Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2010/0251(COD)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A7-0055/2011

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A7-0055/2011

Συζήτηση :

PV 04/07/2011 - 21
CRE 04/07/2011 - 21

Ψηφοφορία :

PV 05/07/2011 - 7.17
CRE 05/07/2011 - 7.17
Αιτιολογήσεις ψήφου
Αιτιολογήσεις ψήφου
PV 15/11/2011 - 7.10
CRE 15/11/2011 - 7.10
Αιτιολογήσεις ψήφου
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P7_TA(2011)0312
P7_TA(2011)0486

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 563kWORD 289k
Τρίτη 5 Ιουλίου 2011 - Στρασβούργο
Ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου ***I
P7_TA(2011)0312A7-0055/2011
Κείμενο
 Ενοποιημένο κείμενο

Τροπολογίες που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 5ης Ιουλίου 2011 στην πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (COM(2010)0482 – C7-0264/2010 – 2010/0251(COD))(1)
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ(2)
στην πρόταση της Επιτροπής

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

[Τροπολογία 1]

(1) Το θέμα παραπέμφθηκε εκ νέου στην επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 57 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0055/2011).
(2)* Τροπολογίες: το νέο ή τροποποιημένο κείμενο σημειώνεται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες· η διαγραφή κειμένου σημειώνεται με το σύμβολο ▌.


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας(2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Κατά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008, οι αρμόδιες αρχές σε αρκετά κράτη μέλη και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής έλαβαν έκτακτα μέτρα για τον περιορισμό ή την απαγόρευση των ανοικτών πωλήσεων για ορισμένα ή όλα τα χρεόγραφα. Ενήργησαν λόγω της ανησυχίας ότι σε μια περίοδο σημαντικής χρηματοπιστωτικής αστάθειας, οι ανοικτές πωλήσεις θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την καθοδική πορεία των τιμών των μετοχών, ιδίως στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με τρόπο ο οποίος θα μπορούσε τελικά να απειλήσει τη βιωσιμότητά τους και να δημιουργήσει συστημικούς κινδύνους. Τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη μέλη ήταν διαφορετικά, καθώς στην Ένωση υπάρχει έλλειψη συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου για την αντιμετώπιση ζητημάτων που σχετίζονται με τις ανοικτές πωλήσεις.

(2)  Για τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και τη βελτίωση των συνθηκών αυτής της λειτουργίας, κυρίως των χρηματοπιστωτικών αγορών, και για την εξασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών, είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί ένα κοινό πλαίσιο όσον αφορά τις απαιτήσεις και τις εξουσίες που σχετίζονται με τις ανοικτές πωλήσεις και τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου και να εξασφαλιστεί καλύτερος συντονισμός και συνοχή μεταξύ των κρατών μελών εκεί όπου πρέπει να ληφθούν μέτρα σε μια εξαιρετική κατάσταση. Είναι απαραίτητη η εναρμόνιση του πλαισίου για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου, για να αποτραπεί η δημιουργία εμποδίων στην εσωτερική αγορά, καθώς είναι πιθανό τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να λαμβάνουν διαφορετικά μέτρα.

(3)  Είναι σκόπιμο και αναγκαίο οι διατάξεις να λάβουν τη μορφή κανονισμού, καθώς μερικές διατάξεις επιβάλλουν άμεσες υποχρεώσεις στους ιδιωτικούς φορείς να κοινοποιούν και να δημοσιοποιούν τις καθαρές αρνητικές τους θέσεις που σχετίζονται με ορισμένα μέσα και όσον αφορά τις ανοικτές πωλήσεις. Ένας κανονισμός είναι επίσης απαραίτητος για την εκχώρηση εξουσιών στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή κινητών αξιών και αγορών) (ΕΑΚΑΑ) η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010(3) για τον συντονισμό των μέτρων που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ή για τη λήψη μέτρων από την ίδια.

(4)  Για να τεθεί ένα τέλος στην παρούσα κατακερματισμένη κατάσταση στην οποία τα κράτη μέλη λαμβάνουν διαφορετικά μέτρα και για να περιοριστεί η πιθανότητα λήψης διαφορετικών μέτρων από τις αρμόδιες αρχές, είναι σημαντικό να αντιμετωπιστούν οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι που προκύπτουν από τις ανοικτές πωλήσεις και τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου, με εναρμονισμένο τρόπο. Οι απαιτήσεις που πρόκειται να επιβληθούν πρέπει να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους που έχουν προσδιοριστεί λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών και τον ενδεχόμενο οικονομικό αντίκτυπο των απαιτήσεων και χωρίς να εξαλείφονται αδικαιολόγητα τα οφέλη που παρέχουν οι ανοικτές πωλήσεις στην ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των αγορών αυξάνοντας τη ρευστότητα της αγοράς (καθώς ο πωλητής σε μια ανοικτή πώληση πωλεί κινητές αξίες και, στη συνέχεια, επαναγοράζει αυτές τις κινητές αξίες προκειμένου να καλύψει την ανοικτή πώληση) και παρέχοντας στους επενδυτές της δυνατότητας να προβούν σε ενέργειες όταν πιστεύουν ότι μια κινητή αξία είναι υπερτιμημένη, οδηγεί ως εκ τούτου σε πιο αποτελεσματική τιμολόγηση των κινητών αξιών.

(4α)  Οι αγορές βασικών προϊόντων και, ειδικότερα, αγροτικών προϊόντων δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι ορισμένοι κίνδυνοι που εντοπίζονται από τον παρόντα κανονισμό ενδέχεται να εμφανιστούν και στις αγορές αυτές, και επιπρόσθετα προς την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις αγορές βασικών εμπορευμάτων και τις πρώτες ύλες, η Επιτροπή θα έπρεπε, έως την 1η Ιανουαρίου 2012, να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τους κινδύνους που υφίστανται στις αγορές αυτές, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών τους, και να υποβάλει ενδεχομένως κατάλληλες προτάσεις. Τα βασικά προϊόντα που συνδέονται με τον ενεργειακό τομέα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της πρότασης κανονισμού της Επιτροπής για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στην ενεργειακή αγορά (COM(2010)0726).

(5)  Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ευρύ ώστε να προβλέπει ένα πλαίσιο πρόληψης το οποίο πρόκειται να χρησιμοποιείται σε εξαιρετικές συνθήκες. Το πλαίσιο πρέπει να καλύπτει όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα και να προβλέπει αναλογική αντίδραση στους κινδύνους που ενδέχεται να ενέχουν οι ανοικτές πωλήσεις διαφορετικών μέσων. Επομένως, μόνο στην περίπτωση εξαιρετικών καταστάσεων θα πρέπει να δικαιούνται να λαμβάνουν μέτρα οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ, όσον αφορά όλους τους τύπους δημοσιονομικών μέσων, υπερβαίνοντας τα μόνιμα μέτρα τα οποία εφαρμόζονται μόνο για συγκεκριμένους τύπους μέσων όπου υπάρχει σαφής προσδιορισμός κινδύνων οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπίσουν με παρόμοια μέτρα.

(6)  Η ενισχυμένη διαφάνεια σχετικά με σημαντικές καθαρές αρνητικές θέσεις σε συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι πιθανό να είναι επωφελής τόσο για τη ρυθμιστική αρχή όσο και για τους παράγοντες της αγοράς. Για μετοχές που έχουν εισαχθεί τις διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης στην Ένωση, κρίνεται σκόπιμο να εφαρμοστεί ένα μοντέλο δύο επιπέδων που προβλέπει μεγαλύτερη διαφάνεια για σημαντικές αρνητικές καθαρές θέσεις σε μετοχές. Πάνω από ένα ορισμένο όριο, η κοινοποίηση μιας θέσης πρέπει να γίνεται ιδιωτικά στις οικείες ρυθμιστικές αρχές για να τις βοηθήσει να παρακολουθούν και, όπου κρίνεται απαραίτητο, να διερευνούν ανοικτές πωλήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν συστημικούς κινδύνους ή να είναι καταχρηστικές· σε δεύτερο επίπεδο, οι θέσεις πρέπει επίσης να κοινοποιούνται στην αγορά σε ανώνυμη μορφή προκειμένου να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες σε άλλους παράγοντες της αγοράς σχετικά με σημαντικές ατομικές ανοικτές πωλήσεις σε μετοχές.

(7)  Η γνωστοποίηση στις ρυθμιστικές αρχές σημαντικών καθαρών αρνητικών θέσεων σχετικά με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους θα παρέχει σημαντικές πληροφορίες που θα βοηθήσουν τις ρυθμιστικές αρχές στην παρακολούθηση του κατά πόσο οι εν λόγω θέσεις δημιουργούν πράγματι συστημικούς κινδύνους ή χρησιμοποιούνται για καταχρηστικούς σκοπούς. Πρέπει επομένως να προβλέπεται κοινοποίηση προς τις ρυθμιστικές αρχές για τις καθαρές αρνητικές θέσεις που σχετίζονται με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους στην Ένωση. Η εν λόγω απαίτηση πρέπει να περιλαμβάνει μόνο ιδιωτικές γνωστοποιήσεις προς τις ρυθμιστικές αρχές, καθώς η δημοσίευση πληροφοριών στην αγορά για τα μέσα αυτά θα μπορούσε να έχει επιζήμιες επιπτώσεις στις αγορές κρατικών χρεωστικών τίτλων στις οποίες η ρευστότητα έχει ήδη μειωθεί. ▌

(8)  Οι απαιτήσεις κοινοποίησης για κρατικούς χρεωστικούς τίτλους πρέπει να ισχύουν για της χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από την Ένωση και τα κράτη μέλη συμπεριλαμβανομένων υπουργείων, υπηρεσιών, κεντρικών τραπεζών, οργανισμών ή φορέων που εκδίδουν χρεωστικούς τίτλους εκ μέρους της κράτους μέλους, εξαιρουμένων ωστόσο περιφερειακών φορέων ή οιονεί δημόσιων φορέων που εκδίδουν χρεωστικούς τίτλους.

(9)  Για να διασφαλιστεί μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική απαίτηση διαφάνειας, είναι σημαντικό να συμπεριληφθούν όχι μόνο οι αρνητικές θέσεις που δημιουργούνται από τη διαπραγμάτευση μετοχών ή κρατικών χρεωστικών τίτλων σε τόπους διαπραγμάτευσης, αλλά και οι αρνητικές θέσεις που δημιουργούνται από τη διαπραγμάτευση εκτός των τόπων διαπραγμάτευσης και οι οικονομικές καθαρές ανοικτές θέσεις που δημιουργούνται από τη χρήση παραγώγων, όπως είναι δικαιώματα προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις επί διαφορών και τοποθετήσεις βάσει προβλέψεων σε σχέση με μετοχές ή κρατικούς χρεωστικούς τίτλους.

(10)  Για να είναι χρήσιμο για τις ρυθμιστικές αρχές και την αγορά, το καθεστώς διαφάνειας πρέπει να παρέχει πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις ενός φυσικού ή νομικού προσώπου. Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες που παρέχονται στη ρυθμιστική αρχή ή στην αγορά πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τόσο τις αρνητικές θέσεις όσο και τις θετικές θέσεις προκειμένου να παρέχονται χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την καθαρή αρνητική θέση του φυσικού ή νομικού προσώπου σε μετοχές, κρατικούς χρεωστικούς τίτλους και συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου.

(11)  Ο υπολογισμός της αρνητικής θέσης ή της θετικής θέσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη κάθε μορφή οικονομικού κέρδους που έχει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας ή τον εκδοθέντα κρατικό χρεωστικό τίτλο του κράτους μέλους ή της Ένωσης. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα κέρδη που έχουν αποκτηθεί άμεσα ή έμμεσα μέσω της χρήσης παραγώγων, όπως συμβολαίων δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεων επί διαφορών και τοποθετήσεων βάσει προβλέψεων σχετικά με μετοχές ή κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, και δεικτών, παραγώγων επί δέσμης προϊόντων και επενδυτικών κεφαλαίων εισηγμένων στο χρηματιστήριο. Στην περίπτωση θέσεων που αφορούν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου σχετικά με εκδότες κρατικών χρεωστικών τίτλων.

(12)  Επιπρόσθετα του καθεστώτος διαφάνειας για την αναφορά των καθαρών αρνητικών θέσεων σε μετοχές, θα πρέπει να θεσπιστεί μια απαίτηση για τη σήμανση των εντολών πώλησης που εκτελούνται ▌ ως εντολές ανοικτής πώλησης όπως παρατηρούνται στο τέλος της ημέρας για να παρέχει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τον όγκο των ανοικτών πωλήσεων που πραγματοποιούνται ▌. Οι πληροφορίες σχετικά με τις εντολές ανοικτής πώλησης πρέπει να ταξινομούνται από την επιχείρηση και να διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον καθημερινά προκειμένου ▌ να βοηθήσουν τις αρμόδιες αρχές ▌ να παρακολουθήσουν τα επίπεδα των ανοικτών πωλήσεων.

(13)  Η αγορά συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου χωρίς θετικές θέσεις σε υποκείμενους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ή σε άλλη θέση σε περιουσιακά στοιχεία ή χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων, η αξία της οποίας ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά από μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας του σχετικού κράτους μπορεί να είναι, από οικονομικής άποψης, ισοδύναμη με την ανάληψη μιας αρνητικής θέσης στον υποκείμενο χρεωστικό τίτλο. Συνεπώς, ο υπολογισμός μιας καθαρής αρνητικής θέσης σε σχέση με έναν κρατικό χρεωστικό τίτλο πρέπει να περιλαμβάνει τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου σχετικά με μια υποχρέωση ενός εκδότη κρατικών χρεωστικών τίτλων. Η θέση συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη με σκοπό να καθοριστεί αν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατέχει σημαντική καθαρή αρνητική θέση σχετικά με τον κρατικό χρεωστικό τίτλο, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί σε μια αρμόδια αρχή ▌.

(14)  Για να καταστεί δυνατή η συνεχής παρακολούθηση των θέσεων, οι υποχρεώσεις διαφάνειας πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνουν την κοινοποίηση ή γνωστοποίηση σε περίπτωση που η μεταβολή μιας καθαρής αρνητικής θέσης οδηγεί σε αύξηση ή μείωση πάνω ή κάτω από συγκεκριμένα όρια.

(15)  Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα, οι υποχρεώσεις διαφάνειας πρέπει να ισχύουν ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης του φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες το φυσικό ή νομικό πρόσωπο βρίσκεται εκτός της Ένωσης, αλλά κατέχει σημαντική καθαρή αρνητική θέση σε μια εταιρεία με μετοχές που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε μια αγορά διαπραγμάτευσης της Ένωσης ή καθαρή αρνητική θέση σε κρατικό χρεωστικό τίτλο που έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος ή την Ένωση.

(16)  Οι ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις μετοχών και κρατικών χρεωστικών τίτλων μπορούν να αυξήσουν τον πιθανό κίνδυνο αποτυχίας διακανονισμού, ▌ μεταβλητότητας και κατάχρησης της αγοράς. Για να μειωθούν οι κίνδυνοι αυτοί, κρίνεται σκόπιμο να τεθούν αναλογικοί περιορισμοί στις ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι κανείς συστημικός κίνδυνος δεν δημιουργείται αν η συμφωνία δανεισμού πραγματοποιηθεί έως το τέλος της ημέρας συναλλαγών. Η μη κάλυψη μιας ανοικτής θέσης έως το τέλος της ημέρας συναλλαγών πρέπει να οδηγεί σε πρόστιμα αρκετά μεγάλα ώστε να μην επιτρέπουν στον πωλητή να προσποριστεί κέρδος.

(16α)  Παρόλο που η μέθοδος διακανονισμού αποτελεί σημαντικό τμήμα της καλής λειτουργίας των πιστωτικών αγορών, οι τεχνικές λεπτομέρειες των μεθόδων διακανονισμού δεν πρέπει να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και πρέπει να καθορισθούν στην κατάλληλη νομοθετική πρόταση της Επιτροπής για τη μετασυναλλακτική αγορά, λαμβάνοντας υπόψη την εργασία που έχει πραγματοποιήσει η Επιτροπή και η ομάδα εργασίας για την εναρμόνιση των κύκλων διακανονισμού στον εν λόγω τομέα. Η Επιτροπή πρέπει, ως εκ τούτου, να υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις μέχρι το τέλος του 2011, παράλληλα με πρόταση για τη δημιουργία εναρμονισμένου νομικού πλαισίου για κεντρικά αποθετήρια αξιών.

(16β)  Οι συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου για κρατικούς τίτλους θα πρέπει να βασίζονται στην αρχή του ασφαλίσιμου συμφέροντος, με παράλληλη αναγνώριση του γεγονότος ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλα συμφέροντα σε ένα κυρίαρχο κράτος πέρα από την ιδιοκτησία ομολόγων.

(17)  Τα μέτρα που σχετίζονται με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους και τις κρατικές συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου τα οποία συμπεριλάμβαναν αυξημένη διαφάνεια και περιορισμούς όσον αφορά τις ανοικτές πωλήσεις πρέπει να επιβάλουν ανάλογες απαιτήσεις και ταυτόχρονα να αποφύγουν τις δυσμενείς επιπτώσεις όσον αφορά τη ρευστότητα των αγορών των κρατικών ομολόγων και των αγορών συμφωνιών επαναγοράς κρατικών ομολόγων (repos).

(18)  Ολοένα και περισσότερες μετοχές εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε διαφορετικούς τόπους διαπραγμάτευσης τόσο εντός της Ένωσης όσο και εκτός της Ένωσης. Πολλές μεγάλες εταιρείες με έδρα εκτός της Ένωσης έχουν επίσης μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης. Για λόγους αποτελεσματικότητας, κρίνεται σκόπιμο να εξαιρεθούν κινητές αξίες από ορισμένες απαιτήσεις ειδοποίησης και κοινοποίησης, όταν ο βασικός τόπος διαπραγμάτευσης του μέσου αυτού είναι εκτός της Ένωσης.

(19)  Οι δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην παροχή ρευστότητας στις αγορές εντός της Ένωσης και οι ειδικοί διαπραγματευτές πρέπει να κατέχουν αρνητικές θέσεις για την επιτέλεση αυτού του ρόλου. Η επιβολή απαιτήσεων στις δραστηριότητες αυτές θα μπορούσε να περιορίσει σημαντικά τη δυνατότητα παροχής ρευστότητας και να έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των αγορών της Ένωσης. Επιπλέον, οι ειδικοί διαπραγματευτές δεν αναμένεται να κατέχουν σημαντικές αρνητικές θέσεις, παρά μόνο για πολύ σύντομες περιόδους. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να εξαιρεθούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν στις δραστηριότητες αυτές από απαιτήσεις που μπορεί να περιορίσουν τη δυνατότητά τους να ασκήσουν αυτόν τον ρόλο και, συνεπώς, επηρεάζουν δυσμενώς τις αγορές της Ένωσης. Για τον προσδιορισμό ισοδύναμων οντοτήτων τρίτων χωρών, απαιτείται μια διαδικασία για την αξιολόγηση της ισοδυναμίας των αγορών τρίτων χωρών. Η εξαίρεση πρέπει να ισχύει για διαφορετικούς τύπους δραστηριοτήτων ειδικής διαπραγμάτευσης, χωρίς ωστόσο να εξαιρούνται οι συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Επίσης, κρίνεται σκόπιμο να εξαιρεθούν ορισμένες δραστηριότητες της πρωτογενούς αγοράς, όπως εκείνες που αφορούν τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους και τους μηχανισμούς σταθεροποίησης, καθώς πρόκειται για σημαντικές δραστηριότητες που συμβάλλουν στην αποτελεσματική λειτουργία των αγορών. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ενημερώνονται για τη χρήση εξαιρέσεων και πρέπει να έχουν την εξουσία να απαγορεύσουν σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο να κάνει χρήση μιας εξαίρεσης αν δεν πληροί τα σχετικά κριτήρια εξαίρεσης. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει επίσης να είναι σε θέση να απαιτήσουν πληροφορίες από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προκειμένου να παρακολουθούν τη χρήση της εξαίρεσης.

(20)  Σε περίπτωση ανεπιθύμητων εξελίξεων που συνιστούν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη των αγορών σε ένα κράτος μέλος ή στην Ένωση, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν εξουσίες παρέμβασης, ώστε να απαιτούν μεγαλύτερη διαφάνεια ή να επιβάλλουν προσωρινούς περιορισμούς στις συναλλαγές ανοικτών πωλήσεων, συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου ή άλλων συναλλαγών για την αποτροπή μιας άτακτης υποχώρησης της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου. Μπορεί να απαιτείται η λήψη παρόμοιων μέτρων λόγω διαφόρων ανεπιθύμητων συμβάντων, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο χρηματοπιστωτικών ή οικονομικών συμβάντων, αλλά και φυσικών καταστροφών, για παράδειγμα, ή τρομοκρατικών ενεργειών. Επιπλέον, ορισμένα ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που απαιτούν τη λήψη μέτρων μπορεί να προκύψουν απλώς σε ένα μόνο κράτος μέλος και να μην έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις. Οι εξουσίες πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτες, ώστε να είναι δυνατή η αντιμετώπιση μεγάλου εύρους διαφορετικών εξαιρετικών καταστάσεων.

(21)  Παρόλο που οι αρμόδιες αρχές θα είναι συχνά οι πλέον κατάλληλες για την παρακολούθηση και την αρχική αντίδραση σε ένα ανεπιθύμητο συμβάν ή εξέλιξη καθορίζοντας εάν έχει προκύψει σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς και αν απαιτείται η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, οι εξουσίες και οι συνθήκες και διαδικασίες για τη χρήση τους πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο εναρμονισμένες.

(22)  Στην περίπτωση σημαντικής πτώσης της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει επίσης τη δυνατότητα να απαγορεύσει προσωρινά τις ανοικτές πωλήσεις του χρηματοπιστωτικού μέσου σε αυτόν τον τόπο διαπραγμάτευσης στη δική της περιοχή δικαιοδοσίας ή να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να επιβάλει παρόμοιο περιορισμό σε άλλες περιοχές δικαιοδοσίας, προκειμένου να καταφέρει να παρέμβει άμεσα όπου κρίνεται σκόπιμο ▌ για να αποτρέψει την άτακτη υποχώρηση της τιμής του εν λόγω μέσου.

(23)  Όταν ένα ανεπιθύμητο συμβάν ή εξέλιξη υπερβαίνει τα σύνορα ενός κράτους μέλους ή έχει άλλες διασυνοριακές επιπτώσεις, η στενή διαβούλευση και συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών έχουν ουσιαστική σημασία. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να διαδραματίζει συντονιστικό ρόλο σε καταστάσεις αυτού του είδους, και να διασφαλίζει τη συνοχή μεταξύ αρμόδιων αρχών. Η σύνθεση της ΕΑΚΑΑ που περιλαμβάνει εκπροσώπους των αρμόδιων αρχών θα συμβάλει στην ικανότητά της να εκτελέσει έναν τέτοιο ρόλο.

(24)  Επιπρόσθετα των συντονιστικών μέτρων των αρμόδιων αρχών, η ΕΑΚΑΑ πρέπει να διασφαλίζει ότι λαμβάνονται μέτρα από τις αρμόδιες αρχές μόνο όταν κρίνεται απαραίτητο και τηρουμένων των ορίων της αναλογικότητας. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει την εξουσία να παράσχει γνωμοδοτήσεις στις αρμόδιες αρχές όσον αφορά τη χρήση των εξουσιών παρέμβασης.

(25)  Παρόλο που οι αρμόδιες αρχές θα είναι συχνά οι πλέον κατάλληλες για την παρακολούθηση και την άμεση αντίδραση σε ένα ανεπιθύμητο συμβάν ή εξέλιξη, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει επίσης η ίδια την εξουσία να λαμβάνει μέτρα όταν οι ανοικτές πωλήσεις και άλλες σχετικές δραστηριότητες απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματαγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση, υπάρχουν διασυνοριακές επιπτώσεις και δεν έχουν ληφθεί επαρκή μέτρα από τις αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση της απειλής. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, το οποίο συγκροτήθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010(4)(ΕΣΣΚ), εφόσον είναι δυνατόν, καθώς και με άλλες σχετικές αρχές όταν το μέτρο θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις πέρα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως στην περίπτωση παραγώγων επί εμπορευμάτων που χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση κινδύνων φυσικών θέσεων.

(26)  Οι εξουσίες της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε εξαιρετικές καταστάσεις για τον περιορισμό των ανοικτών πωλήσεων άλλων σχετικών δραστηριοτήτων καθορίζονται σύμφωνα με τις εξουσίες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Οι εξουσίες που εκχωρούνται στην ΕΑΚΑΑ σε εξαιρετικές καταστάσεις δεν θα πρέπει να αντίκεινται στις εξουσίες της ΕΑΚΑΑ σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Συγκεκριμένα, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να είναι σε θέση να εκδίδει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν μέτρα ή μεμονωμένες αποφάσεις που απευθύνονται σε παράγοντες της χρηματοπιστωτικής αγοράς βάσει του εν λόγω άρθρου ▌.

(27)  Οι εξουσίες παρέμβασης των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τον περιορισμό των ανοικτών πωλήσεων και τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου και άλλες συναλλαγές πρέπει να είναι αποκλειστικά προσωρινού χαρακτήρα και να ασκούνται μόνο για σύντομη περίοδο και στον βαθμό που απαιτείται για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης απειλής.

(28)  Λόγω των ειδικών κινδύνων οι οποίοι μπορεί να προκύψουν από τη χρήση των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου, οι συναλλαγές αυτές απαιτούν στενή παρακολούθηση από τις αρμόδιες αρχές. Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν την εξουσία σε εξαιρετικές περιπτώσεις να ζητούν πληροφορίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που πραγματοποιούν συναλλαγές αυτού του τύπου σχετικά με τον σκοπό για τον οποίο πραγματοποιείται η συναλλαγή.

(29)  Πρέπει να εκχωρηθούν στην ΕΑΚΑΑ γενικές εξουσίες για τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με ένα ζήτημα ή μια πρακτική που αφορά τις ανοικτές πωλήσεις ή τη χρήση των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου, ώστε να διαπιστωθεί εάν το συγκεκριμένο ζήτημα ή η συγκεκριμένη πρακτική συνιστά πιθανή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη των αγορών. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να δημοσιεύει μια έκθεση που θα περιλαμβάνει τα ευρήματά της όταν διεξάγει τις έρευνες αυτές και, σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ εκτιμά ότι ένα μέτρο πρέπει να εφαρμοστεί σε επίπεδο Ένωσης, η απόφασή της είναι δεσμευτική για τις αρμόδιες αρχές.

(30)  Καθώς ορισμένα μέτρα μπορεί να ισχύουν για φυσικά ή νομικά πρόσωπα και πράξεις εκτός της Ένωσης, είναι απαραίτητο σε ορισμένες περιπτώσεις να υπάρχει συνεργασία ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές και τις αρχές τρίτων χωρών. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να συνάπτουν συμφωνίες με αρχές σε τρίτες χώρες. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να συντονίζει την ανάπτυξη αυτών των συμφωνιών συνεργασίας και την ανταλλαγή των πληροφοριών που λαμβάνονται από τρίτες χώρες μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

(31)  Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται συγκεκριμένα στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και στο χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης), ειδικότερα το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναγνωρίζονται στο άρθρο 16 της ΣΛΕΕ και στο άρθρο 8 του χάρτη. Ειδικότερα, η διαφάνεια όσον αφορά τις σημαντικές καθαρές αρνητικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας κοινοποίησης πάνω από ορισμένο όριο όταν προβλέπεται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, είναι απαραίτητη για λόγους σταθερότητας των χρηματαγορών και προστασίας των επενδυτών. Η εν λόγω διαφάνεια θα δώσει στις ρυθμιστικές αρχές τη δυνατότητα να παρακολουθούν τη χρήση των ανοικτών πωλήσεων σε σύνδεση με καταχρηστικές στρατηγικές και τις συνέπειες για την καλή λειτουργία των αγορών. Επιπλέον, η εν λόγω διαφάνεια μπορεί να συμβάλει στην αποφυγή ασυμμετριών στην πληροφόρηση, εξασφαλίζοντας ότι όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά θα είναι επαρκώς πληροφορημένοι για το βαθμό στον οποίο οι ανοικτές πωλήσεις επηρεάζουν τις τιμές. Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους των αρμόδιων αρχών πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(5). Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους της ΕΑΚΑΑ πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(6), ο οποίος θα πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(32)  Βασιζόμενα στις εγκεκριμένες από την ΕΑΚΑΑ κατευθυντήριες γραμμές και λαμβάνοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ενίσχυση των συστημάτων κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για τις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίζουν την εφαρμογή αυτών. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Απώτερος σκοπός είναι η καθιέρωση εναρμονισμένου καθεστώτος κυρώσεων στην Ένωση.

(34)  Προκειμένου [...], η εξουσία θέσπισης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ πρέπει να μεταβιβαστεί στην Επιτροπή, όσον αφορά τις λεπτομέρειες για τον υπολογισμό αρνητικών θέσεων, όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατέχει μια ακάλυπτη θέση σε μια σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου, τα όρια κοινοποίησης ή γνωστοποίησης και τον περαιτέρω καθορισμό κριτηρίων και παραγόντων για να προσδιορίζεται πότε ένα ανεπιθύμητο συμβάν ή εξέλιξη ενέχει σοβαρή απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς σε ένα κράτος μέλος ή στην Ένωση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προβαίνει η Επιτροπή σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην κατάρτιση πράξεων κατ' εξουσιοδότηση παρέχοντας συμβουλές προς την Επιτροπή.

(35)  Η Επιτροπή πρέπει να υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στην οποία θα αξιολογείται η καταλληλότητα των ορίων πληροφόρησης και δημοσιοποίησης που προβλέπονται, η λειτουργία των περιορισμών και των απαιτήσεων που αφορούν τη διαφάνεια των καθαρών αρνητικών θέσεων και το κατά πόσο άλλοι περιορισμοί ή όροι για τις ανοικτές πωλήσεις ή τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου θεωρούνται κατάλληλοι.

(36)  Παρόλο που οι εθνικές αρμόδιες αρχές μπορούν να παρακολουθούν και γνωρίζουν καλύτερα τις εξελίξεις της αγοράς, οι συνολικές επιπτώσεις των προβλημάτων που σχετίζονται με τις ανοικτές πωλήσεις και τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου μπορούν να γίνουν πλήρως αντιληπτές στο πλαίσιο της Ένωσης. Για αυτόν τον λόγο, οι στόχοι του παρόντος κανονισμού μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης· η Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι.

(37)  Δεδομένου ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή περιορισμούς για τις ανοικτές πωλήσεις και εφόσον προβλέπονται κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και δεσμευτικά τεχνικά πρότυπα τα οποία πρέπει να εγκριθούν πριν καταστεί δυνατή η πλήρης εφαρμογή του πλαισίου που πρόκειται να υιοθετηθεί, είναι απαραίτητο να προβλέπεται και επαρκές χρονικό διάστημα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός ισχύει για τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα:

   1) χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των μέσων αυτών κατά τη διαπραγμάτευσή τους εκτός ενός τόπου διαπραγμάτευσης·
   2) παράγωγα τα οποία καθορίζονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημεία 4 έως 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων(7) τα οποία σχετίζονται με κάποιο χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ή με κάποιον εκδότη χρηματοπιστωτικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων παρόμοιων παραγώγων τα οποία εισάγονται για διαπραγμάτευση εκτός ενός τόπου διαπραγμάτευσης·
   3) χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από ένα κράτος μέλος ή την Ένωση και τα παράγωγα που ορίζονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ, σημεία 4 έως 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ που συνδέονται με παρόμοιους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από ένα κράτος μέλος ή την Ένωση ή με μια υποχρέωση ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

   α) ως «εξουσιοδοτημένος βασικός διαπραγματευτής» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει υπογράψει συμφωνία με έναν εκδότη κρατικού χρεωστικού τίτλου βάσει της οποίας το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεσμεύεται να ενεργεί ως βασικός διαπραγματευτής όσον αφορά δραστηριότητες πρωτογενούς και δευτερογενούς αγοράς σχετικά με τον χρεωστικό τίτλο που εκδόθηκε από το συγκεκριμένο εκδότη·
   β) ως «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» νοείται η οντότητα που παρεμβάλλεται νόμιμα ανάμεσα στους αντισυμβαλλόμενους για τις συμβάσεις υπό διαπραγμάτευση σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές, γίνεται αγοραστής για κάθε πωλητή και πωλητής για κάθε αγοραστή και είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία ενός συστήματος εκκαθάρισης·
   γ) ως «σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου» νοείται μια σύμβαση παραγώγου στην οποία ο ένας συμβαλλόμενος καταβάλλει αμοιβή σε έναν άλλο συμβαλλόμενο ως αντάλλαγμα για αποζημίωση ή πληρωμή σε περίπτωση αθέτησης της πληρωμής από μια οντότητα αναφοράς ή ενός πιστωτικού συμβάντος που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη οντότητα αναφοράς και οποιαδήποτε άλλη σύμβαση παραγώγων που έχει παρόμοιες οικονομικές επιπτώσεις·
   δ) ως «χρηματοπιστωτικό μέσο» νοείται κάθε μέσο που αναφέρεται στο παράρτημα 1, τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

ε)  ως «κράτος μέλος προέλευσης» σε σχέση με μια ρυθμιζόμενη αγορά, μια επιχείρηση επενδύσεων που λειτουργεί έναν πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης ή οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση επενδύσεων, νοείται το κράτος μέλος προέλευσης αυτής της ρυθμιζόμενης αγοράς ή επιχείρησης επενδύσεων υπό την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 20 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

   στ) ως «επιχείρηση επενδύσεων» νοείται μια επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 εδάφιο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·
   ζ) ως «κρατικός χρεωστικός τίτλος» νοείται ένας χρεωστικός τίτλος που εκδίδεται από την Ένωση ή από ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων υπουργείων, υπηρεσιών, κεντρικών τραπεζών, οργανισμών ή φορέων του κράτους μέλους·
   η) ως «εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο» όσον αφορά μια εταιρεία νοείται το σύνολο των κοινών μετοχών και προνομιούχων μετοχών που εκδίδονται από μια εταιρεία, εξαιρουμένων των μετατρέψιμων χρεογράφων·
  θ) ως «εκδοθείς κρατικός χρεωστικός τίτλος» νοείται:
   i) όσον αφορά ένα κράτος μέλος, η συνολική αξία των χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από το κράτος μέλος ή από υπουργεία, υπηρεσίες, κεντρικές τράπεζες, οργανισμούς ή φορείς του κράτους μέλους και δεν έχουν εξοφληθεί·
   ii) όσον αφορά την Ένωση, η συνολική αξία των χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από την Ένωση και δεν έχουν εξοφληθεί·
   ι) ως «τοπική επιχείρηση» νοείται μια επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 εδάφιο (ιβ) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ που διαπραγματεύεται τίτλους για λογαριασμό άλλων μελών μιας αγοράς ή διαμορφώνει τιμές για αυτά·
  ια) ως «δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης» νοούνται οι δραστηριότητες επιχείρησης επενδύσεων ή οντότητας τρίτης χώρας ή τοπικής επιχείρησης μέλους ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή αγοράς σε τρίτη χώρα, της οποίας το νομικό και εποπτικό πλαίσιο έχει δηλωθεί από την Επιτροπή ως ισοδύναμο σύμφωνα με το άρθρο 15, όταν ενεργεί ως βασικός διαπραγματευτής σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, που υποβάλλεται σε διαπραγμάτευση εντός ή εκτός ενός τόπου διαπραγμάτευσης, με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ιδιότητες:
   i) με τη δημοσίευση αυστηρών, ταυτόχρονων ζευγών εντολών συγκριτικού μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και μόνιμη βάση προς την αγορά
   ii) στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής της δραστηριότητας, μέσω της εκτέλεσης εντολών που προέρχονται από πελάτες ή ως ανταπόκριση σε αιτήματα πελατών για διαπραγμάτευση, καθώς και μέσω αντιστάθμισης των κινδύνων των θέσεων που προκύπτουν από τις εν λόγω διαπραγματεύσεις·
   ιβ) ως «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» νοείται ένα πολυμερές σύστημα υπό την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 εδάφιο 15 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·
   ιγ) ως «βασικός τόπος» όσον αφορά μια μετοχή νοείται ο τόπος διαπραγμάτευσης της συγκεκριμένης μετοχής με τον υψηλότερο κύκλο εργασιών·
   ιδ) ως «ρυθμιζόμενη αγορά» νοείται ένα πολυμερές σύστημα υπό την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 εδάφιο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·
  ιε) ως «σχετική αρμόδια αρχή» νοείται:
   i) σε σχέση με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κράτους μέλους ή για συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου που αφορούν υποχρεώσεις ενός κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή του συγκεκριμένου κράτους μέλους,
   ii) σε σχέση με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους της Ένωσης ή για συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου που αφορούν υποχρεώσεις της Ένωσης, η αρμόδια αρχή της δικαιοδοσίας στην οποία έχει συγκροτηθεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας·
   iii) σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο διαφορετικό από εκείνο που αναφέρεται στο σημείο i) ή ii), η αρμόδια αρχή για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής(8) και προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 9 έως 16 του εν λόγω κανονισμού·
   iv) σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν καλύπτεται στα σημεία i), ii) ή iii), η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη για πρώτη φορά για διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·
   ιστ) ως «ανοικτή πώληση» σε σχέση με μια μετοχή ή χρεωστικό τίτλο νοείται κάθε πώληση της μετοχής ή χρεωστικού τίτλου, τα οποία ο πωλητής δεν κατέχει κατά τη στιγμή της σύναψης της συμφωνίας πώλησης, συμπεριλαμβανομένης μιας πώλησης στην οποία κατά τη στιγμή της σύναψης της συμφωνίας πώλησης ο πωλητής έχει δανειστεί ή έχει συμφωνήσει να δανειστεί τη μετοχή ή χρεωστικό τίτλο για παράδοση κατά τον διακανονισμό·
   ιζ) ως «ημέρα συναλλαγής» νοείται μια ημέρα συναλλαγής υπό την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006·
   ιη) ως «τόπος διαπραγμάτευσης» νοείται μια ρυθμιζόμενη αγορά ή ένας πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης στην Ένωση·
   ιθ) ως «κύκλος εργασιών» μιας μετοχής νοείται ο κύκλος εργασιών, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006·
   ιθα) ως «ακάλυπτη ανοικτή πώληση» σε σχέση με μια μετοχή ή χρεωστικό τίτλο νοείται κάθε πώληση της μετοχής ή χρεωστικού τίτλου που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1.

2.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει █ κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 36 █ που καθορίζουν τους ορισμούς της παραγράφου 1, κυρίως αυτούς που καθορίζουν πότε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι κατέχει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο για τους σκοπούς του ορισμού της ανοικτής πώλησης στην παράγραφο 1 εδάφιο ιστ).

Άρθρο 3

Αρνητικές και θετικές θέσεις

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μια θέση που προκύπτει από οποιαδήποτε από τα παρακάτω πρέπει να θεωρείται αρνητική θέση σχετικά με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας ή εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης:

   α) ανοικτή πώληση μιας μετοχής που εκδόθηκε από την εταιρεία ή ενός χρεωστικού τίτλου που εκδόθηκε από το κράτος μέλος ή την Ένωση
   β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πραγματοποιεί μια συναλλαγή, η οποία δημιουργεί ή σχετίζεται με άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο και οι επιπτώσεις ή μία από τις επιπτώσεις της συναλλαγής είναι η παροχή χρηματοπιστωτικών πλεονεκτημάτων στο πρόσωπο σε περίπτωση μείωσης της τιμής ή της αξίας της μετοχής ή του χρεωστικού τίτλου.

2.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μια θέση που προκύπτει από οποιαδήποτε από τα παρακάτω πρέπει να θεωρείται αρνητική θέση σχετικά με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας ή εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης:

   α) κατοχή μιας μετοχής που εκδόθηκε από την εταιρεία ή ενός χρεωστικού τίτλου που εκδόθηκε από το κράτος μέλος ή την Ένωση·
   β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πραγματοποιεί μια συναλλαγή, η οποία δημιουργεί ή σχετίζεται με χρηματοπιστωτικό μέσο διαφορετικό από τα μέσα που ορίζονται στο σημείο α) και οι επιπτώσεις ή μία από τις επιπτώσεις της συναλλαγής είναι η παροχή χρηματοπιστωτικών πλεονεκτημάτων στο πρόσωπο σε περίπτωση μείωσης της τιμής ή της αξίας της μετοχής ή του χρεωστικού τίτλου.

3.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο υπολογισμός μιας αρνητικής θέσης, σε σχέση με οποιαδήποτε αρνητική θέση κατέχει εμμέσως το σχετικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων μέσω οποιουδήποτε δείκτη, «καλαθιού» κινητών αξιών, ή οποιωνδήποτε κερδών από οποιαδήποτε επενδυτικά κεφάλαια εισηγμένα σε χρηματιστήρια ή παρόμοια μέσα, πραγματοποιείται από το εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ευλόγως κινούμενο βάσει των πληροφοριών που έχουν γνωστοποιηθεί όσον αφορά την σύνθεση του σχετικού δείκτη ή καλαθιού κινητών αξιών ή των κερδών από οποιαδήποτε επενδυτικά κεφάλαια εισηγμένα σε χρηματιστήρια ή παρόμοια μέσα. Προς αποφυγή αμφιβολιών, κατά τον υπολογισμό παρόμοιας αρνητικής θέσης, κανένα πρόσωπο δεν υποχρεούται να συλλέγει στοιχεία σε πραγματικό χρόνο όσον αφορά την εν λόγω σύνθεση από οποιοδήποτε πρόσωπο.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ο υπολογισμός της θετικής θέσης για κάθε χρήση, περιλαμβάνει, ως θετικές θέσεις, οποιαδήποτε κέρδη του σχετικού προσώπου από οποιοδήποτε ομόλογο ή χρεόγραφο είναι μετατρέψιμο σε μετοχή που εκδίδει η σχετική εταιρεία.

Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, ο υπολογισμός μιας αρνητικής θέσης και μιας θετικής θέσης σχετικά με κρατικό χρεωστικό τίτλο περιλαμβάνει τυχόν συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου που σχετίζονται με μια υποχρέωση ή ένα πιστωτικό συμβάν που σχετίζεται με ένα κράτος μέλος ή την Ένωση.

4.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η θέση που απομένει μετά την αφαίρεση μιας θετικής θέσης που κατέχει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας από μια αρνητική θέση που κατέχει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με αυτό το κεφάλαιο, πρέπει να θεωρείται ως καθαρή αρνητική θέση σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο αυτής της εταιρείας.

5.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η θέση που απομένει μετά την αφαίρεση μιας θετικής θέσης που κατέχει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με τον εκδοθέντα χρεωστικό τίτλο ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης από οποιαδήποτε αρνητική θέση που κατέχει αυτό το φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με τον ίδιο χρεωστικό τίτλο - πρέπει να θεωρείται καθαρή αρνητική θέση σε σχέση με τον εκδοθέντα κρατικό χρεωστικό τίτλο ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης.

6.  Ο υπολογισμός βάσει των παραγράφων 1 έως 5 για κρατικούς χρεωστικούς τίτλους αφορά κάθε κράτος μέλος ή την Ένωση, ακόμη και αν ξεχωριστές οντότητες εντός του κράτους μέλους ή της Ένωσης εκδίδουν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους εκ μέρους του κράτους μέλους ή της Ένωσης.

Σε περίπτωση δραστηριοτήτων διαχείρισης κεφαλαίων, όταν ακολουθούνται διαφορετικές επενδυτικές στρατηγικές σε σχέση με έναν εκδότη διαμέσου διαχωρισμένων επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία διαχειρίζεται ένας διαχειριστής, ο υπολογισμός της καθαρής αρνητικής θέσης και της καθαρής θετικής θέσης για τους σκοπούς των παραγράφων 3, 4 και 5 πραγματοποιείται στο επίπεδο του κάθε επενδυτικού κεφαλαίου. Όταν ακολουθείται η ίδια επενδυτική στρατηγική σε σχέση με συγκεκριμένο εκδότη διαμέσου περισσότερων του ενός επενδυτικών κεφαλαίων, η καθαρή αρνητική θέση και η καθαρή θετική θέση για καθένα από αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια αθροίζονται. Όταν η διαχείριση δύο ή περισσότερων χαρτοφυλακίων εντός της ίδιας οντότητας γίνεται σε βάση διακριτικής ευχέρειας και με εφαρμογή της ίδιας επενδυτικής στρατηγικής σε σχέση με συγκεκριμένο εκδότη, οι θέσεις αυτές πρέπει να αθροίζονται για τον υπολογισμό των καθαρών αρνητικών θέσεων και των καθαρών θετικών θέσεων. Όσον αφορά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου ενός πελάτη η οποία δεν γίνεται σε βάση διακριτικής ευχέρειας, ο υπολογισμός της καθαρής αρνητικής θέσης ή της καθαρής θετικής θέσης αποτελεί νόμιμη ευθύνη του πελάτη.

7.  Η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 36 προσδιορίζοντας:

   α) περιπτώσεις στις οποίες ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι κατέχει μια μετοχή ή έναν χρεωστικό τίτλο για τους σκοπούς της παραγράφου 2·
   β) περιπτώσεις στις οποίες ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει μια καθαρή αρνητική θέση για τους σκοπούς των παραγράφων 4 και 5 και τη μέθοδο υπολογισμού της θέσης·
   γ) τη μέθοδο υπολογισμού θέσεων για τους σκοπούς της παραγράφου 3, 4 και 5 όταν διαφορετικές οντότητες ενός ομίλου έχουν αρνητικές ή θετικές θέσεις ή για δραστηριότητες διαχείρισης κεφαλαίων που συνδέονται με χωριστά κεφάλαια.

Άρθρο 4

Ακάλυπτη θέση σε μια σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που θεωρείται ότι έχει μια ακάλυπτη θέση σε μια σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου σχετικά με μια υποχρέωση κράτους μέλους ή της Ένωσης, στον βαθμό που η σύμβαση αντιστάθμισης δεν χρησιμεύει στη λήψη μέτρων είτε κατά του κινδύνου μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εκδότη, όπου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει μια θετική θέση στον κρατικό χρεωστικό τίτλο αυτού του εκδότη είτε κατά του κινδύνου μείωσης της αξίας οποιουδήποτε στοιχείου ενεργητικού ή χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού του φυσικού ή νομικού προσώπου όταν η μείωση της τιμής αυτού του στοιχείου ενεργητικού ή χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού έχει υψηλή συσχέτιση με τη μείωση της τιμής της υποχρέωσης του κράτους μέλους ή της Ένωσης. σε περίπτωση μείωσης της πιστοληπτικής ικανότητας ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης. Το μέρος στο πλαίσιο μιας σύμβασης αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου που υποχρεούται να εκτελέσει την πληρωμή ή να καταβάλει την αποζημίωση σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής ή πιστωτικού γεγονότος που σχετίζεται με την οντότητα αναφοράς δεν έχει λόγω αυτής της υποχρέωσης μια ανοιχτή θέση για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.

2.  Η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 36, στις οποίες καθορίζει, για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

   α) περιπτώσεις στις οποίες μια συναλλαγή σύμβασης αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου θεωρείται πως λαμβάνει μέτρα κάλυψης έναντι κινδύνου αθέτησης και τη μέθοδο υπολογισμού μιας ανοιχτής θέσης σε μια σύμβαση αντιστάθμισης·
   β) τη μέθοδο υπολογισμού θέσεων όταν διαφορετικές οντότητες ενός ομίλου έχουν αρνητικές ή θετικές θέσεις ή για δραστηριότητες διαχείρισης κεφαλαίων που συνδέονται με χωριστά κεφάλαια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΘΑΡΩΝ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ

Άρθρο 5

Κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές σημαντικών καθαρών αρνητικών θέσεων σε μετοχές

1.  Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει μια καθαρή αρνητική θέση σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας που διαθέτει μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε μια αγορά διαπραγμάτευσης, ενημερώνει τη σχετική αρμόδια αρχή κάθε φορά που η θέση αγγίζει, ή μειώνεται κάτω από το σχετικό όριο κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

2.  Το σχετικό όριο κοινοποίησης είναι ποσοστό ίσο με το 0,2% της αξίας του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της σχετικής εταιρείας και κάθε 0,1% πάνω από το όριο αυτό.

3.  Αν υπάρξει ανάγκη, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή κινητών αξιών και αγορών) (ΕΑΚΑΑ) μπορεί να εκδώσει και να αποστείλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, γνωμοδότηση σχετικά με την προσαρμογή των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Επιτροπή μπορεί, εντός τριών μηνών από την παραλαβή της γνωμοδότησης της ΕΑΚΑΑ μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 36 και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων των άρθρων 37 και 38, να τροποποιήσει τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

3α.  Οι κοινοποιήσεις στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 και ο υπολογισμός των καθαρών αρνητικών θέσεων πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 3.

Άρθρο 6

Κοινοποίηση των ανοικτών πωλήσεων στις αρμόδιες αρχές

Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων και όλα τα μέλη μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή πολυμερούς οργανισμού διαπραγμάτευσης, περιλαμβάνουν στις εκθέσεις συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 25, παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ένα πεδίο το οποίο, όσον αφορά τις συναλλαγές μετοχών, αναφέρει κατά πόσον μια συναλλαγή συνιστά ανοικτή πώληση ή όχι. Οι χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές που προβαίνουν σε ανοικτές πωλήσεις τις δηλώνουν ως τέτοιες στην έκθεση συναλλαγών που υποβάλλουν για τις πωλήσεις αυτές στην αντίστοιχη αρμόδια αρχή. Οι εν λόγω πληροφορίες δεν τίθενται στη διάθεση του κοινού.

Η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 36 που καθορίζουν πώς γνωστοποιούνται οι εν λόγω πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές

Άρθρο 7

Δημοσιοποίηση σημαντικών καθαρών θέσεων σε μετοχές

1.  Η σχετική αρμόδια αρχή δημοσιεύει λεπτομέρειες σχετικά με τη θέση, κάθε φορά που η θέση αγγίζει ή μειώνεται κάτω από το σχετικό όριο κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Η κοινοποίηση αυτή δεν προσδιορίζει την ταυτότητα του κατόχου της καθαρής αρνητικής θέσης.

2.  Το σχετικό όριο κοινοποίησης είναι ένα ποσοστό ίσο με το 0,5% της αξίας του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της σχετικής εταιρείας και κάθε 0,1% πάνω από το όριο αυτό.

3.  Αν υπάρξει ανάγκη, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδώσει και να αποστείλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, γνωμοδότηση σχετικά με την προσαρμογή των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Η Επιτροπή μπορεί, εντός τριών μηνών από την παραλαβή της γνωμοδότησης της ΕΑΚΑΑ μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 36 να τροποποιήσει τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

3α.  Οι κοινοποιήσεις στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 και ο υπολογισμός των καθαρών αρνητικών θέσεων πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 3.

Άρθρο 8

Κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές σημαντικών καθαρών αρνητικών θέσεων σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους και συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου

1.  Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει μια καθαρή αρνητική θέση σχετικά με τον εκδοθέντα χρεωστικό τίτλο ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης, πρέπει να ενημερώνει τη σχετική αρμόδια αρχή όποτε παρόμοια θέση αγγίζει ή μειώνεται κάτω από ένα σχετικό όριο κοινοποίησης για το εν λόγω κράτος μέλος ή την Ένωση:

2.  Τα σχετικά όρια κοινοποίησης συνίστανται από μια αρχική τιμή και, στη συνέχεια, πρόσθετα προσαυξανόμενα επίπεδα σε σχέση με κάθε κράτος μέλος και την Ένωση, όπως ορίζεται στα μέτρα που ελήφθησαν από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της τα όρια κοινοποίησης για κάθε κράτος μέλος.

3.  Η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 36 που καθορίζουν τα ποσά και τα στοιχειώδη επίπεδα που ορίζονται στην παράγραφο 2, με την επιφύλαξη των εξής προϋποθέσεων:

   α) τα όρια δεν πρέπει να ορίζονται σε επίπεδο τέτοιο ώστε απαιτείται κοινοποίηση θέσεων αμελητέας αξίας·
   β) η συνολική αξία εκκρεμών εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων του κράτους μέλους και της Ένωσης, ο όγκος συναλλαγών και το μέσο μέγεθος των θέσεων που κατέχονται από παράγοντες της αγοράς σε σχέση με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

3α.  Οι κοινοποιήσεις στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 και ο υπολογισμός των καθαρών αρνητικών θέσεων πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 3.

Άρθρο 9

Μέθοδος κοινοποίησης και δημοσιοποίησης

1.  Κάθε κοινοποίηση βάσει των άρθρων 5 ▌ ή 8 περιλαμβάνει λεπτομέρειες για την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου που κατέχει τη σχετική θέση, το μέγεθος της σχετικής θέσης, τον εκδότη σε σχέση με τον οποίο κατέχεται η σχετική θέση και την ημερομηνία δημιουργίας, μεταβολής ή παύσης της κατοχής της σχετικής θέσης. Η δημοσιοποίηση των ατομικών ανοιχτών θέσεων μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα μικρά επενδυτικά κεφάλαια.

Κάθε δημοσιοποίηση βάσει του άρθρου 7 περιλαμβάνει λεπτομέρειες για την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου που κατέχει τη σχετική θέση, το μέγεθος της σχετικής θέσης, τον εκδότη σε σχέση με τον οποίο κατέχεται η σχετική θέση και την ημερομηνία δημιουργίας, μεταβολής ή παύσης της κατοχής της σχετικής θέσης.

Για τους σκοπούς των άρθρων 5, 7 και 8 τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατέχουν σημαντικές καθαρές ανοιχτές θέσεις τηρούν για περίοδο πέντε ετών αρχείο των ακαθάριστων θέσεων που συνιστούν σημαντική καθαρή ανοικτή θέση.

2.  Ο σχετικός χρόνος για τον υπολογισμό μιας καθαρής αρνητικής θέσης είναι το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης κατά την οποία το φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατέχει τη σχετική θέση, εκτός από τις αυτοματοποιημένες νυχτερινές συναλλαγές όπου ο σχετικός χρόνος πρέπει να είναι T+1. Η κοινοποίηση ή η γνωστοποίηση πραγματοποιείται το αργότερο έως τις 3.30 μ.μ. της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης.

3.  Η κοινοποίηση πληροφοριών σε μια σχετική αρμόδια αρχή πραγματοποιείται σύμφωνα με το σύστημα που ορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006.

4.  Η δημοσιοποίηση πληροφοριών που ορίζεται στο άρθρο 7 πραγματοποιείται κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ταχεία και τη χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στις πληροφορίες. Οι πληροφορίες διατίθενται στον επίσημα καθορισμένο μηχανισμό του κράτους μέλους προέλευσης του εκδότη των μετοχών που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2004 για την εναρμόνιση των απαιτήσεων διαφάνειας της πληροφόρησης σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά(9).

5.  Για τη διασφάλιση της συνεπούς εναρμόνισης της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστούν οι λεπτομέρειες που προβλέπονται για τους σκοπούς της παραγράφου 1. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις [31 Δεκεμβρίου 2011].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο ▌σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.  Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι για την εφαρμογή της παραγράφου 4, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθοριστούν τα μέσα με τα οποία οι πληροφορίες μπορούν να δημοσιοποιούνται. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο ▌ σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 10

Εφαρμογή εκτός της Ένωσης

Οι απαιτήσεις κοινοποίησης και δημοσιοποίησης βάσει των άρθρων 5, 7 και 8 ισχύουν για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διαμένουν ή είναι εγκατεστημένα είτε εντός είτε εκτός της Ένωσης.

Άρθρο 11

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στην ΕΑΚΑΑ

1.  Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν πληροφορίες σε συνοπτική μορφή στην ΕΑΚΑΑ σε τριμηνιαία βάση για καθαρές αρνητικές θέσεις σε σχέση με χρεόγραφα, δείκτες ή κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ▌για τις οποίες αποτελεί τη σχετική αρμόδια αρχή και λαμβάνει κοινοποιήσεις βάσει των άρθρων 5 έως 8.

2.  Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει, οποιαδήποτε στιγμή, με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων της βάσει του παρόντος κανονισμού, πρόσθετες πληροφορίες, από μια σχετική αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους, όσον αφορά καθαρές αρνητικές θέσεις που σχετίζονται με χρεόγραφα, δείκτες ή κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ▌.

Η αρμόδια αρχή παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ το αργότερο εντός επτά ημερολογιακών ημερών. Σε περίπτωση που προκύψουν ανεπιθύμητα γεγονότα ή εξελίξεις που αποτελούν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ή σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή παρέχει την αιτούμενη πληροφορία στην ΕΑΚΑΑ εντός 24 ωρών.

2α.  Προκειμένου να διασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις [31 Δεκεμβρίου 2011].

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2β.  Προκειμένου να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια την έγκριση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που θα καθορίζουν τον μορφότυπο των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΟΙΚΤΩΝ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Άρθρο 12

Περιορισμοί για ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις και συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου

1.  Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν πρέπει να πραγματοποιεί ανοικτή πώληση μιας μετοχής που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης ή ανοικτή πώληση ενός κρατικού χρεωστικού τίτλου όταν πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις, στο τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης:

   α) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δανειστεί τη μετοχή ή το μέσο χρεωστικού τίτλου·
   β) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει συνάψει συμφωνία να δανειστεί τη μετοχή ή το μέσο χρεωστικού τίτλου·
   γ) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει προβεί σε ρύθμιση με ένα τρίτο μέρος, βάσει της οποίας το τρίτο μέρος έχει επιβεβαιώσει ότι η μετοχή ή ο χρεωστικός τίτλος διατίθεται και προορίζεται για δανεισμό προς το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ώστε ο διακανονισμός να μπορεί να πραγματοποιηθεί όταν αναμένεται.

1α.  Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να συμμετέχει σε συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου σχετικά με μια υποχρέωση κράτους μέλους ή της Ένωσης μόνο εφόσον η εν λόγω συναλλαγή δεν οδηγεί σε ακάλυπτη θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου όπως αναφέρεται στο άρθρο 4.

2.  Προκειμένου να διασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν τους τύπους συμφωνιών ή ρυθμίσεων που διασφαλίζουν επαρκώς ότι η μετοχή ή ο κρατικός χρεωστικός τίτλος θα είναι διαθέσιμοι για διακανονισμό. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει κυρίως να λάβει υπόψη την ανάγκη διατήρησης της αποδοτικότητας των αγορών, ιδίως των κρατικών αγορών ομολόγων και των κρατικών αγορών επαναγοράς ομολόγων (αγορές repos). Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 14

Εξαιρέσεις όταν η βασική αγορά διαπραγμάτευσης βρίσκεται εκτός της Ένωσης

1.  Τα άρθρα 5, 7, 12 και 13 δεν ισχύουν για μετοχές μιας εταιρείας που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης στην Ένωση, όταν ο βασικός τόπος διαπραγμάτευσης των μετοχών βρίσκεται σε χώρα εκτός της Ένωσης.

2.  Η σχετική αρμόδια αρχή αξιολογεί, για μετοχές μιας εταιρείας υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης της Ένωσης και σε τόπο που βρίσκεται εκτός της Ένωσης, τουλάχιστον κάθε δύο έτη, αν ο βασικός τόπος για τη διαπραγμάτευση αυτών των μετοχών βρίσκεται εκτός της Ένωσης.

Η σχετική αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για τυχόν μετοχές που προσδιορίστηκε πως έχουν τον βασικό τόπο διαπραγμάτευσης εκτός της Ένωσης.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τον κατάλογο των μετοχών για τις οποίες ο βασικός τόπος βρίσκεται εκτός της Ένωσης κάθε δύο έτη. Ο κατάλογος ισχύει για περίοδο δύο ετών.

3.  Για τη διασφάλιση συνεπούς εναρμόνισης του εν λόγω άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τη μέθοδο υπολογισμού του κύκλου εργασιών για τον καθορισμό του κύριου τόπου διαπραγμάτευσης μιας μετοχής. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο ▌σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίζει:

   α) η ημερομηνία κατά την οποία και η περίοδος για την οποία πραγματοποιείται ο υπολογισμός του βασικού τόπου για μια μετοχή·
   β) η ημερομηνία έως την οποία η σχετική αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για τις μετοχές με βασικό τόπο εκτός της Ένωσης,
   γ) την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ ο κατάλογος μετά τη δημοσίευσή του από την ΕΑΚΑΑ.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις [31 Δεκεμβρίου 2011].

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 15

Εξαιρέσεις για δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και πρωτογενούς αγοράς

1.  Τα άρθρα 5, 6, 7, 8 και 12 δεν ισχύουν για τις δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης. ▌

2.  Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 36, καθορίζοντας ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο μιας τρίτης χώρας διασφαλίζει ότι μια αγορά που είναι εξουσιοδοτημένη στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα συμμορφώνεται με τις νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις, οι οποίες, για τον σκοπό της εφαρμογής της εξαίρεσης που ορίζεται στην παράγραφο 1, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τον τίτλο III της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, από την οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς)(10) και την οδηγία 2004/109/ΕΚ και οι οποίες υπόκεινται στην αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα.

Το νομικό και εποπτικό πλαίσιο μιας τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ισοδύναμο όταν το εν λόγω πλαίσιο πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις στην εν λόγω τρίτη χώρα:

   α) οι αγορές ▌ υπόκεινται σε έγκριση και σε συνεχή αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων·
   β) οι αγορές έχουν σαφείς και διαφανείς κανονισμούς σχετικά με την εισαγωγή των κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση, ώστε οι εν λόγω κινητές αξίες να μπορούν να υποβληθούν σε διαπραγμάτευση με δίκαιο, τακτικό και αποτελεσματικό τρόπο και να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες·
   γ) οι εκδότες κινητών αξιών υπόκεινται σε απαιτήσεις περιοδικής και διαρκούς πληροφόρησης που διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών·
   δ) η διαφάνεια και η ακεραιότητα της αγοράς διασφαλίζονται με την αποτροπή καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά μέσω πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.

3.  Τα άρθρα 8, 12 δεν ισχύουν για τις δραστηριότητες ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο ενεργώντας ως εξουσιοδοτημένος βασικός διαπραγματευτής βάσει συμφωνίας με έναν εκδότη κρατικού χρεωστικού τίτλου, λειτουργεί ως βασικός διαπραγματευτής σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο όσον αφορά δραστηριότητες πρωτογενούς ή δευτερογενούς αγοράς σχετικά με τον κρατικό χρεωστικό τίτλο.

4.  Τα άρθρα 5, 6, 7 και 12 δεν ισχύουν για ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο όταν αυτό συμμετέχει σε ανοικτή πώληση μιας κινητής αξίας ή κατέχει καθαρή αρνητική θέση όσον αφορά τη διενέργεια πράξεων σταθεροποίησης βάσει του κεφαλαίου III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/EΚ σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων(11).

5.  Οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 ισχύουν μόνο όταν το εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει πρώτα ενημερώσει γραπτώς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης για την πρόσθεσή του να κάνει χρήση της εξαίρεσης. Η κοινοποίηση πρέπει να πραγματοποιείται εντός τουλάχιστον τριάντα ημερολογιακών ημερών πριν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο κάνει χρήση της εξαίρεσης.

6.  Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης μπορεί να απαγορεύσει τη χρήση της εξαίρεσης αν θεωρήσει ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν πληροί τους όρους της εξαίρεσης. Οποιαδήποτε απαγόρευση πρέπει να επιβάλλεται εντός περιόδου τριάντα ημερολογιακών ημερών που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο ή στη συνέχεια αν η αρμόδια αρχή ενημερωθεί πως υπήρξαν αλλαγές στις συνθήκες σύμφωνα με τις οποίες ένα πρόσωπο δεν πληροί πια τους όρους.

7.  Μια οντότητα τρίτης χώρας η οποία δεν εξουσιοδοτείται στην Ένωση, πρέπει να αποστείλει την ειδοποίηση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 5 στην αρμόδια αρχή του κύριου τόπου διαπραγμάτευσης στην Ένωση, στον οποίο διαπραγματεύεται.

8.  Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει σταλεί ειδοποίηση βάσει της παραγράφου 5 πρέπει το συντομότερο δυνατό να ενημερώσει γραπτώς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης σχετικά με το που υπάρχουν αλλαγές οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιλεξιμότητα για τη χρήση της εξαίρεσης.

9.  Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης μπορεί να ζητήσει πληροφορίες γραπτώς, από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπόκειται στο πλαίσιο των εξαιρέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1, 3 ή 4 σχετικά με τις αρνητικές θέσεις ή τις δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο αυτής της εξαίρεσης. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να παράσχει τις πληροφορίες το αργότερο τέσσερις ημερολογιακές ημέρες μετά τη διατύπωση του αιτήματος.

10.  Η οικεία αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή 8 σχετικά με ειδικούς διαπραγματευτές και εξουσιοδοτημένους βασικούς διαπραγματευτές που κάνουν χρήση της εξαίρεσης καθώς και για οποιουσδήποτε ειδικούς διαπραγματευτές και εξουσιοδοτημένους βασικούς διαπραγματευτές που δεν κάνουν πλέον χρήση της εξαίρεσης.

11.  Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και επικαιροποιεί στον ιστότοπό της έναν κατάλογο των ειδικών διαπραγματευτών και των εξουσιοδοτημένων βασικών διαπραγματευτών που κάνουν χρήση της εξαίρεσης ▌ .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΑΚΑΑ

Τμήμα 1

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

Άρθρο 16

Δημοσιοποίηση σε εξαιρετικές καταστάσεις

1.  Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει από φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν καθαρές αρνητικές θέσεις που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή τάξη χρηματοπιστωτικών μέσων, να την ενημερώσουν ή να κοινοποιήσουν στο κοινό λεπτομέρειες για τη θέση, όποτε η θέση αγγίζει ή βρίσκεται κάτω από το όριο κοινοποίησης που έχει οριστεί από την αρμόδια αρχή όταν πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:

   α) υπάρχουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις οι οποίες ενέχουν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο κράτος μέλος ή σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη·
   β) σε περίπτωση δημοσιοποίησης, το μέτρο δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών που είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα οφέλη.

2.  Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία απαιτείται ήδη διαφάνεια βάσει των άρθρων 5 έως 8.

Άρθρο 16α

Κοινοποίηση από τους δανειστές σε εξαιρετικές περιπτώσεις

1.  Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να λάβει το μέτρο που ορίζεται στις παραγράφους 2 ή 3, όπου πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:

   α) υπάρχουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις οι οποίες ενέχουν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο κράτος μέλος·
   β) το μέτρο δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, σε δυσαναλογία προς τα οφέλη του.

2.  Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να απαιτήσει από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται στον δανεισμό ενός συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή τάξης χρηματοπιστωτικών μέσων να κοινοποιήσει κάθε ασυνήθιστη αύξηση των αμοιβών που απαιτούνται για τον εν λόγω δανεισμό.

Άρθρο 17

Περιορισμοί όσον αφορά τις ανοικτές πωλήσεις και παρόμοιες συναλλαγές σε εξαιρετικές περιπτώσεις

1.  Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται ο κύριος τόπος διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου μπορεί να λάβει το μέτρο που ορίζεται στις παραγράφους 2 ή 3, όπου πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:

   α) υπάρχουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις οι οποίες ενέχουν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο κράτος μέλος ή σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη·
   β) το μέτρο δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, σε δυσαναλογία προς τα οφέλη τους.

2.  Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους μπορεί να απαγορεύσει ή να επιβάλλει προϋποθέσεις που συνδέονται με φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν σε:

   α) ανοικτή πώληση· ή
   β) μια συναλλαγή εκτός από ανοικτή πώληση η οποία δημιουργεί, ή συνδέεται με, ένα χρηματοπιστωτικό μέσο και η επίπτωση ή μια από τις επιπτώσεις αυτής της συναλλαγής είναι η εκχώρηση ενός χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος για το φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε περίπτωση μείωσης στην τιμή ή την αξία ενός άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου.

3.  Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους μπορεί να εμποδίσει φυσικά ή νομικά πρόσωπα να συμμετάσχουν σε συναλλαγές που σχετίζονται με χρηματοπιστωτικά μέσα ή να περιορίσει την αξία των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο μπορεί να συμμετέχουν.

4.  Ένα μέτρο σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 μπορεί να ισχύει για όλες τις συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, τα χρηματοπιστωτικά μέσα ειδικής κατηγορίας ή ενός ειδικού χρηματοπιστωτικού μέσου. Το μέτρο μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που προβλέπονται από την οικεία αρμόδια αρχή. Εξαιρέσεις μπορούν ειδικότερα να καθορίζονται για να εφαρμόζονται σε δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και σε κύριες δραστηριότητές της αγοράς.

Άρθρο 18

Περιορισμοί συναλλαγών συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου σε εξαιρετικές περιπτώσεις

1.  Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να εμποδίσει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο να συμμετέχει σε συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου που σχετίζεται με την υποχρέωση που έχει εκδοθεί από το οικείο κράτος μέλος ή να περιορίσει την αξία ακάλυπτων θέσεων συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου που μπορεί να συναφθούν από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συνδέονται με μια υποχρέωση που έχει εκδοθεί από το οικείο κράτος μέλος, όπου πληρούνται και οι δύο παρακάτω όροι:

   α) υπάρχουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις οι οποίες ενέχουν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο κράτος μέλος ή σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη·
   β) το μέτρο δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, σε δυσαναλογία προς τα οφέλη του.

2.  Ένα μέτρο δυνάμει της παραγράφου 1 μπορεί να ισχύει για συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ή σε συγκεκριμένες συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου. Το μέτρο μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή. Εξαιρέσεις μπορούν ειδικότερα να καθορίζονται για να εφαρμόζονται σε δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και σε κύριες δραστηριότητές της αγοράς.

2α.  Μια αρμόδια αρχή, η οποία έχει λάβει μέτρο βάσει της παραγράφου 1, μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να εξετάσει την άσκηση των εξουσιών που έχει βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ), αν τα ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που αντιμετωπίζονται απαιτούν την εισαγωγή του μέτρου σε επίπεδο Ένωσης.

Άρθρο 19

Εξουσία για τον προσωρινό περιορισμό ανοικτών πωλήσεων χρηματοπιστωτικών μέσων σε περίπτωση σημαντικής πτώσης της τιμής

1.  Όταν η τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε τόπο διαπραγμάτευσης έχει, κατά τη διάρκεια μιας ημέρας διαπραγμάτευσης, μειωθεί από την αξία που ορίζεται στην παράγραφο 4, από την τιμή κλεισίματος σε αυτόν τον τόπο την προηγούμενη ημέρα συναλλαγών, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης για τον εν λόγω τόπο εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμο να απαγορευθεί ή να περιοριστεί η συμμετοχή φυσικών ή νομικών προσώπων σε ανοικτή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου στον τόπο διαπραγμάτευσης ή διαφορετικά να περιοριστούν οι συναλλαγές σε αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης προκειμένου να αποτραπεί η άτακτη υποχώρηση της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί σύμφωνα με πρώτο εδάφιο ότι είναι σκόπιμο να πράξει κάτι τέτοιο, οφείλει στην περίπτωση μετοχής ή χρεωστικού τίτλου, να απαγορεύσει ή να περιορίσει την συμμετοχή προσώπων σε μια ανοικτή πώληση στον τόπο διαπραγμάτευσης ή στην περίπτωση άλλου τύπου χρηματοπιστωτικού μέσου, να περιορίσει τις συναλλαγές σε αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο για τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης.

2.  Το μέτρο ισχύει για μια περίοδο που δεν υπερβαίνει το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης που ακολουθεί την ημέρα διαπραγμάτευσης κατά την οποία προκύπτει η πτώση των τιμών. Η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια ισχύος του μέτρου αν οι λόγοι για τους οποίους ελήφθη το μέτρο δικαιολογούν μια τέτοια παράταση.

3.  Το μέτρο ισχύει σε περιπτώσεις ή υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή. Εξαιρέσεις μπορούν ειδικότερα να καθορίζονται για να εφαρμόζονται σε δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και σε κύριες δραστηριότητές της αγοράς.

3α.  Αφού λάβει κοινοποίηση από αρμόδια αρχή να απαγορευθεί ή να περιοριστεί η συμμετοχή φυσικών ή νομικών προσώπων σε ανοικτή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου στον τόπο διαπραγμάτευσης ή να περιοριστούν διαφορετικά οι συναλλαγές σε αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης η ΕΑΚΑΑ εξετάζει πριν από την έναρξη της προσεχούς ημέρας διαπραγμάτευσης αν είναι σκόπιμο να επεκταθεί το μέτρο σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης όπου υφίσταται διαπραγμάτευση το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά το μέτρο, σύμφωνα με το άρθρο 24.

4.  Η πτώση της αξίας ανέρχεται σε 10% ή περισσότερο στην περίπτωση μιας μετοχής και για άλλες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων σε ένα ποσό που καθορίζεται από την Επιτροπή.

Αν υπάρξει ανάγκη, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδώσει και να αποστείλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, γνωμοδότηση σχετικά με την προσαρμογή των ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Η Επιτροπή, εντός τριών μηνών από την παραλαβή της γνωμοδότησης της ΕΑΚΑΑ, θεσπίζει εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 36 στις οποίες προσδιορίζει επιλογές σχετικά με την περίοδο εφαρμογής του μέτρου και τι συνιστά σημαντική πτώση της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων ▌, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε κατηγορίας χρηματοπιστωτικού μέσου και τις διαφορές μεταβλητότητας.

5.  Για τη διασφάλιση συνεπούς εναρμόνισης του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό της μεθόδου υπολογισμού της πτώσης κατά 10% για τις μετοχές και της πτώσης της αξίας που καθορίζεται από την Επιτροπή, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο ▌σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 20

Περίοδος περιορισμών

Οποιοδήποτε μέτρο επιβάλλεται σύμφωνα με τα άρθρα 16, 16α, 17 και 18 πρέπει να ισχύει για μια αρχική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της ειδοποίησης που ορίζεται στο άρθρο 21.

Οποιοδήποτε παρόμοιο μέτρο μπορεί να ανανεωθεί για περαιτέρω περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τους τρεις μήνες κάθε φορά εάν οι λόγοι λήψης του μέτρου εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν ένα μέτρο δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω περίοδο τριών μηνών, λήγει αυτόματα.

Άρθρο 21

Ανακοίνωση περιορισμών

1.  Η αρμόδια αρχή δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση της απόφασης για επιβολή ή ανανέωση των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 16 έως 19.

2.  Η ανακοίνωση περιλαμβάνει λεπτομέρειες τουλάχιστον για:

   α) τα μέτρα που επιβάλλονται, συμπεριλαμβανομένων των μέσων και της κατηγορίας των συναλλαγών για τις οποίες ισχύουν, καθώς και τη διάρκεια των μέτρων·
   β) τους λόγους για τους οποίους η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι είναι απαραίτητη η επιβολή των μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που υποστηρίζουν τους λόγους.

3.  Ένα μέτρο βάσει των άρθρων 16 έως 19 τίθεται σε εφαρμογή όταν η ανακοίνωση δημοσιευθεί ή κατά τον χρόνο που καθορίζεται στην ανακοίνωση μετά τη δημοσίευσή της και ισχύει μόνο για συναλλαγές που πραγματοποιούνται μετά την εφαρμογή του μέτρου.

Άρθρο 22

Κοινοποίηση στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές

1.  Πριν από την επιβολή ή την ανανέωση οποιουδήποτε μέτρου σύμφωνα με τα άρθρα 16, 16α, 17 ή 18 και πριν από την επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 19, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και άλλες αρμόδιες αρχές το μέτρο το οποίο προτείνει.

2.  Η κοινοποίηση αυτή περιλαμβάνει λεπτομέρειες των προτεινόμενων μέτρων, της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων και συναλλαγών στις οποίες θα εφαρμόζονται, τα αποδεικτικά στοιχεία που ενισχύουν αυτές τις αιτιολογήσεις και τον χρόνο κατά τον οποίο τα μέτρα πρόκειται να τεθούν σε ισχύ.

3.  Η κοινοποίηση της πρότασης για την επιβολή ή ανανέωση ενός μέτρου σύμφωνα με τα άρθρα 16, 16α, 17 και 18 πρέπει να πραγματοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες πριν το μέτρο έχει προγραμματιστεί τεθεί σε ισχύ ή να ανανεωθεί. Σε εξαιρετικές συνθήκες, η αρμόδια αρχή μπορεί να προβεί στην κοινοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες πριν το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ειδοποίηση 24 ώρες πριν. Η κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 19 πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν από αυτό το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ.

4.  Μια αρμόδια αρχή κράτους μέλους που λαμβάνει κοινοποίηση βάσει του παρόντος άρθρου μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με τα άρθρα 16 έως 19 στο εν λόγω κράτος μέλος στο οποίο έχει πεισθεί ότι το μέτρο είναι αναγκαίο για να βοηθήσει την άλλη αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή πρέπει επίσης να προχωρήσει σε κοινοποίηση σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3, στην οποία προτείνει τη λήψη μέτρων.

Τμήμα 2

Εξουσίες της ΕΑΚΑΑ

Άρθρο 23

Συντονισμός από την ΕΑΚΑΑ

1.  Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει ρόλο διευκόλυνσης και συντονισμού σε σχέση με τα μέτρα που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το τμήμα 1. Συγκεκριμένα, η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι έχει υιοθετηθεί μια συνεκτική προσέγγιση από τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα μέτρα σύμφωνα με το τμήμα 1, κυρίως όταν είναι αναγκαίο να κάνει χρήση των εξουσιών παρέμβασης σύμφωνα με το τμήμα 1, τη φύση των μέτρων που έχουν επιβληθεί και την έναρξη και τη διάρκεια των μέτρων.

2.  Μετά τη λήψη της κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 22 για κάθε μέτρο που πρόκειται να επιβληθεί ή να ανανεωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 16, 16α, 17 ή 18, η ΕΑΚΑΑ πρέπει εντός 24 ωρών να εκδώσει μια απόφαση σχετικά με το κατά πόσο το μέτρο ή το προτεινόμενο μέτρο είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής κατάστασης. Η απόφαση αυτή πρέπει να προσδιορίζει κατά πόσο η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι προέκυψαν ανεπιθύμητα γεγονότα ή εξελίξεις, τα οποία συνιστούν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, αν το μέτρο ή το προτεινόμενο μέτρο είναι κατάλληλο και εντός των ορίων της αναλογικότητας για την αντιμετώπιση της απειλής και αν η προτεινόμενη διάρκεια των μέτρων είναι αιτιολογημένη. Αν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι μέτρα από άλλες αρμόδιες αρχές είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση της απειλής, το αναφέρει επίσης στην απόφαση και ζητεί από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές να λάβουν τέτοια μέτρα εντός 24 ωρών. Η απόφαση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

3.  Εάν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι ένα μέτρο πρέπει να εφαρμοστεί σε επίπεδο Ένωσης, η απόφασή της είναι δεσμευτική για τις αρμόδιες αρχές και το μέτρο εισάγεται εντός 24 ωρών-

3α.  Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει τακτικά μέτρα στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου και, σε κάθε περίπτωση, κάθε τρεις μήνες. Εάν ένα μέτρο δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω περίοδο τριών μηνών, λήγει αυτόματα.

Άρθρο 24

Εξουσίες παρέμβασης της ΕΑΚΑΑ

1.  Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

   α) απαιτεί από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν καθαρές αρνητικές θέσεις σε σχέση με συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή ή να δημοσιοποιούν λεπτομέρειες για τη θέση αυτή·
   β) απαγορεύει ή επιβάλλει προϋποθέσεις σχετικά με φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν σε μια ανοικτή πώληση ή συναλλαγή η οποία δημιουργεί, ή συνδέεται με, ένα χρηματοπιστωτικό μέσο και η επίπτωση ή μια από τις επιπτώσεις της συναλλαγής είναι η εκχώρηση χρηματοπιστωτικού πλεονεκτήματος για το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην περίπτωση μείωσης της τιμής ή της αξίας ενός άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου·
   γ) περιορίζει τη συμμετοχή φυσικών ή νομικών προσώπων σε συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου που σχετίζονται με την υποχρέωση ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης ή περιορίζει την αξία των καθαρών θέσεων συναλλαγών συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου που μπορεί να συνάψει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο σχετικά με μια υποχρέωση ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης·
   δ) εμποδίζει φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν σε συναλλαγές που σχετίζονται με συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα που εμπίπτουν στο πεδίο του παρόντος κανονισμού ή περιορίζει την αξία των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο που μπορεί να συνάψει.

Ένα μέτρο μπορεί να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από τη σχετική αρμόδια αρχή. Εξαιρέσεις μπορούν ειδικότερα να καθορίζονται για να εφαρμόζονται σε δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και σε κύριες δραστηριότητές της αγοράς.

2.  Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει αποφάσεις μόνο σύμφωνα με την παράγραφο 1, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) τα μέτρα που παρατίθενται στα σημεία (α) έως (δ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 αφορούν μια απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματαγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση και υπάρχουν διασυνοριακές επιπτώσεις·
   β) η αρμόδια αρχή δεν έχει λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της απειλής ή τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την απειλή.

3.  Κατά τη λήψη των μέτρων που ορίζονται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη της τον βαθμό στον οποίο το μέτρο:

   α) θα αντιμετωπίσει σημαντικά την απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματαγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση ή θα βελτιώσει σημαντικά την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να παρακολουθούν την απειλή·
   β) δεν θα δημιουργήσει τον κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας·
   γ) δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της ρευστότητας στις αγορές αυτές ή τη δημιουργία αβεβαιότητας για τους φορείς της αγοράς, που είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα οφέλη του μέτρου.

Όταν μια αρμόδια αρχή ή αρμόδιες αρχές έχουν λάβει μέτρα σύμφωνα με τα άρθρα 16, 16α, 17 ή 18, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα που ορίζονται στην παράγραφο 1, χωρίς την έκδοση απόφασης που προβλέπεται στο άρθρο 23.

4.  Πριν αποφασίσει να επιβάλει ή να ανανεώσει οποιοδήποτε μέτρο ορίζεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει, εφόσον ενδείκνυται, το ΕΣΣΚ και τις σχετικές αρχές

5.  Πριν αποφασίσει να επιβάλει ή να ανανεώσει οποιοδήποτε μέτρο αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές το μέτρο που προτείνει. Η κοινοποίηση αυτή περιλαμβάνει λεπτομέρειες των προτεινόμενων μέτρων, της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων και συναλλαγών στις οποίες θα εφαρμόζονται, τα αποδεικτικά στοιχεία που ενισχύουν αυτές τις αιτιολογήσεις και τον χρόνο κατά τον οποίο τα μέτρα πρόκειται να τεθούν σε ισχύ.

6.  Η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες πριν το μέτρο τεθεί σε ισχύ ή ανανεωθεί. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να πραγματοποιήσει την κοινοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες πριν το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ στις περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να σταλεί ειδοποίηση 24 ώρες πριν.

7.  Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με οποιαδήποτε απόφαση επιβολής ή ανανέωσης οποιουδήποτε μέτρου που ορίζεται στην παράγραφο 1. Η ειδοποίηση πρέπει τουλάχιστον να διευκρινίζει τα ακόλουθα στοιχεία:

   α) τα μέτρα που επιβάλλονται, συμπεριλαμβανομένων των μέσων και της κατηγορίας των συναλλαγών για τις οποίες ισχύουν, καθώς και τη διάρκεια των μέτρων·
   β) τους λόγους για τους οποίους η ΕΑΚΑΑ είναι της γνώμης ότι είναι αναγκαία η επιβολή των μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που ενισχύουν τους λόγους αυτούς.

8.  Ένα μέτρο τίθεται σε ισχύ κατά την δημοσίευση της ειδοποίησης, ή σε χρόνο που καθορίζεται στην ανακοίνωση, μετά τη δημοσίευσή του, και εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με μια συναλλαγή που συνάφθηκε μετά την έναρξη ισχύος του μέτρου.

9.  Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει τα μέτρα που έλαβε, τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1, σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον κάθε τρεις μήνες. Εάν ένα μέτρο δεν ανανεωθεί μετά την εν λόγω περίοδο τριών μηνών, λήγει αυτόματα. Οι παράγραφοι 2 έως 8 εφαρμόζονται στην ανανέωση των μέτρων.

10.  Ένα μέτρο που εγκρίθηκε από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το παρόν άρθρο, υπερισχύει έναντι κάθε προηγούμενου μέτρου που λαμβάνεται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το τμήμα 1.

Άρθρο 25

Περαιτέρω καθορισμός των ανεπιθύμητων συμβάντων ή εξελίξεων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 36, που καθορίζουν τα κριτήρια και τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ για να καθορίζεται πότε προκύπτουν τα ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που ορίζονται στα άρθρα 16, 16α, 17, 18 και 23 και οι απειλές που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 2 εδάφιο (α).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΡΟΛΟΣ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ

Άρθρο 26

Αρμόδιες αρχές

Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Αυτές οι αρμόδιες αρχές είναι δημόσιες αρχές. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για αυτούς τους διορισμούς.

Άρθρο 27

Εξουσίες αρμόδιων αρχών

1.  Για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους βάσει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές έχουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι απαραίτητες για την επιτέλεση των καθηκόντων τους. Ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με τους παρακάτω τρόπους:

   α) άμεσα·
   β) σε συνεργασία με άλλες αρχές·
   γ) κατόπιν αίτησης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.  Για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών έχουν, σε συμμόρφωση με την εθνική νομοθεσία, τις ακόλουθες εξουσίες για:

   α) να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν έγγραφα ή αντίγραφα αυτών·
   β) να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλούν και να θέτουν ερωτήματα σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών·
   γ) να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους με ή χωρίς ανακοίνωση·
   δ) να απαιτούν κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγής δεδομένων,
   ε) να απαιτούν τη διακοπή κάθε πρακτικής που είναι αντίθετη με τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,
   στ) να ζητούν τη δέσμευση ή/και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων.

3.  Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 στοιχεία α) και β), έχουν την εξουσία σε μεμονωμένες περιπτώσεις να απαιτήσουν από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει μια συναλλαγή σύμβασης αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου:

   α) να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τον σκοπό της συναλλαγής και κατά πόσο προορίζεται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου ή για άλλο σκοπό·
   β) πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τον υποκείμενο κίνδυνο όταν η συναλλαγή προορίζεται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου.

Άρθρο 28

Έρευνες από την ΕΑΚΑΑ

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί, κατόπιν αίτησης ενός ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, ή με δική της πρωτοβουλία, να διεξάγει έρευνα σχετικά με ένα συγκεκριμένο ζήτημα ή μια συγκεκριμένη πρακτική που αφορά τις ανοικτές πωλήσεις ή τη χρήση των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου, ώστε να διαπιστωθεί εάν το ζήτημα ή η πρακτική συνιστά πιθανή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη των αγορών στην Ένωση.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει μια έκθεση που περιλαμβάνει τα ευρήματά της και τυχόν συστάσεις σχετικά με το ζήτημα ή την πρακτική εντός τριών μηνών από το τέλος της έρευνας.

Άρθρο 29

Επαγγελματικό απόρρητο

1.  Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την αρμόδια αρχή ή για μια οποιαδήποτε αρχή ή για οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένων ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν πρέπει να γνωστοποιούνται σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή αρχές, εκτός εάν η γνωστοποίηση είναι απαραίτητη στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

2.  Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών βάσει του παρόντος κανονισμού και οι οποίες αφορούν επιχειρηματικές ή επιχειρησιακές συνθήκες και άλλες οικονομικές ή προσωπικές υποθέσεις θεωρούνται εμπιστευτικές για όχι περισσότερα από δέκα χρόνια και αποτελούν αντικείμενο επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν η αρμόδια αρχή δηλώσει κατά τη στιγμή της επικοινωνίας ότι οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να γνωστοποιηθούν.

Άρθρο 30

Υποχρέωση συνεργασίας

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνεργάζονται όταν κρίνεται απαραίτητο ή σκόπιμο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ανταλλάσσουν πληροφορίες που αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 30α

Συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ

1.  Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.  Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 31

Συνεργασία σε περίπτωση αιτήματος για επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες

1.  Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της αρμόδιας αρχής ενός άλλου κράτους μέλους σχετικά με επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για οποιοδήποτε αίτημα, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Στην περίπτωση έρευνας ή ελέγχου με διασυνοριακές επιπτώσεις, η ΕΑΚΑΑ συντονίζει την έρευνα ή τον έλεγχο.

2.  Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή λαμβάνει αίτημα από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους για τη διενέργεια επιτόπου επιθεώρησης ή έρευνας, προβαίνει σε μια από τις ακόλουθες ενέργειες:

   α) διενεργεί η ίδια τον επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα·
   β) επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να συμμετάσχει σε έναν επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα·
   γ) επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να διενεργήσει η ίδια τον επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα·
   δ) ορίζει ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες για τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας·
   ε) αναθέτει συγκεκριμένα καθήκοντα σχετικά με τις δραστηριότητες εποπτείας στις άλλες αρμόδιες αρχές.

2α.  Η ΕΑΚΑΑ έχει επίσης τη δυνατότητα να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους με ή χωρίς προηγούμενη ανακοίνωση.

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκτελέσουν ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιους ελέγχους.

Άρθρο 32

Συνεργασία με τρίτες χώρες

1.  Οι αρμόδιες αρχές συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές αρχές σε τρίτες χώρες, την επιβολή των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τον παρόντα κανονισμό σε τρίτες χώρες και τη λήψη παρόμοιων μέτρων από την αρμόδια αρχή επιπροσθέτως των μέτρων που λαμβάνονται βάσει των άρθρων 16 έως 25.

Μια αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και άλλες αρμόδιες αρχές όταν προτείνει τη σύναψη μιας συμφωνίας αυτού του είδους.

1α.  Σύμφωνα με το άρθρο 30α, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν στην ΕΑΚΑΑ πληροφορίες που λαμβάνονται από εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.

2.  Η ΕΑΚΑΑ συντονίζει την ανάπτυξη συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και των σχετικών εποπτικών αρχών τρίτων χωρών. Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές για ένα πρότυπο συμφωνίας που θα χρησιμοποιηθεί από τις αρμόδιες αρχές.

Η ΕΑΚΑΑ συντονίζει επίσης την ανταλλαγή μεταξύ αρμόδιων αρχών πληροφοριών που λαμβάνονται από εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, οι οποίες μπορεί να αφορούν τη λήψη μέτρων βάσει των άρθρων 16 έως 25.

3.  Οι αρμόδιες αρχές συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών μόνο αν οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται υπόκεινται σε εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισοδύναμες τουλάχιστον με αυτές που ορίζονται στο άρθρο 29. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να αποσκοπεί στην εκτέλεση των καθηκόντων των συγκεκριμένων αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 33

Διαβίβαση και διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ κρατών μελών ή κρατών μελών και μιας τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την οδηγία 95/46/EΚ. Όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ σε κράτη μέλη ή σε τρίτη χώρα, η ΕΑΚΑΑ συμμορφώνεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Τα δεδομένα πρέπει να διατηρούνται για μέγιστο χρονικό διάστημα 5 ετών.

Άρθρο 34

Γνωστοποίηση πληροφοριών σε τρίτες χώρες

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους μπορεί να διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή τρίτης χώρας δεδομένα και την ανάλυση δεδομένων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 25 ή 26 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και μόνον κατά περίπτωση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους πρέπει να πεισθεί ότι η διαβίβαση είναι αναγκαία για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Η διαβίβαση στοιχείων γίνεται μόνον εάν η τρίτη χώρα εγγυηθεί ότι τα δεδομένα δεν θα διαβιβασθούν σε άλλη τρίτη χώρα χωρίς τη ρητή γραπτή άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους.

Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους γνωστοποιεί τις πληροφορίες που είναι εμπιστευτικές σύμφωνα με το άρθρο 29 και τις οποίες λαμβάνει από μια αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σε μια εποπτική αρχή τρίτης χώρας μόνο εάν η αρμόδια αρχή του σχετικού κράτους μέλους διαθέτει ρητή συμφωνία της αρμόδιας αρχής που έχει διαβιβάσει τις πληροφορίες και, κατά περίπτωση, αν οι πληροφορίες γνωστοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρμόδια αρχή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της.

Άρθρο 35

Κυρώσεις

Με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που εγκρίνει η ΕΑΚΑΑ και λαμβάνοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής για την ενίσχυση των καθεστώτων κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της εθνικής τους νομοθεσίας, θεσπίζουν κανόνες για την επιβολή διοικητικών μέτρων, κυρώσεων και χρηματικών ποινών σε περιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Τα μέτρα, οι κυρώσεις και οι ποινές που προβλέπονται πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Όταν ο πωλητής παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 12, οι ποινές θα πρέπει να είναι επαρκώς υψηλές προκειμένου να μην επιτρέπουν στον πωλητή να αποκτήσει κέρδος.

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά το είδος των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που θα υιοθετήσουν τα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν ▌στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ τις διατάξεις που αναφέρονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο έως την [1η Ιουλίου 2012] ▌και τις ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση για τυχόν μεταγενέστερη τροποποίηση που επηρεάζει τις διατάξεις αυτές.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της και επικαιροποιεί τακτικά κατάλογο των υφιστάμενων διοικητικών μέτρων και κυρώσεων ανά κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλα τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν. Εάν μια αρμόδια αρχή κοινολογήσει την επιβολή ενός διοικητικού μέτρου ή κύρωσης, οφείλει ταυτόχρονα να ενημερώσει την ΕΑΚΑΑ σχετικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙ

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 36

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  Η εξουσία για την έκδοση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη των όρων που ορίζονται στο παρόν Άρθρο.

2.  Οι εξουσίες για τη θέσπιση κατ3 εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 2 παράγραφος 2, 3 παράγραφος 7, 4 παράγραφος 2, 5 παράγραφος 3, 6 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 3, 8 παράγραφος 3, 15 παράγραφος 2, 19 παράγραφος 4 και στο άρθρο 25 εκχωρούνται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα.

2α.  Πριν από την έγκριση πράξεων κατ' εξουσιοδότηση, η Επιτροπή επιχειρεί να έλθει σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ.

3.  Η μεταβίβαση εξουσιών που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 3 παράγραφος 7, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 5 παράγραφος 3, στο άρθρο 6 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 3, στο άρθρο 8 παράγραφος 3, στο άρθρο 15 παράγραφος 2, στο άρθρο 19 παράγραφος 4 και στο άρθρο 25 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέρμα στην ανάθεση αρμοδιότητας που προβλέπει η εν λόγω απόφαση. Τίθεται εν ισχύι την επομένη από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία την οποία ορίζει σαφώς η απόφαση. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.  Μετά τη θέσπιση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή κοινοποιεί την εν λόγω πράξη ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.  Κάθε κατ' εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2, του άρθρου 3, παράγραφος 7, του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 5 παράγραφος 3, του άρθρου 6 παράγραφος 2, του άρθρου 7 παράγραφος 3, του άρθρου 8 παράγραφος 3, του άρθρου 15 παράγραφος 2, του άρθρου 19 παράγραφος 4 και του άρθρου 25 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχουν αντιταχθεί σε αυτή ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο εντός 2 μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή για το ότι δεν σκοπεύουν να προβάλουν αντίρρηση. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 39

Διαδικασία επιτροπών

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής(12). Πρόκειται για μια επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011(13).

2.  Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Άρθρο 39α

Προθεσμίες για την έγκριση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων

Η Επιτροπή εγκρίνει τις κατ3 εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 3 παράγραφος 7, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 5 παράγραφος 3, στο άρθρο 6 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 3, στο άρθρο 8 παράγραφος 3, στο άρθρο 15 παράγραφος 2, στο άρθρο 19 παράγραφος 4 και στο άρθρο 25 έως...(14).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 40

Επανεξέταση και υποβολή έκθεσης

Έως την 30ή Ιουνίου 2013, η Επιτροπή, κατόπιν συζητήσεων με τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με:

   α) την καταλληλότητα των ορίων αναφοράς και ▌δημοσιοποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 5 ▌και 8·
   αα) την καταλληλότητα της απαίτησης δημοσιοποίησης και της απαίτησης γνωστοποίησης και των ορίων γνωστοποίησης δυνάμει του άρθρου 7, λαμβάνοντας ειδικώς υπόψη τον αντίκτυπό τους στη ρευστότητα και τη διακύμανση των χρηματοπιστωτικών αγορών·
   αβ) κατά πόσο είναι σκόπιμη η απευθείας, συγκεντρωτική διαβίβαση πληροφοριών στην ΕΑΚΑΑ·
   β) τη λειτουργία των περιορισμών και των απαιτήσεων του κεφαλαίου II·
   γ) κατά πόσο άλλοι περιορισμοί ή όροι για τις ανοικτές πωλήσεις ή τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου θεωρούνται κατάλληλοι.

Άρθρο 41

Μεταβατική διάταξη

Υφιστάμενα μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, που ίσχυε πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου 2010 μπορούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται έως την [1η Ιουλίου 2013] με την προϋπόθεση ότι έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

Άρθρο 41α

Προσωπικό και πόροι της ΕΑΚΑΑ

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2011, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε αποτίμηση των αναγκών σε προσωπικό και πόρους τις οποίες συνεπάγεται η ανάληψη των εξουσιών και καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Άρθρο 42

Έναρξη ισχύος.

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ισχύει από την [1η Ιουλίου 2012].

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

...,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 84 της 17.3.2011, σ. 34.
(2) EE C 91 της 23.3.2011, σ. 1.
(3) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.
(4) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.
(5) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.
(6) ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.
(7) ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.
(8) Κανονισμός (EK) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2006 , για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής, (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).
(9) ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.
(10) ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.
(11) ΕΕ L 336 της 23.12.2003, σ. 33.
(12) ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45.
(13) ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.
(14)* Έξι μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου