Η παραίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό τον Jacques Santer το 1999 και η υπόθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας το 2003, κατέδειξαν τη σημασία των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αμφότερες οι περιπτώσεις έδειξαν σαφώς στην κοινή γνώμη πόσο προσεκτικά παρακολουθούν οι βουλευτές το έργο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο δημοσιονομικός έλεγχος που άσκησαν οι βουλευτές στην υπόθεση των ατασθαλιών στη Στατιστική Υπηρεσία αποτελεί κλασικό δικαίωμα των βουλευτών. Από τις απαρχές της ευρωπαϊκής ενοποίησης, οι ευρωβουλευτές απέκτησαν ολοένα και περισσότερα δικαιώματα ελέγχου.
Οι γραπτές και προφορικές ερωτήσεις προς την Επιτροπή και το Συμβούλιο αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινοβουλευτικής καθημερινότητας. Από το 2000 ως το τέλος του 2003, οι βουλευτές υπέβαλαν πάνω από 20.000 ερωτήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν γραπτές.
Για τη διαπίστωση παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου οι βυλευτές μπορούν να συγκροτούν εξεταστικές επιτροπές. Τέτοιες ειδικές επιτροπές οδήγησαν στην ίδρυση μιας κτηνιατρικής υπηρεσίας της ΕΕ μετά τη θύελλα της ΣΕΒ και της υπηρεσίας για την καταπολέμηση της απάτης (OLAF) στο πεδίο του δημοσιονομικού ελέγχου.
Η πρόταση μομφής: το ισχυρότερο όπλο των ευρωβουλευτών
Η ευρύτητα των δυνατοτήτων πολιτικού ελέγχου σε διαρκή βάση οφείλεται στην ύπαρξη του ισχυρότερου όπλου των βουλευτών. Εφόσον η κατάσταση υπερβεί τα εσκαμμένα, μπορούν με την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας να υποχρεώσουν σε παραίτηση το σύνολο της Επιτροπής. Υποβλήθηκαν επτά προτάσεις μομφής, χωρίς ωστόσο να υπερψηφιστεί καμία από αυτές. Η έγκριση απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων και πλειοψηφία των μελών του Κοινοβουλίου, για να επιτευχθεί η σύσσωμη παραίτηση της Επιτροπής. Η επανειλημμένα ζητηθείσα δυνατότητα να υποχρεούνται σε παραίτηση μεμονωμένοι Επίτροποι ή ο Πρόεδρος της Επιτροπής, δεν παρέχεται στους βουλευτές του ΕΚ, αν και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Romano Prodi είχε δεσμευθεί ενώπιον της ολομέλειας κατά την ανάληψη των καθηκόντων του το 1999, να εξετάσει το ενδεχόμενο απόλυσης μεμονωμένων Επιτρόπων σε περίπτωση απόσυρσης της εμπιστοσύνης εκ μέρους του Κοινοβουλίου.
Δεν υφίσταται Επιτροπή χωρίς συναίνεση του Κοινοβουλίου
Βήμα προς βήμα, Συνθήκη προς Συνθήκη, το Κοινοβούλιο διεύρυνε την ελεγκτική του αρμοδιότητα. Ήδη από το 1981, η Επιτροπή σχεδόν διοριζόταν από το Κοινοβούλιο. Αρχικά μόνο ανεπίσημα, με την τοποθέτηση των βουλευτών στο πρόγραμμα της Επιτροπής. Από το 1993, με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ, οι επιλεγόμενοι από τα κράτη μέλη Επίτροποι, και ο Πρόεδρος της Επιτροπής χρειάζονταν νομιμοποίηση εκ μέρους του Κοινοβουλίου. Με την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ το 1999, οι βουλευτές επικυρώνουν πλέον και το διορισμό του Προέδρου της Επιτροπής χωριστά, προτού διοριστούν οι καθ' ύλην Επίτροποι. Προηγουμένως όλα τα μέλη της Επιτροπής υποχρεούνται να υποβληθούν, κατά το πρότυπο του Αμερικανικού Κογκρέσου, σε πολύρωρη ακρόαση ενώπιον των αρμοδίων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Εν συνεχεία, οι βουλευτές διαβουλεύονται σχετικά με την παρουσίαση και το περιεχόμενο του προγράμματος των επίδοξων Επιτρόπων κεκλεισμένων των θυρών και υποβάλουν στην ολομέλεια τη σύστασή τους.
Πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ Συμβουλίου και Επιτροπής
Το Κοινοβούλιο ελέγχει επίσης και τ ους τομείς στους οποίους δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα. Στην κοινή πολιτική εξωτερικών υποθέσεων και ασφάλειας και σε θέματα συνεργασίας στη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις, υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης του Κοινοβουλίου από το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Οι βουλευτές μπορούν επίσης να υποβάλλουν ερωτήσεις και να εκδίδουν συστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη από την ανά εξάμηνο εναλλασσόμενη προεδρία του Συμβουλίου. Επίσης, το Κοινοβούλιο μπορεί να σταθμίσει τις πολιτικές του προτεραιότητες μέσω της εγγραφής πιστώσεων στον ετήσιο προϋπολογισμό.
Άλλες διαδικασίες που καθιστούν το Συμβούλιο και την Επιτροπή υπόλογους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι οι συζητήσεις στις οποίες ο εκάστοτε προεδρεύων του Συμβουλόιυ παρουσιάζει το πρόγραμμά του για το τρέχον εξάμηνο, ο απολογισμός στο τέλος του εξαμήνου και η ενδιάμεση έκθεση για τις Διασκέψεις Κορυφής. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπόκεινται από κοινού στον έλεγχο των βουλευτών επ' ευκαιρία τωνετησίων εκθέσεων για την ανάπτυξη της ΕΕ. Η Επιτροπή το πράττει από την πλευρά της με το νομοθετικό πρόγραμμα για το επόμενοέτος. Όλες αυτές οι διαδικασίες αποτελούν ευκαιρίες για τους βουλευτές να κρίνουν πολιτικά τις απόψεις, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής και υποβάλλουν διευκρινιστικά ερωτήματα.
Η ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ενώπιον του Κοινοβουλίου
Και η ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι υπόλογη στο Κοινοβούλιο. Η Τράπεζα είναι επιφορτισμένη αποκλειστικά με τη σταθερότητα του ευρώ. Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ παρουσιάζει μια φορά το χρόνο προφορική έκθεση στην ολομέλεια. Επιπλέον, προσέρχεται τακτικά στην Οικονομική και Νομισματική Επιτροπή για να απαντήσει σε ερωτήματα των βουλευτών.
Ο βουλευτής ως σημείο επαφής μεταξύ πολιτών και Οργάνων της ΕΕ
Στην άσκηση του ελέγχου του όσον αφορά τις δρστηριότητες της ΕΕ, το Κοινοβούλιο δεν είναι μόνο εκπρόσωπος, αλλά και συνομιλητής για τους πολίτες. Μπορούν να αποταθόυν με αναφορές στους βουλευτές, οι οποίοι στη συνέχεια τις συζητούν και τις εξετάζουν. Το Κοινοβούλιο διορίζει επίσης τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, ο οποίος επιλαμβάνεται με ανεξαρτησία των διαμαρτυριών των πολιτών για δυσλειτουργίες της Διοίκησης. Οι διαμαρτυρίες πολιτών προς βουλευτές μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε έλεγχο των κρατών της ΕΕ από το Κοινοβούλιο. Σε ολοένα και περισσότερες περιπτώσεις, βουλευτές επισημαίνουν στη θεματοφύλακα των Συνθηκών, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περιπτώσεις στις οποίες μεμονωμένα κράτη μέλη δεν έχουν μεταφέρει σε εθνικό δίκαιο ευρωπαϊκά νομοθετικά πλαίσια. Αυτό μπορεί στη συνέχειαν να οδηγήσει από προειδοποιήσεις μέχει και την άσκηση προσφυγής επί παραβάσει των Συνθηκών εκ μέρους της Επιτροπής κατά των κρατών μελών για να διασφαλιστεί η εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ.
|