Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Μαρτίου 2017 σχετικά με τις υποχρεώσεις της Επιτροπής στον τομέα της αμοιβαιότητας των θεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 (2016/2986(RSP))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου(1), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 4 («μηχανισμός αμοιβαιότητας»),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 12ης Απριλίου 2016, με τίτλο «Tρέχουσα κατάσταση και πιθανή μελλοντική πορεία όσον αφορά την κατάσταση μη αμοιβαιότητας με ορισμένες τρίτες χώρες στον τομέα της πολιτικής θεωρήσεων» (COM(2016)0221),
– έχοντας υπόψη ανακοίνωση της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2016, με τίτλο «Τρέχουσα κατάσταση και πιθανή μελλοντική πορεία όσον αφορά την κατάσταση μη αμοιβαιότητας με ορισμένες τρίτες χώρες στον τομέα της πολιτικής θεωρήσεων (Συνέχεια που δόθηκε στην ανακοίνωση της 12ης Απριλίου)» (COM(2016)0481),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2016, με τίτλο «Τρέχουσα κατάσταση και πιθανή μελλοντική πορεία όσον αφορά την κατάσταση μη αμοιβαιότητας με ορισμένες τρίτες χώρες στον τομέα της πολιτικής θεωρήσεων (Συνέχεια που δόθηκε στην ανακοίνωση της 12ης Απριλίου)» (COM(2016)0816),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 17 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και τα άρθρα 80, 265 και 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),
– έχοντας υπόψη τη συζήτηση που διεξήγαγε σχετικά με τις «Υποχρεώσεις στον τομέα της αμοιβαιότητας των θεωρήσεων» στις 14 Δεκεμβρίου 2016 στο Στρασβούργο,
– έχοντας υπόψη την ερώτηση προς την Επιτροπή σχετικά με τις υποχρεώσεις της Επιτροπής στον τομέα της αμοιβαιότητας των θεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 (O-000142/2016 – B8-1820/2016),
– έχοντας υπόψη την πρόταση ψηφίσματος της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 128 παράγραφος 5 και το άρθρο 123 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι το κριτήριο της αμοιβαιότητας των θεωρήσεων ως ένα από τα κριτήρια που διέπουν την πολιτική θεωρήσεων της ΕΕ, θεωρείται γενικά ότι συνεπάγεται ότι οι πολίτες της ΕΕ, όταν ταξιδεύουν σε τρίτη χώρα, θα πρέπει να υπόκεινται στους ίδιους όρους στους οποίους υπόκεινται οι υπήκοοι της εν λόγω τρίτης χώρας, όταν ταξιδεύουν στην ΕΕ·
B. λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός του μηχανισμού αμοιβαιότητας είναι να επιτύχει αυτήν την αμοιβαιότητα των θεωρήσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική θεωρήσεων της ΕΕ απαγορεύει τη θέσπιση από επιμέρους κράτη μέλη της υποχρέωσης θεώρησης για υπηκόους τρίτης χώρας, εφόσον αυτή η χώρα περιλαμβάνεται στον κατάλογο του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 (χώρες των οποίων οι υπήκοοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεώρησης για βραχεία διαμονή)·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μηχανισμός αμοιβαιότητας αναθεωρήθηκε το 2013, με το Κοινοβούλιο να ενεργεί ως συννομοθέτης, καθώς χρειάστηκε να προσαρμοστεί υπό το πρίσμα της θέσης σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις παράγωγες νομικές βάσεις και «ώστε να προβλέπει αντίδραση της Ένωσης ως πράξη αλληλεγγύης, εάν μία τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 εφαρμόζει υποχρέωση θεώρησης στους υπηκόους τουλάχιστον ενός κράτους μέλους» (αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1289/2013)·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μηχανισμός αμοιβαιότητας ορίζει μια διαδικασία, η οποία ξεκινά από μια κατάσταση μη αμοιβαιότητας με συγκεκριμένες προθεσμίες και ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν με σκοπό τον τερματισμό της κατάστασης μη αμοιβαιότητας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η λογική που τον διέπει συνεπάγεται μέτρα αυξανόμενης σοβαρότητας σε σχέση με την οικεία τρίτη χώρα, συμπεριλαμβανομένης, εν τέλει, της αναστολής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για όλους τους υπηκόους της οικείας τρίτης χώρας («δεύτερη φάση της εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαιότητας»)·
E. λαμβάνοντας υπόψη ότι, «προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατάλληλη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στη δεύτερη φάση της εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαιότητας, δεδομένων του ιδιαίτερου ευαίσθητου πολιτικού χαρακτήρα της αναστολής από την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης για όλους τους υπηκόους μιας τρίτης χώρας που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 και των οριζοντίων συνεπειών της για τα κράτη μέλη, τις συνδεδεμένες χώρες του Σένγκεν και για την ίδια την Ένωση, ιδίως για τις εξωτερικές σχέσεις τους και τη συνολική λειτουργία του χώρου του Σένγκεν, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά ορισμένα στοιχεία του μηχανισμού αμοιβαιότητας», συμπεριλαμβανομένης της αναστολής της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για όλους τους υπηκόους της οικείας τρίτης χώρας·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την ανάκληση της εξουσιοδότησης» (άρθρο 290 παράγραφος 2 στοιχείο α) ΣΛΕΕ)·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη «μπορεί να τεθεί σε ισχύ μόνον εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν εκφράσει αντιρρήσεις εντός της προθεσμίας που καθορίζει η νομοθετική πράξη» (άρθρο 290 παράγραφος 2 στοιχείο β) ΣΛΕΕ)·
H. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή αμφισβήτησε την επιλογή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων στη δεύτερη φάση της εφαρμογής του μηχανισμού αμοιβαιότητας ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο θεώρησε, ωστόσο, ότι η επιλογή του νομοθέτη είναι ορθή (υπόθεση C-88/14)·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, με τον τρόπο αυτό, ο μηχανισμός αναθέτει σαφώς υποχρεώσεις και ευθύνες στο Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή στα διάφορα στάδια του μηχανισμού αμοιβαιότητας·
1. θεωρεί ότι η Επιτροπή υποχρεούται από τη νομοθεσία να εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη – για την προσωρινή αναστολή της απαλλαγής από την υποχρέωση θεώρησης για τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίες δεν έχουν άρει την υποχρέωση θεώρησης για τους πολίτες ορισμένων κρατών μελών της ΕΕ – εντός χρονικής περιόδου 24 μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης των σχετικών κοινοποιήσεων, η οποία έληξε στις 12 Απριλίου 2016·
2. ζητεί από την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, να εγκρίνει την απαιτούμενη κατ’ εξουσιοδότηση πράξη το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος ψηφίσματος·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο Συμβούλιο και στα εθνικά κοινοβούλια.