Η πρόληψη της παρενόχλησης και των διακρίσεων, η προστασία των θυμάτων και η προάσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών και των ανδρών κατά την επιστροφή τους από άδειες μητρότητας ή πατρότητας είναι ορισμένα από τα μέτρα που προβλέπονται στη νέα οδηγία για την ίση μεταχείριση. Ωστόσο, παρόλο που οι νέοι ρόλοι ανδρών και γυναικών στην οικογένεια και την κοινωνία ώθησαν την Ένωση να καταπολεμήσει ορισμένες μορφές διακρίσεων, απομένουν να γίνουν πολλά ακόμη για να εξασφαλιστεί η ίση αμοιβή για τα δύο φύλα.
Όταν, τον Ιούλιο του 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την αναθεώρηση μιας οδηγίας που αριθμούσε 25 έτη, οι ευρωβουλευτές έκριναν ότι το νέο κείμενο δεν ανταποκρινόταν επαρκώς στην πραγματική κατάσταση των γυναικών στον κόσμο της εργασίας. Καθώς η νέα οδηγία έπρεπε να εγκριθεί με συναπόφαση, το Κοινοβούλιο μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της. Ήδη από την πρώτη ανάγνωση, το Κοινοβούλιο έδωσε αγώνα για να ληφθούν θετικά μέτρα που να διευκολύνουν την άσκηση μιας επαγγελματικής δραστηριότητας από άτομα του λιγότερο εκπροσωπούμενου φύλου, που είναι συνήθως οι γυναίκες. Χάρη στις προτάσεις των βουλευτών, η νέα οδηγία προβλέπει τη συγκρότηση, από τα κράτη μέλη, οργανισμών που θα αναλάβουν να προωθήσουν την ίση μεταχείριση, καθώς και τη δικαστική προστασία όσων πέφτουν θύματα διακρίσεων που βασίζονται στο φύλο.
Πρόληψη της παρενόχλησης
Το Κοινοβούλιο διαπραγματεύτηκε σκληρά την οδηγία αυτή με το Συμβούλιο, φτάνοντας μέχρι τη συνδιαλλαγή. Τον Απρίλιο του 2002, τα δύο σκέλη της νομοθετικής αρχής συμφώνησαν σε ένα κείμενο που ανταποκρίνεται καλύτερα στις συνθήκες εργασίας και τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Από το 2005, όταν η οδηγία αυτή θα έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, θα αποτελεί ένα σημαντικό κοινωνικοοικονομικό εργαλείο για τη διευρυμένη Ένωση.
Για πρώτη φορά η "σεξουαλική παρενόχληση" ορίζεται σε κοινοτικό επίπεδο: είναι η "κατάσταση κατά την οποία μια μη επιθυμητή συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα, η οποία εκφράζεται σωματικά, λεκτικά ή μη, εκδηλώνεται με σκοπό ή αποτέλεσμα να προσβάλλει την αξιοπρέπεια ενός προσώπου και, ειδικότερα, να δημιουργεί ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, υποβιβαστικό, ταπεινωτικό ή προσβλητικό περιβάλλον". Η οδηγία ορίζει επίσης την "άμεση διάκριση", την "έμμεση διάκριση" και την "παρενόχληση" εν γένει.
Οι γυναίκες δικαιούνται πλέον προστασίας σε περίπτωση παρενόχλησης, ιδίως σεξουαλικής, στο χώρο εργασίας. Επιπλέον, κάθε πρόσωπο που στηρίζει τα θύματα σεξουαλικής διάκρισης ή παρενόχλησης απολαύει της ίδιας προστασίας από δυσμενείς μεταχειρίσεις. Οι εργοδότες και τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την επαγγελματική κατάρτιση υποχρεούνται να λάβουν προληπτικά μέτρα.
Δικαίωμα στη μητρότητα και την πατρότητα
Η νέα οδηγία απαγορεύει τη διάκριση έναντι των γυναικών λόγω εγκυμοσύνης ή λόγω αδείας μητρότητας. Όμως το Κοινοβούλιο ήθελε πάντα, και το πέτυχε, οι γυναίκες και οι άνδρες να έχουν το δικαίωμα να ξαναβρούν την ίδια ή ισότιμη απασχόληση μετά τη λήξη μιας άδειας μητρότητας, πατρότητας ή υιοθεσίας, όταν οι άδειες αυτές επιτρέπονται από τα κράτη μέλη.
Η οδηγία αποβλέπει επίσης στην ίση μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση και προαγωγή. Προβλέπονται "θετικά μέτρα", δηλαδή εδικά πλεονεκτήματα για το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο σε μια επαγγελματική δραστηριότητα. Τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνήσουν για τη συγκρότηση οργανισμών οι οποίοι θα αναλάβουν την εποπτεία της ισότητας. Πρέπει επίσης να τεθούν σε εφαρμογή δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες για να τιμωρούνται οι παραβιάσεις της οδηγίας.
Άνισες ακόμη αμοιβές για εργασία ίσης αξίας
Το σύνθημα της δεκαετίας του '50 "ίση αμοιβή για εργασία ίσης αξίας" εξακολουθεί δυστυχώς να είναι επίκαιρο. Παρά το γεγονός ότι το 1975 εγκρίθηκε ευρωπαϊκή οδηγία για ίση αμοιβή των εργαζομένων ανδρών και γυναικών, ακόμη και σήμερα πολλές γυναίκες πληρώνονται πολύ λιγότερο από τους άνδρες για την ίδια εργασία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επανειλημμένως έχει αποδοκιμάσει την απροθυμία των κρατών μελών να εφαρμόσουν την οδηγία του 1975 και έχει ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλάβει πιο αποφασιστική δράση.
Σε έκθεση πρωτοβουλίας που εγκρίθηκε τον Σεπτέμβριο του 2001, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαπίστωνε ότι η απόκλιση στις αμοιβές των φύλων ήταν κατά μέσο όρο 28% στην ΕΕ για την ίση εργασία και 15%, πάντα υπέρ των ανδρών, αν συνεκτιμηθούν και οι διαρθρωτικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας, ιδίως σε ό,τι αφορά την ηλικία, την κατάρτιση, το επάγγελμα και τη διάρθρωση των σταδιοδρομιών. Για το ΕΚ, "αυτή η μέση απόκλιση του 15% στις αμοιβές απορρέει αναπόφευκτα από μηχανισμούς υποτίμησης που δημιουργούν διακρίσεις, γεγονός που είναι απαράδεκτο". Μεταξύ άλλων οι βουλευτές ζητούσαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναθεωρήσει την οδηγία του 1975.
Στη συνέχεια, σε ψήφισμα που εγκρίθηκε το 2002, οι βουλευτές ζήτησαν γενικότερα από την Επιτροπή να εκσυγχρονίσει όλες τις οδηγίες που αφορούν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, όχι μόνο σε θέματα αμοιβής, αλλά και κοινωνικής ασφάλισης, απασχόλησης, όρων εργασίας, συνδυασμού επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων. Διότι, εκτός από τη μισθολογική ανισότητα, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν και άλλα διαρθρωτικά μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών (54%) εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από αυτό των ανδρών. Επιπλέον, από τους δέκα εργαζόμενους με μερική απασχόληση, οι οκτώ είναι γυναίκες.
Τέλος, στο πλαίσιο της Συνέλευσης για το μέλλον της Ευρώπης οι ευρωβουλευτές υποστήριξαν με σθένος το αίτημα να εισαχθεί στο σχέδιο Συντάγματος η αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών ως μία από τις αξίες της Ένωσης, γεγονός που θα ενισχύσει εν καιρώ τις νομικές βάσεις για την ανάληψη νέων ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών, προκειμένου η αρχή αυτή να γίνει αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας.
|