| Είναι σημαντικό για το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης το να είναι αποτελεσματικότερες οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα τελευταία χρόνια, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σταθερά εγκρίνει νομοθεσία με σκοπό την ολοκλήρωση των βιομηχανιών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ανά την ΕΕ ενώ παράλληλα επιδιώκεται η σύγκλιση ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικούς στόχους: αύξηση του ανταγωνισμού στη βιομηχανία και καλύτερη προστασία των επενδυτών. Το Κοινοβούλιο άκουσε με προσοχή τις απόψεις των εκπροσώπων της βιομηχανίας και των καταναλωτών, μέθοδος η οποία στο τέλος οδήγησε σε μια πιο ισορροπημένη και εφαρμόσιμη νομοθεσία.
Οι ολοκληρωμένες ανά την Ευρώπη χρηματοπιστωτικές αγορές θα ωφελήσουν τις επιχειρήσεις, τους επενδυτές και τους καταναλωτές. Οι εταιρείες θα μπορούν ευκολότερα να συγκεντρώνουν κεφάλαιο σε άλλα κράτη μέλη και οι εργαζόμενοι θα μπορούν να υπάγονται σε ένα συνταξιοδοτικό ταμείο που το διαχειρίζεται μια εταιρεία σε ένα άλλο κράτος μέλος. Η αύξηση του ανταγωνισμού θα οδηγήσει στο φθηνότερο κεφάλαιο, το οποίο με τη σειρά του θα ενισχύσει την ανάπτυξη στην πραγματική σφαίρα της οικονομίας. Αυτό όμως το άνοιγμα της αγοράς πρέπει να συμβαδίσει με μια αυστηρότερη επίβλεψη και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, προκειμένου να αποφευχθούν οι αστάθεια της αγοράς και οι περιπτώσεις απάτης. Η ολοκλήρωση των κοινοτικών χρηματοπιστωτικών αγορών αναμένετα να δώσει ώθηση στο ΑΕΠ κατά 1,1% επί μία δεκαετία (130 δις ευρώ) και να αυξήσει τις θέσεις εργασίας κατά 0,5%. Η ολοκλήρωση των αγορών των μετοχών θα μειώσει το κόστος του κεφαλαίου κατά 0,5%.
Το Μάιο του 1999, με παρότρυνση του Κοινοβουλίου, η Επιτροπή υπέβαλε Σχέδιο Δράσης για Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες το οποίο περιείχε 42 μέτρα που απέβλεπαν στην ενοποίηση των εθνικών χρηματοπιστωτικών αγορών σε μία ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας όρισε το 2005 ως ημερομηνία στόχο για την ολοκλήρωση του σχεδίου και έκτοτε σχεδόν όλα τα μέτρα έχουν εγκριθεί. Το Κοινοβούλιο στήριξε τις προσπάθειες αυτές για το άνοιγμα των αγορών, ενώ παράλληλα ζήτησε τη μεγαλύτερη προστασία των επενδυτών. Σε μία περίπτωση - δημόσιες προσφορές εξαγοράς - το Κοινοβούλιο επέβαλε την πλήρη αναθεώρηση της πρότασης, μετά την απόρριψη του πρώτου σχεδίου το οποίο θεώρησε πως δεν λάμβανε επαρκώς υπόψη τις συνέπειες για ορισμένα κράτη μέλη, και συγκεκριμένα τη Γερμανία.
Ο αντίκτυπος αυτής της νέας νομοθεσίας γίνεται ήδη αισθητός. Η βιομηχανία έχει προχωρήσει στην ορθολογική χρήση και αναδιάρθρωση. Έχουν αναπτυχθεί οι διασυνοριακές συναλλαγές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν κάνει την εμφάνισή τους σε άλλα κράτη μέλη. Παράλληλα γενικότερες επιλογές για τις επενδύσεις και την αποταμίευση έχουν μειώσει την εξάρτηση των εταιρειών από την δανειοληψία.
Αντιμετώπιση της αθέμιτης χρήσης εμπιστευτικών πληροφοριών
Μια οδηγία που εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο σκόπευε να θέσει εκτός νόμου τη χειραγώγηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, για παράδειγμα την τοποθέτηση των επενδυτικών εντολών με σκοπό τη δημιουργία στρεβλής αντίληψης της ζήτησης, ή τη διάδοση ψευδών πληροφοριών ή φημών προς επηρεασμό των τιμών. Η οδηγία αποκλείει επίσης τα άτομα που κάνουν αθέμιτη χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών από τη διαχείριση σε χρηματοπιστωτικά μέσα η τιμή των οποίων θα μπορούσε να επηρεασθεί από αυτές τις πληροφορίες. Οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη έως τον Οκτώβριο του 2004, είναι πολύ σημαντικοί για να δοθεί ώθηση στην εμπιστοσύνη των επενδυτών σε ένα πιο ανοικτό χρηματοπιστωτικό τομέα.
Με μια άλλη οδηγία θα μπορούν ευκολότερα οι εταιρείες να συγκεντρώνουν κεφάλαιο σε άλλα κράτη μέλη, με την καθιέρωση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού εγγράφου (ή διαβατηρίου) για τους εκδότες τίτλων προκειμένου το ενημερωτικό φυλλάδιο μιας εταιρείας το οποίο αναγνωρίζεται σε μία κοινοτική χώρα να ισχύει και στις άλλες. Για να περιορισθούν στο ελάχιστο τα υπερβολικά διοικητικά βάρη, το Κοινοβούλιο φρόντισε ώστε η οδηγία αυτή να επιτρέπει εξαιρέσεις σε μικρές εταιρείες: εξαιρούνται οι προσφορές μετοχών κάτω των 2,5 εκατ. ευρώ. επίσης, όπως ζήτησε το Κοινοβούλιο, οι εκδότες ομόλογων υψηλής ονομαστικής αξίας θα είναι ελεύθεροι να επιλέξουν τον μηχανισμό διανομής τους. Τα κράτη μέλη οφείλουν να θέσουν σε εφαρμογή το νόμο αυτό έως τον Ιούλιο του 2005.
Ο σκοπός ενός άλλου νόμου, της οδηγίας για τις επενδυτικές υπηρεσίες, είναι η δημιουργία ρευστών, ανταγωνιστικών και διάφανων αγορών για την εκτέλεση εντολών, π.χ. για την αγορά και πώληση μετοχών. Οι τράπεζες ή οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα μπορούν να αντιπαραβάλλουν την αγορά και την πώληση εντολών εσωτερικά ή έναντι του δικού τους κεφαλαίου χωρίς να καταφεύγουν σε μια οργανωμένη αγορά. Σε χώρες όπως το ΗΒ, όπου αυτό ήδη επιτρέπεται, μεγάλα ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων διαχειρίζονται εσωτερικά περίπου το 15% έως 30% των εντολών. Αυτό το άνοιγμα των αγορών συνδυάζεται με αυστηρότερες απαιτήσεις για διαφάνεια των τιμών. Το Κοινοβούλιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποσαφήνιση της αρχικής πρότασης, την προσαρμογή της έτσι ώστε να καταστεί καλύτερα εφαρμόσιμη σε διάφορες καταστάσεις της αγοράς, στη διάκριση ανάμεσα στους επαγγελματίες και τους μικρούς πελάτες και την απαλλαγή των επιχειρήσεων απλής διεκπεραίωσης.
Μια οδηγία για διαφάνεια ορίζει τους ελάχιστους κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιεύονται από όλες τις δημόσια συναλλασσόμενες εταιρείες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σκοπός είναι να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών σε εταιρείες των οποίων οι μετοχές υπόκεινται σε διαπραγμάτευση σε άλλες χώρες, πράγμα που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ενθάρρυνση των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών επενδύσεων. Οι ετήσιες εκθέσεις των εταιρειών θα περιλαμβάνουν ελεγμένα δημοσιονομικά δελτία, μια έκθεση διαχείρισης και δηλώσεις από το άτομο που ευθύνεται για την πληροφόρηση. Είναι επίσης υποχρεωτικές οι εξαμηνιαίες εκθέσεις, αλλά λιγότερο απαιτητικές από τις ετήσιες. Κατόπιν αιτήματος του Κοινοβουλίου, οι τριμηνιαίες αποδόσεις λογαριασμών δεν θα είναι υποχρεωτικές.
Δημόσιες προσφορές εξαγοράς: όχι κατακερματισμός
Σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να θεσπισθούν τυποποιημένοι κοινοτικοί κανόνες για την απόκτηση μετοχών της πλειοψηφίας σε εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες. Η οδηγία περιλαμβάνει έναν κοινό ορισμό μιας δίκαιης τιμής καθώς και αυστηρές ρήτρες πληροφόρησης. Κεντρικό ζήτημα αποτέλεσε η προστασία των μετόχων μειοψηφίας.
Είναι μεγάλη η ιστορία της οδηγίας. Μετά από περισσότερα από 12 χρόνια διαπραγματεύσεων, το Κοινοβούλιο απέρριψε το 2001 με ελάχιστη διαφορά συμφωνία με το Συμβούλιο επειδή αυτό δεν ελάμβανε υπόψη τις μεγάλες διαφορές στο εμπορικό δίκαιο των κρατών μελών. Οι ευρωβουλευτές που καταψήφισαν την οδηγία πίστευαν πως η συμβιβαστική λύση δεν πρόβλεπε συγκρίσιμες καταστάσεις. Περιόριζε τη δυνατότητα των αμυντικών μέτρων που είναι φυσιολογικά σε ορισμένες αγορές, όπως στη Γερμανία, αλλά επέτρεπε το ενδεχόμενο των δικαιωμάτων πολλαπλών ψηφοφοριών, πράγμα σύνηθες στις Σκανδιναβικές χώρες που μπορεί να λειτουργήσει και ως de facto αμυντικό μέτρο.
Αφού απορρίφθηκε η πρώτη της οδηγία, η Επιτροπή υπέβαλε μια νέα πρόταση που και αυτή δεν κάλυπτε τις απαιτήσεις του Κοινοβουλίου και η οποία στη συνέχεια τροποποιήθηκε σημαντικά μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ των ευρωβουλευτών και του Συμβουλίου. Ο τελευταίος συμβιβασμός που εγκρίθηκε το Δεκέμβριο του 2003 αναγνωρίζει διαφορές στην εθνική νομοθεσία και στις πρακτικές της αγοράς των κρατών μελών και τους επιτρέπει να μην εφαρμόζουν ορισμένες διατάξεις. Στην πράξη, τα κράτη μέλη μπορούν ακόμα να επιτρέπουν στις εταιρείες να διατηρούν προστατευτικά μέτρα. Η οδηγία ασχολείται επίσης με το θέμα των πολλαπλών δικαιωμάτων ψήφου, το οποίο δεν συμπεριέλαβε η Επιτροπή.
Ένα ακόμη μέτρο για την προστασία των επενδυτών ήταν η οδηγία για την προληπτική εποπτεία των ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων. Έτσι θα καλυφθεί το κενό στην ισχύουσα νομοθεσία, η οποία δεν καλύπτει τις συναλλαγές εντός ενός τέτοιου ομίλου. Οι νέοι κανόνες θα περιορίσουν τον κίνδυνο των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζουν τέτοιοι όμιλοι, οι οποίοι ορίζονται ως εταιρείες των οποίων τουλάχιστον το 40% των περιουσιακών στοχείων συνίσταται σε χρηματοπιστωτικές οντότητες. Ορισμένοι από αυτούς συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά συγκροτήματα του κόσμου και μια κρίση θα μπορούσε να θίξει όχι μόνο μεμονωμένους επενδυτές αλλά και ολόκληρη τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η οδηγία θα ισχύσει για λογαριασμούς του οικονομικού έτους που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2005.
Η δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς για ασφαλιστική διαμεσολάβηση είναι ο σκοπός μιας άλλης οδηγίας. Από το Δεκέμβριο του 2003, ένας πράκτορας ασφαλειών που έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει το δικαίωμα να πωλήσει τις υπηρεσίες του σε ένα άλλο κράτος μέλος. Προς το παρόν το 50% των ασφαλιστικών συμβολαίων πωλούνται από μεσάζοντες, αλλά λίγοι από αυτούς παρέχουν τις υπηρεσίες τους εκτός της χώρας τους.
Τέλος, επετεύχθη πρόοδος στην εσωτερική αγορά σε ό,τι αφορά τα συνταξιοδοτικά συστήματα των επιχειρήσεων. Βάσει μιας νέας οδηγίας, η οποία θα εφαρμοσθεί από τα μέσα του 2005, ένα συνταξιοδοτικό ταμείο που έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος θα μπορεί να διαχειρίζεται το σύστημα συντάξεων μιας εταιρείας που είναι εγκατεστημένη σε μια άλλη χώρα χωρίς να χρειάζεται να αποκτήσει και άλλη έδρα. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι σε πολυεθνικές εταιρείες θα μπορούν ευκολότερα να μεταφέρουν τις συντάξεις τους από μία χώρα σε άλλη.
|