Κατασκοπευτικά λογισμικά: ανησυχία για τη δημοκρατία και κάλεσμα για μεταρρυθμίσεις 

Δελτία Τύπου 
 
 

Κοινοποίηση αυτής της σελίδας: 

  • Λογισμικά κατασκοπείας έχουν χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση, τον εκφοβισμό και την απαξίωση πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων και της κοινωνίας των πολιτών 
  • Η χρήση των προγραμμάτων αυτών θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο υπό αυστηρούς όρους 
  • Χρειάζεται ενιαίος ευρωπαϊκός ορισμός της «εθνικής ασφάλειας» 
  • Ένα εργαστήριο τεχνολογίας της ΕΕ θα ενίσχυε την τεχνολογική έρευνα και την εγκληματολογική ανάλυση 

Η αρμόδια εξεταστική επιτροπή του ΕΚ ενέκρινε την έκθεση και τις συστάσεις της, καταδικάζοντας τις καταχρήσεις κατασκοπευτικού λογισμικού σε διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ και προτείνοντας μέτρα.

Τη Δευτέρα, η εξεταστική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διερεύνηση της χρήσης του λογισμικού Pegasus και αντίστοιχου κατασκοπευτικού λογισμικού παρακολούθησης (PEGA) ενέκρινε την τελική έκθεση και τις συστάσεις της, έχοντας ολοκληρώσει την έρευνά της που διήρκησε ένα χρόνο. Οι ευρωβουλευτές καταδικάζουν τις καταχρήσεις κατασκοπευτικού λογισμικού που αποσκοπούν στον εκφοβισμό της αντιπολίτευσης, στη φίμωση των επικριτικών μέσων ενημέρωσης και στη χειραγώγηση των εκλογών. Σημειώνουν ότι οι δομές διακυβέρνησης της ΕΕ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τέτοιες επιθέσεις και δηλώνουν ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις.

Συστημικά ζητήματα στην Πολωνία και την Ουγγαρία

Οι ευρωβουλευτές καταδικάζουν τις σοβαρές παραβιάσεις του δικαίου της ΕΕ στην Πολωνία και την Ουγγαρία, όπου οι αντίστοιχες κυβερνήσεις έχουν διαλύσει ανεξάρτητους μηχανισμούς εποπτείας. Για την Ουγγαρία, οι ευρωβουλευτές υποστηρίζουν ότι η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού ήταν τμήμα μιας υπολογισμένης και στρατηγικής προσπάθειας για την καταστροφή της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και της ελευθερίας της έκφρασης από την κυβέρνηση. Στην Πολωνία, η χρήση του Pegasus ήταν μέρος ενός συστήματος για την επιτήρηση της αντιπολίτευσης και των επικριτών της κυβέρνησης, σχεδιασμένο να κρατήσει την κυβερνώσα πλειοψηφία και την κυβέρνηση στην εξουσία.

Για να διορθωθεί η κατάσταση, οι ευρωβουλευτές καλούν την Ουγγαρία και την Πολωνία να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να αποκαταστήσουν την ανεξαρτησία και την εποπτεία της δικαιοσύνης. Θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ειδική άδεια από ανεξάρτητη δικαστική αρχή πριν από την χρήση λογισμικού κατασκοπείας, αλλά και να υπάρχει δικαστικός έλεγχος στη συνέχεια, να κινούνται αξιόπιστες έρευνες για υποθέσεις κατάχρησης και να διασφαλίζεται ότι οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλα ένδικα μέσα.

Ανησυχίες σχετικά με τη χρήση spyware στην Ελλάδα και την Ισπανία

Για την Ελλάδα, οι ευρωβουλευτές λένε ότι η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού δεν φαίνεται να αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης αυταρχικής στρατηγικής, αλλά μάλλον ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται επί τούτου για πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Παρόλο που η Ελλάδα έχει ένα αρκετά ισχυρό νομικό πλαίσιο κατ’ αρχήν, νομοθετικές τροποποιήσεις έχουν αποδυναμώσει τις δικλείδες ασφαλείας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα λογισμικό κατασκοπείας να έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον δημοσιογράφων, πολιτικών και επιχειρηματιών και να έχει εξαχθεί σε χώρες με αρνητικό ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οι ευρωβουλευτές καλούν την κυβέρνηση να αποκαταστήσει και να ενισχύσει επειγόντως τις θεσμικές και νομικές δικλείδες, να καταργήσει τις άδειες εξαγωγής που δεν συνάδουν με τη νομοθεσία της νομοθεσία της ΕΕ για τον έλεγχο των εξαγωγών και να σεβαστεί την ανεξαρτησία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Σημειώνουν επίσης ότι η Κύπρος έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ως εξαγωγικός κόμβος για λογισμικό κατασκοπείας και θα πρέπει να καταργήσει όλες τις άδειες εξαγωγής που έχει εκδώσει και οι οποίες δεν συνάδουν με τη νομοθεσία της ΕΕ.

Όσον αφορά την Ισπανία, οι ευρωβουλευτές διαπίστωσαν ότι η χώρα έχει ένα ανεξάρτητο σύστημα δικαιοσύνης με επαρκείς δικλείδες ασφαλείας, αλλά ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού παραμένουν. Σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση εργάζεται ήδη για την αντιμετώπιση των ελλείψεων, οι ευρωβουλευτές καλούν τις αρχές να διασφαλίσουν πλήρεις, δίκαιες και αποτελεσματικές έρευνες, ειδικά για τις 47 περιπτώσεις όπου δεν είναι σαφές ποιος επέτρεψε την ανάπτυξη κατασκοπευτικού λογισμικού, και να διασφαλίσουν ότι όσοι έχουν υπάρξει στόχοι της χρήσης του λογισμικού έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά ένδικα μέσα.

Αυστηρότεροι κανόνες για την πρόληψη των καταχρήσεων

Για να σταματήσουν αμέσως οι παράνομες πρακτικές κατασκοπικού λογισμικού, οι ευρωβουλευτές επιθυμούν να επιτρέψουν τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού μόνο σε κράτη μέλη όπου έχουν διερευνηθεί διεξοδικά οι καταγγελίες για κατάχρηση κατασκοπικού λογισμικού, όπου η εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βενετίας και της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου η Europol συμμετέχει σε έρευνες και όπου οι άδειες εξαγωγής που δεν συνάδουν με τους κανόνες ελέγχου των εξαγωγών έχουν καταργηθεί. Έως τον Δεκέμβριο του 2023, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει κατά πόσον οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται σε δημόσια έκθεση.

Οι ευρωβουλευτές ζητούν κανόνες της ΕΕ σχετικά με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού από τις αρχές επιβολής του νόμου, οι οποίοι θα πρέπει να εγκρίνονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για προκαθορισμένο σκοπό και περιορισμένο χρονικό διάστημα. Υποστηρίζουν ότι τα δεδομένα που εμπίπτουν στη σχέση δικηγόρου-πελάτη ή ανήκουν σε πολιτικούς, γιατρούς ή μέσα ενημέρωσης θα πρέπει να προστατεύονται, εκτός εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία εγκληματικής δραστηριότητας. Οι ευρωβουλευτές προτείνουν επίσης υποχρεωτικές κοινοποιήσεις για στοχευμένα άτομα και για μη στοχευμένα άτομα των οποίων τα δεδομένα ήταν προσβάσιμα στο πλαίσιο της παρακολούθησης κάποιου άλλου, ανεξάρτητη εποπτεία κατά τη χρήση τέτοιου είδους λογισμικού, ουσιαστικά ένδικα μέσα για τους στόχους και πρότυπα για το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέγονται με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού.

Οι ευρωβουλευτές ζητούν επίσης έναν κοινό νομικό ορισμό της εθνικής ασφάλειας ως λόγου επιτήρησης, ο οποίος θα απέτρεπε προσπάθειες να δικαιολογηθούν πρόδηλες καταχρήσεις.

Εργαστήριο Τεχνολογίας της ΕΕ

Για να βοηθήσουν στην αποκάλυψη περιστατικών παράνομης παρακολούθησης, οι ευρωβουλευτές προτείνουν τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού τεχνολογικού εργαστηρίου, δηλαδή ενός ανεξάρτητου ερευνητικού ινστιτούτου με αρμοδιότητες για τη διερεύνηση της επιτήρησης, την παροχή νομικής και τεχνολογικής υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου συσκευών, αλλά και για τη διενέργεια εγκληματολογικής έρευνας. Θέλουν επίσης νέα νομοθεσία για τη ρύθμιση της ανακάλυψης, του διαμοιρασμού, της επίλυσης και της εκμετάλλευσης των τρωτών σημείων.

Εξωτερική πολιτική

Όσον αφορά τις τρίτες χώρες και τα μέσα εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, οι ευρωβουλευτές θα ήθελαν να διερευνήσουν σε βάθος τις άδειες εξαγωγής κατασκοπευτικού λογισμικού, την αυστηρότερη επιβολή των κανόνων της ΕΕ για τον έλεγχο των εξαγωγών, μια κοινή στρατηγική κατασκοπικού λογισμικού ΕΕ-ΗΠΑ, συνομιλίες με το Ισραήλ και άλλες τρίτες χώρες για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την εμπορία και τις εξαγωγές κατασκοπευτικού λογισμικού και να διασφαλιστεί ότι η αναπτυξιακή βοήθεια της ΕΕ δεν στηρίζει την απόκτηση και τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού.

Δηλώσεις

Μετά την ψηφοφορία, ο πρόεδρος της επιτροπής Jeroen Lenaers (ΕΛΚ, Ολλανδία) δήλωσε: «Η έρευνά μας κατέστησε σαφές ότι λογισμικό κατασκοπείας έχει χρησιμοποιηθεί για να παραβιάσει τα θεμελιώδη δικαιώματα και να θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατία σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ, με την Πολωνία και την Ουγγαρία να αποτελούν τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις. Η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού πρέπει πάντα να είναι αναλογική και εγκεκριμένη από ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης. Απαιτείται αυστηρότερος έλεγχος σε επίπεδο ΕΕ για να διασφαλιστεί ότι η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού θα αποτελεί εξαίρεση, προκειμένου να διερευνηθούν σοβαρά εγκλήματα, και όχι κανόνας. Αναγνωρίζουμε ότι μπορεί η χρήση λογισμικού (όταν χρησιμοποιείται με ελεγχόμενο τρόπο) να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για την καταπολέμηση εγκλημάτων όπως η τρομοκρατία. Η επιτροπή μας έχει διατυπώσει ένα ευρύ φάσμα προτάσεων για τη ρύθμιση της χρήσης κατασκοπευτικών λογισμικών, με παράλληλο σεβασμό των αρμοδιοτήτων εθνικής ασφάλειας. Τώρα η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν το καθήκον τους και να μετατρέψουν τις συστάσεις μας σε συγκεκριμένη νομοθεσία για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών.»

Η εισηγήτρια Sophie In ‘t Veld (Renew, Ολλανδία) σχολίασε: «Σήμερα, η εξεταστική επιτροπή μας ολοκληρώνει το έργο της. Αυτό δε σημαίνει ότι το έργο του Κοινοβουλίου τελείωσε. Σε κανένα θύμα κατάχρησης spyware δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη. Καμία κυβέρνηση δεν έχει όντως λογοδοτήσει. Τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δε θα πρέπει να εφησυχάσουν, γιατί σκοπεύω να επιμείνω στην υπόθεση αυτή μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η ανεμπόδιστη χρήση λογισμικών κατασκοπείας που διατίθενται στην αγορά χωρίς κατάλληλη δικαστική εποπτεία ελλοχεύει κινδύνους για την ευρωπαϊκή δημοκρατία, όσο δεν υφίσταται λογοδοσία. Τα ψηφιακά εργαλεία μας έχουν ενδυναμώσει με πολλούς τρόπους, αλλά έχουν ενισχύσει πολύ παραπάνω τις κυβερνήσεις. Πρέπει να κλείσουμε αυτή την ψαλίδα.»

Την Τρίτη 9 Μαΐου από τις 14:30 (ώρα Κεντρικής Ευρώπης), ο κ. Lenaers και η κα. In ‘t Veld θα παραχωρήσουν συνέντευξη Τύπου στην αίθουσα Daphne Caruana Galizia στο Στρασβούργο. Η εκδήλωση θα μεταδοθεί ζωντανά. Οι δημοσιογράφοι θα μπορούν να συνδεθούν για να υποβάλουν ερωτήσεις εξ αποστάσεως μέσω του συστήματος Interactio.

Διαδικασία και επόμενα βήματα

Οι ευρωβουλευτές ενέκριναν τη έκθεση στην οποία περιγράφονται λεπτομερώς τα πορίσματα της έρευνας με 30 ψήφους υπέρ, 3 ψήφους κατά και 4 αποχές, καθώς και το κείμενο στο οποίο περιγράφονται οι συστάσεις για το μέλλον με 30 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 2 αποχές. Το τελικό κείμενο αναμένεται να υποβληθεί σε ψηφοφορία στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια της συνόδου που θα αρχίσει στις 12 Ιουνίου.