Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2020/2130(INL)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A9-0218/2022

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A9-0218/2022

Συζήτηση :

Ψηφοφορία :

PV 13/09/2022 - 7.7

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P9_TA(2022)0308

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 268kWORD 90k
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022 - Στρασβούργο
Υπεύθυνη ιδιωτική χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών
P9_TA(2022)0308A9-0218/2022
Ψήφισμα
 Παράρτημα

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2022 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την υπεύθυνη ιδιωτική χρηματοδότηση της επίλυσης διαφορών (2020/2130(INL))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 5 της απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, για τη θέσπιση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(1),

–  έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2020, σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ(2),

–  έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές αρχές εφαρμοστέες στους μηχανισμούς συλλογικών αγωγών παράλειψης και αποζημίωσης στα κράτη μέλη όσον αφορά παραβιάσεις αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων,

–  έχοντας υπόψη τη μελέτη που εκπόνησε η Υπηρεσία Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τίτλο «Responsible Private Funding of Litigation» (Υπεύθυνη ιδιωτική χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών) τον Μάρτιο του 2021,

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 47 και 54 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A9-0218/2022),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη έχουν πρωταρχική ευθύνη να παρέχουν επαρκή νομική συνδρομή σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, προκειμένου να διασφαλίζεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για όλους, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημόσια νομική συνδρομή και η άσκηση ποινικής δίωξης είναι και πρέπει να παραμείνουν οι βασικοί μηχανισμοί για τη διασφάλιση του θεμελιώδους δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτης δίκης·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπορική χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους (third-party litigation funding, TPLF) αποτελεί ολοένα και πιο συνήθη πρακτική σύμφωνα με την οποία οι ιδιώτες επενδυτές («χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών»), οι οποίοι δεν είναι διάδικοι, επενδύουν σε δικαστικές διαδικασίες και αναλαμβάνουν τα δικαστικά και άλλα έξοδα έναντι μέρους της τυχόν αποζημίωσης που χορηγείται· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας είναι μόνο ένα είδος διαφορών στις οποίες χρησιμοποιείται επί του παρόντος η TPLF, ενώ άλλα παραδείγματα είναι η διαιτησία, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας, η ανάκτηση επενδύσεων, οι αντιμονοπωλιακές απαιτήσεις κ.λπ.·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η TPLF θα μπορούσε, εάν ρυθμιστεί κατάλληλα, να χρησιμοποιείται συχνότερα ως εργαλείο για τη στήριξη της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ιδίως σε χώρες όπου το νομικό κόστος είναι πολύ υψηλό ή για τις γυναίκες και τις περιθωριοποιημένες ομάδες με πρόσθετα εμπόδια χρηματοδότησης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η TPLF θα μπορούσε επίσης να συμβάλει όλο και περισσότερο στη διασφάλιση ότι οι υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος παραπέμπονται στα δικαστήρια και στη μείωση των σημαντικών οικονομικών ανισορροπιών που υφίστανται μεταξύ των εταιρειών και των πολιτών που ζητούν έννομη προστασία, διασφαλίζοντας έτσι την κατάλληλη εταιρική λογοδοσία·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκθεση του Βρετανικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Συγκριτικού Δικαίου (BIICL) σχετικά με την κατάσταση των συλλογικών προσφυγών στην ΕΕ στο πλαίσιο της σύστασης της Επιτροπής επισημαίνει ότι σε ορισμένα κράτη μέλη η χρηματοδότηση από τρίτους έχει καταστεί ουσιαστικός παράγοντας για την υλοποίηση των συλλογικών προσφυγών(3)· λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκθεση της Επιτροπής COM(2018)0040 σχετικά με την εφαρμογή των μη δεσμευτικών συστάσεων του 2013 για τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας τονίζει το γεγονός ότι η TPLF αποτελεί βασική πτυχή της συλλογικής έννομης προστασίας, η οποία έχει σημαντική διασυνοριακή διάσταση(4)·

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών οι οποίοι εμπλέκονται σε δικαστικές διαδικασίες ενδέχεται να ενεργούν προς το δικό τους οικονομικό συμφέρον και όχι προς το συμφέρον των εναγόντων· λαμβάνοντας υπόψη ότι μπορούν να επιδιώξουν τον έλεγχο της ένδικης επίλυσης των διαφορών και να ζητήσουν αποτέλεσμα που θα τους αποδίδει τη μεγαλύτερη απόδοση και το συντομότερο δυνατό(5)· λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η καταβολή επαρκών αποζημιώσεων στα θύματα·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ η TPLF είναι σχεδόν ανύπαρκτη στην Ευρώπη, πρόκειται για ένα φαινόμενο που ανθεί στη διαιτησία για επενδύσεις και πολλαπλασιάζει τον αριθμό και τον όγκο των απαιτήσεων ιδιωτών επενδυτών έναντι των κρατών·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών ενδέχεται, σε ορισμένα κράτη μέλη, να απαιτούν δυσανάλογο μερίδιο των εσόδων που υπερβαίνει τις τυπικές αποδόσεις άλλων τύπων επενδύσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ποσά που ζητούν οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών κυμαίνονται συνήθως σε ολόκληρη την Ένωση από 20 % έως 50 % της αμοιβής(6), αλλά εκτός της Ένωσης οι αξιώσεις αυτές μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να αντιπροσωπεύουν αποδόσεις επενδύσεων έως 300 %· λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για να διασφαλιστεί ότι τα τέλη που καταβάλλονται στους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών είναι αναλογικά και ότι η αμοιβή επιδικάζεται πρώτα στους ενάγοντες, πριν από την καταβολή της αμοιβής στον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών·

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η TPLF δεν είναι ο μόνος τρόπος για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, και ότι διατίθενται άλλα μέσα, όπως νομική συνδρομή ή ασφάλιση δικαστικών εξόδων, για τη διευκόλυνση της πρόσβασης αυτής, ενώ υπάρχουν επίσης εξωδικαστικά μέσα επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση, η ΕΕΔ/ΗΕΔ, ο Διαμεσολαβητής ή μέσω συστημάτων καταγγελιών που διαχειρίζονται οι εταιρείες· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι λύσεις αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ταχύτερη και καταλληλότερη αποζημίωση των εναγόντων, μολονότι τα εν λόγω μέσα επίλυσης διαφορών δεν είναι πάντοτε αρκετά αποτελεσματικά για την παροχή επαρκούς έννομης προστασίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει πάντα να παρέχεται στους ενάγοντες η δυνατότητα να ασκούν απευθείας δικαστική προσφυγή·

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η TPLF είναι διαδεδομένη στην Αυστραλία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Κάτω Χώρες και ότι θεωρείται από ορισμένους ως βασικός παράγοντας για τη διασφάλιση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη(7), ωστόσο, υπάρχουν επίσης ανησυχίες σχετικά με τις καταχρηστικές πρακτικές σε ορισμένες δικαιοδοσίες· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με εμπειρικά στοιχεία(8), οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών επιλέγουν συχνότερα υποθέσεις που αντιπροσωπεύουν τις καλύτερες δυνατές αποδόσεις, και δεν επενδύουν σε υποθέσεις που θεωρούν υπερβολικά ριψοκίνδυνες ή μη αρκετά κερδοφόρες·

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, με τουλάχιστον 45 τέτοιους χρηματοδότες να είναι γνωστό ότι δραστηριοποιούνται στην Ένωση· λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και στα περισσότερα κράτη μέλη η πρακτική της TPLF έχει μέχρι στιγμής περιοριστεί ως προς την έκτασή της, αναμένεται να διαδραματίσει αυξανόμενο ρόλο τα επόμενα χρόνια, αλλά παραμένει σε μεγάλο βαθμό μη ρυθμιζόμενη στην Ένωση, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να παρουσιάσει όχι μόνο οφέλη, αλλά και σημαντικούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης που πρέπει να αντιμετωπιστούν·

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο σημερινό ρυθμιστικό κενό, υπάρχει κίνδυνος οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να λειτουργούν με αδιαφανή τρόπο, με αποτέλεσμα τα δικαστήρια να μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποζημιώνουν τους ενάγοντες χωρίς να συνειδητοποιούν ότι ένα μέρος της διαιτητικής απόφασης, το οποίο μερικές φορές μπορεί να είναι δυσανάλογο, στη συνέχεια θα κατευθυνθεί εκ νέου σε χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών εις βάρος των εναγόντων· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτή η έλλειψη διαφάνειας θα μπορούσε επίσης να σημαίνει ότι ακόμη και οι δυνητικοί δικαιούχοι έχουν ελάχιστες ή καθόλου γνώσεις σχετικά με την κατανομή των επιχορηγήσεων ή τις συμφωνίες χρηματοδότησης, ιδίως όταν εφαρμόζεται μηχανισμός εξαίρεσης στο πλαίσιο των συστημάτων συλλογικής προσφυγής· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ελλείψει κοινών ελάχιστων προτύπων σε επίπεδο Ένωσης, υπάρχει κίνδυνος κατακερματισμού και ρυθμιστικών ανισορροπιών στον τομέα της χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης των δικαστικών διαφορών·

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 προσδιορίζει ευκαιρίες και θεσπίζει διασφαλίσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών, οι οποίες, ωστόσο, περιορίζονται σε αντιπροσωπευτικές αγωγές για λογαριασμό καταναλωτών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας και, ως εκ τούτου, δεν ρυθμίζει άλλα είδη αγωγών, όπως εκείνες που σχετίζονται με επιχειρήσεις ή ανθρώπινα δικαιώματα, ή κατηγορίες εναγόντων, όπως οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή εργαζόμενοι· λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικά μέτρα και διασφαλίσεις σε όλα τα είδη αγωγών·

Εισαγωγή

1.  Παρατηρεί ότι, αν και η προσφυγή στη χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους εξακολουθεί να είναι περιορισμένη, αποτελεί διευρυνόμενη πρακτική στην Ένωση, η οποία διαδραματίζει αυξανόμενο ρόλο στα δικαστικά συστήματα ορισμένων κρατών μελών, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαίοι πολίτες μπορούν να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ιδίως όσον αφορά τις διασυνοριακές υποθέσεις. Σημειώνει ότι, μέχρι στιγμής στην Ένωση, η χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών σε μεγάλο βαθμό δεν υπόκειται σε κανονιστικές ρυθμίσεις·

2.  σημειώνει ότι η ρύθμιση της TPLF θα πρέπει να συμβαδίζει με πολιτικές που ενισχύουν την πρόσβαση των εναγόντων στη δικαιοσύνη, όπως η μείωση των δικαστικών εξόδων, η παροχή επαρκούς δημόσιας χρηματοδότησης σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων προστασίας των καταναλωτών, ή η προώθηση άλλων πρακτικών όπως η νομική συνδρομή ή η συμμετοχική χρηματοδότηση· καλεί τα κράτη μέλη να ανταλλάξουν βέλτιστες πρακτικές σχετικά με το θέμα αυτό και να αξιοποιήσουν τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 20 της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 όσον αφορά τη διασφάλιση αποτελεσματικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη·

3.  είναι πεπεισμένο ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για όλους και τα συστήματα δικαιοσύνης να δίνουν προτεραιότητα στην έννομη προστασία των ζημιωθέντων, και όχι στα συμφέροντα των ιδιωτών επενδυτών που θα μπορούσαν να αναζητούν μόνο εμπορικές ευκαιρίες από νομικές διαφορές, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν κοινά ελάχιστα πρότυπα σε επίπεδο Ένωσης, τα οποία θα καλύπτουν τις βασικές πτυχές που σχετίζονται με την TPLF, συμπεριλαμβανομένης της διαφάνειας, της δικαιοσύνης και της αναλογικότητας·

4.  τονίζει ότι στόχος ενός τέτοιου ρυθμιστικού καθεστώτος θα ήταν η ρύθμιση των δραστηριοτήτων χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών από χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών· επισημαίνει ότι ένα τέτοιο καθεστώς θα πρέπει να ρυθμίζει τις χρηματοδοτικές δραστηριότητες σε σχέση με όλα τα είδη απαιτήσεων, ανεξάρτητα από τη φύση των απαιτήσεων, και ότι δεν θα πρέπει να θίγει το υφιστάμενο διεθνές, ενωσιακό και εθνικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση αξιώσεων, ιδίως το δίκαιο για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, την προστασία του περιβάλλοντος και το δίκαιο που διέπει τις διαδικασίες αφερεγγυότητας ή την ευθύνη·

5.  πιστεύει ότι η θέσπιση κοινών ελάχιστων προτύπων της Ένωσης για την TPLF θα επιτρέψει στους νομοθέτες να ασκούν αποτελεσματική εποπτεία και να διασφαλίζουν επαρκώς την προστασία των συμφερόντων των εναγόντων· επισημαίνει ότι οι προαιρετικοί ρυθμιστικοί μηχανισμοί και κώδικες δεοντολογίας μπορούν να διαδραματίσουν θετικό ρόλο, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν εγκριθεί από τη μεγάλη πλειονότητα των χρηματοδοτών, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να εκτίθενται σε μεγάλο βαθμό·

Ρύθμιση και εποπτεία των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών

6.  συνιστά τη θέσπιση ενός συστήματος έγκρισης για τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι παρέχονται στους ενάγοντες αποτελεσματικές ευκαιρίες να κάνουν χρήση της TPLF και ότι εφαρμόζονται επαρκείς διασφαλίσεις, μεταξύ άλλων μέσω της θέσπισης απαιτήσεων εταιρικής διακυβέρνησης και εποπτικών εξουσιών για την προστασία των εναγόντων και για τη διασφάλιση ότι η χρηματοδότηση παρέχεται μόνο από οντότητες που έχουν δεσμευτεί να συμμορφώνονται με ελάχιστα πρότυπα όσον αφορά τη διαφάνεια, την ανεξαρτησία, τη διακυβέρνηση και την κεφαλαιακή επάρκεια, και να τηρούν μια σχέση καταπιστευματοδόχου έναντι των εναγόντων και των προβλεπόμενων δικαιούχων· τονίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το σύστημα αυτό δεν δημιουργεί υπερβολικό διοικητικό φόρτο για τα κράτη μέλη ή για τους χρηματοδότες της επίλυσης διαφορών·

Δεοντολογικά ζητήματα

7.  συνιστά να απαιτείται από τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να τηρούν το καταπιστευματικό καθήκον επιμέλειας βάσει του οποίου υποχρεούνται να ενεργούν προς το συμφέρον του ενάγοντος· πιστεύει ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών δεν μπορούν να έχουν αδικαιολόγητο έλεγχο επί των νομικών διαδικασιών που χρηματοδοτούν· ο εν λόγω έλεγχος επί της δικαστικής διαδικασίας πρέπει να αποτελεί ευθύνη του ενάγοντος και των νομίμων εκπροσώπων του· ο εν λόγω έλεγχος επί των χρηματοδοτούμενων νομικών διαδικασιών μπορεί να συνίσταται τόσο σε επίσημο έλεγχο, όπως μέσω συμβατικών ρυθμίσεων, όσο και σε άτυπο έλεγχο, όπως μέσω απειλών για την απόσυρση της χρηματοδότησης·

8.  υπογραμμίζει ότι ενδέχεται να προκύψουν συγκρούσεις συμφερόντων όταν υπάρχουν ακατάλληλες σχέσεις μεταξύ χρηματοδοτών της επίλυσης διαφορών, αντιπροσωπευτικών οντοτήτων, νομικών εταιρειών, φορέων συγκέντρωσης, συμπεριλαμβανομένων των πλατφορμών συλλογής και διανομής αποζημιώσεων, και άλλων οντοτήτων που ενδέχεται να εμπλέκονται σε αξιώσεις και να έχουν συμφέρον από την έκβαση δικαστικής υπόθεσης· σημειώνει ότι υπάρχει αυξανόμενη τάση να συμφωνούν οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να χρηματοδοτούν δικηγορικές εταιρείες σε μια σειρά μελλοντικών υποθέσεων (χρηματοδότηση χαρτοφυλακίου)(9)· συνιστά να θεσπιστούν διασφαλίσεις για την πρόληψη πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων, τον καθορισμό των δικαιωμάτων των εναγόντων και την απαίτηση γνωστοποίησης των λεπτομερειών των σχέσεων μεταξύ των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών και των άλλων εμπλεκόμενων μερών·

9.  πιστεύει ότι, εκτός από εξαιρετικές και αυστηρά ρυθμιζόμενες περιστάσεις, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να εγκαταλείπουν τα χρηματοδοτούμενα μέρη σε οποιοδήποτε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, αφήνοντας τους ενάγοντες αποκλειστικά υπεύθυνους για όλα τα έξοδα της δικαστικής διαδικασίας, η οποία μπορεί να έχει κινηθεί μόνο λόγω της συμμετοχής του χρηματοδότη· τονίζει, επομένως, ότι οι συμβατικές ρυθμίσεις βάσει της υπό όρους χρηματοδότησης θα πρέπει να θεωρούνται άκυρες·

10.  πιστεύει ότι, όπως και οι ενάγοντες, οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών θα πρέπει να είναι υπεύθυνοι για την κάλυψη των εξόδων των εναγομένων σε περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της υπόθεσης, π.χ. λόγω καταδίκης σε πρόσθετα έξοδα. Τονίζει ότι το κανονιστικό πλαίσιο θα πρέπει να εμποδίζει τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να περιορίζουν την ευθύνη τους στα έξοδα σε περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης·

Κίνητρα και όρια για την ανάκτηση

11.  θεωρεί ότι η νομοθεσία θα πρέπει να επιβάλλει όρια στο ποσοστό της αποζημίωσης που δικαιούνται να λάβουν οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών σε περίπτωση επιτυχούς επίλυσης διαφορών ή συμβιβασμού και βάσει συμβατικής ρύθμισης. Θεωρεί ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα πρέπει οι ρυθμίσεις μεταξύ χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών και εναγόντων να αποκλίνουν από τον γενικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο τουλάχιστον το 60 % του ακαθάριστου διακανονισμού ή της αποζημίωσης καταβάλλεται στους ενάγοντες·

Δημοσιότητα και διαφάνεια

12.  θεωρεί ότι θα πρέπει να υπάρχει διαφάνεια όσον αφορά τη συμμετοχή της χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών σε νομικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων των εναγόντων και των δικηγόρων τους να γνωστοποιούν συμφωνίες χρηματοδότησης στα δικαστήρια με πρωτοβουλία του δικαστηρίου ή κατόπιν αιτήματος του εναγομένου προς το δικαστήριο, και να ενημερώνουν το δικαστήριο για την ύπαρξη εμπορικής χρηματοδότησης και την ταυτότητα του χρηματοδότη της υπό εξέταση υπόθεσης. Θεωρεί ότι το δικαστήριο θα πρέπει να ενημερώσει τον εναγόμενο σχετικά με την ύπαρξη TPLF και την ταυτότητα του χρηματοδότη. Σημειώνει ότι, επί του παρόντος, τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές και οι εναγόμενοι συχνά δεν γνωρίζουν ότι μια αγωγή χρηματοδοτείται από εμπορικό φορέα·

Εξουσίες των εποπτικών αρχών και έλεγχος από τα δικαστήρια και τις διοικητικές αρχές

13.  θεωρεί ότι οι εποπτικές αρχές, τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία, κατά περίπτωση σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο, να διευκολύνουν την επιβολή της νομοθεσίας που θεσπίζεται για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων· συνιστά τη θέσπιση ενός συστήματος καταγγελιών που δεν θα συνεπάγεται υπερβολικό κόστος ή υπερβολικό διοικητικό φόρτο για τα κράτη μέλη. Θεωρεί ότι οι εποπτικές αρχές, τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές, κατά περίπτωση σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο, θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αντιμετωπίζουν τις καταχρηστικές πρακτικές των εξουσιοδοτημένων χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών, χωρίς να εμποδίζουν την πρόσβαση των εναγόντων και των δικαιούχων στη δικαιοσύνη·

Τελικές πτυχές

14.  ζητεί από την Επιτροπή να παρακολουθεί στενά και να αναλύει την εξέλιξη της χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους στα κράτη μέλη, τόσο όσον αφορά το νομικό πλαίσιο όσο και την πρακτική, με ιδιαίτερη προσοχή στην εφαρμογή της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828· ζητεί περαιτέρω από την Επιτροπή, μετά τη λήξη της προθεσμίας για την εφαρμογή της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828, δηλαδή την 25η Ιουνίου 2023, και λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της εν λόγω οδηγίας, να υποβάλει, βάσει του άρθρου 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρόταση οδηγίας για τη θέσπιση κοινών ελάχιστων προτύπων σε επίπεδο Ένωσης σχετικά με την εμπορική χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους, σύμφωνα με τις συστάσεις που παρατίθενται στο παράρτημα του παρόντος σημειώματος·

15.  εκτιμά ότι η ζητούμενη πρόταση δεν θα έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις·

o
o   o

16.  αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα καθώς και τις συνημμένες συστάσεις στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο.

(1) ΕΕ L 262 της 7.10.2005, σ. 1.
(2) ΕΕ L 409 της 4.12.2020, σ. 1.
(3) https://www.biicl.org/documents/1881_StudyontheStateofCollectiveRedress.pdf, σ. 19.
(4) https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52018DC0040&from=EL, σ. 10.
(5) Το Κοινοβούλιο της Αυστραλίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίπεδο εξουσίας και επιρροής των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών στις συλλογικές αγωγές δημιουργεί καταστάσεις στις οποίες τα οικονομικά τους συμφέροντα υπερτερούν των συλλογικών συμφερόντων των εναγόντων, βλ. Επιτροπή Μεταρρύθμισης του αυστραλιανού δικαίου (2019): An Inquiry for Class Action Proceedings and third party litigation funders (Έρευνα σχετικά με τις διαδικασίες συλλογικής έννομης προστασίας και τη χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους), σ. 19.
(6) Μελέτη της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS) (2021): Υπεύθυνη ιδιωτική χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών Παράρτημα – State of play on the EU private litigation funding landscape and on the current EU rules applicable to private litigation funding (Τρέχουσα κατάσταση όσον αφορά το τοπίο της ιδιωτικής χρηματοδότησης της επίλυσης διαφορών στην ΕΕ και τους κανόνες της ΕΕ που ισχύουν επί του παρόντος για την ιδιωτική χρηματοδότηση της επίλυσης διαφορών).
(7) Βλ. https://www.biicl.org/documents/1881_StudyontheStateofCollectiveRedress.pdf, σ. 269: «Η γενική άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου όσον αφορά τη χρηματοδότηση από τρίτους ήταν ευνοϊκή και οι ερωτηθέντες αξιολόγησαν τη διαθεσιμότητα της εν λόγω χρηματοδότησης ως βασικό παράγοντα για την απόφασή τους να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαδικασίες. Η εμπειρία της χρηματοδότησης συλλογικών αξιώσεων από τρίτους στην πράξη ήταν, συνολικά, θετική. Κανένας από τους ερωτηθέντες δεν είχε εμπειρία οργάνωσης που επιχείρησε να χρηματοδοτήσει αξίωση κατά ανταγωνιστή. Κανένας από τους ερωτηθέντες δεν είχε εμπειρία κατά την οποία ένας χρηματοδότης είχε επιχειρήσει να ελέγξει τη διαφορά, μολονότι ένας δικηγόρος περιέγραψε μια κατάσταση κατά την οποία ένας χρηματοδότης είχε αποσύρει τη χρηματοδότηση εν μέρει κατά τη διάρκεια της εκδίκασης, οδηγώντας σε πρόωρη συμβιβαστική διευθέτηση της υπόθεσης».
(8) Επιτροπή Μεταρρύθμισης του αυστραλιανού δικαίου (2019): An Inquiry for Class Action Proceedings and third party litigation funders (Έρευνα σχετικά με τις διαδικασίες συλλογικής έννομης προστασίας και τη χρηματοδότηση της επίλυσης διαφορών από τρίτους), σ. 34.
(9) Μελέτη της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS) (2021): Υπεύθυνη χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών. State of play on the EU private litigation funding landscape and on the current EU rules applicable to private litigation funding (Τρέχουσα κατάσταση όσον αφορά το τοπίο της ιδιωτικής χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών στην ΕΕ και τους κανόνες της ΕΕ που ισχύουν επί του παρόντος για την ιδιωτική χρηματοδότηση της επίλυσης διαφορών), σ. 28-29.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΖΗΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Πρόταση για

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη ρύθμιση της χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη το αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή(1),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Η εμπορική χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους αποτελεί πρακτική που εξελίσσεται σε αγορά υπηρεσιών ένδικης επίλυσης διαφορών χωρίς να έχει θεσπιστεί ειδικό νομοθετικό πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης. Παρά το γεγονός ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών είναι συνήθως εγκατεστημένοι και δραστηριοποιούνται σε διάφορα κράτη μέλη, σε εγχώριο ή διασυνοριακό επίπεδο, μέχρι στιγμής υπόκεινται σε διαφορετικούς εθνικούς κανόνες και πρακτικές στην εσωτερική αγορά, όπου υπάρχουν γενικά κατακερματισμένοι κανόνες και ακόμη και νομοθετικό κενό, ανάλογα με το οικείο κράτος μέλος, στον τομέα αυτό. Οι αποκλίνουσες ρυθμίσεις και πρακτικές στα κράτη μέλη είναι πιθανό να αποτελέσουν εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να δραστηριοποιούνται τρίτοι εμπορικοί χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών («χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών») δεν είναι συμβατή με την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι μπορεί να είναι δυνατή η χρηματοδότηση διασυνοριακών υποθέσεων μόνο μέσω τρίτου, και ότι οι υποθέσεις αυτές είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών. Οι αποκλίσεις στο νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται σε κάθε κράτος μέλος ενέχουν κίνδυνο διακρίσεων όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη μεταξύ εναγόντων σε διαφορετικά κράτη μέλη, ιδίως σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, καθώς και κίνδυνο άγρας ευνοϊκότερης δικαιοδοσίας από χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών, ο οποίος θα μπορούσε να επηρεαστεί από την ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων εθνικών κανόνων σχετικά με τη σύστασή τους, το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμφωνίες χρηματοδότησης και τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες.

(2)  Το δίκαιο της Ένωσης επιδιώκει να διασφαλίσει ισορροπία μεταξύ της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και της παροχής κατάλληλων εγγυήσεων σε όσους εμπλέκονται σε δικαστικές διαδικασίες, ώστε να αποτραπεί η αθέμιτη εκμετάλλευση του δικαιώματός τους για πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Όταν οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών παρέχουν χρηματοδότηση για την ένδικη επίλυση διαφορών έναντι μεριδίου της τυχόν αποζημίωσης που επιδικάζεται, μπορεί να προκύψει κίνδυνος αδικίας. Ο κίνδυνος αυτός περιλαμβάνει τη δυνατότητα των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών να επωφελούνται των εναγόντων ή εκείνων που τους εκπροσωπούν, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των καταναλωτών των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπούνται από νομιμοποιούμενους φορείς, προκειμένου να εξυπηρετούν τους δικούς τους σκοπούς και να μεγιστοποιούν τη δική τους απόδοση, αφήνοντας έτσι στους ενάγοντες ή στους προβλεπόμενους δικαιούχους μειωμένο μερίδιο της δυνητικής επιδίκασης. Οι κίνδυνοι μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονοι όταν εκείνοι που αναμένουν να επωφεληθούν από τις δικαστικές διαδικασίες είναι καταναλωτές ή θύματα παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι οποίοι θα μπορούσαν να επικροτήσουν τη συμμετοχή ενός χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών έτοιμου να πληρώσει για τη διαδικασία, χωρίς να εκτιμούν ότι τα συμφέροντά τους θα μπορούσαν να πλήττονται προς όφελος των συμφερόντων του χρηματοδότη της επίλυσης διαφορών.

(3)  Η θέσπιση κοινού ενωσιακού πλαισίου ελάχιστων προτύπων για την υπεύθυνη εμπορική χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους θα συμβάλει στην προώθηση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και στη διασφάλιση της δέουσας εταιρικής λογοδοσίας. Πράγματι, συχνά υπάρχει σημαντική οικονομική ανισορροπία μεταξύ εταιρειών και πολιτών που ζητούν επανόρθωση, και η χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους μπορεί να συμβάλει στη μείωση αυτής της ανισορροπίας, εάν μετριαστούν οι σχετικοί κίνδυνοι, και η χρηματοδότηση αυτή λειτουργεί συμπληρωματικά με άλλα μέτρα για την άρση των εμποδίων στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Για τον σκοπό αυτό, είναι ζωτικής σημασίας να εξασφαλιστεί η αναγκαία ισορροπία μεταξύ της βελτίωσης της πρόσβασης των εναγόντων στη δικαιοσύνη και των κατάλληλων διασφαλίσεων για την αποφυγή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Η υπεύθυνη χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους μπορεί να μειώσει το κόστος, να τις καταστήσει πιο προβλέψιμες, να απλουστεύσει τις περιττές διαδικασίες και να παράσχει αποτελεσματικές υπηρεσίες με κόστος ανάλογο προς τα επίμαχα ποσά.

(4)  Δεδομένου ότι η εσωτερική αγορά διευκολύνει την αύξηση του διασυνοριακού εμπορίου, καθώς οι διαφορές είναι ολοένα και πιο διασυνοριακές, και δεδομένου ότι οι δραστηριότητες των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα, υπάρχει δυνητικός κίνδυνος σημαντικών αποκλίσεων στις προσεγγίσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις διασφαλίσεις και την προστασία που απαιτούνται όσον αφορά την εμπορική χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους. Οι εθελοντικές προσεγγίσεις υπήρξαν επιτυχείς σε κάποιο βαθμό, αλλά δεν συμφωνούν πάντα με την πλειονότητα των παραγόντων του κλάδου, και, σε κάθε περίπτωση, τα μη νομοθετικά μέτρα δεν θα ήταν κατάλληλα υπό το πρίσμα των εν λόγω υλικών κινδύνων, για παράδειγμα για τις ευάλωτες κατηγορίες πολιτών, μεταξύ άλλων και από τρίτες χώρες.

(5)  Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στη ρύθμιση της εμπορικής χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους, πρακτική σύμφωνα με την οποία τρίτες οντότητες που δεν εμπλέκονται άμεσα σε μια διαφορά επενδύουν με σκοπό το κέρδος σε νομικές διαδικασίες, συνήθως έναντι ποσοστού οποιουδήποτε διακανονισμού ή επιδίκασης (εφεξής «χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους»). Η χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους καλύπτει καταστάσεις στις οποίες ένας εμπορικός παράγοντας επενδύει με σκοπό το κέρδος και ενεργεί για την προώθηση των επιχειρηματικών συμφερόντων του· επομένως, δεν περιλαμβάνει την παροχή κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση δικαστικών διαφορών σε κοινωφελή βάση ή βάσει δωρεών, όπου ο χρηματοδότης αποσκοπεί απλώς στην ανάκτηση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν, ή σε παρόμοιες δραστηριότητες που διεξάγονται προς το δημόσιο συμφέρον. Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί επίσης στη θέσπιση διασφαλίσεων, αφενός, για τη διασφάλιση αποτελεσματικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη και την προστασία των συμφερόντων των διαδίκων και, αφετέρου, για την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων, καταχρηστικών προσφυγών, καθώς και της δυσανάλογης κατανομής χρηματικών ποσών σε χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών.

(6)  Ο όρος «χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών» θα πρέπει να αναφέρεται σε κάθε επιχείρηση η οποία δεν διάδικος αλλά συνάπτει συμφωνία για τη χρηματοδότηση της επίλυσης της διαφοράς από τρίτο («συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο») σε σχέση με την εν λόγω διαδικασία. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο όρος «επιχείρηση» καλύπτει κάθε οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς της και τον τρόπο χρηματοδότησής της, καλύπτοντας έτσι κάθε νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης της μητρικής του εταιρείας, θυγατρικής ή συνδεδεμένης εταιρείας, και μπορεί να περιλαμβάνει επαγγελματίες παρόχους χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών, παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ή άλλους παρόχους υπηρεσιών. Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν διάδικο ή ρυθμιζόμενους παρόχους ασφαλιστικών υπηρεσιών σε τέτοιο διάδικο θεωρείται ότι δεν καλύπτονται από τον όρο «χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών».

(7)  Σύμφωνα με τις νομικές παραδόσεις και την αυτονομία των κρατών μελών, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει εάν και σε ποιο βαθμό θα πρέπει να επιτρέπεται η χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο της έννομης τάξης του. Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν να επιτρέψουν την εν λόγω χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους, η παρούσα οδηγία προβλέπει ελάχιστα πρότυπα για την προστασία των χρηματοδοτούμενων εναγόντων, ούτως ώστε εκείνοι που θα μπορούσαν να προσφύγουν σε χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών στην Ένωση να καλύπτονται από ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας, το οποίο είναι συνεκτικό σε ολόκληρη την Ένωση.

(8)  Ωστόσο, στα κράτη μέλη στα οποία τα δικαστικά έξοδα ενδέχεται να αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, τα κράτη μέλη ενδέχεται να επιθυμούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο θέσπισης νομοθεσίας που θα επιτρέπει τη χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους και, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να θεσπίζουν σαφείς προϋποθέσεις και διασφαλίσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Μολονότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά στις αντιπροσωπευτικές αγωγές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα που αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι τα έξοδα των διαδικασιών που σχετίζονται με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές δεν εμποδίζουν τους νομιμοποιούμενους φορείς να ασκούν αποτελεσματικά το δικαίωμά τους να ζητούν επανόρθωση, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2020/1828, και ιδίως το άρθρο 20.

(9)  Όταν επιτρέπεται η χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους, απαιτείται ένα σύστημα αδειοδότησης και εποπτείας των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών από ανεξάρτητους διοικητικούς φορείς στα κράτη μέλη, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια και τα ελάχιστα πρότυπα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών θα πρέπει να υπόκεινται σε εποπτεία παρόμοια με εκείνη του υφιστάμενου συστήματος προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζεται στους παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(10)  Οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών που δραστηριοποιούνται στην Ένωση θα πρέπει να υποχρεούνται να ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες από το εσωτερικό της Ένωσης, να έχουν λάβει άδεια εντός της Ένωσης και να συνάπτουν συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της διαδικασίας ή, εάν είναι διαφορετικό, του κράτους μέλους του ενάγοντος ή των σκοπούμενων δικαιούχων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η εποπτεία βάσει του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου είναι επαρκής.

(11)  Οι εποπτικές αρχές εντός της Ένωσης που χορηγούν άδειες για τνη άσκηση δραστηριοτήτων χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτο θα πρέπει να έχουν την εξουσία να απαιτούν από τους χρηματοδότες να συμμορφώνονται με τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Τα εν λόγω κριτήρια θα πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με την εμπιστευτικότητα, την ανεξαρτησία, τη διακυβέρνηση, τη διαφάνεια, την κεφαλαιακή επάρκεια και την τήρηση του καταπιστευματικού καθήκοντος έναντι των εναγόντων και των σκοπούμενων δικαιούχων. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να εκδίδουν όλες τις αναγκαίες εντολές, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να λαμβάνουν από χρηματοδότες της επίλυσης διαφορών αιτήσεις αδειοδότησης και να αποφασίζουν επ’ αυτών, να συγκεντρώνουν κάθε αναγκαία πληροφορία, να χορηγούν, να αρνούνται, να αναστέλλουν ή να ανακαλούν οποιαδήποτε άδεια ή να επιβάλλουν οποιουσδήποτε όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις σε οποιονδήποτε χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών, καθώς και να διερευνούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση καταγγελίες κατά οποιουδήποτε χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών που ασκεί δραστηριότητες εντός της δικαιοδοσίας τους, οι οποίες υποβάλλονται από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με εξαίρεση τον εναγόμενο. Οι ανησυχίες που εγείρει ο εναγόμενος σχετικά με τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών κατά τη διάρκεια εν εξελίξει νομικών διαδικασιών θα πρέπει να εξετάζονται από το αρμόδιο δικαστήριο ή διοικητική αρχή.

(12)  Μεταξύ άλλων κριτηρίων αδειοδότησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για την εκπλήρωση των οικονομικών τους υποχρεώσεων. Η απουσία απαιτήσεων κεφαλαιακής επάρκειας ενέχει τον κίνδυνο οι υποκεφαλαιοποιημένοι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να συνάπτουν συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο και να μην είναι πρόθυμοι ή σε θέση να καλύψουν στη συνέχεια τα δικαστικά έξοδα που είχαν συμφωνήσει να καλύψουν, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών ή των αμοιβών που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ή τυχόν δυσμενούς απόφασης ως προς τα δικαστικά έξοδα. Επομένως, οι ενάγοντες που στηρίζονται σε χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σημαντική απρόβλεπτη οικονομική ζημία, καθώς και την εγκατάλειψη της αντίστοιχης διαδικασίας, η οποία διαφορετικά μπορεί να περατωθεί, αλλά εγκαταλείπεται λόγω της επιχειρηματικής κατάστασης ή των αποφάσεων του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών.

(13)  Οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών θα πρέπει να υποχρεούνται να ενεργούν κατά τρόπο δίκαιο, διαφανή, αποτελεσματικό και προς το βέλτιστο συμφέρον των εναγόντων και των σκοπούμενων δικαιούχων των αξιώσεων. Η έλλειψη απαίτησης να δίδεται προτεραιότητα στα συμφέροντα των εναγόντων και των σκοπούμενων δικαιούχων έναντι των συμφερόντων του χρηματοδότη της επίλυσης διαφορών ενδέχεται να ενέχει τον κίνδυνο να συμβάλει στη διεξαγωγή της διαδικασίας κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τελικά τα συμφέροντα του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης και όχι του ενάγοντος.

(14)  Για να αποφευχθεί η καταστρατήγηση των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας, οι συμφωνίες που συνάπτονται με χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών οι οποίοι δεν διαθέτουν την απαραίτητη άδεια δεν θα πρέπει να έχουν νομική ισχύ. Το βάρος για την απόκτηση των αναγκαίων αδειών θα πρέπει να βαρύνει τους ίδιους τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών και, ως εκ τούτου, οι ενάγοντες και οι στοχευόμενοι δικαιούχοι θα πρέπει να αποζημιώνονται για οποιαδήποτε ζημία προκληθεί από χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών που δεν διαθέτει την απαραίτητη άδεια.

(15)  Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ρυθμίζει τις δραστηριότητες των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών, αλλά δεν θα πρέπει να θίγει οποιεσδήποτε άλλες κανονιστικές υποχρεώσεις ή καθεστώτα, όπως οι υφιστάμενοι κανόνες που διέπουν την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που ενδέχεται να ισχύουν, με σεβασμό επίσης των νομικών παραδόσεων των κρατών μελών, της αυτονομίας τους και των αποφάσεών τους ως προς το επιτρεπτό της χρηματοδότησης των διαφορών στα εθνικά νομικά τους συστήματα.

(16)  Για να διευκολυνθεί η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές τους εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία σε στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών. Ο συντονισμός μεταξύ των εποπτικών αρχών θα πρέπει να οργανωθεί σε επίπεδο Ένωσης, προκειμένου να αποφευχθεί η απόκλιση των εποπτικών προτύπων, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(17)  Η Επιτροπή θα πρέπει να συντονίζει τις δραστηριότητες των εποπτικών αρχών και να διευκολύνει τη δημιουργία κατάλληλου δικτύου συνεργασίας για τον σκοπό αυτό. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διαβουλεύονται με την Επιτροπή, ανάλογα με τις ανάγκες, και η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις, ανακοινώσεις βέλτιστων πρακτικών ή συμβουλευτικές γνώμες προς τις εποπτικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και σε σχέση με οποιαδήποτε εμφανή ασυνέπεια όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν λεπτομέρειες των δραστηριοτήτων τους με την Επιτροπή για τη διευκόλυνση του συντονισμού, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής λεπτομερών στοιχείων για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνουν και τους χρηματοδότες της επίλυσης διαφορών στους οποίους χορηγούν άδεια.

(18)  Για να διευκολυνθεί η παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών για τη χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών στα κράτη μέλη στα οποία αυτό επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεργάζονται, να ανταλλάσσουν πληροφορίες και βέλτιστες πρακτικές, καθώς και να λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις αποφάσεις αδειοδότησης των άλλων κρατών μελών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η ολοκληρωμένη και σαφής ενημέρωση και καθοδήγηση σχετικά με την ύπαρξη επιλογών χρηματοδότησης για αξιώσεις, καθώς και σχετικά με τους όρους και τις απαιτήσεις που ισχύουν για τη χρηματοδότηση των αξιώσεων, είναι πλήρως και ελεύθερα προσβάσιμη σε όλους τους πολίτες που ενδέχεται να ζητήσουν επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων των πλέον ευάλωτων ομάδων. Σύμφωνα με το άρθρο 56 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναγνωρίζουν αμοιβαία τις προηγούμενες άδειες και, επομένως, να χορηγούν αυτομάτως άδεια σε χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών που δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους και οι οποίοι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι η αρχική άδεια εξακολουθεί να ισχύει. Όταν μια εποπτική αρχή σε λαμβάνον κράτος μέλος γνωρίζει παρατυπίες στη συμπεριφορά ενός χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών, θα πρέπει να ενημερώνει απευθείας την αρμόδια εποπτική αρχή.

(19)  Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που αφορούν τις σχετικές δικαστικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων διακανονισμού, δεν επηρεάζονται ή ελέγχονται αδικαιολόγητα από τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών κατά τρόπο που θα λειτουργούσε εις βάρος των συμφερόντων των εναγόντων τους οποίους αφορά η εν λόγω αγωγή.

(20)  Για την αποκατάσταση τυχόν ανισορροπίας των γνώσεων ή των πόρων μεταξύ ενός χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών και ενός ενάγοντος, κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας μιας συμφωνίας χρηματοδότησης από τρίτο, τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο σαφήνειας και διαφάνειας των εν λόγω συμφωνιών, καθώς και τον βαθμό στον οποίο οι τυχόν κίνδυνοι και τα οφέλη παρουσιάστηκαν με διαφάνεια και αναλαμβάνονται εν γνώσει τους από τους ενάγοντες ή τους εκπροσωπούμενους από αυτούς.

(21)  Οι συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτους θα πρέπει να παρουσιάζονται στους ενάγοντες σε γλώσσα που κατανοούν και θα πρέπει να ορίζουν με σαφήνεια και με κατάλληλους όρους το φάσμα των πιθανών αποτελεσμάτων, καθώς και τυχόν κινδύνους και σχετικούς περιορισμούς.

(22)  Η επαρκής εποπτεία των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών και των συμφωνιών χρηματοδότησης από τρίτους δεν μπορεί να διασφαλιστεί ελλείψει υποχρεώσεων διαφάνειας για τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών όσον αφορά τις δραστηριότητές τους. Αυτό περιλαμβάνει τη διαφάνεια έναντι των δικαστηρίων ή των διοικητικών αρχών, των εναγομένων και των εναγόντων. Επομένως, θα πρέπει να θεσπιστούν υποχρεώσεις για την ενημέρωση του αρμόδιου δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής σχετικά με την ύπαρξη εμπορικής χρηματοδότησης και την ταυτότητα του χρηματοδότη, καθώς και για την πλήρη γνωστοποίηση των συμφωνιών χρηματοδότησης από τρίτους στα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές, κατόπιν αιτήματός τους ή κατόπιν αιτήματος του εναγομένου στο δικαστήριο και με την επιφύλαξη των κατάλληλων περιορισμών για την προστασία της αναγκαίας εμπιστευτικότητας. Τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να έχουν πρόσβαση σε σχετικές πληροφορίες για όλες τις δραστηριότητες χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους που σχετίζονται με τις νομικές διαδικασίες υπό την ευθύνη τους. Επιπλέον, οι εναγόμενοι θα πρέπει να ενημερώνονται από το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή σχετικά με την ύπαρξη χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους και την ταυτότητα του χρηματοδότη.

(23)  Τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία, όταν μια συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο είναι σχετική με την υπόθεση της οποίας έχουν επιληφθεί, να αξιολογούν κατά πόσον η συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία και, σύμφωνα με το άρθρο 16, να την επανεξετάζουν, εάν είναι αναγκαίο, είτε κατόπιν αιτήματος διαδίκου, είτε με πρωτοβουλία δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής, είτε κατόπιν προσφυγής που ασκείται ενώπιόν τους κατά της διοικητικής απόφασης εποπτικής αρχής η οποία έχει καταστεί οριστική·

(24)  Οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών θα πρέπει να θεσπίσουν εσωτερικές διαδικασίες χρηστής διακυβέρνησης για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών και των εναγόντων. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις διαφάνειας θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι ενάγοντες έχουν πλήρη επίγνωση οποιασδήποτε σχέσης που ένας χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών μπορεί να έχει με εναγόμενο, δικηγόρο, άλλους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών ή οποιοδήποτε άλλο τρίτο μέρος που εμπλέκεται στην υπόθεση, η οποία μπορεί να δημιουργήσει πραγματική ή εικαζόμενη σύγκρουση.

(25)  Οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να διεκδικούν άδικη, δυσανάλογη ή αδικαιολόγητη αμοιβή εις βάρος των εναγόντων. Τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αξιολογούν τις συμφωνίες χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών τρίτων που σχετίζονται με την υπόθεση της οποίας έχουν επιληφθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις και το ιστορικό εντός του οποίου συνήφθη η συμφωνία, προκειμένου να κρίνουν αποτελεσματικά κατά πόσον είναι δίκαιη και σύμφωνη με την παρούσα οδηγία και όλη τη σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία.

(26)  Σε περιπτώσεις όπου οι συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτους επιτρέπουν μέρος της αποζημίωσης ή άλλων ποσών να χορηγηθούν σε χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών, κατά προτεραιότητα έναντι των εναγόντων, η διαθέσιμη αποζημίωση μπορεί να μειωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι ενάγοντες να λαμβάνουν ελάχιστα ή τίποτα. Επομένως, οι συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτους θα πρέπει πάντοτε να διασφαλίζουν ότι κάθε αποζημίωση καταβάλλεται πρώτα στον ενάγοντα, δηλαδή ότι το δικαίωμα του ενάγοντος υπερισχύει εκείνου του χρηματοδότη. Οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών δεν θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητούν να δοθεί προτεραιότητα στη δική τους αμοιβή.

(27)  Δεδομένου ότι σε ορισμένα κράτη μέλη το μερίδιο των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών σε οποιαδήποτε αποζημίωση μπορεί να συνεπάγεται μείωση της πιθανής αποζημίωσης των εναγόντων, τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν την αξία και το σχετικό ύψος του εν λόγω μεριδίου, προκειμένου να αποφεύγεται η δυσανάλογη κατανομή της χρηματικής αποζημίωσης στους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών. Εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, όταν το μερίδιο οποιασδήποτε ανταμοιβής που αξιώνει ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών θα μείωνε το επιδικαζόμενο ποσό, συμπεριλαμβανομένων όλων των ποσών αποζημίωσης, των εξόδων, των αμοιβών και άλλων δαπανών που διατίθενται στους ενάγοντες και τους προβλεπόμενους δικαιούχους, σε ποσοστό 60 % ή λιγότερο, θα πρέπει να θεωρείται άδικο και να θεωρείται άκυρο.

(28)  Θα πρέπει να θεσπιστούν πρόσθετες προϋποθέσεις για να διασφαλιστεί ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών δεν επηρεάζουν αδικαιολόγητα τις αποφάσεις των εναγόντων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δηλαδή κατά τρόπο που θα ωφελούσε τον ίδιο τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών εις βάρος του ενάγοντος. Ειδικότερα, οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών δεν θα πρέπει να επηρεάζουν αδικαιολόγητα τις αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων, τα συμφέροντα στα οποία πρέπει να δοθεί προτεραιότητα ή το κατά πόσον οι ενάγοντες θα πρέπει να αποδέχονται ορισμένα αποτελέσματα, αποζημιώσεις ή διακανονισμούς.

(29)  Οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποσύρουν τη χρηματοδότηση που έχουν συμφωνήσει να παρέχουν, εκτός από περιορισμένες περιπτώσεις όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία ή στο εθνικό δίκαιο που θεσπίζεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, έτσι ώστε η χρηματοδότηση να μην αποσύρεται σε κανένα στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, εις βάρος των εναγόντων ή των σκοπούμενων δικαιούχων, λόγω των επιχειρηματικών συμφερόντων ή των κινήτρων του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών.

(30)  Σε περιπτώσεις όπου οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών έχουν υποστηρίξει ή χρηματοδοτήσει διαδικασίες που δεν απέβησαν επιτυχείς, θα πρέπει να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους ενάγοντες για όλα τα πρόσθετα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι εναγόμενοι και τα οποία μπορεί να επιβληθούν από τα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές. Τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εν λόγω υποχρέωσης, και οι συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο δεν θα πρέπει να αποκλείουν την ευθύνη για τις εν λόγω πρόσθετες δαπάνες.

(31)  Τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν τυχόν πρόσθετες δαπάνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, μεταξύ άλλων με βάση τυχόν επιστημονικά, στατιστικά ή τεχνικά αποδεικτικά στοιχεία που ενδέχεται να είναι συναφή, ή μέσω της προσφυγής σε εμπειρογνώμονες, εκτιμητές ή φορολογικούς λογιστές, ανάλογα με τις περιστάσεις της διαδικασίας.

(32)  Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, καθώς και το δικαίωμα άμυνας.

(33)  Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διασφάλιση της εναρμόνισης των κανόνων των κρατών μελών που εφαρμόζονται στους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών και στις δραστηριότητές τους και, ως εκ τούτου, της δυνατότητας πρόσβασης στη δικαιοσύνη, με παράλληλη θέσπιση κοινών ελάχιστων προτύπων για την προστασία των δικαιωμάτων των χρηματοδοτούμενων εναγόντων και των σκοπούμενων δικαιούχων σε διαδικασίες που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από συμφωνίες χρηματοδότησης τρίτων, οι οποίες ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία επιτρέπεται η χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών μπορούν να δραστηριοποιούνται σε πολλά κράτη μέλη και υπόκεινται σε διαφορετικούς εθνικούς κανόνες και πρακτικές, μπορεί όμως να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, λόγω της κλίμακας της αναδυόμενης αγοράς χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους, της ανάγκης να αποφευχθούν αποκλίνοντες κανόνες και πρακτικές που ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδιο για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η άγρα ευνοϊκότερης δικαιοδοσίας από χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών που επιδιώκουν τη βελτιστοποίηση των εθνικών κανόνων. Επομένως, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(34)  Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί τη διαβίβαση αυτών των εγγράφων δικαιολογημένη,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Κεφάλαιο I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο και σκοπός

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες που ισχύουν για τους εμπορικούς χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών τρίτων και τις εγκεκριμένες δραστηριότητές τους, και παρέχει ένα πλαίσιο για τη στήριξη και την προστασία των χρηματοδοτούμενων εναγόντων και των σκοπούμενων δικαιούχων, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, εκείνων των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπούνται από νομιμοποιούμενους φορείς, σε διαδικασίες που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τη χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους. Θεσπίζει διασφαλίσεις για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων, της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη, καθώς και της δυσανάλογης κατανομής χρηματικών ποσών σε χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους επιτρέπει κατάλληλα στους ενάγοντες και τους προβλεπόμενους δικαιούχους να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, και διασφαλίζοντας την εταιρική λογοδοσία.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε εμπορικούς χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών τρίτων («χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών») και σε εμπορικές συμφωνίες χρηματοδότησης τρίτων («συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτους»), ανεξάρτητα από τη φύση των σχετικών απαιτήσεων. Δεν θίγει το υφιστάμενο διεθνές, ενωσιακό και εθνικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση αξιώσεων, ιδίως το δίκαιο για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, την προστασία του περιβάλλοντος και το δίκαιο που διέπει τις διαδικασίες αφερεγγυότητας ή την ευθύνη.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)  «χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών»: κάθε εμπορική επιχείρηση που συνάπτει συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο σε σχέση με διαδικασία, παρ’ ότι δεν είναι ούτε διάδικος στην εν λόγω διαδικασία, ούτε δικηγόρος ή άλλος επαγγελματίας του νομικού κλάδου που εκπροσωπεί διάδικο σε τέτοια διαδικασία, ούτε πάροχος ρυθμιζόμενων ασφαλιστικών υπηρεσιών σε διάδικο σε μια τέτοια διαδικασία, και η οποία έχει ως πρωταρχικό σκοπό να λάβει απόδοση της επένδυσης που πραγματοποιεί με την παροχή χρηματοδότησης σε σχέση με την εν λόγω διαδικασία ή την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε συγκεκριμένη αγορά·

β)  «ενάγων»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί ή προτίθεται να κινήσει διαδικασία κατά άλλου μέρους ενώπιον δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής·

γ)  «δικαστήριο ή διοικητική αρχή»: αρμόδιο δικαστήριο, διοικητική αρχή, διαιτητικό όργανο ή άλλος φορέας επιφορτισμένος να αποφανθεί σχετικά με τη διαδικασία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο·

δ)  «σκοπούμενος δικαιούχος»: πρόσωπο το οποίο δικαιούται να λάβει μέρος της αμοιβής στο πλαίσιο διαδικασίας και του οποίου τα συμφέροντα στη διαδικασία εκπροσωπούνται από τον χρηματοδοτούμενο ενάγοντα ή από νομιμοποιούμενο φορέα που ασκεί την αγωγή ως ενάγων εξ ονόματος του εν λόγω προσώπου στο πλαίσιο αντιπροσωπευτικών αγωγών·

ε)  «διαδικασία»: κάθε εγχώρια ή διασυνοριακή αστική ή εμπορική διαδικασία ένδικης επίλυσης διαφορών, ή κάθε εκούσια διαδικασία διαιτησίας ή εναλλακτικός μηχανισμός επίλυσης διαφορών, μέσω των οποίων επιδιώκεται έννομη προστασία ενώπιον δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής της Ένωσης σε σχέση με διαφορά·

στ)  «νομιμοποιούμενος φορέας»: οργάνωση που εκπροσωπεί συμφέροντα των καταναλωτών και ορίζεται ως νομιμοποιούμενος φορέας βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828·

ζ)  «εποπτική αρχή»: δημόσια αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος ως αρμόδια να χορηγεί, να αναστέλλει ή να ανακαλεί την άδεια για χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών και να εποπτεύει τις δραστηριότητες των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών·

η)  «συμφωνία για τη χρηματοδότηση από τρίτο»: συμφωνία βάσει της οποίας ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών δέχεται να χρηματοδοτήσει, εν όλω ή εν μέρει, τα έξοδα μιας διαδικασίας με αντάλλαγμα μέρος του χρηματικού ποσού που θα χορηγηθεί στον ενάγοντα ή αμοιβή για την επιτυχή έκβαση της δίκης, ώστε να καλύπτονται η καταβληθείσα χρηματοδότηση και, κατά περίπτωση, αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, με βάση, συνολικά ή εν μέρει, την έκβαση της δίκης. Ο ορισμός αυτός καλύπτει όλες τις συμβάσεις στις οποίες συμφωνείται η εν λόγω αντιστάθμιση, είτε παρέχεται ως ανεξάρτητη υπηρεσία είτε λαμβάνεται μέσω της αγοράς ή της εκχώρησης της απαίτησης.

Κεφάλαιο II

Έγκριση των δραστηριοτήτων που ασκούν οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών εντός της Ένωσης

Άρθρο 4

Σύστημα αδειοδότησης

1.  Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εάν μπορούν να προταθούν συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτους σε σχέση με διαδικασίες εντός της δικαιοδοσίας τους, προς όφελος των εναγόντων ή των σκοπούμενων δικαιούχων που κατοικούν στο έδαφός τους.

2.  Όταν επιτρέπονται χρηματοδοτικές δραστηριότητες τρίτων, τα κράτη μέλη δημιουργούν σύστημα για την έγκριση και την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών στην επικράτειά τους. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει τον ορισμό ανεξάρτητης εποπτικής υπηρεσίας ή αρχής επιφορτισμένης με τη χορήγηση, την αναστολή ή την ανάκληση αδειών για χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών και την εποπτεία των δραστηριοτήτων των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών.

3.  Το σύστημα αδειοδότησης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο στις δραστηριότητες που συνδέονται με τη σύναψη συμφωνιών για τη χρηματοδότησης της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτο. Όταν οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών είναι επίσης πάροχοι άλλων νομικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων που εποπτεύονται από άλλη αρχή εντός της Ένωσης, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη τυχόν συστήματος εποπτείας και αδειοδότησης που υφίσταται σε σχέση με τις εν λόγω άλλες υπηρεσίες.

Άρθρο 5

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές χορηγούν ή διατηρούν άδειες μόνο για εγχώριες ή διασυνοριακές ένδικες διαφορές ή άλλες διαδικασίες, σε χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών που συμμορφώνονται με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και οι οποίοι πληρούν, επιπλέον των τυχόν κριτηρίων καταλληλότητας ή άλλων κριτηρίων που καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο, τουλάχιστον τα ακόλουθα κριτήρια:

α)  ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες μέσω της καταστατικής έδρας τους σε κράτος μέλος και υποβάλλουν αίτηση και διατηρούν άδεια άσκησης δραστηριοτήτων στο ίδιο κράτος μέλος·

β)  δεσμεύονται να συνάπτουν συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο που διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους της προβλεπόμενης διαδικασίας ή, εάν είναι διαφορετικό, του κράτους μέλους του ενάγοντα ή των σκοπούμενων δικαιούχων·

γ)  αποδεικνύουν στην εποπτική αρχή ότι διαθέτουν διαδικασίες και δομές διακυβέρνησης που διασφαλίζουν τη συνεχή συμμόρφωσή τους με την παρούσα οδηγία, με τις απαιτήσεις διαφάνειας και τις σχέσεις καταπιστευματοδόχου που προβλέπει η παρούσα οδηγία, και ότι έχουν θεσπίσει εσωτερικές διαδικασίες για την πρόληψη σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και των εναγομένων σε διαδικασίες στις οποίες εμπλέκεται ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών·

δ)  πληρούν τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που ορίζονται στο άρθρο 6· και

ε)  διαβεβαιώνουν την εποπτική αρχή ότι διαθέτουν τη διακυβέρνηση και τις διαδικασίες που διασφαλίζουν την εκπλήρωση και την τήρηση του καταπιστευματικού καθήκοντος που προβλέπεται στο άρθρο 7.

2.  Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία την άδεια που χορηγείται σε χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών σε άλλο κράτος μέλος και, επομένως, τους επιτρέπουν αυτομάτως να δραστηριοποιούνται στο κράτος μέλος τους, υπό την προϋπόθεση ότι η αρχική άδεια εξακολουθεί να ισχύει.

3.  Το σύστημα αδειοδότησης που θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 4 δεν θίγει την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου που διέπει την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, την επενδυτική δραστηριότητα ή την προστασία των καταναλωτών.

Άρθρο 6

Κεφαλαιακή επάρκεια

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να επαληθεύουν κατά πόσον οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών διαθέτουν ανά πάσα στιγμή επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο των συμφωνιών χρηματοδότησης από τρίτο. Ειδικότερα, οι εποπτικές αρχές διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών έχουν την ικανότητα να:

α)  εξοφλούν όλες τις οφειλές που απορρέουν από τις συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο όταν καθίστανται ληξιπρόθεσμες και απαιτητές· και

β)  χρηματοδοτούν όλα τα στάδια των διαδικασιών που έχουν δεσμευθεί να χρηματοδοτήσουν, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας και τυχόν προσφυγής.

2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών έχουν τη δυνατότητα να αποδεικνύουν ότι πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1, παρέχοντας πιστοποίηση ή βεβαίωση ότι ένα ασφαλιστικό σύστημα θα καλύπτει πλήρως όλα τα έξοδα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφόσον απαιτείται.

3.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να επαληθεύουν κατά πόσον οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών διαθέτουν ανά πάσα στιγμή πρόσβαση στην ελάχιστη ρευστότητα που απαιτείται για την πλήρη κάλυψη όλων των προβλέψιμων πρόσθετων δαπανών σε όλες τις διαδικασίες που έχουν χρηματοδοτήσει. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές τους να μπορούν να ζητούν από τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να παρέχουν ασφάλεια για τα έξοδα σε όλες τις μορφές που επιτρέπονται από το εθνικό δίκαιο, εφόσον το ζητήσει ο ενάγων με συγκεκριμένους και τεκμηριωμένους λόγους.

4.  Τα κράτη μέλη μπορούν να συστήσουν ειδικό ασφαλιστικό ταμείο για την κάλυψη όλων των εκκρεμών εξόδων των εναγόντων που συμμετείχαν σε διαφορές καλή τη πίστει, σε περίπτωση που ένας χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών καταστεί αφερέγγυος κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας. Όταν ένα τέτοιο ταμείο έχει συσταθεί από κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος διασφαλίζει ότι τελεί υπό δημόσια διαχείριση και χρηματοδότηση μέσω ετήσιων τελών που καταβάλλονται από εγκεκριμένους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών.

Άρθρο 7

Καταπιστευματικό καθήκον

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να επαληθεύουν ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών διαθέτουν τη διακυβέρνηση και τις εσωτερικές διαδικασίες για να διασφαλίζουν ότι οι συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο που συνάπτουν βασίζονται σε σχέση καταπίστευσης και ότι δεσμεύονται βάσει των εν λόγω συμφωνιών να ενεργούν με δίκαιο, διαφανή τρόπο και να τηρούν το καθήκον καταπιστευματοδόχου να ενεργούν προς το βέλτιστο συμφέρον του ενάγοντος.

2.  Σε περίπτωση που ο ενάγων προτίθεται να ασκήσει αγωγή για λογαριασμό άλλων, όπως όταν ο ενάγων είναι νομιμοποιούμενος φορέας που εκπροσωπεί καταναλωτές, ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών αναλαμβάνει καταπιστευματικό καθήκον έναντι των εν λόγω σκοπούμενων δικαιούχων. Οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών υποχρεούνται να ενεργούν κατά τρόπο συνεπή προς το καταπιστευματικό καθήκον τους καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των συμφερόντων του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών και των συμφερόντων των εναγόντων ή των σκοπούμενων δικαιούχων, ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών δεσμεύεται να τοποθετήσει τα συμφέροντα των εναγόντων ή των σκοπούμενων δικαιούχων πάνω από τα δικά του συμφέροντα.

Κεφάλαιο ΙΙΙ

Εξουσίες των εποπτικών αρχών και συντονισμός μεταξύ τους

Άρθρο 8

Εξουσίες των εποπτικών αρχών

1.  Όπου επιτρέπονται συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο σύμφωνα με το άρθρο 4, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι μια ανεξάρτητη δημόσια εποπτική αρχή είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της χορήγησης άδειας στους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών που εδρεύουν εντός της δικαιοδοσίας τους, οι οποίοι προσφέρουν συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο σε ενάγοντες και δικαιούχους εντός της δικαιοδοσίας τους, ή σε σχέση με διαδικασίες εντός της δικαιοδοσίας τους.

2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εφαρμόζεται διαδικασία καταγγελίας για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επιθυμεί να εγείρει ανησυχίες ενώπιον εποπτικής αρχής σχετικά με τη συμμόρφωση ενός χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών με τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

3.  Παρά τη διαδικασία καταγγελίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2, σε περίπτωση εν εξελίξει νομικής διαδικασίας στην οποία εμπλέκεται ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών, οι ανησυχίες που εγείρει ο εναγόμενος σε μια τέτοια διαδικασία σχετικά με τη συμμόρφωση του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου εξετάζονται από το αρμόδιο δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2.

4.  Ειδικότερα, κάθε αρχή ελέγχου έχει την εξουσία και την υποχρέωση να:

α)  λαμβάνει από τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών αιτήσεις αδειοδότησης και κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την εξέταση των εν λόγω αιτήσεων και αποφασίζει εγκαίρως σχετικά με τις εν λόγω αιτήσεις·

β)  λαμβάνει κάθε απόφαση που είναι αναγκαία για τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης άδειας σε κάθε αιτούντα χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών, για την ανάκληση οποιασδήποτε άδειας ή για την επιβολή οποιουδήποτε όρου, περιορισμού ή κύρωσης σε κάθε εξουσιοδοτημένο χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών·

γ)  αποφασίζει σχετικά με τη σκοπιμότητα και την καταλληλότητα ενός χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών, μεταξύ άλλων με αναφορά στην πείρα, τη φήμη, τις εσωτερικές διαδικασίες για την αποφυγή και την επίλυση συγκρούσεων συμφερόντων και τις γνώσεις του·

δ)  δημοσιεύει στον ιστότοπό της κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το στοιχείο β), λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το εμπορικό απόρρητο·

ε)  αξιολογεί τουλάχιστον ετησίως κατά πόσον ένας εγκεκριμένος χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τα κριτήρια αδειοδότησης που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και διασφαλίζει ότι η εν λόγω άδεια αναστέλλεται ή ανακαλείται εάν ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών δεν πληροί πλέον ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω κριτήρια. Η εν λόγω αναστολή ή ανάκληση δεν θίγει τα δικαιώματα των εναγόντων και των δικαιούχων της διαδικασίας στην οποία μπορεί να συμμετέχει ο χρηματοδότης· και

στ)  στο πλαίσιο του συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 9, παραλαμβάνει και διερευνά καταγγελίες σχετικά με τη συμπεριφορά χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών και τη συμμόρφωση αυτών με τις διατάξεις του κεφαλαίου IV της παρούσας οδηγίας και με οποιεσδήποτε άλλες εφαρμοστέες απαιτήσεις βάσει του εθνικού δικαίου.

5.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών υποχρεούνται να κοινοποιούν στην εποπτική αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τυχόν αλλαγές που επηρεάζουν τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2. Επιπλέον, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών πιστοποιούν ετησίως ότι εξακολουθούν να συμμορφώνονται με τις εν λόγω παραγράφους.

6.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές επιβλέπουν γενικά τις σχέσεις καταπίστευσης μεταξύ των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών και των εναγόντων και των σκοπούμενων δικαιούχων, και είναι σε θέση να δίνουν οδηγίες και εντολές για να διασφαλίζουν την προστασία των συμφερόντων των εναγόντων και των σκοπούμενων δικαιούχων.

Άρθρο 9

Έρευνες και καταγγελίες

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την ύπαρξη συστήματος καταγγελιών που επιτρέπει την παραλαβή και τη διερεύνηση καταγγελιών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2.

2.  Στο πλαίσιο του συστήματος καταγγελιών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να αξιολογούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση κατά πόσον ένας χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών τηρεί τυχόν υποχρεώσεις ή όρους που συνδέονται με την άδειά του, με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και με οποιεσδήποτε άλλες εφαρμοστέες απαιτήσεις βάσει του εθνικού δικαίου.

3.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση της εποπτείας τους όσον αφορά τη συμμόρφωση των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών με τις υποχρεώσεις ή τους όρους που συνδέονται με την αδειοδότησή τους, οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία

i)  να διερευνούν τις καταγγελίες από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη του άρθρου 8 παράγραφος 3·

ii)  να διερευνούν καταγγελίες οποιασδήποτε άλλης εποπτικής αρχής ή της Επιτροπής·

iii)  να κινούν αυτεπάγγελτα έρευνες·

iv)  να κινούν έρευνες κατόπιν σύστασης δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής που εκφράζει ανησυχίες σχετικά με οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής σχετικά με τη συμμόρφωση ενός χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών με τις υποχρεώσεις ή τους όρους που συνδέονται με την άδειά του.

Άρθρο 10

Συντονισμός μεταξύ εποπτικών αρχών

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές τους εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία σε στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών.

2.  Η Επιτροπή επιβλέπει και συντονίζει τις δραστηριότητες των εποπτικών αρχών κατά την άσκηση των καθηκόντων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και συγκαλεί και προεδρεύει δικτύου εποπτικών αρχών. Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11 για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό των λεπτομερειών της συνεργασίας στο πλαίσιο του δικτύου εποπτικών αρχών, και τις αναθεωρεί περιοδικά, σε στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές.

3.  Οι εποπτικές αρχές μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Επιτροπής για κάθε θέμα που αφορά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις, ανακοινώσεις βέλτιστων πρακτικών και συμβουλευτικές γνώμες προς τις εποπτικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και σε σχέση με οποιαδήποτε εμφανή ασυνέπεια στο θέμα αυτό ή σε σχέση με την εποπτεία τυχόν χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να δημιουργήσει ένα κέντρο ικανοτήτων για την παροχή εξειδικευμένης εμπειρογνωμοσύνης σε δικαστικές ή διοικητικές αρχές που αναζητούν συμβουλές σχετικά με τον τρόπο αξιολόγησης των δραστηριοτήτων των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών εντός της Ένωσης.

4.  Κάθε εποπτική αρχή καταρτίζει κατάλογο των εξουσιοδοτημένων χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών, τον κοινοποιεί στην Επιτροπή και τον δημοσιοποιεί. Οι εποπτικές αρχές επικαιροποιούν τον εν λόγω κατάλογο όποτε υπάρχουν αλλαγές σε αυτόν και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

5.  Κάθε εποπτική αρχή κοινοποιεί κατόπιν αιτήματος στην Επιτροπή και στις άλλες εποπτικές αρχές λεπτομέρειες όλων των αποφάσεων που λαμβάνονται σχετικά με την εποπτεία των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο β).

6.  Όταν ένας χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών έχει ζητήσει άδεια από εποπτική αρχή και στη συνέχεια ζητεί άδεια από άλλη αρχή, οι εν λόγω εποπτικές αρχές συντονίζουν και ανταλλάσσουν πληροφορίες στον κατάλληλο βαθμό, με σκοπό τη λήψη συνεκτικών αποφάσεων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους διαφορετικούς εθνικούς κανόνες.

7.  Όταν ένας χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών έχει λάβει άδεια από εποπτική αρχή κράτους μέλους, αλλά επιθυμεί να συνάψει συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο προς όφελος ενάγοντος ή άλλου προβλεπόμενου δικαιούχου σε άλλο κράτος μέλος, ή για διαδικασία σε άλλο κράτος μέλος, προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία της άδειας που του χορήγησε η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Όταν μια εποπτική αρχή σε αυτό το άλλο κράτος μέλος γνωρίζει παρατυπίες στη συμπεριφορά του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών, ενημερώνει απευθείας την αρμόδια εποπτική αρχή.

Άρθρο 11

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την … [ημερομηνία έναρξης ισχύος της βασικής νομοθετικής πράξης ή από οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ορίζουν οι συννομοθέτες].

Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλει αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.  Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην παρούσα απόφαση. Η απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.  Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή ζητά τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων που ορίζονται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.  Μόλις εκδώσει πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

6.  Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός [δύο μηνών] από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά [δύο μήνες] κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Κεφάλαιο IV

Συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο και δραστηριότητες των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών

Άρθρο 12

Περιεχόμενο των συμφωνιών χρηματοδότησης από τρίτο

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτους απαιτείται να παρέχονται γραπτώς σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν ο ενάγων και οι σκοπούμενοι δικαιούχοι, να παρουσιάζονται με σαφή και εύκολα κατανοητό τρόπο και να περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)  τα διάφορα έξοδα και δαπάνες που θα καλύψει ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών·

β)  το μερίδιο τυχόν επιδικασθέντος ποσού ή αμοιβής που θα καταβληθεί στον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών ή σε οποιοδήποτε άλλο τρίτο μέρος, ή κάθε άλλο οικονομικό κόστος που θα βαρύνει, άμεσα ή έμμεσα, τους ενάγοντες, τους προβλεπόμενους δικαιούχους, ή και τους δύο·

γ)  αναφορά στην ευθύνη του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών όσον αφορά τα πρόσθετα έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 18 της παρούσας οδηγίας·

δ)  ρήτρα που ορίζει ότι τυχόν επιδικασθέντα ποσά από τα οποία εκπίπτουν οι αμοιβές του χρηματοδότη θα καταβάλλονται πρώτα εξ ολοκλήρου στους ενάγοντες, οι οποίοι μπορούν στη συνέχεια να καταβάλουν τυχόν συμφωνηθέντα ποσά στους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών ως αμοιβές ή προμήθειες, παρακρατώντας τουλάχιστον τα ελάχιστα ποσά που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία·

ε)  τους κινδύνους που αναλαμβάνουν οι ενάγοντες, οι σκοπούμενοι δικαιούχοι ή και οι δυο, μεταξύ των οποίων:

i)  οι πιθανότητες κλιμάκωσης του κόστους της δικαστικής υπόθεσης και ο αντίκτυπός της στα οικονομικά συμφέροντα των εναγόντων, των δικαιούχων ή και των δυο·

ii)  οι αυστηρά καθορισμένες περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να καταγγελθεί η συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο και οι κίνδυνοι για τους ενάγοντες, τους δικαιούχους ή και τους δυο σε αυτήν την περίπτωση, και

iii)  κάθε πιθανός κίνδυνος υποχρέωσης καταβολής πρόσθετων εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες δεν καλύπτονται από ασφάλιση ή άλλη μορφή αποζημίωσης.

στ)  δήλωση αποποίησης ευθύνης όσον αφορά τη μη αιρεσιμότητα της χρηματοδότησης σε σχέση με διαδικαστικά στάδια·

ζ)  δήλωση απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων από τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών.

Άρθρο 13

Απαιτήσεις διαφάνειας και αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων

1.  Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να χαράξουν πολιτική και να εφαρμόσουν εσωτερικές διαδικασίες για την αποφυγή και την επίλυση συγκρούσεων συμφερόντων. Η εν λόγω πολιτική και οι εν λόγω εσωτερικές διαδικασίες πρέπει να είναι κατάλληλες για τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών και να καθορίζονται γραπτώς και να δημοσιοποιούνται στον δικτυακό τόπο του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών. Πρέπει επίσης να αναφέρονται σαφώς σε παράρτημα οποιασδήποτε συμφωνίας χρηματοδότησης από τρίτο.

2.  Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να γνωστοποιούν στον ενάγοντα και στους σκοπούμενους δικαιούχους στη συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο όλες τις πληροφορίες που μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων. Οι γνωστοποιήσεις των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)  λεπτομέρειες τυχόν υφιστάμενων ρυθμίσεων, οικονομικών ή άλλων, μεταξύ του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών και κάθε άλλης επιχείρησης που σχετίζεται με τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ρυθμίσεων με οποιονδήποτε σχετικό νομιμοποιούμενο φορέα, φορέα συγκέντρωσης αξιώσεων, δικηγόρους ή άλλο ενδιαφερόμενο μέρος·

β)  λεπτομέρειες για τυχόν σχετικούς δεσμούς μεταξύ του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών και του εναγομένου στη διαδικασία, ειδικότερα όσο αφορά οποιαδήποτε κατάσταση ανταγωνισμού.

Άρθρο 14

Άκυρες συμφωνίες και ρήτρες

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο που συνάπτονται με φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δεν είναι εξουσιοδοτημένα να ενεργούν ως χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.

2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι τρίτοι χρηματοδότες δεν επιτρέπεται να επηρεάζουν τις αποφάσεις του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατά τρόπο που θα ωφελούσε τον ίδιο τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών εις βάρος του ενάγοντος. Για τον σκοπό αυτό, οποιαδήποτε ρήτρα σε συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο με την οποία παρέχεται στον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών η δυνατότητα να λαμβάνει ή να επηρεάζει αποφάσεις σε σχέση με διαδικασίες δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Οποιαδήποτε τέτοια ρήτρα ή ρύθμιση που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα δεν παράγει έννομα αποτελέσματα:

α)  η παροχή ρητής εξουσίας σε χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών να λαμβάνει ή να επηρεάζει αποφάσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, όπως σε σχέση με συγκεκριμένες αξιώσεις που εγείρονται, το συμβιβασμό της υπόθεσης ή τη διαχείριση των δαπανών που συνδέονται με τη διαδικασία·

β)  η παροχή κεφαλαίου, ή κάθε άλλου πόρου με χρηματική αξία, για τους σκοπούς της διαδικασίας που εξαρτάται από την έγκριση της συγκεκριμένης χρήσης του από τρίτους χρηματοδότες.

3.  Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι συμφωνίες με τις οποίες εξασφαλίζεται ότι ένας χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών θα λάβει ελάχιστη απόδοση επί της επένδυσής του προτού ο ενάγων ή προβλεπόμενος δικαιούχος μπορέσει να λάβει το μερίδιό του, δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.

4.  Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, οι συμφωνίες που παρέχουν σε έναν χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών το δικαίωμα να λάβει μέρος της αποζημίωσης, ούτως ώστε το ποσοστό της συνολικής αποζημίωσης (συμπεριλαμβανομένων όλων των αποζημιώσεων, των δαπανών, των αμοιβών και άλλων δαπανών) που χορηγείται στον ενάγοντα και στους στοχευόμενους δικαιούχους να είναι ίσο ή μικρότερο του 60 %, είναι άκυρες.

5.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτο δεν περιέχουν διατάξεις που περιορίζουν την ευθύνη του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών σε περίπτωση καταδίκης σε πρόσθετα έξοδα λόγω ανεπιτυχούς έκβασης της διαδικασίας. Οι διατάξεις που αποσκοπούν στον περιορισμό της ευθύνης του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών για τα έξοδα δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.

6.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι όροι που διέπουν τις συμφωνίες χρηματοδότησης από τρίτους να μην επιτρέπουν την ανάκληση της εν λόγω χρηματοδότησης, εκτός από ειδικές περιπτώσεις που ορίζονται από το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1.

7.  Οι ενάγοντες και οι σκοπούμενοι δικαιούχοι αποζημιώνονται για τυχόν ζημίες που προκαλούνται από τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών με τον οποίο έχει συναφθεί συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο η οποία κηρύσσεται άκυρη. Τα δικαιώματα των εναγόντων και των σκοπούμενων δικαιούχων της διαδικασίας δεν θίγονται.

Άρθρο 15

Καταγγελία των συμφωνιών χρηματοδότησης από τρίτο

1.  Τα κράτη μέλη απαγορεύουν τη μονομερή καταγγελία συμφωνίας χρηματοδότησης από τρίτο από τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών χωρίς την εν επιγνώσει συναίνεση του ενάγοντος, εκτός εάν ένα δικαστήριο ή διοικητική αρχή έχει χορηγήσει άδεια για την καταγγελία της σύμβασης, έχοντας εξετάσει κατά πόσον τα συμφέροντα του ενάγοντος και των σκοπούμενων δικαιούχων προστατεύονται επαρκώς παρά την καταγγελία.

2.  Απαιτείται έγκαιρη προειδοποίηση, όπως προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο, προκειμένου να καταγγελθεί η συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο.

Κεφάλαιο V

Έλεγχος από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές

Άρθρο 16

Δημοσιοποίηση της συμφωνίας χρηματοδότησης από τρίτο

1.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ενάγοντες ή οι εκπρόσωποί τους υποχρεούνται να ενημερώνουν το αρμόδιο δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή για την ύπαρξη συμφωνίας χρηματοδότησης από τρίτο και για την ταυτότητα του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών και να παρέχουν, κατόπιν αιτήματος του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής ή του εναγομένου, στο αρμόδιο δικαστήριο ή διοικητική αρχή, πλήρες και ανεπεξέργαστο αντίγραφο των εν λόγω συμφωνιών χρηματοδότησης από τρίτους που αφορούν τη σχετική διαδικασία στο αρμόδιο δικαστήριο ή διοικητική αρχή, σε πρώιμο στάδιο της εν λόγω διαδικασίας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι εναγόμενοι ενημερώνονται από το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή για την ύπαρξη συμφωνίας χρηματοδότησης από τρίτο και για την ταυτότητα του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών.

2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές έχουν την εξουσία να επανεξετάζουν τη συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτους σύμφωνα με το άρθρο 17, κατόπιν αιτήματος διαδίκου, όταν το εν λόγω μέρος έχει βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά τη συμμόρφωση της εν λόγω συμφωνίας χρηματοδότησης από τρίτους με την παρούσα οδηγία και κάθε άλλο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ή με δική τους πρωτοβουλία.

Άρθρο 17

Επανεξέταση των συμφωνιών χρηματοδότησης από τρίτους από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές

Τα κράτη μέλη ορίζουν το αρμόδιο δικαστήριο ή διοικητική αρχή για την εκτέλεση των διαφόρων δικαστικών και διοικητικών καθηκόντων δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Ο ορισμός αυτός διευκρινίζει ειδικότερα ότι το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή ενώπιον της οποίας υποβάλλεται μια υπόθεση με ιδιωτική χρηματοδότηση πρέπει να διενεργεί ελέγχους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και κατόπιν αιτήματος διαδίκου ή με δική του πρωτοβουλία, σχετικά με τον αντίκτυπο των συμφωνιών χρηματοδότησης στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται, ασκώντας τις παρακάτω εξουσίες:

α)  να εκδίδει διαταγές ή οδηγίες που είναι δεσμευτικές για τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών, όπως να απαιτεί από τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών να παρέχει τη χρηματοδότηση όπως συμφωνήθηκε στη σχετική συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο ή να απαιτεί από τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών να προβεί σε αλλαγές όσον αφορά τη σχετική χρηματοδότηση·

β)  να αξιολογεί τη συμμόρφωση κάθε συμφωνίας χρηματοδότησης από τρίτο με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, ιδίως με το καταπιστευματικό καθήκον που οφείλεται στους ενάγοντες και τους σκοπούμενους δικαιούχους δυνάμει του άρθρου 7, και, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η εν λόγω συμφωνία δεν συμμορφώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις, να διατάσσει τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών να προβεί στις αναγκαίες αλλαγές ή να κηρύσσει άκυρη τη ρήτρα σύμφωνα με το άρθρο 14·

γ)  να αξιολογεί τη συμμόρφωση κάθε συμφωνίας χρηματοδότησης από τρίτους με τις απαιτήσεις διαφάνειας του άρθρου 13·

δ)  να αξιολογεί κατά πόσον μια συμφωνία χρηματοδότησης από τρίτο παρέχει δικαίωμα σε αθέμιτο, δυσανάλογο ή παράλογο μερίδιο σε οποιαδήποτε αποζημίωση όπως περιγράφεται στο άρθρο 14 παράγραφος 4, καθώς και ακύρωση ή προσαρμογή των εν λόγω συμφωνιών αναλόγως. Τα κράτη μέλη διευκρινίζουν ότι κατά τη διενέργεια της εν λόγω εκτίμησης, τα αρμόδια δικαστήρια ή διοικητικές αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά και τις περιστάσεις της προβλεπόμενης ή εν εξελίξει διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση:

i)  των μερών που εμπλέκονται στην υπόθεση, καθώς και των σκοπούμενων δικαιούχων της διαδικασίας, και του τι θεωρούν ότι έχει συμφωνηθεί όσον αφορά το ποσό που θα λάμβανε ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών βάσει της συμφωνίας χρηματοδότησης, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης·

ii)  του ύψους του ποσού που πρόκειται ενδεχομένως να επιδικασθεί·

iii)  την αξία της οικονομικής συνεισφοράς του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών και του ποσοστού των συνολικών εξόδων του ενάγοντος που χρηματοδοτείται από τον χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών, και

iv)  του μεριδίου της τυχόν αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα και στον σκοπούμενο δικαιούχο·

ε)  να επιβάλει κάθε κύρωση την οποία το δικαστήριο ή η διοικητική αρχή κρίνει κατάλληλη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία·

στ)  να συμβουλεύεται ή να αναζητεί εμπειρογνωμοσύνη από πρόσωπα που διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις και ανεξαρτησία για να συνδράμουν στην άσκηση των εξουσιών αξιολόγησης του δικαστηρίου ή της διοικητικής αρχής, μεταξύ άλλων από οποιονδήποτε εμπειρογνώμονα με τα κατάλληλα προσόντα ή από εποπτικές αρχές.

Άρθρο 18

Ευθύνη για πρόσθετες δαπάνες

1.  Όταν ο ενάγων διάδικος δεν διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των εξόδων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές έχουν την εξουσία να διατάσσουν τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να καταβάλουν τα έξοδα, είτε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους ενάγοντες είτε μεμονωμένα, σε περίπτωση αρνητικής έκβασης της διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαστήρια ή οι διοικητικές αρχές μπορούν να απαιτήσουν από τους χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών να καταβάλουν κάθε ενδεδειγμένο πρόσθετο κόστος, λαμβάνοντας υπόψη:

α)  το ποσό και μέρος της αποζημίωσης που θα είχε λάβει ο χρηματοδότης της ένδικης επίλυσης διαφορών εάν η αγωγή είχε ευδοκιμήσει·

β)  τον βαθμό στον οποίο τυχόν έξοδα τα οποία δεν καλύπτονται από χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών βαρύνουν αντ’ αυτού τον εναγόμενο, τον ενάγοντα ή οποιονδήποτε άλλο σκοπούμενο δικαιούχο·

γ)  τη συμπεριφορά του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και, ιδίως, τη συμμόρφωσή του με την παρούσα οδηγία και το κατά πόσον η συμπεριφορά του συνέβαλε στο συνολικό κόστος της διαδικασίας· και

δ)  την αξία της αρχικής επένδυσης του χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών.

Κεφάλαιο VI

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 19

Κυρώσεις

1.  Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν [έως την .../αμελλητί] στην Επιτροπή τους εν λόγω κανόνες και μέτρα και την ενημερώνουν [αμελλητί] σχετικά με κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.  Ειδικότερα, οι εποπτικές αρχές μπορούν να επιβάλλουν αναλογικά πρόστιμα υπολογιζόμενα βάσει του κύκλου εργασιών της επιχείρησης, είτε προσωρινά είτε μόνιμα, να ανακαλούν την άδεια της επιχείρησης και να επιβάλλουν άλλες κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις.

Άρθρο 20

Έλεγχος

1.  Έως την ... [... έτη από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας], η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις κύριες διαπιστώσεις της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Στην έκθεση, η Επιτροπή αξιολογεί, ειδικότερα, την αποτελεσματικότητα της οδηγίας, ιδίως όσον αφορά το επίπεδο των αμοιβών ή των τόκων που αφαιρούνται από το ποσό που επιδικάζεται τους ενάγοντες, μεταξύ άλλων και από τους σκοπούμενους δικαιούχους, προς όφελος των χρηματοδοτών της ένδικης επίλυσης διαφορών, τον αντίκτυπο που έχουν οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών στο επίπεδο της δραστηριότητας επίλυσης διαφορών και τον βαθμό στον οποίο η χρηματοδότηση της ένδικης επίλυσης διαφορών από τρίτους επέτρεψε καλύτερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

2.  Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, για πρώτη φορά το αργότερο έως ... [... έτη από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας] και στη συνέχεια ετησίως, τις ακόλουθες πληροφορίες, που είναι απαραίτητες για την εκπόνηση της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α)  τα δεδομένα ταυτότητας, τον αριθμό και το είδος των οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια ως αναγνωρισμένοι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών ·

β)  τυχόν τροποποιήσεις που επήλθαν στον εν λόγω κατάλογο και την αιτιολόγησή τους·

γ)  τον αριθμό και το είδος των διαδικασιών που χρηματοδοτούνται εν όλω ή εν μέρει από χρηματοδότη της ένδικης επίλυσης διαφορών·

δ)  τα αποτελέσματα των εν λόγω διαδικασιών όσον αφορά τα ποσά που εισπράττουν οι χρηματοδότες της ένδικης επίλυσης διαφορών σε σύγκριση με τα ποσά που καταβάλλονται στους ενάγοντες και τους σκοπούμενους δικαιούχους.

Άρθρο 21

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως την ... [ημέρα/μήνας/έτος], τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Θέτουν σε εφαρμογή τα μέτρα αυτά από την ... [ημέρα/μήνας/έτος].

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι μέθοδοι αναφοράς καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των μέτρων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

(1) EE […]
(2) ΕΕ […]

Τελευταία ενημέρωση: 21 Αυγούστου 2023Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου