To Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
εν δράσει
Τα κυριότερα σημεία 1999-2004

 
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως θεσμικό όργανο
Μεταρρύθμιση της ΕΕ
Διεύρυνση
Δέκα νέα κράτη μέλη
Η θέση του Κοινοβουλίου και η συγκατάθεσή του
Επόμενα βήματα
Δικαιώματα των πολιτών
Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις
Εξωτερικές σχέσεις
Περιβάλλον /
Προστασία των καταναλωτών
Μεταφορές /
Περιφερειακή Πολιτική
Γεωργία / Αλιεία
Οικονομική και Νομισματική Πολιτική
Απασχόληση και κοινωνική πολιτική / Δικαιώματα των γυναικών
Εσωτερική αγορά / Βιομηχανία / Ενέργεια / Έρευνα
 

EPP-ED PSE Group ELDR GUE/NGL The Greens| European Free Alliance UEN EDD/PDE


Μια μεγαλύτερη και ισχυρότερη Ένωση

Την 1η Μαΐου 2004, η δεκαπενταμελής Ένωση απέκτησε, δια μιας, δέκα νέα μέλη: τη Δημοκρατία της Τσεχίας, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία. Το ιστορικό αυτό γεγονός έλαβε χώρα μόλις ένα χρόνο από τότε που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την προσχώρηση των χωρών αυτών, ανοίγοντας τον δρόμο για την κύρωση της ένταξής τους από τα εθνικά κοινοβούλια και των 25 χωρών.

Από το 1997 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρακολουθούσε και επέβλεπε στενά τις διαπραγματεύσεις με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες καθώς και τις προόδους που σημειώνονταν. Το Κοινοβούλιο ανέκαθεν επέμενε ότι κάθε χώρα πρέπει να ενταχθεί αξιοκρατικά και όχι για λόγους καλής θέλησης. Τούτο σήμαινε ότι θεωρητικά ορισμένες χώρες θα μπορούσαν να ενταχθούν νωρίτερα από άλλες. Ταυτόχρονα, όμως, το Κοινοβούλιο κατέβαλε σκληρές προσπάθειες ώστε να εξασφαλίσει ότι όλες οι υποψήφιες χώρες θα γίνονταν δεκτές, προσφέροντας οικονομική και τεχνική συνδρομή, επικρίνοντας όπου ήταν αναγκαίο και ενθαρρύνοντας όποτε ήταν δυνατό. Όταν έδωσε την τελική του ετυμηγορία, στις 9 Απριλίου 2003, με χαρά του διαπίστωσε ότι και οι δέκα υποψήφιες χώρες με τις οποίες είχαν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις είχαν μεταρρυθμίσει σε τέτοιο βαθμό το πολιτικό, δικαστικό και οικονομικό τους σύστημα, ώστε ήταν σε θέση να ενταχθούν στην Ένωση.

Έτσι, στο ερώτημα του κατά πόσον οι χώρες αυτές θα εντάσσονταν στην Ένωση σταδιακά ή όλες μαζί η απάντηση που δόθηκε ήταν υπέρ της μαζικής ένταξης. Ωστόσο, θέλοντας να εξασφαλίσει ότι οι υποψήφιες χώρες δεν θα παρέκκλιναν από τη σωστή πορεία και δεν θα επαναπαύονταν στις δάφνες τους μετά την έγκριση της υποψηφιότητάς τους, το Κοινοβούλιο εισήγαγε «ρήτρες διασφάλισης» στη Συνθήκη Προσχώρησης. Οι ρήτρες αυτές προέβλεπαν την επιβολή κυρώσεων στις χώρες που δεν θα είχαν συμμορφωθεί με τους κανόνες της ΕΕ έως το Μάιο του 2004. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να είχε επιβληθεί σε μια χώρα απαγόρευση στις εξαγωγές κρεάτων στην περίπτωση μη εφαρμογής εκ μέρους της των κανόνων υγιεινής σχετικά με τα σφαγεία. Όπως πολλοί ήλπιζαν, χρήση των ρητρών αυτών τελικά δεν έγινε. Αν, ωστόσο, στο μέλλον υπάρξει κάποιο πρόβλημα εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας από τα νέα κράτη μέλη, θα ληφθούν τα μέτρα που προβλέπονται για τα πλήρη κράτη μέλη.

Ο δρόμος προς την ένταξη

Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, η ΕΕ δεν άργησε να συνάψει διπλωματικές σχέσεις με τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η ΕΕ σύναψε Συμφωνίες Σύνδεσης με δέκα από τις χώρες αυτές. Το 1993 δε, στη σύνοδο κορυφής στην Κοπεγχάγη, οι αρχηγοί κυβερνήσεων της ΕΕ πραγματοποίησαν ένα αποφασιστικό βήμα προς την τρέχουσα διεύρυνση. Αποφάσισαν συγκεκριμένα ότι «οι συνδεδεμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που το επιθυμούν θα γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Στην ίδια σύνοδο κορυφής καθορίστηκαν οι απαιτήσεις για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχουν γίνει γνωστές ως κριτήρια της Κοπεγχάγης. Τα κριτήρια αυτά είναι τα εξής: σταθεροί θεσμοί που να εγγυώνται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το σεβασμό των μειονοτήτων· ύπαρξη μιας οικονομίας της αγοράς εν λειτουργία, η οποία είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις ανταγωνιστικές πιέσεις και τις δυνάμεις της αγοράς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ικανότητα ανάληψης των υποχρεώσεων ενός μέλους της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης των στόχων της πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής Ένωσης· προσαρμογή, τέλος, των διοικητικών δομών έτσι ώστε να είναι δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας.

Το Μάρτιο του 1998 ελήφθη η απόφαση να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με έξη χώρες: την Κύπρο (η οποία εν τω μεταξύ είχε επίσης υποβάλει αίτηση ένταξης), τη Δημοκρατία της Τσεχίας, την Εσθονία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Σλοβενία. Η Μάλτα επανενεργοποίησε την αίτηση ένταξής της τον Οκτώβριο του 1998. Αρχής γενομένης από αυτό το έτος, η Επιτροπή δημοσίευσε τακτικές εκθέσεις προόδου για όλες τις υποψήφιες χώρες. Κατά τη σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999, οι αρχηγοί κυβερνήσεων αποφάσισαν να αρχίσουν περαιτέρω ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τη Ρουμανία, τη Σλοβακία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Βουλγαρία και τη Μάλτα και να αναγνωρίσουν επίσημα την Τουρκία ως υποψήφια χώρα. Τέλος, στη σύνοδο κορυφής της Κοπεγχάγης το Δεκέμβριο του 2002, αποφασίσθηκε να περατωθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Κύπρο, τη Δημοκρατία της Τσεχίας, την Εσθονία, την Ουγγαρία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Οι διαπραγματεύσεις με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία θα συνεχίζονταν με στόχο να προετοιμαστούν οι χώρες αυτές για ένταξη το 2007. Η λήψη απόφασης για την έναρξη διαπραγματεύσεων με την Τουρκία μετατέθηκε για το Δεκέμβριο του 2004.

Ο έλεγχος από την πλευρά του Κοινοβουλίου

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς τη διαδικασία της διεύρυνσης. Το 1998 όρισε εισηγητή για κάθε υποψήφια χώρα. Κάθε χρόνο οι βουλευτές αυτοί του Κοινοβουλίου συνέτασσαν έκθεση με βάση τις εκθέσεις προόδου που δημοσίευε η Επιτροπή καθώς και τα δικά τους πορίσματα. Επισκέπτονταν τακτικά τις υποψήφιες χώρες, εκτελούσαν εξεταστικές αποστολές και συζητούσαν με πολιτικούς, μη κυβερνητικές οργανώσεις, συνδικαλιστικές οργανώσεις και άλλους φορείς. Από το 1999, παρουσίαζαν μια φορά το χρόνο τις εκθέσεις τους κατά τη διάρκεια συνόδου ολομέλειας του Κοινοβουλίου. Στη συνέχεια, το Κοινοβούλιο ενέκρινε ψηφίσματα στα οποία επαινούσε τα θετικά βήματα που είχαν σημειωθεί και επεσήμαινε αδύνατα σημεία στα οποία χρειαζόταν να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες. Κατά την περίοδο αυτή εκφράστηκαν σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την προστασία μειονοτικών ομάδων, όπως οι Ρομά και οι ομοφυλόφιλοι, σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος, τη διακίνηση ανθρώπων και την προστασία του περιβάλλοντος.

Τα περισσότερα υποψήφια κράτη μέλη δεν χρειάστηκαν πολλές ενθαρρύνσεις όσον αφορά τα πολιτικά ή τα οικονομικά τους συστήματα. Το Κοινοβούλιο τους άσκησε, ωστόσο, τακτικά πιέσεις προκειμένου να λάβουν μέτρα όπου αυτά ήταν αναγκαία. Έτσι, παρότρυνε τη Μάλτα να εφαρμόσει σωστά τους ευρωπαϊκούς νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος και της φύσης. Επίσης, οι ευρωβουλευτές εξέφρασαν την ανησυχία τους σχετικά με τις αντικρουόμενες απόψεις που υποστήριζαν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση της Μάλτας σχετικά με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, ένα ζήτημα το οποίο διευθετήθηκε μια για πάντα από το λαό της Μάλτας σε δημοψήφισμα. Η Σλοβενία προειδοποιήθηκε να λάβει μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί η ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς. Ειδική περίπτωση ήταν η Κύπρος, η οποία είναι διαιρεμένη σε ελληνόφωνο και τουρκόφωνο τμήμα. Αν και το Κοινοβούλιο ανέκαθεν τόνιζε ότι η ένταξη της νήσου δεν πρέπει να εξαρτηθεί από την επίλυση του Κυπριακού, δεν δίστασε να πιέσει την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα, καθώς και την ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση, να καταλήξουν σε συμφωνία.

Οι βαλτικές δημοκρατίες της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας δεν άργησαν να ικανοποιήσουν τα ευρωπαϊκά πολιτικά και οικονομικά κριτήρια αλλά και στις τρεις περιπτώσεις το Κοινοβούλιο πίεσε να ληφθούν αποφασιστικότερα μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ζητήθηκε κατ’ επανάληψη από την Εσθονία και τη Λιθουανία να βελτιώσουν την ενσωμάτωση και την προστασία των ρωσικών μειονοτήτων τους, κάτι το οποίο ιδίως η Εσθονία έπραξε αμέσως. Ωστόσο, η Εσθονία χρειάστηκε κάποιες μεγαλύτερες πιέσεις προκειμένου να λάβει μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Η Λιθουανία παροτρύνθηκε να εξαλείψει τις διακρίσεις εναντίον των ομοφυλοφίλων και να αντιμετωπίσει σοβαρότερα το πρόβλημα της διακίνησης γυναικών.

Η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Ουγγαρία και η Πολωνία παροτρύνθηκαν να πάρουν αποφασιστικότερα μέτρα για την καταπολέμηση του σεξουαλικού τουρισμού, της παιδικής πορνείας και της διακίνησης γυναικών. Επίσης, ζητήθηκε από την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία να καταργήσουν τις διακρίσεις εναντίον των Ρομά και να θεσπίσουν προγράμματα ενσωμάτωσής τους. Δύο άλλα ανησυχητικά ζητήματα που αφορούσαν την Τσεχική Δημοκρατία ήταν η ασφάλεια του πυρηνικού σταθμού της στο Temelin και η απροθυμία της να καταργήσει τα «διατάγματα Μπένες», τα οποία νομιμοποιούσαν την εκδίωξη της εθνοτικής γερμανικής μειονότητας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τσεχική κυβέρνηση κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες για να εναρμονίσει τον πυρηνικό σταθμό με τα ευρωπαϊκά πρότυπα ασφαλείας, με βοήθεια από την ΕΕ, ενώ προέβη σε σημαντικές παραχωρήσεις οι οποίες αμβλύνουν τις επιπτώσεις των «διαταγμάτων Μπένες».

Η Ουγγαρία πιέστηκε να βελτιώσει τη νομοθεσία της για την προστασία του περιβάλλοντος. Ιδιαίτερη ανησυχία προκάλεσε ο υπερεδαφικός νόμος για τις ουγγρικές μειονότητες που ζουν σε γειτονικές χώρες. Ύστερα από επικρίσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επόμενη κυβέρνηση τροποποίησε τον νόμο. Το Κοινοβούλιο υπογράμμισε επίσης την ανάγκη για ιδιωτικοποίηση μεγάλων εταιρειών κρατικής ιδιοκτησίας, ιδίως στους τομείς του χάλυβα, της ενέργειας, της χημικής βιομηχανίας, των εξοπλισμών, της ζάχαρης και των διυλιστηρίων. Τόνισε ακόμη την ανάγκη για εκ βάθρων αναδιάρθρωση του γεωργικού τομέα, ο οποίος πριν από μερικά χρόνια απασχολούσε πάνω από το 27% του πληθυσμού. Να σημειωθεί ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο αντίστοιχος μέσος όρος είναι μόνο 5%. Ένα δύσκολο ζήτημα αποδείχθηκε επίσης ο ρωσικός θύλακας του Καλίνινγκραντ. Διευθετήθηκε όμως ικανοποιητικά ύστερα από διαπραγματεύσεις με την ρωσική κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, η λύση που συμφωνήθηκε δίνει τη δυνατότητα στους ρώσους πολίτες να διέρχονται με ευχέρεια από την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Σλοβακία αρχικά φαινόταν ότι θα δυσκολευθεί να εκπληρώσει τα πολιτικά κριτήρια. Η τότε κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Meciar εθεωρείτο ότι δεν καταβάλει τις αναγκαίες προσπάθειες όσον αφορά τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Όμως, ύστερα από τις γενικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1998 η Σλοβακία σημείωσε γρήγορες προόδους στο ζήτημα αυτό. Οι αδυναμίες τις οποίες επισήμανε έκτοτε το Κοινοβούλιο αφορούν κυρίως την αντιμετώπιση της μειονότητας των Ρομά, την ασφάλεια των πυρηνικών μονάδων του Bohunice και του Mochovce, οι οποίες πλέον πρόκειται να τεθούν οριστικά εκτός λειτουργίας το 2006 και το 2008, και την ανάγκη για καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος.

Δέκα χώρες παίρνουν το πράσινο φως

Οι τελευταίες εκθέσεις του Κοινοβουλίου για τις διάφορες υποψήφιες χώρες παρουσιάστηκαν στις 9 Απριλίου 2003. Το Κοινοβούλιο συμπέρανε με χαρά του ότι όλες οι υποψήφιες χώρες είχαν καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για να λύσουν τα προβλήματα που είχαν επισημανθεί κατά τα προηγούμενα έτη και αποφάσισε να δώσει τη σύμφωνη γνώμη του στην ένταξη κάθε μιας από τις δέκα υποψήφιες χώρες με τις οποίες είχαν περατωθεί διαπραγματεύσεις. Βάσει του άρθρου 49 της Συνθήκης ΕΕ, η ένταξη οποιασδήποτε νέας χώρας απαιτεί σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου με απόλυτη πλειοψηφία, δηλαδή από τις 626 ψήφους 314 ψήφους υπέρ. Στη συνέχεια, στις 14 Απριλίου, το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, στο οποίο λαμβάνουν μέρος οι υπουργοί εξωτερικών της ΕΕ, ενέκρινε ομόφωνα μια ενιαία Συνθήκη Προσχώρησης. Από τη στιγμή που το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έδωσαν το πράσινο φως, η Συνθήκη Προσχώρησης τέθηκε προς κύρωση στο σύνολο της από τα κοινοβούλια των δεκαπέντε υφιστάμενων κρατών μελών και των δέκα υποψήφιων χωρών. Όλες οι νέες χώρες εκτός από την Κύπρο πραγματοποίησαν δημοψήφισμα για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση· στα δημοψηφίσματα αυτά, η συντριπτική πλειοψηφία των πληθυσμών τάχθηκε υπέρ της ένταξης.

Επαρκή κεφάλαια για τις υπό ένταξη χώρες

Το Κοινοβούλιο όχι μόνο έδωσε τη σύμφωνη γνώμη του στην ένταξη των δέκα νέων κρατών, αλλά και φρόντισε, ύστερα από έντονη αντιπαράθεση με το Συμβούλιο Υπουργών, να υπάρχουν στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης επαρκή κεφάλαια για τις χώρες αυτές. Η αντιπαράθεση ξεκίνησε όταν το Συμβούλιο αποφάσισε, χωρίς να ζητήσει τη συμφωνία του Κοινοβουλίου, να συμπεριλάβει στη συνθήκη προσχώρησης περιοριστικά δημοσιονομικά στοιχεία για τις δέκα υπό ένταξη χώρες. Τούτο θεωρήθηκε από το Κοινοβούλιο ως παραβίαση των δημοσιονομικών εξουσιών του και ως διάκριση μεταξύ των παλαιών και των νέων κρατών μελών.

Μια εβδομάδα πριν από την ψηφοφορία της 9ης Απριλίου επιτεύχθηκε συμφωνία. Παράλληλα το Συμβούλιο τόνισε ότι θα σεβαστεί τα δημοσιονομικά δικαιώματα του Κοινοβουλίου, όχι μόνο όσον αφορά τους προϋπολογισμούς των τριών επόμενων ετών έως το 2006, αλλά και όσον αφορά τον μελλοντικό μακροπρόθεσμο δημοσιονομικό προϋπολογισμό από το 2007 και μετά βάσει των δημοσιονομικών προοπτικών. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο θέλησε άμεσα να αξιοποιήσει τις δημοσιονομικές του εξουσίες και να αυξήσει τον προϋπολογισμό για τις εσωτερικές πολιτικές έως το 2007 κατά 600 εκατ. ευρώ. Οι βουλευτές έκριναν αναγκαίο το ποσό αυτό για την επαρκή χρηματοδότηση της διεύρυνσης. Ύστερα από δύσκολες διαπραγματεύσεις, η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου πέτυχε την έγκριση του ποσού των 540 εκατ. ευρώ, το οποίο ισοδυναμεί με το 90% του ποσού που είχε αρχικά διεκδικήσει .

Το Συμβούλιο ανακοίνωσε ακόμη επίσημα ότι δεν θα υπάρξουν διακρίσεις εναντίον των νέων κρατών μελών και ότι η χρηματοδότηση που απαιτείται για την Τουρκία, η οποία αναγνωρίστηκε ως υποψήφια χώρα, θα προέλθει από τον προϋπολογισμό για την προενταξιακή στρατηγική και όχι από τον προϋπολογισμό εξωτερικής πολιτικής. Η απόφαση αυτή επιτρέπει να παραμείνουν περισσότερα διαθέσιμα κεφάλαια για την εξωτερική πολιτική.

Τα οφέλη της διεύρυνσης

Παρά τις απαιτούμενες προσπάθειες, το Κοινοβούλιο ανέκαθεν υπήρξε σθεναρός υπέρμαχος της διεύρυνσης, τα οφέλη της οποίας είναι πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά. Η εξάπλωση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ευημερίας στην Ευρώπη πρόκειται να ενισχύσει την ασφάλεια όλων των λαών της. Στην αγορά της ΕΕ, η οποία ήδη αριθμεί 370 εκατ. ανθρώπους, πρόκειται να προστεθούν πάνω από 100 εκατ. άνθρωποι που ανήκουν σε ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες, γεγονός που θα τονώσει την οικονομική ανάπτυξη και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας τόσο στα παλαιά όσο και στα νέα κράτη μέλη. Θα βελτιωθεί η ποιότητα της ζωής για τους πολίτες ολόκληρης της Ευρώπης, καθώς τα νέα κράτη μέλη θα υιοθετήσουν τις πολιτικές της ΕΕ για την προστασία του περιβάλλοντος και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, των ναρκωτικών και της λαθρομετανάστευσης. Η άφιξη νέων κρατών μελών θα εμπλουτίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω της αυξημένης πολιτιστικής πολυμορφίας και της καλύτερης κατανόησης των άλλων λαών. Η διεύρυνση θα ενισχύσει το διεθνή ρόλο της Ένωσης - στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, στην εμπορική πολιτική και σε άλλους τομείς παγκόσμιας σημασίας.

Πράγματι, ορισμένα πλεονεκτήματα γίνονται ήδη ορατά. Στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη έχουν αναδειχθεί σταθερές δημοκρατίες, με δημοκρατικούς θεσμούς και αυξημένο σεβασμό των μειονοτήτων. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στις χώρες αυτές έχουν οδηγήσει σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης (υψηλότερους από ό,τι στην Ευρωπαϊκή Ένωση) και σε βελτιωμένες προοπτικές απασχόλησης. Η διαδικασία αυτή υποβοηθήθηκε και ενθαρρύνθηκε από την προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και από την ευρωπαϊκή χρηματοδοτική ενίσχυση. Απόρροια των παραπάνω είναι η αύξηση των εμπορικών ανταλλαγών της Ένωσης με τις χώρες αυτές (εμπορικό πλεόνασμα 17 δισ. ευρώ κατά το 2000), γεγονός που συμβάλλει στην ενίσχυση της απασχόλησης και της ανάπτυξης στα παλαιά κράτη μέλη.



  
Εισηγητές:
  
Δημοκρατία της Τσεχίας: Jürgen Schröder (EPP-ED, D)
Εσθονία: Michael Gahler (EPP-ED, D)
Κύπρος: Jacques Poos (PES, L)
Λετονία: Elisabeth Schroedter (Greens/EFA, D)
Λιθουανία: Ιωάννης Σουλαδάκης (PES, GR)
Ουγγαρία: Luís Queiró (UEN, P)
Μάλτα: Ursula Stenzel (EPP-ED, A)
Πολωνία: Jas Gawronski (EPP-ED, I)
Σλοβενία: Demetrio Volcic (PES, I)
Σλοβακία: Jan Marinus Wiersma (PES, NL)
Βουλγαρία: Geoffrey Van Orden (EPP-ED, UK)
Ρουμανία: Baroness Nicholson of Winterbourne (ELDR, UK)
Τουρκία: Arie Oostlander (EPP-ED, NL)
Σύνοδος Κορυφής της Κοπεγχάγης (Ιούνιος 1993)
Σύνοδος Κορυφής του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999)
Σύνοδος Κορυφής της Κοπεγχάγης (Δεκέμβριος 2002)
Συνθήκη Προσχώρησης
Ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τη Διεύρυνση
  
Επίσημη εφημερίδα - τελικές πράξεις:
  
Δημοκρατία της Τσεχίας - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Εσθονία - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Κύπρος - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Λετονία- κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Λιθουανία - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Ουγγαρία - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Μάλτα - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Πολωνία - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Σλοβενία - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Σλοβακία - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ
Βουλγαρία
Ρουμανία
Τουρκία - κείμενο που εγκρίθηκε από το ΕΚ

 

 

 
  Publishing deadline: 2 April 2004