Με βάση τη λογική του Πρωτοκόλλου του Κιότο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστηρίζει την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων έναντι των κλασικών πηγών ενέργειας και θέλει να προωθήσει τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας που προέρχονται από τον άνεμο, τον ήλιο ή το βιοαέριο. Η ιδέα για μια πιο ορθολογική ενεργειακή πολιτική κερδίζει έδαφος στην κοινή γνώμη, αλλά τα κράτη μέλη είναι απρόθυμα να θέσουν δεσμευτικούς στόχους. Ωστόσο, οι βουλευτές πέτυχαν να δώσουν κάπως πιο ουσιαστικό περιεχόμενο στις σχεδιαζόμενες πολιτικές.
Σε 50 χρόνια, οι ορυκτές πηγές ενέργειας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, θα αρχίσουν να εξαντλούνται. Επιπλέον, η κατανάλωση αυτών των μορφών ενέργειας είναι σήμερα υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την παραγωγή CO2 και για το συνακόλουθο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Έτσι, η Ευρώπη έχει συμφέρον να αναπτύξει από τώρα τη χρήση ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, πολλώ μάλλον που η παραγωγή τους θα δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών θα αποτελέσει πρωταρχική επένδυση για τη μελλοντική μας ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, παρά τα επιχειρήματα αυτά, οι βουλευτές χρειάστηκε να δώσουν αγώνα για να ωθήσουν τα κράτη μέλη να προχωρήσουν.
Το 1997, σε Λευκή Βίβλο της με τον τίτλο "Ενέργεια για το μέλλον", η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατύπωσε γενικούς στόχους για την προώθηση των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και της παραγωγής ηλεκτρισμού από εναλλακτικές πηγές. Ήδη από το 1998, το Κοινοβούλιο ζητούσε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να του υποβάλει νομοθετική πρόταση με στόχο τη στήριξη της παραγωγής ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Σε έκθεση που ενέκριναν τον Μάρτιο του 2000, οι βουλευτές τάσσονταν υπέρ μιας νομοθεσίας που να διασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας σε σχέση με τις παραδοσιακές πηγές. Κρίνοντας ότι οι προτάσεις της Επιτροπής δεν ήταν αρκετά φιλόδοξες, οι βουλευτές ζητούσαν μια οδηγία που να καθορίζει κανόνες πρόσβασης κατά προτεραιότητα στον ηλεκτρισμό που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και να καθιερώνει ένα χρηματοδοτικό πλαίσιο κοινοτικής παρέμβασης, με ανάληψη των εξόδων από κοινού με τα κράτη μέλη, για την έρευνα και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Στόχος 2010: το εν πέμπτον του ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές
Τον Μάιο του 2000 η Επιτροπή πρότεινε μια πρωτοβουλία για τη μείωση των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αυξάνοντας το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη εσωτερική κατανάλωση ενέργειας. Τα κράτη μέλη καλούνταν να εντείνουν τις προσπάθειές τους, χωρίς όμως μεγάλες υποχρεώσεις.
Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας συναπόφασης, το Κοινοβούλιο ζητούσε δεσμευτικούς στόχους, όμως το Συμβούλιο αντιτάχθηκε σε κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια, τα δύο θεσμικά όργανα αναζήτησαν κάποιο συμβιβασμό. Τελικά, οι εθνικοί στόχοι κατανάλωσης ηλεκτρισμού παραγόμενου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα είναι ενδεικτικοί και θα παραμείνουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ωστόσο, θα πρέπει να συνάδουν με τους συνολικούς ενδεικτικούς στόχους της Κοινότητας για το 2010, δηλαδή 12% της ακαθάριστης ενεργειακής κατανάλωσης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ήτοι διπλασιασμός σε 10 χρόνια) και 22,1% της παραγωγής ηλεκτρισμού. Ενόψει του 2010, οι στόχοι αυτοί αντιπροσωπεύουν επίσης μια εξοικονόμηση εξόδων για καύσιμα της τάξεως των 3 δισ. ευρώ ετησίως, μια μείωση των εκπομπών CO2 ύψους 400 εκατ. τόνων ετησίως και μείωση των εισαγωγών καυσίμων κατά 17,4%.
Κάθε κράτος μέλος όφειλε να δημοσιεύσει έως τον Οκτώβριο του 2002 μια πρώτη έκθεση σχετικά με την υλοποίηση των εθνικών του στόχων. Με βάση τις εκθέσεις αυτές, η Επιτροπή θα δημοσιεύσει έναν γενικό απολογισμό της κατάστασης τον Οκτώβριο του 2004. Οι βουλευτές πέτυχαν ώστε, σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν έχουν επιτελέσει επαρκή πρόοδο για την εκπλήρωση των στόχων τους, η Επιτροπή να υποβάλει πιο δεσμευτικές προτάσεις.
Ενθάρρυνση της "έξυπνης" ενέργειας
Τον Απρίλιο του 2002, η Επιτροπή πρότεινε τη θέσπιση προγράμματος πλαισίου για τα έτη 2003-2006 με τον τίτλο "Έξυπνη ενέργεια για την Ευρώπη", προκειμένου να ενθαρρυνθεί μια πιο συνετή κατανάλωση και να προωθηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη. Το πρόγραμμα παρέχει κοινοτικές χρηματοδοτικές ενισχύσεις (στο 50% του κόστους κατ' ανώτατο όριο) για συγκεκριμένες δράσεις και σχέδια. Η ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη χρήση της ενέργειας συνιστά σημαντικό οικονομικό δυναμικό που μπορεί να φτάσει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, περίπου στο ένα πέμπτο της ετήσιας συνολικής κατανάλωσης.
Το Κοινοβούλιο αναζήτησε συμβιβασμό με το Συμβούλιο πριν από τη λήξη της διαδικασίας, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχεία έναρξη του προγράμματος. Το Συμβούλιο αποδέχθηκε τις περισσότερες από τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου που είχαν ως στόχο την ένταξη των υποψηφίων χωρών στο πρόγραμμα και τη βελτίωση της διαφάνειας όσον αφορά την επιλογή των συμμετεχόντων. Το ίδιο συνέβη και με τον προϋπολογισμό, όπου το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφώνησαν σε ένα ποσόν της τάξεως των 200 εκατ. ευρώ.
Ο προϋπολογισμός αυτός θα χρησιμεύσει για τη χρηματοδότηση διαφόρων ειδικών προγραμμάτων: βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας στους τομείς της οικοδομής και της βιομηχανίας (SAVE)· προώθηση των νέων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την κεντρική και αποκεντρωμένη παραγωγή, και ένταξή τους στο αστικό περιβάλλον (ALTENER)· διαφοροποίηση των καυσίμων και προώθηση των καυσίμων από ανανεώσιμες πηγές και της ενεργειακής αποδοτικότητας στις μεταφορές (STEER)· προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ενεργειακής αποδοτικότητας στις αναπτυσσόμενες χώρες (COOPENER).
Αντίθετα, το Συμβούλιο δεν δέχτηκε τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Έξυπνη Ενέργεια, ούτε τη συγκρότηση ειδικής ομάδας στο πλαίσιο της Επιτροπής για να διασφαλισθεί ο συντονισμός μεταξύ των διαφόρων τομέων δράσης του προγράμματος αυτού και των άλλων κοινοτικών πολιτικών.
|