Από τον Ιούλιο του 2003 τα τραπεζικά τέλη για την αποστολή ευρώ από ένα κράτος μέλος της ΕΕ σε ένα άλλο είναι ίσου ύψους με εκείνα για τα εγχώρια εμβάσματα ευρώ. Επίσης, οι πληρωμές με πιστωτική κάρτα και οι αναλήψεις από αυτόματα μηχανήματα δεν κοστίζουν στις άλλες χώρες της ΕΕ περισσότερο από ό,τι στη χώρα μας. Όλα αυτά οφείλονται σε έναν κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποχρεώνει τις τράπεζες να εισπράττουν τα ίδια τέλη για τις εγχώριες και τις διαμεθοριακές τραπεζικές συναλλαγές σε ευρώ, κάτι το οποίο αποτελούσε εδώ και καιρό αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Καθώς πλησίαζε η ημερομηνία κατά την οποία επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα του ευρώ, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 2002, εκφράζονταν όλο και περισσότεροι φόβοι μήπως οι επιχειρήσεις και το ευρύτερο κοινό δεν δουν αμέσως ορισμένα από τα οφέλη. Οι τράπεζες δεν είχαν καμιά υποχρέωση να εισπράττουν ίδια ποσά για τις διαμεθοριακές συναλλαγές σε ευρώ όπως για τις εγχώριες πληρωμές και πράγματι υπήρχαν ενδείξεις ότι πολλές θα συνέχιζαν να πραγματοποιούν μια (τεχνητή πλέον) διάκριση ανάμεσα σε «εγχώριες» και «αλλοδαπές» πληρωμές σε ευρώ. Από μελέτες προέκυψε ότι η μεταφορά 100 ευρώ από μια χώρα της ΕΕ στην άλλη θα μπορούσε να στοιχίσει έως και 24 ευρώ σε τέλη. Στο φως της τεχνολογικής προόδου και της επικείμενης εξαφάνισης των κινδύνων συναλλαγματικής ισοτιμίας στην ευρωζώνη, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα συμφώνησαν ότι αυτή η κατάσταση πραγμάτων ήταν αδικαιολόγητη.
Το Κοινοβούλιο είχε υποστηρίξει από παλιά την μείωση των τελών για τις διαμεθοριακές μεταφορές, τα οποία παρέμεναν υψηλότερα από τα τέλη για τις εγχώριες μεταφορές ακόμα και μετά την έναρξη χρήσης του ευρώ το 1999. Επίσης, οι τράπεζες έδιναν την εντύπωση ότι προσφέρουν ανεπαρκείς πληροφορίες στους πελάτες τους για τα τέλη που χρεώνουν. Η ύπαρξη υψηλότερων τελών για τις διαμεθοριακές πληρωμές και μεταφορές θεωρείτο εμπόδιο στο εμπόριο και στην εσωτερική αγορά, ενώ παράλληλα επηρέαζε την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στο ευρώ. Ορισμένες τράπεζες στην αρχή έκαναν εκστρατεία εναντίον της θέσπισης κανονισμού, υποστηρίζοντας ότι οι δυνάμεις της αγοράς μόνες τους θα επέφεραν μείωση των τραπεζικών τελών. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο πίστευε ότι είχε ήδη δοθεί αρκετό χρονικό περιθώριο στις τράπεζες και ότι η αρχή των ίσων τελών έπρεπε να επιβληθεί δια νόμου.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμμερίστηκε αυτή την άποψη και ως εκ τούτου εκπόνησε κανονισμό ο οποίος εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο το Δεκέμβριο του 2001 με τον οποίο υποχρεώνονται οι τράπεζες να εισπράττουν ίσα τέλη από την 1η Ιουλίου 2002 για τις «ηλεκτρονικές συναλλαγές» (αναλήψεις μετρητών και πληρωμές με πιστωτικές κάρτες) και από την 1η Ιουλίου 2003 για τις μεταφορές από ένα τραπεζικό λογαριασμό σε άλλον. Και στις δύο περιπτώσεις, έχει τεθεί ανώτατο όριο 12.500 ευρώ για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, όμως το ποσό αυτό από την 1η Ιανουαρίου 2006 θα είναι ύψους μέχρι και 50.000 ευρώ. Ο κανονισμός ισχύει για μεταφορές ευρώ σε όλα τα κράτη μέλη και όχι μόνο στην ευρωζώνη.
Πρόκειται να εισαχθεί σταδιακά ανώτατο όριο 50.000 ευρώ
Η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο συμφώνησαν αρχικά ότι το ανώτατο όριο πρέπει να οριστεί στα 50.000 ευρώ. Ωστόσο, το Συμβούλιο πίεσε να θεσπιστεί χαμηλότερο όριο, ίσο με 12.500 ευρώ. Προκειμένου να επιτευχθεί ταχεία συμφωνία με το Συμβούλιο και να εγκριθεί ταχύτερα η νομοθεσία, το Κοινοβούλιο δέχτηκε τελικά τη χαμηλότερη τιμή του ορίου υπό τον όρο να αυξηθεί σε 50.000 ευρώ το 2006. Έτσι, οι τράπεζες έχουν χρόνο να προσαρμοστούν στη νέα νομοθεσία.
Ο κανονισμός κατά κανένα τρόπο δεν εμποδίζει τις τράπεζες να ανταγωνίζονται ως προς το ύψος των προμηθειών που χρεώνουν, υπό τον όρο ότι δεν θα ευνοούν τις εγχώριες μεταφορές. Πράγματι, οι τράπεζες είναι επίσης ελεύθερες να αυξήσουν τα εγχώρια τέλη δεδομένου ότι ο κανονισμός δεν τις υποχρεώνει να μειώσουν τα τέλη των διαμεθοριακών συναλλαγών αλλά απλώς να τα εξισώσουν με τα τέλη των εγχωρίων. Ωστόσο, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων καθιστά απίθανο αυτό το ενδεχόμενο. Επίσης, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν πάγια προμήθεια η οποία καλύπτει διάφορες υπηρεσίες πληρωμών, ένα σύστημα που τους επιτρέπει να κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε διάφορους τύπους πελατών αλλά όχι ανάμεσα σε διαμεθοριακές και εθνικές πληρωμές. Για παράδειγμα, μπορούν να προσφέρουν δωρεάν ορισμένο αριθμό αναλήψεων, είτε στην χώρα του πελάτη είτε στο εξωτερικό, ή πάγιο ετήσιο τέλος για δυνατότητα χρήσης της κάρτας στο εξωτερικό.
Η υποχρέωση για ίσα τέλη δεν εφαρμόζεται στις χάρτινες επιταγές, δεδομένου ότι η επεξεργασία τους είναι περισσότερο δαπανηρή απ’ ότι οι ηλεκτρονικές πληρωμές. Επίσης, οι τράπεζες δικαιούνται να ζητούν μεγαλύτερα τέλη εάν ο πελάτης δεν γνωστοποιεί τον αριθμό IBAN του αποδέκτη της μεταφοράς.
|