Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2020 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη διαπίστωση της ύπαρξης σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας (COM(2017)0835 – 2017/0360R(NLE))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου (COM(2017)0835),
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 2 και το άρθρο 7 παράγραφος 1,
– έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και τα πρωτόκολλα που είναι συνημμένα σε αυτήν,
– έχοντας υπόψη την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,
– έχοντας υπόψη τις διεθνείς συνθήκες των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα,
– έχοντας υπόψη τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης),
– έχοντας υπόψη το νομοθετικό ψήφισμά του της 20ής Απριλίου 2004 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής που αφορά το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση: Σεβασμός και προώθηση των αξιών στις οποίες βασίζεται η Ένωση(1),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 15ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με το άρθρο 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση - Σεβασμός και προώθηση των αξιών στις οποίες βασίζεται η Ένωση(2),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, της 11ης Μαρτίου 2014, με τίτλο «Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου»(3),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Απριλίου 2016 σχετικά με την κατάσταση στην Πολωνία(4),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στην Πολωνία και τις επιπτώσεις τους στα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης(5),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Νοεμβρίου 2017 σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας στην Πολωνία(6),
– έχοντας υπόψη την ενεργοποίηση από την Επιτροπή του διαρθρωμένου διαλόγου βάσει του πλαισίου για το κράτος δικαίου, του Ιανουαρίου του 2016,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση (ΕΕ) 2016/1374 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2016, σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία(7),
– έχοντας υπόψη τη σύσταση (ΕΕ) 2017/146 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία , η οποία είναι συμπληρωματική προς τη σύσταση (ΕΕ) 2016/1374(8),
– έχοντας υπόψη τη σύσταση (ΕΕ) 2017/1520 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2017, σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία, η οποία είναι συμπληρωματική προς τις συστάσεις (ΕΕ) 2016/1374 και (ΕΕ) 2017/146 (9),
– έχοντας υπόψη τη σύσταση (ΕΕ) 2018/103 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία, η οποία είναι συμπληρωματική προς τις συστάσεις της Επιτροπής (ΕΕ) 2016/1374, (ΕΕ) 2017/146 και (ΕΕ) 2017/1520(10),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 1ης Μαρτίου 2018 σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής να ενεργοποιήσει το άρθρο 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ όσον αφορά την κατάσταση στην Πολωνία(11),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την ποινικοποίηση της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στην Πολωνία(12),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 18ης Δεκεμβρίου 2019 σχετικά με τις δημόσιες διακρίσεις και τη ρητορική μίσους κατά των ατόμων ΛΟΑΔΜ, συμπεριλαμβανομένης της έννοιας των ζωνών χωρίς ΛΟΑΔΜ(13),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 16ης Ιανουαρίου 2019 σχετικά με την κατάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2017(14),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 3ης Μαΐου 2018 σχετικά με την πολυφωνία και την ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση(15),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 16ης Ιανουαρίου 2020 σχετικά με τις εν εξελίξει ακροάσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ σχετικά με την Πολωνία και την Ουγγαρία(16),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 17ης Απριλίου 2020 σχετικά με τη συντονισμένη δράση της ΕΕ για την καταπολέμηση της πανδημίας COVID-19 και των συνεπειών της(17),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Οκτωβρίου 2016 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τη θέσπιση μηχανισμού της ΕΕ για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα(18),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Φεβρουαρίου 2019 σχετικά με την εναντίωση στα δικαιώματα των γυναικών και στην ισότητα των φύλων στην ΕΕ(19),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 28ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την προσχώρηση της ΕΕ στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και άλλα μέτρα για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας(20),
– έχοντας υπόψη το νομοθετικό του ψήφισμα της 4ης Απριλίου 2019 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης στην περίπτωση γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά το κράτος δικαίου στα κράτη μέλη(21),
– έχοντας υπόψη το νομοθετικό του ψήφισμα της 17ης Απριλίου 2019 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του προγράμματος «Δικαιώματα και αξίες»(22),
– έχοντας υπόψη τις τέσσερις διαδικασίες επί παραβάσει που κίνησε η Επιτροπή κατά της Πολωνίας σε σχέση με τη μεταρρύθμιση του πολωνικού δικαστικού συστήματος, εκ των οποίων οι δύο πρώτες είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση αποφάσεων του Δικαστηρίου(23), με τις οποίες διαπιστώνονται παραβιάσεις του άρθρου 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο οποίο κατοχυρώνεται η αρχή της πραγματικής δικαστικής προστασίας, ενώ οι δύο άλλες διαδικασίες εξακολουθούν να εκκρεμούν,
– έχοντας υπόψη τις τρεις ακροάσεις της Πολωνίας που πραγματοποίησε το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων το 2018 στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ,
– έχοντας υπόψη την έκθεση αποστολής της 3ης Δεκεμβρίου 2018, μετά την επίσκεψη της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων στη Βαρσοβία από τις 19 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 2018, και τις ακροάσεις σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Πολωνία, που πραγματοποιήθηκαν στην ίδια επιτροπή στις 20 Νοεμβρίου 2018 και στις 23 Απριλίου 2020,
– έχοντας υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης,
– έχοντας υπόψη τις συστάσεις του ΠΟΥ του 2018 σχετικά με την σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα συναφή δικαιώματα,
– έχοντας υπόψη την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 24ης Ιουλίου 2014 στην υπόθεση Al Nashiri κατά Πολωνίας (προσφυγή αριθ. 28761/11),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 89 και το άρθρο 105 παράγραφος 5 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων,
– έχοντας υπόψη την προσωρινή έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A9-0138/2020),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και όπως αποτυπώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι, εν αντιθέσει με το άρθρο 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν περιορίζεται στους τομείς που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης, όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 15ης Οκτωβρίου 2003, και λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά συνέπεια, η Ένωση μπορεί να εκτιμήσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης των κοινών αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο σε περίπτωση παραβίασης στο περιορισμένο αυτό πεδίο αλλά και σε περίπτωση παραβίασης σε τομέα στον οποίο τα κράτη μέλη ενεργούν αυτόνομα·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ζήτημα που αφορά αποκλειστικά το συγκεκριμένο κράτος μέλος όπου εκδηλώνεται ο κίνδυνος, αλλά έχει αρνητικό αντίκτυπο για τα άλλα κράτη μέλη, για την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών και για την ίδια τη φύση της Ένωσης·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεσμευτεί, ελεύθερα και σε εθελοντική βάση, να τηρούν τις κοινές αξίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 αυτής·
1. δηλώνει ότι οι ανησυχίες του Κοινοβουλίου αφορούν τα ακόλουθα ζητήματα:
–
τη λειτουργία του νομοθετικού και του εκλογικού συστήματος,
–
την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και τα δικαιώματα των δικαστών,
–
την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων·
2. επαναλαμβάνει τη θέση του, την οποία έχει εκφράσει σε διάφορα ψηφίσματά του σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας στην Πολωνία, ότι τα γεγονότα και οι τάσεις που αναφέρονται στο παρόν ψήφισμα αποτελούν στο σύνολό τους συστημική απειλή κατά των αξιών του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και συνιστούν σαφή κίνδυνο σοβαρής παραβίασης αυτών·
3. εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι, παρά τις τρεις ακροάσεις με τις αρχές της Πολωνίας που πραγματοποιήθηκαν στο Συμβούλιο, τις πολλαπλές ανταλλαγές απόψεων στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την παρουσία των πολωνικών αρχών, τις ανησυχητικές εκθέσεις των Ηνωμένων Εθνών, του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και τις τέσσερις διαδικασίες επί παραβάσει που έχει κινήσει Επιτροπή, η κατάσταση του κράτους δικαίου στην Πολωνία όχι μόνο δεν έχει αντιμετωπιστεί, αλλά έχει επιδεινωθεί σοβαρά μετά την ενεργοποίηση της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ· είναι της άποψης ότι οι συζητήσεις στο Συμβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ δεν είναι ούτε τακτικές ούτε δομημένες και δεν έχουν καταφέρει ούτε να αντιμετωπίσουν επαρκώς τα ουσιαστικά ζητήματα που επέφεραν την ενεργοποίηση της διαδικασίας ούτε να χαρτογραφήσουν καταλλήλως τον αντίκτυπο που έχουν οι ενέργειες της πολωνικής κυβέρνησης στις αξίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ·
4. σημειώνει ότι η αιτιολογημένη πρόταση της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2017, δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία, που αφορά πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη διαπίστωση της ύπαρξης σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου(24) από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, συγκεκριμένα την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Πολωνία υπό την στενή έννοια της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας· θεωρεί επιτακτική την ανάγκη να διευρυνθεί το πεδίο της αιτιολογημένης πρότασης, με το να συμπεριληφθούν σαφείς κίνδυνοι σοβαρών παραβιάσεων άλλων βασικών αξιών της Ένωσης, ιδίως της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·
5. εκφράζει την άποψη ότι, βάσει των τελευταίων εξελίξεων στις τρέχουσες ακροάσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ, υπογραμμίζεται και πάλι η άμεση ανάγκη για τη δημιουργία ενός συμπληρωματικού και προληπτικού μηχανισμού της Ένωσης για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως προτάθηκε στο ψήφισμά του της 25ης Οκτωβρίου 2016·
6. επαναλαμβάνει τη θέση του σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης σε περίπτωση γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά το κράτος δικαίου στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των δικαιούχων, και καλεί το Συμβούλιο να ξεκινήσει διοργανικές διαπραγματεύσεις το συντομότερο δυνατόν·
7. επαναλαμβάνει τη θέση του όσον αφορά το δημοσιονομικό κονδύλιο για το νέο πρόγραμμα «Πολίτες, ισότητα, δικαιώματα και αξίες» εντός του επόμενου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, και ζητεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εξασφαλίσουν τη χορήγηση επαρκούς χρηματοδότησης προς εθνικές και τοπικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών για την αύξηση της υποστήριξης από τους πολίτες της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας·
****
Η λειτουργία του νομοθετικού και του εκλογικού συστήματος στην Πολωνία
Χρήση αρμοδιοτήτων συνταγματικής αναθεώρησης από το Πολωνικό Κοινοβούλιο
8. καταγγέλλει το γεγονός ότι το Πολωνικό Κοινοβούλιο άσκησε αρμοδιότητες συνταγματικής αναθεώρησης, τις οποίες δεν διέθετε καθώς ενεργούσε ως κοινός νομοθέτης, όταν εξέδωσε τον νόμο της 22ας Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση του νόμου περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου(25) και τον νόμο της 22ας Ιουλίου 2016 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου(26), όπως διαπίστωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο στις αποφάσεις του της 9ης Μαρτίου(27), της 11ης Αυγούστου(28) και της 7ης Νοεμβρίου 2016(29)(30)·
9. εκφράζει, επιπλέον, τη δυσαρέσκεια του για το γεγονός ότι το Πολωνικό Κοινοβούλιο ενέκρινε πολλές ιδιαίτερα ευαίσθητες νομοθετικές πράξεις σε μια περίοδο κατά την οποία δεν διασφαλίζεται πλέον στην πραγματικότητα η ανεξάρτητη συνταγματική αναθεώρηση των νόμων, όπως τον νόμο της 30ής Δεκεμβρίου 2015 για την τροποποίηση του νόμου σχετικά με τη δημόσια διοίκηση και ορισμένων άλλων νόμων(31), τον νόμο της 15ης Ιανουαρίου 2016 για την τροποποίηση του νόμου σχετικά με την αστυνομία και ορισμένων άλλων νόμων(32), τον νόμο της 28ης Ιανουαρίου 2016 σχετικά με την εισαγγελία(33), τον νόμο της 28ης Ιανουαρίου 2016 σχετικά με κανονισμούς για την εφαρμογή του νόμου σχετικά με την εισαγγελία(34), τον νόμο της 18ης Μαρτίου 2016 για την τροποποίηση του νόμου σχετικά με τον Συνήγορο του Πολίτη και ορισμένων άλλων νόμων(35), τον νόμο της 22ας Ιουνίου 2016 σχετικά με το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης(36), τον νόμο της 10ης Ιουνίου 2016 σχετικά με τα μέτρα καταπολέμησης της τρομοκρατίας(37), καθώς και αρκετούς άλλους νόμους που αναδιοργανώνουν εκ θεμελίων το δικαστικό σύστημα(38)·
Η χρήση ταχείας νομοθετικής διαδικασίας
10. εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τη συχνή χρήση ταχείας νομοθετικής διαδικασίας από το Πολωνικό Κοινοβούλιο για την έγκριση κρίσιμων νομοθετικών πράξεων με αντικείμενο τον επανασχεδιασμό της οργάνωσης και της λειτουργίας των δικαστηρίων, χωρίς ουσιαστική διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής κοινότητας(39)·
Εκλογικός νόμος και οργάνωση των εκλογών
11. σημειώνει με ανησυχία ότι, σύμφωνα με τον ΟΑΣΕ, η μεροληπτική στάση των μέσων ενημέρωσης και η ρητορική της μισαλλοδοξίας στην προεκλογική εκστρατεία για τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2019 προκάλεσαν ιδιαίτερο προβληματισμό(40) και ότι, ενώ όλοι οι υποψήφιοι ήταν σε θέση να πραγματοποιήσουν εκστρατείες ελεύθερα, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι χρησιμοποίησαν δημόσια χρηματοδοτούμενες εκδηλώσεις για να περάσουν προεκλογικά μηνύματα· σημειώνει, επιπλέον, ότι η κυριαρχία του κυβερνώντος κόμματος στα δημόσια μέσα ενημέρωσης ενίσχυσε περαιτέρω το πλεονέκτημα που διαθέτει(41)· εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι η εχθρότητα, οι απειλές κατά των μέσων ενημέρωσης, η μισαλλοδοξία και οι υποθέσεις κατάχρησης κρατικών πόρων αποδυναμώνουν τη διαδικασία των προεδρικών εκλογών της Πολωνίας τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2020(42)·
12. εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι το νέο Τμήμα Εκτάκτου Ελέγχου και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου («έκτακτο τμήμα»), το οποίο απαρτίζεται στην πλειοψηφία του από μέλη που έχει διορίσει το νέο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο και ενδέχεται να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητο δικαστήριο κατά την αξιολόγηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Δικαστήριο»), πρόκειται στο εξής να εξακριβώνει την εγκυρότητα των εκλογών και να εξετάζει τις εκλογικές διαφορές· σημειώνει ότι το γεγονός αυτό εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά τη διάκριση των εξουσιών και τη λειτουργία της πολωνικής δημοκρατίας, δεδομένου ότι καθιστά τον δικαστικό έλεγχο των εκλογικών διαφορών ιδιαίτερα ευάλωτο στην άσκηση πολιτικής επιρροής και μπορεί να δημιουργήσει ανασφάλεια δικαίου όσον αφορά την εγκυρότητα του εν λόγω ελέγχου(43)·
13. σημειώνει ότι, στον κώδικά της περί της ορθής πρακτικής σε εκλογικά ζητήματα του 2002(44), η Επιτροπή της Βενετίας παρέχει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για τη διεξαγωγή γενικών εκλογών κατά τη διάρκεια καταστάσεων δημόσιας έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων επιδημιών· σημειώνει ότι, παρόλο που ο κώδικας προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεων διεξαγωγής ψηφοφορίας, οποιεσδήποτε τροποποιήσεις για τη θέσπιση τέτοιων ρυθμίσεων μπορούν να εξεταστούν μόνο σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές, «αν διασφαλίζεται η αρχή της ελεύθερης ψηφοφορίας»· θεωρεί ότι αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση των τροποποιήσεων του εκλογικού πλαισίου για τις προεδρικές εκλογές που επρόκειτο να διεξαχθούν στις 10 Μαΐου 2020, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τη δίκαιη, μυστική και κατά τρόπο ισότιμο διενέργεια των εκλογών, με πλήρη σεβασμό του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή(45) και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(46)· σημειώνει, επιπλέον, ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις έρχονται σε αντίθεση με τη νομολογία του Πολωνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που είχε εκδοθεί όταν ο συνταγματικός έλεγχος εξακολουθούσε να ασκείται με αποτελεσματικό τρόπο, και η οποία όριζε ότι ο εκλογικός κώδικας δεν πρέπει να τροποποιείται 6 μήνες πριν από οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία· σημειώνει με ανησυχία ότι η ανακοίνωση για την αναβολή των προεδρικών εκλογών έγινε μόλις 4 ημέρες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία·
Ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και άλλων θεσμών και δικαιώματα των δικαστών στην Πολωνία
Μεταρρύθμιση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης – Γενικές παρατηρήσεις
14. αναγνωρίζει ότι, παρόλο που η οργάνωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης αποτελεί εθνική αρμοδιότητα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του ενωσιακού δικαίου κατά την άσκηση αυτής της αρμοδιότητας· επαναλαμβάνει ότι οι εθνικοί δικαστές είναι και Ευρωπαίοι δικαστές, οι οποίοι εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο καθιστά την ανεξαρτησία τους κοινή μέριμνα για την Ένωση, συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να επιβάλλει τον σεβασμό του κράτους δικαίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 19 ΣΕΕ και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «Χάρτης»), στον τομέα της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης· καλεί τις πολωνικές αρχές να σέβονται και να διατηρούν την ανεξαρτησία των πολωνικών δικαστηρίων·
Σύνθεση και λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου
15. υπενθυμίζει ότι οι νόμοι που αφορούν το Συνταγματικό Δικαστήριο, οι οποίοι εγκρίθηκαν στις 22 Δεκεμβρίου 2015 και στις 22 Ιουλίου 2016, καθώς και η δέσμη των τριών νόμων που εγκρίθηκαν στο τέλος του 2016(47), υπονόμευσαν σοβαρά την ανεξαρτησία και τη νομιμότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου και ότι οι νόμοι της 22ας Δεκεμβρίου 2015 και της 22ας Ιουλίου 2016 κρίθηκαν αντισυνταγματικοί από το Συνταγματικό Δικαστήριο στις 9 Μαρτίου 2016 και στις 11 Αυγούστου 2016, αντιστοίχως· υπενθυμίζει ότι οι πολωνικές αρχές δεν δημοσίευσαν ούτε εκτέλεσαν τις εν λόγω αποφάσεις· εκφράζει τη βαθιά του δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι η συνταγματικότητα των πολωνικών νόμων δεν μπορεί πλέον να διασφαλισθεί αποτελεσματικά στην Πολωνία, από τότε που άρχισαν να ισχύουν οι προαναφερόμενες νομοθετικές αλλαγές(48)· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει σε σχέση με τη νομοθεσία για το Συνταγματικό Δικαστήριο, την παράνομη σύνθεσή του και τον ρόλο του στην παρεμπόδιση της συμμόρφωσης με την προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ της 19ης Νοεμβρίου 2019(49)·
Καθεστώτα συνταξιοδότησης, διορισμού και πειθαρχικών διαδικασιών για τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου
16. υπενθυμίζει ότι, το 2017, οι αλλαγές στη μέθοδο καθορισμού των υποψηφίων για τη θέση του Πρώτου Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ο «Πρώτος Πρόεδρος») κατέστησαν στην πράξη άνευ ουσίας τη συμμετοχή των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διαδικασία επιλογής· καταγγέλλει το γεγονός ότι ο νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 2019 που τροποποιεί τον νόμο περί της οργάνωσης των κοινών δικαστηρίων, τον νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένους άλλους νόμους(50) (ο «νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 2019») μειώνει έτι περαιτέρω τη συμμετοχή των δικαστών στη διαδικασία επιλογής του Πρώτου Προέδρου, θεσπίζοντας μια θέση ασκούντος καθήκοντα Πρώτου Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ο «ασκών καθήκοντα Πρώτου Προέδρου») που διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας, και μειώνοντας την απαρτία στον τρίτο γύρο σε 32 μόνον από τους 125 δικαστές, εγκαταλείποντας έτσι στην ουσία το μοντέλο επιμερισμού των εξουσιών μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της κοινότητας των δικαστών, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 183 παράγραφος 3 του Συντάγματος της Πολωνίας(51)·
17. σημειώνει με προβληματισμό τις παρατυπίες σχετικά με τον διορισμό του ασκούντος καθήκοντα Πρώτου Προέδρου και τις περαιτέρω ενέργειές του· εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι η διαδικασία εκλογής των υποψηφίων για τη θέση του Πρώτου Προέδρου δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 183 του Πολωνικού Συντάγματος ή τον Κανονισμό Διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και παραβίασε βασικά πρότυπα διασκέψεων μεταξύ των μελών της Γενικής Συνέλευσης των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (η «Γενική Συνέλευση»)· σημειώνει με λύπη ότι οι αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα της εκλογικής διαδικασίας στη Γενική Συνέλευση, καθώς και σχετικά με την αμεροληψία και την ανεξαρτησία των εκτελούντων χρέη Προέδρου κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν περαιτέρω τη διάκριση των εξουσιών και τη νομιμότητα του νέου Πρώτου Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου που διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας στις 25 Μαΐου 2020 και, επομένως, να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου· υπενθυμίζει ότι παρόμοιες παραβιάσεις του νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας υπήρξαν κατά τον διορισμό του Προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου·
18. συμμερίζεται την ανησυχία της Επιτροπής για το γεγονός ότι η εξουσία του Πρόεδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας (και σε ορισμένες περιπτώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης) να ασκεί επιρροή σε πειθαρχικές διαδικασίες κατά δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου με τον διορισμό υπευθύνου πειθαρχικών διαδικασιών ο οποίος αναλαμβάνει τη διερεύνηση της υπόθεσης, αποκλείοντας τον υπεύθυνο πειθαρχικών διαδικασιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου από εν εξελίξει διαδικασίες, εγείρει ανησυχίες σχετικά με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και ενδέχεται να θίγει την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας(52)·
19. υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε, στην απόφασή του της 24ης Ιουνίου 2019(53), ότι η μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης των εν ενεργεία δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και παραβιάζει την αρχή της μονιμότητας των δικαστών και, κατά συνέπεια, την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, έχοντας προηγουμένως εγκρίνει, με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2018, αίτηση της Επιτροπής για τη λήψη προσωρινών μέτρων επί του θέματος αυτού(54)· σημειώνει ότι οι πολωνικές αρχές ενέκριναν τον νόμο της 21ης Νοεμβρίου 2018 που τροποποιεί τον νόμο σχετικά με το Ανώτατο Δικαστήριο(55) προκειμένου να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, ενέργεια που συνιστά τη μοναδική μέχρι στιγμής περίπτωση κατά την οποία κατάργησαν αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης σε σύνδεση με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ·
Σύνθεση και λειτουργία του πειθαρχικού τμήματος και του έκτακτου τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου
20. υπενθυμίζει ότι το 2018 δημιουργήθηκαν δύο νέα τμήματα στο Ανώτατο Δικαστήριο, συγκεκριμένα το πειθαρχικό τμήμα και το έκτακτο τμήμα, που στελεχώθηκαν με νεοδιορισθέντες δικαστές, τους οποίους επέλεξε το νέο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο και στους οποίους ανατέθηκαν ειδικές εξουσίες – συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας του έκτακτου τμήματος να ακυρώνει οριστικές αποφάσεις που εξέδωσαν κατώτερα δικαστήρια ή και το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο μέσω έκτακτης επανεξέτασης, και την εξουσία του πειθαρχικού τμήματος να επιβάλλει πειθαρχικά μέτρα σε άλλους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των κοινών δικαστηρίων, δημιουργώντας εκ των πραγμάτων ένα «Ανώτατο Δικαστήριο εντός του Ανωτάτου Δικαστηρίου»(56)·
21. υπενθυμίζει ότι, στην απόφασή του της 19ης Νοεμβρίου 2019(57), το Δικαστήριο της ΕΕ, απαντώντας σε αίτηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (τμήμα εργατικού δικαίου και κοινωνικών ασφαλίσεων (το «τμήμα εργατικών διαφορών»)) για την έκδοση προδικαστικής απόφασης σχετικά με το πειθαρχικό τμήμα, απεφάνθη ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να αγνοούν διατάξεις του εθνικού δικαίου που προβλέπουν ότι αρμόδιο για την εκδίκαση υπόθεσης, που άπτεται της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, είναι όργανο που δεν πληροί τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας·
22. σημειώνει ότι το αιτούν Ανώτατο Δικαστήριο (τμήμα εργατικών διαφορών) απεφάνθη στη συνέχεια, στην απόφασή του της 5ης Δεκεμβρίου 2019(58), ότι το πειθαρχικό τμήμα δεν πληροί τις απαιτήσεις ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου υπό την έννοια του πολωνικού και του ενωσιακού δικαίου, και ότι το Ανώτατο Δικαστήριο (τμήματα αστικών, ποινικών και εργατικών διαφορών) ενέκρινε ψήφισμα, στις 23 Ιανουαρίου 2020(59), στο οποίο επανέλαβε ότι το πειθαρχικό τμήμα δεν συνιστά δικαστήριο λόγω του γεγονότος ότι δεν είναι ανεξάρτητο και, ως εκ τούτου, οι αποφάσεις του δεν μπορούν να θεωρηθούν αποφάσεις που εκδίδονται από δεόντως ορισθέν δικαστήριο· σημειώνει με έντονη ανησυχία ότι οι πολωνικές αρχές δήλωσαν ότι οι αποφάσεις αυτές στερούνται νομικής σημασίας όσον αφορά τη συνέχιση της λειτουργίας του πειθαρχικού τμήματος και του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, και ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε αντισυνταγματικό το ψήφισμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 20 Απριλίου 2020(60), δημιουργώντας μια επικίνδυνη δυαρχία στο δικαστικό σύστημα στην Πολωνία κατά καταφανή παραβίαση της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως του άρθρου 19 παράγραφος 1 ΣΕΕ, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο της ΕΕ, διότι εμποδίζει την αποτελεσματικότητα και την εφαρμογή της απόφασης του Δικαστηρίου της ΕΕ της 19ης Νοεμβρίου 2019(61) από τα πολωνικά δικαστήρια(62)·
23. σημειώνει τη διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 2020(63) με την οποία ζητείται από την Πολωνία να αναστείλει αμέσως την εφαρμογή των εθνικών προβλέψεων σχετικά με τις εξουσίες του πειθαρχικού τμήματος και καλεί τις πολωνικές αρχές να εφαρμόσουν αμελλητί τη διάταξη· καλεί τις πολωνικές αρχές να συμμορφωθούν πλήρως με τη διάταξη και καλεί την Επιτροπή να υποβάλει στο Δικαστήριο συμπληρωματικό αίτημα για την καταβολή προστίμου σε περίπτωση συνεχιζόμενης μη συμμόρφωσης· καλεί την Επιτροπή να κινήσει επειγόντως διαδικασία επί παραβάσει σε σχέση με τις εθνικές διατάξεις που αφορούν τις εξουσίες του έκτακτου τμήματος, δεδομένου ότι η σύνθεσή του πάσχει από τα ίδια νομικά ελαττώματα με το πειθαρχικό τμήμα·
Σύνθεση και λειτουργία του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου
24. υπενθυμίζει ότι αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών να συγκροτήσουν δικαστικό συμβούλιο, αλλά ότι, εφόσον συγκροτηθεί τέτοιο συμβούλιο, η ανεξαρτησία του πρέπει να διασφαλίζεται σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και το Σύνταγμα του κράτους μέλους· υπενθυμίζει ότι, μετά τη μεταρρύθμιση του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, του αρμόδιου οργάνου για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και των δικαστών σύμφωνα με το άρθρο 186 παράγραφος 1 του πολωνικού Συντάγματος,, μέσω του νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017 που τροποποιεί τον νόμο για το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο και ορισμένους άλλους νόμους(64), η δικαστική κοινότητα στην Πολωνία στερήθηκε την εξουσία να ορίζει εκπροσώπους στο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο και, ως εκ τούτου, την επιρροή της στην πρόσληψη και την προαγωγή των δικαστών· υπενθυμίζει ότι, πριν από τη μεταρρύθμιση, 15 από τα 25 μέλη του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου ήταν δικαστές που είχαν εκλεγεί από τους συναδέλφους τους, ενώ από τη μεταρρύθμιση του 2017 και μετά οι εν λόγω δικαστές εκλέγονται από το Πολωνικό Κοινοβούλιο· εκφράζει τη βαθιά του δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι το μέτρο αυτό, σε συνδυασμό με την πρόωρη λήξη, στις αρχές του 2018, της θητείας όλων των μελών που είχαν διοριστεί βάσει των παλαιών κανόνων, οδήγησε σε εκτεταμένη πολιτικοποίηση του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου(65)·
25. υπενθυμίζει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα κριτήρια που όρισε το Δικαστήριο στην απόφασή του της 19ης Νοεμβρίου 2019, έκρινε, στην απόφασή του της 5ης Δεκεμβρίου 2019 και στις αποφάσεις του της 15ης Ιανουαρίου 2020(66), καθώς και στο ψήφισμά του της 23ης Ιανουαρίου 2020, ότι ο αποφασιστικός ρόλος του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου στην επιλογή των δικαστών του νεοσυσταθέντος πειθαρχικού τμήματος υπονομεύει την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του τελευταίου(67)· εκφράζει τον προβληματισμό του για το νομικό καθεστώς των δικαστών που διορίστηκαν ή προάχθηκαν από το νέο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο στην τρέχουσα σύνθεσή του και για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η συμμετοχή τους στην εκδίκαση υποθέσεων στην εγκυρότητα και τη νομιμότητα των διαδικασιών·
26. υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων ανέστειλε την ιδιότητα μέλους του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου στις 17 Σεπτεμβρίου 2018, λόγω του ότι δεν πληρούσε πλέον τις απαιτήσεις της ανεξαρτησίας από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, και κίνησε διαδικασία αποπομπής τον Απρίλιο του 2020(68)·
27. καλεί την Επιτροπή να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει σε σχέση με τον νόμο της 12ης Μαΐου 2011 για το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο(69), όπως τροποποιήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2017, και να ζητήσει από το Δικαστήριο της ΕΕ να αναστείλει τις δραστηριότητες του νέου Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου μέσω προσωρινών μέτρων·
Κανόνες που διέπουν την οργάνωση των κοινών δικαστηρίων και τον διορισμό προέδρων δικαστηρίων και το καθεστώς συνταξιοδότησης των δικαστών των κοινών δικαστηρίων
28. εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος, στο πλαίσιο του πολωνικού συστήματος, είναι ταυτόχρονα και Γενικός Εισαγγελέας, ανέλαβε την εξουσία να διορίζει και να παύει τους προέδρους των κατώτερων δικαστηρίων κατά την κρίση του κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου 6 μηνών, και για το γεγονός ότι το 2017-2018 ο Υπουργός Δικαιοσύνης αντικατέστησε πάνω από 150 προέδρους και αντιπροέδρους δικαστηρίων· σημειώνει ότι, μετά από αυτή την περίοδο, η απομάκρυνση των προέδρων δικαστηρίων παρέμεινε στην κρίση του Υπουργού Δικαιοσύνης, χωρίς η εξουσία αυτή να ελέγχεται αποτελεσματικά· σημειώνει, επιπλέον, ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης ανέλαβε και άλλες «πειθαρχικές» εξουσίες έναντι των προέδρων των δικαστηρίων, ενώ οι πρόεδροι των ανώτερων δικαστηρίων διαθέτουν πλέον ευρείες διοικητικές εξουσίες έναντι των προέδρων των κατώτερων δικαστηρίων(70)· εκφράζει τη λύπη του για αυτή τη σημαντική οπισθοδρόμηση όσον αφορά το κράτος δικαίου και την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος στην Πολωνία(71)·
29. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ο νόμος της 20ής Δεκεμβρίου 2019, που τέθηκε σε ισχύ την 14η Φεβρουαρίου 2020, τροποποίησε τη σύνθεση των συνελεύσεων των δικαστών και μεταβίβασε ορισμένες από τις εξουσίες των εν λόγω οργάνων δικαστικής αυτοδιοίκησης στα σώματα των προέδρων δικαστηρίων, οι οποίοι διορίζονται από τον υπουργό Δικαιοσύνης(72)·
30. υπενθυμίζει ότι, στην απόφασή του της 5ης Νοεμβρίου 2019(73), το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι οι διατάξεις του νόμου της 12ης Ιουλίου 2017 για την τροποποίηση του νόμου σχετικά με την οργάνωση των κοινών δικαστηρίων και ορισμένων άλλων νόμων(74), οι οποίες μείωσαν την ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστών των κοινών δικαστηρίων, ενώ παράλληλα επέτρεψαν στον Υπουργό Δικαιοσύνης να αποφασίζει σχετικά με την παράταση της ενεργούς υπηρεσίας τους, και θέσπισαν διαφορετική ηλικία συνταξιοδότησης ανάλογα με το φύλο των δικαστών, αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης·
Δικαιώματα και ανεξαρτησία των δικαστών, συμπεριλαμβανομένου του νέου πειθαρχικού καθεστώτος για τους δικαστές
31. στηλιτεύει τις νέες διατάξεις που θεσπίζουν περαιτέρω πειθαρχικά παραπτώματα και κυρώσεις για δικαστές και προέδρους δικαστηρίων, διότι συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος(75)· καταγγέλλει τις νέες διατάξεις που απαγορεύουν κάθε πολιτική δραστηριότητα των δικαστών, υποχρεώνουν τους δικαστές να γνωστοποιούν δημοσίως τη συμμετοχή τους σε ενώσεις και περιορίζουν σημαντικά τις συνεδριάσεις των οργάνων δικαστικής αυτοδιοίκησης, οι οποίες είναι αντίθετες προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, περιορίζοντας την ελευθερία έκφρασης των δικαστών(76)·
32. εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για τις πειθαρχικές διαδικασίες που κινήθηκαν κατά δικαστών και εισαγγελέων στην Πολωνία σε σχέση με τις δικαστικές αποφάσεις τους για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή με τις δημόσιες δηλώσεις τους για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου στην Πολωνία· ειδικότερα, καταδικάζει την απειλή πειθαρχικής δίωξης(77) κατά πάνω από το 10 % των δικαστών, για την υπογραφή επιστολής προς τον ΟΑΣΕ σχετικά με την ορθή διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών και για την παροχή υποστήριξης σε διωκόμενους δικαστές· καταδικάζει την εκστρατεία δυσφήμισης κατά των Πολωνών δικαστών και την εμπλοκή κρατικών αξιωματούχων σε αυτήν· καλεί τις πολωνικές αρχές να απέχουν την κατάχρηση πειθαρχικών διαδικασιών και από άλλες δραστηριότητες που υπονομεύουν τη δικαστική εξουσία·
33. καλεί τις πολωνικές αρχές να άρουν τις νέες διατάξεις (για τα πειθαρχικά παραπτώματα και άλλες) που εμποδίζουν τα δικαστήρια να εξετάζουν ζητήματα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας άλλων δικαστών υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), μη επιτρέποντας, έτσι, στους δικαστές να ασκούν το καθήκον τους βάσει του δικαίου της Ένωσης, δηλαδή να μην εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης(78)·
34. εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει σε σχέση με τις προαναφερθείσες νέες διατάξεις· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν έχει σημειωθεί καμία πρόοδος από τις 29 Απριλίου 2020· καλεί την Επιτροπή να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα με το ζήτημα, και να ζητήσει από το Δικαστήριο της ΕΕ να εφαρμόσει την ταχεία διαδικασία και να εγκρίνει προσωρινά μέτρα, εφόσον η υπόθεση παραπεμφθεί στο Δικαστήριο·
Το καθεστώς του Γενικού Εισαγγελέα και η οργάνωση των εισαγγελικών υπηρεσιών
35. καταγγέλλει τη συγχώνευση του αξιώματος του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Γενικού Εισαγγελέα, τις αυξημένες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα στο πλαίσιο του εισαγγελικού συστήματος, τις αυξημένες εξουσίες του Υπουργού Δικαιοσύνης όσον αφορά το δικαστικό σώμα (νόμος της 27ης Ιουλίου 2001 για την οργάνωση των κοινών δικαστηρίων(79), όπως έχει τροποποιηθεί)· και τους ανεπαρκείς ελέγχους στις εν λόγω εξουσίες (Εθνικό Συμβούλιο Εισαγγελέων), καθώς οδηγούν στη συσσώρευση υπερβολικά πολλών εξουσιών σε ένα πρόσωπο και έχουν άμεσες αρνητικές συνέπειες για την ανεξαρτησία του εισαγγελικού συστήματος από την πολιτική σφαίρα, όπως αναφέρει η Επιτροπή της Βενετίας(80)·
36. υπενθυμίζει ότι, στην απόφασή του της 5ης Νοεμβρίου 2019, το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης των εισαγγελέων αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο διότι θεσπίζει διαφορετική ηλικία συνταξιοδότησης για άνδρες και γυναίκες εισαγγελείς στην Πολωνία·
Συνολική αξιολόγηση της κατάστασης του κράτους δικαίου στην Πολωνία
37. συμφωνεί με την Επιτροπή, την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και την Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς και τον Ειδικό Εισηγητή του ΟΗΕ για την ανεξαρτησία των δικαστών και των δικηγόρων ότι οι προαναφερθείσες επιμέρους αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει το δικαστικό σύστημα, εάν ληφθεί υπόψη η αλληλεπίδρασή τους και ο συνολικός τους αντίκτυπος, συνιστούν σοβαρή, διαρκή και συστημική παραβίαση του κράτους δικαίου, η οποία επιτρέπει στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία να παρεμβαίνουν σε ολόκληρη τη δομή και τα αποτελέσματα του δικαστικού συστήματος κατά τρόπο που είναι ασύμβατος με τις αρχές της διάκρισης των εξουσιών και του κράτους δικαίου, αποδυναμώνοντας έτσι σημαντικά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στην Πολωνία(81)· καταδικάζει τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις, στην πολωνική έννομη τάξη, των μέτρων που έχουν ληφθεί και των διορισμών που έχουν γίνει από τις πολωνικές αρχές από το 2016·
Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Πολωνία
Ο Πολωνός Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
38. εκφράζει την ανησυχία του για τις πολιτικές επιθέσεις κατά της ανεξαρτησίας του Γραφείου του Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα(82)· επισημαίνει το γεγονός ότι ο Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα έχει ασκήσει δημόσια κριτική, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, για διάφορα μέτρα που έχει λάβει η σημερινή κυβέρνηση· υπενθυμίζει το γεγονός ότι το καταστατικό του Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα κατοχυρώνεται στο πολωνικό Σύνταγμα και ότι η θητεία του νυν Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα λήγει τον Σεπτέμβριο του 2020· υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το πολωνικό Σύνταγμα, ο Επίτροπος θα πρέπει να εκλέγεται από το Sejm με τη συναίνεση της Γερουσίας·
Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
39. εκφράζει την ανησυχία του σχετικά με αναφορές για αδικαιολόγητες καθυστερήσεις σε δικαστικές διαδικασίες, δυσκολίες πρόσβασης σε νομική συνδρομή κατά τη σύλληψη και περιπτώσεις ανεπαρκούς τήρησης του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και του εντολέα του(83)· καλεί την Επιτροπή να παρακολουθεί από κοντά την κατάσταση όσον αφορά τους δικηγόρους στην Πολωνία· υπενθυμίζει το δικαίωμα όλων των πολιτών να συμβουλεύονται ανεξάρτητο δικηγόρο και να του αναθέτουν την υπεράσπιση και την εκπροσώπησή τους, σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη·
40. προβληματίζεται για το γεγονός ότι, από την έναρξη ισχύος, την 14η Φεβρουαρίου 2020, του νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2019, μόνο το έκτακτο τμήμα, του οποίου η ίδια η ανεξαρτησία και αμεροληψία είναι υπό αμφισβήτηση, μπορεί να αποφασίσει κατά πόσον ένας δικαστής ή ένα δικαστήριο είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο, με αποτέλεσμα να στερούνται οι πολίτες ενός σημαντικού στοιχείου δικαστικού ελέγχου σε όλους τους άλλους βαθμούς δικαιοδοσίας(84)· υπενθυμίζει το γεγονός ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη υποχρεώνει κάθε δικαστήριο να ελέγχει αυτεπάγγελτα αν πληροί τα κριτήρια της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας(85)·
Το δικαίωμα στην ενημέρωση και την ελευθερία της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένων της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και της πολυφωνίας
41. επαναλαμβάνει ότι η ελευθερία και η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου και ότι το δικαίωμα του ατόμου να ενημερώνει και να ενημερώνεται αποτελεί μέρος των βασικών δημοκρατικών αξιών στις οποίες βασίζεται η Ένωση· υπενθυμίζει ότι, στο ψήφισμά του της 16ης Ιανουαρίου 2020, το Κοινοβούλιο κάλεσε το Συμβούλιο να εξετάσει στις ακροάσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ οποιεσδήποτε νέες εξελίξεις στο πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης·
42. υπενθυμίζει ότι, στο ψήφισμά του της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, το Κοινοβούλιο εξέφρασε την ανησυχία του για τις ήδη εγκριθείσες και τις προσφάτως προταθείσες αλλαγές στον πολωνικό νόμο για τα μέσα ενημέρωσης· επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να διενεργήσει αξιολόγηση των νομοθετικών πράξεων που έχουν εγκριθεί, όσον αφορά τη συμβατότητά τους με το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως με το άρθρο 11 του Χάρτη και με το δίκαιο της Ένωσης για τα δημόσια μέσα ενημέρωσης·
43. εκφράζει τις σοβαρές τους ανησυχίες για τις ενέργειες των πολωνικών αρχών τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα, συμπεριλαμβανομένων του μετασχηματισμού του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα σε φιλοκυβερνητικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα, της παρεμπόδισης της έκφρασης ανεξάρτητων ή διαφορετικών απόψεων στα δημόσια μέσα ενημέρωσης και τα διοικητικά όργανά τους, και της άσκησης ελέγχου επί του ραδιοτηλεοπτικού περιεχομένου(86)· υπενθυμίζει το γεγονός ότι το άρθρο 54 του Συντάγματος της Πολωνίας διασφαλίζει την ελευθερία της έκφρασης και απαγορεύει τη λογοκρισία·
44. εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι ορισμένοι πολιτικοί ασκούν υπερβολικά συχνά μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση κατά δημοσιογράφων, στους οποίους επιβάλλονται, μεταξύ άλλων, χρηματικές ποινές και αναστολή της άσκησης του επαγγέλματός τους· εκφράζει φόβους ότι θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες για τον κλάδο και για την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης(87)· καλεί τις πολωνικές αρχές να διασφαλίσουν την πρόσβαση στα κατάλληλα ένδικα μέσα για τους δημοσιογράφους και τις οικογένειές τους που υφίστανται μηνύσεις οι οποίες αποσκοπούν στη φίμωση ή τον εκφοβισμό ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης· καλεί τις πολωνικές αρχές να εφαρμόσουν πλήρως τη σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 13ης Απριλίου 2016 για την προστασία της δημοσιογραφίας και την ασφάλεια των δημοσιογράφων και άλλων παραγόντων των μέσων ενημέρωσης(88)· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι μέχρι σήμερα η Επιτροπή δεν έχει προτείνει νομοθεσία για την καταπολέμηση των στρατηγικών μηνύσεων κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPP: Strategic lawsuit against public participation), η οποία θα προστατεύει επίσης τους Πολωνούς δημοσιογράφους και τα πολωνικά μέσα ενημέρωσης από κακόβουλες μηνύσεις·
45. εκφράζει τον προβληματισμό του για τις αναφερόμενες περιπτώσεις κράτησης δημοσιογράφων επειδή έκαναν τη δουλειά τους πραγματοποιώντας ρεπορτάζ για τις διαμαρτυρίες κατά των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας κατά την επιδημική έξαραση της COVID-19(89)·
Ακαδημαϊκή ελευθερία
46. εκφράζει προβληματισμό για τη χρήση και την απειλή άσκησης δικαστικών προσφυγών για συκοφαντική δυσφήμηση κατά ακαδημαϊκών· καλεί τις πολωνικές αρχές να σέβονται την ελευθερία του λόγου και την ακαδημαϊκή ελευθερία, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα(90)·
47. καλεί το Πολωνικό Κοινοβούλιο να καταργήσει το κεφάλαιο 6γ του νόμου της 18ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με το Ίδρυμα Εθνικής Μνήμης – Επιτροπή για τη δίωξη των εγκλημάτων κατά του πολωνικού έθνους(91), το οποίο θέτει σε κίνδυνο την ελευθερία του λόγου και την ανεξάρτητη έρευνα, καθιστώντας αστικό αδίκημα, λόγω του οποίου μπορεί κανείς να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, την πρόκληση βλάβης στη φήμη της Πολωνίας και των πολιτών της, για παράδειγμα σε περίπτωση που κατηγορήσει κανείς την Πολωνία ή Πολωνούς πολίτες για συμμετοχή στο Ολοκαύτωμα(92)·
Ελευθερία του συνέρχεσθαι
48. επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την πολωνική κυβέρνηση να σεβαστεί το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, αποσύροντας από τον ισχύοντα νόμο της 24ης Ιουλίου 2015 σχετικά με τις δημόσιες συναθροίσεις(93), όπως τροποποιήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2016(94), τις διατάξεις που δίνουν προτεραιότητα στις εγκεκριμένες από την κυβέρνηση «κυκλικές» συναθροίσεις(95)· καλεί μετ’ επιτάσεως τις πολωνικές αρχές να μην επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις σε ανθρώπους που συμμετέχουν σε ειρηνικές συναθροίσεις ή αντιδιαδηλώσεις και να αποσύρουν τις ποινικές κατηγορίες εις βάρος ειρηνικών διαδηλωτών· προτρέπει, επιπλέον, τις πολωνικές αρχές να προστατεύουν επαρκώς τις ειρηνικές συναθροίσεις και να προσάγουν στη δικαιοσύνη όσους επιτίθενται βίαια σε άτομα που συμμετέχουν σε ειρηνικές συναθροίσεις·
49. εκφράζει τον προβληματισμό του για την εξαιρετικά περιοριστική απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων(96) που ίσχυσε κατά την πανδημία COVID-19 χωρίς την κήρυξη κατάστασης φυσικής καταστροφής, όπως ορίζεται στο άρθρο 232 του πολωνικού Συντάγματος, και επιμένει ότι είναι αναγκαίο να εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας όταν περιορίζεται το δικαίωμα του συνέρχεσθαι·
Ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι
50. καλεί τις πολωνικές αρχές να τροποποιήσουν τον νόμο της 15ης Σεπτεμβρίου 2017 σχετικά με το Εθνικό Ινστιτούτο για την Ελευθερία – Κέντρο για την Ανάπτυξη της Κοινωνίας των Πολιτών(97)(98), προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόσβαση σε κρατική χρηματοδότηση για επικριτικές ομάδες της κοινωνίας των πολιτών σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, καθώς και μια δίκαιη, αμερόληπτη και διαφανής κατανομή των δημόσιων κονδυλίων στην κοινωνία των πολιτών, με διασφάλισης της πλουραλιστικής εκπροσώπησης(99)· επαναλαμβάνει την έκκλησή του να διατίθεται επαρκής χρηματοδότηση για τους σχετικούς οργανισμούς μέσω διαφορετικών χρηματοδοτικών μηχανισμών σε ενωσιακό επίπεδο, όπως του σκέλους «Αξίες της Ένωσης» του νέου προγράμματος «Πολίτες, ισότητα, δικαιώματα και αξίες», καθώς και άλλων πιλοτικών έργων της Ένωσης· εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι τα μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής από την Πολωνία αντιμετωπίζουν πολιτικές πιέσεις για τις δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της εντολής τους(100)·
51. εκφράζει την ανησυχία του για το ανακοινωθέν τύπου των Υπουργών Δικαιοσύνης και Περιβάλλοντος σχετικά με ορισμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις, που είχε ως στόχο να τις στιγματίσει ως ενεργούσες προς το συμφέρον ξένων παραγόντων· εκφράζει την έντονη ανησυχία του για το προγραμματισθέν νομοσχέδιο σχετικά με τη δημιουργία δημόσιου μητρώου χρηματοδότησης μη κυβερνητικών οργανώσεων, που τις υποχρεώνει να δηλώνουν τυχόν ξένες πηγές χρηματοδότησης(101)·
Προστασία ιδιωτικής ζωής και δεδομένων
52. επαναλαμβάνει το συμπέρασμά του, στο οποίο κατέληξε στο ψήφισμά του της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο της 10ης Ιουνίου 2016 σχετικά με τα μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και στον νόμο της 6ης Απριλίου 1990 σχετικά με την αστυνομία(102), όπως τροποποιήθηκε, όσον αφορά τη διενέργεια μυστικών παρακολουθήσεων δεν επαρκούν για την πρόληψη της καταχρηστικής ή της αδικαιολόγητης παρέμβασης στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων των ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των ηγετών της αντιπολίτευσης και της κοινωνίας των πολιτών(103)· επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να διενεργήσει αξιολόγηση της συμβατότητας των εν λόγω νομοθετικών διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης και προτρέπει τις πολωνικές αρχές να σέβονται πλήρως την ιδιωτική ζωή όλων των πολιτών·
53. εκφράζει τον βαθύ προβληματισμό του για το γεγονός ότι το Υπουργείο Ψηφιακών Υποθέσεων της Πολωνίας διαβίβασε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από το καθολικό ηλεκτρονικό σύστημα καταχώρισης του πληθυσμού («μητρώο PESEL») στον φορέα εκμετάλλευσης ταχυδρομικών υπηρεσιών, στις 22 Απριλίου 2020, με στόχο τη διευκόλυνση της οργάνωσης των προεδρικών εκλογών στις 10 Μαΐου 2020 μέσω ταχυδρομικής ψηφοφορίας, χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη νομική βάση για κάτι τέτοιο, καθώς το νομοσχέδιο που επιτρέπει μια καθολικά ταχυδρομική εκλογή εγκρίθηκε από το Πολωνικό Κοινοβούλιο μόλις στις 7 Μαΐου 2020· σημειώνει, επιπρόσθετα, ότι το μητρώο PESEL δεν είναι πανομοιότυπο με το εκλογικό μητρώο και περιλαμβάνει επίσης τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πολιτών άλλων κρατών μελών της ΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, η ανωτέρω αναφερόμενη μεταφορά θα μπορούσε να συνιστά δυνητική παραβίαση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679· υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (ΕΣΠΔ) δήλωσε ότι οι δημόσιες αρχές δύνανται να γνωστοποιούν πληροφορίες για άτομα που περιλαμβάνονται σε εκλογικούς καταλόγους, αλλά μόνο όταν αυτό επιτρέπεται συγκεκριμένα από την εθνική νομοθεσία(104)· σημειώνει ότι ο Πολωνός Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα υπέβαλε καταγγελία στο Διοικητικό Δικαστήριο του Βοϊβοδάτου στη Βαρσοβία, βάσει πιθανής παραβίασης των άρθρων 7 και 51 του πολωνικού Συντάγματος από το Υπουργείο Ψηφιακών Υποθέσεων της Πολωνίας·
Ολοκληρωμένη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση
54. επαναλαμβάνει τη βαθιά του ανησυχία, την οποία εξέφρασε στο ψήφισμά του, της 14ης Νοεμβρίου 2019, και την οποία συμμερίζεται ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα(105), σχετικά με το σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του άρθρου 200β του πολωνικού Ποινικού Κώδικα, που υπέβαλε στο Πολωνικό Κοινοβούλιο η πρωτοβουλία «Stop Paedophilia» (Τέρμα στην παιδοφιλία), όσον αφορά τις εξαιρετικά ασαφείς, ευρείες και δυσανάλογες διατάξεις, με τις οποίες επιδιώκεται εκ των πραγμάτων η ποινικοποίηση της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης ανηλίκων και δυνάμει της οποίας απειλούνται δυνητικά οι πάντες, ιδίως οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι ειδικευμένοι σε θέματα σεξουαλικότητας παιδαγωγοί, με έως και τριετή ποινή φυλάκισης για τη διδασκαλία με θέμα την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, τη σεξουαλική υγεία και τις σεξουαλικές σχέσεις·
55. τονίζει ότι η τεκμηριωμένη ολοκληρωμένη διαπαιδαγώγηση στους τομείς της σεξουαλικότητας και των σχέσεων ανάλογα με την ηλικία αποτελεί κλειδί για την ανάπτυξη των ικανοτήτων των νέων να δημιουργούν υγιείς, ισότιμες, γόνιμες και ασφαλείς σχέσεις χωρίς διακρίσεις, εξαναγκασμό και βία· πιστεύει ότι η ολοκληρωμένη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση έχει επίσης θετικό αντίκτυπο στο ζήτημα της ισότητας των φύλων, μεταξύ άλλων με την αλλαγή των επιβλαβών προτύπων και στάσεων των φύλων έναντι της βίας με βάση το φύλο, με τη συμβολή στην πρόληψη της βίας από τον σύντροφο και του σεξουαλικού εξαναγκασμού, της ομοφοβίας και της τρανσφοβίας, την εξάλειψη της σιωπής γύρω από τη σεξουαλική βία, τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή κακοποίηση, και την ενίσχυση της ικανότητας των νέων να ζητούν βοήθεια· καλεί το Πολωνικό Κοινοβούλιο να μην εγκρίνει το προτεινόμενο σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του άρθρου 200β του πολωνικού Ποινικού Κώδικα και καλεί μετ’ επιτάσεως τις πολωνικές αρχές να εξασφαλίσουν ότι οι όλοι οι μαθητές έχουν πρόσβαση σε ακριβή και ολοκληρωμένη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, και ότι όσοι παρέχουν τέτοια εκπαίδευση και τέτοιες πληροφορίες υποστηρίζονται πραγματικά και αντικειμενικά στο πλαίσιο αυτό·
Σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και συναφή δικαιώματα
56. υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τον Χάρτη, την ΕΣΔΑ και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία των γυναικών σχετίζεται με πολλά ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στη ζωή και την αξιοπρέπεια, της απαγόρευσης της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, του δικαιώματος πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη, του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, του δικαιώματος εκπαίδευσης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως αποτυπώνεται επίσης στο πολωνικό Σύνταγμα· υπενθυμίζει ότι, στο ψήφισμά του της 15ης Νοεμβρίου 2017, το Κοινοβούλιο επέκρινε έντονα κάθε νομοθετική πρόταση περί απαγόρευσης της άμβλωσης σε περιπτώσεις σοβαρής ή θανατηφόρας βλάβης του εμβρύου, η οποία περιορίζει δραστικά ή ουσιαστικά απαγορεύει την πρόσβαση σε φροντίδα άμβλωσης στην Πολωνία, καθώς οι περισσότερες νόμιμες αμβλώσεις πραγματοποιούνται σε αυτή τη βάση(106), και τόνισε ότι η καθολική πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, μεταξύ άλλων στον τομέα της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και των συναφών δικαιωμάτων, αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα(107)· αποδοκιμάζει τις προτεινόμενες τροποποιήσεις(108) στον νόμο της 5 Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τα επαγγέλματα των ιατρών και των οδοντιάτρων(109), σύμφωνα με τις οποίες οι γιατροί δεν θα είναι πλέον υποχρεωμένοι από νομική άποψη να αναφέρουν εναλλακτική εγκατάσταση ή επαγγελματία σε περίπτωση άρνησης υπηρεσιών σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας λόγω προσωπικών πεποιθήσεων· εκφράζει τις ανησυχίες του σχετικά με τη χρήση της ρήτρας επίκλησης λόγων συνείδησης, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης αξιόπιστων μηχανισμών παραπομπής και της έλλειψης κατάλληλων διαδικασιών προσφυγής για τις γυναίκες στις οποίες γιατροί αρνούνται τέτοιες υπηρεσίες· καλεί το Πολωνικό Κοινοβούλιο να μην προβεί σε καμία περαιτέρω απόπειρα περιορισμού της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και των συναφών δικαιωμάτων των γυναικών· επιβεβαιώνει με έμφαση ότι η άρνηση υπηρεσιών που αφορούν τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα σχετικά δικαιώματα συνιστά μορφή βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών· καλεί τις πολωνικές αρχές να λάβουν μέτρα για την πλήρη εφαρμογή των αποφάσεων που εξέδωσε στις υποθέσεις κατά της Πολωνίας το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι οι περιοριστικοί νόμοι για την άμβλωση και η ελλιπής εφαρμογή παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών(110)·
57. υπενθυμίζει ότι οι προηγούμενες προσπάθειες για περαιτέρω περιορισμό του δικαιώματος στην άμβλωση, το οποίο στην Πολωνία ήδη περιορίζεται έντονα σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ένωσης, διακόπηκαν το 2016 και το 2018 λόγω μαζικών αντιδράσεων από Πολωνούς πολίτες, οι οποίοι συμμετείχαν στις «Μαύρες Πορείες»· καλεί μετ’ επιτάσεως τις πολωνικές αρχές να εξετάσουν την κατάργηση της νομοθεσίας που περιορίζει την πρόσβαση γυναικών και κοριτσιών στο χάπι επείγουσας αντισύλληψης·
Ρητορική μίσους, δημόσιες διακρίσεις, βία κατά των γυναικών, ενδοοικογενειακή βία και μισαλλόδοξη συμπεριφορά έναντι μειονοτήτων και άλλων ευάλωτων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των ΛΟΑΔΜ
58. προτρέπει τις πολωνικές αρχές να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφασιστική καταπολέμηση της ρατσιστικής ρητορικής μίσους και υποκίνησης της βίας, εντός και εκτός διαδικτύου, και να καταδικάσει δημόσια και να αποστασιοποιηθεί από τη ρατσιστική ρητορική μίσους δημόσιων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών και στελεχών των μέσων ενημέρωσης(111), να αντιμετωπίσει τις προκαταλήψεις και τα αρνητικά συναισθήματα έναντι εθνικών και εθνοτικών μειονοτήτων (συμπεριλαμβανομένων των Ρομά), μεταναστών, προσφύγων και αιτούντων άσυλο, και να εξασφαλίσει την επιβολή της νομοθεσίας με αποτελεσματικό τρόπο, θέτοντας εκτός νόμου τα κόμματα ή τις οργανώσεις που προωθούν ή υποκινούν φυλετικές διακρίσεις(112)· καλεί τις πολωνικές αρχές να συμμορφωθούν με τις συστάσεις του 2019 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων(113)·
59. εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για την πρόσφατη απόφαση(114) του Υπουργού Δικαιοσύνης της Πολωνίας, σύμφωνα με την οποία η Πολωνία θα αποσυρθεί επίσημα από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης)· ενθαρρύνει τις πολωνικές αρχές να εφαρμόζουν με πρακτικό και αποτελεσματικό τρόπο την εν λόγω Σύμβαση, μεταξύ άλλων με την εξασφάλιση της εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας σε όλη τη χώρα, καθώς και την παροχή καταφυγίων, επαρκούς αριθμού και κατάλληλης ποιότητας, για γυναίκες που έχουν υπάρξει θύματα βίας και για τα παιδιά τους·εκφράζει τον φόβο ότι αυτό το βήμα θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή οπισθοδρόμηση όσον αφορά την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών·
60. σημειώνει ότι η δεύτερη έρευνα για τους ΛΟΑΔΜ που διενεργήθηκε από τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Μάιο του 2020 επισημαίνει αύξηση της μισαλλοδοξίας και της βίας στην Πολωνία κατά των ατόμων ΛΟΑΔΜ ή των ατόμων που εκλαμβάνονται ως ΛΟΑΔΜ και μια απόλυτη δυσπιστία των Πολωνών ερωτηθέντων ΛΟΑΔΜ απέναντι στην καταπολέμηση των προκαταλήψεων και της μισαλλοδοξίας από την κυβέρνηση, δυσπιστία η οποία αποτυπώθηκε με το χαμηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης στην Ένωση (μόνο 4 %), ενώ αντίστοιχα το ποσοστό των ερωτηθέντων που απάντησαν ότι αποφεύγουν να πηγαίνουν σε ορισμένα μέρη διότι φοβούνται ότι θα δεχτούν επίθεση, παρενόχληση ή απειλές ήταν το υψηλότερο στην Ευρώπη (79 %)·
61. υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων σε ό,τι αφορά την εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 2020, τη θέση που διατύπωσε στο ψήφισμά του της 18ης Δεκεμβρίου 2019, όπου κατήγγειλε έντονα τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΔΜ και την παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους από τις δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ρητορικής μίσους από τις δημόσιες αρχές και τους εκλεγμένους αξιωματούχους, την απαγόρευση των πορειών «υπερηφάνειας» και των προγραμμάτων ευαισθητοποίησης, και την ανεπαρκή προστασία έναντι επιθέσεων κατά τη διάρκειά τους, τον ορισμό ζωνών στην Πολωνία απαλλαγμένων από την επονομαζόμενη «ιδεολογία των ΛΟΑΔΜ», καθώς και την έγκριση «Περιφερειακών Χαρτών Οικογενειακών Δικαιωμάτων», που πραγματοποιούν διακρίσεις κυρίως εις βάρος των μονογονεϊκών οικογενειών και των οικογενειών ΛΟΑΔΜ· σημειώνει την έλλειψη οποιασδήποτε βελτίωσης στην κατάσταση των ΛΟΑΔΜ στην Πολωνία μετά την έγκριση του εν λόγω ψηφίσματος και το γεγονός ότι η ψυχική υγεία και η σωματική ασφάλεια των Πολωνών ΛΟΑΔΜ διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο· υπενθυμίζει την καταδίκη των ενεργειών αυτών από τον Πολωνό Επίτροπο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο οποίος υπέβαλε εννέα καταγγελίες σε διοικητικά δικαστήρια με το επιχείρημα ότι οι απαλλαγμένες από ΛΟΑΔΜ ζώνες παραβιάζουν το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και την καταδίκη της Επιτροπής και διεθνών οργανώσεων· υπενθυμίζει ότι οι δαπάνες στο πλαίσιο των ταμείων συνοχής δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις με βάση τον γενετήσιο προσανατολισμό και ότι οι δήμοι που ενεργούν ως εργοδότες πρέπει να τηρούν την οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου(115), η οποία απαγορεύει τις διακρίσεις και την παρενόχληση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού στην απασχόληση(116)· στο πλαίσιο αυτό, εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για το γεγονός ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης ενέκρινε οικονομική υποστήριξη για τους δήμους που αποκλείστηκαν από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα αδελφοποίησης λόγω της υιοθέτησης δηλώσεων περί «απαλλαγμένης από ΛΟΑΔΜ ζώνης»· επιπλέον, εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι η εν λόγω χρηματοδοτική υποστήριξη θα χορηγηθεί από το Ταμείο Δικαιοσύνης του Υπουργείου, το οποίο δημιουργήθηκε για τη στήριξη των θυμάτων εγκληματικών πράξεων· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να απορρίπτει αιτήσεις για ενωσιακή χρηματοδότηση που υποβάλλονται από αρχές οι οποίες έχουν εγκρίνει τέτοιες αποφάσεις· καλεί τις πολωνικές αρχές να εφαρμόζουν τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και, στο πλαίσιο αυτό, να εξετάσουν την κατάσταση των ενώσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου και των γονέων ίδιου φύλου, ώστε να εξασφαλιστεί ότι απολαμβάνουν το δικαίωμα της απαγόρευσης των διακρίσεων, τόσο νομικά όσο και στην πράξη(117)· καταδικάζει την άσκηση αγωγών κατά ακτιβιστών της κοινωνίας των πολιτών οι οποίοι δημοσίευσαν τον λεγόμενο «Άτλαντα του μίσους», έγγραφο που τεκμηριώνει περιπτώσεις ομοφοβίας στην Πολωνία· καλεί μετ’ επιτάσεως την πολωνική κυβέρνηση να διασφαλίσει τη νομική προστασία των ΛΟΑΔΜ από όλες τις μορφές εγκλημάτων μίσους και ρητορικής μίσους·
62. εκφράζει έντονη αποδοκιμασία για τη μαζική σύλληψη 48 ακτιβιστών ΛΟΑΔΜ κατά την εκδήλωση του πολωνικού «Stonewall», στις 7 Αυγούστου 2020, η οποία στέλνει ανησυχητικό μήνυμα σχετικά με την ελευθερία του λόγου και του συνέρχεσθαι στην Πολωνία· εκφράζει την αποδοκιμασία του για τον τρόπο μεταχείρισης των κρατουμένων, όπως καταγγέλθηκε από τον εθνικό μηχανισμό πρόληψης για την πρόληψη των βασανιστηρίων(118)· ζητεί να καταδικαστεί άμεσα από όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα η αστυνομική βία κατά των ΛΟΑΔΜ στην Πολωνία·
63. καταδικάζει αυστηρά την επίσημη θέση της Πολωνικής Επισκοπικής Διάσκεψης(119), η οποία ζητεί «θεραπεία μετατροπής» για τα άτομα ΛΟΑΔΜ· επαναλαμβάνει τη θέση του Κοινοβουλίου(120) που ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν τις πρακτικές αυτές, και υπενθυμίζει την έκθεση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα του ΟΗΕ, του Μαΐου του 2020, σχετικά με την προστασία από τη βία και τις διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, η οποία καλεί τα κράτη μέλη να εγκρίνουν απαγορεύσεις για τις πρακτικές της «θεραπείας μετατροπής»(121)
****
64. σημειώνει ότι το γεγονός πως το δικαστικό σύστημα στην Πολωνία δεν είναι ανεξάρτητο έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει τις σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ της Πολωνίας και άλλων κρατών μελών, ιδίως στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, καθώς εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν ή δίστασαν να παραδώσουν Πολωνούς υπόπτους στο πλαίσιο της διαδικασίας του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης λόγω σοβαρών αμφιβολιών σχετικά με την ανεξαρτησία του πολωνικού δικαστικού συστήματος· θεωρεί ότι η επιδείνωση του κράτους δικαίου στην Πολωνία συνιστά ιδιαιτέρως σοβαρή απειλή για την ομοιομορφία της έννομης τάξης της Ένωσης· επισημαίνει ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να αποκατασταθεί μόνο αφού εξασφαλιστεί ο σεβασμός των αξιών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ·
65. καλεί την πολωνική κυβέρνηση να συμμορφωθεί με όλες τις διατάξεις που αφορούν το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, τον Χάρτη, την ΕΣΔΑ και τα διεθνή πρότυπα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και να συμμετάσχει σε ειλικρινή διάλογο με την Επιτροπή· τονίζει ότι ο διάλογος αυτός πρέπει να είναι αμερόληπτος, τεκμηριωμένος και συνεργατικός· καλεί την πολωνική κυβέρνηση να συνεργαστεί με την Επιτροπή, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως ορίζεται στη ΣΕΕ· καλεί την πολωνική κυβέρνηση να εφαρμόσει αμελλητί και πλήρως τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ και να σεβαστεί την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης· καλεί την πολωνική κυβέρνηση να λάβει πλήρως υπόψη τις συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας στην οργάνωση του δικαστικού συστήματος, μεταξύ άλλων όταν προβεί σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο·
66. καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να μην ερμηνεύουν συσταλτικά την αρχή του κράτους δικαίου και να αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητες της διαδικασίας του άρθρου 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ, αντιμετωπίζοντας τις επιπτώσεις της δράσης της πολωνικής κυβέρνησης σε όλες τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και οι οποίες επισημαίνονται στην παρούσα έκθεση·
67. καλεί το Συμβούλιο να συνεχίσει τις επίσημες ακροάσεις – η τελευταία εκ των οποίων πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018 – το συντομότερο δυνατόν και να συμπεριλάβει στις εν λόγω ακροάσεις όλες τις πιο πρόσφατες και σημαντικές αρνητικές εξελίξεις στους τομείς του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων· παροτρύνει το Συμβούλιο να ενεργήσει επιτέλους στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ και να διαπιστώσει ότι υπάρχει σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας των αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, υπό το φως των εντυπωσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο παρόν ψήφισμα και σε πολλές εκθέσεις διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών, στη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σε εκθέσεις των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών· συνιστά ένθερμα στο Συμβούλιο να απευθύνει συγκεκριμένες συστάσεις στην Πολωνία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ΣΕΕ, σε συνέχεια των ακροάσεων, και να ορίσει προθεσμίες για την εφαρμογή των εν λόγω συστάσεων· καλεί, επιπρόσθετα, το Συμβούλιο να δεσμευτεί ότι θα αξιολογεί την εφαρμογή αυτών των συστάσεων εγκαίρως· καλεί το Συμβούλιο να ενημερώνει και να συνεργάζεται τακτικά με το Κοινοβούλιο, κατά τρόπο διαφανή, ώστε να καταστεί δυνατή η ουσιαστική συμμετοχή και εποπτεία από όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και οργανισμούς και από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών·
68. καλεί την Επιτροπή να αξιοποιήσει πλήρως τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση του σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης των αξιών στις οποίες βασίζεται η Ένωση από την Πολωνία, ιδίως τις ταχείες διαδικασίες επί παραβάσει και τις αιτήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ για τη λήψη προσωρινών μέτρων, καθώς και δημοσιονομικά εργαλεία· καλεί την Επιτροπή να ενημερώνει τακτικά το Κοινοβούλιο και να εξασφαλίσει την ενεργό συμμετοχή του·
o o o
69. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και στον Πρόεδρο, την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Πολωνίας, στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-619/18, ECLI:EU:C:2019:531· απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-192/18, ECLI:EU:C:2019:924.
Βλ. γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας της 14ης Οκτωβρίου 2016 σχετικά με τον νόμο της 22ας Ιουλίου 2016 περί του Συνταγματικού Δικαστηρίου, γνωμοδότηση αριθ. 860/2016, σκέψη 127· Αιτιολογημένη πρόταση της Επιτροπής της 20ής Δεκεμβρίου 2017, παράγραφοι 91 και εξής.
ΟΑΣΕ/Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Statement of Preliminary Findings and Conclusions after its Limited Election Observation Mission (Δήλωση προκαταρκτικών πορισμάτων και συμπερασμάτων μετά την περιορισμένη αποστολή παρακολούθησης εκλογών), 14 Οκτωβρίου 2019.
ΟΑΣΕ/Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Limited Election Observation Mission Final Report on the parliamentary elections of 13 October 2019 (Τελική έκθεση της περιορισμένης αποστολής παρακολούθησης εκλογών σχετικά με τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 13ης Οκτωβρίου 2019), Βαρσοβία, 14 Φεβρουαρίου 2020.
ΟΑΣΕ/Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Limited Election Observation Mission, Statement of preliminary findings and conclusions on the second round of presidential elections of 12 July 2020 (Δήλωση της περιορισμένης αποστολής παρακολούθησης εκλογών σχετικά με τα προκαταρκτικά πορίσματα από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της 12ης Ιουλίου 2020), Βαρσοβία, 13 Ιουλίου 2020.
Επιτροπή της Βενετίας, Γνωμοδότηση της 8ης-9ης Δεκεμβρίου 2017, CDL-AD(2017)031, παρ. 43· σύσταση (ΕΕ) 2018/103 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία συμπληρωματική προς τις συστάσεις (ΕΕ) 2016/1374, (ΕΕ) 2017/146 και (ΕΕ) 2017/1520 (ΕΕ L 17 της 23.1.2018, σ. 50), παράγραφος 25.
Επιτροπή της Βενετίας, CDL-AD (2002) 23, Γνωμοδότηση αριθ. 190/2002, Κώδικας ορθής πρακτικής σε εκλογικά ζητήματα. Κατευθυντήριες γραμμές και αιτιολογική έκθεση, 30 Οκτωβρίου 2002· βλ., επίσης, Επιτροπή της Βενετίας, CDL-PI(2020)005rev-e, Report on Respect for Democracy Human Rights and Rule of Law during States of Emergency (Έκθεση για τον σεβασμό της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου κατά τη διάρκεια καταστάσεων έκτακτης ανάγκης) - Σκέψεις, σ. 23.
Βλ., επίσης, ΟΑΣΕ/Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Opinion on the draft act on special rules for conducting the general election of the President of the Republic of Poland ordered in 2020 (Senate Paper No. 99) (Γνωμοδότηση επί του σχεδίου νόμου σχετικά με τους ειδικούς κανόνες για τη διεξαγωγή των γενικών εκλογών του Προέδρου της Δημοκρατίας της Πολωνίας που ζητήθηκε το 2020 (Έγγραφο της Γερουσίας αριθ. 99)), 27 Απριλίου 2020.
Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
Ustawa z dnia 30 listopada 2016 r. o organizacji i trybie postępowania przed Trybunałem Konstytucyjnym (Dz.U. 2016 poz. 2072); ustawa z dnia 30 listopada 2016 r. o statusie sędziów Trybunału Konstytucyjnego (Dz.U. 2016 poz. 2073); Ustawa z dnia 13 grudnia 2016 r. - Przepisy wprowadzające ustawę o organizacji i trybie postępowania przed Trybunałem Konstytucyjnym oraz ustawę o statusie sędziów Trybunału Konstytucyjnego (Dz.U. 2016 poz. 2074).
Γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας της 14ης-15ης Οκτωβρίου 2016, παράγραφος 128· ΟΗΕ, Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Concluding observations on the seventh periodic report of Poland (Συμπερασματικές παρατηρήσεις σχετικά με την έβδομη περιοδική έκθεση της Πολωνίας), 31 Οκτωβρίου 2016, παράγραφοι 7-8· σύσταση (ΕΕ) 2017/1520 της Επιτροπής.
Ustawa z dnia 20 grudnia 2019 r. o zmianie ustawy - Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (Dz.U. 2020 poz. 190).
Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, CDL-PI(2020)002, παράγραφοι 51-55.
Βλ. αιτιολογημένη πρόταση της Επιτροπής της 20ής Δεκεμβρίου 2017, COM(2017)0835 παράγραφος 133. Βλ., επίσης, ΟΑΣΕ/ODIHR, Opinion on Certain Provisions of the Draft Act on the Supreme Court of Poland (as of 26 September 2017) (Γνωμοδότηση σχετικά με ορισμένες διατάξεις του νομοσχεδίου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας (στις 26 Σεπτεμβρίου 2017)), 13 Νοεμβρίου 2017, σ. 33.
ΟΑΣΕ-ODIHR, Γνωμοδότηση της 13ης Νοεμβρίου 2017, σ. 7-20· Επιτροπή της Βενετίας, Γνωμοδότηση της 8ης-9ης Δεκεμβρίου 2017, παράγραφος 43· σύσταση (ΕΕ) 2018/103 της Επιτροπής, παράγραφος 25· Ομάδα χωρών κατά της διαφθοράς (GRECO), Addendum to the Fourth Round Evaluation Report on Poland (Rule 34) of 18-22 June 2018 (Προσθήκη στην έκθεση για τον τέταρτο γύρο αξιολόγησης σχετικά με την Πολωνία (κανονισμός 34) της 18ης-22ας Ιουνίου 2018), παράγραφος 31· Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφος 8.
Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφος 38.
Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφος 38.
Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών του Συμβουλίου της Ευρώπης, Γνωμοδοτήσεις του Προεδρείου της 7ης Απριλίου 2017 και της 12ης Οκτωβρίου 2017· ΟΑΣΕ/ODIHR, Final Opinion on Draft Amendments to the Act of the National Council of the Judiciary (Τελική γνωμοδότηση επί του σχεδίου τροποποιήσεων του νόμου του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου), 5 Μαΐου 2017· Επιτροπή της Βενετίας, Γνωμοδότηση της 8ης-9ης Δεκεμβρίου 2017, σ. 5-7· Ομάδα χωρών κατά της διαφθοράς (GRECO), Ad hoc Report on Poland (Rule 34) of 19-23 March 2018 and Addendum of 18-22 June 2018 (Ειδική έκθεση για την Πολωνία (κανονισμός 34) της 19ης-23ης Μαρτίου 2018 και προσθήκη της 18ης-22ας Ιουνίου 2018)· Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφοι 42 και 61.
Σχετικά με το θέμα αυτό, βλ. και τις ακόλουθες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: Reczkowicz και δύο άλλοι κατά Πολωνίας (προσφυγές αριθ. 43447/19, 49868/19 και 57511/19), Grzęda κατά Πολωνίας (αριθ. 43572/18), Xero Flor w Polsce sp. z o.o. κατά Πολωνίας (αριθ. 4907/18), Broda κατά Πολωνίας και Bojara κατά Πολωνίας (αριθ. 26691/18 και 27367/18), Żurek κατά Πολωνίας (αριθ. 39650/18) και Sobczyńska και άλλοι κατά Πολωνίας (αριθ. 62765/14, 62769/14, 62772/14 και 11708/18).
Ευρωπαϊκό Δίκτυο Δικαστικών Συμβουλίων, Επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2020 του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δικαστικών Συμβουλίων. Βλ. επίσης την επιστολή της 4ης Μαΐου 2020 της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών προς υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δικαστικών Συμβουλίων.
Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφος 45.
Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφοι 46 έως 50.
ΟΑΣΕ/ODIHR, Επείγουσα προσωρινή γνωμοδότηση σχετικά με το νομοσχέδιο για την τροποποίηση του νόμου περί οργάνωσης των κοινών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων της Πολωνίας (από 20ής Δεκεμβρίου 2019), 14 Ιανουαρίου 2020, σ. 23-26· Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφοι 44-45.
ΟΑΣΕ-ODIHR, Επείγουσα προσωρινή γνωμοδότηση, 14 Ιανουαρίου 2020, σ. 18-21· Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφοι 24-30.
ΟΑΣΕ-ODIHR, Επείγουσα προσωρινή γνωμοδότηση, 14 Ιανουαρίου 2020, σ. 13-17· Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφοι 31-43.
Γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας της 8ης-9ης Δεκεμβρίου 2017 σχετικά με τον νόμο περί Εισαγγελίας, όπως τροποποιήθηκε, CDL-AD(2017)028, παράγραφος 115.
Σύσταση (ΕΕ) 2018/103 της Επιτροπής· Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Ειδικός Εισηγητής για την ανεξαρτησία των δικαστών και των δικηγόρων, Δήλωση της 25ης Ιουνίου 2018· Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Εξάμηνο 2019: έκθεση για την Πολωνία, 27 Φεβρουαρίου 2019, SWD(2019)1020, σ. 42· οι Πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δικαστικών Συμβουλίων, του Ευρωπαϊκού Δικτύου των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών, επιστολή της 20ής Σεπτεμβρίου 2019· Ομάδα χωρών κατά της διαφθοράς (GRECO), Follow-up to the Addendum to the Fourth Round Evaluation Report (rule 34) – Poland (Επακολούθηση της προσθήκης στην έκθεση για τον τέταρτο γύρο αξιολόγησης (κανονισμός 34) – Πολωνία), 6 Δεκεμβρίου 2019, παράγραφος 65· Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (PACE), Resolution 2316 (2020) of 28 January 2020 on the functioning of democratic institutions in Poland (Ψήφισμα 2316 (2020) της 28ης Ιανουαρίου 2020 σχετικά με τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στην Πολωνία), παράγραφος 4.
Βλ. επίσης την επιστολή του Επιτρόπου του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα προς τον Πρωθυπουργό της Πολωνίας, 19 Ιανουαρίου 2018· Κοινή δήλωση για την υποστήριξη του Πολωνού Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία υπογράφεται από τον ENNHRI, την Equinet, την GANHRI, την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα-Ευρώπη, Ιούνιος 2019.
Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRC) του ΟΗΕ, Concluding observations on the seventh periodic report of Poland (Συμπερασματικές παρατηρήσεις σχετικά με την έβδομη περιοδική έκθεση της Πολωνίας), 23 Νοεμβρίου 2016, παράγραφος 33.
Επιτροπή της Βενετίας και Διεύθυνση συνεργασίας για την τοπική και περιφερειακή δημοκρατία του Συμβουλίου της Ευρώπης (DGI), Επείγουσα κοινή γνωμοδότηση της 16ης Ιανουαρίου 2020, παράγραφος 59.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2020 στις υποθέσεις Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-542/18 RX-II και C-543/18 RX-II, ECLI:EU:C:2020:232, σκέψη 57.
Βλ., επίσης, τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, σύμφωνα με τον οποίο, από το 2015, η Πολωνία έχει πέσει από τη 18η στην 62η θέση της κατάταξης.
Πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προώθηση της προστασίας της δημοσιογραφίας και της ασφάλειας των δημοσιογράφων, Ετήσια έκθεση 2020, Μάρτιος 2020, σ. 42.
Συμβούλιο της Ευρώπης, Σύσταση CM/Rec(2016)4 της 13ης Απριλίου 2016 της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη σχετικά με την προστασία της δημοσιογραφίας και την ασφάλεια των δημοσιογράφων και άλλων παραγόντων των μέσων ενημέρωσης.
International Press Institute (IPI) Tracker on Press Freedom Violations Linked to COVID-19 Coverage (Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου, Παρακολούθηση των παραβιάσεων της ελευθερίας του Τύπου που συνδέονται με την κάλυψη της COVID-19), https://ipi.media/covid19-media-freedom-monitoring/.
Συμβούλιο της Ευρώπης, Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών και άλλοι, Δήλωση του Παγκόσμιου Φόρουμ για την ακαδημαϊκή ελευθερία, την αυτονομία των θεσμικών οργάνων και το μέλλον της δημοκρατίας, 21 Ιουνίου 2019.
Βλ. επίσης την ανακοίνωση των εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ, της 23ης Απριλίου 2018, με την οποία προτρέπουν την Πολωνία να εξασφαλίσει την ελεύθερη και πλήρη συμμετοχή στις συζητήσεις για το κλίμα.
ΟΑΣΕ/ODIHR, Opinion on the Draft Act of Poland on the National Freedom Institute - Centre for the Development of Civil Society (Γνωμοδότηση επί του σχεδίου νόμου της Πολωνίας σχετικά με το Εθνικό Ινστιτούτο για την Ελευθερία – Κέντρο για την Ανάπτυξη της Κοινωνίας των Πολιτών), Βαρσοβία, 22 Αυγούστου 2017.
ΕΟΚΕ, Έκθεση σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου: εθνικές εξελίξεις από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών 2018-2019, Ιούνιος 2020, σ. 41-42.
ΕΟΚΕ, Ανακοίνωση Τύπου «Ανησυχητικές πιέσεις επί της κοινωνίας των πολιτών: το μέλος της ΕΟΚΕ από την Πολωνία αποτελεί στόχο αντιποίνων από το κράτος, και οι ΜΚΟ που δεν είναι πλέον σε θέση να επιλέξουν τους δικούς τους υποψηφίους», 23 Ιουνίου 2020.
Δελτίο Τύπου του Υπουργού Περιβάλλοντος, σε συνεργασία με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, 7 Αυγούστου 2020, http://rzecznik.gov.pl/wp-content/uploads/2020/07/KomunikatFWS.pdf.
Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRC) του ΟΗΕ, Concluding observations on the seventh periodic report of Poland (Συμπερασματικές παρατηρήσεις σχετικά με την έβδομη περιοδική έκθεση της Πολωνίας), 23 Νοεμβρίου 2016, παράγραφοι 39-40. Βλ. επίσης την ανακοίνωση των εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ, της 23ης Απριλίου 2018, με την οποία προτρέπουν την Πολωνία να εξασφαλίσει την ελεύθερη και πλήρη συμμετοχή στις συζητήσεις για το κλίμα.
Το 2017, η άμβλωση λόγω ελαττωμάτων του εμβρύου αντιστοιχούσε στο 97,9 % όλων των αμβλώσεων: Κέντρο Συστημάτων Πληροφοριών για την Υγεία, εκθέσεις του Προγράμματος Στατιστικής Έρευνας των Δημόσιων Στατιστικών MZ-29, όπως δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα της Πολωνικής Δίαιτας. Sprawozdanie Rady Ministrów z wykonywania oraz o skutkach stosowania w 2016 r. ustawy z dnia 7 stycznia 1993 r. o planowaniu rodziny, ochronie płodu ludzkiego i warunkach dopuszczalności przerywania ciąży (Dz. U. poz. 78, z późnn. zm.).
Βλ. επίσης το θεματικό έγγραφο του Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Δεκεμβρίου του 2017, με τίτλο «Women’s sexual and reproductive health and rights in Europe» (Σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα συναφή δικαιώματα των γυναικών στην Ευρώπη)· Δήλωση της 22ας Μαρτίου 2018 των εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ που γνωμοδοτούν στην Ομάδα Εργασίας του ΟΗΕ σχετικά με τις διακρίσεις κατά των γυναικών, και Δήλωση της 14ης Απριλίου 2020 του Επιτρόπου του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Ustawa z dnia 16 lipca 2020 r. o zmianie ustawy o zawodach lekarza i lekarza dentysty oraz niektórych innych ustaw (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 20ής Μαρτίου 2007 στην υπόθεση Tysiąc κατά Πολωνίας (προσφυγή αριθ. 5410/03)· Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 20ής Μαρτίου 2007 στην υπόθεση R. R. κατά Πολωίας (προσφυγή αριθ. 27617/04)· Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 30ής Οκτωβρίου 2012 στην υπόθεση P. και S. κατά Πολωνίας (προσφυγή αριθ. 57375/08).
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2017, παράγραφος 18· Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (PACE), Resolution 2316 (2020) of 28 January 2020 on the functioning of democratic institutions in Poland (Ψήφισμα 2316 (2020) της 28ης Ιανουαρίου 2020 σχετικά με τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στην Πολωνία), παράγραφος14· Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRC) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Concluding observations on the seventh periodic report of Poland (Συμπερασματικές παρατηρήσεις σχετικά με την έβδομη περιοδική έκθεση της Πολωνίας), 23 Νοεμβρίου 2016, CCPR/C/POL/CO/7, παράγραφοι 15-18.
Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, Concluding observations on the combined twenty-second to twenty-fourth periodic reports of Poland (Καταληκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τη συνδυασμένη εικοστή δεύτερη έως εικοστή τέταρτη περιοδική έκθεση της Πολωνίας), Αύγουστος 2019.
Υπουργείο Δικαιοσύνης, δελτίο Τύπου «Πρόταση καταγγελίας της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης», 25 Ιουλίου 2020, https://www.gov.pl/web/sprawiedliwosc/ministerstwo-sprawiedliwosci-konwencja-stambulska-powinna-zostac-wypowiedziana-poniewaz-jest-sprzeczna-z-prawami-konstytucyjnymi.
Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303 της 2.12.2000, σ. 16).
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΓΔ REGIO, επιστολή προς τις αρχές των πολωνικών περιφερειών Lublin, Łódź, Małopolskie, Podkarpackie και Świętokrzyskie, 27 Μαΐου 2020. Βλ., επίσης, Απόφαση του Δικαστηρίου, της 23ης Απριλίου 2020 στην υπόθεση Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI, C-507/18, ECLI:EU:C:2012:289.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2018 στην υπόθεση Coman, C-673/16, ECLI:EU:C:2018:385· Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 2ας Μαρτίου 2010 στην υπόθεση Kozak κατά Πολωνίας (προσφυγή αριθ. 13102/02)· Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 22ας Ιανουαρίου 2008 στην υπόθεση E.B. κατά Γαλλίας (προσφυγή αριθ. 43546/02)· Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 19ης Φεβρουαρίου 2013 στην υπόθεση X και άλλοι κατά Αυστρίας (προσφυγή αριθ. 19010/07)· Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 30ής Ιουνίου 2016 στην υπόθεση Taddeucci και McCall κατά Ιταλίας (προσφυγή αριθ. 51362/09)· Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 21ης Ιουλίου 2015 στην υπόθεση Oliari και άλλοι κατά Ιταλίας (προσφυγές αριθ. 18766/11 και 36030/11)· Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 14ης Δεκεμβρίου 2017 στην υπόθεση Orlandi και άλλοι κατά Ιταλίας (προσφυγές αριθ. 26431/12, 26742/12, 44057/12 και 60088/12)· Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 14ης Ιανουαρίου 2020 στην υπόθεση Beizaras και Levickas κατά Λιθουανίας (προσφυγή αριθ. 41288/15).
Πολωνός Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, δελτίο Τύπου, «Ο Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (KMPT) επισκέπτεται αστυνομικούς χώρους κράτησης μετά από ολονύκτιες κρατήσεις στη Βαρσοβία», 11 Αυγούστου 2020.
Θέση της Πολωνικής Επισκοπικής Διάσκεψης για θέματα ΛΟΑΔ+, Αύγουστος 2020, https://episkopat.pl/wp-content/uploads/2020/08/Stanowisko-Konferencji-Episkopatu-Polski-w-kwestii-LGBT.pdf.
Ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ για την προστασία από τη βία και τις διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, έκθεση σχετικά με τη θεραπεία μετατροπής, Μάιος 2020, https://undocs.org/A/HRC/44/53.