Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 2018 σχετικά με την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το 2016 (2017/2124(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το 2016,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 284 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),
– έχοντας υπόψη το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), και ιδίως τα άρθρα 3 και 15,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ),
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για τους Ιδίους Πόρους (έκθεση Monti),
– έχοντας υπόψη τη διαδικασία μακροοικονομικών ανισορροπιών (ΔΜΑ),
– έχοντας υπόψη το άρθρο του Οικονομικού Δελτίου της ΕΚΤ με τίτλο «MFI lending rates: pass-through in the time of non-standard monetary policy (επιτόκια δανεισμού ΝΧΙ: μετακύλιση σε μια εποχή μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής» (τεύχος 1/2017),
– έχοντας υπόψη την έκθεση για το 2017 της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ευρωπαϊκή βιομηχανική και νομισματική πολιτική,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Transparency International με τίτλο «Two sides of the same coin? Independence and accountability of the European Central Bank» (Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος; Ανεξαρτησία και λογοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας),
– έχοντας υπόψη την επεξηγηματική σελίδα της ΕΚΤ με τίτλο «Τι είναι το χρήμα;»,
– έχοντας υπόψη τη συμφωνία για την επείγουσα στήριξη της ρευστότητας (ELA) από την ΕΚΤ, που δημοσιεύτηκε στις 19 Ιουνίου 2017,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση 2010/191/ΕΕ της Επιτροπής, της 22ας Μαρτίου 2010, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής και τις έννομες συνέπειες του καθεστώτος νομίμου χρήματος των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων σε ευρώ(1),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1998, για την εισαγωγή του ευρώ(2)·
– έχοντας υπόψη το άρθρο 128 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τον χαρακτήρα νόμιμου χρήματος του ευρώ,
– έχοντας υπόψη την ομιλία του Προέδρου της ΕΚΤ στις 6 Απριλίου 2017,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 127 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 127 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ,
– έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της ΕΚΤ όσον αφορά τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2015(3),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 132 παράγραφος 1 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (Α8-0383/2017),
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά τη συνεδρίασή του στις 9 και 10 Μαρτίου 2016, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ενέκρινε περαιτέρω μέτρα για την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου της σταθερότητας των τιμών και του δευτερεύοντος στόχου της στήριξης της οικονομίας μέσω της νομισματικής πολιτικής με: 1) τη μείωση των βασικών επιτοκίων της και χαμηλότερο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, -0,4 %· 2) την αύξηση των μηνιαίων αγορών στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) σε 80 δισεκατομμύρια EUR· 3) τη συμπερίληψη ενός νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα (CSPP) στο APP, για την αγορά επενδυτικού βαθμού ομολόγων σε ευρώ, που εκδίδονται από μη τραπεζικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στη ζώνη του ευρώ· και 4) μια νέα σειρά στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ), με ληκτότητα τεσσάρων ετών·
B. λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά τη συνεδρίασή του στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2016, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να επεκτείνει τον ορίζοντα του APP, με χαμηλότερο πλέον μηνιαίο ρυθμό (από 80 δισεκατομμύρια EUR σε 60 δισεκατομμύρια EUR), από τον Απρίλιο του 2017 έως τον Δεκέμβριο του 2017, ή ακόμα περισσότερο αν κριθεί αναγκαίο, και σε κάθε περίπτωση έως ότου το Διοικητικό Συμβούλιο διαπιστώσει διατηρήσιμη προσαρμογή στην πορεία του πληθωρισμού που να συνάδει με τον στόχο του για τον πληθωρισμό·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ έχουν επανειλημμένα τονίσει τη σημασία της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων για την αύξηση της παραγωγικότητας στη ζώνη του ευρώ, καθώς και δημοσιονομικών πολιτικών που ευνοούν την ανάπτυξη, στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τη μακροοικονομική πρόβλεψη του Ευρωσυστήματος, του Σεπτεμβρίου του 2017, το ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, όπως υπολογίζεται βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,5 % το 2017, 1,2 % το 2018 και 1,5 % το 2019·
E. λαμβάνοντας υπόψη ότι πρωταρχικός στόχος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, η οποία ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ως ετήσια αύξηση του ΕνΔΤΚ για τη ζώνη του ευρώ σε επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προβλέψεις της ΕΚΤ ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τον μεσοπρόθεσμο στόχο της για τον πληθωρισμό σε καθένα από τα τέσσερα έτη από το 2013, και πλέον η ΕΚΤ προβλέπει ότι ο πληθωρισμός δεν θα φτάσει στο επίπεδο στόχου πριν από το 2020·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΚΤ θεωρεί πως η ασθενής δυναμική του πληθωρισμού οφείλεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην υποτονική αύξηση των μισθών και στις χαμηλές τιμές της ενέργειας·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ, το ΕΣΚΤ πρέπει να συμβάλλει στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας·
H. λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2016 το καθαρό κέρδος της ΕΚΤ ανήλθε σε 1,19 δισεκατομμύρια EUR, έναντι 1,08 δισεκατομμυρίων EUR το 2015·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι κύρια πηγή του εν λόγω καθαρού κέρδους ήταν τα υψηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους επί τίτλων που διακρατούνται για σκοπούς νομισματικής πολιτικής, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του χαρτοφυλακίου του APP και του χαρτοφυλακίου σε δολάρια ΗΠΑ·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ποσοστά ανάπτυξης και ανεργίας εξακολουθούν να παρουσιάζουν σημαντικές ανισότητες σε γεωγραφικό επίπεδο, κάτι που προκαλεί επικίνδυνη αστάθεια για την οικονομία και θέτει σε κίνδυνο την υγιή ανάπτυξη·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 123 ΣΛΕΕ και το άρθρο 21 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απαγορεύουν τη χρηματοδότηση κρατών με νομισματικά μέσα·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αύξηση του αριθμού των εταιρειών χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (FinTech) συνεπάγεται σημαντικές δυνατότητες όσον αφορά τη διεύρυνση της χρηματοπιστωτικής ένταξης στη ζώνη του ευρώ, καθώς και αυξημένες ανάγκες εποπτείας και παρακολούθησης σε μικροπροληπτικό και μακροπροληπτικό επίπεδο·
Γενική επισκόπηση
1. τονίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Καταστατικού της ΕΚΤ, ούτε η ΕΤΚ ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ούτε κανένα μέλος των οργάνων λήψης αποφάσεων των ιδρυμάτων αυτών δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να δέχεται υποδείξεις από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Κοινότητας, από την κυβέρνηση κράτους μέλους ή από άλλον οργανισμό· υπογραμμίζει, κατά συνέπεια, την ανεξαρτησία της ΕΚΤ στο πλαίσιο του ρόλου της ως νομισματικής αρχής της ζώνης του ευρώ, όπως ορίζεται στη Συνθήκη· τονίζει, ωστόσο, την ανάγκη ενίσχυσης της λογοδοσίας και της διαφάνειας, σε βαθμό ανάλογο του επιπέδου ανεξαρτησίας της·
2. υπογραμμίζει, επίσης, τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της ΕΚΤ, ο οποίος αποκλείει κάθε εθνικό βέτο και κυβερνητική παρέμβαση, επιτρέποντας στην Τράπεζα να ενεργεί αποφασιστικά σε σχέση με διάφορα ζητήματα, όπως για παράδειγμα η συμβολή της στην αντιμετώπιση της κρίσης·
3. σημειώνει ότι η διευκολυντική νομισματική πολιτική που άσκησε η ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών επιτοκίων και του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων, κατά την περίοδο 2012-2016, συνέβαλε στην κυκλική οικονομική ανάκαμψη και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, μεταξύ άλλων με την αποτροπή του πληθωρισμού, τη διατήρηση ευνοϊκών όρων χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, και τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών· εκφράζει, ωστόσο, την ανησυχία του για τις επιπτώσεις των μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής στους μεμονωμένους αποταμιευτές και την οικονομική ισορροπία των συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών συστημάτων, καθώς και για την υπερβολική διόγκωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά από την ΕΚΤ και να ελαχιστοποιηθεί·
4. εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ, αντί να αξιοποιήσουν το ευνοϊκό περιβάλλον που δημιούργησε η ΕΚΤ για να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση, το χρησιμοποίησαν, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, για να καταβάλουν σημαντικά μερίσματα τα οποία ενίοτε υπερέβαιναν το επίπεδο των παρακρατηθέντων κερδών·
5. εξακολουθεί να προβληματίζεται από τα διαρκώς υψηλά επίπεδα μη εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων και τιτλοποιημένων απαιτήσεων που κατατίθενται ως εγγύηση στο Ευρωσύστημα, στο πλαίσιο των πράξεων αναχρηματοδότησης· επαναλαμβάνει το αίτημά του προς την ΕΚΤ να παράσχει στοιχεία σχετικά με το ποιες κεντρικές τράπεζες έχουν αποδεχτεί τέτοιου είδους τίτλους, καθώς και να δημοσιοποιήσει τις μεθόδους αποτίμησης αυτών των περιουσιακών στοιχείων· υπογραμμίζει ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση θα εξυπηρετήσει τον σκοπό του κοινοβουλευτικού ελέγχου επί των εποπτικών καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ·
6. επισημαίνει με ανησυχία ότι οι ανισορροπίες στο πλαίσιο του TARGET2 αυξάνονται εκ νέου στη ζώνη του ευρώ, παρά τη μείωση των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου, γεγονός που μαρτυρά ότι συνεχίζονται οι εκροές κεφαλαίων από την περιφέρεια της ζώνης του ευρώ·
Σταθερότητα των τιμών
7. υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη Eurostat, ο μέσος πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ ήταν 0,2 % το 2016, ενώ ο πληθωρισμός εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας ανερχόταν στο 0,9 %· σημειώνει επιπλέον ότι, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2016, ο βασικός πληθωρισμός συνέχισε να μην παρουσιάζει πειστική ανοδική τάση το 2016·
8. σημειώνει ότι ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να παραμείνει κάτω του 2 % μέχρι τουλάχιστον το 2020, παρά την ιδιαίτερα διευκολυντική νομισματική πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ, γεγονός που υποδηλώνει ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ δεν λειτουργεί με πλήρη δυναμικότητα, ενώ, μεταξύ άλλων, η πρόσφατη ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ δυσχεραίνει την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών·
9. σημειώνει την εκτίμηση της ίδιας της ΕΚΤ σύμφωνα με την οποία, χωρίς τη δέσμη μέτρων πολιτικής της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός θα ήταν κατά σχεδόν 0,5 % χαμηλότερος κατά μέσο όρο από ό,τι προβλέπεται αυτή τη στιγμή για τα έτη 2016-2019·
10. συμφωνεί με την ΕΚΤ ότι, προκειμένου να μετατραπεί η υφιστάμενη κυκλική ανάκαμψη σε ένα σενάριο σταθερής, βιώσιμης και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης με διαρθρωτικό και μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, απαιτείται επίσης σε επίπεδο κρατών μελών ένα ισορροπημένο μείγμα υγιών και φιλικών προς την ανάπτυξη εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, στη βάση του πλήρους σεβασμού προς το ΣΣΑ, συμπεριλαμβανομένης της ενσωματωμένης ευελιξίας του, καθώς και κοινωνικά ισορροπημένες και φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα·
11. θεωρεί ότι, με δεδομένες τις υφιστάμενες ανεπάρκειες των διαύλων μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ πρέπει να εξασφαλίζει την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών, η οποία ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ως ποσοστό πληθωρισμού πλησίον αλλά κάτω του 2 %· πιστεύει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει, ωστόσο, να αξιολογεί προσεκτικά τα οφέλη και τις παρενέργειες της πολιτικής της, ιδίως όσον αφορά τις προβλεπόμενες ενέργειες για την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού στο μέλλον· πιστεύει ότι, για να δημιουργηθεί βεβαιότητα και εμπιστοσύνη στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΚΤ θα πρέπει να δίνει έμφαση στη σαφή και συνοπτική γνωστοποίηση των μέτρων νομισματικής πολιτικής που λαμβάνει·
12. πιστεύει ότι η συνεχιζόμενη κρίση έχει καταδείξει την ανάγκη διαφοροποίησης των θεωρητικών απόψεων στις οποίες βασίζεται το πλαίσιο πολιτικής εντός των κεντρικών τραπεζών· ζητεί από την ΕΚΤ να αναλύσει, στην προσεχή ετήσια έκθεσή της, τον αντίκτυπο της κρίσης στην εξέλιξη του θεωρητικού της πλαισίου·
Οικονομική ανάπτυξη και απασχόληση
13. υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Καταστατικού της ΕΚΤ και του άρθρου 127 ΣΛΕΕ, καθώς και τις περαιτέρω λεπτομέρειες που ορίζονται στο άρθρο 282 ΣΛΕΕ, η ΕΚΤ οφείλει, με την επιφύλαξη του πρωταρχικού στόχου της σταθερότητας των τιμών, να στηρίζει «τις γενικές οικονομικές πολιτικές της Ένωσης», προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων της Ένωσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 ΣΕΕ·
14. σημειώνει ότι η αύξηση του ΑΕγχΠ στη ζώνη του ευρώ είναι σταθερή αλλά μέτρια, ενώ παράλληλα παρουσιάζει ευνοϊκή εξέλιξη σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη και ακολουθεί σταθερή πορεία, με ποσοστό 2 % το 2015 και 1,8 % το 2016· παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τις οικονομικές προβλέψεις της Επιτροπής, του φθινοπώρου του 2017, προβλέπεται ποσοστό αύξησης του ΑΕγχΠ 2,2 % το 2017 και 2,3 % το 2018·
15. επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2016, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων ήταν ελαφρώς χαμηλότερος από ό,τι το προηγούμενο έτος· τονίζει ότι οι προσπάθειες της ΕΚΤ στον τομέα της νομισματικής πολιτικής δεν έχουν αποφέρει ακόμη απτά αποτελέσματα στο επενδυτικό σκέλος της οικονομίας της ΕΕ· σημειώνει ότι αυτή η έλλειψη αποτελεσμάτων έχει ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες στις απόκεντρες περιφέρειες της Ένωσης·
16. επισημαίνει με αποδοκιμασία ότι, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, του Απριλίου του 2017, το παραγωγικό κενό στη ζώνη του ευρώ ήταν -1,2 % του δυνητικού ΑΕγχΠ το 2016, ποσοστό το οποίο αναμένεται να παραμείνει αρνητικό μέχρι το 2019, στοιχείο που υποδηλώνει ότι το ΑΕγχΠ της ζώνης του ευρώ θα είναι χαμηλότερο των δυνατοτήτων κατά την περίοδο που καλύπτεται από την πρόβλεψη·
17. σημειώνει ότι, κατά την ΕΚΤ, η νομισματική πολιτική της έχει αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας για την κυκλική οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ, η οποία βασίστηκε κυρίως και εξακολουθεί να βασίζεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην εγχώρια ζήτηση, στηριζόμενη από ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και τη βελτίωση της κατάστασης στις αγορές εργασίας, καθώς και από μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα σε ορισμένα κράτη μέλη, ενώ επίσης επωφελείται από την πτώση των τιμών του πετρελαίου, η οποία θα προσθέσει συνολικό ποσοστό 1,7 % στη μεγέθυνση της οικονομίας για την περίοδο 2016-2019·
18. θεωρεί ότι, όπως επισημάνθηκε από τον Πρόεδρο της ΕΚΤ, η νομισματική πολιτική δεν επαρκεί για τη διατήρηση της οικονομικής ανάκαμψης, ούτε μπορεί να συμβάλει στην επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ευρωπαϊκής οικονομίας, αν δεν συμπληρώνεται από προσεκτικά σχεδιασμένες, κοινωνικά ισόρροπες και δίκαιες πολιτικές για τη μακροπρόθεσμη ενίσχυση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο κρατών μελών, σε συνδυασμό με υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης· συμφωνεί, επιπλέον, με την ΕΚΤ ότι είναι αναγκαία η εμβάθυνση της θεσμικής αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ προκειμένου να στηριχθούν οι ανωτέρω μεταρρυθμίσεις και να καταστεί η ζώνη του ευρώ πιο ανθεκτική σε μακροοικονομικούς κραδασμούς·
19. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, αν και η ανεργία μειώθηκε από 10,5 % τον Δεκέμβριο του 2015 σε 9,6 % τον Δεκέμβριο του 2016, πολλές χώρες της ζώνης του ευρώ εξακολουθούν να πλήττονται από υψηλά ποσοστά ανεργίας, και η συνολική ζήτηση στη ζώνη του ευρώ παραμένει υποτονική, ενώ πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η συνεχιζόμενη ανισότητα στην ΕΕ μπορεί να είναι επιζήμια για την υγιή και χωρίς αποκλεισμούς οικονομική ανάπτυξη· ζητεί, συνεπώς, να εφαρμοστούν πολιτικές προσανατολισμένες στην αύξηση της παραγωγικότητας, με εστίαση στις δεξιότητες που διευκολύνουν την περαιτέρω δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, καθώς και την αύξηση των μισθών·
20. λαμβάνει υπόψη την ανάλυση, στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης της ΕΚΤ, όσον αφορά τις διανεμητικές συνέπειες των πολιτικών της ΕΚΤ· ενθαρρύνει την ΕΚΤ να συνεχίσει να μελετά τον διανεμητικό αντίκτυπο της νομισματικής της πολιτικής, μεταξύ άλλων όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα, και να συνεκτιμά την έρευνα αυτή στο πλαίσιο της κατάρτισης της νομισματικής πολιτικής·
21. τονίζει ότι, για να εξασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, οι ανισορροπίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να διορθώνονται με κατάλληλες δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα·
Προσφορά πιστώσεων και τραπεζική εποπτεία
22. επισημαίνει ότι, αν και το M1 αυξήθηκε με ρυθμό 8,8 % το 2016, το M3 εξακολουθεί να αυξάνεται με ρυθμό μόλις 5 % ετησίως, γεγονός που δείχνει ότι η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής δεν είναι πλήρως αποτελεσματική, και καταδεικνύει την ύπαρξη νομισματικών ανωμαλιών καθώς και την έλλειψη επαρκούς προσφοράς πιστώσεων· τονίζει, ως εκ τούτου, τη σημασία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει έναν εναλλακτικό τρόπο χρηματοδότησης της οικονομίας σε περιόδους τραπεζικής δυσχέρειας·
23. αναγνωρίζει ότι η νομισματική πολιτική έχει μειώσει σε κάποιο βαθμό το κόστος της πίστωσης και έχει συμβάλει στη βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά στη ζώνη του ευρώ, με ιδιαίτερο αντίκτυπο σε ορισμένα κράτη μέλη, όπως επισημαίνεται στην ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2016, στην οποία αναφέρεται ότι το κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά της ζώνης του ευρώ εξακολουθεί να διαφέρει από χώρα σε χώρα· θεωρεί, ωστόσο, ότι τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι περιορισμένα λόγω της υποτονικής πιστωτικής ζήτησης, της συνέχισης των διαρθρωτικών προβλημάτων στα τραπεζικά συστήματα ορισμένων κρατών μελών, και της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των ίδιων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·
24. ενθαρρύνει την περαιτέρω βελτίωση της πρόσβασης των ΜΜΕ σε πιστώσεις, ώστε να ενισχυθεί η άρση των αποκλεισμών στην οικονομική ανάπτυξη·
25. επικροτεί το γεγονός ότι από το 2015 τα επιτόκια για τα πολύ μικρά δάνεια συνέχισαν να μειώνονται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι για τα μεγάλα δάνεια, κάτι που συνέβαλε στην περαιτέρω μείωση της διαφοράς μεταξύ των πολύ μικρών και των μεγάλων δανείων· σημειώνει, επιπλέον, ότι η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων για τα μικρά και τα μεγάλα δάνεια βρίσκεται πλέον σε παρόμοια επίπεδα στις διάφορες χώρες της ζώνης του ευρώ·
26. σημειώνει ότι μια παρατεταμένη περίοδος με σχεδόν επίπεδη καμπύλη απόδοσης του επιτοκίου θα μπορούσε να επηρεάσει τη σταθερότητα και την κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος· συμφωνεί, ωστόσο, με την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η κερδοφορία μιας τράπεζας εξαρτάται σε τελική ανάλυση από το επιχειρηματικό της μοντέλο, καθώς και από τη δομή της και τον ισολογισμό της, ανεξάρτητα από τα χαμηλά επιτόκια· σημειώνει, επίσης, ότι ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ χαρακτηρίζεται από πολυμορφία, μεταξύ άλλων λόγω των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, πράγμα που με τη σειρά του συμβάλλει στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος·
27. αναγνωρίζει ότι, ενώ η τρέχουσα πολιτική χαμηλών επιτοκίων έχει έναν προσωρινά θετικό αντίκτυπο στο επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι υψηλοί κίνδυνοι που σχετίζονται με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά με διαρθρωμένο τρόπο· σημειώνει τις προσπάθειες της ΕΚΤ και του ΕΕΜ να εποπτεύουν και να στηρίζουν τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ με στόχο να μειωθεί η έκθεσή τους σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια, και ιδίως τις οδηγίες που απηύθυνε η ΕΚΤ στις τράπεζες σχετικά με την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τον Μάρτιο του 2017, και τις ενέργειές της σε σχέση με μεμονωμένες τράπεζες, καθώς και το σχέδιο δράσης που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο ECOFIN στις 11 Ιουλίου 2017, με την επιφύλαξη των εξουσιών του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη νομοθεσία επιπέδου 1· επισημαίνει ότι για την ομαλή εφαρμογή του σχεδίου δράσης του Συμβουλίου απαιτούνται κοινές προσπάθειες από τις τράπεζες, τις εποπτικές αρχές, τις ρυθμιστικές αρχές και τις εθνικές αρχές· ζητεί να πραγματοποιηθούν προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που να χαρακτηρίζονται από ευρεία κάλυψη, μεθοδολογική καταλληλότητα και αξιοπιστία· συνιστά να παρακολουθούνται προσεκτικά οι εξελίξεις στις αγορές ακινήτων· θεωρεί ότι οποιαδήποτε πρόσθετα μέτρα θα πρέπει να σέβονται πλήρως τα προνόμια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·
CSPP
28. επικροτεί τις βελτιώσεις που επέφερε η ΕΚΤ όσον αφορά τη δημοσιοποίηση του καταλόγου των τίτλων που διακρατούνται από το Ευρωσύστημα στο πλαίσιο του προγράμματος CSPP της ΕΚΤ, αλλά επισημαίνει ότι το πρόγραμμα αυτό ωφελεί άμεσα κυρίως τις μεγάλες επιχειρήσεις·
29. καλεί την ΕΚΤ να συνεχίσει να εξασφαλίζει πλήρη διαφάνεια με τη δημοσιοποίηση του ύψους των αγορών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του CSPP για κάθε εταιρεία έπειτα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα· καλεί, επίσης, την ΕΚΤ να δημοσιεύει το σύνολο των στοιχείων του προγράμματος CSPP σε ένα ενιαίο, εύχρηστο λογιστικό φύλλο, κάτι που μπορεί να διευκολύνει τη δημόσια λογοδοσία του προγράμματος· τονίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να εξασφαλιστεί πλήρης διαφάνεια κατά τη λήξη του προγράμματος· καλεί, επιπλέον, την ΕΚΤ να δημοσιοποιεί τα κριτήρια που ισχύουν όσον αφορά την επιλεξιμότητα των εταιρικών ομολόγων για αγορά βάσει του προγράμματος CSPP, προκειμένου να αποφεύγονται ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην αγορά· υπογραμμίζει ότι η επιλεξιμότητα των ομολόγων εξαρτάται από κριτήρια διαχείρισης κινδύνου και όχι από το μέγεθος των εκδοτριών εταιρειών·
Πρόσθετες προκλήσεις
30. σημειώνει ότι η ΕΚΤ, ως θεσμικό όργανο της ΕΕ, δεσμεύεται από τη συμφωνία του Παρισιού·
31. συμφωνεί ότι μια εύρυθμη, διαφοροποιημένη και ολοκληρωμένη κεφαλαιαγορά θα παρείχε στήριξη στη μετάδοση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής· είναι της άποψης ότι η Ένωση Κεφαλαιαγορών θα πρέπει να διαδραματίζει καίριο ρόλο στην αύξηση των διαθέσιμων κεφαλαίων στην ΕΕ· ζητεί τη σταδιακή, έγκαιρη και πλήρη ολοκλήρωση και υλοποίηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών·
32. σημειώνει τη θετική γνώμη της ΕΚΤ όσον αφορά τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων (ΕΣΑΚ) ως τρίτου πυλώνα της Τραπεζικής Ένωσης· επισημαίνει τον καίριο ρόλο της ασφάλισης καταθέσεων για την ανάπτυξη εμπιστοσύνης και για τη διασφάλιση της ισότητας όσον αφορά την ασφάλεια των καταθέσεων εντός της Τραπεζικής Ένωσης· τονίζει ότι το ΕΣΑΚ θα μπορούσε περαιτέρω να συμβάλει στην ενίσχυση και τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· αναγνωρίζει ότι ο επιμερισμός του κινδύνου θα πρέπει να συμβαδίζει με τη μείωση του κινδύνου·
33. λαμβάνει υπόψη τους προβληματισμούς της Επιτροπής όσον αφορά τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ασφαλούς περιουσιακού στοιχείου για την Τραπεζική Ένωση της ζώνης του ευρώ·
34. λαμβάνει υπό σημείωση την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ όσον αφορά τη σύσταση για απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του άρθρου 22 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, η οποία ελήφθη στις 23 Ιουνίου 2017, με σκοπό να εξασφαλιστεί μια νομική βάση που θα επιτρέπει στο Ευρωσύστημα να ασκεί τον ρόλο του ως κεντρική τράπεζα έκδοσης στο πλαίσιο της προτεινόμενης μεταρρύθμισης της εποπτικής αρχιτεκτονικής για τους κεντρικούς εκκαθαρίζοντες αντισυμβαλλομένους (CCP), ώστε με τον τρόπο αυτό να δοθεί στην ΕΚΤ η αρμοδιότητα να ρυθμίζει τη δραστηριότητα των συστημάτων εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένων των CCP, με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση των κινδύνων τους οποίους εγκυμονούν τα εν λόγω συστήματα για την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής· εξετάζει επί του παρόντος τη σύσταση και αναμένει με ενδιαφέρον τις συζητήσεις σχετικά με την εν λόγω πρόταση·
Υλικό χρήμα και ψηφιακά νομίσματα
35. συμφωνεί με την ΕΚΤ σχετικά με τη σημασία του υλικού χρήματος ως νόμιμου χρήματος, δεδομένου ότι το ευρώ είναι το μοναδικό νόμιμο νόμισμα εντός της ζώνης του ευρώ, και υπενθυμίζει σε όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ ότι η αποδοχή των κερμάτων και των χαρτονομισμάτων ευρώ θα πρέπει να αποτελεί τον κανόνα στις λιανικές συναλλαγές, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των εν λόγω κρατών μελών να καθιερώνουν ανώτατα όρια για τις πληρωμές σε μετρητά με στόχο την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της φοροδιαφυγής και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος· προτείνει να εκδώσει το Ευρωσύστημα αναμνηστικά χαρτονομίσματα Καρλομάγνου, που να αποτελούν επίσης νόμιμο χρήμα·
36. επισημαίνει ότι διεξάγονται συζητήσεις σχετικά με ένα «ψηφιακό νόμισμα κεντρικής τράπεζας» ή μια «ψηφιακή νομισματική βάση» που θα διατίθεται σε ευρύ φάσμα αντισυμβαλλομένων, συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυριών· ενθαρρύνει την Επιτροπή και την ΕΚΤ να μελετήσουν συστήματα αυτού του είδους με στόχο τη βελτίωση της δημόσιας πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, παράλληλα προς το υλικό χρήμα, καθώς και τις πιθανές προκλήσεις που προκύπτουν για το μονοπώλιο έκδοσης χρήματος της ΕΚΤ· τονίζει ότι η πρόοδος στον τομέα των εικονικών νομισμάτων δεν πρέπει να οδηγήσει σε περιορισμούς των λιανικών συναλλαγών με μετρητά ή στην κατάργηση των μετρητών·
37. υπογραμμίζει τη σημασία της κυβερνοασφάλειας για τον χρηματοπιστωτικό τομέα· επικροτεί το έργο της ΕΚΤ στον εν λόγω τομέα, στο οποίο περιλαμβάνονται η δρομολόγηση, τον Φεβρουάριο του 2016, πιλοτικού συστήματος για την αναφορά σημαντικών συμβάντων στον κυβερνοχώρο, και η συνεργασία στο πλαίσιο της G7·
Λογοδοσία και διαφάνεια
38. ζητεί από την ΕΚΤ να συνεχίσει να παρέχει την αναγκαία υποστήριξη στην Ελλάδα, καθώς και σε κάθε άλλο κράτος μέλος, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της ολοκλήρωσης του προγράμματος χρηματοδοτικής συνδρομής· θεωρεί ότι στο πλαίσιο αυτής της υποστήριξης η ΕΚΤ θα μπορούσε να περιλάβει, με την επιφύλαξη της ανεξαρτησίας της, ελληνικά κρατικά ομόλογα στο PSPP, βάσει των κριτηρίων επιλεξιμότητας που εφαρμόζονται για όλα τα κράτη μέλη, και να επεκτείνει το πρόγραμμα CBPP3 σε όλα τα ελληνικά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια επιλεξιμότητας·
39. ζητεί από την ΕΚΤ να αξιολογήσει, σε συνεργασία με τις ΕΕΑ, όλες τις συνέπειες από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και να προετοιμαστεί για τη μετεγκατάσταση τραπεζών και τη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους στη ζώνη του ευρώ· θεωρεί ότι η ενίσχυση της εποπτείας της εκκαθάρισης συναλλαγών σε ευρώ εκτός της ζώνης του ευρώ είναι υψίστης σημασίας, προκειμένου να αποφευχθούν εποπτικά κενά και προβλήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· αρχίζει να συζητά, σε επίπεδο επιτροπής, την πρόταση της Επιτροπής, του Ιουνίου του 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού για τις υποδομές των ευρωπαϊκών αγορών όσον αφορά την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, με σκοπό να επιτευχθεί η εν λόγω ενίσχυση·
40. επισημαίνει ότι η Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για τους Ιδίους Πόρους αναγνώρισε τα κέρδη της ΕΚΤ από τα έσοδα από τη νομισματοκοπή ως έναν από τους πιθανούς νέους ιδίους πόρους για τον προϋπολογισμό της ΕΕ· τονίζει ότι για τη μετατροπή των κερδών αυτών σε ίδιο πόρο της ΕΕ θα απαιτούσε αλλαγή του Καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, καθώς και προσαρμογές προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ειδική κατάσταση των κρατών μελών εκτός της ζώνης του ευρώ·
41. θεωρεί ότι η ανεξαρτησία της ΕΚΤ και, ως εκ τούτου, ο βαθμός λογοδοσίας της, πρέπει να βρίσκονται σε αντιστοιχία με τη σημασία της· τονίζει ότι οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα της ΕΚΤ απαιτούν διαφάνεια έναντι του ευρύτερου κοινού και ενισχυμένη λογοδοσία έναντι του Κοινοβουλίου· τονίζει την ανάγκη να υποβάλλονται κατάλογοι επικρατέστερων υποψηφίων, ώστε το Κοινοβούλιο να μπορεί να ασκεί τον θεσμικό του ρόλο στον διορισμό του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των άλλων μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ·
42. επισημαίνει ότι ο νομισματικός διάλογος αποτελεί σημαντικό μέσο για να διασφαλιστεί η διαφάνεια των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής έναντι του Κοινοβουλίου και, κατ’ επέκταση, του ευρύτερου κοινού· επικροτεί την τακτική παρουσία και τον διάλογο με τον πρόεδρο της ΕΚΤ και τα λοιπά μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής στο πλαίσιο του νομισματικού διαλόγου, καθώς και σε άλλα πλαίσια· θεωρεί ότι ο νομισματικός διάλογος θα μπορούσε να βελτιωθεί περαιτέρω, μεταξύ άλλων με την ανανέωσή του ώστε να ενισχυθούν η εστίαση, η διαδραστικότητα και η σημασία της ανταλλαγής απόψεων με τον πρόεδρο της ΕΚΤ και τα λοιπά μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής στο πλαίσιο του νομισματικού διαλόγου, καθώς και σε άλλα πλαίσια, σύμφωνα με τις συστάσεις και τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν, τον Μάρτιο του 2014, οι εμπειρογνώμονες επί νομισματικών θεμάτων στους οποίους ανέθεσε αυτό το έργο η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής· καλεί επίσης τα στελέχη της ΕΚΤ να συνεχίσουν την ευπρόσδεκτη πρακτική να παρέχουν απαντήσεις εγγράφως όταν κάποια ζητήματα παραμένουν εκκρεμή μετά την ανταλλαγή απόψεων·
43. επικροτεί την απόφαση που έλαβε το 2016 η ΕΚΤ, να δημοσιοποιεί στην ετήσια έκθεσή της τα σχόλιά της σχετικά με τις παρατηρήσεις του Κοινοβουλίου, και προτρέπει την ΕΚΤ να συνεχίσει να καταβάλλει προσπάθειες στον τομέα της διαφάνειας, ώστε να εξηγούνται καλύτερα τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που λαμβάνει· υπενθυμίζει το αίτημά του προς την ΕΚΤ, να προσθέσει ένα κεφάλαιο ή ένα παράρτημα στην ετήσια έκθεσή της, στο οποίο να παρέχονται αναλυτικές παρατηρήσεις όσον αφορά την έκθεση του Κοινοβουλίου σχετικά με το προηγούμενο έτος·
44. ζητεί από την ΕΚΤ να διασφαλίσει την ανεξαρτησία των μελών της εσωτερικής της Ελεγκτικής Επιτροπής· καλεί μετ’ επιτάσεως την ΕΚΤ να δημοσιοποιεί τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της, προκειμένου να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων· καλεί την ΕΚΤ να μεριμνήσει ώστε στην Επιτροπή Δεοντολογίας να μην προεδρεύει πρώην Πρόεδρος ή άλλο πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ούτε άλλο άτομο που ενδέχεται να βρίσκεται σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων· καλεί το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να εφαρμόζει τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και τον κώδικα δεοντολογίας της ΕΕ και να επιβάλλει στα απερχόμενα μέλη του διετή περίοδο αποχής από την άσκηση επαγγελματικών καθηκόντων μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους· τονίζει ότι, κατ’ αρχήν, τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ δεν θα πρέπει παράλληλα να είναι μέλη φόρουμ ή άλλων οργανισμών που περιλαμβάνουν στελέχη τραπεζών εποπτευόμενων από την ΕΚΤ, εκτός αν η συμμετοχή τους είναι σύμφωνη με την καθιερωμένη παγκόσμια πρακτική και η ΕΚΤ συμμετέχει παράλληλα με άλλες κεντρικές τράπεζες όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών ή η Τράπεζα της Ιαπωνίας· θεωρεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η ΕΚΤ θα πρέπει να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να αποφεύγονται ενδεχόμενες παρεμβάσεις στον εποπτικό της ρόλο και να μην συμμετέχει σε συζητήσεις σχετικά με τράπεζες που υπάγονται στην εποπτεία της· λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της Ευρωπαίας Διαμεσολαβήτριας, της 15ης Ιανουαρίου 2018, σχετικά με τη συμμετοχή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των μελών των οργάνων λήψης αποφάσεών της στο «Group of 30»·
45. καλεί την ΕΚΤ να θεσπίσει σαφή και δημόσια πολιτική για την καταγγελία δυσλειτουργιών·
46. επισημαίνει ότι η ισχύουσα πολιτική απασχόλησης της ΕΚΤ όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους, η οποία βασίζεται μεταξύ άλλων σε διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενδέχεται να δημιουργεί αστάθεια στο εργασιακό περιβάλλον και να υπονομεύει την επαγγελματική συνοχή εντός της ΕΚΤ· εκφράζει την ανησυχία του για τις καταγγελθείσες υποθέσεις ευνοιοκρατίας και το υψηλό επίπεδο δυσαρέσκειας μεταξύ των εργαζομένων της ΕΚΤ· επισημαίνει και επικροτεί τις πρωτοβουλίες της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών, μεταξύ άλλων μέσω ενισχυμένου διαλόγου με τους εκπροσώπους του προσωπικού, και την ενθαρρύνει να συνεχίσει την προσπάθεια αυτή· καλεί την ΕΚΤ να διασφαλίσει ίση μεταχείριση και ίσες ευκαιρίες για το σύνολο του προσωπικού της, και να εγγυηθεί αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας εντός του οργάνου·
47. εκφράζει την ικανοποίησή του για τις προσπάθειες της ΕΚΤ να βελτιώσει τη σαφήνεια και τη διαφάνεια σε σχέση με την παροχή επείγουσας στήριξης της ρευστότητας (ELA) και τον καθορισμό της τιμολόγησής της, στο πλαίσιο της συμφωνίας για την ELA, του Μαΐου του 2017· επισημαίνει ότι η παροχή ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα σε ιδρύματα στη ζώνη του ευρώ θα μπορούσε να αποσαφηνιστεί περαιτέρω·
48. επικροτεί την πρακτική της ΕΚΤ να δημοσιεύει τις αποφάσεις γενικής εφαρμογής, τους κανονισμούς, τις συστάσεις και τις γνωμοδοτήσεις της, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τον αριθμό των εξαιρέσεων από τη δημοσιοποίηση· ζητεί από την ΕΚΤ να ενισχύσει τη διαφάνειά της έναντι του κοινού, μεταξύ άλλων μέσω δημόσιων διαβουλεύσεων, στις περιπτώσεις που η δημοσιοποίηση δεν διαταράσσει σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία των αγορών·
49. τονίζει ότι ο εποπτικός ρόλος της ΕΚΤ και η αποστολή της όσον αφορά τη νομισματική πολιτική δεν θα πρέπει να συγχέονται ούτε να οδηγούν σε συγκρούσεις συμφερόντων κατά την εκτέλεση των κύριων καθηκόντων της·
o o o
50. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ.