέσων.
3. Η απόφαση επί ενδίκου μέσου προσβάλλεται μόνο εφόσον το οικείο κράτος μέλος έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του περαιτέρω ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχείο γ).
Άρθρο 9
Προσφυγές στο κράτος μέλος έκδοσης της απόφασης υιοθεσίας
Το δικαστήριο, στο οποίο υποβάλλεται αίτηση απόρριψης της αναγνώρισης ή ενώπιον του οποίου εκδικάζεται ένδικο μέσο που ασκήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 ή 3, δύναται να αναστείλει τη διαδικασία εάν έχει ασκηθεί τακτικό ένδικο μέσο κατά της απόφασης υιοθεσίας στο κράτος μέλος έκδοσης της ή εάν δεν έχει εκπνεύσει ακόμη η προθεσμία άσκησης του τακτικού ένδικου μέσου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το δικαστήριο δύναται να τάξει προθεσμία για την άσκησή του.
Άρθρο 10
Απαγόρευση κατ’ ουσίαν ελέγχου
Δικαστικές ή άλλες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος δεν ελέγχονται σε καμία περίπτωση επί της ουσίας στο αιτούμενο κράτος μέλος.
Άρθρο 11
Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Υιοθεσίας
Οι αρχές του κράτους μέλους που εξέδωσε την απόφαση υιοθεσίας χορηγούν, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου μέρους, πολύγλωσσο Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Υιοθεσίας σύμφωνα με το πρότυπο που προβλέπεται στο άρθρο 15.
Άρθρο 12
Προσαρμογή της απόφασης υιοθεσίας
1. Σε περίπτωση που η δικαστική ή άλλη απόφαση περιλαμβάνει μέτρο ή διαταγή που δεν προβλέπεται στο δίκαιο του αιτούμενου κράτους μέλους, το μέτρο ή η διαταγή αυτή θα προσαρμοσθούν, στο μέτρο του δυνατού, ώστε να αντιστοιχούν σε μέτρο ή διαταγή που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους, έχει ισοδύναμα αποτελέσματα και εξυπηρετεί παρεμφερείς στόχους και συμφέροντα. Η προσαρμογή δεν μπορεί να οδηγεί σε αποτελέσματα που υπερβαίνουν όσα προβλέπονται στη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης της απόφασης.
2. Οι διάδικοι δύνανται να αμφισβητήσουν την προσαρμογή του μέτρου ή της διαταγής ενώπιον δικαστηρίου.
Άρθρο 13
Πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη
1. Έως την 1η Ιουλίου 2018, τα κράτη μέλη θα κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εθνικές τους διατάξεις, εφόσον υπάρχουν, όσον αφορά:
α) τα δικαστήρια, στα οποία πρέπει να υποβάλλεται η αίτηση απόρριψης της αναγνώρισης, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2·
β) τα δικαστήρια, στα οποία πρέπει να ασκείται ένδικο μέσο κατά της απόφασης που εκδίδεται σχετικά με αίτηση απόρριψης της αναγνώρισης, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2· και
γ) τα δικαστήρια, στα οποία μπορεί να ασκηθεί κάθε περαιτέρω ένδικο μέσο, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3.
2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και άλλες πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες υιοθεσίας και την αναγνώριση τους στα κράτη μέλη, δημοσιοποιούνται από την Επιτροπή με κάθε κατάλληλο μέσο, ιδίως μέσω της Ευρωπαϊκής Πύλης για τη Δικαιοσύνη.
Άρθρο 14
Επικύρωση ή ανάλογη διαδικασία
Δεν απαιτείται επικύρωση ή άλλη ανάλογη διαδικασία για έγγραφα τα οποία εκδίδονται σε κράτος μέλος στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.
Άρθρο 15
Εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων
Ανατίθεται στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 16, εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αφορούν τη θέσπιση και την τροποποίηση του προτύπου για το πολύγλωσσο Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Υιοθεσίας, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 11.
Άρθρο 16
Άσκηση της εξουσιοδότησης
1. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.
2. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 15 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται επ’ αόριστον στην Επιτροπή από την 1η Ιουλίου 2018.
3. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 15 εξουσιοδότηση είναι δυνατό να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των ήδη σε ισχύ κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.
4. Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 15 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Συμβούλιο ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλειαντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Συμβουλίου.
5. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πληροφορηθεί σχετικά με την έκδοση κατ’εξουσιοδότηση πράξεων, οποιαδήποτε αντίρρηση έχει διατυπωθεί σχετικά με αυτές ή σχετικά με την ανάκληση της εξουσιοδότησης από το Συμβούλιο
Άρθρο 17
Μεταβατικές διατάξεις
Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε αποφάσεις υιοθεσίας που θα εκδοθούν από την 1η Ιανουαρίου 2019 και εφεξής.
Ωστόσο, αποφάσεις υιοθεσίας εκδοθείσες πριν την 1η Ιανουαρίου 2019 αναγνωρίζονται από την ίδια ημερομηνία, εάν το παιδί δεν έχει ενηλικιωθεί έως τότε.
Άρθρο 18
Σχέση με τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις
1. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε αποφάσεις υιοθεσίας που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της σύμβασης της Χάγης.
2. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή διεθνών συμβάσεων, των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, και οι οποίες θεσπίζουν κανόνες σχετικούς με την αναγνώριση των υιοθεσιών, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών βάσει του άρθρου 351 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Ωστόσο, στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών, ο παρών κανονισμός υπερισχύει των συμβάσεων που έχουν συναφθεί αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εξ αυτών, στο μέτρο που οι εν λόγω συμβάσεις αφορούν θέματα τα οποία διέπονται από τον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 19
Ρήτρα επανεξέτασης
1. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024, και στη συνέχεια κάθε πενταετία, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις που αποβλέπουν στην προσαρμογή του παρόντος κανονισμού.
2. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα σχετικά στοιχεία που αφορούν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από τα δικαστήριά τους.
Άρθρο 20
Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2019, εκτός από τα άρθρα 13, 15 και 16, που εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2018.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012 , σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 107).