Ενεργειακή πολιτική: γενικές αρχές
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ στον τομέα της ενέργειας περιλαμβάνουν ζητήματα όπως η αυξανόμενη εξάρτηση από τις εισαγωγές ενεργειακών πόρων, η περιορισμένη διαφοροποίηση, οι υψηλές και ασταθείς τιμές της ενέργειας, η διογκούμενη παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση, οι κίνδυνοι ασφάλειας για τις χώρες παραγωγής και διαμετακόμισης, οι αυξανόμενες απειλές της κλιματικής αλλαγής, η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, η βραδεία πρόοδος στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης, οι προκλήσεις που συνεπάγεται η αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και η ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια, περαιτέρω ολοκλήρωση και διασύνδεση στις αγορές ενέργειας. Στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής βρίσκονται ποικίλα μέτρα που αποσκοπούν στην επίτευξη μιας ολοκληρωμένης αγοράς ενέργειας, στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και στη βιωσιμότητα του τομέα της ενέργειας.
Νομική βάση
Άρθρο 194 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Ειδικές διατάξεις:
- Ασφάλεια εφοδιασμού: άρθρο 122 ΣΛΕΕ·
- Ενεργειακά δίκτυα: άρθρα 170-172 ΣΛΕΕ·
- Άνθρακας: το πρωτόκολλο 37 αποσαφηνίζει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις από την εκπνοή της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 2002·
- Πυρηνική ενέργεια: η Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Συνθήκη Ευρατόμ) λειτουργεί ως νομική βάση για τις περισσότερες ενωσιακές δράσεις στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας.
Λοιπές διατάξεις που επηρεάζουν την ενεργειακή πολιτική:
- Εσωτερική αγορά ενέργειας: άρθρο 114 της ΣΛΕΕ·
- Εξωτερική ενεργειακή πολιτική: άρθρα 216-218 ΣΛΕΕ.
Στόχοι
Σύμφωνα με την Ενεργειακή Ένωση (2015), οι πέντε κύριοι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ επιδιώκουν:
- τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας της Ευρώπης, ώστε να διασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια μέσω της αλληλεγγύης και της συνεργασίας των χωρών της ΕΕ·
- τη διασφάλιση της λειτουργίας μιας πλήρως ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς ενέργειας, ώστε να καταστεί δυνατή η ελεύθερη ροή ενέργειας στην ΕΕ μέσω κατάλληλων υποδομών και χωρίς τεχνικούς ή ρυθμιστικούς φραγμούς·
- τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές ενέργειας, τη μείωση των εκπομπών και την προώθηση της απασχόλησης και της ανάπτυξης·
- την απαλλαγή της οικονομίας από τις ανθρακούχες εκπομπές και τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών σύμφωνα με τη συμφωνία του Παρισιού·
- την προώθηση της έρευνας σε τεχνολογίες χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και καθαρές μορφές ενέργειας, και την ιεράρχηση της έρευνας και της καινοτομίας για την προώθηση της ενεργειακής μετάβασης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Το άρθρο 194 ΣΛΕΕ καθιστά ορισμένους τομείς της ενεργειακής πολιτικής τομείς συντρέχουσας αρμοδιότητας και σηματοδοτεί τη μετάβαση προς μια κοινή ενεργειακή πολιτική. Εντούτοις, κάθε κράτος μέλος διατηρεί το δικαίωμά του «να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης των ενεργειακών του πόρων, την επιλογή του μεταξύ διαφόρων ενεργειακών πηγών και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού του εφοδιασμού» (άρθρο 194 παράγραφος 2).
Επιτεύγματα
A. Γενικό πλαίσιο πολιτικής
Το τρέχον θεματολόγιο πολιτικής βασίζεται στις ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια και στην ευθυγράμμιση των στόχων της ΕΕ για την ενέργεια και το κλίμα, όπως προτάθηκε τον Ιούλιο του 2021 στη δέσμη προσαρμογής στον στόχο του 55 %, μεταξύ άλλων:
- μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 κατά 55 % τουλάχιστον, σε σύγκριση με το 1990·
- μείωση των καθαρών μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050.
Οι ισχύοντες ενεργειακοί στόχοι για το 2030, που συμφωνήθηκαν τον Οκτώβριο του 2014 και αναθεωρήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2018, είναι οι εξής:
- αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ενεργειακή κατανάλωση σε 32 %·
- βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 32,5 %·
- διασύνδεση του 15 % τουλάχιστον των συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ.
Οι νέοι προτεινόμενοι ενεργειακοί στόχοι της ΕΕ για το 2030, οι οποίοι συμφωνήθηκαν ανεπίσημα τον Μάρτιο του 2023, περιλαμβάνουν:
- αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ενεργειακή κατανάλωση σε 42.5% με στόχο την επίτευξη του 45 %·
- μείωση κατά 11,7 % για την κατανάλωση πρωτογενούς και τελικής ενέργειας στην ΕΕ, σε σύγκριση με τις προβλέψεις του 2020 για το 2030, η οποία ισοδυναμεί με 40,5 % και 38 % αντίστοιχα σε σύγκριση με τις προβλέψεις του 2007.
Η ισχύουσα ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική βασίζεται στη στρατηγική για την Ενεργειακή Ένωση (COM/2015/80) που δημοσιεύτηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2015 και αποσκοπούσε στην οικοδόμηση μιας ενεργειακής ένωσης που θα εξασφαλίζει τον ασφαλή, βιώσιμο, ανταγωνιστικό και οικονομικά προσιτό ενεργειακό εφοδιασμό των ενωσιακών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Το ισχύον ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο για την ενέργεια αποτελείται από διάφορες πράξεις, οι οποίες καλύπτουν τη διακυβέρνηση και τη διασυνδεσιμότητα ηλεκτρικής ενέργειας (κανονισμός (ΕΕ) 2018/1999), τον σχεδιασμό της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (οδηγία (ΕΕ) 2019/944 και κανονισμός (ΕΕ) 2019/943), την ετοιμότητα αντιμετώπισης κινδύνων (κανονισμός (EΕ) 2019/941), την ενεργειακή απόδοση (οδηγία (EΕ) 2018/2002), την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (οδηγία (EΕ) 2018/844), τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (οδηγία (EΕ) 2018/2001), τον σχεδιασμό της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου(οδηγία 2009/73/EΚ και κανονισμός (EΚ) αριθ. 715/2009), τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων(οδηγία 2003/96/EΚ), τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές(κανονισμός (ΕΕ) 2022/869), τη συνεργασία των ρυθμιστικών αρχών ενέργειας (κανονισμός (ΕΕ) 2019/942), και τις αλλαγές λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση (απόφαση (EΕ) 2019/504). Σύμφωνα με το ισχύον ενεργειακό πλαίσιο, τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει να καταρτίσουν δεκαετή ενοποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) για την περίοδο από το 2021 έως το 2030, να υποβάλλουν έκθεση προόδου ανά διετία, και να αναπτύξουν συνεπείς εθνικές μακροπρόθεσμες στρατηγικές για την επίτευξη των συμφωνηθέντων ενεργειακών στόχων και των στόχων της συμφωνίας του Παρισιού.
Το 2021, η ευρεία δέσμη προσαρμογής στον στόχο του 55 % της ΕΕ αποσκοπούσε αρχικά στην ευθυγράμμιση όλων των κλιματικών και ενεργειακών στόχων. Συνίστατο στην αναθεώρηση όλων των πράξεων της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (COM/2021/557), της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση (COM/2021/558), της οδηγίας για τη φορολογία της ενέργειας (COM/2021/563), της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (COM/2021/802), της οδηγίας (COM/2021/803) και του κανονισμού (COM/2021/804) για το φυσικό αέριο αερίου. Η αναθεώρηση εισήγαγε νέες αγορές αερίου απαλλαγμένες από ανθρακούχες εκπομπές, όπως το υδρογόνο, και συμπεριέλαβε νέες προτάσεις κανονισμών στον τομέα των μεταφορών, όπως ο κανονισμός για την ανάπτυξη υποδομών εναλλακτικών καυσίμων (COM/2021/559), η πρωτοβουλία «ReFuelEU Aviation» (COM/2021/561) και η πρωτοβουλία «FuelEU Maritime» (COM/2021/562).
Τον Φεβρουάριο του 2022, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τροποποίησε το χρονοδιάγραμμα της αναθεώρησης του ενεργειακού πλαισίου. Η οπλοποίηση των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου και οι ακόλουθες διαταραχές της αγοράς ενέργειας προκάλεσαν την ταχεία αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την υποστήριξη της Διακήρυξης των Βερσαλλιών όλων των ηγετών της ΕΕ στις 10 και 11 Μαρτίου 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την ακόλουθη σειρά πράξεων για την ενίσχυση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ:
- νέα ανακοίνωση REPowerEU (8 Μαρτίου 2022)·
- επιλογές για τη μείωση των υψηλών τιμών ενέργειας με κοινές αγορές αερίου και υποχρεώσεις ελάχιστου επιπέδου αποθήκευσης αερίου (23 Μαρτίου 2022)·
- ενεργειακή πλατφόρμα της ΕΕ για τη διασφάλιση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο, υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ) και υδρογόνο (Απρίλιος 2022)·
- το σχέδιο REPowerEU για τον τερματισμό της εξάρτησης της ΕΕ από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και πρόσθετες βραχυπρόθεσμες επιλογές στις αγορές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας (18 Μαΐου 2022)·
- και ένα ευρωπαϊκό σχέδιο για τη μείωση της ζήτησης αερίου και πρόταση κανονισμού (20 Ιουλίου 2022).
Το Κοινοβούλιο αντέδρασε στην αναθεώρηση ολόκληρης της δέσμης μέτρων της ΕΕ για την ενέργεια, εκφράζοντας την πλήρη υποστήριξή του και επιταχύνοντας τη νομοθετική διαδικασία. Στις 27 Ιουνίου 2022, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενέκριναν σε χρόνο ρεκόρ νέους κανόνες για τα ελάχιστα επίπεδα πλήρωσης της αποθήκευσης αερίου (κανονισμός (EΕ) 2022/1032). Στις 5 Αυγούστου 2022, το Συμβούλιο ενέκρινε εθελοντικό στόχο ενός έτους για τη μείωση από τα κράτη μέλη της οικείας κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 15 % (κανονισμός (EΕ) 2022/1369). Τον Μάρτιο του 2023, η Επιτροπή πρότεινε την παράταση της εν λόγω νομοθεσίας έκτακτης ανάγκης για άλλους 12 μήνες.
Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και, κυρίως, πριν από τον χειμώνα, η Επιτροπή πρότεινε όλες τις νέες νομοθετικές πράξεις να θεωρηθούν ως επείγοντες κανονισμοί του Συμβουλίου, αποκλείοντας εκ των πραγμάτων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τη νομοθετική διαδικασία. Μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2022, το Συμβούλιο εξέδωσε κανονισμούς σχετικά με μέτρα για τη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, προσωρινό ανώτατο όριο εσόδων για τους υποοριακούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, προσωρινή εισφορά αλληλεγγύης επί των πλεοναζόντων κερδών των δραστηριοτήτων που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα, επιτάχυνση της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και μηχανισμό αναστολής των συναλλαγών φυσικού αερίου σε περίπτωση εξαιρετικά υψηλών τιμών φυσικού αερίου.
Στις 14 Μαρτίου 2023, η Επιτροπή πρότεινε μεταρρύθμιση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, επανερχόμενη στη συνήθη συννομοθετική διαδικασία.
B. Ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας
Μια πλήρως ολοκληρωμένη και εύρυθμα λειτουργούσα εσωτερική αγορά ενέργειας διασφαλίζει προσιτές τιμές ενέργειας, παρέχει τα αναγκαία τιμολογιακά σήματα για επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια, εξασφαλίζει τον ενεργειακό εφοδιασμό και ανοίγει τον λιγότερο δαπανηρό δρόμο προς την κλιματική ουδετερότητα.
Η νομοθεσία για την εσωτερική αγορά ενέργειας θεσπίστηκε για πρώτη φορά στην τρίτη δέσμη μέτρων για την ενέργεια (2009-2014) και κάλυπτε πέντε τομείς: τα μοντέλα διαχωρισμού· τις εθνικές ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές· τη συνεργασία· τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER)· και τις δίκαιες λιανικές αγορές. Προκειμένου να βελτιωθεί η διασυνοριακή συνεργασία, η δέσμη μέτρων δημιούργησε τα Ευρωπαϊκά Δίκτυα Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΔΔΣΜ-ηλ) και τα Ευρωπαϊκά Δίκτυα Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Αερίου (ΕΔΔΣΜ-Αερίου). Περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τον κανονισμό (EΕ) 1227/2011 για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας και την πολιτική για τα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας (ΔΕΔ-Ε), βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 347/2013 σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές.
Η τέταρτη δέσμη μέτρων για την ενέργεια (2015-2020), με τίτλο «Καθαρή ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους», επικεντρώθηκε στον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια, κανονισμός για την ηλεκτρική ενέργεια, κανονισμός σχετικά με την ετοιμότητα αντιμετώπισης κινδύνων, κανονισμός ACER). Εισήγαγε νέους κανόνες για την ηλεκτρική ενέργεια σχετικά με την αποθήκευση ενέργειας, κίνητρα για τους καταναλωτές με στόχο να συμβάλει στην καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, 10ετή εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) για την περίοδο 2021-30 και ενισχυμένο ρόλο για τον ACER. Κατά τα τελευταία έτη, ασχολήθηκε επίσης με το Brexit.
Η πέμπτη δέσμη μέτρων για την ενέργεια, με τίτλο «προσαρμογή στον στόχο του 55 %», δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη στις 14 Ιουλίου και στις 15 Δεκεμβρίου 2021 και βρίσκεται επί του παρόντος στο τελικό στάδιο έγκρισης. Ευθυγραμμίζει τους ενεργειακούς στόχους με τη νέα ευρωπαϊκή φιλοδοξία για μείωση των εκπομπών κατά τουλάχιστον 55 % έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 και επίτευξη ουδέτερου ισοζυγίου άνθρακα έως το 2050, και επικεντρώνεται κυρίως στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ενεργειακή απόδοση, τη φορολογία της ενέργειας, τα κτίρια, τις αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές, τα κτίρια, τις αγορές φυσικού αερίου και υδρογόνου.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, της 24 Φεβρουαρίου 2022, προκάλεσε σημαντικές διαταραχές στην αγορά, αναγκάζοντας την ΕΕ να αλλάξει το κανονιστικό της πλαίσιο για την ενέργεια. Μεταξύ όλων των ειλημμένων μέτρων που επηρεάζουν την αγορά, η Επιτροπή το 2022 πρότεινε τα εξής:
- επιλογές για τον μετριασμό των υψηλών τιμών ενέργειας,
- τη δημιουργία πλατφόρμας για από κοινού αγορές φυσικού αερίου,
- νέους κανόνες και υποχρεώσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου,
- τη χαλάρωση των μέτρων ρευστότητας για τους παράγοντες της αγοράς ενέργειας,
- μέτρα για τη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου,
- μέτρα αλληλεγγύης για το φυσικό αέριο μεταξύ των κρατών μελών,
- νέους δείκτες αναφοράς τιμών για το ΥΦΑ,
- μέτρα για την αναδιανομή των πλεοναζόντων εσόδων του ενεργειακού τομέα στους τελικούς καταναλωτές,
- ανώτατο όριο τιμών ασφαλείας.
Μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2022, το Συμβούλιο καθόρισε τρία έκτακτα προσωρινά μέτρα για την αγορά:
- εθελοντικό συνολικό στόχο μείωσης της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά 10 % και υποχρεωτικό στόχο μείωσης κατά 5 % της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας κατά τις ώρες αιχμής·
- ανώτατο όριο εσόδων της αγοράς ύψους 180 ευρώ/MWh για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πυρηνική ενέργεια και λιγνίτη·
- υποχρεωτική προσωρινή εισφορά αλληλεγγύης για τον τομέα των ορυκτών καυσίμων.
Τον Μάρτιο του 2023, η μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποσκοπούσε στην επιτάχυνση της υιοθέτησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της σταδιακής κατάργησης του φυσικού αερίου, καθιστώντας τους λογαριασμούς των καταναλωτών λιγότερο εξαρτημένους από τις ασταθείς τιμές των ορυκτών καυσίμων (βλ. δελτίο 2.1.9 για την εσωτερική αγορά ενέργειας).
C. Ενεργειακή απόδοση
Ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής της ΕΕ είναι η αναθεωρηθείσα το 2018 οδηγία 2012/27/ΕΕ για την ενεργειακή απόδοση («ΟΕΑ»), η οποία θεσπίζει δέσμη δεσμευτικών μέτρων για να βοηθήσει την ΕΕ να επιτύχει τον στόχο του 32,5 % για την ενεργειακή απόδοση έως το 2030 σε σύγκριση με τις βασικές προβλέψεις του 2007. Η οδηγία εισήγαγε επίσης στόχους εξοικονόμησης ενέργειας και πολλές πολιτικές ενεργειακής απόδοσης, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις ενεργειακά αποδοτικές ανακαινίσεις και τα υποχρεωτικά πιστοποιητικά ενέργειας για τα κτίρια, τα ελάχιστα πρότυπα ενεργειακής απόδοσης για διάφορα προϊόντα, τις ετικέτες ενεργειακής απόδοσης και τους έξυπνους μετρητές και επέκτεινε τα δικαιώματα των καταναλωτών.
Η πρόταση του Ιουλίου 2021 της Επιτροπής για την αναθεώρηση της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση (COM/2021/558) περιλάμβανε υψηλότερους στόχους ενεργειακής απόδοσης για την πρωτογενή (39 %) και την τελική (36 %) κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ έως το 2030, θέτοντας όριο 1 023 και 787 εκατ. ΤΙΠ στην κατανάλωση πρωτογενούς και τελικής ενέργειας, σε σύγκριση με 1 128 και 846 εκατ. ΤΙΠ αντίστοιχα στο πλαίσιο της ΟΕΑ του 2018. Αυτοί οι νέοι στόχοι θα καταστούν δεσμευτικοί σε επίπεδο ΕΕ και θα ενισχυθούν με ένα σύστημα συγκριτικής αξιολόγησης ώστε τα κράτη μέλη να καθορίζουν τις εθνικές ενδεικτικές συνεισφορές τους σε αυτόν τον δεσμευτικό στόχο της ΕΕ. Η πρόταση της Επιτροπής θα διπλασιάσει σχεδόν τις υποχρεώσεις ετήσιας εξοικονόμησης ενέργειας (+ 1,5 %) που αναμένεται να εκπληρώσουν τα κράτη μέλη κατά την περίοδο 2024-2030 (σε σύγκριση με + 0,8 % στο πλαίσιο της ΟΕΑ του 2018).
Η πρόταση της Επιτροπής του Μαΐου 2022 αναθεώρησε τους στόχους ενεργειακής απόδοσης και τη γραμμή βάσης της ΕΕ (COM/2022/222) για τη σταδιακή κατάργηση των εισαγωγών ρωσικών ορυκτών καυσίμων. Η πρόταση, η οποία βρίσκεται επί του παρόντος υπό διαπραγμάτευση, περιλαμβάνει ένα φάσμα στόχων μείωσης κατά 40-42 % και 36-40 % για την κατανάλωση πρωτογενούς και τελικής ενέργειας στην ΕΕ. Στις 10 Μαρτίου 2023, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέληξαν σε προσωρινή συμφωνία σχετικά με τον συνολικό στόχο ενεργειακής απόδοσης της ΕΕ της τάξης του 11,7 % για το 2030, σε σύγκριση με τις βασικές προβλέψεις του 2020, και σχετικά με την υποχρέωση ετήσιας εξοικονόμησης ενέργειας ύψους 1,49 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατά μέσο όρο, από το 2024 έως το 2030, φθάνοντας το 1,9 % έως το τέλος του 2030.
Η ΟΕΑ και η αναθεώρηση της οδηγίας του 2018 για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (οδηγία 2010/31/ΕΕ) καθορίζουν την ενεργειακή πολιτική για τα κτίρια της ΕΕ, στόχος της οποίας είναι η επίτευξη ενός κτιριακού δυναμικού υψηλής ενεργειακής απόδοσης και απαλλαγμένου από ανθρακούχες εκπομπές έως το 2050, η δημιουργία σταθερού περιβάλλοντος για επενδύσεις και η ενδυνάμωση των καταναλωτών στις ενεργειακές τους επιλογές. Η ισχύουσα νομοθεσία καθορίζει χάρτες πορείας με ενδεικτικά ορόσημα για το 2030, το 2040 και το 2050 και μακροπρόθεσμες στρατηγικές για τα κράτη μέλη με σκοπό τη στήριξη της ανακαίνισης του εθνικού δυναμικού οικιστικών και μη οικιστικών κτιρίων.
Η στρατηγική για το κύμα ανακαινίσεων (COM/2020/662) και η αναθεώρηση του Ιουλίου 2021 της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (COM/2021/802) προτείνουν την αύξηση του ποσοστού ανακαίνισης των κτιρίων με τις χειρότερες επιδόσεις σε κάθε χώρα, την αντικατάσταση των μακροπρόθεσμων στρατηγικών ανακαίνισης με εθνικά σχέδια ανακαίνισης κτιρίων και τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων απόδοσης σε επίπεδο ΕΕ. Στις 14 Μαρτίου 2023, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθόρισε τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση σχετικά με την ανάγκη τα οικιστικά κτίρια να επιτύχουν τουλάχιστον την κατηγορία ενεργειακής απόδοσης Ε έως το 2030 και την κατηγορία Δ έως το 2033 (σε αντίθεση με τις κατηγορίες Ζ και E σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής).
Η πολιτική ενεργειακής απόδοσης για τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια καθορίζεται από την οδηγία 2009/125/ΕΚ της ΕΕ για τον οικολογικό σχεδιασμό και τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1369, για το πλαίσιο για την ενεργειακή επισήμανση, οι οποίοι θεσπίζουν απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού και ενεργειακής επισήμανσης για ομάδες προϊόντων. Τον Μάρτιο του 2021, η ενεργειακή ετικέτα της ΕΕ για τα προϊόντα κατάργησε το σύστημα A +, A + + και A + + + και επέστρεψε σε απλούστερη κλίμακα A-Η (βλ. δελτίο 2.4.8 για την ενεργειακή απόδοση).
D. Ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές
Η ηλιακή ενέργεια, η αιολική ενέργεια, η ωκεάνια και η υδροηλεκτρική ενέργεια, η βιομάζα και τα βιοκαύσιμα αποτελούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι αγορές ενέργειας από μόνες τους αδυνατούν να εξασφαλίσουν το επιθυμητό επίπεδο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι ενδέχεται να χρειαστούν εθνικά προγράμματα στήριξης και ενωσιακά χρηματοδοτικά προγράμματα. Οι αρχές της πολιτικής της ΕΕ στον τομέα της ανανεώσιμης ενέργειας περιλαμβάνουν την διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού, την ανάπτυξη εγχώριων πηγών ενέργειας προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια του εφοδιασμού και την μείωση της εξωτερικής ενεργειακής εξάρτησης. Όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, η οποία αναθεωρήθηκε ουσιαστικά το 2018, θέσπισε μερίδιο τουλάχιστον 32 % ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας της ΕΕ έως το 2030. Ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζει το υδρογόνο, το οποίο είναι ένας φορέας ενέργειας απαλλαγμένος από ανθρακούχες εκπομπές.
Η πρόταση της Επιτροπής του Ιουλίου 2021 για αναθεώρηση της οδηγίας για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές (COM/2021/557) αυξάνει τον στόχο της ΕΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο 40 % έως το 2030. Τον Μάιο του 2022, σύμφωνα με το σχέδιο REPowerEU (COM/2022/230), η Επιτροπή αύξησε τον στόχο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο 45 % έως το 2030, ενώ συντόμευσε και απλοποίησε τις διαδικασίες αδειοδότησης.
Η στρατηγική για την ηλιακή ενέργεια (COM/2022/0221) του Μαΐου 2022, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου REPowerEU, αποσκοπεί στον διπλασιασμό της ηλιακής φωτοβολταϊκής ισχύος έως το 2025 με την εγκατάσταση 320 GW έως το 2025 και 600 GW έως το 2030, ανεβάζοντας τη συνολική δυναμικότητα παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ σε 1 236 GW.
Η στρατηγική για την υπεράκτια αιολική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές του Νοεμβρίου 2020 (COM/2020/741), η οποία εκδόθηκε πριν από τη δέσμη προσαρμογής στον στόχο του 55 %, έχει ως στόχο να καταστήσει την ΕΕ κλιματικά ουδέτερη έως το 2050 και προτείνει την αύξηση της υπεράκτιας αιολικής ισχύος της ΕΕ σε τουλάχιστον 60 GW έως το 2030 και 300 GW έως το 2050.
Η αναθεωρηθείσα τον Μάρτιο του 2022 στρατηγική για το υδρογόνο(COM/2020/301) του Ιουλίου 2020, αποσκοπεί στην εγκατάσταση ηλεκτρολυτικών ανανεώσιμου υδρογόνου τουλάχιστον 6 GW έως το 2024 και 40 GW έως το 2030. Θέτει στόχους παραγωγής ανανεώσιμου υδρογόνου ύψους 10 εκατ. τόνων για την εγχώρια παραγωγή και 10 εκατ. τόνων για τις εισαγωγές έως το 2030 και ζήτησε αυξημένους επιμέρους στόχους για συγκεκριμένους τομείς και πρόσθετη χρηματοδότηση.
Το σχέδιο δράσης για το βιομεθάνιο του Μαΐου 2022 πρότεινε την αύξηση της παραγωγής βιομεθανίου σε 35 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα έως το 2030. Ο στόχος συμπεριλήφθηκε στη θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση σχετικά με τη δέσμη μέτρων για την απαλλαγή του φυσικού αερίου από τις ανθρακούχες εκπομπές, της 9ης Φεβρουαρίου 2023.
Υπάρχουν διάφορες στρατηγικές για την προώθηση της διείσδυσης κάθε ανανεώσιμης πηγής (βλ. δελτίο 2.4.9 σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας).
E. Ενίσχυση των εξωτερικών σχέσεων στον τομέα της ενέργειας
Το 2012 η ΕΕ θέσπισε μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών για να διευκολύνεται ο συντονισμός μεταξύ των χωρών της ΕΕ και τρίτων χωρών και η συμβατότητα με την ενωσιακή νομοθεσία (απόφαση (EΕ) 2017/684). Απαιτεί από τις χώρες της ΕΕ να υποβάλλουν όλες τις υφιστάμενες διεθνείς ενεργειακές συμφωνίες στην Επιτροπή προς αξιολόγηση και απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Μετά την απόφαση για σταδιακή κατάργηση των ρωσικών εισαγωγών ενέργειας, η ισχύουσα εξωτερική ενεργειακή πολιτική της ΕΕ βασίζεται στη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού της. Τον Μάρτιο του 2022, η ανακοίνωση REPowerEU (COM/2022/108) πρότεινε μαζικές και ταχείες μειώσεις της χρήσης ορυκτού αερίου στην ΕΕ κατά τουλάχιστον 155 bcm, ισοδύναμες με τον όγκο εισαγωγών από τη Ρωσία το 2021, εκ των οποίων τα δύο τρίτα πρέπει να επιτευχθούν εντός ενός έτους. Τον Μάιο του 2022, σύμφωνα με το σχέδιο REPowerEU (COM/2022/0230), η ΕΕ συνεργάστηκε με διεθνείς εταίρους για τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού, την εξασφάλιση των εισαγωγών ΥΦΑ και την αύξηση προμηθειών φυσικού αερίου μέσω αγωγών. Δημιούργησε μια ενεργειακή πλατφόρμα της ΕΕ, ένα μηχανισμό προαιρετικού συντονισμού που στηρίζει τις κοινές αγορές φυσικού αερίου και υδρογόνου για την ΕΕ και δημοσίευσε μία εξωτερική ενεργειακή στρατηγική της ΕΕ (JOIN/2022/23) η οποία στηρίζει την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τα Δυτικά Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης, καθώς και τους πλέον ευάλωτους εταίρους της ΕΕ.
F. Βελτίωση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού
Η ισχύουσα πολιτική της ΕΕ για την ενεργειακή ασφάλεια περιλαμβάνει μέτρα συντονισμού για τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού και κανόνες για την πρόληψη και την αντιμετώπιση ατυχημάτων σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις και πιθανών διαταραχών στον ενεργειακό εφοδιασμό και αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των αδειών εξερεύνησης και παραγωγής. Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού κατέστη η κύρια ενεργειακή προτεραιότητα.
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/941 για την ετοιμότητα αντιμετώπισης κινδύνων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας απαιτεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ να συνεργάζονται μεταξύ τους ώστε, σε περίπτωση κρίσης ηλεκτρικής ενέργειας, να διοχετεύεται ηλεκτρική ενέργεια όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Ο κανονισμός διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή τα κατάλληλα εργαλεία για την πρόληψη, την ετοιμότητα αντιμετώπισης και τη διαχείριση πιθανών κρίσεων ηλεκτρικής ενέργειας σε πνεύμα αλληλεγγύης και διαφάνειας.
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1999 για τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης θέτει ως στόχο διασύνδεσης ηλεκτρικής ενέργειας τουλάχιστον 15 % έως το 2030, ο οποίος ορίζεται ως η δυναμικότητα εισαγωγής σε σχέση με την εγκατεστημένη δυναμικότητα παραγωγής των χωρών της ΕΕ.
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/1938 σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο περιλαμβάνει διασφαλίσεις για την ασφάλεια του φυσικού αερίου και ενισχύει την πρόληψη, την αλληλεγγύη και τους μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων. Προβλέπει την ενισχυμένη περιφερειακή συνεργασία, περιφερειακά προληπτικά σχέδια δράσης και σχέδια έκτακτης ανάγκης, καθώς και μηχανισμό αλληλεγγύης για τη διαφύλαξη της ασφάλειας του εφοδιασμού με φυσικό αέριο.
Τον Ιούνιο του 2022, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθεώρησαν, εντός τριών μηνών, τον κανονισμό για την αποθήκευση φυσικού αερίου, θεσπίζοντας ελάχιστες υποχρεώσεις για το επίπεδο πλήρωσης της αποθήκευσης αερίου έως την 1η Νοεμβρίου (80 % για το 2022 και 90 % για τα επόμενα έτη), ενδιάμεσους στόχους και μια νέα διαδικασία πιστοποίησης για τη μείωση των κινδύνων εξωτερικών παρεμβολών.
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2022/2576 ενισχύει την ενεργειακή αλληλεγγύη μέσω καλύτερου συντονισμού των αγορών αερίου, διασυνοριακών ανταλλαγών αερίου και αξιόπιστων δεικτών αναφοράς για τις τιμές. Παρέχει ένα νομικό πλαίσιο για την ενεργειακή πλατφόρμα της ΕΕ για τη στήριξη των χωρών της ΕΕ κατά την προετοιμασία τους για τον χειμώνα 2023/24 και, ιδίως, για την πλήρωση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου.
Η οδηγία 2009/119/ΕΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη τη διατήρηση έκτακτων ελάχιστων αποθεμάτων πετρελαίου που να αντιστοιχούν είτε σε 90 ημέρες μέσων ημερήσιων καθαρών εισαγωγών είτε σε 61 ημέρες μέσης ημερήσιας εγχώριας κατανάλωσης, αναλόγως του ποια ποσότητα είναι μεγαλύτερη.
Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/73/ΕΚ για το φυσικό αέριο επεκτείνεται σε μελλοντικούς αγωγούς φυσικού αερίου από και προς τρίτες χώρες, με παρεκκλίσεις για τους υφιστάμενους αγωγούς. Ειδικές διατάξεις υπάρχουν στην οδηγία 2013/30/ΕΕ για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης είναι το κύριο μέσο συνοχής που στηρίζει τις περιφέρειες υψηλής έντασης άνθρακα και ανθρακούχων εκπομπών στη μετάβασή τους σε πηγές ενέργειας χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών.
Η πολιτική της ΕΕ για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές καλύπτεται από τους κανονισμούς ΔΕΔ-Ε. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2022/869 ΔΕΔ-Ε, ο οποίος εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2022, προσδιορίζει έντεκα διαδρόμους προτεραιότητας σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές για τις υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας, υπεράκτιων δικτύων και υδρογόνου. Προσδιορίζει τα έργα κοινού ενδιαφέροντος της ΕΕ Έργα κοινού ενδιαφέροντος (ΕΚΕ) εντός των χωρών της ΕΕ και τα έργα κοινού ενδιαφέροντος μεταξύ της ΕΕ και των τρίτων χωρών, τερματίζει τη στήριξη νέων έργων φυσικού αερίου και πετρελαίου και εισάγει υποχρεωτικά κριτήρια βιωσιμότητας για όλα τα έργα. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2022/869 ΔΕΔ-Ε χρηματοδοτείται από τον μηχανισμό «Συνδέοντας την Ευρώπη» 2021-2027, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1153.
G. Έργα έρευνας, ανάπτυξης και επίδειξης
Το πρόγραμμα «Ορίζων Ευρώπη» είναι το πρόγραμμα-πλαίσιο που εκτείνεται από το 2021 έως το 2027 και το βασικό μέσο της ΕΕ για την προώθηση της ενεργειακής έρευνας, με προϋπολογισμό ύψους 95.5 δισ. EUR (σε τιμές 2018), συμπεριλαμβανομένων 5.4 δισ. EUR από το πρόγραμμα «Next Generation EU».
Το ευρωπαϊκό στρατηγικό σχέδιο ενεργειακών τεχνολογιών(σχέδιο ΣΕΤ), επιτάχυνε τη διάθεση και διείσδυση στην αγορά ενός κλιματικά ουδέτερου ενεργειακού συστήματος, με την υιοθέτηση τεχνολογιών χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Προσδιόρισε 10 τεχνολογίες και δράσεις για την έρευνα και την καινοτομία που καλύπτουν ολόκληρη την αλυσίδα καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης και του κανονιστικού πλαισίου.
Λόγω του σημαντικού ρόλου της ηλεκτρικής ενέργειας στην απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, έχει αναγνωριστεί ότι οι συσσωρευτές, ως συσκευές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελούν βασικές τεχνολογίες για να καταστεί δυνατή μια οικονομία χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Το στρατηγικό σχέδιο δράσης για τους συσσωρευτές (COM/2018/293) αποσκοπεί στη δημιουργία μιας παγκοσμίως ολοκληρωμένης, βιώσιμης και ανταγωνιστικής βιομηχανικής βάσης για τους συσσωρευτές. Στις 10 Δεκεμβρίου 2020, η Επιτροπή πρότεινε έναν νέο κανονισμό σχετικά με τις μπαταρίες (COM/2020/798) προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εισερχόμενες στην ενωσιακή αγορά μπαταρίες είναι βιώσιμες και ασφαλείς καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους. Οι διοργανικές διαπραγματεύσεις σχετικά με τον κανονισμό για τις μπαταρίες βρίσκονται επί του παρόντος σε εξέλιξη.
Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Το Κοινοβούλιο υπήρξε ανέκαθεν υπέρμαχος μιας κοινής ενεργειακής πολιτικής ικανής να δώσει απαντήσεις σε ζητήματα απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, ανταγωνιστικότητας, ασφάλειας και βιωσιμότητας. Επανειλημμένα το Κοινοβούλιο έχει ζητήσει από τα κράτη μέλη να επιδείξουν συνοχή, αποφασιστικότητα, συνεργασία και αλληλεγγύη μεταξύ τους για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις σημερινές και τις μελλοντικές προκλήσεις στην εσωτερική αγορά της ΕΕ, όπως επίσης έχει ζητήσει πολιτική δέσμευση εκ μέρους όλων των κρατών μελών της ΕΕ, καθώς και έντονο πνεύμα πρωτοβουλίας από την Επιτροπή όσον αφορά την πρόοδο στην πορεία προς την επίτευξη των στόχων του 2030 και του 2050.
Το Κοινοβούλιο ανέκαθεν κατέβαλλε προσπάθειες για μεγαλύτερη ολοκλήρωση της αγοράς ενέργειας και για την έγκριση φιλόδοξων και νομικά δεσμευτικών στόχων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ενεργειακή απόδοση και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Από την άποψη αυτή, το Κοινοβούλιο τάσσεται υπέρ της υιοθέτησης ισχυρότερων δεσμεύσεων όσον αφορά τους στόχους της ΕΕ, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η νέα ενεργειακή πολιτική πρέπει να υποστηρίζει τον στόχο για μείωση των αερίων θερμοκηπίου στην ΕΕ και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Τα τελευταία ψηφίσματα του Κοινοβουλίου σχετικά με την ενέργεια έχουν αυξήσει τη σημασία όλων των κλιματικών και περιβαλλοντικών στόχων που διέπουν την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ: στις 28 Νοεμβρίου 2019 κήρυξε την Ευρώπη σε κατάσταση κλιματικής και περιβαλλοντικής έκτακτης ανάγκης· στις 15 Ιανουαρίου 2020 επιβεβαίωσε την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία ως τον κλιματικό γνώμονα για τους στόχους της Ενεργειακής Ένωσης· στις 8 Οκτωβρίου 2020, στη θέση του σε πρώτη ανάγνωση, ζήτησε να τεθεί ένας στόχος της ΕΕ για τη μείωση όλων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ κατά 60 % έως το 2030 και τη σταδιακή κατάργηση όλων των επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων το αργότερο έως το 2025. Ως αντίδραση στην πανδημία COVID-19, επαναβεβαίωσε τις πράσινες και ψηφιακές στρατηγικές ως ακρογωνιαίους λίθους της Ενεργειακής Ένωσης της ΕΕ.
Το Κοινοβούλιο έχει εγκρίνει τις ακόλουθες βασικές θέσεις μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την επακόλουθη ενεργειακή κρίση: Την 1η Μαρτίου 2022, το Κοινοβούλιο καταδίκασε την παράνομη, απρόκλητη και αδικαιολόγητη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία· στις 7 Απριλίου 2022, το Κοινοβούλιο ζήτησε να επιβληθεί άμεσο πλήρες εμπάργκο στις ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου, άνθρακα, πυρηνικών καυσίμων και φυσικού αερίου· στις 14 Σεπτεμβρίου 2022, το Κοινοβούλιο υποστήριξε πιο φιλόδοξους στόχους ενεργειακής απόδοσης και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από εκείνους της αρχικής πρότασης του Συμβουλίου, που ισοδυναμούν με μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας κατά 40 %, μείωση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας κατά 42,5 % και ποσοστό 45% ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργεια έως το 2030· στις 5 Οκτωβρίου 2022, το Κοινοβούλιο κάλεσε τα κράτη μέλη να αποφύγουν τη διακοπή του ενεργειακού εφοδιασμού και των εξώσεων για τα ευάλωτα νοικοκυριά και εξέφρασε τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε υποβάλει πολλές από τις προτάσεις της με τη μορφή κανονισμού του Συμβουλίου αντί της διαδικασίας συναπόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Το Κοινοβούλιο έχει επίσης εγκρίνει διάφορα άλλα ψηφίσματα σχετικά με συγκεκριμένες πτυχές της σύγκρουσης, με τα οποία: επικροτεί την επίσημη σύσταση της Επιτροπής να χορηγηθεί στην Ουκρανία και στη Μολδαβία καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ χώρας, καθώς και ευρωπαϊκή προοπτική για τη Γεωργία· ενισχύει την ενωσιακή προστασία για παιδιά και νέους που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Ουκρανία λόγω του πολέμου· και επισημαίνει τον αντίκτυπο του πολέμου στις γυναίκες.
Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει επίσης τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας και των οδών εφοδιασμού. Έχει τονίσει πόσο σημαντικές είναι οι διασυνδέσεις αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη κατά μήκος ενός άξονα Βορρά-Νότου για την κατασκευή περισσότερων διασυνδέσεων, τη διαφοροποίηση των εγκαταστάσεων ΥΦΑ και την ανάπτυξη αγωγών, ώστε να ανοίξει, με τον τρόπο αυτόν, η εσωτερική αγορά.
Επισημαίνοντας τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η έρευνα στη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού, το Κοινοβούλιο ανέδειξε την ανάγκη για την καταβολή από κοινού προσπαθειών στον τομέα των νέων ενεργειακών τεχνολογιών, τόσο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όσο και για τις βιώσιμες τεχνολογίες ορυκτών καυσίμων, καθώς και επιπρόσθετης δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιτυχής υλοποίηση του σχεδίου.
Για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος, επισκεφθείτε τον ιστότοπο της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας.
Matteo Ciucci