Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2022 σχετικά με την αξιολόγηση της εφαρμογής του άρθρου 50 ΣΕΕ (2020/2136(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), και ιδίως το άρθρο 50 και το άρθρο 8,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και ιδίως το άρθρο 218,
– έχοντας υπόψη το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη την από τις 29 Μαρτίου 2017 γνωστοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 ΣΕΕ και το άρθρο 106α της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας,
– έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (άρθρο 50) της 29ης Απριλίου 2017 μετά τη γνωστοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου με βάση το άρθρο 50 ΣΕΕ, της 15ης Δεκεμβρίου 2017 για τη δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων για το Brexit και της 23ης Μαρτίου 2018 σχετικά με το πλαίσιο της μελλοντικής σχέσης ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου,
– έχοντας υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2017, η οποία καθορίζει τις οδηγίες για τη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας που θεσπίζει τις ρυθμίσεις για την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και την απόφαση του Συμβουλίου της 29ης Ιανουαρίου 2018, η οποία συμπληρώνει την απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2017 για την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας που περιλαμβάνει ρυθμίσεις για την αποχώρησή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και συμπληρωματικές οδηγίες για τη διαπραγμάτευση,
– έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/266 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2020, σχετικά με την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας για μια νέα συμφωνία εταιρικής σχέσης(1) , καθώς και τις οδηγίες που περιέχονται στην σχετική προσθήκη για τη διαπραγμάτευση μιας νέας εταιρικής σχέσης με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, οι οποίες έχουν δημοσιοποιηθεί,
– έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του, της 5ης Απριλίου 2017 σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο μετά τη γνωστοποίησης της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση(2), της 3ης Οκτωβρίου 2017 σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο(3), της 13ης Δεκεμβρίου 2017 σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο(4), της 14ης Μαρτίου 2018 σχετικά με το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου(5), της 18ης Σεπτεμβρίου 2019 σχετικά με την κατάσταση όσον αφορά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση(6), της 15ης Ιανουαρίου 2020 για την εφαρμογή και την παρακολούθηση των διατάξεων σχετικά με τα δικαιώματα των πολιτών στη συμφωνία αποχώρησης(7), και της 12ης Φεβρουαρίου 2020 σχετικά με την προτεινόμενη εντολή για διαπραγματεύσεις σχετικά με μια νέα εταιρική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας(8),
– έχοντας υπόψη τη σύστασή του της 18ης Ιουνίου 2020 όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για μια νέα εταιρική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας(9),
– έχοντας υπόψη το νομοθετικό του ψήφισμα, της 29ης Ιανουαρίου 2020, σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου που αφορά τη σύναψη της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας(10),
– έχοντας υπόψη τη δήλωση της Επιτροπής στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την 16η Απριλίου 2019,
– έχοντας υπόψη τη συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας(11) («η συμφωνία αποχώρησης»), και τη συνοδευτική πολιτική διακήρυξη για τον καθορισμό του πλαισίου της μελλοντικής σχέσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου(12) («η πολιτική διακήρυξη»),
– έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2018/937 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2018, για τον καθορισμό της σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(13),
– έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), της 10ης Δεκεμβρίου 2018, στην υπόθεση C‑621/18, Andy Wightman κ.λπ. κατά Secretary of State for Exiting the European Union, ECLI:EU:C:2018:999,
– έχοντας υπόψη την ενδελεχή ανάλυση του Νοεμβρίου 2020 της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τίτλο «Article 50 TEU in practice: How the EU has applied the “exit” clause» (Το άρθρο 50 στην πράξη: Πώς η ΕΕ εφαρμόζει τη ρήτρα «εξόδου»),
– έχοντας υπόψη τη μελέτη του Μαρτίου 2021 που ανατέθηκε από το Θεματικό Τμήμα Δικαιωμάτων των Πολιτών και Συνταγματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τίτλο «Interpretation and implementation of Article 50 TEU – Legal and institutional assessment» (Ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 50 ΣΕΕ — Νομική και θεσμική αξιολόγηση),
– έχοντας υπόψη τη συμφωνία του Μπέλφαστ της 10ης Απριλίου 1998, η οποία υπεγράφη από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, την κυβέρνηση της Ιρλανδίας και άλλους συμμετέχοντες στις πολυμερείς διαπραγματεύσεις («συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής»),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 54 του Κανονισμού του, καθώς και το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και το παράρτημα 3 της απόφασης της Διάσκεψης των Προέδρων, της 12ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη διαδικασία για την εξουσιοδότηση εκπόνησης εκθέσεων πρωτοβουλίας,
– έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων,
– έχοντας υπόψη την επιστολή της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A9-0357/2021),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι στόχος της παρούσας έκθεσης είναι να εξετάσει τους τρόπους με τους οποίους ερμηνεύθηκαν και εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οργανώθηκε και διεξήχθη η διαδικασία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ δυνάμει του εν λόγω άρθρου, συμπεριλαμβανομένων των διδαγμάτων που αντλήθηκαν όσον αφορά το ενωσιακό δίκαιο και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αναστοχασμός σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 50 ΣΕΕ συμβάλλει στο να βελτιώσει την καλύτερη κατανόηση των βασικών στοιχείων της συνταγματικής ταυτότητας της ΕΕ, των αρχών στις οποίες βασίζεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, της σημασίας της αυτόνομης λήψης αποφάσεων και του δικαιώματος θέσπισης κανονιστικών ρυθμίσεων, στοιχεία που θα ληφθούν όλα υπόψη στις μελλοντικές τροποποιήσεις των Συνθηκών·
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ αντιμετωπίζει την προϋπάρχουσα αβεβαιότητα και ασάφεια σχετικά με το δικαίωμα αποχώρησης από την ΕΕ, παρέχοντας ρητώς στα κράτη μέλη το μονομερές δικαίωμα να αποχωρήσουν χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις πλην της συμμόρφωσης με τους δικούς τους εθνικούς συνταγματικούς κανόνες·
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ, κατοχυρώνοντας ρητώς στο ενωσιακό δίκαιο τη δυνατότητα αποχώρησης, θεσπίζει την μοναδική διαδικασία με βάση την οποία ένα κράτος μέλος μπορεί να αποχωρήσει νομίμως από την ΕΕ·
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν αναφέρεται ρητώς ή επαρκώς σε αρκετές πτυχές της διαδικασίας που ανέκυψαν κατά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση·
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν επιβάλλει τυπικές προϋποθέσεις για την γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης από την Ένωση ή για την προθεσμία ή την ανάκληση της απόφασης αυτής· λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν προβλέπει ρητά τη δυνατότητα μεταβατικών ρυθμίσεων·
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν καθορίζει ειδικούς όρους σχετικά με την πιθανή παράταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 50 παράγραφος 3 ΣΕΕ διετούς περιόδου, γεγονός που ενισχύει το στοιχείο της ευελιξίας στη διαπραγματευτική διαδικασία·
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ επιβεβαιώνει ότι η προσχώρηση στην ΕΕ είναι εθελοντική, γεγονός που συνεπάγεται ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να παραμείνει στην Ένωση ή να αποχωρήσει από αυτήν· λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση αποχώρησης κράτους μέλους είναι κυριαρχική και σύμφωνη με την εσωτερική συνταγματική του τάξη·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, με βάση την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η απόφαση περί αποχώρησης πρέπει να γνωστοποιείται αμέσως μόλις ληφθεί·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην απόφασή του της 10ης Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση Andy Wightman κ.λπ. κατά Secretary of State for Exiting the European Union, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι το αποχωρούν κράτος μέλος είναι ελεύθερο να ανακαλέσει μονομερώς τη γνωστοποίηση της πρόθεσής του να αποχωρήσει από την Ένωση ενόσω οι Συνθήκες εξακολουθούν να ισχύουν σε αυτό·
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν καθιστά σαφές αν εφαρμόζονται άλλα τμήματα πέραν της παραγράφου 3 του άρθρου 218 ΣΛΕΕ·
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η βούληση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρίσει από την ΕΕ όπως εκφράστηκε από τον βρετανικό λαό, μολονότι η πλειονότητα των πολιτών της Σκωτίας και της Βορείου Ιρλανδίας ψήφισε υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, έγινε σεβαστή, σε συμφωνία με τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας που ορίζονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ·
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν συνοδεύτηκε από επαρκή αριθμό εκστρατειών ευαισθητοποίησης, καθώς οι πολίτες ουδέποτε σχημάτισαν σαφή εικόνα της σχέσης που θα είχε η χώρα τους με την ΕΕ μετά την αποχώρησή της, και συχνά παραπλανήθηκαν σχετικά με τις επιπτώσεις της αποχώρησης, ιδίως όσον αφορά τη Βόρεια Ιρλανδία, γεγονός που αναδεικνύει τους κινδύνους και τις προκλήσεις που απορρέουν από την ελλιπή πληροφόρηση·
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ αναθέτει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης την εξαιρετική οριζόντια αρμοδιότητα να διαπραγματεύονται συμφωνία που καλύπτει όλα τα αναγκαία για την ρύθμιση της αποχώρησης κράτους μέλους ζητήματα·
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ρόλος όλων των θεσμικών οργάνων στο πλαίσιο της διαδικασίας αποχώρησης είναι αποφασιστικής σημασίας όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 50 ΣΕΕ, προκειμένου να περιοριστεί στο ελάχιστο μια θεσμική αναταραχή, να διαφυλαχθεί η ενότητα των κρατών μελών και να υπάρξει μια συντεταγμένη αποχώρηση·
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσέγγιση σε δύο στάδια που υιοθέτησε ο Michel Barnier, επικεφαλής διαπραγματευτής εξ ονόματος της Επιτροπής, αποδείχθηκε η σωστή·
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, δυνάμει της ΣΕΕ, οι πολίτες εκπροσωπούνται άμεσα σε επίπεδο Ένωσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο συμμετέχει στη διαδικασίας λήψης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 50 ΣΕΕ και ασκεί γενικό πολιτικό έλεγχο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14 ΣΕΕ, και θα πρέπει, συνεπώς, να μετέχει ενεργά στις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση προκειμένου να είναι σε θέση να την εγκρίνει σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ·
ΙΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 50 ΣΕΕ και όπως και σε όλες τις περιπτώσεις διεθνών συμφωνιών που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 218 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ διαδικασία, το Κοινοβούλιο διαδραματίζει περιθωριακό ρόλο, ο οποίος περιορίζεται στο να εγκρίνει την ενδεχόμενη συμφωνία αποχώρησης· λαμβάνοντας υπόψη ότι παρά τους εν λόγω περιορισμούς το Κοινοβούλιο συμμετείχε ευθύς εξαρχής ενεργά στη διαδικασία αποχώρησης και δεσμεύτηκε να προασπίζει τα συμφέροντα των πολιτών της ΕΕ και να εγγυάται την ακεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας·
ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο διαδραμάτισε κατά τη διαδικασία καίριο ρόλο εκπροσωπώντας όλους τους πολίτες , τόσο της ΕΕ των 27 όσο και του Ηνωμένου Βασιλείου·
Κ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου είχε αντίκτυπο στη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της απόφασης (ΕΕ) 2018/937 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου·
ΚΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία αποχώρησης έχει οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις και έχει αποτελέσει πρόκληση όχι μόνο για την ΕΕ και για το αποχωρούν κράτος μέλος, αλλά κυρίως για τους πολίτες και τις οντότητες που επηρεάζονται με πιο άμεσο τρόπο· λαμβάνοντας υπόψη ότι το οικονομικό και κοινωνικό κόστος αυτής της αβεβαιότητας έχει αποδειχθεί πολύ υψηλό, ασκώντας πίεση στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και του αποχωρούντος κράτους μέλους· λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τη διαδικασία αποχώρησης θα μπορούσε να επιτευχθεί μεγαλύτερος βαθμός βεβαιότητας, μεταξύ άλλων, εάν απαιτείται η γνωστοποίηση της απόφασης αποχώρησης να συνοδεύεται από ένα σχέδιο σχετικά με τη μελλοντική σχέση που επιδιώκει το αποχωρούν κράτος μέλος·
ΚΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να μην πολιτικοποιήσουν τη διαδικασία αποχώρησης, ωστόσο η αποχώρηση δυνάμει του άρθρου 50 ΣΕΕ είναι εγγενώς πολιτική, καθώς απορρέει και επηρεάζεται από θεμελιώδεις επιλογές όσον αφορά την συμμετοχή και/ή τη σχέση του κράτους μέλους με την ΕΕ·
ΚΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποχώρηση κράτους μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά σοβαρό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σοκ, οι αρνητικές συνέπειες του οποίου μπορούν μόνο εν μέρει να μετριαστούν με προσεκτικά σχεδιασθείσες και διαπραγματευθείσες ρυθμίσεις για συντεταγμένη αποχώρηση·
ΚΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική διακήρυξη για τον καθορισμό του πλαισίου των μελλοντικών σχέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου καθορίζει τις παραμέτρους μιας φιλόδοξης, ευρείας, βαθιάς και ευέλικτης εταιρικής σχέσης, η οποία συμπεριλαμβάνει τους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της ασφάλειας, της άμυνας καθώς και ευρύτερους τομείς συνεργασίας·
ΚΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης, μόνο βάσει του άρθρου 49 ΣΕΕ είναι νομικά δυνατή η επανένταξη στην ΕΕ·
ΚΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο άρθρο 8 ΣΕΕ επισημαίνεται η ιδιαίτερη σχέση μεταξύ της ΕΕ και των γειτονικών της χωρών·
ΚΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων είναι αρμόδια για τις θεσμικές συνέπειες της αποχώρησης από την Ένωση·
Διαδικασία άνευ προηγουμένου
1. υπογραμμίζει ότι η αποχώρηση ενός εκ των κρατών μελών της υπήρξε μια άνευ προηγουμένου και εξαιρετικά κρίσιμη διαδικασία για την Ευρωπαϊκή Ένωση·
2. αποδέχεται το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς ωστόσο να το επιδοκιμάζει·
3. επισημαίνει ότι η ιστορική σημασία της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου δεν σημαίνει όσον αφορά την συμμετοχή στην ΕΕ ότι η Ένωση παρεκκλίνει από τη διαδικασία ολοκλήρωσής της, δεδομένου ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ παρέχει εγγυήσεις για την έννομη τάξη της ΕΕ και προστατεύει τους θεμελιώδεις στόχους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης·
4. τονίζει ότι στις διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ και στον τρόπο με τον οποίο αυτές ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν αποτυπώνονται και διαφυλάσσονται οι κοινές αξίες και οι στόχοι που αποτελούν τα θεμέλια της Ένωσης, όπως ιδίως η ελευθερία, η δημοκρατία και το κράτος δικαίου·
5. πιστεύει ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ έχει εκπληρώσει τους στόχους του, διαφυλάσσοντας το κυρίαρχο δικαίωμα ενός κράτους μέλους να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση -κάτι που επιβεβαίωσε σαφώς τον εθελοντικό χαρακτήρα της προσχώρησης στην ΕΕ- και εγγυώμενο την συντεταγμένη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, ταυτόχρονα δε κατέστησε δυνατό να οικοδομηθεί στη συνέχεια μια στενή σχέση μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου ως τρίτης χώρας·
Προτεραιότητες της ΕΕ
6. εκτιμά ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος επιτεύχθηκαν οι σκοποί του άρθρου 50 ΣΕΕ και των διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο για την αποχώρησή του που συνίσταντο στη διασφάλιση της αποδέσμευσής του από την Ένωση, στην εξασφάλιση νομικής σταθερότητας, στην ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων καθώς και στην παροχή στους πολίτες και τα νομικά πρόσωπα ενός σαφούς οράματος για το μέλλον μέσω μιας διαδικασίας συντεταγμένης αποχώρησης που εγγυάτο ταυτόχρονα την ακεραιότητα και τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των πολιτών της και των κρατών μελών της·
7. θεωρεί ότι ο ταχύς και σταθερός προσδιορισμός των προτεραιοτήτων στο πλαίσιο της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, και ιδίως η προστασία των δικαιωμάτων εκατομμυρίων πολιτών της ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο και υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ένωση που θίγονται από την αποχώρηση, οι ειδικές περιστάσεις που αντιμετωπίζει η νήσος της Ιρλανδίας και ο ενιαίος δημοσιονομικός διακανονισμός ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη διάρθρωση της διαδικασίας και τη σταθεροποίηση του αντικτύπου της στην Ένωση· εκτιμά, ωστόσο, ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων θα έπρεπε να είχε καταστεί περισσότερο σαφής ο τρόπος επίλυσης διαφορών που ενδέχεται να προκύψουν από την εφαρμογή της συμφωνίας αποχώρησης, ιδίως όσον αφορά τον ρόλο του ΔΕΕ·
8. φρονεί ότι η σαφής κατανομή καθηκόντων μεταξύ των θεσμικών οργάνων και η άνευ προηγουμένου χωρίς αποκλεισμούς και διαφανής προσέγγιση της Επιτροπής και του επικεφαλής διαπραγματευτή της, μεταξύ άλλων σε σχέση με το Κοινοβούλιο, ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διατήρηση της συνοχής και της ενότητας στην ΕΕ και μεταξύ των κρατών μελών, την προώθηση των προτεραιοτήτων και συμφερόντων της Ένωσης κατά τις διαπραγματεύσεις καθώς και τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της ενωσιακής έννομης τάξης·
9. επαινεί τους κύριους θεσμικούς παράγοντες που διασφαλίζοντας την ενότητα μεταξύ των 27 κρατών μελών, καθώς και εντός και μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, σεβάστηκαν τη φύση της αποχώρησης ως διαδικασία της Ένωσης·
10. πιστεύει ότι τα ενωσιακά συμφέροντα διασφαλίστηκαν χάρη στη στρατηγική οργάνωση και την αιρεσιμότητα μεταξύ των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας· υπενθυμίζει, ειδικότερα, την αλληλουχία των διαπραγματεύσεων, οι οποίες ξεκίνησαν με συμφωνία σχετικά με τις ρυθμίσεις αποχώρησης, συνέχισαν θίγοντας τις ρυθμίσεις για τη μεταβατική περίοδο και κατέληξαν σε συμφωνία για μια συνολική αντίληψη σχετικά με μια νέα και στενή εταιρική σχέση μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου με βάση την ουσιαστική πρόοδο στις διαπραγματεύσεις για τα δικαιώματα των πολιτών, το ζήτημα της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, τον δημοσιονομικό διακανονισμό και την αιτιολογημένη και ουσιαστική εφαρμογή της παράτασης της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 3 ΣΕΕ·
11. εκτιμά το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο έθεσαν ως προτεραιότητα το ζήτημα των δικαιωμάτων των πολιτών, το οποίο είναι και θα παραμείνει ζήτημα ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος, και ότι το εν λόγω κεφάλαιο των ρυθμίσεων αποχώρησης συμφωνήθηκε σε σχετικά πρώιμο στάδιο στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, καθώς η αρχική έκδοση του σχεδίου συμφωνίας αποχώρησης της 19ης Μαρτίου 2018 περιελάμβανε ένα εξ ολοκλήρου συμφωνημένο δεύτερο μέρος σχετικά με τα δικαιώματα των πολιτών, καθώς και σχετικά με το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεών της και τη δικαιοδοσία του ΔΕΕ όσον αφορά τις οικείες διατάξεις για τα δικαιώματα των πολιτών·
12. τονίζει ότι η Ένωση ευθύς εξαρχής αναγνώρισε ότι οι επικρατούσες στη νήσο της Ιρλανδίας ιδιαίτερες περιστάσεις και η ανάγκη να διασφαλιστεί η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής και να αμβλυνθούν οι οι επιπτώσεις από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ιρλανδία συνιστούσαν ζητήματα που αφορούσαν την ΕΕ στο σύνολό της·
13. θεωρεί ότι η χρονικά περιορισμένη μεταβατική περίοδος κατά την οποία συνεχίστηκε η εφαρμογή των υφιστάμενων ρυθμιστικών,δημοσιονομικών, εποπτικών, δικαστικών και εκτελεστικών μέσων και δομών της ΕΕ μετά την αποχώρηση ήταν προς το συμφέρον αμφότερων των μερών και διευκόλυνε τη διαπραγμάτευση της μελλοντικής σχέσης και της μετάβασης σε αυτή·
14. επισημαίνει ότι το πλαίσιο για τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένου Βασιλείου καθορίζεται στην πολιτική διακήρυξη που συνοδεύει τη συμφωνία αποχώρησης, η οποία περιλαμβάνει σαφείς διατάξεις που συνομολόγησαν τα δύο μέρη σχετικά με τη συνεργασία στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της ασφάλειας και της άμυνας·
15. αποδοκιμάζει το γεγονός ότι ο νομικά μη δεσμευτικός χαρακτήρας της πολιτικής διακήρυξης προσέφερε στο Ηνωμένο Βασίλειο νομικά επιχειρήματα για να μην επιληφθεί κρίσιμων πτυχών του περιεχομένου της, όπως είναι ιδίως τα ζητήματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, τα οποία, ως εκ τούτου, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο των διαπραγματεύσεων·
Το αποχωρούν κράτος μέλος
16. φρονεί, ωστόσο, ότι η διαδικασία αποχώρησης χαρακτηρίστηκε από την αρχή έως το τέλος των διαπραγματεύσεων από μια διαρκή αβεβαιότητα από την πλευρά του Ηνωμένου Βασιλείου, γεγονός που αποτυπώθηκε, μεταξύ άλλων, στο χρονικό κενό μεταξύ του δημοψηφίσματος και της γνωστοποίησης αποχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 50 ΣΕΕ· πιστεύει ότι η αβεβαιότητα αυτή επηρέασε τους πολίτες και τους οικονομικούς φορείς, ιδίως όσους διαβιούν και δραστηριοποιούνται στη νήσο της Ιρλανδίας· εκτιμά ότι με την απειλή μιας αποχώρησης χωρίς συμφωνία τέθηκαν σε κίνδυνο οι προοπτικές μιας εύτακτης αποχώρησης·
17. θεωρεί, εν προκειμένω, ότι οι πολιτικές και οικονομικές συνέπειες της απόφασης για την αποχώρηση από την Ένωση είναι πολυσήμαντες· πιστεύει ότι αυτές δεν αξιολογήθηκαν πραγματικά και πλήρως από το Ηνωμένο Βασίλειο πριν από την απόφασή του να αποχωρήσει, γεγονός που οδήγησε σε ελλιπή προετοιμασία για τη διαδικασία· πιστεύει ότι οι Βρετανοί πολίτες ήταν ανεπαρκώς ενημερωμένοι σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις εκτεταμένες συνέπειες που θα επέφερε η απόφαση αποχώρησης από την Ένωση·
18. φρονεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ σχετικά με την γνωστοποίηση και την παράταση της προθεσμίας δυνάμει του άρθρου 50 παράγραφος 3 ΣΕΕ αξιοποιήθηκαν με επαρκώς ευέλικτο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στις πολιτικές ταλαντεύσεις και ασυνέπειες των διαδοχικών κυβερνήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, διατηρώντας παράλληλα την ακεραιότητα της διαδικασίας αποχώρησης και διαφυλάσσοντας την έννομη τάξη της Ένωσης·
19. υπενθυμίζει ότι η απόφαση αποχώρησης αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα ενός κράτους μέλους και ότι η Ένωση είναι υποχρεωμένη να αποδεκτεί την πρόθεση του κράτους αυτού· τονίζει ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ δεν διευκρινίζει και, ως εκ τούτου, δεν θέτει περιορισμούς στον τύπο της γνωστοποίησης της πρόθεσης αποχώρησης· φρονεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι σε περίπτωση που κράτος μέλος δεν σέβεται το δίκαιο της ΕΕ και/ή εκφράζει την πρόθεσή του να αρνηθεί να εφαρμόσει τις Συνθήκες ή να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του ΔΕΕ και να σεβαστεί τις αποφάσεις του, τούτο συνιστά σαφή άρνηση των υποχρεώσεων που συναρτώνται με την προσχώρηση στην ΕΕ·
20. επισημαίνει ότι η αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εκ φύσεως πολύπλοκη διαδικασία και ότι οι πολιτικές επιλογές του αποχωρούντος κράτους μέλους όσον αφορά τις μελλοντικές σχέσεις του με την Ένωση μπορούν να επιτείνουν την πολυπλοκότητα αυτή·
Η σημασία μιας συντεταγμένης αποχώρησης
21. πιστεύει ότι, παρά το γεγονός ότι η αποχώρηση δεν εξαρτάται από την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του αποχωρούντος κράτους και της Ένωσης, η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου καταδεικνύει τη σημασία που έχει η σύναψη συμφωνίας σχετικά με τις ρυθμίσεις αποχώρησης, ιδίως όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων και των εύλογων προσδοκιών των θιγόμενων πολιτών·
22. θεωρεί ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια και εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να εξασφαλίσουν τη σύναψη συμφωνίας· επιδοκιμάζει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για να αποφευχθεί η πιθανότητα αποχώρησης χωρίς συμφωνία· σημειώνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 3 ΣΕΕ, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, η αποχώρηση τίθεται σε ισχύ δύο έτη μετά την κοινοποίηση στο Συμβούλιο· επισημαίνει ότι δεν υπάρχουν διατάξεις στη ΣΕΕ που να ρυθμίζουν την πιθανότητα αποχώρησης χωρίς συμφωνία και επομένως μια άτακτη αποχώρηση·
23. υπογραμμίζει ότι, δεδομένου του υψηλού βαθμού ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς της ΕΕ, η αποχώρηση ενός κράτους μέλους επηρεάζει όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας και ότι απαιτούνται νομικές και διοικητικές προσαρμογές σε κάθε επίπεδο, ενωσιακό, εθνικό και τοπικό· επαναλαμβάνει τη σημασία του έργου που επιτέλεσαν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης αλλά και όσον αφορά την ευαισθητοποίηση και την προετοιμασία τόσο των πολιτών όσο και του ιδιωτικού τομέα, δημοσιεύοντας πολλές ειδικές ανακοινώσεις ετοιμότητας των ενδιαφερόμενων μερών και εγκρίνοντας εγκαίρως μονομερή και προσωρινά μέτρα έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της πιθανότητας μη επίτευξης συμφωνίας και μιας άτακτης αποχώρησης·
24. σημειώνει ότι η ΣΕΕ δεν καθορίζει ουσιαστικές απαιτήσεις όσον αφορά το πλαίσιο για τη μελλοντική σχέση μεταξύ του αποχωρούντος κράτους μέλους και της Ένωσης καθώς και τη συνάφειά της με τις ρυθμίσεις αποχώρησης· υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 ΣΕΕ, η συμφωνία αποχώρησης πρέπει να λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων του αποχωρούντος κράτους με την Ένωση·
25. σημειώνει ότι, στην περίπτωση της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, η διετής περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 50 παράγραφος 3 ΣΕΕ, μετά την παρέλευση της οποίας παύουν να ισχύουν για το αποχωρούν κράτος μέλος οι Συνθήκες και η οποία αρχίζει από τη στιγμή της γνωστοποίησης της αποχώρησής του, αποδείχθηκε εξαιρετικά σύντομη για μια εύτακτη αποχώρηση, καθότι κρίθηκε αναγκαίο να παραταθεί τρεις φορές, ενώ καθορίστηκε και μεταγενέστερη μεταβατική περίοδος· υπενθυμίζει ότι αυτό το χρονικό διάστημα μπορεί να παραταθεί σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 3 ΣΕΕ· θεωρεί ότι η εν λόγω παράταση επιτρέπει τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων προκειμένου να αποφευχθεί μια αποχώρηση χωρίς συμφωνία· υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διετούς περιόδου και των περαιτέρω παρατάσεών της, πολίτες, οικονομικοί φορείς, κράτη μέλη καθώς και εμπορικοί εταίροι από τρίτες χώρες, αντιμετώπισαν μια άνευ προηγουμένου και παρατεταμένη ανασφάλεια δικαίου·
26. παρατηρεί ότι η αποχώρηση ενός κράτους μέλους επιφέρει πρωτοφανείς έννομες συνέπειες στις διεθνείς δεσμεύσεις της ΕΕ, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης των δασμολογικών ποσοστώσεων που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), προκειμένου να ληφθεί υπόψη το μερίδιο ποσόστωσης του αποχωρούντος κράτους μέλους, ώστε οι τρίτες χώρες να μπορούν να διεκδικήσουν πρόσθετα δικαιώματα πρόσβασης στην αγορά· θεωρεί ότι, κατ’ αρχήν, η διαχείριση της κατανομής των δασμολογικών ποσοστώσεων της ΕΕ υπήρξε ορθή μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, πρώτον με την έγκριση εσωτερικής νομοθετικής πράξης για τη θέσπιση ανακατανεμημένων μεριδίων ποσοστώσεων της ΕΕ (ιδίως στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) 2019/216(14)) και, στη συνέχεια, μέσω διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες σε επίπεδο ΠΟΕ, παρά την έλλειψη στο επίπεδο αυτό νομικών διατάξεων για την αντιμετώπιση της διάσπασης μιας τελωνειακής ένωσης·
Ευελιξία βάσει του άρθρου 50 ΣΕΕ
27. εκτιμά ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης μιας νομικά ορθής διαδικασίας αποχώρησης και της διαφύλαξης της αναγκαίας πολιτικής ευελιξίας για την προσαρμογή στις ειδικές περιστάσεις· σημειώνει, ωστόσο, ότι οι διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ στερούνται ακρίβειας σχετικά με τις ακόλουθες πτυχές:
–
τις τυπικές προϋποθέσεις για την γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης και τη ρητή δυνατότητα ανάκλησής της,
–
το κατάλληλο πλαίσιο για την παράταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 50 παράγραφος 3 ΣΕΕ διετούς προθεσμίας που θα επιτρέπει την ευελιξία στις διαπραγματεύσεις, τηρώντας παράλληλα την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας,
–
τις συνέπειες της υποχρέωσης να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο της μελλοντικής σχέσης,
–
την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, ιδίως όσον αφορά τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
–
ενδεχόμενες μεταβατικές ρυθμίσεις·
28. αποδοκιμάζει το γεγονός ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση συνεπάγεται την αποχώρηση μιας ολόκληρης κοινότητας πολιτών της ΕΕ· υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστήριξε και συμμετείχε με θέρμη σε ένα ενεργό διάλογο με τους πολίτες και τις οργανώσεις που τους εκπροσωπούν μέσω διαβουλεύσεων, ακροάσεων και συνεδριάσεων που διοργανώθηκαν από τις κοινοβουλευτικές επιτροπές και τη Διευθύνουσα Ομάδα για το Brexit, οι οποίες προσπάθησαν να εκφράσουν τις ανησυχίες και τις προσδοκίες των πολιτών στο πλαίσιο της διαδικασίας αποχώρησης· θεωρεί, ωστόσο, ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα μπορούσαν κατά τα διάφορα στάδια της αποχώρησης να έχουν καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες για την παροχή πληροφοριών στους πολίτες·
29. πιστεύει ότι, λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα της διαδικασίας αποχώρησης, οι διατάξεις της ΣΕΕ που τη ρυθμίζουν θα πρέπει να διασφαλίζουν βεβαιότητα δικαίου για τον μεγάλο αριθμό πολιτών της ΕΕ και πολιτών του αποχωρούντος κράτους μέλους που θίγονται από την αποχώρηση, διασφαλίζοντας τα κεκτημένα με βάση το δίκαιο της ΕΕ δικαιώματά τους και εξασφαλίζοντας ένα αποτελεσματικό σύστημα επιβολής, χωρίς να αποκλείεται η θέσπιση μηχανισμών παρακολούθησης και ενημερωτικών εκστρατειών· υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο να ενημερώνονται εγκαίρως και καταλλήλως οι θιγόμενοι πολίτες, και ιδίως οι πιο ευάλωτοι, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που συναρτώνται με την αποχώρηση·
30. πιστεύει ότι, δεδομένου του χαρακτήρα της απόφασης αποχώρησης από την Ένωση και των ευρύτατων συνεπειών της για τους πολίτες του αποχωρούντος κράτους μέλους, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την επιβεβαίωση της τελικής απόφασης αποχώρησης μπορεί να αποτελέσει σημαντική δημοκρατική εγγύηση· εκτιμά ότι η επιβεβαίωση αυτής της τελικής επιλογής από τους πολίτες του είναι εξίσου κρίσιμη εάν οι διαπραγματεύσεις μιας συμφωνίας αποχώρησης δεν ολοκληρωθούν, καθιστώντας πιθανή την αποχώρηση χωρίς συμφωνία· θεωρεί ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας θα πρέπει να λαμβάνονται όλα τα δυνατά μέτρα προκειμένου να αποφευχθούν η παραπληροφόρηση, οι ξένες παρεμβάσεις και οι χρηματοδοτικής φύσεως παρατυπίες·
Ο ρόλος των θεσμικών οργάνων στη διαδικασία αποχώρησης
31. εκτιμά ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη επέδειξαν συλλογικά ικανότητα αντίδρασης και ακολούθησαν συνεκτική και ενιαία προσέγγιση διασφαλίζοντας έγκαιρο, σαφή και καλά δομημένο ορισμό των πτυχών της διαδικασίας αποχώρησης, συμπεριλαμβανομένων των πτυχών που δεν προσδιορίζονται ρητώς στο άρθρο 50 ΣΕΕ, όπως είναι ιδίως οι στόχοι και οι γενικές αρχές των διαπραγματεύσεων, οι αρμοδιότητες της ΕΕ για ζητήματα που συναρτώνται με την αποχώρηση, η σωστή σειρά των διαπραγματεύσεων, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αποχώρησης, οι μεταβατικές ρυθμίσεις, και το πλαίσιο για τη μελλοντική σχέση·
32. επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο, ήδη από το στάδιο προετοιμασίας του δημοψηφίσματος του Ηνωμένου Βασιλείου για την παραμονή του στην ΕΕ, διαδραμάτισε καίριο ρόλο καθ’όλη τη διαδικασία αποχώρησης και συνέβαλε ενεργά στον προσδιορισμό στρατηγικών και στην προστασία των συμφερόντων και των προτεραιοτήτων της ΕΕ και των πολιτών της με δεόντως τεκμηριωμένα ψηφίσματα· υπενθυμίζει, εν προκειμένω, ότι η συμβολή του Κοινοβουλίου διαρθρώθηκε κυρίως μέσω της συγκροτηθείσας την 6η Απριλίου 2017 από την Διάσκεψη των Προέδρων Διευθύνουσας Ομάδας για το Brexit, με την υποστήριξη και τη στενή συμμετοχή των επιτροπών του Κοινοβουλίου και της Διάσκεψης των Προέδρων·
33. τονίζει ότι το Κοινοβούλιο κινητοποιήθηκε συνολικά και ενωτικά για την παρακολούθηση της διαδικασίας αποχώρησης τόσο μέσω των πολιτικών οργάνων του όσο και μέσω των επιτροπών του, που κλήθηκαν από πρώιμο στάδιο να προσδιορίσουν στο πλαίσιο των οικείων τομέων αρμοδιότητάς τους τον πολιτικό και νομοθετικό αντίκτυπο της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου· επαναλαμβάνει τη σημασία της διαρκούς συμμετοχής των αρμόδιων για τις τομεακές πολιτικές επιτροπών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων· επιδοκιμάζει το μακροχρόνιο και διεξοδικό προπαρασκευαστικό έργο που έχουν αναλάβει οι επιτροπές, συγκεντρώνοντας στοιχεία, εισηγήσεις και γνώμες ειδικών μέσω ακροάσεων, εργαστηρίων και μελετών για όλα τα συναρτώμενα με την αποχώρηση ή τη μελλοντική σχέση μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου ζητήματα·
34. εκτιμά ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διαδραμάτισε ενωτικό και σταθεροποιητικό ρόλο στη διαδικασία, μεταξύ άλλων, μέσω των κατευθυντήριων γραμμών του με βάση το άρθρο 50 παράγραφος 2 ΣΕΕ, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 50 ΣΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των πτυχών για τις οποίες οι διατάξεις δεν κάνουν καμία αναφορά και θέτοντας, με βάση τα συμφέροντα της Ένωσης, σαφή πολιτική κατεύθυνση στον καθορισμό των διαπραγματευτικών όρων και στον ορισμό της Επιτροπής ως διαπραγματευτή της Ένωσης·
35. τονίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 4 ΣΕΕ, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που εκπροσωπεί το αποχωρούν κράτος μέλος δεν μπορεί να συμμετέχει στις συζητήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου ή στις αποφάσεις που αφορούν τη διαδικασία αποχώρησης, ενώ τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκλέγονται στο αποχωρούν κράτος μέλος εξακολουθούν να ασκούν όλα τα δικαιώματα και όλες τις υποχρεώσεις τους έως ότου η αποχώρηση τεθεί σε ισχύ·
36. αναγνωρίζει τον άνευ προηγουμένου χαρακτήρα της διοργανικής συνεργασίας και διαφάνειας κατά την εφαρμογή του άρθρου 50 ΣΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων εργασίας και των δομών που αξιοποιήθηκαν στις διαπραγματεύσεις, των διαύλων ενημέρωσης, της δημοσίευσης των διαπραγματευτικών εγγράφων και της συμμετοχής σε συνεδριάσεις, ιδίως στις συνεδριάσεις «Sherpa» και στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων·
37. αναγνωρίζει τη σημασία των βασικών αρχών που πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και εισήγαγε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις διαδοχικές διαπραγματευτικές κατευθυντήριες γραμμές του, οι οποίες στη συνέχεια εφαρμόστηκαν στις διαπραγματεύσεις και συνίστανται στα εξής:
–
προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών που απορρέουν από την ιδιότητά τους ως πολιτών της Ένωσης
–
ανάληψη προς το συμφέρον της Ένωσης δράσης και μέριμνα για τη συνταγματική της ακεραιότητα καθώς και για την αυτονομία της να λαμβάνει αποφάσεις·
–
διασφάλιση του ρόλου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
–
διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Ένωσης·
–
υπεράσπιση της άσκησης από το αποχωρούν κράτος όλων των δικαιωμάτων και της εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας·
–
υπεράσπιση της σαφούς διαφοροποίησης καθεστώτος μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, δεδομένου ότι ένα αποχωρούν από την Ένωση κράτος δεν δύναται να έχει τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τα κράτη μέλη·
38. εξακολουθεί να υποστηρίζει πλήρως τις εν λόγω αρχές·
39. θεωρεί ότι οι αρχές αυτές βαίνουν πέραν του πλαισίου του άρθρου 50 ΣΕΕ, καθώς αποτελούν τη βάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και έχουν καταστεί ουσιώδη στοιχεία της συνταγματικής ταυτότητας και της έννομης τάξης της ΕΕ, μολονότι δεν αποτελούν μέρος της ΣΕΕ·
40. σημειώνει ότι, στο πλαίσιο αυτό, η διαδικασία εξόδου που προβλέπεται στο άρθρο 50 ΣΕΕ οδήγησε τόσο την ΕΕ όσο και τα κράτη μέλη της να επιβεβαιώσουν τη συνταγματική ταυτότητα της Ένωσης·
Δικαιώματα και υποχρεώσεις της ΕΕ και του αποχωρούντος κράτους μέλους
41. υπενθυμίζει ότι έως ότου η συμφωνία αποχώρησης τεθεί σε ισχύ ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, έως ότου παρέλθει η διετής προθεσμία ή η παράτασή της που ορίζεται στο άρθρο 50 παράγραφος 3 ΣΕΕ, το αποχωρούν κράτος παραμένει κράτος μέλος, απολαύει όλων των συναφών δικαιωμάτων και υπέχει όλες ανεξαιρέτως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις Συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ, καθώς και της υποχρέωσης διεξαγωγής εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διορισμού εκπροσώπων στα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης, διαφύλαξης της πλήρους προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών και του σεβασμού των οικονομικών του υποχρεώσεων·
Έλεγχος του Κοινοβουλίου
42. τονίζει ότι η άσκηση πολιτικού ελέγχου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι απολύτως απαραίτητη σε ένα κοινοβουλευτικό δημοκρατικό σύστημα και διασφαλίζει τη διαφάνεια και την πολιτική ευθύνη· επιμένει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι συναφείς με το στάδιο ελέγχου κοινοβουλευτικές εξουσίες θα πρέπει να διασφαλίζονται και να ασκούνται εγκαίρως όσον αφορά τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, μεταξύ άλλων και όταν προβλέπεται προσωρινή εφαρμογή αυτών, ιδίως αν συνάπτονται στο πλαίσιο αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση· σημειώνει, εν προκειμένω, πόσο σημαντική είναι, για τις προνομίες του Κοινοβουλίου σε συνάρτηση με μια αποχώρηση, η πλήρης εφαρμογή του άρθρου 218 παράγραφος 10 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να ενημερώνεται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών· υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνει το Κοινοβούλιο ισότιμα με το Συμβούλιο·
43. πιστεύει ότι τόσο η Διευθύνουσα Ομάδα για το Brexit όσο και η ομάδα συντονισμού για το Ηνωμένο Βασίλειο, που συστάθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποδείχθηκαν υψίστης σημασίας σε κάθε φάση των διαπραγματεύσεων με το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά τη διασφάλιση των δραστηριοτήτων παρακολούθησης του Κοινοβουλίου και της συμμετοχής αυτού στις διαπραγματεύσεις, αλλά και για την εγγύηση της διαφάνειας αυτών· πιστεύει ότι η εφαρμογή του άρθρου 50 ΣΕΕ αποτέλεσε καλό παράδειγμα συλλογικού συντονισμού μεταξύ των θεσμικών οργάνων προς υποστήριξη των συμφερόντων της Ένωσης που θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις διαπραγματεύσεις διεθνών συμφωνιών·
44. θεωρεί, εν προκειμένω, ότι ο ρόλος του Κοινοβουλίου είναι ουσιώδης για την εγγύηση της κοινοβουλευτικής και δημοκρατικής διάστασης μιας διαδικασίας με τέτοιο συνταγματικό και θεσμικό αντίκτυπο στην Ένωση και στα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ· εκτιμά ότι ο ρόλος του στην πολιτική εποπτεία θα πρέπει να διαφυλαχθεί και να ενισχυθεί ώστε να συμπεριλάβει την απαραίτητη συναίνεση σε όλες τις σχετικές πτυχές της διαδικασίας·
45. επισημαίνει στο πλαίσιο αυτό, ότι, παρότι η διαδικασία του άρθρου 50 έχει ολοκληρωθεί και η αποχώρηση από την ΕΕ έχει τεθεί σε ισχύ, η απώλεια της ιδιότητας του κράτους μέλους και η εφαρμογή της συμφωνίας αποχώρησης αποτελούν μακροπρόθεσμη διαδικασία· επιβεβαιώνει, εν προκειμένω, ότι το Κοινοβούλιο θα διαδραματίσει πλήρως τον ρόλο του στο στάδιο της παρακολούθησης της εφαρμογής της συμφωνίας αποχώρησης·
Ζητήματα προς αναστοχασμό
46. θεωρεί ότι το άρθρο 50 ΣΕΕ ρυθμίζει και επιτρέπει την επίλυση της διαδικαστικής πτυχής της αποχώρησης ενός κράτους μέλους, όχι όμως τις σημαντικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις και τις προκληθείσες από την αποχώρηση ενός κράτους μέλους από την ΕΕ διαταράξεις εντός και μεταξύ των κρατών μελών αλλά και διεθνώς·
47. επαναλαμβάνει το αίτημά του για εμβριθή αναστοχασμό σχετικά με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον αντίκτυπό της για το μέλλον της ΕΕ· πιστεύει ότι ο αναστοχασμός αυτός πρέπει να διασφαλίζει έναν ανοικτό και διευρυμένο διάλογο σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ένωση προκειμένου να ενισχύσει τη δημοκρατία και την ικανότητά της να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών· υπενθυμίζει, για τον σκοπό αυτό, την άνευ προηγουμένου διαδικασία στοχασμού της Ένωσης σχετικά με το μέλλον της στο πλαίσιο της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης· τονίζει ότι σε αυτόν τον στοχασμό συμμετέχουν η κοινωνία των πολιτών και οι εκπρόσωποι των οργανώσεων για τα δικαιώματα των πολιτών·
48. πιστεύει ότι είναι ευθύνη και ρόλος της Ένωσης και των κρατών μελών της να καταβάλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για να διαφυλάξουν τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, να προστατεύσουν τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, και να αποτρέψουν να επαναληφθεί μια αποχώρηση από την ΕΕ· αποδοκιμάζει, στο πλαίσιο αυτό, την αυτοσυγκράτηση και την περιορισμένη παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των επιτροπών του ενόψει του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, που στέρησαν από τους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου, που ήταν τη δεδομένη χρονική στιγμή πολίτες της ΕΕ, την πλήρη πρόσβαση σε πληροφορίες συναρτώμενες με τη λειτουργία της ΕΕ και τις επιπτώσεις της αποχώρησης· τονίζει ότι θα πρέπει να θεσπιστούν εχέγγυα που να διασφαλίζουν ότι ο δημόσιος διάλογος που προηγείται της ενεργοποίησης του άρθρου 50 ΣΕΕ από κράτος μέλος επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους πολίτες να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις· καλεί τα κράτη μέλη και την ΕΕ να παρέχουν συστηματικά ευρείες πληροφορίες στους πολίτες της ΕΕ σχετικά με τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους τομείς δράσης της, τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ καθώς και τις επιπτώσεων αποχώρησης από αυτήν· θεωρεί ότι για τον σκοπό αυτό η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης προσφέρει μία ευκαιρία για ενισχυμένο διάλογο με τους πολίτες και την κοινωνία των πολιτών σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον τρόπο με τον οποίο η Ένωση θα πρέπει να εξελιχθεί· παροτρύνει την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση που θα επιτρέπει στα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα να χρηματοδοτούν εκστρατείες για δημοψηφίσματα σχετικά με την εφαρμογή της ΣΕΕ ή της ΣΛΕΕ·
o o o
49. αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.