Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2021 σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2017, το 2018 και το 2019 (2019/2132(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), και ιδίως τα άρθρα 2 και 3,
– έχοντας υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2017, το 2018 και το 2019 (COM(2018)0540, COM(2019)0319 και COM(2020)0350),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Ενίσχυση του κράτους δικαίου εντός της Ένωσης, πρόγραμμα δράσης» (COM(2019)0343),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Ιουνίου 2018 σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ για το 2016(1),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 9ης Ιουνίου 2016 σχετικά με μια ανοικτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης(2),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 15ης Ιανουαρίου 2013, που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με το διοικητικό δικονομικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης(3),
– έχοντας υπόψη την από 21ης Δεκεμβρίου 2016 ανακοίνωση της Επιτροπής της με τίτλο «Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα»(4) C(2016)8600.
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 2ας Απριλίου 2012 με τίτλο «Επικαιροποίηση του χειρισμού των σχέσεων με τους καταγγέλλοντες όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου» (COM(2012)0154),
– έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου(5),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, με τίτλο «Έκθεση του 2020 για το κράτος δικαίου: η κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση», COM(2020)0580,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με βάση το άρθρο 10 της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (COM(2016)0448),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Ένατη έκθεση προόδου προς μια αποτελεσματική και πραγματική Ένωση Ασφάλειας» (COM(2017)0407),
– έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής(6) (4AMLD), και όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ(7) (5AMLD),
– έχοντας υπόψη την Πανοραμική Επισκόπηση 07/2018, του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τίτλο «Πώς εφαρμόζεται το δίκαιο της ΕΕ στην πράξη: Οι αρμοδιότητες επίβλεψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση»,
– έχοντας υπόψη την Επισκόπηση 02/2020, του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τίτλο «Το νομοθετικό έργο στην Ευρωπαϊκή Ένωση έπειτα από σχεδόν 20 χρόνια εφαρμογής του πλαισίου της βελτίωσης της νομοθεσίας»,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 54 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Αναφορών,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A9-0270/2020),
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ και τα άρθρα 288 παράγραφος 3 και 291 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τα κράτη μέλη έχουν την πρωταρχική ευθύνη για τη μεταφορά, εφαρμογή και υλοποίηση του δικαίου της ΕΕ, με τρόπο ορθό και εντός καθορισμένων προθεσμιών, καθώς και για την παροχή κατάλληλων ένδικων βοηθημάτων για τη διασφάλιση αποτελεσματικής έννομης προστασίας στους τομείς που καλύπτουν οι αρμοδιότητες της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθεσία της ΕΕ είναι αποτελεσματική μόνο στον βαθμό που, αφενός, μεταφέρεται εγκαίρως, με πλήρη και ακριβή τρόπο και, αφετέρου, εφαρμόζεται ορθά στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη, κάτι που είναι απαραίτητο για να διασφαλιστούν τα οφέλη των πολιτικών της ΕΕ για όλους τους ευρωπαίους πολίτες και να υπάρχουν ίσοι όροι ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά· λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθεσία της ΕΕ θα πρέπει να σέβεται τις αρχές της καλόπιστης συνεργασίας, της ανάθεσης αρμοδιοτήτων, της επικουρικότητας και της αναλογικότητας·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι αναγκαίο να αναγνωριστεί η σημασία της ενεργού συμβολής των εθνικών κοινοβουλίων στην εύρυθμη λειτουργία της ΕΕ και να διασφαλιστεί ο σεβασμός της αρχής της επικουρικότητας σύμφωνα με τη διαδικασία που κατοχυρώνεται στο Πρωτόκολλο 2 ΣΛΕΕ σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας· λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε να ενθαρρύνουμε τη στενότερη συνεργασία με τα εθνικά κοινοβούλια στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας· υπενθυμίζει ότι, το 2019, υποβλήθηκαν 159 εκθέσεις και καμία αιτιολογημένη γνώμη επί συνόλου 4.918 εκθέσεων και 439 αιτιολογημένων γνωμών κατά τα τελευταία εννέα έτη· λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι σήμερα, η διαδικασία της «κίτρινης κάρτας» έχει ενεργοποιηθεί τρεις φορές, ενώ η διαδικασία της «πορτοκαλί κάρτας» δεν έχει εφαρμοστεί ποτέ·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο διάλογος μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των εθνικών αρχών έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην επίλυση του 90% των διαδικασιών επί παραβάσει από το 2014, χωρίς τη συμμετοχή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαδικασίες επί παραβάσει θα πρέπει να αποτελούν μέτρο έσχατης ανάγκης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθεσία της ΕΕ θα πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο που να διευκολύνει τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι έχουν θεσπιστεί διαδικασίες EU Pilot για την ταχεία επίλυση πιθανών παραβιάσεων του δικαίου της ΕΕ σε αρχικό στάδιο, σε κατάλληλες περιπτώσεις, μέσω διαρθρωμένου διαλόγου για την επίλυση προβλημάτων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών· λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρήση τους έχει μειωθεί από το 2017, καθώς έχει αναγνωριστεί ότι πρόσθεσε ένα πρόσθετο γραφειοκρατικό επίπεδο στη διαδικασία χωρίς να προσθέτει πραγματική αξία· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί στα επανειλημμένα αιτήματα του Κοινοβουλίου να τηρείται ενήμερο σχετικά με τις διαδικασίες EU Pilot και τις διαδικασίες επί παραβάσει που κινούνται, ιδίως όταν απορρέουν από αναφορές·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2016 η Επιτροπή καθόρισε προτεραιότητες για τις εργασίες της σχετικά με τις υποθέσεις παράβασης και τις καταγγελίες, εστιάζοντας στις σοβαρότερες παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ που θίγουν τα συμφέροντα των πολιτών και των επιχειρήσεων, και ότι το 2017 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε αυτή τη νέα, πιο στοχευμένη προσέγγιση·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαδικασίες επί παραβάσει, σε συνδυασμό με άλλους μηχανισμούς εφαρμογής και προώθησης της συμμόρφωσης, εγγυώνται ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις της ΕΕ δεν επηρεάζονται αρνητικά από την καθυστερημένη ή ελλιπή μεταφορά ή την πλημμελή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ από τα κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαδικασίες επί παραβάσει έχουν ως ανεπιθύμητο αποτέλεσμα να μεταβιβάζεται στους πολίτες το κόστος της ελλιπούς μεταφοράς ή της εσφαλμένης εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου από τα κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι επιθυμητό να υπάρχει αποτελεσματικότερη διοργανική συνεργασία, τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, και να θεσπιστούν νέοι μηχανισμοί ή να αναθεωρηθούν οι υφιστάμενοι, για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σεβασμός του κράτους δικαίου αποτελεί προϋπόθεση για τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σεβασμός του κράτους δικαίου αποτελεί απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για την διασφάλιση όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες και το παράγωγο δίκαιο· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ καλείται να διαδραματίζει ρόλο στην επίλυση ζητημάτων που άπτονται του κράτους δικαίου οπουδήποτε και αν εμφανίζονται· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εθνικά δικαστήρια στα κράτη μέλη διασφαλίζουν την αποτελεσματική επιβολή των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται από το δίκαιο της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ανεξάρτητα και αποτελεσματικά δικαιοδοτικά συστήματα στα κράτη μέλη αποτελούν τη βάση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία αποτελεί το θεμέλιο του κοινού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις, της βιωσιμότητας της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, τα ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια, η ελευθερία της έκφρασης, η πολυφωνία και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης από πολιτική επιρροή ή πίεση, ο σεβασμός της νομιμότητας από τους κρατικούς φορείς, και η καταπολέμηση της διαφθοράς και της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος στις νόμιμες οικονομίες αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη διασφάλιση δίκαιης μεταχείρισης ενώπιον του νόμου, την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών, την πρόληψη των καταχρήσεων και τη διασφάλιση της λογοδοσίας όσων κατέχουν δημόσια αξιώματα· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελευθερία, η πολυφωνία και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης αποτελούν ουσιώδεις συνιστώσες του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και ότι τα ανεξάρτητα και ελεύθερα μέσα ενημέρωσης διαδραματίζουν καίριο ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως ορίζεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης») και στη ΣΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εκστρατείες παραπληροφόρησης που αποσκοπούν στην παραπλάνηση του κοινού σχετικά με τις δραστηριότητες της ΕΕ στοχεύουν επίσης στα μέτρα που λαμβάνονται για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ στα κράτη μέλη·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 21 του Χάρτη απαγορεύει κάθε μορφή διάκρισης, μεταξύ άλλων λόγω αναπηρίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλές νομοθετικές πράξεις που αποσκοπούν στην έμπρακτη εφαρμογή αυτής της θεμελιώδους αρχής εξακολουθούν να μην εφαρμόζονται σωστά σε διάφορα κράτη μέλη·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπόλ διαπίστωσε πως ποσοστό μεταξύ 0,7% και 1,28% του ετήσιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της ΕΕ χρησιμοποιήθηκε για ύποπτες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, όπως η νομιμοποίηση κεφαλαίων που αποκτήθηκαν παράνομα, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά των περισσότερων κρατών μελών λόγω μη ορθής μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και ιδίως της οδηγίας 4AMLD και της οδηγίας 5AMLD·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει συστήματα που είτε άμεσα είτε έμμεσα πωλούν την ιθαγένεια της ΕΕ, και λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες ότι τα εν λόγω συστήματα θα μπορούσαν να είναι ανοικτά σε καταχρήσεις, εγείροντας ζητήματα ασφάλειας και διαφάνειας, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στις αξίες και τις αρχές της ΕΕ, και διευκολύνοντας την τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής, η απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος(8) δεν εγγυάται το αναγκαίο ελάχιστο επίπεδο προσέγγισης όσον αφορά τη διαχείριση ή τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση βάσει μιας ενιαίας έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση-πλαίσιο επιτρέπει στα κράτη μέλη να μην εισαγάγουν την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης στο εθνικό τους δίκαιο, αλλά να συνεχίσουν να εφαρμόζουν το ισχύον εθνικό ποινικό δίκαιο προσφεύγοντας σε γενικούς κανόνες σχετικά με τη συμμετοχή σε και την προετοιμασία για συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, και ότι αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πρόσθετων διαφορών στην πρακτική εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου·
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσφυγική κρίση κατέδειξε την ανάγκη για επείγουσα μεταρρύθμιση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου και για μεγαλύτερο επιμερισμό των ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα υποχρεωτικά προγράμματα για την επείγουσα μετεγκατάσταση αιτούντων άσυλο από την Ιταλία και την Ελλάδα αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά και είχαν, ειδικότερα, σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές συνέπειες για τους ανηλίκους, και ιδίως για τους ασυνόδευτους ανηλίκους· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας επειδή αρνήθηκαν να συμμορφωθούν προς τις αποφάσεις μετεγκατάστασης·
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τον κώδικα συνόρων του Σένγκεν, η προσωρινή επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις και ως έσχατη λύση· λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά κράτη μέλη έχουν παραβιάσει τους κανόνες, παρατείνοντας τους συνοριακούς ελέγχους χωρίς επαρκή αιτιολόγηση· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή δεν έκρινε σκόπιμο να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά των εν λόγω κρατών μελών·
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελευθερία, η πολυφωνία και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης αποτελούν ουσιώδεις συνιστώσες του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και ότι τα μέσα ενημέρωσης διαδραματίζουν καίριο ρόλο σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως ορίζεται στον Χάρτη και στη ΣΕΕ·
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στόχος της οδηγίας 2014/59/ΕΕ για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων είναι ο περιορισμός των ζημιών που προκαλούνται από τις επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων στους δημόσιους προϋπολογισμούς, περιορίζοντας μέσω διάσωσης με ίδια μέσα τις επιπτώσεις των αθετήσεων υποχρεώσεων των τραπεζών στους μετόχους, τους ομολογιούχους και τους κατόχους τρεχόντων λογαριασμών άνω των 100.000 ευρώ· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κάτοχοι τρεχόντων λογαριασμών, και επομένως οι αποταμιευτές, κινδυνεύουν να πληρώσουν για την κακοδιαχείριση που οδηγεί τις τράπεζες σε αθέτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών (BRRD), ιδίως όσον αφορά τις διασώσεις με ίδια μέσα που προβλέπονται από αυτήν·
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2019 η Επιτροπή συνέχισε να παρακολουθεί την εφαρμογή από τα κράτη μέλη της οδηγίας IV για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, της οδηγίας για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων, της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών και της οδηγίας για την ιεράρχηση των πιστωτών των τραπεζών· λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2019 κινήθηκαν διαδικασίες επί παραβάσει κατά 12 κρατών μελών για μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την πλήρη μεταφορά της οδηγίας σχετικά με την ιεραρχία των πιστωτών των τραπεζών·
1. εκφράζει την ικανοποίησή του για τις ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ για τα έτη 2017, 2018 και 2019, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων ανά χώρα· αναγνωρίζει ότι οι εν λόγω ετήσιες εκθέσεις, το δικαίωμα υποβολής αναφοράς και η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών συνιστούν σημαντικά εργαλεία για να εντοπίζουν οι ενωσιακοί νομοθέτες πιθανά προβλήματα· επικροτεί τη δέσμευση της Επιτροπής να προσδώσει μεγάλη σημασία στη συμβολή των πολιτών, των επιχειρήσεων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών στον εντοπισμό παραβιάσεων του δικαίου της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει τον δημόσιο διάλογο σχετικά με τις ετήσιες εκθέσεις της·
2. σημειώνει τον σημαντικό αριθμό αναφορών στις οποίες οι πολίτες εκφράζουν τον προβληματισμό τους για παραβιάσεις του κράτους δικαίου στα κράτη μέλη, και επικροτεί το ενδιαφέρον των πολιτών για την άσκηση των δικαιωμάτων τους· θεωρεί ότι η παρακολούθηση αυτή είναι ουσιώδης για τον εντοπισμό και την αποτροπή των κινδύνων που απειλούν το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών της ΕΕ πριν φτάσουν σε σημείο όπου απαιτείται επίσημη αντίδραση· χαιρετίζει, στο πλαίσιο αυτό, την πρώτη ετήσια έκθεση της Επιτροπής για το κράτος δικαίου ως νέο προληπτικό εργαλείο και ως μέρος του νέου ετήσιου ευρωπαϊκού μηχανισμού για το κράτος δικαίου· επαναλαμβάνει την υποστήριξή του στη θέσπιση ενός μηχανισμού της ΕΕ για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα, ο οποίος θα διέπεται από διοργανική συμφωνία·
3. υπενθυμίζει ότι κάθε χρόνο το Κοινοβούλιο λαμβάνει σημαντικό αριθμό αναφορών από ενδιαφερόμενους πολίτες που εκφράζουν δυσαρέσκεια για την κατάσταση της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ στα κράτη μέλη· ανησυχεί ιδιαίτερα για την πρακτική να παραπέμπονται πολυάριθμοι αναφέροντες σε άλλους φορείς· τονίζει εκ νέου τον προβληματισμό του για το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή μπορεί να δημιουργεί στους πολίτες την εντύπωση ότι η φωνή τους δεν ακούγεται από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ· τονίζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν η κοινωνία των πολιτών και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως οι μάρτυρες δημόσιου συμφέροντος, στην παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ·
4. εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι, το 2019, η Επιτροπή κίνησε 797 νέες διαδικασίες επί παραβάσει, αριθμός που υπερβαίνει τους αντίστοιχους του 2018 (644) και του 2017 (716)· εκφράζει επίσης την ανησυχία του για το γεγονός ότι το 2019 η Επιτροπή απέστειλε 316 αιτιολογημένες γνώμες, έναντι 157 το 2018 και 275 το 2017· σημειώνει, ωστόσο, ότι το 2019 εξακολουθούσαν να εκκρεμούν 1.564 διαδικασίες μη συμμόρφωσης, αριθμός που συνιστά ελαφρά μείωση σε σύγκριση με τις 1.571 διαδικασίες που εκκρεμούσαν στο τέλος του 2018, και ελαφρά αύξηση σε σύγκριση με εκείνες που εκκρεμούσαν ακόμη το 2017 (1.559)· εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι ο αριθμός των διαδικασιών για μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις έγκαιρης μεταφοράς που εξακολουθούσαν να εκκρεμούν το 2019 μειώθηκε σε 599, δηλαδή μειώθηκε κατά 21% σε σχέση με τον αριθμό των διαδικασιών που εκκρεμούσαν στο τέλος του 2018 (758)·
5. υπογραμμίζει τον καίριο ρόλο του ΔΕΕ ως του μοναδικού θεσμικού οργάνου που είναι αρμόδιο για την έκδοση απόφασης σχετικά με το κύρος του δικαίου της ΕΕ, διασφαλίζοντας έτσι την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη· υπενθυμίζει ότι η διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης αποτελεί θεμελιώδη μηχανισμό του δικαίου της ΕΕ που συμβάλλει στην αποσαφήνιση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται το δίκαιο της ΕΕ· παροτρύνει, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα να απευθύνονται στο ΔΕΕ σε περίπτωση αμφιβολίας, ώστε να προλαμβάνονται με τον τρόπο αυτό οι διαδικασίες επί παραβάσει·
6. επισημαίνει ότι, το 2019, κινήθηκαν διαδικασίες επί παραβάσει στους ακόλουθους κύριους τομείς πολιτικής, οι οποίοι κατατάσσονται από υψηλότερο σε χαμηλότερο επίπεδο ανάλογα με τον αριθμό των υποθέσεων: περιβάλλον, εσωτερική αγορά, βιομηχανία, επιχειρήσεις και ΜΜΕ, κινητικότητα και μεταφορές· σημειώνει με λύπη ότι η περιβαλλοντική νομοθεσία δημιούργησε τον μεγαλύτερο αριθμό ζητημάτων μεταφοράς και επιβολής το 2019, ενώ σε σύγκριση με το 2018 το περιβάλλον βρισκόταν στην τρίτη θέση όσον αφορά τον αριθμό των νέων διαδικασιών επί παραβάσει·
7. σημειώνει ότι, σύμφωνα με τις εν λόγω εκθέσεις, οι τομείς στους οποίους κινήθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός διαδικασιών επί παραβάσει κατά κρατών μελών κατά τα έτη αυτά ήταν το περιβάλλον, η κινητικότητα, οι μεταφορές και η εσωτερική αγορά·
8. τονίζει ότι η έλλειψη επιβολής δεν υπονομεύει απλώς την αποδοτικότητα της εσωτερικής αγοράς, αλλά έχει επίσης άμεσο αντίκτυπο στα ατομικά δικαιώματα και, συνεπώς, πλήττει την αξιοπιστία και την εικόνα της Ένωσης· θεωρεί ότι ο μεγάλος αριθμός διαδικασιών επί παραβάσει καταδεικνύει ότι η διασφάλιση της έγκαιρης και ουσιαστικής εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ στα κράτη μέλη εξακολουθεί να συνιστά σοβαρή πρόκληση και να αποτελεί προτεραιότητα· καλεί την Επιτροπή να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της νέας μεθοδολογικής προσέγγισης που εφαρμόστηκε από το 2017 με στόχο τον προσδιορισμό των σοβαρότερων υποθέσεων παράβασης και καταγγελιών σχετικά με το δίκαιο της ΕΕ· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ο αυξανόμενος αριθμός διαδικασιών έχει οδηγήσει στη συνεχή αύξηση του μέσου χρόνου που απαιτείται για τη διερεύνηση πιθανών παραβιάσεων του δικαίου της ΕΕ από το 2017· καλεί την Επιτροπή να μειώσει τον μέσο χρόνο διεκπεραίωσης των καταγγελιών και των διαδικασιών επί παραβάσει· καλεί την Επιτροπή, όταν είναι σκόπιμο, να μειώνει δραστικά τον χρόνο που απαιτείται για την παραπομπή των κρατών μελών ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ και το άρθρο 260 ΣΛΕΕ·
9. σημειώνει με ανησυχία ότι ο μέσος χρόνος μεταφοράς στην ΕΕ έχει αυξηθεί, καθώς το 2019 χρειάστηκαν τρεις μήνες περισσότερο για τη μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, σε σύγκριση με το 2018· ζητεί να προγραμματίζονται κατάλληλα οι νομοθετικές διαδικασίες, ώστε να παρέχεται επαρκής χρόνος για τη μεταφορά τους στο εθνικό δίκαιο· υπογραμμίζει ότι το δίκαιο της ΕΈ πρέπει να διατυπώνεται με σαφή και κατανοητό τρόπο, με τήρηση των αρχών της νομικής σαφήνειας, της διαφάνειας και της ασφάλειας δικαίου· ζητεί κατάλληλες εκ των προτέρων και εκ των υστέρων εκτιμήσεις αντικτύπου της νομοθεσίας της ΕΕ· υπενθυμίζει ότι η νομοθεσία στην οποία παρατηρούνται οι σοβαρότερες διαδικασίες επί παραβάσει είναι εκείνη που απορρέει από οδηγίες· υπενθυμίζει ότι οι κανονισμοί έχουν άμεση και υποχρεωτική εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη· καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή να χρησιμοποιεί, στο μέτρο του δυνατού, κανονισμούς για τις νομοθετικές προτάσεις της·
10. τονίζει τη σπουδαιότητα του ελεγκτικού ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που συνίσταται στο να εφιστά, μέσω αναφορών και ερωτήσεων, την προσοχή της Επιτροπής σε αδυναμίες σχετικά με την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ στα κράτη μέλη· ενθαρρύνει την Επιτροπή να ενισχύσει περαιτέρω την εποπτεία του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται η νομοθεσία της ΕΕ στα κράτη μέλη, σύμφωνα με την πανοραμική επισκόπηση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου· τονίζει ότι ένας στενός και διαρθρωμένος διάλογος μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών σε πρώιμο στάδιο είναι καίριας σημασίας για την αποτελεσματική και ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, καθώς και για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που σχετίζονται με τον κανονιστικό υπερθεματισμό κατά τη μεταφορά και την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ· υπενθυμίζει την ανάγκη να δημιουργηθούν μια κοινή βάση δεδομένων και ένας κοινός δικτυακός τόπος για όλα τα μέρη της νομοθετικής διαδικασίας, προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια στις νομοθετικές συζητήσεις· καλεί την Επιτροπή να προωθήσει τη συμμόρφωση με μεγαλύτερη συνέπεια σε διάφορους τομείς πολιτικής και, όπου είναι εφικτό και σκόπιμο, να ενισχύσει τα προληπτικά μέσα, όπως, για παράδειγμα, την κατάρτιση σχεδίων εφαρμογής, οδικών χαρτών, επεξηγηματικών εγγράφων και ειδικών ιστοτόπων, και την ανταλλαγή ορθών πρακτικών που έχουν σχεδιαστεί για να βοηθούν τα κράτη μέλη να εντοπίζουν προβλήματα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τα αντιμετωπίζουν σε πρώιμο στάδιο των διαδικασιών επί παραβάσει, όπως επίσης να τα βοηθούν να βρίσκουν κοινές λύσεις και να ενισχύουν με τον τρόπο αυτό την αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας της ΕΕ·
11. αναγνωρίζει το έργο που επιτέλεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όπως επίσης αναγνωρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τήρησε την αρχή της επικουρικότητας· υπογραμμίζει τον καίριο ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων και, κατά περίπτωση, των περιφερειακών κοινοβουλίων στον προνομοθετικό έλεγχο των σχεδίων νόμων της ΕΕ· σημειώνει ότι οι τρέχουσες μορφές συνεργασίας με τα εθνικά κοινοβούλια επιδέχονται βελτίωση· εκφράζει τη λύπη του για την τρέχουσα δομή της διαδικασίας για τον μηχανισμό ελέγχου της επικουρικότητας, η οποία υποχρεώνει τις επιτροπές της ΕΕ στα εθνικά κοινοβούλια να αφιερώνουν υπερβολικό χρόνο στις τεχνικές και νομικές αξιολογήσεις, ενώ πρέπει να συμμορφώνονται με σύντομες προθεσμίες· προτείνει την αναθεώρηση των μηχανισμών αυτών προκειμένου να καταστούν πιο λειτουργικοί και αποτελεσματικοί και να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη μιας περισσότερο πολιτικής προσέγγισης όσον αφορά τον έλεγχο της επικουρικότητας σε ολόκληρη την ΕΕ· προτείνει την περαιτέρω συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών, η οποία εκπροσωπεί τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, στον έλεγχο της επικουρικότητας·
12. εκφράζει σοβαρή ανησυχία για το γεγονός ότι πολλά κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη εφαρμόσει τις οδηγίες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (4AMLD και 5AMLD)· καλεί τα κράτη μέλη να μεταφέρουν επειγόντως και δεόντως τις οδηγίες αυτές στο εθνικό τους δίκαιο· χαιρετίζει την έγκριση από την Επιτροπή της ανακοίνωσης με τίτλο «Προς μια καλύτερη εφαρμογή του πλαισίου της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», η οποία, μαζί με σειρά εκθέσεων, μπορεί να παράσχει στήριξη στις ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές για την καλύτερη αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
13. εκφράζει ανησυχία για τις επιπτώσεις ορισμένων προγραμμάτων επενδύσεων και ιθαγένειας που εγκρίθηκαν πρόσφατα από διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ· ζητεί από την Επιτροπή να θεσπίσει νομοθεσία που να απαγορεύει τέτοιες πρακτικές·
14. εκφράζει τη λύπη του για τις ασυνέπειες και τις ελλείψεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που αποσκοπεί στην καταπολέμηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της διακίνησης ναρκωτικών ή της εμπορίας ανθρώπων· ζητεί από την Επιτροπή να εξακολουθήσει να παρακολουθεί την ορθή μεταφορά της απόφασης-πλαισίου για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες για την επιβολή της νομοθεσίας· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση οδηγίας βάσει του άρθρου 83 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, για την αναθεώρηση της απόφασης-πλαισίου 2008/841/JHA του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένης της επικαιροποίησης των ορισμών των ποινικών αδικημάτων, προκειμένου να τονιστεί ο διασυνοριακός χαρακτήρας των εγκληματικών οργανώσεων, όπως τονίζεται επανειλημμένα στις εκθέσεις των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργανισμών, ιδίως της Ευρωπόλ και της Eurojust, συμπεριλαμβανομένων υψηλότερων ποινών και της προσθήκης του αδικήματος της εγκληματικής ένωσης, το οποίο στο μοντέλο της μαφίας χαρακτηρίζεται από τακτικές εκφοβισμού, σύνδεση με πρόθεση εσκεμμένης συμμετοχής σε εγκληματική δραστηριότητα, και ικανότητα άσκησης δημόσιας επιρροής· θεωρεί ότι, στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν επίσης επιθυμητή μια γενική ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία όσων αποφασίζουν να συνεργαστούν με τη δικαιοσύνη·
15. τονίζει τη σημασία μιας νομοθεσίας που θα επιτρέπει στις αρχές επιβολής του νόμου να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα παράνομα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία, ώστε οι εγκληματίες να μην μπορούν να επωφελούνται από τα προϊόντα των εγκλημάτων τους, εισάγοντάς τα στη νόμιμη οικονομία ή χρηματοδοτώντας με αυτά άλλες εγκληματικές δραστηριότητες· σημειώνει ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία απουσιάζει εν προκειμένω, παρά την επικείμενη έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1805· χαιρετίζει, ως εκ τούτου, τη δέσμευση της Επιτροπής να επανεξετάσει ολόκληρο το νομικό πλαίσιο για τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην ΕΕ, και να αναλύσει την πιθανή ανάγκη για περαιτέρω κοινούς κανόνες, με ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσχεση ή δήμευση προϊόντων εγκλήματος ελλείψει καταδίκης, και στη διαχείριση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων·
16. χαιρετίζει τις προσπάθειες της Επιτροπής να συνεχίσει να παρακολουθεί την πλήρη μεταφορά των οδηγιών για τα δικονομικά δικαιώματα στον ευρωπαϊκό χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης· υπογραμμίζει, ωστόσο, την ανησυχία του για τις συνεχιζόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζονται κατά τη μεταφορά της οδηγία 2012/29/ΕΕ για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, τη συνδρομή και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων(9)· υπογραμμίζει την ανησυχία του όσον αφορά τις διαδικασίες επί παραβάσει που κινήθηκαν κατά διαφόρων κρατών μελών λόγω μη μεταφοράς της οδηγίας (ΕΕ) 2016/800 σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών(10)·
17. τονίζει την ανάγκη βελτίωσης της φορολογικής νομοθεσίας της ΕΕ προκειμένου να καταστούν τα φορολογικά συστήματα πιο διαφανή, υπεύθυνα και αποτελεσματικά, καθώς και να περιοριστούν ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών μελών και ο πολλαπλασιασμός των φορολογικών παραδείσων· θεωρεί ότι η δίκαιη φορολόγηση και η αποφασιστική καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής, του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην πολιτική της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναπτύξουν ένα ανταγωνιστικό, δίκαιο και ισχυρό φορολογικό σύστημα, κατάλληλο για την ψηφιακή εποχή, και νέα επιχειρηματικά μοντέλα·
18. εκφράζει τη λύπη του διότι η Επιτροπή δεν έχει αποφασίσει να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά των κρατών μελών που έχουν παραβιάσει τους κανόνες του Σένγκεν·
19. επικρίνει τα κράτη μέλη για τη μη τήρηση των δεσμεύσεών τους όσον αφορά την αλληλεγγύη και τον επιμερισμό των ευθυνών κατά τη μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο·
20. καλεί τα κράτη μέλη να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τη νομοθεσία της ΕΕ για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και της τρομοκρατίας· επισημαίνει ειδικότερα τις ελλείψεις που εντόπισε η Επιτροπή όσον αφορά την οδηγία (ΕΕ) 2017/541 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας(11) σε διάφορα κράτη μέλη· σημειώνει ότι τα περισσότερα κράτη μέλη κατά των οποίων η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες επί παραβάσει το 2019 για τη μη μεταφορά της οδηγίας (ΕΕ) 2016/681 για τις καταστάσεις ονομάτων επιβατών(12) έχουν εν τω μεταξύ ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με την έγκριση των μέτρων που απαιτούνται για την επιτυχή μεταφορά της εν λόγω πράξης·
21. καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να εγγυηθούν την πλήρη εφαρμογή του Χάρτη σε όλες τις αποφάσεις, δράσεις και πολιτικές τους, ως μέσο για τη διασφάλιση του πλήρους σεβασμού της πολυφωνίας, της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης· εκφράζει την ανησυχία του για την κατάσταση των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ· καταδικάζει έντονα τις πρακτικές εκφοβισμού ή απειλών κατά δημοσιογράφων· επαναλαμβάνει, εν προκειμένω, το αίτημά του προς την Επιτροπή να υποβάλει ολοκληρωμένη πρόταση νομοθετικής πράξης προκειμένου να θεσπιστούν ελάχιστα πρότυπα κατά των πρακτικών στρατηγικών μηνύσεων κατά του δημόσιου λόγου (SLAPP) σε ολόκληρη την ΕΕ· θεωρεί ευκταία μια παρέμβαση της Επιτροπής που να προβλέπει αποτρεπτικά μέτρα για την πρόληψη της κατάχρησης του νομικού μέσου με στόχο τον εκφοβισμό δημοσιογράφων ή την υπονόμευση δημοσιογράφων·
22. καταδικάζει τον αυξανόμενο αριθμό εκστρατειών παραπληροφόρησης που αποσκοπούν στην παραπλάνηση του κοινού σχετικά με τις δραστηριότητες της ΕΕ και στοχεύουν επίσης τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ στα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να καταπολεμήσει αυτό το φαινόμενο, δεδομένου ότι αποσκοπεί στην υπονόμευση της δημοκρατικής διαδικασίας και της εμπιστοσύνης των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να εφαρμόσει μια σαφή, ολοκληρωμένη και ευρεία δέσμη δράσεων για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης και του αντικτύπου της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο στην Ευρώπη, και να διασφαλίσει την προστασία των ευρωπαϊκών αξιών και των δημοκρατικών συστημάτων·
23. εκφράζει την ανησυχία του για τα σοβαρά κενά στην εφαρμογή της περιβαλλοντικής και ενεργειακής νομοθεσίας της ΕΕ, ιδίως στον τομέα της διαχείρισης και διάθεσης των αποβλήτων, της ενεργειακής απόδοσης, της απώλειας βιοποικιλότητας, της υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και των προστατευόμενων περιοχών, της ανεπαρκούς επεξεργασίας των αστικών λυμάτων και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, που έχουν επίσης σοβαρές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία· σημειώνει με ανησυχία ότι βρίσκονται σε εξέλιξη 19 διαδικασίες επί παραβάσει για πλημμελή μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη, η οποία είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και της ευθύνης για περιβαλλοντικές ζημίες εν γένει·
24. επισημαίνει, ειδικότερα, ότι η πλειονότητα των κρατών μελών παραβιάζει διαρκώς και συστηματικά τα ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τις οριακές τιμές για τους ατμοσφαιρικούς ρύπους· τονίζει ότι η υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και η απώλεια της βιοποικιλότητας αποτελούν μείζονα ζητήματα σε ολόκληρη την ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να προτείνει έναν νέο νόμο για την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, ο οποίος θα βασίζεται στις υφιστάμενες υποχρεώσεις που προβλέπονται ήδη στην οδηγία για τους οικοτόπους και σε άλλες νομοθετικές πράξεις της ΕΕ και θα τις υπερβαίνει· καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει σθεναρά την ταχεία, πλήρη και ορθή μεταφορά όλων των περιβαλλοντικών οδηγιών της ΕΕ σε όλα τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες που καθορίζονται στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Δίκαιο της ΕΕ: Καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα»·
25. τονίζει ότι η έλλειψη συνεκτικού και ολοκληρωμένου συνόλου κωδικοποιημένων κανόνων χρηστής διοίκησης εφαρμοστέων σε ολόκληρη την Ένωση καθιστά δύσκολη για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις την ευχερή και πλήρη κατανόηση των δικαιωμάτων τους σύμφωνα με ενωσιακό δίκαιο· επισημαίνει, συνεπώς, ότι η κωδικοποίηση των κανόνων χρηστής διοίκησης υπό μορφή κανονισμού που θα καθορίζει τις διάφορες πτυχές της διοικητικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των κοινοποιήσεων, των δεσμευτικών προθεσμιών, του δικαιώματος ακρόασης και του δικαιώματος κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών και της διαφάνειας· πιστεύει ότι ο κανονισμός αυτός θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα και την ικανότητα των δημόσιων διοικήσεων και υπηρεσιών και, στο πλαίσιο αυτό, θα ανταποκριθεί στην ανάγκη για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
26. επαναλαμβάνει το αίτημά του για την έγκριση κανονισμού σχετικά με μια ανοικτή, αποτελεσματική και ανεξάρτητη διοίκηση της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 298 ΣΛΕΕ, και σημειώνει ότι η Επιτροπή δεν έχει υποβάλει πρόταση σε συνέχεια του αιτήματος αυτού· καλεί, επομένως, για μια ακόμη φορά την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση σχετικά με ένα ευρωπαϊκό διοικητικό δικονομικό δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη τα βήματα που έχει κάνει μέχρις στιγμής το Κοινοβούλιο προς αυτή την κατεύθυνση·
27. λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι υπάρχει ιδιαίτερη έλλειψη μεταφοράς, εφαρμογής και εποπτείας του δικαίου της ΕΕ στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, παρά την επιμονή της Επιτροπής και του Συμβουλίου για τον εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα αυτών των προτάσεων κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας· καλεί την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές να παρακολουθούν και να επιβάλλουν προορατικά και ολοκληρωμένα την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ σε αυτόν τον τομέα·
28. αναγνωρίζει ότι, προκειμένου να διασφαλιστούν η ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ και η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι πολίτες και οι επιχειρηματίες πρέπει να ενημερώνονται για τα ζητήματα που προκύπτουν από την καθημερινή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ· ζητεί ισχυρότερη συνεργασία σε αυτόν τον τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της υπηρεσίας SOLVIT·
29. εκφράζει τη λύπη του για τη συνεχιζόμενη έλλειψη ομοιογένειας μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας που αποσκοπεί στην οικοδόμηση μιας κοινωνικής και χωρίς αποκλεισμούς Ένωσης και στην καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων εις βάρος ευπαθών ομάδων· εκφράζει την ανησυχία του για τις σοβαρές ελλείψεις και καθυστερήσεις στην εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στην εργασία, της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας(13) και της νομοθεσίας για την ίση μεταχείριση και την ίση αμοιβή γυναικών και ανδρών· υπογραμμίζει την ευρεία ερμηνεία που έδωσε το ΔΕΕ στις αποφάσεις του σχετικά με την έννοια της ίσης αμοιβής για ίση εργασία, και ζητεί από την Επιτροπή να καταβάλει περισσότερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση των διακρίσεων και του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων σε ευρωπαϊκό επίπεδο·
30. καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι η πανδημία COVID-19 δεν χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη ως πρόσχημα για την εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, και ότι τυχόν καθυστερήσεις στη μεταφορά των οδηγιών στις εθνικές έννομες τάξεις είναι δεόντως αιτιολογημένες·
31. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στην Επιτροπή των Περιφερειών, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.
Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με βάση το άρθρο 10 της απόφασης-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (COM(2016)0448).
Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 299 της 18.11.2003, σ. 9).